Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2016

Γνωμοδοτική αρμοδιότητα Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου

 

Άρθρο 25 παρ. 2 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών:

Οι εισαγγελείς γνωμοδοτούν σε νομικά ζητήματα, που δεν έχουν εισαχθεί στα δικαστήρια, όταν τους υποβάλλουν ερωτήματα που αντιμετωπίζουν στην εκτέλεση των καθηκόντων τους:

α. όσοι αναφέρονται στο προηγούμενο άρθρο παράγραφος 5β,

[άρ. 24 παρ. 5β) Έχουν δικαίωμα να απευθύνουν παραγγελίες, γενικές οδηγίες και συστάσεις σχετικές με την άσκηση των καθηκόντων τους:...Ο εισαγγελέας εφετών και πρωτοδικών, προς τους εισαγγελικούς λειτουργούς, ανακριτικούς υπαλλήλους, δημόσιους κατηγόρους, συμβολαιογράφους, υπαλλήλους εισαγγελίας, φύλακες μεταγραφών, υποθηκών, κτηματολογίων, νηολογιών, υποθηκολογίων πλοίων και αεροσκαφών, ληξιάρχους υπαλλήλους και επιμελητές και άμισθους δικαστικούς επιμελητές, της περιφέρειας της εισαγγελίας εφετών ο πρώτος και πρωτοδικών ο δεύτερος]

β. οι υπηρεσίες του δημοσίου και των νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου σχετικά με την ερμηνεία και εφαρμογή του ποινικού νόμου.

Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου γνωμοδοτεί και σε νομικά ζητήματα γενικότερου ενδιαφέροντος.

 

Γνωμοδότηση ΕισΑΠ 1/2005 (Βασίλειου Μαρκή): 

Η γνωμοδοτική αρμοδιότητα του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, συνίσταται στη διατύπωση της γνώμης του γενικώς και αφηρημένως ως προς την αμφιλεγόμενη έννοια διατάξεων νόμων οιασδήποτε φύσεως που αφορούν ευρύτατες κατηγορίες προσώπων, αφού μόνον τότε πρόκειται περί θέματος που παρουσιάζει γενικότερο ενδιαφέρον (Βλ. Γνωμ. Εισ. Α.Π. 1002/1995 και 2771/1994). Με βάση τη θέση αυτή δεν υπάρχει δυνατότητα να εκφράσουμε διά γνωμοδοτήσεως την άποψή μας επί του 6ου ερωτήματός σας, δεδομένου ότι πρόκειται για μεμονωμένο ζήτημα, που δημιουργήθηκε, μετά την αναφερόμενη στο έγγραφό σας απόφαση της Επιτροπής Ερευνών του Πανεπιστημίου σας και αφορά μόνον το Πανεπιστήμιο σας... 

Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 2016

Ε.Υ.Π. και εμπιστευτικό αρχείο εισαγγελικών και αστυνομικών αρχών

 

7/2014 ΓΝΜΔ ΕΙΣΑΠ

Γνωστοποίηση πληροφοριών στην ΕΥΠ και προϋποθέσεις αυτής της γνωστοποίησης. Νόμος 3649/2008. Ποινική Δικονομία. Γενικοί και ειδικοί ανακριτικοί υπάλληλοι. Οι υπάλληλοι της ΕΥΠ δεν υπάγονται ούτε στους γενικούς ούτε στους ειδικούς προανακριτικούς υπαλλήλους, αφού δεν ορίζεται κάτι σχετικό στις διατάξεις του ν. 3649/2008 ή άλλου νόμου. Δυνατότητα, ωστόσο, της ΕΥΠ για αναζήτηση και συλλογή πληροφοριών για την πρόληψη ή αποτροπή απειλής της εθνικής ασφάλειας ή του δημοκρατικού πολιτεύματος και για την προστασία των εθνικών συμφερόντων της χώρας από δημόσιες υπηρεσίες και νπδδ κ.λπ. Μεταξύ των δημόσιων αυτών υπηρεσιών είναι και οι αστυνομικές, λιμενικές, πυροσβεστικές και δασικές αρχές, το προσωπικό των οποίων ενεργεί είτε αυτεπάγγελτη προανάκριση κατ’άρθρο 243§2 ΚΠΔ, είτε προανάκριση, είτε προκαταρκτική εξέταση έπειτα από παραγγελία Εισαγγελέα κατ’άρθρο 31 και κατ’άρθρο 243 ΚΠΔ.

