...στη Χώρα των Ινδιάνων Δικαστής είναι το Τσεκούρι που σκοτώνει στον αέρα...
Τετάρτη 24 Αυγούστου 2016
Μια εισαγγελική διάταξη που προκαλεί ή προκλήθηκε
Έχουν οι δικαστές ανάγκη τέτοιας
mot a mot
επίδειξης εξουσίας;
3/2016 ΔΙΑΤΑΞΗ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΕΦΕΤΩΝ ΕΥΒΟΙΑΣ
Προσφυγή κατά κλητηρίου θεσπίσματος. Συνιστά οιονεί ένδικο μέσο. Αντικειμενικά και
υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος της ψευδούς καταμήνυσης (άρθ. 229 παρ. 1 ΠΚ). Για την
ύπαρξη αιτιολογίας του υποκειμενικού στοιχείου, δεν είναι αναγκαία η παράθεση άλλων, σχετικών
με τη γνώση των ψευδών περιστατικών της καταμήνυσης, αν ο καταμηνύων γνώριζε αναγκαίως
την πραγματική κατάσταση από προσωπική του αντίληψη. Το ως άνω έγκλημα, είναι τετελεσμένο
μόλις περιέλθει η μήνυση στην αρχή ή γίνει ανακοίνωση σ’αυτήν, ανεξάρτητα εάν στη συνέχεια
ασκήθηκε ή όχι ποινική δίωξη κατά του μηνυομένου ή εκινήθη από την αρχή η διαδικασία της
ποινικής δίωξης, αρκεί να είναι δυνατή η δίωξη (ποινική ή πειθαρχική) του μηνυομένου. Για την
ψευδή καταμήνυση είναι νομικά αδιάφορο αν απαλλάχθηκε ο καταμηνυθείς. Η γνώση της
ψευδότητας των καταγγελλομένων και σκοπός της καταδίωξης των μηνυομένων δικαστικών
λειτουργών, προκύπτει ανενδοίαστα τόσον εκ του αδιάκοπου ρυθμού των εναντίον τους
προπετών μηνύσεων που υποβάλλει η προσφεύγουσα, αφού επί απορρίψεως των πρώτων ως
προφανώς αβασίμων, επανέρχεται εκ νέου με άλλες ανακυκλώνοντας τις αυτές κατ'ουσίαν
αιτιάσεις, όσον και του αδιακρίτου της άσκησης τούτων.
Ο Εισαγγελέας Εφετών Ευβοίας
Αφού λάβαμε υπόψη την υπ'αριθμ. 1/21-3-2016 Προσφυγή της ..... του ..... , κατοίκου
Χαλκίδας, κατά του υπ. αριθμ. ..... κλητηρίου θεσπίσματος του Εισαγγελέως
Πλημμελειοδικών Χαλκίδας, με το οποίο παραπέμπεται με απευθείας κλήση στο ακροατήριο του Α’
Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χαλκίδας κατά τη δικάσιμο της 20-4-2016 για να δικασθεί για τις
αξιόποινες πράξεις της ψευδούς καταμήνυσης κατά συρροή και ψευδορκίας μάρτυρα (άρθρα 94
παρ. 1-2, 229 παρ. 1, 224 παρ. 2-1 ΠΚ), τις οποίες φέρεται ότι τέλεσε στη Χαλκίδα στις 1-7-2011
και 1-8-2012, εις βάρος των τότε αντεισαγγελέων πρωτοδικών Χαλκίδας, ....... ....... και ........... .
