Κουβαλούσαν χρόνια πάθηση
αυτά τα βλέφαρα ήταν αρματοφόρα
που σκοτώνουν τη θέα όταν δεν αντέχουν
τη γύμνια των γειτονικών παθήσεων
κλείνουν μόνο, όταν εσωκλείουν τον πόνο
και στο σκίτσο τα χείλη αδυνατούν να φωνάξουν βοήθεια
φιγουράρουν και αυτά ερμητικά δεμένα
με ιστούς λαθυρίνθου που καταλήγουν σ'εσένα
κρατάς το κλειδί της ευτυχίας
μίας ακατανόητης αλληλουχίας
όταν τα μάτια μιλάνε με χρώμα
όταν τα δάκρυα μαυρίζουν στο κώμα
όταν η γραμμή ισιώνει στο σώμα
που φωνάζει υπάρχω ακόμα
και τα βλέφαρα φιλοξενούν μια θέα
της Θεάς που πιστεύει στο ψέμα
της δικής σου ιερόσυλης φύσης
στου ονείρου της αλλοπρόσαλης στύσης
που εκστασιάζει τη διαταγή της ηδονής
με το μαστίγιο της άκρατης προσμονής
στη φυλακή των ανίατων παραισθήσεων
στη διαφυγή των επικίνδυνων ψευδαισθήσεων
στο βλέμμα που σκοτώνει τα βλέφαρα
πριν παγιδεύσουν τη ματιά για τα μάτια σου μόνο
Αν σε αγάπησα, είναι γιατί έμαθα να αγαπάω τυφλός
Αν σε νοστάλγησα, είναι γιατί έμαθα να ξεχνάω το φως
Όταν χαμηλώσει το σκοτάδι, θα περπατήσω στα ίχνη
της δικής σου ανάμνησης
σε υπαίτια μέθη μιας ετεροβαρούς αυταπάρνησης
Θα σκοτώσω ό,τι απέμεινε με τα άρματα αυτού που απέγινε
Της καρδιάς μου τα μάτια που ανήκουν σε σένα πριν καταλάβω ότι προδώσαν εμένα
Που αγάπησα αυτό που με σκότωσε
Εσένα, μοναδική μου αγάπη
Εσένα, που ανήκεις στα λάθη