Προς: Το Αρχηγείο Λιμενικού Σώματος - Ελληνικής Ακτοφυλακής, Κεντρικό Λιμεναρχείο Πατρών, Γρ. Κεντρικού Λιμενάρχη θέμα: Γνωστοποίηση πληροφοριών και στοιχείων στην ΕΥΠ 

Με το υπ'αριθμ. 8717/2014 και το σχετικό με αυτό υπ'αριθμ. 4422/2014 έγγραφό σας, μας τέθηκε το εξής ερώτημα: α) Εφόσον στελέχη της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών αιτούνται από την Υπηρεσία σας, κατά τη διαδικασία προανακριτικών πράξεων, τη γνωστοποίηση πληροφοριών είτε προφορικά είτε με χορήγηση φωτοαντιγράφων εγγράφων που περιλαμβάνονται στη σχηματιζόμενη ποινική δικογραφία (π.χ. ταυτοτήτων, αδειών οδήγησης κ.λπ.) είτε ενίοτε αιτούνται την επαφή με τον κατηγορούμενο, αν στις περιπτώσεις αυτές η Υπηρεσία σας θα ανταποκρίνεται ή όχι στα σχετικά αιτήματα της ΕΥΠ κατά τη διάρκεια των προανακριτικών πράξεων που τελούν υπό τη διεύθυνση του αρμόδιου εισαγγελέα και σε θετική περίπτωση βάσει ποιας διαδικασίας θα υλοποιείται αυτή (π.χ. θα ενημερώνεται προφορικά ή γραπτά ο αρμόδιος εισαγγελέας επί των αιτημάτων που υποβάλλονται από την ΕΥΠ, κυρίως σε περιπτώσεις αυτόφωρης διαδικασίας στην Υπηρεσία σας και αν θα ακολουθεί προφορική ή γραπτή εντολή του επ'αυτών). Σε σχέση με τα ζητήματα που τίθενται με το ερώτημα αυτό εκθέτω τα κατωτέρω: Κατά το άρθρο 2 παρ. 1 Ν. 3649/2008: «1. Η ΕΥΠ έχει ως αποστολή, στο πλαίσιο του Συντάγματος και των νόμων, την αναζήτηση, συλλογή, επεξεργασία και γνωστοποίηση στις αρμόδιες αρχές των πληροφοριών που αφορούν:... β. Την πρόληψη και αντιμετώπιση δραστηριοτήτων που συνιστούν απειλή κατά του δημοκρατικού πολιτεύματος, των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου, της εδαφικής ακεραιότητας και της εθνικής ασφάλειας του Ελληνικού Κράτους, καθώς και του εθνικού πλούτου της Χώρας, γ. Την πρόληψη και αντιμετώπιση δραστηριοτήτων τρομοκρατικών οργανώσεων, καθώς και άλλων ομάδων οργανωμένου εγκλήματος». Κατά το άρθρο 4 παρ. 1 και 2 του ως άνω νόμου: «Για την εκπλήρωση της αποστολής της, η ΕΥΠ ασκεί τις ακόλουθες αρμοδιότητες: 1. Συλλέγει και παρέχει πληροφορίες και στοιχεία, προβαίνει σε εκτιμήσεις και υποβάλλει προτάσεις στον Υπουργό Εσωτερικών και τους καθ'ύλην συναρμόδιους Υπουργούς για την πρόληψη ή αποτροπή απειλής της εθνικής ασφάλειας ή του δημοκρατικού πολιτεύματος, καθώς και για την προάσπιση των εθνικών συμφερόντων της Χώρας. 2. Αναζητεί, συλλέγει, επεξεργάζεται και παρέχει πληροφορίες, στο πλαίσιο της προηγούμενης παραγράφου, κυρίως για θέματα που αφορούν στη δράση τρομοκρατικών οργανώσεων ή άλλων ομάδων οργανωμένου εγκλήματος στους τομείς της παράνομης διακίνησης ανθρώπων, ανθρωπίνων μελών, όπλων, ναρκωτικών ή άλλων απαγορευμένων ουσιών, ιδίως πυρηνικών, ραδιοβιολογικών και χημικών (ΠΡΒΧ), καθώς και για θέματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες». Περαιτέρω κατά το άρθρο 5 παρ. 3 του ιδίου νόμου: «3. Στην ΕΥΠ αποσπάται ύστερα από απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου ένας εισαγγελικός λειτουργός για χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να υπερβεί την τριετία, ο οποίος ελέγχει τη νομιμότητα των ειδικών επιχειρησιακών