Ι. Κατά το άρθρο 322 παρ. 1 ΚΠΔ, όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο
33 παρ. 3 του νόμου 4055/2012 και την εν συνεχεία προσθήκη γ΄ εδαφίου μετά το εδάφιο β΄ της
παραγράφου 1 του άρθρου 322, με το άρθρο 93 παρ. 2Β Ν. 4139/20-03-2012, ο κατηγορούμενος
που κλητεύθηκε απευθείας με κλητήριο θέσπισμα στο ακροατήριο του τριμελούς
πλημμελειοδικείου έχει δικαίωμα, αφού ενημερωθεί για την προανάκριση, να προσφύγει στον
αρμόδιο εισαγγελέα εφετών μέσα σε δέκα ημέρες από την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος, και η
προθεσμία δεν παρεκτείνεται εξαιτίας της απόστασης. Γι'αυτήν την προσφυγή συντάσσεται έκθεση
ενώπιον του γραμματέα της εισαγγελίας πρωτοδικών ή του γραμματέα του ειρηνοδικείου της
διαμονής του, ο οποίος έχει υποχρέωση να το αναφέρει τηλεγραφικά στον εισαγγελέα
πλημμελειοδικών υποβάλλοντας ταυτόχρονα την έκθεση που συντάχθηκε. Ο προσφεύγων
υποχρεούται να καταθέσει παράβολο υπέρ του Δημοσίου ποσού τριακοσίων (300) ευρώ. Το ύψος
του ποσού αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης,
Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Αν δεν κατατεθεί το παράβολο, η προσφυγή
απορρίπτεται ως απαράδεκτη από τον εισαγγελέα εφετών. Σε περίπτωση που ο εισαγγελέας εφετών
κάνει δεκτή την προσφυγή διατάσσει και την επιστροφή του παραβόλου στον καταθέσαντα αυτό.
Σε περίπτωση που η προσφυγή ασκείται από περισσότερους κατηγορουμένους, κατατίθεται μόνο
ένα παράβολο.
Εξάλλου, κατά την παράγραφο 2 του αυτού ως άνω άρθρου 322 ΚΠΔ, ο εισαγγελέας των εφετών
έχει υποχρέωση να αποφασίσει μέσα σε δέκα ημέρες από τότε που θα φτάσει σ'αυτόν η έκθεση
προσφυγής, απορρίπτοντας την προσφυγή ή διατάσσοντας προανάκριση ή και συμπλήρωση της
προανάκρισης που προηγήθηκε, μετά την ολοκλήρωση της οποίας, ο εισαγγελέας εφετών ή
απορρίπτει την προσφυγή ή διατάσσει την υποβολή της υπόθεσης στο δικαστικό συμβούλιο.
Μπορεί επίσης να διατάξει την ενέργεια κυρίας ανάκρισης, μετά την ολοκλήρωση της οποίας
εφαρμόζονται όσα προβλέπονται στο άρθρο 308 παρ. 3, χωρίς να επιτρέπεται όμως νέα προσφυγή.
Η διάταξη του εισαγγελέα εφετών που απορρίπτει την προσφυγή επιδίδεται στον κατηγορούμενο
σύμφωνα με τα άρθρα 155 κ.ε. ΚΠΔ. Αν από την επίδοση έως τη δικάσιμο που ορίστηκε αρχικά
μεσολαβεί τουλάχιστον το μισό της προθεσμίας που χρειάζεται για την κλήτευση, ο
κατηγορούμενος έχει υποχρέωση να εμφανιστεί σ'αυτήν για να δικαστεί χωρίς άλλη κλήτευση.
Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων με εκείνες των άρθρων 307 και 320 ΚΠΔ προκύπτει,
ότι η προσφυγή κατά του κλητηρίου θεσπίσματος αποτελεί ειδικό ένδικο μέσο (ΟλΑΠ 1345/1988
ΠοινΧρΠΧ ΛΘ’ 311, ΑΠ 953/2002, ΠοινΔικ 2002, 2010), επί του οποίου αποφαίνεται ο ιεραρχικά
ανώτερος του παραπέμψαντος εισαγγελέας, το οποίο σκοπό έχει την ανατροπή της παραπομπής
στο ακροατήριο, δηλαδή της κρίσης του αρμόδιου Εισαγγελέα ότι συντρέχουν οι προς τούτο
ουσιαστικές προϋποθέσεις (σοβαρές [επαρκείς] ενδείξεις ενοχής).
ΙΙ. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το προσβαλλόμενο κλητήριο θέσπισμα επιδόθηκε στην
κατηγορούμενη στις 9-3-2016 και αυτή άσκησε ενώπιον του Γραμματέως της εισαγγελίας
πρωτοδικών Χαλκίδας την υπό κρίση προσφυγή της στις 21-3-2016, δηλ. εντός της προθεσμίας
των δέκα ημερών, (οι δύο τελευταίες ημέρες είναι εξαιρετέες [Σάββατο-Κυριακή]), επικαλούμενη
εσφαλμένη εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού και καταθέτοντας συγχρόνως το απαιτούμενο υπέρ
του Δημοσίου παράβολο των τριακοσίων (300) ευρώ. Κατά συνέπεια, η προσφυγή, είναι τυπικά παραδεκτή και πρέπει να
ερευνηθεί περαιτέρω κατ'ουσίαν.
III. Με το προσβαλλόμενο κλητήριο θέσπισμα αποδίδεται στην κατηγορούμενη, ότι στη Χαλκίδα
Ευβοίας, την 7η-7-2011 και την 1η-8-2012, με περισσότερες πράξεις τέλεσε περισσότερα
εγκλήματα που τιμωρούνται κατά το νόμο με πρόσκαιρες στερητικές της ελευθερίας ποινές.
Ειδικότερα:
Α) Στον ανωτέρω τόπο και χρόνους, εν γνώσει της καταμήνυσε άλλον ψευδώς ενώπιον της αρχής
ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη, με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι' αυτήν. Συγκεκριμένα,
την 7η-7-2011 αφού εμφανίστηκε ενώπιον του αρμόδιου για την εγχείριση εγκλήσεων, Εισαγγελέα
και Γραμματέα της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Χαλκίδας, κατέθεσε την από 7-7-2011 με Α.Β.Μ. Α
11/2377 έγκλησή της, μεταγενέστερα δε, την 1η-8-2012, αφού εμφανίστηκε ενώπιον του
αρμόδιου Πταισματοδίκη Χαλκίδας, επιβεβαίωσε την από 7η-7-2011 μήνυσή της, καταμηνύοντας
περαιτέρω ενώπιον της ανωτέρω αρχής μεταξύ άλλων και τους κάτωθι: ι) τον Αντεισαγγελέα
Πρωτοδικών ........... , ότι τέλεσε σε βάρος της την αξιόποινη πράξη της παράβασης καθήκοντος
και ειδικότερα τον καταμήνυσε επί λέξει για τα εξής: «...Συγκεκριμένα ζητώ την ποινική δίωξη του
Εισαγγελικού Λειτουργού κ. ............., ο οποίος με μήνυση, η οποία είχε ήδη αρχειοθετηθεί με
διάταξη Εισαγγελέα από τις 17.5.10 σχημάτισε τη δικογραφία 208/68 για την οποία παραπέμφθηκα
στο ακροατήριο του Β` Μονομελούς Πλημ/κείου Χαλκίδας. Όλοι οι συγκεκριμένοι υπάλληλοι καθώς
και ο κ. ........... παρείχαν συνδρομή (με τις ενέργειές τους) στον Αρχ/κα ................ και τον
βοηθούσαν τόσο στην ποινική καθώς και στην υπηρεσιακή του κατάσταση», 2) την Αντεισαγγελέα
Πρωτοδικών .............. , ότι τέλεσε σε βάρος της την αξιόποινη πράξη της παράβασης καθήκοντος
και ειδικότερα την καταμήνυσε επί λέξει για τα εξής: «....Ακόμη ζητώ την ποινική δίωξη της
Εισαγγελικής Λειτουργού ............... και σας παραπέμπω σε όσα αναλυτικά λέω στη μήνυσή μου για
τις δικογραφίες τις οποίες είχε χρεωθεί και η συγκεκριμένη Εισαγγελέας είχε δημιουργήσει και στο
παρελθόν πρόβλημα. Για το λόγο αυτό είχα κάνει αναφορά στο Υπουργείο και σας προσκομίζω και
το συγκεκριμένο έγγραφο. Η κ. ......... παρείχε συνδρομή επίσης στον Αρχ/κα .................... με τις
ενέργειες, τη συμπεριφορά της και στους αστυνομικούς που αναφέρονται στη δικογραφία
Ζ08/287...’’, 3) τον Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών ................. , ότι τέλεσε σε βάρος της την αξιόποινη