δράσεών της, που αφορούν θέματα Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και ασκεί όσες άλλες αρμοδιότητες του ανατίθενται με διατάξεις του παρόντος νόμου. Αν ο εισαγγελικός λειτουργός απουσιάζει ή για οποιονδήποτε λόγο κωλύεται, αναπληρώνεται από τον εισαγγελικό λειτουργό που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 3 του Ν 2265/1994». Κατά δε το άρθρο 6 παρ. 1 και 2 του ως άνω νόμου: «1. Οι δημόσιες υπηρεσίες και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, οι δημόσιες επιχειρήσεις, τα ελεγχόμενα ή εποπτευόμενα από το Δημόσιο νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, τα νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα, καθώς και οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού και οι επιχειρήσεις τους υποχρεούνται να παρέχουν σε ειδικά εξουσιοδοτημένους υπαλλήλους της ΕΥΠ κάθε πληροφορία, στοιχείο ή συνδρομή για την εκπλήρωση της αποστολής της. Οι ανωτέρω φορείς και το προσωπικό της ΕΥΠ οφείλουν να τηρούν το απόρρητο της επικοινωνίας και του περιεχομένου του αιτήματος, καθώς και των στοιχείων του επιληφθέντος προσωπικού. 2. Η άρνηση, η παρέλκυση, η αμέλεια, η ατελής και η μη έγκαιρη ανταπόκριση στο αίτημα υπηρεσιακής αρωγής, καθώς και η παραβίαση της υποχρέωσης τήρησης του απορρήτου που προβλέπεται από το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 αποτελούν ειδικό πειθαρχικό παράπτωμα που τιμωρείται σύμφωνα με τα ισχύοντα στον Υπαλληλικό Κώδικα ή τις αντίστοιχες κατά περίπτωση διατάξεις για το μη πολιτικό προσωπικό των οικείων φορέων». Εξάλλου κατά το άρθρο 33 παρ. 1 ΚΠΔ: «Η προανάκριση και η προκαταρκτική εξέταση γίνονται ύστερα από παραγγελία του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών και υπό τη διεύθυνση του: α) από τους πταισματοδίκες και ειρηνοδίκες και... γ) από τους αστυνομικούς υπαλλήλους που έχουν βαθμό τουλάχιστον υπαρχιφύλακα». Κατά το άρθρο 34 ΚΠΔ στο οποίο ορίζονται οι ειδικοί ανακριτικοί υπάλληλοι: «Η προανακριτική εξέταση και η προανάκριση ορισμένων εγκλημάτων ενεργείται και από δημοσίους υπαλλήλους, όταν αυτό προβλέπεται σε ειδικούς νόμους, πάντοτε υπό τη διεύθυνση και την εποπτεία του εισαγγελέα πλημμελειοδικών». Κατά το άρθρο 241 ΚΠΔ η ανάκριση γίνεται πάντα εγγράφως και χωρίς δημοσιότητα. Κατά το άρθρο 243 παρ. 1,2 ΚΠΔ: «1. Η προανάκριση ενεργείται από οποιονδήποτε ανακριτικό υπάλληλο μετά γραπτή παραγγελία του εισαγγελέα. 2. Αν από την καθυστέρηση απειλείται άμεσος κίνδυνος ή αν πρόκειται για αυτόφωρο κακούργημα ή πλημμέλημα, όλοι οι κατά τα άρθρα 33 και 34 ανακριτικοί υπάλληλοι είναι υποχρεωμένοι να επιχειρούν όλες τις προανακριτικές πράξεις που είναι αναγκαίες για να βεβαιωθεί η πράξη και να ανακαλυφθεί ο δράστης, έστω και χωρίς προηγούμενη παραγγελία του εισαγγελέα, στην περίπτωση αυτή ειδοποιούν τον εισαγγελέα με το ταχύτερο μέσο και του υποβάλλουν χωρίς χρονοτριβή τις εκθέσεις που συντάχθηκαν». Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτουν τα ακόλουθα: Οι υπάλληλοι της ΕΥΠ δεν υπάγονται ούτε στους γενικούς ούτε στους ειδικούς προανακριτικούς υπαλλήλους, αφού ουδέν ορίζεται σχετικά στις διατάξεις του Ν. 3649/2008 ή άλλου νόμου και επομένως δεν δικαιούνται να ενεργούν προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση. Όμως για την εκπλήρωση της αποστολής της η ΕΥΠ δικαιούται να αναζητεί, να συλλέγει και να παρέχει πληροφορίες κατά μεν την παρ. 1 άρθρου 4 Ν. 3649/2008 για την πρόληψη ή αποτροπή απειλής της εθνικής ασφάλειας ή του δημοκρατικού πολιτεύματος και για την προστασία των εθνικών συμφερόντων της χώρας, κατά δε την παρ. 2 του ιδίου άρθρου για θέματα που αφορούν τα εκεί ενδεικτικά και όχι περιοριστικά απαριθμούμενα εγκλήματα. Τις πληροφορίες αυτές δικαιούται να αναζητεί και να συλλέγει από τις υπηρεσίες και φορείς του άρθρου 6 παρ. 1 του ως άνω νόμου, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται οι δημόσιες υπηρεσίες, όπως είναι οι αστυνομικές, λιμενικές, πυροσβεστικές και δασικές αρχές, το αρμόδιο προσωπικό των οποίων ενεργεί κατ'άρθρο 33 παρ. 1γ` ΚΠΔ ως γενικοί προανακριτικοί υπάλληλοι ή κατ'άρθρο 34 ΚΠΔ ως ειδικοί προανακριτικοί υπάλληλοι είτε αυτεπάγγελτη προανάκριση κατ'άρθρο 243 παρ. 2 ΚΠΔ είτε προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση μετά από παραγγελία εισαγγελέα, κατ' άρθρο 31 και 243 ΚΠΔ. Ειδικότερα όσον αφορά τον τρόπο και την έκταση των παρεχομένων πληροφοριών και στοιχείων είναι αναγκαία η εξής διάκριση: Εφόσον ζητούνται πληροφορίες προφορικά ή η χορήγηση φωτοαντιγράφων εγγράφων της δικογραφίας, τότε πρέπει να χορηγούνται κατόπιν υποβολής προφορικού ή γραπτού αιτήματος του ειδικά εξουσιοδοτημένου υπαλλήλου της ΕΥΠ, οι δε αρμόδιοι προανακριτικοί υπάλληλοι και το προσωπικό της ΕΥΠ οφείλουν να τηρούν το απόρρητο της μεταξύ τους επικοινωνίας ως και το απόρρητο του αιτήματος (άρθρο 6 παρ. 1 εδ. β` του ως άνω νόμου) και επομένως, εφόσον πρόκειται για γραπτό αίτημα, δεν δύναται να αποτελέσει στοιχείο της δικογραφίας, αλλά να παραμείνει στο εμπιστευτικό αρχείο, και γι'αυτό το λόγο δεν δύναται να καταστεί και αντικείμενο αλληλογραφίας μεταξύ των προανακριτικών υπαλλήλων και του αρμοδίου κατά τόπο εισαγγελέα, οι οποίοι οφείλουν (άρθρα 33 παρ. 1, 34, 243 παρ. 1, 2 ΚΠΔ) να ενημερώσουν τον τελευταίο προφορικά, αφού αυτός έχει τη γενική διεύθυνση της προανάκρισης και προκαταρκτικής εξέτασης και επιπλέον έχει ως γενικότερη αποστολή, την τήρηση της νομιμότητας, την προστασία του πολίτη και τη διαφύλαξη των κανόνων της δημοσίας τάξης, κατ'άρθρο 24 παρ. 2 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (Ν. 1756/1988). Εφόσον όμως αιτούνται οι ειδικά εξουσιοδοτημένοι υπάλληλοι της ΕΥΠ την επαφή με τον κατηγορούμενο, δίχως τούτο να θεωρηθεί προανακριτική πράξη, και με δεδομένο ότι η επαφή με τον κατηγορούμενο αφορά θέματα Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, πρέπει προηγουμένως ο αρμόδιος εισαγγελέας του άρθρου 5 παρ. 3 του ως άνω νόμου να έχει ελέγξει τη νομιμότητα του ως άνω αιτήματος και να έχει δώσει τη γραπτή έγκρισή του για να επακολουθήσει η επαφή με τον κατηγορούμενο. Κατά τα λοιπά ισχύουν όσα έχουν προεκτεθεί ως προς την τήρηση του απορρήτου του αιτήματος και την ενημέρωση του αρμόδιου κατά τόπο εισαγγελέα. 

Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνος Παρασκευαΐδης

Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2016

Φασιστάκια και φασιστοειδάκια


Παρατηρώ με ασταθή ψυχραιμία τις εξελίξεις γύρω από τη Δικαιοσύνη,
όσες είναι εμφανείς, άλλες τόσες υπόγειες, και όσες υποβόσκουν.
Η στοχοποίηση στο θέμα της εκλογής του Διευθύνοντος την Εισαγγελία Εφετών Αθηνών
ξύπνησε μέσα μου μνήμες του παρελθόντος...
Όταν η Κυβέρνηση της Ν.Δ. είχε δώσει την εντολή για τη δίωξη και προφυλάκιση των Βουλευτών της Χρυσής Αυγής.
Για ένα "άναρχο" πνεύμα οι δραστηριότητες του συγκεκριμένου ακροδεξιού σχηματισμού υποδηλώνουν πολιτική μίσους, ίσως υποστασιοποιούν και πολύ σοβαρά ποινικά αδικήματα.
Για ένα εξίσου άναρχο πνεύμα η στοχοποίηση εγκληματικών στοιχείων, με όρους ανομίας, και χωρίς εξασφάλιση των στοιχειωδών δικαιωμάτων, υποστασιοποιεί εξίσου πολύ σοβαρά ποινικά αδικήματα, και το κυριότερο, μολύνει το ηθικό πλεονέκτημα μιας Δικαιοσύνης και ενός Κράτους Δικαίου, που πρέπει να λειτουργεί με όρους νομιμότητας και ουχί σκοπιμότητας.
Όπως και τότε, έτσι και τώρα για κάθε δίκαιο εκφραστή, για κάθε δημοκρατικό ον, υπεράνω δεξιάς ή αριστερής φασιστοκρατίας, πολλές φορές μεμονωμένα δρώσας εντός σχηματισμών εξουσίας, η τιμωρία ενός επιόρκου, ακροδεξιού, φασίστα, "φασιστάκια" για τους γλωσσοπλάστες, για λόγους ξένους από την αληθινή απόδοση δικαιοσύνης, κινητοποιεί το αισθητήριο της δικαιοσύνης, και "στοχοποιεί" -για τους εφυέστερους- αυτόν που θέλει να γίνει "Βεζίρης στη θέση του Βεζίρη".
Η ανεπηρέαστη, νόμιμη, διαυγής, και ως υπεράνω εμπαθείας επιεικής λειτουργία της Δικαιοσύνης, δεν απαιτεί μόνο ψυχραιμία και νηφαλιότητα, αλλά απέραντο σεβασμό, ανυπόκριτο, των δικαιωμάτων όλων, και δη όσων στην ίδια θέση θα ήταν ταγμένοι στην παραβίασή τους, με όρους "φασιστάκια".
Εάν η πραγματική Δικαιοσύνη, πέραν από κεφαλές, και "ακάθαρτα" χέρια, επιθυμούσε την νομοτελιακή επιχείρηση "καθαρά χέρια", θα ξεκινούσε από όσους αποπειρώνται να μολύνουν τα δικά τους από ψήγματα της αποβράζουσας διαφθοράς του παρελθόντος.
Εάν οι Εισαγγελείς είχαν αφεθεί να κρίνουν ανεπηρέαστοι, τότε θα επικρατούσε η Νομιμότητα με καθαρά χέρια, με καθαρή συνείδηση, χωρίς προσωπεία.
Γιατί αύριο στη θέση του επιόρκου (ληστή, δολοφόνου, καταχραστή) μπορεί να έρθεις, εσύ, καθαρέ Δικαστή, εσύ που για λόγους εκτός δικαίου θα μετατεθείς, θα τιμωρηθείς, δεν θα προαχθείς...θα εξοντωθείς. Εσύ, που δεν έμαθες να εξοντώνεις. Εσύ, που δεν είσαι κομμάτι του εκάστοτε υπαρκτού παρακράτους...
Εάν τέτοια Δικαιοσύνη θέλουμε, μεταξύ φατριών ο μικρός Άνταμ επιλέγει -προς το παρόν- "φασιστάκια" αντί "φασιστοειδάκια". Γιατί στον κόσμο των ονείρων προτιμάμε τους veritable κακούς. Όλα τα άλλα είναι υποκρισία...

Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2016

Εγώ είμαι εισαγγελέας


Μικρέ εισαγγελέα
αυτό το βράδυ
έκλαψες, από αδικία
και σαν έκλεισες τα μάτια
βούρκωσαν οι σκέψεις της απελπισίας
λησμόνησες τότε που παντοδύναμος
σαν ήσουν, αποκρινόσουν
σε φωνές που πνίγονταν
"εγώ είμαι εισαγγελέας"
και σαν ταφόπλακα
η υπεροψία σου
σκότωνε τα ημιθανή θύματά σου
θνησιγενής η εξουσία όμως
πες στα όνειρά σου
που τρέφονται από εκδίκηση στην αλήθεια
και σαν παρακράτος ήσουν
οι προδότες καραδοκούν
και σου κλέβουν το προνόμιο
της κατάχρησης εξουσίας
μεταξύ των σκελετών
από την ντουλάπα του χρόνου
"εσύ κατηγορούμενε, εισαγγελέα"
δεν νομιμοποιείσαι να κατακρίνεις την αδικία
στερείσαι το ηθικό δικαίωμα
να μιλάς, εσύ, για άδικες αποφάσεις
και το νεότευκτο παρακράτος
-έτσι ανακουφίσου-
σαν κλείσεις τα μάτια
λίγο πιο παρατεταμένα
θα πληρώσει από τη θεία δίκη
που δεν χαρίζεται
μήτε σε πάπες
μηδέ σε αγγέλους

 

Τρίτη 30 Αυγούστου 2016

Μια εισαγγελική "διάταξη" που προκαλεί ή προκλήθηκε - Νο2

 

1/2016 ΔΙΑΤ ΕΙΣΕΦ ΕΥΒΟΙΑΣ

Έννοια μήνυσης και έγκλησης και διαφορά μεταξύ αυτών (άρ. 42 παρ. 1 και 46 παρ. 1 ΚΠΔ). Παθών πρόσωπο στην έγκληση θεωρείται ο φορέας του εννόμου αγαθού, καθ'ού στρέφεται η αξιόποινη πράξη. Στο ποινικό αδίκημα της παράβασης καθήκοντος (259 ΠΚ) υποκείμενο της οποίας μπορεί να είναι, πλην άλλων κρατικών λειτουργών, και δικαστικός λειτουργός, φορέας του προστατευόμενου έννομου αγαθού είναι αποκλειστικά η πολιτεία, προς το συμφέρον της οποίας και της κοινωνίας έχουν ταχθεί να υπηρετούν οι υπάλληλοι με την ομαλή και απρόσκοπτη διεξαγωγή της δημόσιας υπηρεσίας και τη λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών και όχι οιοσδήποτε τρίτος, η περιουσία του οποίου ή άλλο έννομον αγαθόν τούτου έχουν αποκλεισθεί ως προστατευτέα έννομα αγαθά από την παραπάνω διάταξη. Κατά συνέπεια, η από μέρους του τελευταίου, μη όντος ``αμέσου`` παθόντος, καταμήνυση της ως άνω αξιόποινης πράξης προς την Αρχή, δεν θεωρείται ως ``έγκληση`` κατά την έννοια της προπαρατιθέμενης διάταξης του άρθρου 46 παρ. 1 ΚΠΔ, αλλά ως ``μήνυση`` (άρθρ. 42 παρ. 1 ΚΠΔ) και η αντιμετώπισή της σε περίπτωση απόρριψης από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών, γίνεται αναλόγως με τα οριζόμενα στο άρθρο 43 παρ. 2 και όχι του άρθρου 47 παρ. 1-2 ΚΠΔ.

ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΔΙΕΥΘΥΝΟΝΤΑ ΤΗΝ ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑ ΠΡΩΤΟΔΙΚΩΝ ΘΗΒΩΝ ΚΑΙ ΔΙ’ΑΥΤΟΥ ΣΤΟΥΣ ΑΝΤΕΙΣΑΓΓΕΛΕΙΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΕΔΡΟ ΤΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΤΟΥ 

ΚΟΙΝ. : ΔΙΕΥΘΥΝΟΝΤΑ ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑ ΠΡΩΤΟΔΙΚΩΝ ΧΑΛΚΙΔΑΣ ΚΑΙ ΔΙ’ ΑΥΤΟΥ ΣΤΟΥΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΙΣ ΚΑΙ ΑΝΤΕΙΣΑΓΓΕΛΕΙΣ ΤΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΤΟΥ

Επειδή κατά τον έλεγχο των φακέλων προκαταρκτικής εξέτασης, διαπιστώσαμε ότι σε μερικές περιπτώσεις (όπως π.χ. στις με ΑΒΜ: Β 2014/216, Β 2015/102, Β 2014/215, Α2014/1159 και Α20-14/1764 της εισαγγελίας πρωτοδικών Θηβών), εκδώσατε Διατάξεις σύμφωνα με το άρθρο 47 παρ. 1 και 2 ΚΠΔ, αντί πράξεων αρχειοθέτησης του άρθρου 43 παρ. 2 ΚΠΔ, θεωρώντας ότι οι υπό κρίση μηνυτήριες ή καταγγελτήριες αναφορές, συνιστούν ``εγκλήσεις`` κατά την έννοια του άρθρου 46 παρ. 1 ΚΠΔ και όχι ``μηνύσεις`` κατά το άρθρο 42 παρ. 1 ΚΠΔ, σας γνωρίζουμε εν συνόψει τα ακόλουθα: Κατά την έννοια του μεν άρθρου 42 παρ. 1 ΚΠΔ, ως μήνυση θεωρείται, η από οποιονδήποτε ιδιώτη εκτός του αδικηθέντος προς την αρχή καταγγελία αξιόποινης πράξης εξ επαγγέλματος κατά τους ορισμούς του άρθρου 36 ιδίου Κώδικα, διωκομένης, του δε άρθρου 46 παρ. 1 (ιδίου Κώδικα) ως έγκληση, η από μέρους του παθόντος γενομένη καταγγελία αξιόποινης πράξης, είτε κατ'έγκληση κατά τους ορισμούς των άρθρων 117 και 118 του Ποινικού Κώδικα, είτε εξ επαγγέλματος διωκομένης (Χωραφάς, Ποινικόν Δίκαιον, έκδ. 9η (1978), τόμος Α`, σελ. 151 επ., Μπουρόπουλος, Ερμηνεία του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας έκδ. Β` Τόμος Α` σελ. 62 και 76, Ζησιάδης, Ποινική Δικονομία έκδ. Γ` (1977), τομ. Α` σελ. 325 και 333, υπ'αριθ. 123/2011 ΔιατΕισΕφΠειρ (Κ. Σοφουλάκη) ΤΝΠ Νόμος). Με το ως άνω άρθρο 36 ΚΠΔ καθιερώνεται η αρχή της αυτεπάγγελτης ποινικής δίωξης, η οποία, μη υποκείμενη σε τύπο, γίνεται, μόλις ο αρμόδιος εισαγγελέας πληροφορηθεί την τέλεση του εγκλήματος, είτε κατόπιν μήνυσης ή αναφοράς δημοσίας αρχής ή ιδιώτη (άρθρ. 37-40 και 42), είτε κατόπιν οιασδήποτε "άλλης ειδήσεως" όπως εξ ιδίων πληροφοριών ή ιδίας αντίληψης, από επιστολή ή και της κοινής φήμης, όταν, εννοείται, στην τελευταία αυτή περίπτωση έχει ο εισαγγελέας σοβαρούς λόγους να πιστεύει ότι τελέστηκε έγκλημα (Μπουρόπουλος, όπου ανωτ. σελ. 57), παθών εκ του οποίου, ειρήσθω, είναι παν πρόσωπον είτε νομικό είτε φυσικό, είτε ικανό προς καταλογισμό είτε ακαταλόγιστο, το οποίο είναι φορέας του εννόμου αγαθού, καθ'ού στρέφεται η πράξη (ΟλΑΠ 336/1959, ΠοινΧρ1960, 155, ΑΠ 1946/2010, ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 870/2004, ΠοινΧρ2005, 411, Χωραφάς, όπου ανωτ., Μπουρόπουλος, Ερμ.ΚΠοιν Δ, σ.313, Μπέκας, ΣυστΕρμΠΚ, αρ. 118). Εξάλλου, κατά μεν το άρθρο 43 παρ. 2 ΚΠΔ, αν η μήνυση ή η αναφορά δεν στηρίζεται στο νόμο ή είναι προφανώς αβάσιμη στην ουσία της ή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών την θέτει στο αρχείο και υποβάλλοντας τη δικογραφία στον Εισαγγελέα Εφετών αναφέρει σε αυτόν τους λόγους για τους οποίους δεν άσκησε την ποινική δίωξη, κατά δε το άρθρο 47 παρ. 1 ΚΠΔ, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών εξετάζει την έγκληση που έλαβε και αν κρίνει ότι αυτή δεν στηρίζεται στο νόμο ή είναι προφανώς αβάσιμη στην ουσία της ή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης την απορρίπτει με διάταξη, η οποία περιλαμβάνει συνοπτική αιτιολογία. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 259 ΠΚ, υπάλληλος που με πρόθεση παραβαίνει τα καθήκοντα της υπηρεσίας του με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, αν η πράξη αυτή δεν τιμωρείται με άλλη ποινική διάταξη. Το έννομο αγαθό που προστατεύει η ανωτέρω ποινική διάταξη, υποκείμενο της οποίας μπορεί να είναι, πλην άλλων κρατικών λειτουργών και δικαστής (ΟλΑΠ 7/2008, ΤΝΠ ΔΣΑ), είναι η ομαλή και απρόσκοπτη διεξαγωγή της δημόσιας υπηρεσίας και η λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών αποκλειστικά προς το συμφέρον της πολιτείας και κοινωνίας, που έχουν ταχθεί να υπηρετούν οι υπάλληλοι, με χρηστότητα και καθαρότητα (βλ.ΟλΑΠ7/2008, ό.π., ΟλΑΠ 262/1961 ΤΝΠ Νόμος, Μπουρόπουλος, Ερμηνεία του Ποινικού Κώδικος, Ειδικόν Μέρος, β΄τεύχ. 1962, σελ.386, Γάφος, Ποινικόν Δίκαιον, Ειδικόν Μέρος Γ΄τευχ., 1961, σελ. 87, Ψαρούδα -Μπενάκη, «Τα αξιολογικά στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος», 1971, σελ. 236, Δέδες, Ποινικόν Δίκαιον, Ειδικόν Μέρος, Εγκλήματα περί την υπηρεσίαν, 1983, Μανωλεδάκης Ι. «Η διαλεκτική έννοια των εννόμων αγαθών», σελ. 87). Φορέας επομένως του προστατευόμενου εννόμου αγαθού στο συγκεκριμένο έγκλημα, είναι η πολιτεία και όχι οιοσδήποτε τρίτος, η περιουσία του οποίου ή άλλο έννομον αγαθόν τούτου έχουν αποκλεισθεί ως προστατευτέα έννομα αγαθά στη διάταξη του άρθρου 259 ΠΚ (Ψαρούδα-Μπενάκη, ό.π.), με συνέπεια, η από μέρους του τελευταίου, μη όντος ``αμέσου`` παθόντος, καταμήνυση της ως άνω αξιόποινης πράξης προς την Αρχή να μην θεωρείται ως ``έγκληση`` κατά την έννοια της προπαρατιθέμενης διάταξης του άρθρου 46 παρ. 1 ΚΠΔ, αλλά ως ``μήνυση``(άρθρ. 42 παρ. 1 ΚΠΔ) και η αντιμετώπισή της να γίνεται αναλόγως με τα οριζόμενα στο άρθρο 43 παρ. 2 ΚΠΔ. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω, μηνυτήριες αναφορές κατά δικαστικών λειτουργών για παράβαση της διάταξης του άρθρου 259 ΠΚ, ως οι, στην αρχή της παρούσας αναφερόμενες περιπτώσεις, που στρέφονται συλλήβδην κατά δικαστικών λειτουργών του Πρωτοδικείου Χαλκίδας, φέρουν τον χαρακτήρα ``μηνύσεων`` του άρθρου 42 παρ. 1 ΚΠΔ και ουχί ``εγκλήσεων`` του άρθρου 46 παρ. 1 ΚΠΔ και δέον, συντρεχούσης περιπτώσεως, να ακολουθείται εφεξής, η ορθή και ενδεδειγμένη διαδικασία αρχειοθέτησής τους που προβλέπεται στην παρ. 2 του άρθρου 43 ΚΠΔ. 

Ο ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΕΦΕΤΩΝ ΛΑΜΠΡΟΣ ΣΟΦΟΥΛΑΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΕΦΕΤΩΝ

Must red-read

Ακαταδίωκτο δημοσίων υπαλλήλων και μελών Δικηγορικών Συλλόγων

  27/2023 ΑΠ (Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Αστικώς ανεύθυνο δημοσίων υπαλλήλων. Περιλαμβάνει και την ευθύνη αυτών από προσβολές της προσωπικότ...