πράξη της παράβασης καθήκοντος και ειδικότερα τον καταμήνυσε επί λέξει για τα εξής: «...Επίσης
ζητώ την ποινική δίωξη των Εισαγγελέων........και .......... , οι οποίοι επί χρόνια είχαν εις χείρας τους
τη δικογραφία H09/308 και η οποία έχει πάει δύο φορές στην κ. ...... , Πταισματοδίκη Χαλκίδας,
έχει επιστρέψει στην Εισαγγελία χωρίς κάποια εξέλιξη και προ μηνός ενημερώθηκα ότι τη
συγκεκριμένη περίοδο βρίσκεται στην Εισαγγελία και έχει χρεωθεί σε συγκεκριμένη Εισαγγελέα....», 4) τον Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών ........................ , ότι τέλεσε σε βάρος της την αξιόποινη πράξη
της παράβασης καθήκοντος και ειδικότερα τον καταμήνυσε επί λέξει για τα εξής: «...Επίσης ζητώ
την ποινική δίωξη των Εισαγγελέων ............ και…....., οι οποίοι επί χρόνια είχαν εις χείρας τους τη
δικογραφία H09/308 και η οποία έχει πάει δύο φορές στην κ. ............ , Πταισματοδίκη Χαλκίδας,
έχει επιστρέψει στην Εισαγγελία χωρίς κάποια εξέλιξη και προ μηνός ενημερώθηκα ότι τη
συγκεκριμένη περίοδο βρίσκεται στην Εισαγγελία και έχει χρεωθεί σε συγκεκριμένη Εισαγγελέα.
Επίσης ζητώ την ποινική δίωξη του κ. ............ (εκ παραδρομής γίνεται αναφορά σε .............) και
για τους λόγους που αναφέρονται στη μήνυσή μου και επίσης γιατί στη συγκεκριμένη χρονική
περίοδο ο κ. ..................... (εκ παραδρομής γίνεται αναφορά σε .................) εκτός από την
Η09/308 είχε και την Η08/1235 σχετικά με την οποία αθώωσε όλους του κατ/νους χωρίς να
θεμελιώσει την αθώωσή τους...». Η αλήθεια, όμως, την οποία γνώριζε η κατηγορουμένη, ήταν ότι
όλα τα παραπάνω ήταν ψευδή, καθώς ουδέποτε οι ως άνω μηνυόμενοι τέλεσαν την
καταγγελλόμενη αξιόποινη πράξη της παράβασης καθήκοντος, εκδοθείσας προς τούτο της από
16.10.2013 και με αριθμό 354/2013 Διάταξης του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Χαλκίδας περί της
εν μέρει απόρριψης της εγκλήσεως, όσον αφορά τους ως άνω Εισαγγελικούς λειτουργούς, σκοπός
δε της κατηγορουμένης ήταν να προκαλέσει την καταδίωξή τους για τις πράξεις αυτές.
Β) Στον ανωτέρω τόπο και χρόνους, εξεταζόμενη ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας
να ενεργεί ένορκη εξέταση, κατέθεσε εν γνώσει της ψέματα και συγκεκριμένα εξεταζόμενη
ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αφενός του αρμόδιου για την εγχείριση εγκλήσεων, Εισαγγελέα και
Γραμματέα της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Χαλκίδας και αφετέρου του αρμόδιου Πταισματοδίκη
Χαλκίδας, ήτοι ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση, επιβεβαίωσε το περιεχόμενο
της ως άνω (υπό στοιχείο κατηγορητηρίου «Α») από 7-7-2011 και 1-8-2012 έγκλησής της, αν και
γνώριζε ότι όλα τα διαλαμβανόμενα σ'αυτήν για τους ανωτέρω μηνυόμενους ήταν ψευδή,
σύμφωνα με τα ανωτέρω (υπό στοιχείο κατηγορητηρίου «Α») αναλυτικώς αναφερθέντα. Ήτοι για
παράβαση των άρθρων 1, 14, 16, 17, 18 εδ. β`, 26 παρ. 1 εδ. α`, 27, 51, 53, 57, 63, 79, 83, 94
παρ. 1, 2 224 παρ. 2-1, 227 παρ. 1 και 229 παρ. 1 ΠΚ.
IV. Κατά τη διάταξη του άρθρου 229 παρ. 1ΠΚ, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους τιμωρείται
όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι’αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε
αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι’αυτήν.
Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του υπ’αυτής προβλεπομένου εγκλήματος
της ψευδούς καταμηνύσεως απαιτείται να έγινε μήνυση ή ανακοίνωση με οποιονδήποτε τρόπο σε
αρχή ότι τελέστηκε από άλλον αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση, το περιεχόμενο της
μηνύσεως ή ανακοινώσεως να είναι αντικειμενικώς ψευδές και ο μηνύσας ή ανακοινώσας να είχε
γνώση ότι είναι ψευδές και να έκανε τη μήνυση ή ανακοίνωση με σκοπό να προκληθεί ποινική ή
πειθαρχική δίωξη σε βάρος εκείνου που καταμηνύεται, χωρίς να απαιτείται και πραγμάτωση του
σκοπού αυτού. (ΑΠ 241/2015, ΑΠ 554/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για την ύπαρξη αιτιολογίας του
υποκειμενικού στοιχείου, δεν είναι αναγκαία η παράθεση άλλων, σχετικών με τη γνώση αυτή
περιστατικών, αν ο καταμηνύων γνώριζε αναγκαίως την πραγματική κατάσταση από προσωπική
του αντίληψη (ΑΠ 430/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το ως άνω έγκλημα, είναι τετελεσμένο μόλις περιέλθει η
μήνυση στην αρχή ή γίνει ανακοίνωση σ’αυτήν, ανεξάρτητα εάν στη συνέχεια ασκήθηκε ή όχι
ποινική δίωξη κατά του μηνυομένου ή εκινήθη υπό της αρχής η διαδικασία της ποινικής δίωξης,
αρκεί να είναι δυνατή η δίωξη του μηνυομένου (ΑΠ 555/2015, 587/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Εξάλλου, κατά το άρθρο 224 παρ. 2 ΠΚ, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους τιμωρείται όποιος
ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση αρχής ή
αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει
την αλήθεια. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της
ψευδορκίας μάρτυρα, απαιτείται ο μάρτυρας να καταθέσει ενόρκως, ενώπιον αρχής που είναι
αρμόδια για την ένορκη εξέτασή του, τα πραγματικά περιστατικά που κατέθεσε να είναι ψευδή και
να υπάρχει άμεσος δόλος, ο οποίος συνίσταται στη γνώση αυτού, ότι αυτά που κατέθεσε είναι
ψευδή ή ότι έχει γνώση των αληθινών, αλλά σκοπίμως τα αποκρύπτει ή αρνείται να τα καταθέσει
(ΑΠ 241/2015, ΑΠ 554/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
V. Από τα συλλεγέντα στοιχεία της προκαταρκτικής εξέτασης, προκύπτουν τα ακόλουθα:
Η εγκαλούσα - προσφεύγουσα, υπέβαλε στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών Χαλκίδας την από 07-
07-2011 μήνυσή της κατά των εκεί αναφερομένων προσώπων μεταξύ των οποίων και των
διαλαμβανομένων στο πληττόμενο με αριθμό .......... κλητήριο θέσπισμα αντεισαγγελέων
πρωτοδικών, ........... και .......... , για το αδίκημα της παράβασης καθήκοντος (259 ΠΚ), η οποία
μετά τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης απερρίφθη ως προς αυτούς κατ'άρθρον 47 παρ. 1
ΚΠΔ, ως προφανώς αβάσιμη στην ουσία της με την υπ. αριθμ. 354/2013 διάταξη της εισαγγελέως
πλημμελειοδικών Χαλκίδας, ενώ για τη δικαστική υπάλληλο .................. και τους αστυνομικούς
....... και ........ , εξήχθησαν αντίγραφα προς έλεγχο εκκρεμοδικίας και τυχόν συσχέτισή τους σε
άλλη συναφή. Κατά της διάταξης αυτής, η εγκαλούσα δεν άσκησε προσφυγή επισημαίνουσα τυχόν
εμφιλοχωρήσαντα δικαστικά σφάλματα ή νομικές πλημμέλειες, λόγος για τον οποίο άλλωστε
προβλέπεται υπό το κράτος του ισχύοντος Συντάγματος ο δεύτερος βαθμός δικαιοδοσίας και η
προσφυγή στα ανώτατα-ακυρωτικά δικαστήρια ή τον εισαγγελέα κατά περίπτωση, οπότε
απέκτησε ισχύ οιονεί δεδικασμένου για τα όσα απεδέχθη (ΑΠ 995/2004, ΠΧ ΝΕ’ 730, ΑΠ
2004/2002, αδημ.). Πέραν τούτου, από την επισκόπηση του περιεχομένου της, προκύπτει, η “mot
a mot” (λέξη προς λέξη) αντίκρουση μιάς εκάστης αιτίασης της ανωτέρω καθ’ενός εκάστου εκ των
μηνυομένων εισαγγελικών λειτουργών κατά τρόπο μάλιστα αποστομωτικό, ώστε να θεωρείται
αναμφίβολα εκ της προδήλου αναληθείας των καταγγελλομένων της, ότι αυτή τελούσε σε γνώση
αυτών και κινήθηκε οπισθόβουλα για να προκαλέσει την ποινική ή πειθαρχική τους δίωξη, ασχέτως
αν τελικά πέτυχε το σκοπό της (ΑΠ 555/2015, 587/2015, ο.π.), διαπράττοντας ούτω με πρόθεση
και σε βαθμό σοβαρών τουλάχιστον ενδείξεων ενοχής (ΟλΑΠ 9/2001, ΠΧ ΝΑ’ 788) τα αποδιδόμενα
σ'αυτή εγκλήματα της ψευδούς καταμήνυσης κατά συρροή και ψευδορκίας μάρτυρα που
προβλέπονται και τιμωρούνται από τις αναλυθείσες διατάξεις των άρθρων 94 παρ. 1-2, 229 παρ. 1,
224 παρ. 2-1 ΠΚ.
Πρόκειται και εδώ για επιλεγείσα από την προαναφερόμενη τακτική, την οποία μετέρχεται επί
σειρά ετών σε όλες τις υποθέσεις της, με τη συνδρομή βεβαίως των όπισθεν αυτής κρυπτομένων
συνεργών της, που δεν στοχεύει απλώς στην παρέλκυση της διαδικασίας και στην αδρανοποίηση
των μηχανισμών της δικαιοσύνης, με την υποβολή αλυσιδωτών αιτήσεων εξαιρέσεως κατά του
συνόλου σχεδόν των υπηρετούντων στην εφετειακή περιφέρεια δικαστικών και εισαγγελικών
λειτουργών πρώτου και δευτέρου βαθμού, αλλά αποβλέπει ευθέως και ανενδοιάστως στην
καταδίωξή τους και επέκεινα στο διασυρμό και την καταρράκωση της υπόληψής τους προς
κάμψη του σθένους τους και αποφυγή του τιμίου ελέγχου. Διότι ευθύς μετά την απόρριψη των
άνω αιτήσεων, ή μηνύσεών της (ως εν προκειμένω), επιτίθεται εκ νέου κατά των κριτών αυτών,
με υποβολή ψευδών και χαλκευμένων μηνύσεων και αναφορών, ωσάν άπαντες να έχουν
συνασπισθεί κατ'αυτής, και επί νομίμου απορρίψεως και των τελευταίων αυτών από μέρους
ανωτέρων δικαστικών οργάνων, με το ίδιο και περισσότερο μένος και υστερία τα αυτά
επαναλαμβάνει και κατ΄ εκείνων, διαστρέφοντας σκοπίμως το αληθινό, και ανακυκλώνοντας
μονίμως μια ατέρμονη διαδικασία, στοιχείο που καταδεικνύει περίτρανα, τόσο την ενδιάθετη
βούληση (άμεσο δόλο) που περιλαμβάνει, ως προελέχθη, τη σαφή γνώση, ότι οι καταμηνύσεις της
είναι ψευδείς, όσο και την προαναφερόμενη επιδίωξη πρόκλησης δίωξης των μηνυομένων (ΑΠ
72/2015, ΑΠ 430/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για να επιτύχει δε την “manumilitari” επιβολή της δικής της
άποψης που συμπίπτει κατά κανόνα με τα προσωπικά της συμφέροντα, δεν ορρωδεί έναντι
ουδενός ποινικού κανόνος ή οιουδήποτε άλλου ηθικού φραγμού ή αναστολής, αδιαφορώντας
προκλητικά και ανερυθρίαστα για τις ποινικές συνέπειες των τελουμένων κατά συρροή από μέρους
της αξιοποίνων πράξεων κατά των ως άνω λειτουργών του κράτους, γεγονός που προκύπτει,
τόσον εκ του καταιγιστικού ρυθμού των εναντίον τους προπετών καταγγελιών, όσον και του
αδιακρίτου της άσκησης τούτων. Αλλά, “ταις γεμούσαις πονηρών επιθυμιών ψυχαίς ουδέν έστι
άλλον φάρμακον πλην νόμος’’ υπενθυμίζει ο Ισοκράτης.
Ώστε, όχι μόνον δεν ευρίσκουν κανένα απολύτως νομικό και ουσιαστικό έρεισμα οι στην
προσφυγή διαλαμβανόμενες αιτιάσεις της, αλλά επιρρωνύουν τα μάλλα τις προηγούμενες
διαπιστώσεις μας, καθόσον, κατά τα ως άνω πρότυπα της σοφιστείας και στρεψοδικίας: α) ασκεί
την παρούσα προσφυγή κατά του κλητηρίου θεσπίσματος ενώπιον του εισαγγελέα εφετών
Ευβοίας, αλλά ταυτοχρόνως την ίδια ημερομηνία (21-3-2016) υποβάλλει προδήλως αόριστη και
νόμω απαράδεκτη αίτηση εξαίρεσης κατ'αμφοτέρων των υπηρετούντων εισαγγελικών
λειτουργών στην εισαγγελία εφετών (βλ. υπ. αριθμ. 19 και 20/2016 βουλεύματα του συμβουλίου
εφετών), με προφανή σκοπό να παραλύσει τη διαδικασία προς αποφυγή των συνεπειών του νόμου
ενόψει επικειμένης παραγραφής των πράξεων για τις οποίες κατηγορείται (1-7-2016), β) αναλίσκεται στο μεγαλύτερο μέρος του περιεχομένου της, για αποπροσανατολισμό και δημιουργία
εντυπώσεων, με το να ψέξει και κακίσει κατά διαστροφήν του αληθούς πνεύματός της, την
υπ΄αριθμ. 4262/2016 παραγγελία μας προς τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών, η οποία συνιστούσε
βασική υπηρεσιακή υποχρέωση και θεμελιώδες εισαγγελικό καθήκον της εισαγγελίας μας για τα
οποία δεν μπορούσε να υπάρξει ολιγωρία ή νυσταγμός ψυχής και πνεύματος, διότι αυτό πράγματι
θα αποτελούσε παράβαση καθήκοντος βαρυτάτης μορφής, γ) Επιμένει ασκόπως σε λεπτομέρειες
περί της πορείας και του σταδίου της προδικασίας εκ της σωρείας των λοιπών κατά δικαστικών και
εισαγγελικών λειτουργών μηνύσεών της και αναφορών, ενώ για την ψευδή καταμήνυση είναι
νομικά αδιάφορο αν απαλλάχθηκε ο καταμηνυθείς (ΑΠ 129/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1525/1991,
Δ/νη 1992 472, ΑΠ 610/1983, ΠΧΛΓ 894), έστω και από την υποχρέωση καταβολής των
δικαστικών εξόδων (ΑΠ1500/1991, Υπερ 1992, 556),
δ) προσπαθεί να αντιλέξει, ότι δεν ενήργησε σκοπίμως και ότι οι μηνυθέντες εισαγγελικοί
λειτουργοί με τις δικαιοδοτικές εναντίον της κρίσεις, έδωσαν λαβή για την υποβολή της κατ'αυτών μηνύσεως, χωρίς όμως και να μπορεί να πείσει για την καλοπιστία της, γιατί η απολυτότητα
του περιεχομένου της υπό κρίση μήνυσής της από τη μια, σε συνδυασμό με τις αιτιολογημένες
αντικρούσεις των αναληθώς καταγγελλομένων της, με την υπ' αριθ. 354/16.10.2013 εισαγγελική
διάταξη, από την άλλη, τη διαψεύδουν πανηγυρικά, γιατί καταυγάζεται η από προσωπική της
αντίληψη (ΑΠ 430/2015 ο.π.) γνώση της ψευδότητας των όσων καταμήνυσε εις βάρος αυτών με
σκοπό την κίνηση ποινικής ή πειθαρχικής δίωξης εναντίον τους.
ε) καταμηνύει τους δυο εκ των ανωτέρω εισαγγελικούς λειτουργούς για καθυστερήσεις στην
επεξεργασία των δικών της υποθέσεων εν αντιθέσει με αυτές του αντιδίκου της αστυνομικού
.............. , ενώ η ίδια έχει συμβάλλει σ'αυτό κωλυσιεργώντας, με την συνεχή υποβολή αβασίμων
αιτήσεων εξαιρέσεως, υπερφίαλων υπομνημάτων, κλπ.
στ) προβάλλει για την πρώτη πράξη της ψευδούς καταμήνυσης, αοριστία του κλητηρίου ως προς
το σημείο που δεν περιέχει τα έναντι των ως ψευδών καταμηνυθέντων, αληθή περιστατικά, αλλά
το αναφερόμενο είναι ανακριβές διότι παρατίθεται το στοιχείο αυτό, συνιστάμενο στο ότι οι
μηνυόμενοι δεν τέλεσαν την καταγγελλόμενη πράξη της παράβασης καθήκοντος για την οποία
ψευδώς και εν γνώσει της αναληθείας καταμηνύθηκαν από αυτή, παρεκτός του ότι, ο ισχυρισμός,
αφορά την πληρότητα της αιτιολογίας της καταδικαστικής απόφασης για ψευδορκία μάρτυρα (ενδεικτικά ΑΠ 806/2001, ΠΧ ΝΒ 311), για το οποίο δεν πρόκειται, πέρα από το ότι το αδίκημα αυτό
συντελέστηκε εν προκειμένω με την ένορκη ενώπιον του εισαγγελέα πρωτοδικών και
πταισματοδίκη Χαλκίδας επιβεβαίωση της ψευδούς μήνυσης της ανωτέρω (ΑΠ 621/1993, Υπερ
1993, 1098, ΑΠ1625/1990, ΠΧΜΑ 699).
και ζ) υποστηρίζει υποκρινόμενη, ότι δεν μπόρεσε να δώσει εξηγήσεις στην Πταισματοδίκη και
αιτείται, την εδώ και τώρα επιστροφή της δικογραφίας, ενώ στην πραγματικότητα είναι εκείνη που
παρά τις συνεχείς κλήσεις της για εξέταση, παρέλκυε τη διαδικασία και απέφευγε με διάφορες
προφάσεις να εμφανισθεί για να αναλώσει πολύτιμο χρόνο σε όφελός της, ως προελέχθη.
V. Με αυτά τα δεδομένα, κρίνεται ορθή η σε δίκη παραπομπή της κατηγορουμένης για τις πράξεις
που τις αποδίδονται με το προσβαλλόμενο κλητήριο θέσπισμα του εισαγγελέα πλημμελειοδικών
Χαλκίδας και επομένως η υπό κρίση προσφυγή της πρέπει να απορριφθεί ως νόμω και ουσία
αβάσιμη, διαταχθεί δε η κατάπτωση του παραβόλου των 300 ευρώ που καταβλήθηκε από αυτή με
το υπ'αριθμ. ....
Για τους λόγους αυτούς
Δεχόμαστε τύποις και απορρίπτουμε κατ΄ ουσίαν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου