Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2021

ΒΙΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ


 

5/2020 ΜΟΔ ΒΟΛΟΥ
  

Απόπειρα βιασμού. Επικίνδυνη σωματική βλάβη. Καταδίκη για τα ως άνω εγκλήματα. Στοιχεία αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης. Επιεικέστερος ποινικός νόμος ως προς το έγκλημα του βιασμού. Τρεις διαφορετικές διατάξεις με αυστηρότερο πλαίσιο ποινής αυτής που τροποποιήθηκε με τη διάταξη του ά. 12 του ν. 4637/2019, που προβλέπει κάθειρξη τουλάχιστον 10 ετών. Από τις άλλες δύο διατάξεις, ήτοι αυτή του προγενέστερου ΠΚ και του νεότερου ΠΚ, επιεικέστερη είναι η διάταξη του νεότερου ΠΚ προ της τροποποιήσεως με το ν. 4637/2019, αφού αφ’ ενός στην εξειδίκευση του περιεχομένου της απειλής η νέα διάταξη απαιτεί σοβαρό και άμεσο κίνδυνο για τη ζωή ή τη σωματική ακεραιότητα και αφ’ ετέρου ο εξαναγκασμός σε επιχείρηση ή ανοχή ασελγούς πράξης αντικαθίσταται από τον εξαναγκασμό σε επιχείρηση ή ανοχή γενετήσιας πράξης, ήτοι πράξης ίσης βαρύτητας με τη συνουσία. Διάκριση του βιασμού από την προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας. Όσον αφορά στην προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας και οι δύο διατάξεις, τόσο αυτή του προγενέστερου ΠΚ όσο και αυτή του νέου ΠΚ, επιβαρύνουν το ίδιο τον δράστη και, ως εκ τούτου, τυγχάνει εφαρμοστέα η διάταξη που ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης. Όσον αφορά στην επικίνδυνη σωματική βλάβη επιεικέστερη είναι η νεότερη διάταξη του ΠΚ. Πραγματικά περιστατικά. Απόπειρα βιασμού της παθούσας από τον κατηγορούμενο. Μη ολοκλήρωση της πράξης, επειδή τον αντιλήφθηκαν οι λοιποί ένοικοι. Πρόκληση σωματικής βλάβης στην παθούσα διά λακτισμάτων, πολλαπλών χτυπημάτων στο κεφάλι κ.λπ. Ισχυρισμοί αυτοτελείς. Απόρριψη του ισχυρισμού περί μεταβολής της κατηγορίας από απόπειρα βιασμού σε απόπειρα προσβολής γενετήσιας αξιοπρέπειας. Ισχυρισμός περί ελαττωμένης ικανότητας καταλογισμού, αφού ο κατηγορούμενος βρισκόταν υπό την επήρεια αλκοόλ. Απορριπτέος ο ισχυρισμός, καθ’ όσον από τις κινήσεις του φαίνεται ότι επέδειξε εξαιρετική επιμέλεια κατά την εκτέλεση των εγκλημάτων, καθώς και ότι είχε διαύγεια και αντιληπτική ικανότητα. Ισχυρισμοί περί σύννομης ζωής και μεταγενέστερης καλής συμπεριφοράς. Επιεικέστερες οι διατάξεις του νεότερου ΠΚ, αφού αφ’ ενός απαιτείται η σύννομη ζωή έναντι της γενικότερης έννοιας του πρότερου έντιμου βίου και αφ’ ετέρου αναγνωρίζεται η μεταγενέστερη καλή συμπεριφορά και υπό καθεστώς κράτησης. Απορριπτέα τα ελαφρυντικά. Επιβολή συνολικής ποινής φυλάκισης 9 ετών και 6 μηνών. Αφαίρεση από την ποινή του χρόνου προσωρινής κρατήσεως. Μη ανασταλτικό αποτέλεσμα εφέσεως.

Στη σημερινή συνεδρίαση του Δικαστηρίου αυτού, που έγινε δημόσια στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Βόλου, η Πρόεδρος εκφώνησε το όνομα του κατηγορουμένου, ο οποίος προσήχθη ελεύθερος δεσμών, απλά φυλασσόμενος από αστυφύλακες και αφού ρωτήθηκε από την Πρόεδρο για τα στοιχεία της ταυτότητάς του αποκρίθηκε ότι ονομάζεται όπως αναφέρεται παραπάνω, σε σχετική δε ερώτηση της Προέδρου αποκρίθηκε ότι διορίζει συνήγορο να τον υπερασπισθεί τον ... 

Στο σημείο αυτό, εμφανίσθηκε η ..., κι αφού έλαβε τον λόγο από την Πρόεδρο, δήλωσε ότι παρίσταται στη δίκη αυτή κατά του κατηγορουμένου για την υποστήριξη της κατηγορίας, δικαιούμενη κατά τον αστικό κώδικα σε χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, που υπέστη από το αδίκημα. Δήλωσε επίσης ότι διορίζει πληρεξούσιό της τον παρευρισκόμενο στο ακροατήριο, δικηγόρο Λάρισας ... Κατά της παράστασης πολιτικής αγωγής δεν προέβαλε κανείς αντίρρηση. Μετά από αυτά σύμφωνα με το άρθρο 394 Κ.Π.Δ., που κυρώθηκε με τον Ν. 4620/2019 και ισχύει από 1ης Ιουλίου 2019, για να σχηματισθεί το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Βόλου, το οποίο θα δικάσει την προκειμένη υπόθεση, η Πρόεδρος του Δικαστηρίου παρήγγειλε στη Γραμματέα να διαβάσει τον κατάλογο των κληρωθέντων ενόρκων κατά τη συνεδρίαση της 11ης Δεκεμβρίου 2019 του Τριμελούς Πλημ/κείου Βόλου για τη Β΄ δωδεκαήμερη περίοδο της τρέχουσας συνόδου, όπως ο κατάλογος αυτός τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε μετά την διαγραφή και αντικατάσταση των ενόρκων που έγινε την 8η Ιανουαρίου 2019 [ημέρα ενάρξεως των εργασιών της συνόδου] του Δικαστηρίου των τακτικών Δικαστών του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Βόλου, μέχρις ότου συμπληρωθεί από τους παρόντες ενόρκους ο αριθμός των δέκα (10) από αυτούς και συνάμα η Πρόεδρος παράγγειλε σ' όλους τους ενόρκους να αναγγείλουν την παρουσία τους στο ακροατήριο, μόλις ακούσουν να εκφωνείται το ονοματεπώνυμό τους. ... Στη συνέχεια, η Πρόεδρος, αφού δεν προβλήθηκε καμία αντίρρηση εναντίον κανενός των παραπάνω ενόρκων, έθεσε σύμφωνα με το άρθρο 394 Κ.Π.Δ. τα ονόματα των παραπάνω παρόντων ενόρκων στην κληρωτίδα και τους υπενθύμισε ότι από αυτούς είναι αναγκαίοι τέσσερις για την συγκρότηση, μαζί με τους τακτικούς δικαστές, του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Βόλου, το οποίο θα δικάσει την προκειμένη υπόθεση, οι οποίοι θα αναδειχθούν με κλήρωση και ότι από τους ενόρκους αυτούς που θα κληρωθούν, μπορούν να εξαιρέσουν και ο Εισαγγελέας και ο κατηγορούμενος ανά δύο, εκφραζόμενοι ελεύθερα, πρώτα ο Εισαγγελέας και στη συνέχεια ο κατηγορούμενος για κάθε όνομα, αν θέλουν να εξαιρέσουν τον ένορκο του οποίου το όνομα θα εξαχθεί από την κληρωτίδα και ότι δεν είναι υποχρεωμένοι να αναφέρουν τον λόγο για τον οποίο ζητούν την εξαίρεση του ενόρκου. Ακολούθως η Πρόεδρος ρώτησε τον κατηγορούμενο αν θα κάνει ο ίδιος χρήση του δικαιώματος της εξαιρέσεως, απ’ ευθείας ή διά του συνηγόρου της υπερασπίσεώς του, ο δε κατηγορούμενος δήλωσε ότι την άσκηση του δικαιώματος της εξαιρέσεως την αναθέτει στον συνήγορο της υπερασπίσεώς του. Μετά η Πρόεδρος άρχισε την κλήρωση των ενόρκων, αφού δε ανακίνησε την κληρωτίδα, έβγαζε από αυτήν από ένα κλήρο, το όνομα δε που έγραφε σ’ αυτόν το εκφωνούσε και το γνωστοποιούσε ιδιαιτέρως πρώτα στον Εισαγγελέα και μετά στον συνήγορο της υπερασπίσεως του κατηγορουμένου και ρωτούσε αυτούς, κατά την αυτήν σειρά, αν θα εξαιρέσουν τον ένορκο του οποίου το όνομα βγήκε από την κληρωτίδα, κατά την παρακάτω σειρά : 1. ……………….. δεν εξαιρέθηκε 2. …………… δεν εξαιρέθηκε 3. …………… την εξαιρεί ο συνήγορος υπεράσπισης 4. ……………….. την εξαιρεί ο συνήγορος υπεράσπισης 5. ……………… δεν εξαιρέθηκε 6………… δεν εξαιρέθηκε Έτσι συμπληρώθηκε ο από το άρθρο 396 παρ. 1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας απαιτούμενος αριθμός των τεσσάρων ενόρκων για τον σχηματισμό του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Βόλου, το οποίο θα δικάσει την προκειμένη υπόθεση. Οι παραπάνω τέσσερις ένορκοι που κληρώθηκαν και δεν εξαιρέθηκαν, κάθισαν στην δικαστική έδρα δεξιά και αριστερά των τακτικών Δικαστών, στις προσδιορισμένες γι’ αυτούς θέσεις, σύμφωνα με την σειρά της κλήρωσής τους και σύμφωνα με το άρθρο 398 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Ακολούθως, αφού σηκώθηκαν όλοι, η Πρόεδρος διάβασε στους ενόρκους αυτούς, τον περιεχόμενο στο άρθρο 398 παρ. 3 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, που ισχύει από 1ης Ιουλίου 2019, όρκο και μετά κάλεσε ονομαστικά τον καθέναν από τους ενόρκους και ο καθένας από αυτούς, αφού εκφωνήθηκε το όνομά του, σήκωσε το δεξί του χέρι, λέγοντας την λέξη «Ο Ρ Κ Ι Ζ Ο Μ Α Ι». Αφού έγιναν αυτά, άρχισε η συζήτηση της υποθέσεως σύμφωνα με το άρθρο 403 παρ. 1 εδάφ. α΄ του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, η δε Πρόεδρος κάλεσε ενώπιον του Δικαστηρίου τον κατηγορούμενο και τον ρώτησε, γενικά, για τα στοιχεία της ταυτότητάς του, αυτός απάντησε ότι ονομάζεται ... οι γονείς του έχουν αποβιώσει και ότι το επάγγελμά του είναι ιδιωτικός υπάλληλος (δούλευε σε πλυντήριο αυτοκινήτων). Στη συνέχεια η Πρόεδρος παρήγγειλε στον κατηγορούμενο, να προσέξει την κατηγορία που τον βαρύνει και η οποία θα απαγγελθεί από τον Εισαγγελέα και την συζήτηση γύρω από αυτήν, ότι έχει δικαίωμα να αντιτάξει στην κατηγορία πλήρη έκθεση των ισχυρισμών του, ως και να υποβάλει ερωτήσεις προς τους μάρτυρες και τις παρατηρήσεις του μετά την εξέταση κάθε μάρτυρα ή την έρευνα οιουδήποτε αποδεικτικού μέσου. Ύστερα η Πρόεδρος έδωσε τον λόγο στον Εισαγγελέα, ο οποίος, παρόντων επί της έδρας και των τεσσάρων λαϊκών μελών του Δικαστηρίου [ενόρκων], απάγγειλε την κατηγορία, σύμφωνα με το υπ’ αριθμ. 212/2019 παραπεμπτικό βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λάρισας, εγχείρισε δε στην Πρόεδρο τον κατάλογο των κλητευθέντων μαρτύρων της κατηγορίας, τεσσάρων [4] τον αριθμό, ως και των εγγράφων που θα αναγνωσθούν, αντίγραφα των οποίων επιδόθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα στον κατηγορούμενο, όπως αυτό προκύπτει, για το παραπεμπτικό βούλευμα, από το από 11-9-2019 αποδεικτικό επίδοσης βουλεύματος του ………………. που υπηρετεί στο Κατάστημα Κράτησης Γρεβενών, για την από 29-11-2019 και με αριθμό ΜΟΔ Κ …/2019 κλήση του Εισαγγελέως Εφετών Λάρισας με συνημμένο τον κατάλογο των κλητευθέντων μαρτύρων, από το από 5-12-2019 αποδεικτικό επιδόσεως του …………………, που υπηρετεί στο Κατάστημα Κράτησης Γρεβενών, που αμφότερα βρίσκονται στη δικογραφία. Στη συνέχεια η Πρόεδρος εκφώνησε τα ονόματα των μαρτύρων της κατηγορίας τρεις [3] τον αριθμό, και συγκεκριμένα τους ……………..[1η στον κατάλογο], ……………………… [2ο στον κατάλογο] και ……………… [3ο στον κατάλογο], οι οποίοι βρέθηκαν παρόντες. Ακολούθως, η Πρόεδρος ρώτησε τον κατηγορούμενο και τον συνήγορο υπερασπίσεως εάν κλήτευσαν μάρτυρες υπεράσπισης και αυτοί απάντησαν καταφατικά και ενεχείρησαν στην Πρόεδρο σημείωμα που περιέχει τα ονόματα των μαρτύρων υπερασπίσεως. Ρώτησε επίσης την παριστάμενη προς υποστήριξη της κατηγορίας και τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αν κλήτευσαν μάρτυρες και αυτοί απάντησαν αποφατικά. Η Πρόεδρος εκφώνησε τα ονόματα των μαρτύρων της υπερασπίσεως και βρέθηκαν παρούσες οι …………. και ……………………. Ακολούθως η Πρόεδρος εξήγησε στον κατηγορούμενο με σαφήνεια και με συνοπτική ακρίβεια την κατηγορία που τον βαρύνει και ζήτησε από αυτόν γενικές πληροφορίες για την κατηγορία, υπενθυμίζοντάς του συγχρόνως, ότι η απολογία του θα γίνει μετά το τέλος της αποδεικτικής διαδικασίας. Ο κατηγορούμενος αποδέχθηκε τις πράξεις για τις οποίες κατηγορείται και δήλωσε ότι θα εκθέσει τις απόψεις του στην απολογία του. Στο σημείο αυτό, ο συνήγορος υπεράσπισης του κατηγορουμένου, αφού ζήτησε κι έλαβε τον λόγο από την Πρόεδρο, προέβαλε τους παρακάτω αυτοτελείς ισχυρισμούς, τους οποίους αφού ανέπτυξε και προφορικά στο ακροατήριο, προσκόμισε και εγγράφως, προκειμένου να καταχωρηθούν στα πρακτικά της δίκης, σύμφωνα με το άρθρο 141 παρ. 2 Κ.Π.Δ. και οι οποίοι έχουν αυτολεξεί ως εξής : ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΜΙΚΤΟΥ ΟΡΚΩΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΒΟΛΟΥ ΔΗΛΩΣΗ - ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΣ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ … Σύμφωνα με την αποδιδόμενη σε εμένα κατηγορία, που εμπεριέχεται στο από 212/2019 παραπεμπτικό βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κών Λάρισας, επάγομαι τα κάτωθι: Α. ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ ΑΠΟ ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΒΙΑΣΜΟΥ ΣΕ «ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΠΡΟΣΒΟΛΗΣ ΓΕΝΕΤΗΣΙΑΣ ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑΣ» κατ' άρθρο 337 ΠΚ. Αρνούμαι την αποδιδόμενη σε μένα κατηγορία της απόπειρας βιασμού εξακολουθώντας να σας αναφέρω αυτό που από την πρώτη στιγμή ανέφερα τόσο στις αστυνομικές όσο και στις ανακριτικές-εισαγγελικές αρχές: ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΕΙΧΑ ΣΚΟΠΟ ΝΑ ΒΙΑΣΩ την δίδα ... Ομολόγησα άμεσα ότι εγώ ήμουν ο δράστης της «επίθεσης» στην παθούσα αλλά μόνο κατά το σκέλος της βίας, ενώ η τελική και ΜΟΝΗ πρόθεσή μου ήταν να της επιδείξω το μόριό μου για λόγους που αναλυτικά θα προσπαθήσω να σας εκθέσω κατά την επ' ακροατηρίω διαδικασία. Σύμφωνα με τον ορισμό του σύνθετου εγκλήματος του βιασμού «1. Όποιος με σωματική βία ή με απειλή σοβαρού και άμεσου κινδύνου ζωής ή σωματικής ακεραιότητας εξαναγκάζει άλλον σε επιχείρηση ή ανοχή γενετήσιας πράξης τιμωρείται με κάθειρξη». Στη δε δεύτερη παράγραφο ορίζεται ότι «2. Γενετήσια πράξη είναι η συνουσία και οι ίσης βαρύτητας με αυτήν πράξεις.» Στο νέο λοιπόν ποινικό κώδικα που ισχύει σήμερα έγινε αλλαγή του όρου «ασελγή πράξη» στο νέο όρο «γενετήσια πράξη» αλλά και εξειδίκευση της συγκεκριμένης έννοιας. Σύμφωνα λοιπόν με την αιτιολογική έκθεση του νόμου «πρόκειται για τη συνουσία και άλλες πράξεις με την ίδια βαρύτητα, από πλευράς προσβολής του εννόμου αγαθού της γενετήσιας ελευθερίας, όπως είναι η «παρά φύσιν» συνεύρεση, ο ετεροαυνανισμός η πεολειξία και η αιδιολειξία ή η χρήση υποκατάστατων μέσων. Ως χειρονομίες «γενετήσιου χαρακτήρα» νοούνται πράξεις ήσσονος βαρύτητας, οι οποίες όμως προσβάλλουν την γενετήσια αξιοπρέπεια, όπως χειρονομίες ή θωπείες ή ψαύσεις του σώματος, που δεν εξικνούνται σε γενετήσια πράξη. Τέλος πράξη γενετήσιου χαρακτήρα είναι συμπεριφορές ή χειρονομίες, οι οποίες κατά την κοινή αντίληψη υπαινίσσονται ή καταδεικνύουν ή παρωθούν σε γενετήσιες πράξεις. Η αλλαγή αυτή κρίθηκε επιβεβλημένη καθώς αφενός δημιουργούνταν αρκετές ασάφειες αφετέρου δε ο νομοθέτης θέλησε να διαχωρίσει-διαβαθμίσει τις «παράνομες» σεξουαλικές πράξεις. Για να τελεσθεί λοιπόν το έγκλημα της απόπειρας βιασμού θα πρέπει ο θύτης να έχει σκοπό να προβεί σε πράξεις ίσης βαρύτητας με συνουσία (δηλ. διείσδυση) ή ισοδύναμης (ούτε καν ανάλογης). Από κανένα στοιχείο όμως της δικογραφίας δεν προέκυψε τέτοιος σκοπός μου. Όπως άλλωστε μαρτυρά και η ίδια η παθούσα ούτε της μίλησα αλλά ούτε την άγγιξα ερωτικά κατ' ελάχιστον. Όχι απλώς δεν έκανα καμία κίνηση που να υποδεικνύει πρόθεση συνουσίας ή οποιασδήποτε άλλης ισοδύναμης πράξης αλλά δεν υπήρξε μεταξύ μας ούτε καν άγγιγμα. Η νομολογία αλλά κυρίως η θεωρητική επιστήμη είναι απόλυτες: ΔΕΝ μπορεί να υπάρξει ασελγής πράξη -πόσο μάλλον γενετήσια- χωρίς σωματική επαφή. Η ασελγής-γενετήσια πράξη του βιασμού γίνεται ΜΟΝΟ επί του σώματος και όχι ενώπιόν του. Χαρακτηριστικά σας αναφέρω ότι για την προηγούμενη ΙΔΙΑ ΑΚΡΙΒΩΣ παραβατική μου συμπεριφορά στις 05-05-2019 προέκυψε (τόσο λόγω της ύπαρξης βιντεοληπτικού υλικού όσο και της κατάθεσης της προηγούμενης παθούσης -η οποία είναι πανομοιότυπη με της δίδας ...) ότι δεν είχα καμία απολύτως πρόθεση βιασμού και για το λόγο αυτό παραπέμπομαι ΜΟΝΟ για επικίνδυνη σωματική βλάβη (ούτε καν για απόπειρα προσβολής γενετήσιας αξιοπρέπειας). Για όλους τους ανωτέρω λόγους, ζητώ την μετατροπή της κατηγορίας από απόπειρα βιασμού σε απόπειρα προσβολής γενετήσιας αξιοπρέπειας. Β. ΕΛΑΦΡΥΝΤΙΚΕΣ ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΙΣ ΑΡ. 84 παρ. α, ε Π.Κ.. Από το σύνολο της ποινικής δικογραφίας, τις καταθέσεις των μαρτύρων ενώπιόν σας αλλά και την απουσία οιασδήποτε ποινικής καταδίκης ή έστω δικαστικής εμπλοκής μου, προκύπτει αβίαστα ότι μέχρι την ημέρα της σύλληψής μου έζησα μία έντιμη ατομική, κοινωνική και οικογενειακή ζωή. Εργαζόμουν από πολύ μικρό παιδί σε διάφορες χειρωνακτικές εργασίες ενώ τα τελευταία χρόνια εργαζόμουν σε πλυντήριο αυτοκινήτων για περισσότερες από δώδεκα ώρες ημερησίως. Όλοι μου οι εργοδότες μιλούσαν για μένα με τα καλύτερα λόγια και δεν δημιούργησα ποτέ το παραμικρό πρόβλημα. Παρά το γεγονός ότι προέρχομαι από πολύ φτωχή οικογένεια ποτέ δεν πέρασε από το μυαλό μου να εμπλακώ σε οποιαδήποτε παρανομία με σκοπό την απόκτηση κέρδους. Πάντα ό,τι κέρδιζα, το κέρδιζα με κόπο, ιδρώτα και αυταπάρνηση. Δεν έχω δώσει σε κανέναν το παραμικρό δικαίωμα, όντας μάλιστα ενεργό μέλος της τοπικής εκκλησιαστικής κοινότητας του χωριού μου (…). Ποτέ στη ζωή μου δεν είχα διαβεί την πόρτα οποιασδήποτε αστυνομικής ή δικαστικής αρχής μέχρι την ημερομηνία της σύλληψής μου και δεν είχα υποπέσει σε κανένα ποινικό παράπτωμα. Τέλος, προκύπτει επίσης αβίαστα ότι για όλο το χρονικό διάστημα μετά τη σύλληψή μου, έχω επιδείξει ειλικρινή μεταμέλεια αναγνωρίζοντας το λάθος μου και δεν έχω δημιουργήσει μέσα στη φυλακή στην οποία κρατούμαι το παραμικρό πρόβλημα. Αντιθέτως από τα προσκομιζόμενα έγγραφα προκύπτει τόσο η άψογη συμπεριφορά μου όσο και η εργασία-μεροκάματα που παρέχω σε υπηρεσίες του καταστήματος κράτησης Γρεβενών. Συνεπώς και σύμφωνα με τα ανωτέρω πρέπει σε περίπτωση που κριθώ ένοχος από το Δικαστήριό Σας να μου αναγνωριστούν τα ελαφρυντικά του άρθρου 84 ΠΚ εδ. α΄, και ε΄. Ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε τον λόγο από την Πρόεδρο, επιφυλάχθηκε να προτείνει επί των ως άνω ισχυρισμών που προέβαλε ο συνήγορος υπεράσπισης του κατηγορουμένου μετά το τέλος της αποδεικτικής διαδικασίας και συνακολούθως το Δικαστήριο επιφυλάχθηκε να αποφανθεί. Ακολούθως, η Πρόεδρος διέταξε την έναρξη της συζητήσεως και αφού προσδιόρισε την σειρά εξετάσεως των μαρτύρων, με πρώτη εξεταζόμενη την …, 1η στον κατάλογο των μαρτύρων, διέταξε την απομάκρυνση των μαρτύρων από το ακροατήριο, εκτός από την 1η στον κατάλογο των μαρτύρων της κατηγορίας, στις καθορισμένες γι' αυτούς αίθουσες, αφού τους υπενθύμισε ότι πριν από την εξέτασή τους οφείλουν να μην επικοινωνήσουν με αυτούς που έχουν συμφέρον από την έκβαση της δίκης, ούτε να ακούνε τι λέγεται στο ακροατήριο. Μετά η Πρόεδρος κάλεσε ενώπιον του Δικαστηρίου την πρώτη μάρτυρα και παριστάμενη για την υποστήριξη της κατηγορίας, η οποία, μετά την αποχώρηση των λοιπών παρέμεινε στο ακροατήριο, και αφού ρωτήθηκε από την Πρόεδρο για τα στοιχεία της ταυτότητάς της, αποκρίθηκε ότι ονομάζεται ... γεννήθηκε στη Λάρισα το έτος 1997... Κατόπιν, εξεταζόμενη ανωμοτί, κατά το άρθρο 221 εδ. δ΄ του ΚΠΔ, όπως αυτό ισχύει μετά την κύρωση του Κώδικα με τον Ν. 4620/2019, κατέθεσε τα ακόλουθα: «Μόλις τελείωσα τη δουλειά μου το βράδυ, πήγαμε με μία φίλη μου να πιούμε ένα κρασί. Δεν αργήσαμε. Την ώρα που γυρνούσαμε σπίτι, η φίλη μου είχε ποδήλατο, πηγαίναμε με τα πόδια. Στη γωνία χωρίσαμε αφού χαιρετηθήκαμε και φιληθήκαμε πρώτα. Δεν είχαμε αντιληφθεί τίποτα. Εγώ συνέχισα μόνη μου μέχρι το σπίτι μου. Έβαλα τα κλειδιά και άνοιξα την πόρτα στην είσοδο της πολυκατοικίας. Πήγα να κλείσω και τότε είδα μπροστά μου τον κατηγορούμενο, ο οποίος προσπαθούσε να ανοίξει την πόρτα. Μπήκε μέσα, μ' άρπαξε από τα μαλλιά και άρχισε να μου χτυπάει το κεφάλι στον τοίχο. Τσίριζα και φώναζα. Τον χτυπούσα με τα κλειδιά που κρατούσα. Με πέταξε κάτω. Με χτύπησε πολύ δυνατά στο κεφάλι. Ένιωθα πολύ περίεργα και δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω τι μου συνέβαινε. Ήταν μπροστά μου όρθιος και με κλωτσούσε. Ξεκούμπωσε τη ζώνη και το παντελόνι του. Άκουσε τους ενοίκους που άκουσαν θόρυβο και κατέβαιναν. Εκείνος τράπηκε σε φυγή. Ανέβηκα στο σπίτι μου και κάλεσα την αστυνομία. Τους είπα τι έγινε. Ο κατηγορούμενος πήγε στο νοσοκομείο γιατί είχε τραύματα από τα χτυπήματα που του έδωσα με τα κλειδιά μου. Στο νοσοκομείο είπε ότι έπεσε από τις σκάλες. Όταν τον έπιασαν, στην αρχή είπε ότι ήθελε να μου ζητήσει συγνώμη, μετά παραδέχθηκε ότι ήθελε να με βιάσει και ότι δεν το είχε ξανακάνει. Το περιστατικό διήρκεσε πέντε λεπτά, δεν είμαι σίγουρη. Συνέχεια με χτυπούσε. Με μανία με κλοτσούσε. Δεν μου μίλησε καθόλου, ούτε ήχο, ούτε όταν τον χτύπησα με τα κλειδιά μου. Στο παντελόνι μου ήταν δικό του το αίμα. Εγώ δεν είχα αιμορραγήσει. Με τη φίλη μου χωρίσαμε στη γωνία του τετραγώνου. Διένυσα 50 μέτρα μόνη μου μέχρι να φτάσω στην οικία μου. Αν ήθελε μόνο να μου δείξει το μόριό του μπορούσε να εμφανιστεί μπροστά μου πριν μπω στην είσοδο της πολυκατοικίας. Μ' έχει ρίξει κάτω, ήταν ευθεία μπροστά μου και άρχισε να ξεκουμπώνει το παντελόνι του. Δεν μου επέδειξε το μόριό του. Είχε τη δυνατότητα. Με χτυπούσε με κλοτσιές στο κεφάλι ενώ ήμουν πεσμένη κάτω. Όταν τον χτύπησα με τα κλειδιά στο πρόσωπο, δεν έβγαλε ήχο. Συνέχεια φώναζα και πολύ δυνατά. Ένας κύριος από τον 1ο όροφο άνοιξε την πόρτα του. Ο κατηγορούμενος είχε οπτική επαφή με την σκάλα. Την ώρα που κατέβαιναν οι ένοικοι του 1ου ορόφου, τράπηκε σε φυγή. Μπορούσε να επιδείξει το μόριό του χωρίς να με χτυπήσει, αν ήθελε να κάνει μόνο αυτό. Αυτή τη στιγμή ζω με τους γονείς μου στη Γερμανία στο Ντύσελντορφ. Φύγαμε μετά το περιστατικό γιατί φοβόμουν. Έχω υποστεί σοκ. Δεν με άγγιξε σεξουαλικά. Δεν μου μίλησε καθόλου. Με χτυπούσε επί πέντε λεπτά. Συνέχεια τον χτυπούσα κι εγώ και προσπαθούσε να αμυνθεί. Είχε την ευκαιρία να επιδείξει το μόριό του αν ήθελε. Η πόρτα της εισόδου είχε τζαμαρία. Συνέχεια παλεύαμε. Ήθελε να με βιάσει. Θα αντιδρούσα μέχρι τελικής πτώσης. Δεν θα τον άφηνα να με βιάσει.». Κατόπιν προσήλθε άλλος μάρτυρας κατηγορίας, ο οποίος, όταν ρωτήθηκε από την Πρόεδρο για την ταυτότητά του απάντησε ότι ονομάζεται ... το επάγγελμά του είναι αστυνομικός και υπηρετεί στο Τμήμα Άμεσης Δράσης Λάρισας... Κατόπιν ο μάρτυρας ορκίσθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 219 παρ. 1 ΚΠΔ, όπως αυτό ισχύει μετά την κύρωση του Κώδικα με τον Ν. 4620/2019, δηλώνοντας, επικαλούμενος την τιμή και τη συνείδησή του, ότι θα πει όλη την αλήθεια και μόνο την αλήθεια, χωρίς να προσθέσει ούτε να αποκρύψει τίποτε και εξεταζόμενος κατέθεσε τα ακόλουθα: «Είμαι αστυνομικός και υπηρετώ στο Τμήμα Άμεσης Δράσης. Εκείνο το βράδυ είχα υπηρεσία. Ειδοποιήθηκα για μια επίθεση που έγινε σε κοπέλα στο κέντρο της Λάρισας. Διενεργήσαμε ελέγχους. Είχαμε πληροφορίες ότι ήταν τραυματισμένος. Στον τόπο τέλεσης υπήρχαν αίματα. Είχαμε περιγραφή του δράστη. Μεταβήκαμε στο τμήμα επειγόντων του Νοσοκομείου Λάρισας στις 5.00 τα ξημερώματα, όπου εντοπίσαμε τον κατηγορούμενο, του παρείχαν πρώτες βοήθειες οι γιατροί. Τον αναγνωρίσαμε από την περιγραφή. Μας είπε ότι είναι ο δράστης. Τον πήγαμε στην Υποδιεύθυνση Ασφάλειας Λάρισας. Αναγνωρίστηκε από την παθούσα. Αποδέχθηκε τις κατηγορίες. Ήταν απόλυτα συνεργάσιμος και παραδέχθηκε την πράξη του. Προφορικά μας είπε ότι είναι ο δράστης της επίθεσης και σε σχετικές ερωτήσεις απάντησε ότι προσπάθησε να βιάσει την κοπέλα, ζητώντας ταυτόχρονα συγνώμη.». Κατόπιν προσήλθε άλλος μάρτυρας κατηγορίας, ο οποίος, όταν ρωτήθηκε από την Πρόεδρο για την ταυτότητά του απάντησε ότι ονομάζεται ... το επάγγελμά του είναι αστυνομικός και υπηρετεί στο Τμήμα Ασφάλειας Λάρισας... Κατόπιν ο μάρτυρας ορκίσθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 219 παρ. 1 ΚΠΔ, όπως αυτό ισχύει μετά την κύρωση του Κώδικα με τον Ν. 4620/2019, δηλώνοντας, επικαλούμενος την τιμή και τη συνείδησή του, ότι θα πει όλη την αλήθεια και μόνο την αλήθεια, χωρίς να προσθέσει ούτε να αποκρύψει τίποτε και εξεταζόμενος κατέθεσε τα ακόλουθα: «Είμαι αρχιφύλακας και υπηρετώ στην Υποδιεύθυνση Ασφάλειας Λάρισας. Όταν πήγα στην υπηρεσία μου είχε ήδη προσαχθεί ο κατηγορούμενος. Με ενημέρωσε ο προϊστάμενος τι είχε συμβεί. Πριν είκοσι μέρες μου είχε ανατεθεί ο εντοπισμός ενός δράστη που είχε χτυπήσει μία εκπαιδευτικό και είχε προσπαθήσει να τη βιάσει. Εκείνη τη στιγμή δεν είχα συνδέσει τα δύο περιστατικά. Για το δεύτερο περιστατικό πληροφορήθηκα ότι αφορούσε μία κοπέλα, η οποία δέχθηκε επίθεση από κάποιον άνδρα και τον τραυμάτισε χτυπώντας τον με τα κλειδιά της. Ο δράστης τράπηκε σε φυγή. Οι συνάδερφοι τον εντόπισαν στο νοσοκομείο και τον προσήγαγαν στην Ασφάλεια. Με το πρώτο περιστατικό είχε ασχοληθεί το τμήμα. Θεωρήθηκε αρχικά υπόθεση ξυλοδαρμού. Πήραμε βιντεοληπτικό υλικό από το ψιλικατζίδικο της γειτονιάς. Φαίνεται να περνάει η κοπέλα, μετά βλέπουμε τον κατηγορούμενο να περνάει έχοντας ανοίξει τη ζώνη του παντελονιού του κι έχοντας έξω το μόριό του. Τη χτύπησε και την κλότσησε. Μετά απομακρύνεται και ξαναγυρνάει. Δεν φαινόταν ότι την χτύπησε. Την κλότσησε στο πρόσωπο. Ήταν Πάσχα, η κοπέλα ήταν με άδεια στη Λάρισα γιατί ήταν δασκάλα. Είχε βγει έξω όπως και η παθούσα στη σημερινή υπόθεση. Από το βίντεο αναγνωρίσαμε ότι ήταν ο κατηγορούμενος. Τον αναγνώρισαν και η πρώτη και η δεύτερη παθούσα. Είδα ότι ο κατηγορούμενος ήταν χτυπημένος. Δε μίλησα μαζί του. Η παθούσα ήταν πολύ τρομαγμένη, σε άθλια κατάσταση. Δεν την γνώρισα σήμερα που την ξαναείδα. Ο τρόπος επίθεσης ήταν πανομοιότυπος και στις δύο περιπτώσεις. Το πρώτο θύμα έπεσε κι αυτό κάτω και ο δράστης το κλοτσούσε. Κάποιος βγήκε στο μπαλκόνι και τράπηκε σε φυγή. Στο πρώτο περιστατικό ο δράστης έκανε μία επίθεση, μετά απομακρύνθηκε και επιτέθηκε και δεύτερη φορά. Δε γνωρίζω την ποινική πορεία της πρώτης υπόθεσης. Γνωρίζω όμως ότι συνδέθηκαν οι δύο επιθέσεις.». Στο σημείο αυτό ο συνήγορος υπερασπίσεως του κατηγορουμένου επέδειξε στον μάρτυρα τη φωτογραφία Νο1 και σε σχετική ερώτηση ο μάρτυρας αναγνώρισε τον κατηγορούμενο. Ο μάρτυρας συνέχισε την κατάθεσή του ως εξής : «Το βίντεο το πήρε το Α.Τ.. Δεν ασχολήθηκε η Ασφάλεια.». Στο σημείο αυτό ο συνήγορος υπερασπίσεως του κατηγορουμένου επέδειξε στον μάρτυρα τη φωτογραφία Νο2 και σε σχετική ερώτηση ο μάρτυρας κατέθεσε τα εξής : «Στην επίθεση στην 1η παθούσα, ο κατηγορούμενος έφυγε και ξαναεπέστρεψε.». Ο μάρτυρας συνέχισε την κατάθεσή του ως εξής : «Δε θυμάμαι πόση ώρα διήρκεσε η πρώτη επίθεση. Στη δεύτερη επίθεση δεν υπήρχε βίντεο. Στο πρώτο περιστατικό δεν υπήρξε συμπλοκή μεταξύ δράστη και θύματος. Ο δράστης δεν ήταν χτυπημένος, ακούσθηκαν μόνο οι φωνές της κοπέλας. Η οδός … βρίσκεται στο κέντρο της πόλης. Έχει υπάρξει περιστατικό που ο δράστης έχει βιάσει στο κέντρο της πόλης και στην είσοδο πολυκατοικίας. Υπήρξε μία παρόμοια σοβαρή υπόθεση με επιθέσεις σε γυναίκες (με δεκαπενθήμερη παρακολούθηση από την υπηρεσία μας ).». Κατόπιν ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέα αναγνώσθηκαν από την Πρόεδρο, δημόσια στο ακροατήριο, τα έγγραφα που αναφέρονται στον κατάλογο των αναγνωστέων εγγράφων και συγκεκριμένα : 1. η από 22-5-2019 έκθεση σύλληψης 2. το υπ' αριθ. πρωτ… με ημερομηνία 22-5-2019 έγγραφο του Τμήματος Ασφαλείας της Υποδιεύθυνσης Ασφαλείας Λάρισας 3. η με αριθ. πρωτ…/2019 από 22-5-2019 ιατροδικαστική έκθεση της Ιατροδικαστή ... της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Λάρισας. Μετά η Πρόεδρος ρώτησε τον συνήγορο της παριστάμενης για την υποστήριξη της κατηγορίας και τον συνήγορο υπερασπίσεως του κατηγορουμένου αν έχουν έγγραφα προς ανάγνωση. Αυτοί απάντησαν καταφατικά. Ακολούθως ο συνήγορος της παριστάμενης για την υποστήριξη της κατηγορίας εγχείρισε στην Πρόεδρο τα ακόλουθα έγγραφα, τα οποία αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο από την Πρόεδρο μετά από πρόταση του Εισαγγελέως, και συγκεκριμένα: τέσσερις φωτογραφίες προς επισκόπηση. Ακολούθως ο συνήγορος υπερασπίσεως του κατηγορουμένου εγχείρισε στην Πρόεδρο τα ακόλουθα έγγραφα, τα οποία αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο από την Πρόεδρο μετά από πρόταση του Εισαγγελέως, και συγκεκριμένα: 1. δύο από 10-1-2020 και με αριθ. πρωτ. …βεβαιώσεις του Γενικού Καταστήματος Κράτησης Γρεβενών 2. το από 13-5-2019 και με αριθ. πρωτ… έγγραφο του Α.Τ. 3. το από 5-5-2019 και με αριθ. πρωτ…έγγραφο του Α.Τ. 4. το από 31-5-2019 και με αριθ. πρωτ… έγγραφο του Τ.Α.  5. η από 30-5-2019 έκθεση ένορκης εξέτασης μάρτυρα της …6. η από 5-5-2019 έκθεση ένορκης εξέτασης μάρτυρα της …7. η από 7-5-2019 έκθεση παραδόσεως και κατασχέσεως της Ανθ/μου … του Α.Τ. … 8. το από 7-5-2019 και με αριθ. πρωτ. … πιστοποιητικό του Γενικού Νοσοκομείου … 9. η από 22-5-2019 έκθεση εξέτασης κατηγορουμένου του … 10. δύο φωτογραφίες σε φωτοαντίγραφο προς επισκόπηση. Πριν από την ανάγνωση κάθε εγγράφου, η Πρόεδρος ανακοίνωνε το έγγραφο που επρόκειτο να αναγνωσθεί και ρωτούσε τον συνήγορο της παριστάμενης για την υποστήριξη της κατηγορίας, τον συνήγορο της υπερασπίσεως του κατηγορουμένου καθώς και τον ίδιο τον κατηγορούμενο εάν είχαν αντίρρηση για την ανάγνωση, εκείνοι δε απαντούσαν αρνητικά. Η Πρόεδρος ρώτησε τον Εισαγγελέα, τον συνήγορο της παριστάμενης για την υποστήριξη της κατηγορίας, τον συνήγορο της υπερασπίσεως του κατηγορουμένου καθώς και τον ίδιο τον κατηγορούμενο, αν θέλουν να προβούν σε δηλώσεις, εξηγήσεις και παρατηρήσεις σχετικά με τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο και αυτοί απάντησαν αποφατικά. Κατόπιν προσήλθε η πρώτη μάρτυρας υπερασπίσεως, η οποία, όταν ρωτήθηκε από την Πρόεδρο για την ταυτότητά της, απάντησε ότι ονομάζεται ... Κατόπιν η μάρτυρας ορκίσθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 219 παρ. 1 ΚΠΔ, όπως αυτό ισχύει μετά την κύρωση του Κώδικα με τον Ν. 4620/2019, δηλώνοντας, επικαλούμενη την τιμή και τη συνείδησή της, ότι θα πει όλη την αλήθεια και μόνο την αλήθεια, χωρίς να προσθέσει ούτε να αποκρύψει τίποτε και εξεταζόμενη κατέθεσε τα ακόλουθα: «Είμαι αδερφή του κατηγορουμένου. Θέλω να ζητήσω πρώτα συγνώμη από την κοπέλα γιατί κι εγώ είμαι μητέρα. Δούλευα στην Κω ως ρεσεψιονίστ όταν το έμαθα. Δεν το φανταζόμασταν. Ποτέ δεν είχε δώσει κάποιο δείγμα, ούτε είχε γίνει παρόμοιο περιστατικό. Ο αδερφός μου είναι ένα πολύ ήσυχο, πολύ ντροπαλό και πολύ συνεσταλμένο παιδί. Δουλεύει από μικρός, είναι εργατικός. Είναι αξιαγάπητος σε όλους στο χωριό και στην πόλη. Δεν το περιμέναμε. Δεν ήταν ποτέ ο κυνηγός, ο μάγκας. Πέρυσι τα Χριστούγεννα γνώρισε μια κοπέλα. Ήταν χαρούμενος που είχε σχέση. Ήταν σε ηλικία γάμου. Είχε τελειώσει η σχέση και είχε απογοητευθεί όταν έγιναν οι επιθέσεις. Η κυρία που νόμιζε ότι είχε σχέση ο αδερφός μου ήταν παντρεμένη και τον κορόιδευε. Το είπε στο φίλο του στο χωριό που έχει καφενείο και εκείνος του είπε “μακριά γιατί είναι παντρεμένη”. Ρώτησα τον αδερφό μου, μας είπε ότι δεν είχε σκοπό να βιάσει, το έλεγε επανειλημμένως, με κλάματα. Έγινε ακριβώς μετά το χωρισμό του. Δεν είχα καταλάβει κάτι. Τον άκουγα προβληματισμένο. Ήθελε να τις μειώσει και να τις ταπεινώσει μόνο. Ήταν υπό την επήρεια αλκοόλ. Δεν τον είδα όταν συνελήφθη. Τον είδε η άλλη μου η αδερφή. Δεν έπινε συχνά. Ένα με δύο ποτηράκια στο τραπέζι όπως οι περισσότεροι. Μου είπε ότι εκείνο το βράδυ είχε πιει πολύ. Γνωρίζοντας ότι είχε περάσει ερωτική απογοήτευση και είχε νιώσει κοροϊδία από την κυρία, το θεώρησα δικαιολογημένο να βγει και να πιει. Έχει γραμματικές γνώσεις δημοτικού. Πέρυσι τα Χριστούγεννα τη γνώρισε. Την Πρωτομαγιά είχε άδεια, πήγε στο χωριό και έμαθε ότι ήταν παντρεμένη. Πριν από αυτό ήταν ενθουσιασμένος μαζί της. Ήθελε να της χαρίσει δαχτυλίδι. Μας ρώτησε και του είπαμε τι να της πάρει. Είχε χαρά. Συζητούσε να το προχωρήσει πιο σοβαρά μαζί της. Τη μέρα της γιορτής του ήθελε να την περάσει μαζί της.». Κατόπιν προσήλθε η δεύτερη μάρτυρας υπερασπίσεως, η οποία, όταν ρωτήθηκε από την Πρόεδρο για την ταυτότητά της απάντησε ότι ονομάζεται ... Κατόπιν η μάρτυρας ορκίσθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 219 παρ. 1 ΚΠΔ, όπως αυτό ισχύει μετά την κύρωση του Κώδικα με τον Ν. 4620/2019, δηλώνοντας, επικαλούμενη την τιμή και τη συνείδησή της, ότι θα πει όλη την αλήθεια και μόνο την αλήθεια, χωρίς να προσθέσει ούτε να αποκρύψει τίποτε και εξεταζόμενη κατέθεσε τα ακόλουθα: «Είμαι αδερφή του κατηγορουμένου. Στις 22/5 και ώρα 2.00 το μεσημέρι δεν μπορούσα να τον βρω πουθενά. Δε δούλευε το κινητό του, δεν ήταν στο σπίτι του. Περίμενα δύο ώρες, μαζί με το παιδί μου, έξω από το σπίτι του το απόγευμα 6-8 μμ. Επικοινώνησα και με την άλλη μου αδερφή, δεν ήξερε τίποτα. Πήρα τηλέφωνο στο νοσοκομείο. Στις 8 μμ παίρνω στην αστυνομία και είπα ότι ψάχνω τον αδερφό μου. Μου είπαν ότι θα με πάρουν σε μισή ώρα. Μετά από 40 λεπτά πήρα τηλέφωνο ξανά εγώ, στις 8.45 μμ. Τους ρώτησα “έχετε κάποιο νέο για τον αδερφό μου;”. Μου είπαν ότι τον έχουν στα κρατητήρια. Πήγα εκεί με τον άνδρα μου. Μας είπαν ότι επιτέθηκε, ότι όρμηξε σε μια κοπέλα. Ήμουν ταραγμένη. Μας είπε ο αστυνομικός να του μιλήσουμε ήρεμα, όχι απότομα. Στις 24 πέρασε Εισαγγελέα και Ανακριτή. Στις 22 μας είπαν ότι είχε γίνει και άλλη απόπειρα. Στις 24 μάθαμε ότι ήταν ο αδερφός μου ο δράστης. Όταν τον ρώτησα, μου είπε “το έχω μετανιώσει”. Ζητώ συγνώμη από την κοπέλα. Ο αδερφός μου είχε γνωρίσει μια κοπέλα τα Χριστούγεννα. Είχαν σχέση μέχρι που έμαθε ότι ήταν παντρεμένη. Είχε γνωρίσει και άλλα κορίτσια. Ήταν συνεσταλμένο παιδί, δεν είχε πολλά με γυναίκες. Ήταν ήσυχο παιδί, σοβαρό. Το σπίτι του ήταν μια χαρά. Του πήγαινα φαγητό. Όταν πήγα σπίτι του, αφού μου έδωσαν τα κλειδιά οι αστυνομικοί, με το που άνοιξα την πόρτα, αντίκρισα ένα απαίσιο θέαμα : τα τάπερ με τα φαγητά ήταν ανοιχτά πάνω στο τραπεζάκι, κούπες, ποτήρια όλα άπλυτα, υπήρχαν πεταμένα ρούχα και παπούτσια και χόρευαν τα ζουζούνια. Φοβήθηκα μήπως θα έκανε και καμιά απόπειρα αυτοκτονίας. Δεν είχε ζητήσει ποτέ βοήθεια. Στις 24 οδηγήθηκε στις φυλακές, την επομένη πήγα στο σπίτι. Αρχές Μαΐου χώρισε. Το σπίτι του ήταν πάντα καθαρό και τακτοποιημένο. Πριν από αυτή τη μέρα, είχα ξαναπάει στο σπίτι του πριν δέκα ημέρες. Το έχει μετανιώσει. Τον μείωσε πολύ η κοπέλα. Δεν μπορώ να ξέρω τι έχει στην ψυχή του. Είμαστε τρεις αδερφές.». Η Πρόεδρος ρώτησε τον Εισαγγελέα, τον συνήγορο της παριστάμενης για την υποστήριξη της κατηγορίας, τον συνήγορο της υπερασπίσεως του κατηγορουμένου καθώς και τον ίδιο τον κατηγορούμενο, αν θέλουν να προβούν σε δηλώσεις, εξηγήσεις και παρατηρήσεις σχετικά με την κατάθεση των μαρτύρων και αυτοί απάντησαν αρνητικά. Υπενθυμίζεται ότι οι παραπάνω μάρτυρες κλήθηκαν ένας ένας και εξετάστηκαν προφορικά και μετά την εξέτασή τους παρέμειναν στο ακροατήριο και ότι κατά την κατάθεσή τους, η Πρόεδρος έδιδε το λόγο στον Εισαγγελέα, στους τακτικούς δικαστές και στους ενόρκους, στον συνήγορο της παριστάμενης για την υποστήριξη της κατηγορίας, στον συνήγορο της υπερασπίσεως του κατηγορουμένου, να κάνουν εάν είχαν ερωτήσεις προς τους μάρτυρες, τον κατηγορούμενο δε ρωτούσε αν έχει να παρατηρήσει, να ρωτήσει ή να υπενθυμίσει κάτι στους μάρτυρες, οι δε μάρτυρες απαντούσαν σχετικά σ’ αυτές τις ερωτήσεις, όπως στην κατάθεσή τους αναφέρεται και ότι ο κατηγορούμενος ελάμβανε τον λόγο τελευταίος. Επίσης, γίνεται μνεία ότι κατά της εξέτασης των μαρτύρων, δεν προβλήθηκε καμιά αντίρρηση από κανέναν. Στη συνέχεια η Πρόεδρος κάλεσε ενώπιον του Δικαστηρίου τον κατηγορούμενο και τον προσκάλεσε να απολογηθεί. Αυτός, απολογούμενος, είπε τα εξής: «Γύρω στα Χριστούγεννα γνώρισα μία κοπέλα. Ήταν η πρώτη μου σχέση. Δεν είχα ποτέ πριν σχέση. Δούλευα από το πρωί μέχρι τις 10 το βράδυ. Ήμουν ήσυχος. Με στεναχώρησε η κοπέλα. Την Πρωτομαγιά πήγα στο χωριό μου γιατί είχα ρεπό. Πήγα στο καφενείο, στον φίλο μου. Του είπα για τη σχέση μου. Με ρώτησε ποια είναι. Την ήξερε γιατί η γυναίκα του φίλου μου ήταν από το ίδιο χωριό. Μου είπε “άσ'την αυτή, βρες κάποια άλλη”. Με στεναχώρησε και με πίκρανε. Έβγαινα έξω για φαγητό και ποτό μαζί της, μου άρεσε πολύ. Όταν έγινε το πρώτο περιστατικό, είχα πιει πάρα πολύ, είδα μια κοπέλα και κατέβασα το παντελόνι μου και έδειξα το μόριό μου. Τη χτύπησα με κλοτσιές. Έφυγα μετά. Σηκώθηκα την άλλη μέρα να πάω στη δουλειά μου. Θυμόμουνα τι έγινε. Δε θυμάμαι πόσες φορές την κλότσησα. Δεν έψαξα να δω τι έγινε. Συνέχισα τη ζωή μου. Ξαναήπια στη δεύτερη επίθεση. Είχα σχολάσει από τη δουλειά στις 7.30 μμ, πήγα σπίτι, άλλαξα και βγήκα έξω μόνος. Είχα ένα φίλο που δούλευε σ' ένα μαγαζί, καφετέρια. Πήγα στις 9.30 και έμεινα μέχρι τις 2-2.30. Με είδε ο φίλος μου, είχε δουλειά και δεν μου έδινε σημασία. Έφυγα και δεν πήγα σπίτι μου. Μένω στην οδό … Είδα δύο κοπέλες, η μία ήταν η παθούσα. Τις πήρα από πίσω. Ήθελα να τις μειώσω, να τους δείξω το μόριό μου γιατί με πλήγωσε η κοπέλα που είχα. Σταματήσανε και φιληθήκανε. Τις παρακολουθούσα 2-3 λεπτά. Περίμενα να φύγει η μία. Φοβόμουν. Μπορεί να φώναζαν. Μόλις έμεινε μόνη η παθούσα, την πήρα από πίσω. Ήθελα να φθάσει σπίτι της. Περίμενα να δω πού θα πάει. Μόλις έβαλε το κλειδί στην πόρτα, τράβηξα μία κλοτσιά στην πόρτα. Είχα ήδη ξεκουμπώσει τη ζώνη μου. Μπήκα μέσα. Τη χτύπησα γιατί είχα θυμό για την άλλη κοπέλα, ήθελα να την ταπεινώσω. Δεν ήθελα να τη βιάσω, ούτε να την σκοτώσω. Ήθελα να την πληγώσω όπως με πλήγωσε η άλλη. Ήμουν μεθυσμένος. Τη χτύπησα πολύ. Δεν άκουσα φωνές από άλλους. Της έδειξα το μόριό μου. Με χτύπησε με το κλειδί στο πρόσωπο, στο μέτωπο και στο μάτι. Δεν πόνεσα, δεν καταλάβαινα τίποτα. Μόνο είδα τα αίματα. Πήγα στο σπίτι μου, πλύθηκα και μετά πήγα στο νοσοκομείο. Μου έκαναν ράμματα στο μέτωπο. Είχα τελειώσει αυτό που ήθελα να κάνω. Όταν πήγα σπίτι, φοβήθηκα και πήγα στο νοσοκομείο. Δεν σκέφτηκα τι μπορεί να έπαθε η κοπέλα. Σκέφτηκα ότι θα με έπιαναν κι έφυγα.». Μετά το πέρας της απολογίας του κατηγορουμένου, η Πρόεδρος απηύθυνε προς τον κατηγορούμενο ερωτήσεις και στη συνέχεια έδωσε τον λόγο στον Εισαγγελέα, στους τακτικούς Δικαστές και στους ενόρκους να υποβάλουν ερωτήσεις, ο δε κατηγορούμενος απαντούσε σχετικά σ’ αυτές, όπως στην απολογία του αναφέρεται. Αφού έγιναν αυτά, η Πρόεδρος ρώτησε τον Εισαγγελέα, στον συνήγορο της παριστάμενης για την υποστήριξη της κατηγορίας, και τον συνήγορο της υπερασπίσεως του κατηγορουμένου, εάν έχουν ανάγκη συμπληρωματικής εξετάσεως, αυτοί δε απάντησαν αρνητικά. Στη συνέχεια η Πρόεδρος, κήρυξε το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας. Ο Εισαγγελέας, ο οποίος έλαβε τον λόγο στη συνέχεια από την Πρόεδρο, ανέπτυξε τη νομική βάση και τα πραγματικά περιστατικά της προκειμένης υπόθεσης και πρότεινε να κηρυχθεί ο κατηγορούμενος ένοχος όπως κατηγορείται. Ο συνήγορος της παριστάμενης για την υποστήριξη της κατηγορίας έλαβε τον λόγο από την Πρόεδρο και, αφού αγόρευσε, ζήτησε να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος όπως κατηγορείται. Ο συνήγορος της υπερασπίσεως του κατηγορουμένου, ο οποίος έλαβε τον λόγο από την Πρόεδρο, ανέπτυξε την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και ζήτησε να γίνουν δεκτοί οι προβληθέντες αυτοτελείς ισχυρισμοί και να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος κατ' επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας από απόπειρα βιασμού σε απόπειρα προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας (πρώτη πράξη) και για επικίνδυνη σωματική βλάβη (δεύτερη πράξη) όπως κατηγορείται. Το ίδιο ζήτησε και ο κατηγορούμενος. Στη συνέχεια η Πρόεδρος ρώτησε τον κατηγορούμενο, αν έχει να προσθέσει κάτι συμπληρωματικά και αυτός αναφερόμενος σε όσα ήδη έχει καταθέσει, απάντησε αρνητικά. Στο σημείο αυτό, η Πρόεδρος, κήρυξε το πέρας της συζητήσεως και δήλωσε ότι το Δικαστήριο αποσύρεται προς διάσκεψη. Στη συνέχεια το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Βόλου αποσύρθηκε προς διάσκεψη στον ειδικό γι’ αυτό χώρο, πλην του Εισαγγελέως, και αφού διασκέφτηκε μυστικά, παρούσας και της Γραμματέως, κατάρτισε την απόφασή του και μετά από λίγο επανήλθε στην έδρα του, παρουσία και της Γραμματέως και των υπολοίπων παραγόντων της δίκης, διά της Προέδρου του, δημοσίευσε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την υπ' αριθμ. 5/ 2020 απόφασή του, η οποία έχει ως εξής

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 της Σύμβασης για την πρόληψη και καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας (Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης) του Συμβουλίου της Ευρώπης, η οποία αποτελεί την πιο εξελιγμένη διεθνή σύμβαση για την αντιμετώπιση της βίας κατά των γυναικών και υπογράφηκε από τα 23 Κράτη Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην Κωνσταντινούπολη, στις 11-5-2011, τέθηκε σε υποχρεωτική ισχύ για όλα τα συμβαλλόμενα μέρη το 2014 και επικυρώθηκε από την Ελλάδα με νόμο, τον Μάρτιο του 2018 : «1. Οι σκοποί της παρούσας Σύμβασης συνίστανται στα εξής: α. την προστασία των γυναικών ενάντια σε όλες τις μορφές βίας, καθώς και την πρόληψη, την ποινική δίωξη και εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών καθώς και της ενδοοικογενειακής βίας. β. τη συνεισφορά στην εξάλειψη όλων των μορφών διακρίσεων κατά των γυναικών και στην προώθηση ουσιαστικής ισότητας μεταξύ γυναικών και ανδρών συμπεριλαμβανομένης της παροχής ενδυνάμωσης στις γυναίκες. γ. το σχεδιασμό ενός ολοκληρωμένου πλαισίου, πολιτικών και μέτρων για την προστασία και την υποβοήθηση όλων των θυμάτων βίας κατά των γυναικών καθώς και της ενδοοικογενειακής βίας. δ. την προαγωγή διεθνούς συνεργασίας με σκοπό την εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας. ε. την παροχή υποστήριξης και συνδρομής σε οργανισμούς και φορείς επιβολής του δικαίου για αποτελεσματική συνεργασία τους με στόχο την υιοθέτηση μίας συνεκτικής προσέγγισης που οδηγεί στην εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας», ενώ σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 36 παρ. 1 και 2 της Σύμβασης : «1. Τα Μέρη (ενν. τα συμβαλλόμενα μέρη) θα λαμβάνουν τα αναγκαία νομοθετικά ή άλλα μέτρα προκειμένου να διασφαλιστεί η ποινικοποίηση των ακόλουθων εκ προθέσεως συμπεριφορών : α. διάπραξη μη συναινετικής κολπικής, πρωκτικής ή στοματικής διείσδυσης σεξουαλικού χαρακτήρα στο σώμα άλλου ατόμου με τη χρησιμοποίηση οποιουδήποτε σωματικού μέρους ή αντικειμένου. β. διάπραξη άλλων μη συναινετικών πράξεων σεξουαλικού χαρακτήρα με άτομο. γ. πρόκληση σε άλλο άτομο της πρόθεσης διάπραξης μη συναινετικών πράξεων σεξουαλικού χαρακτήρα με τρίτο άτομο. 2. Η συγκατάθεση πρέπει να παρέχεται εκουσίως, ως αποτέλεσμα της ελεύθερης βούλησης του ατόμου, η οποία αξιολογείται στο πλαίσιο των συνοδών περιστάσεων.» Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 336 παρ. 1 ΠΚ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με τη διάταξη του άρθρου 12 παρ. 2 του Ν. 4619/2019 : «Όποιος με σωματική βία ή με απειλή σπουδαίου και άμεσου κινδύνου εξαναγκάζει άλλον σε συνουσία ή σε άλλη ασελγή πράξη ή σε ανοχή της, τιμωρείται με κάθειρξη». Η εν λόγω διάταξη τροποποιήθηκε, όπως προαναφέρθηκε, με τη διάταξη του άρθρου 12 παρ. 2 του Ν. 4619/2019 (με έναρξη ισχύος από 1-7-2019), ως εξής : 1. «Όποιος με σωματική βία ή απειλή σοβαρού και άμεσου κινδύνου ζωής ή σωματικής ακεραιότητας, εξαναγκάζει άλλον σε επιχείρηση ή ανοχή γενετήσιας πράξης, τιμωρείται με κάθειρξη. 2. Γενετήσια πράξη είναι η συνουσία και οι ίσης βαρύτητας με αυτήν πράξεις». Εν τέλει, με τη διάταξη του άρθρου 12 του Ν. 4637/2019 (με έναρξη ισχύος από 18-11-2019), η διάταξη του άρθρου 336 ΠΚ τροποποιήθηκε εκ νέου ως εξής : «Όποιος με σωματική βία ή απειλή σοβαρού και άμεσου κινδύνου ζωής ή σωματικής ακεραιότητας, εξαναγκάζει άλλον σε επιχείρηση ή ανοχή γενετήσιας πράξης, τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον 10 ετών. 2. Γενετήσια πράξη είναι η συνουσία και οι ίσης βαρύτητας με αυτήν πράξεις». Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του κυρωθέντος με το Ν. 4619/2019 και ισχύοντος από 01-07-2019 (άρθρο δεύτερο του Ν. 4619/2019) Ποινικού Κώδικα, «Αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου», δηλαδή αυτή με την εφαρμογή της οποίας, με βάση τις προβλεπόμενες στη συγκεκριμένη περίπτωση προϋποθέσεις, επέρχεται ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο μεταχείριση. Προς τούτο γίνεται σύγκριση των περισσοτέρων αυτών διατάξεων με το σύνολο των προϋποθέσεων που προβλέπονται από κάθε μία από αυτές. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, επιεικέστερος είναι ο νόμος που στη συγκεκριμένη κάθε φορά περίπτωση και όχι αφηρημένα, οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου, αυτό δε που ενδιαφέρει δεν είναι εάν ο νόμος στο σύνολό του είναι επιεικέστερος για τον κατηγορούμενο, αλλά εάν περιέχει διατάξεις που είναι επιεικέστερες γι’ αυτόν και δεν αποκλείεται, στη συγκεκριμένη περίπτωση, να εφαρμοσθεί εν μέρει ο προηγούμενος νόμος και εν μέρει ο νεότερος, με επιλογή των ευμενέστερων διατάξεων καθενός από αυτούς και έτσι να εφαρμόζεται αφενός ένας νόμος ως προς τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος και αφετέρου άλλος νόμος ως προς την απειλούμενη ποινή (ΑΠ 1466/2019 ΠοινΔνη 2019.959). Εάν, δε, από την σύγκριση νόμων, προκύψει ότι ο κατηγορούμενος, όπως κατηγορείται, επιβαρύνεται το ίδιο από όλους τους νόμους, τότε εφαρμοστέος είναι ο νόμος ο οποίος ίσχυσε κατά τον χρόνο τελέσεως της πράξεως, άλλως ο νεότερος επιεικέστερος. Με βάση τα ανωτέρω, λαμβανομένης υπόψη της διάταξης του άρθρου 2 παρ. 1 του ΠΚ, παρέπεται ότι εκ των τριών ως άνω μορφών κατάστρωσης του άρθρου 336 ΠΚ (εφόσον αυτές ίσχυσαν διαδοχικά κατά το χρονικό διάστημα από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκαση αυτής), ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο για βιασμό διατάξεις περιέχει το άρθρο 336 ΠΚ ως αυτό διαμορφώθηκε με τη διάταξη του άρθρου 12 παρ. 2 του Ν. 4619/2019 (με έναρξη ισχύος από 1-7-2019), σύμφωνα με το οποίο : 1. «Όποιος με σωματική βία ή απειλή σοβαρού και άμεσου κινδύνου ζωής ή σωματικής ακεραιότητας, εξαναγκάζει άλλον σε επιχείρηση ή ανοχή γενετήσιας πράξης, τιμωρείται με κάθειρξη». Και τούτο καθόσον : 1) αναφορικά με το προϊσχύσαν αυτού άρθρο 336 : α) ως μέσο τέλεσης του εγκλήματος διατηρείται μεν η σωματική βία, ωστόσο εξειδικεύεται το περιεχόμενο της απειλής, η οποία δεν αρκεί να αφορά σπουδαίο και άμεσο εν γένει κίνδυνο, αλλά σοβαρό και άμεσο κίνδυνο για τη ζωή ή τη σωματική ακεραιότητα (βλ. σχετ. την αντίστοιχη αιτιολογική έκθεση του Νέου ΠΚ, κεφ. 19ο, σελ. 67, υπό άρθρο 336) και β) ο εξαναγκασμός σε επιχείρηση ή ανοχή άλλης «ασελγούς πράξης», αντικαθίσταται από τον εξαναγκασμό σε επιχείρηση ή ανοχή «γενετήσιας πράξης», ήτοι πράξης ίσης βαρύτητας με τη συνουσία (παρ. 2 άρθρου 336 νέου ΠΚ) και 2) αναφορικά με το μεταγενέστερο αυτού άρθρο 336 νέου ΠΚ (όπως αυτό τροποποιήθηκε με τη διάταξη του άρθρ. 12 του Ν. 4637/2019), διότι, ενώ η νομοτυπική μορφή του εγκλήματος του βιασμού παραμένει ίδια και στις δύο διατάξεις, το πλαίσιο ποινής, σύμφωνα με την τελευταία αυτή διάταξη, οριοθετείται, από κάθειρξη (ήτοι κάθειρξη τουλάχιστον πέντε ετών), την οποία προέβλεπε το άρθρο 336 ΠΚ μετά την τροποποίησή του με τη διάταξη του άρθρου 12 του Ν. 4619/2019, σε κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών (άρθρο 336 Νέου ΠΚ, μετά την τροποποίησή του με τη διάταξη του άρθρου 12 του Ν. 4637/2019). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 336 Νέου ΠΚ (και δη, ασχέτως του πλαισίου ποινής αυτής), προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος του βιασμού, απαιτείται : α) εξαναγκασμός κάποιου, ανεξαρτήτως φύλου και ηλικίας, σε ακούσια συνουσία ή σε ανοχή ή επιχείρηση άλλης γενετήσιας πράξης και β) ο εξαναγκασμός αυτός να γίνεται με σωματική βία ή με απειλή σοβαρού και άμεσου κινδύνου ζωής ή σωματικής ακεραιότητας ή και δι' αμφοτέρων. Ειδικότερα, ο εξαναγκασμός του θύματος από τον δράστη, συνιστά αυτοτελώς τυποποιούμενο στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος του άρθρου 336 Νέου ΠΚ (Βλ. Ν. Παρασκευόπουλου/ Ε. Φυτράκη, Αξιόποινες σεξουαλικές πράξεις, σελ. 104. 49), το οποίο πρέπει να επικαλύπτεται υποκειμενικά και από τον αντίστοιχο δόλο του δράστη, δηλαδή ο δράστης του εγκλήματος απαιτείται να γνωρίζει ότι (και να θέλει να) εξαναγκάζει το θύμα. Ως εξαναγκασμός νοείται η υποχρέωση ενός ατόμου σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή ενάντια στη ή χωρίς τη βούλησή του (ΑΠ 571/1999, ΠοινΧρον 2000.213 επ., ΑΠ 1356/1997, ΠοινΧρον 1998.478 επ.). Είναι η κάμψη της αντίθετης βούλησης του θύματος, που εκδηλώθηκε ήδη ή πρόκειται να εκδηλωθεί, ήτοι το δεδομένο που καταλύει τη γενετήσια ελευθερία του θύματος και δη, το δικαίωμά του να αποφασίζει ελεύθερα και χωρίς εξαναγκασμούς αν, πότε και με ποιον θα συνάψει γενετήσια σχέση οποιασδήποτε μορφής. Επομένως, η αντίθετη βούληση του θύματος συνιστά θεμελιώδες συστατικό στοιχείο της έννοιας του εξαναγκασμού και, κατ' επέκταση, της έννοιας του βιασμού. Για την κατάφαση του εξαναγκασμού δεν απαιτείται κατ' ανάγκη το θύμα να αντιστέκεται ενεργά, με μυϊκές κινήσεις (Βλ. ΑΠ 1862/2010, ΠραξΛογΠΔ 2011.150, ΑΠ 205/2010, ΠραξΛογΠΔ 2010.223, ΑΠ 33/2010, ΠοινΧρον 2012.374-375, ΠλημΗρ 33/2010, ΠοινΧρον 2012.374 - 376, ΣυμβΠλημΑθ 2057/1996, ΠοινΧρον ΜΖ΄.301 επ.), αλλά αρκεί το ότι η γενετήσια επαφή λαμβάνει χώρα παρά την αντίθετη βούληση του τελευταίου, την οποία εξωτερικεύει με οποιονδήποτε τρόπο το θύμα και γίνεται εμφανής στο δράστη και ότι ο δράστης ασκεί σωματική βία, η οποία εξουδετερώνει τη βούληση του θύματος να αντισταθεί. Η αντίθετη βούληση του θύματος μπορεί να εκφραστεί και λεκτικά (λ.χ. προσπάθεια αποτροπής, παρακλήσεις προς τον δράστη, φωνές, κλήση σε βοήθεια, κ.λπ.), μόνη δε η σιωπή του θύματος, δεν αποτελεί ένδειξη για την συναίνεσή του. Στοιχειοθετείται ως εκ τούτου βιασμός και όταν το θύμα, λόγω του αιφνιδιασμού ή του φόβου των συνεπειών προβολής αντίστασης ή των ασθενών σωματικών του δυνάμεων ή άλλων περιστάσεων, που κρίνονται κατά περίπτωση, θεώρησε εύλογα ανέφικτη ή μάταιη την αντίσταση και δεν αντιστάθηκε καθόλου στη σωματική βία του δράστη (βλ. ΑΠ 205/2010, ΠοινΔικ 2011.8 επ, ΠλημΗρακλ 199/2006, ΠοινΧρον 2008.565 επ., ΠλημΧαλκιδικ 35/2001, ΠοινΧρον 2001.648 επ., Α. Σαρέλη, Βιασμός, Η τυποποίησή του στον ελληνικό Ποινικό Κώδικα, σελ. 126, Ν. Παρασκευόπουλου/ Ε. Φυτράκη, ό.π., σελ. 109, Γ.Α. Μαγκάκη, Τα εγκλήματα περί την γεννετήσιον και οικογενειακήν ζωήν, 1967, σελ. 29). Σύνηθες άλλωστε φαινόμενο σε περιπτώσεις βιασμού, αποτελεί η κατάσταση ακούσιας προσωρινής παράλυσης του θύματος, η κατάσταση δηλαδή εκείνη κατά την οποία το θύμα δεν μπορεί να κινηθεί, γνωστή και ως «τονική ακινησία», που θεωρείται ως μια εξελικτική προσαρμοστική άμυνα σε μια επίθεση αρπακτικού, όταν όλοι οι άλλοι αμυντικοί μηχανισμοί δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν και παρατηρείται σε ανθρώπους και ζώα, όταν αυτά έρθουν σε επαφή με το αρπακτικό - όπως και στην περίπτωση του βιασμού (Πηγή: ..., δημοσ. Εφημερίδα «…», φύλλο της 10-12-2019). Δέον να σημειωθεί ότι η σωματική βία και, αντίστοιχα, η αντίσταση σ' αυτήν, δεν απαιτείται, κατά μείζονα λόγο, να είναι διαρκής, να διαρκεί δηλαδή μέχρι την αποπεράτωση της πράξης (ΑΠ 1329/2015, ΑΠ 258/2015, ΑΠ 873/2014, ΑΠ 669/2014). Πρόδηλο φυσικά είναι ότι, σε όσα εγκλήματα, όπως ο βιασμός, ο νόμος αξιώνει ρητά ως στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως την εναντίον ή χωρίς τη βούληση του παθόντος τέλεση της πράξης, εφόσον υπάρχει συναίνεση του τελευταίου, δεν πληρούται καν η αντικειμενική τους υπόσταση. Προϋποθέσεις δε της ύπαρξης συναίνεσης είναι: α) η γνησιότητα της βούλησης, ώστε ο συναινών να έχει πλήρη επίγνωση της σημασίας της, η δε απόφασή του να είναι προϊόν ελεύθερης επιλογής, β) η προϋπαρξη αυτής από την προσβολή του έννομου αγαθού και η μη ανάκλησή της όσο διαρκεί η τελευταία, έτσι ώστε να καλύπτει όχι μόνο το αποτέλεσμα, αλλά και αυτή τη συγκεκριμένη κατά τόπο, χρόνο και περιστάσεις συμπεριφορά του δράστη, η δε μεταγενέστερη συναίνεση, δηλαδή η έγκριση, δεν αρκεί για να αποκλείσει αναδρομικώς τον άδικο χαρακτήρα της προσβολής του έννομου αγαθού, αλλά αποτελεί απλή παροχή συγγνώμης από πλευράς του παθόντος, που δεν είναι ικανή να παραμερίσει την γεννηθείσα ήδη κρατική αξίωση να επιβληθεί ποινή για την τελεσθείσα εγκληματική πράξη (ΠλημΙωανν. 206/1998 δημ. Νόμος, Ανδρουλάκης «Πανεπιστημιακαί Παραδόσεις», σελ. 411/412, Γάφος «Γενικό Μέρος», τ. Α`, 1973, σελ.185/186, Μαγκάκης «Ποινικό Δίκαιο», 1984, σελ. 233, Κατσαντώνης «Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος», τ. Α`, 1972, σελ. 192, Καρανίκας «Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος», τ. Α`, 1960, σελ. 78), γ) θετική κατάφαση (της συναίνεσης) και όχι απλή ανοχή (Ανδρουλάκης ό.π. 411), δ) η εξωτερίκευση της συναίνεσης καθ' οιονδήποτε τρόπο, δηλαδή με συμπεριφορά από την οποία αυτή συνάγεται έστω συμπερασματικώς και όχι κατ' ανάγκην expressis νerbis, ακριβώς επειδή αποτελεί πράξη διαθέσεως (εκδήλωση ελευθερίας), προορισμένη για το κοινωνικό περιβάλλον (Ανδρουλάκης, ό.π. 412/413, Γάφος ό.π. 187, Μαγκάκης ό.π. 233/234) και ε) η γνώση του δράστη περί της υπάρξεώς της (Ανδρουλάκης ό.π. 413, Γάφος ό.π. 187/188, Μαγκάκης ό.π. 234, cοntra Καρανίκας ό.π. 79, Κατσαντώνης ό.π. 194/195). Η συναίνεση είναι δυνατόν ν' ανακληθεί σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο της ερωτικής συνεύρεσης, οπότε εάν αυτή συνεχισθεί με άσκηση βίας, τελείται βιασμός (ΠλημΙωαν 206/1998 δημ. Νόμος, Α. Ψαρούδα-Μπενάκη ΠοινΧρ Κ` 307 και Απόφ. Γερμ. Ακυρ. της 16-4-1969 ΠοινΧρ Κ` 318). Πράγματι, η ερωτική συνεύρεση αποτελεί ισότιμη ψυχοσωματική επικοινωνία των ατόμων που συμμετέχουν σ' αυτή, από την οποία κάθε μέρος μπορεί ανά πάσα στιγμή και για οποιονδήποτε λόγο να απόσχει, υποχρεούμενου του ετέρου μέρους να σεβαστεί αυτήν την υπαναχώρηση και να μην επιζητήσει να συνεχίσει την ερωτική συνεύρεση μονομερώς, με βίαια μέσα. Τυχόν δε αντίθετη άποψη, αφενός μεν συνιστά κατάφωρη παραβίαση του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος της αυτοδιάθεσης του ατόμου, ως ειδικότερης έκφανσης του δικαιώματος ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας (άρθρ. 5 Σ), στο οποίο περιλαμβάνεται ως προστατευόμενη επιμέρους εκδήλωση της προσωπικότητας η σεξουαλική ελευθερία, δηλαδή το δικαίωμα του προσώπου να αναπτύσσει σεξουαλική δραστηριότητα εφόσον, καθόσον, όποτε, όπως και με όποιον θέλει (Χρυσόγονος Κ., Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, σελ. 183, Δοκουμετζίδη, Η σεξουαλική ελευθερία, άρθρο στο ΔΚΠ), αφετέρου δε οδηγεί σε ανεπίτρεπτο περιορισμό της ατομικής ελευθερίας και προσβολή του εσώτατου πυρήνα της προσωπικότητας του ατόμου. Γίνεται μάλιστα δεκτό ότι βιασμός υπάρχει και όταν το θύμα σταμάτησε να προβάλλει αντίσταση, συνεπεία του ακουσίως προκληθέντος σεξουαλικού ερεθισμού του (βλ. ΑΠ 1862/2010, ΠραξΛογΠΔ 2011.150, ΣυμβΑΠ 426/1971, ΠοινΧρον Κα΄.827 επ., ΠλημΗρακλ 199/2006, ΠοινΧρον 2008.565 επ., Καρανίκα, ό.π., σελ. 134). Ειδικότερα, ακόμη κι όταν ο τελευταίος (σεξουαλικός ερεθισμός) εξικνείται μέχρις αποκορυφώσεως, ουδόλως μπορεί να ερμηνευθεί ως παροχή συναινέσεως, ακριβώς επειδή κατ' αυτόν τον τρόπο δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις της συναίνεσης ως εκούσιας πράξης επιλογής. Περαιτέρω, σωματική βία, κατά μία άποψη, είναι η άσκηση υλικής δύναμης, δηλαδή η χρησιμοποίηση μιας ενέργειας οποιασδήποτε φύσης (μυϊκής, ζωικής, μαγνητικής, μηχανικής, ηλεκτρικής), η οποία μεταβιβάζεται κατά τρόπο φυσικό πάνω σε πρόσωπο ή πράγμα, με σκοπό την κάμψη της αντίστασης του θύματος (βλ. Ε. Συμεωνίδου- Καστανίδου, Το έγκλημα της παράνομης βίας, ό.π., σελ. 973, Ν. Παρασκευόπουλου/ Ε. Φυτράκη, ό.π., σελ. 114), που είτε εκδηλώθηκε ήδη είτε πρόκειται να εκδηλωθεί, ήτοι με σκοπό τον εξαναγκασμό του θύματος σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή. Κατ' άλλη άποψη (βλ. Μανωλεδάκης Ι. Προσβολές κατά της Πολιτειακής Εξουσίας σελ. 46/50), ως σωματική βία νοείται η αφαίρεση σωματικής δυνατότητας που εμποδίζει την ελεύθερη κίνηση του ανθρώπου ή την επικοινωνία με το περιβάλλον (η οποία επέρχεται είτε μέσα από τη χρήση υλικής δύναμης πάνω σε άνθρωπο είτε με κάποια κίνηση) και που αποσκοπεί στον εξαναγκασμό του θύματος σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή. Τρία είναι, κατά σύνολο, σύμφωνα με τον ορισμό αυτό, τα εννοιολογικά στοιχεία της βίας: α) η χρήση υλικής δύναμης, η οποία υποδεικνύει τη φυσική έννοια του όρου σωματική βία, β) η αφαίρεση σωματικής δυνατότητας από το θύμα (Α. Σαρέλη, ο.π., σελ. 108), η οποία παραπέμπει στην κοινωνική έννοια του όρου και γ) το στοιχείο του εξαναγκασμού. Κατά την κρατούσα δε στη νομολογία άποψη, σωματική βία είναι η φυσική δύναμη η οποία δεν μπορεί να αποκρουσθεί και η οποία, επιδρώντας στο σώμα του παθόντος, αναγκάζει αυτόν να υποστεί, παρά τη θέλησή του, σαρκική μείξη ή να ανεχθεί ή να επιχειρήσει γενετήσια (πλέον) πράξη. Δέον να σημειωθεί πως η έννοια της σωματικής βίας, ως ενός εκ των στοιχείων της υπόστασης του εγκλήματος του βιασμού, δεν περιλαμβάνει κατ' αρχήν αναγκαίως την έννοια της σωματικής βλάβης, η οποία συγκροτεί αυτοτελές έγκλημα, στρεφόμενο κατά του εννόμου αγαθού της σωματικής ακεραιότητας, ενώ το έγκλημα του βιασμού στρέφεται κατά του εννόμου αγαθού της γενετήσιας ελευθερίας, οπότε συρρέει αληθινά με εκείνο της αντίστοιχης, κατά τα άρθρα 308 επ. ΠΚ, σωματικής βλάβης (ΑΠ 295/1994 ΠοινΧρ ΜΔ 479, ΑΠ 97/92 ΠοινΧρ 707, ΑΠ 736/84 ΛΕ 39). Εξάλλου, ως «γενετήσια πράξη» νοείται, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 336 Nέου ΠΚ (τόσο υπό το Ν. 4619/2019, όσο και υπό το Ν. 4637/2019), η συνουσία, καθώς και άλλες πράξεις με την ίδια, από πλευράς προσβολής του εννόμου αγαθού της γενετήσιας ελευθερίας, βαρύτητα, όπως είναι, ενδεικτικά, η «παρά φύσιν» συνεύρεση, ο ετεροαυνανισμός, η πεολειξία, η αιδιολειξία, ο ετεροαυνανισμός ή η χρήση υποκατάσταστων μέσων (βλ. σχετ. Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 4619/2019, 19ο Κεφάλαιο, Εγκλήματα της γενετήσιας ελευθερίας και εγκλήματα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής, σελ. 66), ήτοι πράξεις που δεν συνιστούν πάντοτε ή δεν προϋποθέτουν διεισδύσεις. Η κρίση του Δικαστηρίου περί ενδεικτικής και όχι αποκλειστικής απαρίθμησης των ανωτέρω πράξεων ως «γενετήσιων», προκύπτει αδιαμφισβήτητα τόσο από την αναφορά στην αιτιολογική έκθεση αυτή καθ' εαυτή, ότι ο όρος «γενετήσια πράξη» έχει την έννοια που προσδιορίζει η νομολογία και η επιστήμη, όσο και από την φράση «όπως είναι», που προηγείται της αναφοράς των επιμέρους αυτών πράξεων και η οποία, γραμματικά, καταδεικνύει την μη αποκλειστική απαρίθμησή τους, αλλά την αναφορά τους ως παραδειγμάτων. Ως εκ τούτου και, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι ο βιασμός αποσκοπεί στην ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής και επιθυμίας του δράστη, όταν η πράξη του δράστη δεν είναι μια ήσσονος σημασίας ερωτική πράξη (όπως στιγμιαίος εναγκαλισμός και ασπασμός), αλλά είναι μια πράξη με έντονο γενετήσιο και ηδονιστικό χαρακτήρα, που κατατείνει στην διέγερση και ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του και η οποία προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών, αλλά και την ακώλυτη γενετήσια εξέλιξη του παθόντος, τότε πρόκειται για γενετήσια πράξη, ίσης βαρύτητας με τη συνουσία και δεν συντρέχει προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας κατά το άρθρο 337 του ΠΚ (βλ. σχετ. ΑΠ 118/2017 δημ. ΝΟΜΟΣ). Τέλος, απειλή σοβαρού και άμεσου κινδύνου ζωής ή σωματικής ακεραιότητας, είναι κάθε απειλή άμεσου και σοβαρού κινδύνου που στρέφεται κατά του σώματος ή της ζωής του υφιστάμενου την απειλή βίας και που μπορεί να εμποιήσει στον απειλούμενο φόβο περί επικείμενου κινδύνου κατ' αυτού, έστω και αν αντικειμενικά και υπό άλλες συνθήκες, η απειλή αυτή κρίνεται σαν αστήρικτη ή ακόμη και μη δυνάμενη να δημιουργήσει τις καταστάσεις που ο απειλούμενος υπέλαβε κατά τον χρόνο της απειλής, αρκεί ο απειλούμενος, κατά τον χρόνο που υφίσταται την απειλή, να πιστέψει ότι η απειλή αυτή είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί. Η σπουδαιότητα του κινδύνου κρίνεται με το συνδυασμό αντικειμενικού και υποκειμενικού κριτηρίου (βλ. ενδεικτικά ΑΠ 925/2011, ΠλημΑθ 2020/2007, ΠοινΧρον 2008.1010 επ., ΑΠ 1307/2009, www.areiospagos.gr, ΑΠ 769/2009, www.areiospagos.gr,, ΑΠ 571/1999, ΠοινΧρον 1999.213, ΠλημΚατερ 43/1993, ΠοινΧρον ΜΔ΄.100 επ. κ.α. βλ., όμως, και ΑΠ 205/2010, ΠοινΔικ 2011. 8 επ. ΠραξΛογΠΔ 2010.223 επ., η οποία επισημαίνει ότι δεν είναι αναγκαίο για την πληρότητα της αιτιολογίας να αναφέρεται ρητά ότι οι δυνάμεις του κατηγορουμένου αποτέλεσαν φυσική δύναμη που δεν μπορούσε να απωθηθεί από τους παθόντες). Σε κάθε περίπτωση, για την κατάφαση της άσκησης σωματικής βίας στο έγκλημα του βιασμού, είναι αδιάφορη τόσο η έντασή της, όσο και η ειδικότερη μορφή υπό την οποία αυτή ασκήθηκε, αρκεί, λαμβανομένων υπόψη των ειδικότερων χαρακτηριστικών του θύματος (λ.χ. ηλικία, σωματική διάπλαση, συναισθηματική φόρτιση, σχέση με το δράστη κ.λπ.), να έχει εξαναγκαστική δύναμη, να είναι δηλαδή πρόσφορη, στη συγκεκριμένη περίπτωση, να επιφέρει το επιδιωκόμενο από τον δράστη αποτέλεσμα, ήτοι τον εξαναγκασμό του θύματος σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, δεδομένου ότι κυρίαρχο ρόλο στην αντίσταση του θύματος διαδραματίζει η προσωπικότητά του, καθόσον δεν υπάρχει «κοινό μέτρο» στις αντιδράσεις κάθε ατόμου, υπό τα ίδια πραγματικά περιστατικά και περιστάσεις. Δεν απαιτείται, επίσης, για την κατάφαση της άσκησης σωματικής βίας, να έχει επέλθει εν τέλει και σωματική βλάβη του παθόντος. Η σωματική βία δεν απαιτείται να καλύπτει χρονικά ολόκληρη την τέλεση της ασελγούς πράξης, αλλά δύναται να προηγείται, να διακόπτεται, να ασκείται εκ νέου κ.λπ., αρκεί να καθιστά δυνατή την τέλεση της πράξης αυτής. Για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος του βιασμού, που είναι υπαλλακτικώς μικτό, αρκεί και ο ένας τρόπος τελέσεως (άσκηση σωματικής βίας ή απειλή σοβαρού και άμεσου κινδύνου ζωής ή σωματικής ακεραιότητας), χωρίς όμως να αποκλείεται η συνύπαρξη και των δύο τρόπων εξαναγκασμού. Υποκειμενικώς, για την πράξη του βιασμού, απαιτείται έστω και ενδεχόμενος δόλος, που συνίσταται στη γνώση και στην θέληση των παραπάνω στοιχείων του εγκλήματος αυτού, δηλαδή στη βούληση του δράστη, όπως με σωματική βία ή απειλή σοβαρού και άμεσου κινδύνου ζωής ή σωματικής ακεραιότητας ή και με τις δύο μαζί, εξαναγκάσει άλλον σε επιχείρηση ή ανοχή γενετήσιας πράξης και περιλαμβάνει και τη γνώση ότι το θύμα δεν συναινεί στη στην πράξη αυτή (βλ. σχετ. ΑΠ 1495/2017 ΠοινΧρ 2019.110, ΑΠ 1337/2017, ΑΠ 79/2017, ΑΠ 57/2017 δημ. Νόμος). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 337 παρ. 1 ΠΚ, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή της με τo Ν. 4619/2019, «Όποιος με ασελγείς χειρονομίες ή προτάσεις που αφορούν ασελγείς πράξεις προσβάλλει βάναυσα την αξιοπρέπεια άλλου στο πεδίο της γενετήσιας ζωής του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή χρηματική ποινή». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας, αρκεί να λάβουν χώρα ασελγείς χειρονομίες ή προτάσεις που αφορούν ασελγείς πράξεις, προσβλητικές, κατά τρόπο βάναυσο, της αξιοπρέπειας του άλλου, στη σφαίρα της γενετήσιας ζωής. Σε αντίθεση με τις ασελγείς πράξεις, οι «ασελγείς χειρονομίες» είναι ελαφρότερες ερωτικές πράξεις, που δεν φθάνουν στο σημείο της ασελγούς πράξεως, αλλά πάντως τελούνται σε σωματική επαφή, όπως ψαύσεις ή θωπείες του παθόντος. Οι «προτάσεις» μπορούν να γίνουν ρητά ή με χειρονομίες που πρέπει να αφορούν στην τέλεση ασελγών πράξεων και δεν προϋποθέτουν σωματική επαφή, ενώ για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του άνω εγκλήματος απαιτείται δόλος, συνιστάμενος στη γνώση και τη θέληση πραγματώσεως των στοιχείων της πράξεως (ΑΠ 1450/2019, ΑΠ 409/2017, δημ. ΝΟΜΟΣ). Ήδη, σύμφωνα με την ισχύουσα διάταξη του άρθρου 337 παρ. 1 ΠΚ, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το Ν. 4619/2019 : «Όποιος με χειρονομίες γενετήσιου χαρακτήρα, με προτάσεις που αφορούν γενετήσιες πράξεις που τελούνται ενώπιον άλλου ή με επίδειξη των γεννητικών του οργάνων, προσβάλλει βάναυσα την τιμή του άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα έτος ή χρηματική ποινή. Για την ποινική δίωξη απαιτείται έγκληση». Για την στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του άνω εγκλήματος απαιτείται δόλος, συνιστάμενος στη γνώση και τη θέληση πραγματώσεως των στοιχείων της πράξεως. Ως «χειρονομίες γενετήσιου χαρακτήρα» νοούνται πράξεις ήσσονος βαρύτητας, οι οποίες όμως προσβάλλουν τη γενετήσια αξιοπρέπεια, όπως χειρονομίες ή θωπείες ή ψαύσεις του σώματος, που δεν εξικνούνται σε γενετήσια πράξη. Τέλος, «πράξεις γενετήσιου χαρακτήρα» είναι συμπεριφορές ή χειρονομίες οι οποίες κατά την κοινή αντίληψη υπαινίσσονται ή καταδεικνύουν ή παρωθούν σε γενετήσιες πράξεις (Αιτιολ. Έκθ. Νέου ΠΚ, κεφ. 19ο, σελ. 66). Από τη σύγκριση των δύο ανωτέρω μορφών της διάταξης του άρθρου 337 παρ. 1 ΠΚ, σαφώς προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος για προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας επιβαρύνεται το ίδιο, αφού σε βάρος του απειλείται ποινή φυλάκισης μέχρι ενός έτους ή χρηματική ποινή, ενώ για την ποινική δίωξη της πράξης απαιτείται σε αμφότερες τις περιπτώσεις έγκληση. Ως εκ τούτου εφαρμοστέα τυγχάνει η διάταξη που ίσχυε κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 42 παρ. 1 Π.Κ., ως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το Ν. 4619/2019 : "Όποιος, έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει κακούργημα ή πλημμέλημα, επιχειρεί πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης, τιμωρείται, αν το κακούργημα ή πλημμέλημα δεν ολοκληρώθηκε, με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83)". Από τη διάταξη αυτή συνάγεται, ότι για την ύπαρξη απόπειρας, απαιτείται πράξη την οποία επιχειρεί ο δράστης με το δόλο τελέσεως ορισμένου εγκλήματος και περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως. Ως τέτοια θεωρείται κάθε ενέργεια του δράστη με την οποία αρχίζει να πραγματώνεται η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και η οποία, αν δεν ανακοπεί από οποιονδήποτε λόγο, οδηγεί αναμφισβήτητα στην πραγμάτωση αυτού ή τελεί σε τέτοια αναγκαία και άμεση σχέση συνάφειας, ώστε, κατά την κοινή αντίληψη, να θεωρείται ως τμήμα αυτής. Σύμφωνα δε με τη διάταξη του αυτού ως άνω άρθρου όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4619/2019 (με έναρξη ισχύος από 1-7-2019): «Όποιος, έχοντας αποφασίσει να τελέσει έγκλημα, αρχίζει να εκτελεί την περιγραφόμενη στο νόμο αξιόποινη πράξη, τιμωρείται, αν το έγκλημα δεν ολοκληρώθηκε, με μειωμένη ποινή (άρθρο 83).». Σύμφωνα με τη νέα αυτή διάταξη, για μεν τα εγκλήματα των οποίων ο τρόπος τέλεσης της πράξης ή της παράλειψης περιγράφεται αναλυτικά στο νόμο (όπως λ.χ. συμβαίνει στα εγκλήματα της κλοπής ή της απάτης), το έγκλημα μπορεί να θεωρηθεί ότι βρίσκεται σε απόπειρα μόνο όταν έχει πραγματωθεί, έστω και κατ' ελάχιστο, ένα τμήμα της αντικειμενικής του υπόστασης, ενώ για τα εγκλήματα των οποίων ο τρόπος τέλεσης της πράξης ή της παράλειψης δεν περιγράφεται στο νόμο (όπως λ.χ. συμβαίνει στα εγκλήματα της ανθρωποκτονίας ή της σωματικής βλάβης), ο δράστης αρχίζει να εκτελεί την περιγραφόμενη στο νόμο πράξη ή παράλειψη, όταν έχει εξαπολύσει κατά του εννόμου αγαθού την ενέργεια, η οποία, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, είναι ικανή να επιφέρει την αξιόποινη βλάβη αν δεν ανακοπεί από άλλη πράξη του ιδίου ή τρίτου ή από επιγενόμενο τυχαίο γεγονός (βλ. σχετ. Αιτιολογ. Έκθεση Ν. 4619/2019, κεφ. 3ο, υπό άρθρο 42, σελ. 14). Στο έγκλημα του βιασμού, ειδικότερα, για να υπάρχει απόπειρα, πρέπει να μην έχει πραγματωθεί ένα τουλάχιστον από τα στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και αρκεί να έχει γίνει έναρξη της σωματικής βίας ή της απειλής σοβαρού και άμεσου κινδύνου ζωής ή σωματικής ακεραιότητας, με το σκοπό εξαναγκασμού του προσώπου σε επιχείρηση ή ανοχή γενετήσιας πράξης, η οποία, όμως, δεν πραγματώθηκε εν τέλει από άλλα περιστατικά, τυχαία και ανεξάρτητα από τη θέληση του δράστη, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η περίπτωση κατά την οποία ο παθών ή η παθούσα αντιστάθηκε σθεναρώς. Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 308 παρ. 1 ΠΚ, όπως η τελευταία ισχύει μετά την τροποποίησή της με το Ν. 4610/2019 (και η οποία εφαρμόζεται εν προκειμένω κατ' άρθρο 2 ΠΚ, ως περιέχουσα ευμενέστερες, σε σχέση με την προϊσχύουσα, για τον κατηγορούμενο διατάξεις), «Όποιος προξενεί σε άλλον σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή. Αν η κάκωση ή βλάβη της υγείας που του προξένησε είναι εντελώς ελαφρά, τιμωρείται με παροχή κοινωφελούς εργασίας», ενώ σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 309 ΠΚ, όπως η τελευταία ισχύει μετά την τροποποίησή της με το Ν. 4610/2019 (και η οποία εφαρμόζεται εν προκειμένω κατ' άρθρο 2 ΠΚ, ως περιέχουσα ευμενέστερες, σε σχέση με την προϊσχύουσα, για τον κατηγορούμενο διατάξεις), "Αν η πράξη του προηγούμενου άρθρου τελέστηκε με τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει στον παθόντα κίνδυνο ζωής ή βαριά σωματική βλάβη, επιβάλλεται φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή". Εν όψει της διαζευκτικής διατύπωσης της δεύτερης από τις διατάξεις αυτές, είναι απαραίτητο, στην καταδικαστική για επικίνδυνη σωματική βλάβη απόφαση, να καθορίζεται ποια από τις ως άνω δύο διακινδυνεύσεις δέχεται το δικαστήριο ότι συνέτρεξε στη συγκεκριμένη περίπτωση, δηλαδή διακινδύνευση για τη ζωή ή για βαριά σωματική βλάβη. Δεν δημιουργεί βεβαίως αντίφαση η σωρευτική αναφορά και κινδύνου ζωής και βαριάς σωματικής βλάβης, εκτός αν στο σκεπτικό καθορίζεται η μία μορφή και στο διατακτικό η άλλη ή στο σκεπτικό καθορίζεται η ως άνω σωρευτική αναφορά και στο διατακτικό η διαζευκτική τοιαύτη. Αυτό δεν στερείται εννόμων συνεπειών, διότι η παραδοχή της μιας ή της άλλης περίπτωσης, αν και στις δύο περιπτώσεις η πράξη τιμωρείται με τα αυτά όρια ποινής, πρακτικώς οδηγεί σε διαφοροποίηση της ποινικής μεταχείρισης του δράστη, αφού στην πρώτη πλήττεται έννομο αγαθό υπέρτερο από τη σωματική υγεία και ακεραιότητα και η ποινή θα καθορισθεί βάσει των κατ' άρθρο 79 Π.Κ. κριτηρίων. Απαιτούμενα στοιχεία, για την αξιόποινη πράξη της επικίνδυνης σωματικής βλάβης, είναι: α) σωματική βλάβη κατά την έννοια του άρθρου 308 του Π.Κ., β) η πράξη να τελέσθηκε κατά τρόπο που να μπορεί να προκαλέσει στον παθόντα κίνδυνο της ζωής του ή βαριά σωματική βλάβη και γ) δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση πρόκλησης της σωματικής κάκωσης και των περιστάσεων από τις οποίες προκύπτει αντικειμενικά κίνδυνος της ζωής ή βαριά σωματική βλάβη (ΑΠ 801/2019, 735/2019 και 618/2019 δημ. ΝΟΜΟΣ). Αναφορικά με τη διάταξη του άρθρου 309 νέου ΠΚ, δέον να σημειωθεί ότι πρόκειται για έγκλημα συγκεκριμένης διακινδύνευσης, για τη στοιχειοθέτηση του οποίου αρκεί αντικειμενικά (και όχι κατά την υποκειμενική αντίληψη των μερών) να προκύπτει κίνδυνος της ζωής του παθόντος ή βαριάς σωματικής βλάβης αυτού, χωρίς να αξιολογείται το επελθόν αποτέλεσμα, αλλά η δυνατότητα επέλευσής του. Στην εν λόγω διάταξη δεν απαριθμούνται τα «επικίνδυνα μέσα», αφού για τον χαρακτηρισμό αυτών προσβλέπει ο εφαρμοστής του δικαίου ιδίως στον τρόπο ενέργειας του δράστη, στο ευπαθές ή μη του πληγέντος τμήματος του ανθρώπινου σώματος, στην προσφορότητα του μέσου κ.λπ. (ΑΠ 1757/94 δημ. ΝΟΜΟΣ, με την οποία κρίθηκαν ως επικίνδυνες σωματικές βλάβες τα χτυπήματα με χέρια και πόδια στο κεφάλι, Μ. Μαργαρίτης, Ποινικός Κώδικας (ερμηνεία-εφαρμογή), 3η έκδοση, σ. 932, 933).  

Εν προκειμένω, από όλη την σχετική με την απόδειξη κύρια διαδικασία, την ανωμοτί κατάθεση της παριστάμενης για την υποστήριξη της κατηγορίας, τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπεράσπισης που εξετάστηκαν στο ακροατήριο, τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν, την απολογία του κατηγορουμένου και από όλη γενικά τη συζήτηση της υπόθεσης, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Την 22/05/2019 και περί ώρα 03.15, η παθούσα …, επέστρεφε με μία φίλη της μετά από νυχτερινή έξοδο πεζή στην οικία της, η οποία βρίσκεται σε πολυκατοικία κείμενη επί της οδού … στην πόλη της Λάρισας. Αφού αποχώρησε η φίλη της στη διασταύρωση των οδών ..., η … συνέχισε να κατευθύνεται μόνη πλέον προς την οικία της, η οποία απέχει λίγα μέτρα από το σημείο της διασταύρωσης. Περί ώρα 03.35, η παθούσα έφτασε στην είσοδο της πολυκατοικίας στην οποία διαμένει, έβγαλε τα κλειδιά της από την τσάντα της, άνοιξε την πόρτα της εισόδου και πριν προλάβει να την κλείσει, την προσέγγισε αιφνιδιαστικά και χωρίς να γίνει αντιληπτός από αυτήν ο κατηγορούμενος, ο οποίος, σπρώχνοντας την πόρτα, κατάφερε να την ανοίξει παρά την προσπάθεια της τελευταίας να αντισταθεί. Αμέσως μετά την βίαιη είσοδό του στην είσοδο της πολυκατοικίας, ο κατηγορούμενος, χρησιμοποιώντας σωματική βία, αφού έκαμψε με τις υπέρτερες σωματικές του δυνάμεις την αντίσταση της παθούσας, έχοντας αποκλειστικό σκοπό να έλθει σε συνουσία μαζί της, επιχείρησε, παρά την σθεναρή της αντίσταση, να την εξαναγκάσει να ανεχθεί γενετήσια πράξη. Ειδικότερα, αφού αρχικά τράβηξε με δύναμη τα μαλλιά της παθούσας, χτύπησε το κεφάλι της στον τοίχο και κατόπιν συνέχισε να τη χτυπά κεφάλι με λακτίσματα. Στη συνέχεια, την έριξε στο πάτωμα και αφού την ακινητοποίησε, συνέχισε να την χτυπάει κλοτσώντας την στο κεφάλι με τα πόδια του, ενώ ταυτόχρονα ξεκούμπωσε τη ζώνη και το παντελόνι του, προκειμένου να έρθει σε συνουσία μαζί της. Καθ' όλη τη διάρκεια των παραπάνω περιγραφόμενων πράξεων, η παθούσα πρόβαλλε σθεναρή αντίσταση, φωνάζοντας διαρκώς, προκειμένου να προστρέξει κάποιος σε βοήθεια, ενώ, παράλληλα, με τα κλειδιά που κρατούσε στο χέρι της, άρχισε, αμυνόμενη, να χτυπάει τον κατηγορούμενο στο πρόσωπο, ώστε να τον αποτρέψει από την τέλεση της πράξης την οποία ήθελε να ολοκληρώσει. Ο τελευταίος, παρά τη διαρκή, σθεναρή αντίσταση της παθούσας, συνέχισε να την χτυπά με δύναμη στο κεφάλι, τόσο με τα χέρια, όσο και με τα πόδια του, κρατώντας την πεσμένη στο πάτωμα. Τις φωνές της παθούσας άκουσαν οι ένοικοι του πρώτου ορόφου, οι οποίοι θορυβημένοι άνοιξαν την πόρτα του διαμερίσματός τους, προκειμένου να διαπιστώσουν τι ακριβώς συνέβαινε. Στο άκουσμα της πόρτας που άνοιξε, ο κατηγορούμενος, φοβούμενος προφανώς τη σύλληψη, τράπηκε σε φυγή χωρίς να ολοκληρώσει την πράξη του, ενώ η παθούσα, αφού μετέβη στο διαμέρισμά της, κάλεσε την αστυνομία και κατήγγειλε το περιστατικό. Από την επίθεση που δέχτηκε η … με τα πολλαπλά χτυπήματα στο κεφάλι της, υπέστη, σύμφωνα με την με αρ. πρωτ. …/2019 ιατροδικαστική έκθεση, εκχυμωτικό μώλωπα αριστερής ζυγωματικής χώρας, μώλωπες τριχωτού κεφαλής και ερυθρότητα επιπεφυκότος αριστερού οφθαλμού, σωματικές βλάβες οι οποίες, σύμφωνα με την παραπάνω έκθεση, χαρακτηρίζονται ως απλές, είναι όμως σαφές ότι ο τρόπος με τον οποίο προκλήθηκαν (ήτοι, τα συνεχόμενα και πολλαπλά, βίαια χτυπήματα τα οποία κατάφερε ο κατηγορούμενος στο κεφάλι της παθούσας, χρησιμοποιώντας με μανία και δύναμη τα χέρια και τα πόδια του, χτυπώντας και κλοτσώντας την, ακόμη κι όταν εκείνη βρισκόταν πεσμένη και ακινητοποιημένη στο πάτωμα), μπορούσε να προκαλέσει σε αυτήν κίνδυνο βαριάς σωματικής βλάβης, δοθέντος ότι το κεφάλι είναι ιδιαιτέρως ευπαθές σημείο του ανθρώπινου σώματος, τυχόν δε σφοδρή πλήξη αυτού σε συγκεκριμένα σημεία, είναι δυνατό να οδηγήσει σε μόνιμες, βαρύτατες βλάβες της υγείας, ακόμα δε και σε θάνατο. Απολογηθείς ο κατηγορούμενος αρνήθηκε την κατηγορία, ισχυριζόμενος ότι είχε καταναλώσει αλκοόλ πριν το περιστατικό κι ότι σκοπός του δεν ήταν να βιάσει την παθούσα, αλλά μόνο να την τρομάξει επιδεικνύοντας το μόριό του, προσβάλλοντάς την, με τον τρόπο αυτό, στο πεδίο της γενετήσιας αξιοπρέπειάς της. Περαιτέρω, δε, ισχυρίστηκε ότι αποχώρησε από το σημείο οικεία βουλήσει, προτού καταφθάσει στο χώρο κάποιο τρίτο πρόσωπο. Οι ισχυρισμοί αυτοί του κατηγορουμένου είναι απολύτως αβάσιμοι και απορριπτέοι, λαμβανομένων υπόψη αφενός μεν των κατά τα ανωτέρω αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών, αφετέρου δε των πλείστων αντιφάσεων, στις οποίες ο ίδιος υπέπεσε κατά την απολογία του. Ειδικότερα, απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος κρίνεται ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι σκοπός του ήταν απλώς και μόνο η επίδειξη του μορίου του στην παθούσα, προκειμένου να την τρομάξει, αλλά και να προσβάλλει και να μειώσει αυτήν στο πεδίο της γενετήσιας αξιοπρέπειάς της, καθόσον: α) ενώ όπως ο ίδιος κατέθεσε στην απολογία του, αντιληφθείς τις δύο γυναίκες (ήτοι την παθούσα και την φίλη της) όταν περπατούσαν, στην επιστροφή από την έξοδό τους, τις παρακολούθησε για αρκετά λεπτά πριν αυτές χωριστούν, με σκοπό «να τις μειώσει, να τους δείξει το μόριό του γιατί τον είχε πληγώσει η κοπέλα που είχε», παρά ταύτα δεν έπραξε τούτο ενώ είχε τη δυνατότητα να το πράξει (ενώ μπορούσε δηλαδή ευχερώς, κατά το χρονικό αυτό διάστημα, στον άδειο από κόσμο δρόμο, να πραγματοποιήσει τον σκοπό του, επιδεικνύοντας το μόριό του σε αμφότερες, επιφέροντας με την πράξη του αυτή ταπείνωση δύο γυναικών ταυτόχρονα, ήτοι διπλή προσβολή, λαμβάνοντας ο ίδιος, κατ' αποτέλεσμα, διπλή «ικανοποίηση»), αλλ' αντίθετα, εξακολούθησε να τις ακολουθεί περιμένοντας υπομονετικά να χωριστούν («περίμενα να φύγει η μία»), αφενός μεν διότι φοβόταν την αντίδρασή τους όσο αυτές βρίσκονταν μαζί στο δρόμο («φοβόμουν ότι μπορεί και να φώναζαν»), αφετέρου δε διότι ήθελε, ευκαιρίας δοθείσης, να επιτεθεί σε μία από αυτές, ώστε να καταφέρει να έλθει σε συνουσία μαζί της, β) ακόμη κι όταν η παθούσα έμεινε μόνη της, διανύοντας μια απόσταση 50 περίπου μέτρων από τη διασταύρωση όπου αποχαιρέτησε τη φίλη της μέχρι την είσοδο της πολυκατοικίας στην οποία διέμενε, εντούτοις, ο κατηγορούμενος δεν την προσέγγισε ώστε να της επιδείξει το μόριό του, όπως επίσης είχε την ευκαιρία, αλλ' αντίθετα περίμενε, όπως χαρακτηριστικά κατέθεσε στην απολογία του, να εισέλθει αυτή στην είσοδο της πολυκατοικίας και μετά να της επιτεθεί («Μόλις έμεινε μόνη η παθούσα, την πήρα από πίσω. Ήθελα να φθάσει σπίτι της. Περίμενα να δω πού θα πάει. Μόλις έβαλε το κλειδί στην πόρτα, τράβηξα μία κλοτσιά στην πόρτα»), γ) παρά το γεγονός ότι εισήλθε ο ίδιος αιφνιδίως και βιαίως, εντός της εισόδου της πολυκατοικίας στην οποία διέμενε η παθούσα, και πάλι δεν αρκέστηκε να επιδείξει στην τελευταία το μόριό του και να αποχωρήσει, όπως είχε τη δυνατότητα, αλλ' αντίθετα, την άρπαξε βίαια από τα μαλλιά, χτύπησε το κεφάλι της στον τοίχο, την έριξε στο πάτωμα και αφού την ακινητοποίησε, άρχισε να τη χτυπά με μανία («Τη χτύπησα πολύ»), με λακτίσματα και κλωτσιές στην περιοχή της κεφαλής της, καταφέροντάς της δυνατά χτυπήματα, προκειμένου να κάμψει ολοσχερώς την αντίστασή της και να την εξαναγκάσει σε ανοχή γενετήσιας πράξης, και δη συνουσίας. Άλλωστε, αν ο σκοπός του ήταν απλώς η επίδειξη του μορίου του στην παθούσα, δεν θα είχε προβεί ο ίδιος σε τόσο βίαιη επίθεση σε βάρος της, με πολλαπλά και σφοδρά χτυπήματα στο κεφάλι της, ούτε θα ήταν απαραίτητο να την ρίξει στο έδαφος και να την κρατήσει ακινητοποιημένη. Η ως άνω βίαιη συμπεριφορά του κατηγορουμένου, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ξεκούμπωσε τη ζώνη και το παντελόνι του, καταδεικνύει τη βούλησή του να εξαναγκάσει την παθούσα να ανεχτεί γενετήσια κατά την έννοια του νόμου πράξη και δη συνουσία και όχι απλώς να την τρομοκρατήσει, σκοπός που θα μπορούσε να είχε επιτευχθεί και χωρίς την άσκηση της σωματικής βίας σε βάρος της. Στη συγκεκριμένη περίπτωση υπήρξε πρόδηλος εκ μέρους του κατηγορουμένου ο σκοπός εξαναγκασμού της παθούσας να ανεχτεί γενετήσια πράξη και συγκεκριμένα συνουσία, αφού η ένταση της βίας η οποία ασκήθηκε εναντίον της, ήταν ικανή να περιάγει αυτήν σε τρόμο, αλλά και σε αδυναμία αντίστασης, ώστε να υποστεί ή να ανεχτεί την πράξη αυτή. Περαιτέρω, πρέπει να σημειωθεί ότι η πράξη του κατηγορουμένου, μετά την έναρξη της σωματικής βίας προς την παθούσα, δεν ολοκληρώθηκε, ήτοι δεν επετεύχθη ο εξαναγκασμός αυτής σε ανοχή γενετήσιας πράξης, από εξωτερικά, τυχαία και ανεξάρτητα της βούλησής του αίτια και, συγκεκριμένα, επειδή κατάλαβε ότι είχε γίνει αντιληπτός από τους ενοίκους του πρώτου ορόφου της οικοδομής, οι οποίοι, ακούγοντας τις φωνές της παθούσας, εξήλθαν του διαμερίσματός τους, προκειμένου να διαπιστώσουν τι ακριβώς συνέβαινε και επιχείρησαν να κατέβουν από τις σκάλες, στην είσοδο της πολυκατοικίας, οπότε ο κατηγορούμενος, μόλις τους αντιλήφθηκε, ετράπη σε φυγή, πριν αυτοί προλάβουν να τον δουν. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι, εάν πραγματικά είχε φύγει οικειοθελώς, χωρίς να εξαναγκασθεί να πράξει τούτο από εξωτερικά, τυχαία και ανεξάρτητα της βούλησής του αίτια, ασφαλώς θα είχε προλάβει να ολοκληρώσει τον σκοπό του, που, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, ήταν να επιδείξει στην παθούσα το μόριό του. Συνεπώς, και ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι αποχώρησε από το σημείο της επίθεσης με την θέλησή του, χωρίς την μεσολάβηση εξωτερικού παράγοντα, είναι ουσιαστικά αβάσιμος και απορριπτέος. Χαρακτηριστικό, μάλιστα, της επιμονής του να ολοκληρώσει την επιχείρηση γενετήσιας πράξης με την παθούσα, παρά την σφοδρή αντίσταση της τελευταίας, είναι το γεγονός ότι, παρά τα δυνατά χτυπήματα που δέχθηκε από αυτήν στο πρόσωπο με τα κλειδιά της εισόδου της πολυκατοικίας, τα οποία η τελευταία κρατούσε στα χέρια της, ο ίδιος δεν απομακρύνθηκε, αλλ' αντίθετα, εξακολούθησε να ασκεί σε βάρος της σωματική βία, προκειμένου να κάμψει την αντίστασή της, ώστε να έρθει σε συνουσία μαζί της, πρόθεση την οποία παραδέχθηκε προανακριτικά εξάλλου και ο ίδιος (βλ. σχετ. την από 22-5-2019 έκθεση εξέτασης κατηγορουμένου στο Τμήμα Ασφάλειας της Υποδιεύθυνσης Ασφαλείας Λάρισας). Οι ενέργειες αυτές του κατηγορουμένου εναντίον της παθούσας, έγιναν με την εκ μέρους του χρήση σωματικής βίας εναντίον της, καταδεικνύουσα σκοπό να καμφθεί η αντίστασή της στις σεξουαλικές ορέξεις του, παρά την αντίθετη θέλησή της, η οποία προκύπτει από τις παραδοχές ότι αυτή, εκτός από τις εκκλήσεις της να την αφήσει να φύγει, αμυνόταν απωθώντας τον και χτυπώντας τον στο πρόσωπο με τα κλειδιά της πόρτας εισόδου της πολυκατοικίας, τα οποία κρατούσε στα χέρια της, καλώντας συνάμα σε βοήθεια. Συνιστούν δε οι πράξεις αυτές, παράλληλα, τμήμα της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος του βιασμού, αφού κατέτειναν ευθέως και αμέσως στον εξαναγκασμό της παθούσας να ανεχθεί (τουλάχιστον) γενετήσια πράξη, δοθέντος ότι η πράξη του κατηγορουμένου να ξεκουμπώσει τη ζώνη και το παντελόνι του, σε συνδυασμό με τις προαναφερθείσες ενέργειές του, εκδηλώνουν έντονο γενετήσιο χαρακτήρα. Έτσι, με βάση τις παραδοχές αυτές, υπήρξε στη συγκεκριμένη περίπτωση αρχή εκτελέσεως της πράξεως του βιασμού, η οποία ανακόπηκε και δεν ολοκληρώθηκε για λόγους ανεξάρτητους της θελήσεως του κατηγορουμένου και, συγκεκριμένα, από την αιφνίδια εμφάνιση και παρεμβολή των ενοίκων του πρώτου ορόφου της πολυκατοικίας στην οποία διέμενε η παθούσα, γεγονός το οποίο, σύμφωνα με τις παραδοχές αυτές, τον ανάγκασε να απομακρυνθεί. Με βάση τα ανωτέρω αποδειχθέντα και για όλους τους προαναφερθέντες λόγους, σαφώς προκύπτει ότι η πράξη αυτή ουδόλως συνιστά απλή προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας της παθούσας (στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως της οποίας δεν αποτελεί η άσκηση σωματικής βίας κατά του θύματος, η οποία έλαβε χώρα στη συγκεκριμένη περίπτωση, σύμφωνα με όσα ανωτέρω αποδείχτηκαν), απορριπτομένου, ως εκ τούτου, ως αβάσιμου κατ' ουσίαν, του αυτοτελούς ισχυρισμού του κατηγορουμένου περί ορθού νομικού χαρακτηρισμού της εν λόγω αποδιδόμενης σ'αυτόν πράξης, από απόπειρα βιασμού της παθούσας, σε προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας αυτής. Περαιτέρω αποδείχτηκε ότι ο κατηγορούμενος, στον ως άνω τόπο και χρόνο, στο πλαίσιο της απόπειρας βιασμού που διέπραξε, όπως αυτή περιγράφεται αμέσως ανωτέρω, κατάφερε στην παθούσα … πολλαπλά χτυπήματα στο κεφάλι (με λακτίσματα, κλωτσιές, χτυπήματα στον τοίχο), με αποτέλεσμα να προκαλέσει σ' αυτήν εκχυμωτικό μώλωπα αριστεράς ζυγωματικής χώρας, μώλωπες τριχωτού κεφαλής, ερυθρότητα επιπεφυκότος αριστερού οφθαλμού. Η πράξη του αυτή, από τον βίαιο τρόπο που τελέσθηκε (λακτίσματα, κλωτσιές) και το σημείο του σώματος που επλήγη (κεφάλι), μπορούσε να προκαλέσει βαριά σωματική βλάβη στην παθούσα, δεδομένου ότι τέτοιου είδους χτυπήματα στο κεφάλι (χτύπημα στον τοίχο, συνεχή, ιδιαίτερα βίαια λακτίσματα και κλωτσιές) είναι δυνατόν να προξενήσουν αιμορραγία, αμνησία, απώλεια όρασης, διάσειση, αστάθεια στη βάδιση, ίλιγγο ή να προξενήσουν σοβαρές εν γένει για την υγεία του ατόμου συνέπειες, δυνάμενες να εκδηλωθούν είτε αμέσως, είτε σε χρονική απόσταση από την καταφορά του χτυπήματος. Ο δε κατηγορούμενος, ενήργησε εν προκειμένω με δόλο, δηλαδή με απόφαση ληφθείσα σιωπηρώς, με γνώση και θέληση της πρόκλησης σωματικής βλάβης της υγείας της παθούσας και των περιστάσεων από τις οποίες αντικειμενικά προέκυψε ο κίνδυνος πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης σ'αυτήν. Τέλεσε, συνεπώς, αυτός, σε βάρος της, το έγκλημα της επικίνδυνης σωματικής βλάβης (άρθρ. 309 σε συνδ. με άρθρο 308 ΠΚ), η οποία συγκροτεί αυτοτελές έγκλημα, στρεφόμενο κατά του εννόμου αγαθού της σωματικής ακεραιότητας της παθούσας και συρρέει αληθινά με την απόπειρα βιασμού, η οποία στρέφεται κατά του εννόμου αγαθού της γενετήσιας ελευθερίας της τελευταίας. Εξάλλου, ο υφέρπων στην απολογία του, αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί ελαττωμένης ικανότητάς του προς καταλογισμό κατ' άρθρο 36 ΠΚ σε συνδυασμό με άρθρο 34 ΠΚ, διότι τέλεσε τις ανωτέρω αξιόποινες πράξεις ευρισκόμενος υπό την επήρεια αλκοόλ, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθόσον ουδόλως αποδείχθηκε ότι κατά τον χρόνο τέλεσης των πράξεων της απόπειρας βιασμού της παθούσας και της επικίνδυνης σωματικής βλάβης αυτής, είχε μειωθεί σημαντικά η ικανότητά του για καταλογισμό, δηλαδή η ικανότητά του να αντιληφθεί το άδικο των ανωτέρω πράξεών του ή να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψή του για το άδικο αυτό, λόγω διατάραξης της συνείδησής του από την κατανάλωση αλκοόλ. Αντίθετα, από τα πραγματικά περιστατικά της κατά τα ανωτέρω σε βάρος της παθούσας επίθεσης, και δη από τον τρόπο με τον οποίο ο κατηγορούμενος στόχευσε, απομόνωσε και επιτέθηκε στην παθούσα, προκύπτει ότι αυτός επέδειξε εξαιρετική επιμέλεια κατά την εκτέλεση των εν λόγω εγκλημάτων, τα οποία υπήρξαν αποτέλεσμα στοχευμένων ενεργειών του, στις οποίες αυτός προέβη έχοντας πλήρη ικανότητα να αντιληφθεί το άδικο αυτών, αφού : α) αντιληφθείς τις δύο γυναίκες (ήτοι την παθούσα και την φίλη της) όταν περπατούσαν, στην επιστροφή από την έξοδό τους, τις παρακολούθησε για αρκετά λεπτά περιμένοντας υπομονετικά να χωριστούν, αφενός μεν διότι φοβόταν την αντίδρασή τους όσο αυτές βρίσκονταν μαζί στο δρόμο, αφετέρου δε διότι ήθελε, ευκαιρίας δοθείσης, να επιτεθεί σε μία από αυτές, β) όταν η παθούσα έμεινε μόνη της, διανύοντας μια απόσταση 50 περίπου μέτρων από τη διασταύρωση όπου αποχαιρέτησε τη φίλη της, μέχρι την είσοδο της πολυκατοικίας στην οποία διέμενε, δεν την προσέγγισε άμεσα, αλλά αντίθετα περίμενε να εισέλθει αυτή στην είσοδο της πολυκατοικίας και μετά να της επιτεθεί, γ) περίμενε να ανοίξει η παθούσα την πόρτα της εισόδου της πολυκατοικίας προκειμένου αιφνιδιαστικά να εισέλθει κι ο ίδιος από πίσω της, κλωτσώντας την πόρτα, δ) εισερχόμενος στην είσοδο της πολυκατοικίας, επιτέθηκε αμέσως αιφνιδιαστικά και βίαια στην παθούσα, την οποία έριξε κάτω και ακινητοποίησε, έχοντας ξεκουμπώσει παράλληλα τη ζώνη και το παντελόνι του, ε) τράπηκε σε φυγή αμέσως μόλις αντιλήφθηκε τους ενοίκους του πρώτου ορόφου της πολυκατοικίας (που, ακούγοντας τις φωνές της παθούσας, εξήλθαν του διαμερίσματός τους και προσέτρεξαν σε βοήθεια), προκειμένου να αποφύγει τη σύλληψη, στ) μόλις διαπίστωσε ότι έφερε τραύματα στο πρόσωπό του, ανησυχώντας για την κατάσταση της υγείας του, προσέτρεξε στο Νοσοκομείο, όπου έδωσε ψευδή δικαιολογία για την αιτία του τραυματισμού του, επικαλούμενος πτώση από σκάλα, ώστε να αποφύγει τη σύλληψη, αδιαφορώντας πλήρως για την τύχη της παθούσας («Δεν σκέφτηκα τι μπορεί να έπαθε η κοπέλα»). Τα ανωτέρω στοιχεία, σε συνδυασμό με την προαναφερόμενη ψύχραιμη, μεθοδική και επινοητική συμπεριφορά του κατηγορουμένου, καταδεικνύουν σαφώς όχι μόνο την πλήρη διαύγεια και αντιληπτική του ικανότητα κατά τον χρόνο τέλεσης των ανωτέρω αξιόποινων πράξεων, αλλά και την σκληρότητά του ως χαρακτήρα και την πλήρη αδιαφορία του απέναντι στα έννομα αγαθά της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας και της γενετήσιας αξιοπρέπειας της παθούσας. Επομένως, πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος για τις αξιόποινες πράξεις για τις οποίες εν προκειμένω κατηγορείται και οι οποίες στοιχειοθετούνται πλήρως τόσο κατά την αντικειμενική, όσο και κατά την υποκειμενική τους υπόσταση, σύμφωνα και με τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΔΙΚΑΖΕΙ με παρόντα τον κατηγορούμενο  ΚΗΡΥΣΣΕΙ τον κατηγορούμενο, ομόφωνα, ένοχο, για τις πράξεις της απόπειρας βιασμού και της επικίνδυνης σωματικής βλάβης ...

Μετά την έκδοση της παραπάνω αποφάσεως, ο συνήγορος υπεράσπισης του κατηγορουμένου, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, πρόβαλε αυτοτελή ισχυρισμό περί αναγνώρισης του ελαφρυντικού του άρθρου 84§2α και ε του ΠΚ και ειδικότερα ότι ο κατηγορούμενος μέχρι την ημέρα της σύλληψής του έζησε μία έντιμη, ατομική, κοινωνική και οικογενειακή ζωή και ότι συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του, ακόμη και κατά την κράτησή του. Ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, πρότεινε να απορριφθεί ο αυτοτελής ισχυρισμός του συνηγόρου του καταδικασμένου κατηγορουμένου για την αναγνώριση των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84§2α και ε του ΠΚ στον καταδικασμένο κατηγορούμενο. Ο συνήγορος υπερασπίσεως του καταδικασμένου κατηγορουμένου, αφού έλαβε τον λόγο από την Πρόεδρο, ζήτησε να γίνει δεκτός ο ως άνω αυτοτελής ισχυρισμός για την αναγνώριση ελαφρυντικών στον εντολέα του. Το ίδιο ζήτησε και ο κατηγορούμενος. Στη συνέχεια το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Βόλου, αποσύρθηκε προς διάσκεψη στον ειδικό γι’ αυτό χώρο, πλην του Εισαγγελέως, και αφού διασκέφθηκε μυστικά, παρούσας και της Γραμματέως, κατάρτισε την απόφασή του και μετά από λίγο επανήλθε στην έδρα του, παρουσία και της Γραμματέως και των υπολοίπων παραγόντων της δίκης, διά της Προέδρου του, δημοσίευσε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την υπ' αριθμ. 6/2020 απόφασή του, η οποία έχει ως εξής: ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Αυτοτελείς είναι οι ισχυρισμοί εκείνοι, οι οποίοι προβάλλονται, σύμφωνα με τα άρθρα 170§2 και 333§2 του ΚΠΔ, στο δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξεως, τον αποκλεισμό ή τη μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής. Οι ισχυρισμοί αυτοί πρέπει να προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, δηλαδή με τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για την θεμελίωσή τους κατά την οικεία διάταξη, ώστε να μπορεί ο δικαστής ύστερα από αξιολόγηση να κάνει δεκτούς ή να απορρίψει αυτούς, άλλως το δικαστήριο της ουσίας δεν υπέχει υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένα για την απόρριψή τους. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός είναι και ο περί συνδρομής ορισμένης ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84§2 του ΠΚ, αφού η παραδοχή του οδηγεί στην επιβολή μειωμένης ποινής κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ιδίου Κώδικα, υπό την προϋπόθεση της προβολής του κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. Όταν, δε, συντρέχουν περισσότερες ελαφρυντικές περιστάσεις, σύμφωνα με το άρθρο 85 του ΠΚ, ναι μεν η μείωση της ποινής γίνεται μία φορά μόνο, το δικαστήριο, όμως, προκειμένου να προβεί στην επιμέτρηση της ποινής, θα λάβει υπόψη του, μέσα στα όρια της ελαττωμένης ποινής, και το εν λόγω γεγονός της συνδρομής των περισσοτέρων ελαφρυντικών περιστάσεων. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις θεωρούνται, κατά τη διάταξη του άρθρου 84 παρ. 2 του κυρωθέντος με το Ν. 4619/2019 και ισχύοντος από 01-07-2019 (άρθρο δεύτερο του Ν. 4619/2019) Ποινικού Κώδικα, μεταξύ άλλων και : i) Η υπό στοιχείο α` περίσταση, που συνίσταται στο «ότι ο υπαίτιος έζησε σύννομα ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα, περίσταση που δεν αποκλείεται από μόνη την προηγούμενη καταδίκη του για ελαφρό πλημμέλημα». Κριτήριο, επομένως, για τη συνδρομή της ελαφρυντικής αυτής περίστασης είναι η σύννομη ζωή του υπαιτίου, που υπάρχει όταν αυτός δεν έχει διαπράξει αξιόποινη πράξη, παραβιάζοντας επιτακτικούς ή απαγορευτικούς κανόνες Δικαίου, του λευκού ποινικού μητρώου μη όντος του μόνου αποδεικτικού στοιχείου για την κατάφαση της περίστασης αυτής, του Δικαστού δυνάμενου να κρίνει στα πλαίσια που ορίζονται από το άρθρο 178 του ΚΠΔ. Ενόψει των ανωτέρω, η διάταξη αυτή (84 παρ. 2α) του ισχύοντος από 01-07-2019 ΠΚ, είναι ευμενέστερη της αντίστοιχης προϊσχύσασας διάταξης, που όριζε ότι η υπό στοιχείο α` ελαφρυντική περίσταση συνίσταται στο «ότι ο υπαίτιος έζησε ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη, ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή», αφού με τη νέα διάταξη διευρύνεται η δυνατότητα αναγνώρισης της ελαφρυντικής αυτής περίστασης, καθόσον υιοθετήθηκε το δεκτικό βεβαίωσης κριτήριο της «νόμιμης» ζωής, έναντι του απροσδιόριστου κριτηρίου της «έντιμης» ζωής, που απαιτούνταν από την προϊσχύσασα διάταξη και δεν ελέγχεται πλέον η κατά το Σύνταγμα «απαραβίαστη» προηγούμενη ατομική και οικογενειακή ζωή του υπαιτίου. ii) Η υπό στοιχ. ε`, που συνίσταται στο ότι «ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του, ακόμα και κατά την κράτησή του». Η σχετική διάταξη που αφορά στην ελαφρυντική αυτή περίσταση της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη, είναι ευμενέστερη της αντίστοιχης προϊσχύσασας, καθόσον η καλή συμπεριφορά του υπαιτίου αξιολογείται ως ελαφρυντική περίσταση ακόμα και όταν υφίσταται τον εξαναγκασμό της φυλακής. Για την αναγνώριση της συγκεκριμένης ελαφρυντικής περίστασης, δεν αρκεί αρνητική αναφορά ότι ο κατηγορούμενος συμπεριφέρθηκε καλά για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη του, αλλά απαιτείται αναφορά συγκεκριμένων θετικών περιστατικών, από τα οποία να προκύπτει η καλή αυτή συμπεριφορά, και δη για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη. Στην προκείμενη περίπτωση, οι ως άνω προβαλλόμενοι αυτοτελείς ισχυρισμοί του κατηγορουμένου πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι, καθόσον : α) Ως προς τον πρώτο ισχυρισμό, ο κατηγορούμενος ανέφερε ενώπιον του ακροατηρίου τούτου, κατά την απολογία του, ότι στο πολύ πρόσφατο παρελθόν και, συγκεκριμένα, λίγες μόλις ημέρες πριν επιτεθεί στην παθούσα, επιτέθηκε με παρόμοιο τρόπο σε άλλη γυναίκα, στη Λάρισα, την οποία επίσης γρονθοκόπησε και έριξε επί του οδοστρώματος της οδού στην οποία εκείνη βάδιζε, προκειμένου να της επιδείξει το μόριο του, πράξη για την οποία έχει ήδη ασκηθεί σε βάρος του ποινική δίωξη για προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας. Επομένως, λαμβανομένου υπόψη ότι για την κατάφαση από το Δικαστήριο της προϋπόθεσης ότι ο κατηγορούμενος δεν έζησε σύννομα ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα, δεν απαιτείται αμετάκλητη καταδίκη του, προκύπτει ότι ο ως άνω κατηγορούμενος δεν έζησε, ως το χρόνο που τέλεσε τις πράξεις για τις οποίες καταδικάστηκε, σύννομη ζωή και ο σχετικός αυτοτελής ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Ομοίως, απορριπτέος ως αβάσιμος κρίνεται και ο ισχυρισμός του ότι συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη του, καθόσον α) αφενός μεν δεν αρκεί μόνο η αναφορά ότι ο κατηγορούμενος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη του, αλλά απαιτείται αναφορά συγκεκριμένων θετικών περιστατικών, από τα οποία να προκύπτει η καλή αυτή συμπεριφορά, τα οποία εν προκειμένω ουδόλως αναφέρονται και β) αφετέρου, διότι κατά την κρίση του Δικαστηρίου, από το χρόνο τέλεσης των πράξεων για τις οποίες καταδικάστηκε (22-05-2019), μέχρι και σήμερα (20-01-2020), δεν διέδραμε σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα (διάστημα μόλις 7 μηνών). Επομένως, οι σχετικοί αυτοτελείς ισχυρισμοί του κατηγορουμένου πρέπει να απορριφθούν ομόφωνα ως ουσιαστικά αβάσιμοι. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΔΙΚΑΖΕΙ με παρόντα τον κατηγορούμενο. ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ, ομόφωνα, τους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου περί χορήγησης των ελαφρυντικών της περ. α και ε της παρ. 2 του άρθρου 84 ΠΚ ... Μετά την έκδοση της παραπάνω αποφάσεως, ο Εισαγγελέας, ο οποίος στη συνέχεια έλαβε τον λόγο από την Πρόεδρο, πρότεινε όπως στον κηρυχθέντα ένοχο κατηγορούμενο επιβληθεί ως προς την α΄ πράξη ποινή πρόσκαιρης καθείρξεως οκτώ (8) ετών και ως προς τη β΄ πράξη ποινή φυλακίσεως τριών (3) ετών. Ο συνήγορος της υπερασπίσεως του κατηγορουμένου, ο οποίος έλαβε τον λόγο από την Πρόεδρο, ζήτησε να επιβληθεί στον εντολέα του ως προς την πρώτη πράξη μία ποινή που να κυμαίνεται στο μέσο πλαισίου ποινής που ορίζει ο νόμος. Το ίδιο ζήτησε και ο κατηγορούμενος. Στη συνέχεια το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Βόλου, αποσύρθηκε προς διάσκεψη στον ειδικό γι’ αυτό χώρο, πλην του Εισαγγελέως, και αφού διασκέφθηκε μυστικά, παρούσας και της Γραμματέως, κατάρτισε την απόφασή του και μετά από λίγο επανήλθε στην έδρα του, παρουσία και της Γραμματέως και των υπολοίπων παραγόντων της δίκης, διά της Προέδρου του, δημοσίευσε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την υπ' αριθμ. 7/ 2020 απόφασή του, η οποία έχει ως εξής: ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ ΕΠΕΙΔΗ οι πράξεις για τις οποίες κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 1,14,16,17,18,26 παρ. 1,27,42, 50,51,52,53,57,79,80,83,94,309 σε συνδ. με αρθρ. 308, 336 παρ. 1-2 του Ποινικού Κώδικα και τιμωρούνται σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές. Το Δικαστήριο, κατά το άρθρο 79 του Ποινικού Κώδικα, αφού έλαβε υπόψη του τα παρακάτω στοιχεία: 1) την βαρύτητα των εγκλημάτων που διαπράχθηκαν και 2) την προσωπικότητα του κατηγορουμένου. Ειδικότερα για την βαρύτητα των εγκλημάτων έλαβε υπόψη του: α) τη βλάβη που προκάλεσαν, 2) τη φύση, το είδος και το αντικείμενο των εγκλημάτων, καθώς επίσης όλες τις περιστάσεις χρόνου, τόπου, μέσων και τρόπου που συνόδευαν την προπαρασκευή και την εκτέλεσή τους και γ) την ένταση του δόλου του υπαιτίου. Κατά την εκτίμηση της προσωπικότητας του κατηγορουμένου το Δικαστήριο στάθμισε ιδίως το βαθμό της εγκληματικής διάθεσης που εκδήλωσε ο υπαίτιος κατά την διάπραξη των πράξεών του. Για να τον διαγνώσει με ακρίβεια εξέτασε: α) τα αίτια που τον ώθησαν στην εκτέλεση των εγκλημάτων, την αφορμή που του δόθηκε και τον σκοπό που επιδίωξε, β) το χαρακτήρα του και το βαθμό της ανάπτυξής του, γ) τις ατομικές και κοινωνικές περιστάσεις και την προηγούμενη ζωή του, δ) την διαγωγή του κατά την διάρκεια των πράξεων και μετά τις πράξεις του, κρίνει ότι πρέπει να του επιβληθεί η ποινή που αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΔΙΚΑΖΕΙ με παρόντα τον κατηγορούμενο ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον κηρυχθέντα ένοχο κατηγορούμενο, ομόφωνα, ως προς την α΄ πράξη, σε ποινή πρόσκαιρης καθείρξεως οκτώ ( 8 ) ετών και ως προς τη β΄ πράξη σε ποινή φυλακίσεως τριών ( 3 ) ετών. Κρίθηκε αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο Στο Βόλο, την 20η Ιανουαρίου 2020 Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Μετά την έκδοση της παραπάνω απόφασης, ο Εισαγγελέας, ο οποίος έλαβε τον λόγο από την Πρόεδρο, πρότεινε όπως στον κηρυχθέντα ένοχο κατηγορούμενο επιβληθεί μία ποινή κατά συγχώνευση και ειδικότερα επαυξανομένης της βαρύτερης ποινής κάθειρξης των οκτώ [8] ετών, η οποία του επιβλήθηκε για την α΄ πράξη, κατά ένα [1] έτος και έξι [6] μήνες από την ποινή φυλάκισης των τριών [3] ετών, η οποία του επιβλήθηκε για τη β΄ πράξη, ήτοι να επιβληθεί συνολική ποινή κάθειρξης εννέα [9] ετών και έξι [6] μηνών. Ο συνήγορος της υπερασπίσεως του κατηγορουμένου, ο οποίος έλαβε τον λόγο από την Πρόεδρο, ζήτησε το ελάχιστο όριο της συνολικής ποινής. Το ίδιο ζήτησε και ο κατηγορούμενος. Στη συνέχεια το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Βόλου, αποσύρθηκε προς διάσκεψη στον ειδικό γι΄ αυτό χώρο, πλην του Εισαγγελέα, και αφού διασκέφθηκε μυστικά, παρούσας και της Γραμματέως, κατάρτισε την απόφασή του και μετά από λίγο επανήλθε στην έδρα του, παρουσία και της Γραμματέως και των υπολοίπων παραγόντων της δίκης, διά της Προέδρου του, δημοσίευσε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την υπ' αριθμ. 8/ 2020 απόφασή του, η οποία έχει ως εξής: ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ ΕΠΕΙΔΗ το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο αποφαίνεται κατά το άρθρο 404 παρ. 1 εδ. γ του ΚΠΔ και για τη συνολική ποινή που πρέπει να επιβληθεί στον καταδικασθέντα, όταν σ’ αυτόν για δύο ή περισσότερα εγκλήματα καταγνώσθηκαν ισάριθμες στερητικές της ελευθερίας ποινές. Εξάλλου, κατά το άρθρο 94 παρ. 1 και 2 του Ποινικού Κώδικα, που κυρώθηκε με τον Ν. 4619/2019 και ισχύει από 1ης Ιουλίου 2019, κατά του υπαιτίου δύο ή περισσοτέρων εγκλημάτων που πραγματώθηκαν με δύο ή περισσότερες πράξεις και τιμωρούνται κατά νόμο με πρόσκαιρες στερητικής της ελευθερίας ποινές, επιβάλλεται, μετά την επιμέτρησή τους, συνολική ποινή, η οποία αποτελείται από τη βαρύτερη από τις συντρέχουσες ποινές επαυξημένη. Στην προκειμένη περίπτωση με την υπ’ αριθμό 7/2020 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου στον κριθέντα ένοχο κατηγορούμενο επιβλήθηκαν: α) ποινή κάθειρξης οκτώ [8] ετών για την α΄ πράξη και β) ποινή φυλάκισης τριών [3] ετών για τη β΄ πράξη. Επομένως, μετά την επιμέτρηση των ως άνω ποινών, πρέπει για τις ως άνω συντρέχουσες ποινές καθείρξεως και φυλακίσεως, κατ’ εφαρμογή του ως άνω άρθρου του Π.Κ., να επιβληθεί στον καταδικασθέντα κατηγορούμενο μια συνολική ποινή κάθειρξης διάρκειας εννέα [9] ετών και έξι [6] μηνών, αποτελούμενη από την ποινή κάθειρξης των οκτώ [8] ετών, η οποία του επιβλήθηκε για την α΄ πράξη, επαυξημένη κατά ένα [1] έτος και έξι [6] μήνες από την ποινή φυλάκισης των τριών [3] ετών, η οποία του επιβλήθηκε για τη β΄ πράξη, όπως αναφέρεται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ στον καταδικασθέντα κατηγορούμενο, ομόφωνα, συνολική ποινή κάθειρξης διάρκειας εννέα [9] ετών και έξι [6] μηνών, αποτελούμενη από την ποινή κάθειρξης των οκτώ [8] ετών, η οποία του επιβλήθηκε για την α΄ πράξη, επαυξημένη κατά ένα [1] έτος και έξι [6] μήνες από την ποινή φυλάκισης των τριών [3] ετών, η οποία του επιβλήθηκε για τη β΄ πράξη. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε αμέσως στο ακροατήριο σε δημόσια συνεδρίαση. Στον Βόλο, την 20η Ιανουαρίου 2020 Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Μετά την έκδοση της παραπάνω απόφασης, ο Εισαγγελέας, ο οποίος έλαβε τον λόγο από την Πρόεδρο, πρότεινε όπως αφαιρεθεί ο χρόνος προσωρινής κράτησης του καταδικασθέντος. Ο συνήγορος της υπερασπίσεως του κατηγορουμένου, ο οποίος έλαβε τον λόγο από την Πρόεδρο είπε ότι επαφίεται στην κρίση του Δικαστηρίου. Στη συνέχεια το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Βόλου, αποσύρθηκε προς διάσκεψη στον ειδικό γι' αυτό χώρο, πλην του Εισαγγελέως, και αφού διασκέφθηκε μυστικά, παρούσας και της Γραμματέως, κατάρτισε την απόφασή του και μετά από λίγο επανήλθε στην έδρα του, παρουσία και της Γραμματέως και των υπολοίπων παραγόντων της δίκης, διά της Προέδρου του, δημοσίευσε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την υπ' αριθμ. 9/2020 απόφασή του, η οποία έχει ως εξής: ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ ΕΠΕΙΔΗ σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 369 παρ. 4 εδ. α του ΚΠΔ το δικαστήριο αφαιρεί από την ποινή που επιβλήθηκε το χρόνο της προσωρινής κράτησης του καταδικασμένου, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Ποινικού Κώδικα. Από δε τη διάταξη του άρθρου 82 παρ. 1,2 και 4 του ΠΚ όταν επιβάλλεται στερητική της ελευθερίας ποινή, αφαιρείται ο χρόνος κράτησης μετά τη σύλληψη, ο χρόνος της προσωρινής κράτησης, καθώς και ο χρόνος παραμονής σε θεραπευτικές μονάδες για διενέργεια πραγματογνωμοσύνης κατά τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Στην περίπτωση συρροής εγκλημάτων που συνεκδικάζονται, αφαιρείται από την επιβληθείσα συνολική ποινή ο χρόνος της κράτησης που διατάχθηκε για οποιοδήποτε από αυτά, ακόμη και όταν η απόφαση κήρυξε τον καταδικασθέντα αθώο για το έγκλημα για το οποίο είχε κρατηθεί. Στην προκειμένη περίπτωση, από τη συνολική ποινή της πρόσκαιρης κάθειρξης των εννέα [9] ετών και έξι [6] μηνών που επιβλήθηκε στον καταδικασθέντα, πρέπει να αφαιρεθεί ο συνολικός χρόνος της προσωρινής του κράτησης, ο οποίος ξεκίνησε την 22-5-2019, ημέρα συλλήψεώς του σύμφωνα με την από 22-5-2019 έκθεση σύλληψης του αρχιφύλακα … της Υποδ/νσης Ασφάλειας Λάρισας σε εκτέλεση του υπ’ αριθ. …/24-05-2019 εντάλματος προσωρινής κράτησης της Ανακρίτριας του Α΄ Τμήματος Λάρισας που διατηρήθηκε σε ισχύ με το υπ' αριθ. 212/5-9-2019 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λάρισας και διατάχθηκε η εξακολούθηση της προσωρινής κράτησης για άλλους έξι (6) μήνες από την συμπλήρωση εξαμήνου στις 22-11-2019 με το υπ' αριθ. 117/2019 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας και συνεχίσθηκε μέχρι την 20-01-2020, ημέρα εκδικάσεως της υπόθεσής του, ο οποίος (χρόνος προσωρινής κράτησης) ανέρχεται σε επτά [7] μήνες και είκοσι εννιά [29] ημέρες. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΦΑΙΡΕΙ από την ποινή της πρόσκαιρης καθείρξεως που επιβλήθηκε στον καταδικασθέντα το χρόνο προσωρινής κρατήσεως από 22-5-2019 μέχρι 20-1-2020, ο οποίος ανέρχεται σε επτά [7] μήνες και είκοσι εννιά [29] ημέρες. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε αμέσως στο ακροατήριο σε δημόσια συνεδρίαση. Στο Βόλο την 20η Ιανουαρίου 2020 Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Μετά την απαγγελία της παραπάνω απόφασης, ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε το λόγο, πρότεινε η έφεση που τυχόν ασκηθεί από τον καταδικασθέντα κατηγορούμενο να μην έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα και να επιβληθούν στον καταδικασθέντα κατηγορούμενο τα νόμιμα δικαστικά έξοδα ποσού τριακοσίων εξήντα [360,00] ευρώ. Ο συνήγορος της υπερασπίσεως του κατηγορουμένου, ο οποίος έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, ζήτησε η τυχόν ασκηθησομένη έφεση να έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα καθώς ο κατηγορούμενος έχει γνωστή διαμονή στη Λάρισα επί της οδού … ή άλλως να έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα υπό τους όρους να εξετασθεί από αρμόδιο γιατρό στο Ψυχιατρικό τμήμα του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Λάρισας και να του απαγορευθεί η έξοδος από την οικία του στην ως άνω διεύθυνση μετά τις 10.00 το βράδυ, έτσι ώστε να μπορέσει να τύχει βοήθειας από το οικογενειακό του περιβάλλον (τις τρεις αδερφές του) μέχρι την εκδίκαση της έφεσης από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Στη συνέχεια το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Βόλου, αποσύρθηκε προς διάσκεψη στον ειδικό γι' αυτό χώρο, πλην του Εισαγγελέως, και αφού διασκέφθηκε μυστικά, παρούσας και της Γραμματέως, κατάρτισε την απόφασή του και μετά από λίγο επανήλθε στην έδρα του, παρουσία και της Γραμματέως και των υπολοίπων παραγόντων της δίκης, διά της Προέδρου του, δημοσίευσε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την υπ' αριθμ. 10/2020 απόφασή του, η οποία έχει ως εξής: ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 489 περ. ε΄ του Κ.Π.Δ, όπως κυρώθηκε με το ν. 4620/2019, δικαίωμα εφέσεως υπάρχει και κατά της απόφασης του μικτού ορκωτού δικαστηρίου με την οποία ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε σε ποινή στερητική της ελευθερίας διάρκειας τουλάχιστον δύο ( 2 ) ετών για κακούργημα ή τουλάχιστον ενός ( 1 ) έτους για πλημμέλημα. Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 497 παρ. 4, 5, 8 ΚΠΔ, όπως αντικαταστάθηκε με την διάταξη του άρθρου 27 του ιδίου Νόμου 3904/23-12-2010 «4. Αν με την καταδικαστική απόφαση επιβλήθηκε ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης, η κρίση για το αν η έφεση έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα ανήκει στο δικαστήριο που δίκασε. Αυτό με ειδική αιτιολογία και εφαρμόζοντας τα κριτήρια της παραγράφου 8 του παρόντος άρθρου, αποφασίζει αμέσως μετά την απαγγελία της απόφασης, είτε αυτεπαγγέλτως είτε ύστερα από δήλωση του κατηγορουμένου ότι θα ασκήσει έφεση. 5. Το δικαστήριο μπορεί σε κάθε περίπτωση να επιβάλλει περιοριστικούς όρους…8. Τότε μόνο δεν χορηγείται ανασταλτικό αποτέλεσμα κατά την παράγραφο 4 του παρόντος, στην έφεση ή απορρίπτεται η αίτηση αναστολής εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης, όταν κρίνεται αιτιολογημένα ότι οι περιοριστικοί όροι δεν αρκούν και ότι ο κατηγορούμενος δεν έχει γνωστή και μόνιμη διαμονή στη χώρα ή έχει κάνει προπαρασκευαστικές ενέργειες για να διευκολύνει την φυγή του ή κατά το παρελθόν υπήρξε φυγόποινος ή φυγόδικος ή κρίθηκε ένοχος για απόδραση κρατουμένου ή παραβίαση περιορισμών διαμονής, εφόσον από την συνδρομή των παραπάνω στοιχείων προκύπτει σκοπός φυγής, ή κρίνεται αιτιολογημένα ότι αν αφεθεί ελεύθερος είναι πολύ πιθανό, όπως προκύπτει από προηγούμενες καταδίκες του για αξιόποινες πράξεις ή από τα συγκεκριμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης, να διαπράξει και άλλα εγκλήματα…». Στην προκειμένη περίπτωση, τόσο από τον τρόπο που ενήργησε ο κατηγορούμενος, ο οποίος λεπτομερώς περιγράφεται στο σκεπτικό της απόφασης αναφορικά με τις συνθήκες τέλεσης, με τον τρόπο τέλεσης, με την βαρύτητα των πράξεών του, όσο και από τον εν γένει χαρακτήρα του, το Δικαστήριο κρίνει ομοφώνως ότι αν αφεθεί ελεύθερος, είναι πολύ πιθανό, όπως προκύπτει από τα συγκεκριμένα, ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των πράξεων που τέλεσε, να διαπράξει και άλλα εγκλήματα. Ειδικότερα, το Δικαστήριο, αφού έλαβε υπόψη του : Α) το σχεδιασμό, τη μεθοδικότητα, τον εν γένει τρόπο τέλεσης των πράξεων της απόπειρας βιασμού και της επικίνδυνης σωματικής βλάβης που τέλεσε ο κατηγορούμενος σε βάρος της παθούσας και, ειδικότερα : α) το γεγονός ότι αφού ο κατηγορούμενος εντόπισε την παθούσα και τη φίλη της να περπατάνε, τις παρακολούθησε προσεκτικά ώστε να μη γίνει αντιληπτός από αυτές και περίμενε να χωριστούν, προκειμένου να καταφέρει να επιτεθεί στη μία εξ' αυτών, διότι γνώριζε ότι δεν θα κατάφερνε να επιτεθεί επιτυχώς και στις δύο, β) δεν επιτέθηκε στην παθούσα ευθύς αμέσως μόλις εκείνη έμεινε να βαδίζει μόνη της, αλλά συνέχισε να την ακολουθεί, χωρίς να γίνει αντιληπτός από αυτήν, μέχρι η τελευταία να εισέλθει στην πολυκατοικία όπου διέμενε, προκειμένου να διασφαλίσει την έλλειψη δυνατότητας διαφυγής της και την αδυναμία να γίνει αντιληπτός από τυχόν περαστικούς ή περιοίκους, γ) επιτέθηκε στην παθούσα με τον κατά τα ανωτέρω τρόπο, χτυπώντας την αλύπητα με αμείωτη δύναμη, χωρίς να σταματήσει ή έστω να κλονισθεί από τα χτυπήματά της στο πρόσωπό του με αιχμηρό αντικείμενο (κλειδιά πόρτας εισόδου), γ) δεν απομακρύνθηκε από κοντά της όταν αυτή, αμυνόμενη, άρχισε να τον χτυπά με τα κλειδιά της στην περιοχή του προσώπου του, παρά μόνο όταν αντιλήφθηκε τους ενοίκους του πρώτου ορόφου της πολυκατοικίας (οι οποίοι εξήλθαν του διαμερίσματός τους ακούγοντας τις φωνές της παθούσας, προκειμένου να διαπιστώσουν τι συμβαίνει), φοβούμενος μην τυχόν συλληφθεί, ε) μετά την απομάκρυνσή του από το σημείο της επίθεσης, μόλις διαπίστωσε ότι έφερε τραύματα στο πρόσωπό του, προσέτρεξε στο Νοσοκομείο, ανησυχώντας για την κατάσταση της υγείας του, όπου έδωσε ψευδή δικαιολογία για το πώς τραυματίστηκε (πτώση από σκάλα), ώστε να αποφύγει τη σύλληψη, αδιαφορώντας πλήρως για την τύχη της παθούσας, Β) καθώς και τη σκληρότητά του ως χαρακτήρα και την πλήρη αδιαφορία του απέναντι στα έννομα αγαθά της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας και της γενετήσιας αξιοπρέπειας της παθούσας, ομοφώνως κρίνει ότι ο κατηγορούμενος, αν αφεθεί ελεύθερος, είναι πολύ πιθανό, όπως προκύπτει από τα συγκεκριμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των πράξεων που τέλεσε, να διαπράξει και άλλα εγκλήματα. Επομένως, προς αποφυγή αυτού του ενδεχομένου, πρέπει κατά την ομόφωνη γνώμη των μελών αυτού του Δικαστηρίου, να μην έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα η έφεση, την οποία ενδεχομένως θα ασκήσει αυτός κατά της παρούσης αποφάσεως. Με βάση τα παραπάνω και εφόσον αποδείχθηκε ότι η επιβολή περιοριστικών όρων σε βάρος του κατηγορουμένου δεν αρκεί, εάν δε αφεθεί ελεύθερος είναι πολύ πιθανό ότι θα διαπράξει και άλλα εγκλήματα και να θελήσει να αποφύγει τις συνέπειες των πράξεών του και προς αποφυγή αυτού του ενδεχομένου, πρέπει, κατά την ομόφωνη γνώμη του Δικαστηρίου, να μην έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα η έφεση, την οποία ενδεχομένως θα ασκήσει κατά της παρούσης απόφασης. ΕΠΕΙΔΗ σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 582 ΚΠΔ, κάθε κατηγορούμενος, ο οποίος καταδικάζεται σε ποινή, καταδικάζεται ταυτόχρονα με την ίδια απόφαση και στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας, σύμφωνα δε με τις διατάξεις του Ν. 663/1977 και την υπ' αριθμ. 123827/23-12-2010 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων[ΦΕΚ Β΄1991/23-12-2010], τα δικαστικά έξοδα επί αποφάσεων του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, έχουν καθορισθεί στο ποσόν των τριακοσίων εξήντα [360,00] ευρώ. Πρέπει, επομένως, εν όψει και της διατάξεως του άρθρου 373 ΚΠΔ, να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα, ποσού τριακοσίων εξήντα (360,00) ευρώ, σε βάρος του καταδικασθέντος. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΦΑΙΝΕΤΑΙ, ομόφωνα, όπως η τυχόν ασκηθησομένη έφεση από τον κατηγορούμενο να μην έχει αναστέλλουσα δύναμη. ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον κατηγορούμενο … στα δικαστικά έξοδα της παρούσας δίκης ποσού τριακοσίων εξήντα [360,00] ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε αμέσως στο ακροατήριο σε δημόσια συνεδρίαση. Στο Βόλο την 20η Ιανουαρίου 2020 Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Μετά την έκδοση της παραπάνω απόφασης, ο Εισαγγελέας, ο οποίος έλαβε τον λόγο από την Πρόεδρο, είπε ότι ως προς την παράσταση για την υποστήριξη της κατηγορίας, αρμόδιο είναι το εκ τακτικών Δικαστών Δικαστήριο και απευθυνόμενος προς αυτό, πρότεινε όπως το Δικαστήριο παραπέμψει την παράσταση για την υποστήριξη της κατηγορίας ως ανεκκαθάριστη στο αρμόδιο πολιτικό δικαστήριο. Ο συνήγορος της παριστάμενης για την υποστήριξη της κατηγορίας, ο οποίος στη συνέχεια έλαβε τον λόγο από την Πρόεδρο, συντάχθηκε με την πρόταση του Εισαγγελέα και αφέθηκε στην κρίση του Δικαστηρίου. Ο συνήγορος υπερασπίσεως του κατηγορουμένου και ο ίδιος ο κατηγορούμενος, οι οποίοι έλαβαν διαδοχικά τον λόγο, είπαν ότι επαφίενται στην κρίση του Δικαστηρίου. Στη συνέχεια, το εκ τακτικών Δικαστών Δικαστήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Βόλου, αφού διασκέφθηκε μυστικά επί της έδρας με την παρουσία και της Γραμματέως, κατάρτισε την απόφασή του, την οποία η Πρόεδρος δημοσίευσε αμέσως στο ακροατήριο. Η απόφαση αυτή με αριθμό 11/ 2020 έχει ως εξής: ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 598 ΚΠΔ, ως αυτή ισχύει μετά την τροποποίησή δυνάμει του Ν. 4620/2019 (με έναρξη ισχύος από 1-7-2019) : «1. Όπου σε ειδικούς νόμους προβλέπεται δικαίωμα παράστασης πολιτικής αγωγής οι δικαιούμενοι παρίστανται μόνο προς υποστήριξη της κατηγορίας σύμφωνα με τις ρυθμίσεις των άρθρων 63 επ. του παρόντος κώδικα. 2. Ειδικές διατάξεις που προβλέπουν δικαίωμα παράστασης προς υποστήριξη της κατηγορίας διατηρούνται σε ισχύ. 3. Αστικές αξιώσεις που έχουν εισαχθεί σε ποινικά δικαστήρια παραπέμπονται υποχρεωτικά ως ανεκκαθάριστες στα πολιτικά δικαστήρια, εκτός αν έχουν επιδικασθεί, οπότε ως προς αυτές εφαρμόζονται οι διατάξεις του καταργούμενου κώδικα ποινικής δικονομίας». Εν προκειμένω, η παθούσα..., εμφανίστηκε κατά την έναρξη της συζήτησης της υπόθεσης στο ακροατήριο κι αφού έλαβε τον λόγο από την Πρόεδρο, δήλωσε ότι παρίσταται στη δίκη αυτή κατά του κατηγορουμένου για την υποστήριξη της κατηγορίας, δικαιούμενη κατά τον αστικό κώδικα σε χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, που υπέστη από το αδίκημα, καθώς και ότι κατέβαλε, ως τέλος παράστασης, το υπ' αριθμ. … e-παράβολο, ποσού σαράντα [40,00] ευρώ. Ως εκ τούτου, εφόσον η αστική της αυτή αξίωση εισάγεται το πρώτον ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, πρέπει σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 588 παρ. 3 νέου ΚΠΔ, να παραπεμφθεί υποχρεωτικά ως ανεκκαθάριστη στα πολιτικά Δικαστήρια. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ, ομόφωνα, την παράσταση για την υποστήριξη της κατηγορίας ως ανεκκαθάριστη στο αρμόδιο πολιτικό Δικαστήριο. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε αμέσως στο ακροατήριο σε δημόσια συνεδρίαση. Στον Βόλο την 20η Ιανουαρίου 2020 Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Μετά την έκδοση της απόφασης, η Πρόεδρος, παρόντων επί της έδρας και των τεσσάρων λαϊκών μελών [ενόρκων], ανακοίνωσε στον καταδικασθέντα, ότι έχει δικαίωμα να ασκήσει εντός των νομίμων προθεσμιών έφεση κατά της παραπάνω απόφασης, αφού εξήγησε σ’ αυτόν συνοπτικά, όσα απαιτούνται για να είναι έγκυρα και τυπικά δεκτά τα ένδικα αυτά μέσα [άρθρ. 407 παρ.1 Κ.Π.Δ., όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 9 του Ν. 969/1979]. Μετά από αυτά, η Πρόεδρος κήρυξε τη λήξη της συνεδριάσεως. Σε πίστωση συντάχθηκε το παρόν πρακτικό. Στο Βόλο την 20η Ιανουαρίου 2020 Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ 

 

Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2021

Παγκόσμιος Χάρτης Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας

 

Παγκόσμιος Χάρτης Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας

Βρυξέλλες, Απρίλιος 2019

 

 

Παγκόσμιος Χάρτης Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας

 

Προοίμιο

Το δικαίωμα όλων να έχουν πρόσβαση στις πληροφορίες και στις ιδέες, που επιβεβαιώνεται με το άρθρο 19 της Οικουμενικής Διακήρυξης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, περιγράφει και την αποστολή των δημοσιογράφων. Η ευθύνη των δημοσιογράφων απέναντι στην κοινή γνώμη υπερβαίνει όποιας άλλης ευθύνης, ιδιαίτερα απέναντι σε εργοδότες και σε δημόσιες αρχές. Η συγκεκριμένη οικουμενική διακήρυξη καθορίζει τους κανόνες, με τους οποίους οι δημοσιογράφοι  ενεργούν όταν ερευνούν, επεξεργάζονται, μεταδίδουν, διαδίδουν και σχολιάζουν ειδήσεις και πληροφορίες και περιγράφουν τα γεγονότα  σε οποιοδήποτε μέσο.

1.    Πρώτιστο καθήκον του δημοσιογράφου είναι να σέβεται την αλήθεια και το δικαίωμα της κοινής γνώμης να γνωρίζει την αλήθεια.

2.    Ο δημοσιογράφος για να φέρει εις πέρας αυτό το καθήκον, οφείλει πάντα να υπερασπίζεται τις αρχές της ελεύθερης ειλικρινούς συλλογής και δημοσιοποίησης των ειδήσεων, καθώς και το δικαίωμα του δίκαιου σχολιασμού και της κριτικής. Οι δημοσιογράφοι οφείλουν να διαχωρίζουν με σαφήνεια τις πληροφορίες που βασίζονται σε γεγονότα, από τα σχόλια και τις κρίσεις.

3.    Ο δημοσιογράφος δημοσιοποιεί αναφορές που βασίζονται αποκλειστικά σε στοιχεία, των οποίων γνωρίζει την προέλευση. Ο δημοσιογράφος οφείλει να μην υποκρύπτει πληροφορίες ουσιαστικής σημασίας, ούτε να παραποιεί έγγραφα. Οι δημοσιογράφοι πρέπει να είναι προσεκτικοί όταν αναπαράγουν δηλώσεις ή άλλο σχετικό υλικό, το οποίο δημοσιοποιούν ιδιώτες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

4.    Οι δημοσιογράφοι οφείλουν να χρησιμοποιούν μόνο θεμιτές μεθόδους για να λάβουν πληροφορίες, φωτογραφίες, έγγραφα και στοιχεία, γνωστοποιώντας πάντα τη δημοσιογραφική τους ιδιότητα. Επιπλέον οφείλουν να αποφεύγουν την κρυφή καταγραφή εικόνων και ήχου, παρά μόνο εφόσον είναι αδύνατον να συλλέξουν με άλλο τρόπο πληροφορίες ιδιαίτερου δημοσίου συμφέροντος. Οι δημοσιογράφοι οφείλουν να απαιτούν την ελεύθερη πρόσβαση σε όλες τις πηγές πληροφοριών και να ασκούν το δικαίωμα ελεύθερης έρευνας, όλων των στοιχείων δημόσιου συμφέροντος.

5.    Η έννοια της επείγουσας και άμεσης μετάδοσης των πληροφοριών δεν υπερέχει της αναγκαίας επιβεβαίωσης των πηγών και τη δυνατότητα να υπάρξει απάντηση.

6.    Ο δημοσιογράφος οφείλει να πράξει ό,τι είναι δυνατόν για να επανορθωθούν τα όποια λάθη ή δημοσιευμένες ανακριβείς πληροφορίες σε εύλογο χρονικό διάστημα, με κάθε λεπτομέρεια και με απόλυτα διαφανή τρόπο.

7.     Ο δημοσιογράφος οφείλει να τηρεί το επαγγελματικό απόρρητο που αφορά την πηγή των πληροφοριών, τις οποίες έχει εξασφαλίσει υπό εχεμύθεια.

8.    Ο δημοσιογράφος οφείλει να σέβεται την ιδιωτική ζωή των πολιτών. Οι δημοσιογράφοι οφείλουν να σέβονται την αξιοπρέπεια των ατόμων, τα οποία κατονομάζονται ή αναφέρονται και να ενημερώνουν τον ερωτούμενο ότι η συνομιλία ή όποιο άλλο υλικό τους δοθεί, θα δημοσιευθεί. Οι δημοσιογράφοι οφείλουν να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί στις συνεντεύξεις με άπειρα ή ευάλωτα άτομα.

9.    Οι δημοσιογράφοι οφείλουν να διασφαλίσουν τη διάδοση πληροφοριών ή απόψεων, που δεν συμβάλλουν στην καλλιέργεια μίσους ή προκαταλήψεων και να καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια αποφυγής και διευκόλυνσης της διάδοσης των διακρίσεων βάσει φυλής, φύλου, σεξουαλικού προσδιορισμού, γλώσσας, θρησκείας, αναπηρίας, πολιτικών και άλλων απόψεων καθώς και εθνικής, κοινωνικής ή εθνοτικής προέλευσης.

10. Οι δημοσιογράφοι οφείλουν να θεωρούν ως σοβαρά επαγγελματικά  παραπτώματα:

·         Τη λογοκλοπή.

·         Τη διαστρέβλωση των στοιχείων.

·         Τη συκοφαντία, τη δυσφήμιση και τις ανυπόστατες  κατηγορίες.

11. Ο δημοσιογράφος οφείλει να αποφεύγει να ενεργεί ως αρωγός της αστυνομίας ή των άλλων υπηρεσιών ασφάλειας του κράτους. Οι δημοσιογράφοι είναι δυνατόν να κληθούν, να δώσουν πληροφορίες, μόνο εφόσον έχουν ήδη δημοσιοποιηθεί σε κάποιο μέσο ενημέρωσης.

12. Ο δημοσιογράφος οφείλει να φέρεται με αλληλεγγύη στους συναδέλφους, χωρίς όμως να αποποιείται την ελεύθερη έρευνα, το καθήκον να ενημερώνει και το δικαίωμα να ασκεί κριτική, να σχολιάζει, να σατιρίζει και να επιλέγει τα δημοσιογραφικά θέματα.

13. Ο δημοσιογράφος οφείλει να μη χρησιμοποιεί την ελευθερία του Τύπου για να εξυπηρετήσει άλλα συμφέροντα και να αποφεύγει την εκμετάλλευση ή να έχει προσωπικό όφελος από τη διάδοση ή μη-διάδοση πληροφοριών. Οι δημοσιογράφοι οφείλουν να αποφεύγουν και να δώσουν τέλος, σε όποια κατάσταση ενδεχομένως θα τους οδηγήσει ασκώντας το επάγγελμα, σε σύγκρουση συμφερόντων. Οι δημοσιογράφοι οφείλουν να αποφεύγουν κάθε σύγχυση της δραστηριότητάς τους με τη διαφήμιση ή την προπαγάνδα. Οι δημοσιογράφοι οφείλουν να μην εμπλέκονται σε κανενός είδους εσωτερική πληροφόρηση και χειραγώγηση της αγοράς.   

14. Ο δημοσιογράφος οφείλει να μην αναλαμβάνει δραστηριότητες ή εργασίες, που ενδέχεται να θέσουν σε κίνδυνο την ανεξαρτησία του.  Οι δημοσιογράφοι οφείλουν να σέβονται τις μεθόδους συλλογής και διάδοσης των πληροφοριών τις οποίες αποδέχθηκαν ελεύθερα, όπως είναι η εμπιστευτική πληροφόρηση (off the record), η ανωνυμία και το εμπάργκο, υπό τον όρο ότι αυτές οι δεσμεύσεις έχουν διατυπωθεί ξεκάθαρα και πέρα από κάθε αμφιβολία.

15. Οι δημοσιογράφοι που άξια φέρουν τον τίτλο, θεωρούν καθήκον τους να τηρούν πιστά τις παραπάνω αρχές. Δεν είναι δυνατόν να υποχρεωθούν να αναλάβουν μία επαγγελματική δραστηριότητα ή να εκφράσουν μια άποψη, αντίθετη με τις επαγγελματικές τους πεποιθήσεις ή τη συνείδηση τους.

16. Οι δημοσιογράφοι για θέματα που άπτονται της επαγγελματικής τους ακεραιότητας αναγνωρίζουν, στο γενικότερο πλαίσιο του νόμου κάθε χώρας, τη δικαιοδοσία ανεξάρτητων αυτό-ρυθμιστικών αρχών, στις οποίες έχει πρόσβαση η κοινή γνώμη και απορρίπτουν κάθε παρέμβαση από κυβερνήσεις ή οποιοδήποτε άλλον.

Αρχές Δεοντολογίας του Δημοσιογραφικού Επαγγέλματος δημοσιογράφων-μελών της Ε.Σ.Η.Ε.Α.

 

Αρχές Δεοντολογίας Του Δημοσιογραφικού Επαγγέλματος

 
Εγκρίθηκε από τη Γενική Συνέλευση της 19-20 Μαΐου 1998

Προοίμιο

Ο Κώδικας Επαγγελματικής Ηθικής και Κοινωνικής Ευθύνης των δημοσιογράφων-μελών της Ε.Σ.Η.Ε.Α. έχει στόχο:

Να επαναβεβαιώσει και διασφαλίσει τον κοινωνικό ρόλο του δημοσιογράφου στις νέες συνθήκες, που διαμορφώνουν ο γιγαντισμός, το ολιγοπώλιο στο ιδιοκτησιακό καθεστώς, η αυξημένη εμβέλεια και επιρροή των Μ.Μ.Ε. και η παγκοσμιοποίηση της επικοινωνίας.

Να αποθαρρύνει και να αντιστέκεται σε κάθε απόπειρα κρατικού ή άλλου επηρεασμού με τον αυτοκαθορισμό κανόνων υπεύθυνης επαγγελματικής λειτουργίας.

Να κατοχυρώσει την ελευθερία της πληροφόρησης και της έκφρασης, την αυτονομία και αξιοπρέπεια του δημοσιογράφου και να θωρακίσει την ελευθεροτυπία επ’ αγαθώ της δημοκρατίας και της κοινωνίας.

Προς το σκοπό αυτό, οι δημοσιογράφοι αυτοδεσμεύονται να εφαρμόσουν και να περιφρουρήσουν τις ακόλουθες θεμελιώδεις αρχές:


Άρθρο 1

Το δικαίωμα του ανθρώπου και του πολίτη να πληροφορεί και να πληροφορείται ελεύθερα είναι αναφαίρετο. Η πληροφόρηση είναι κοινωνικό αγαθό και όχι εμπόρευμα ή μέσο προπαγάνδας. Ο δημοσιογράφος δικαιούται και οφείλει:

α. Να θεωρεί πρώτιστο καθήκον του προς την κοινωνία και τον εαυτό του τη δημοσιοποίηση όλης της αλήθειας.

β. Να θεωρεί προσβολή για την κοινωνία και πράξη μειωτική για τον εαυτό του τη διαστρέβλωση, την απόκρυψη, την αλλοίωση ή την πλαστογράφηση των πραγματικών περιστατικών.

γ. Να σέβεται και να τηρεί το διακριτό της είδησης, του σχολίου και του διαφημιστικού μηνύματος, την αναγκαία αντιστοιχία τίτλου και κειμένου και την ακριβή χρησιμοποίηση φωτογραφιών, εικόνων, γραφικών απεικονίσεων ή άλλων παραστάσεων.

δ. Να μεταδίδει την πληροφορία και την είδηση ανεπηρέαστα από τις προσωπικές πολιτικές, κοινωνικές, θρησκευτικές, φυλετικές και πολιτισμικές απόψεις ή πεποιθήσεις του.

ε. Να ερευνά προκαταβολικά, με αίσθημα ευθύνης και με επίγνωση των συνεπειών, την ακρίβεια της πληροφορίας ή της είδησης που πρόκειται να μεταδώσει.

στ. Να επανορθώνει χωρίς χρονοτριβή, με ανάλογη παρουσίαση και ενδεδειγμένο τονισμό, ανακριβείς πληροφορίες και ψευδείς ισχυρισμούς, που προσβάλλουν την τιμή και την υπόληψη του ανθρώπου και του πολίτη και να δημοσιεύει ή να μεταδίδει την αντίθετη άποψη, χωρίς, αναγκαστικά, ανταπάντηση, η οποία θα τον έθετε σε προνομιακή θέση έναντι του θιγομένου.


Άρθρο 2

Η δημοσιογραφία, ως επάγγελμα, αλλά και κοινωνικό λειτούργημα, συνεπάγεται δικαιώματα, καθήκοντα και υποχρεώσεις. Ο δημοσιογράφος δικαιούται και οφείλει:

α. Να αντιμετωπίζει ισότιμα τους πολίτες, χωρίς διακρίσεις εθνικής καταγωγής, φύλου, φυλής, θρησκείας, πολιτικών φρονημάτων, οικονομικής κατάστασης και κοινωνικής θέσης.

β. Να σέβεται την προσωπικότητα, την αξιοπρέπεια και το απαραβίαστο της ιδιωτικής ζωής του ανθρώπου και του πολίτη. Μόνο όταν το επιτάσσει το δικαίωμα της πληροφόρησης μπορεί να χρησιμοποιεί, πάντοτε με τρόπο υπεύθυνο, στοιχεία από την ιδιωτική ζωή προσώπων που ασκούν δημόσιο λειτούργημα ή έχουν στην κοινωνία ιδιαίτερη θέση και ισχύ και υπόκεινται στον κοινωνικό έλεγχο.

γ. Να σέβεται το τεκμήριο της αθωότητας και να μην προεξοφλεί τις δικαστικές αποφάσεις.

δ. Να σέβεται την κατοχυρωμένη με διεθνείς συμβάσεις προστασία των ανηλίκων και των προσώπων με ειδικές ανάγκες και με σοβαρά προβλήματα υγείας.

ε. Να αντιμετωπίζει με διακριτικότητα και ευαισθησία τους πολίτες, όταν αυτοί βρίσκονται σε κατάσταση πένθους, ψυχικού κλονισμού και οδύνης, καθώς και αυτούς που έχουν εμφανές ψυχικό πρόβλημα, αποφεύγοντας να προβάλει την ιδιαιτερότητά τους.

στ. Να μην αποκαλύπτει, άμεσα ή έμμεσα, την ταυτότητα των θυμάτων βιασμού, τα οποία επέζησαν της εγκληματικής πράξης.

ζ. Να ελέγχει και να τεκμηριώνει τις πληροφορίες, που αναφέρονται στον ευαίσθητο τομέα της υγείας, όπου η παραπλανητική πληροφόρηση και η εντυπωσιακή προβολή μπορούν να προκαλέσουν αδικαιολόγητη αναστάτωση στην κοινή γνώμη.

η. Να συλλέγει και να διασταυρώνει τις πληροφορίες του και να εξασφαλίζει την τεκμηρίωσή τους (έγγραφα, φωτογραφίες, κασέτες, τηλεοπτικές εικόνες) με δημοσιογραφικά θεμιτές μεθόδους, γνωστοποιώντας πάντοτε τη δημοσιογραφική του ιδιότητα.

θ. Να τηρεί το επαγγελματικό απόρρητο ως προς την πηγή των πληροφοριών που εξασφάλισε υπό εχεμύθεια.

ι. Να σέβεται τους κανόνες της εμπιστευτικής πληροφόρησης (off the record), εφ’ όσον ανέλαβε αυτή τη δέσμευση.


Άρθρο 3

Η ισηγορία και η πολυφωνία, οξυγόνο της δημοκρατίας, αναιρούνται σε συνθήκες κρατικού μονοπωλιακού ελέγχου των Μ.Μ.Ε. και υπονομεύονται με τη συγκέντρωση της ιδιοκτησίας τους σε γιγαντιαίες κερδοσκοπικές επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν την κοινή γνώμη σαν καταναλωτή και προσπαθούν να χειραγωγήσουν το φρόνημα, τις συνήθειες και την εν γένει συμπεριφορά της.
Γι’ αυτό ο δημοσιογράφος δικαιούται και οφείλει:

α. Να υπερασπίζεται σθεναρά το δημοκρατικό πολίτευμα, που διασφαλίζει την ελευθεροτυπία και την απρόσκοπτη άσκηση του δημοσιογραφικού λειτουργήματος.

β. Να αποκρούει και να καταγγέλλει τις εκδηλώσεις κρατικού αυταρχισμού και τις αυθαιρεσίες των ιδιοκτητών των Μ.Μ.Ε. και ιδιαίτερα των ολιγοπωλίων.

γ. Να υπερασπίζεται τη δημοσιογραφική ανεξαρτησία στον εργασιακό χώρο του και να αρνείται την εκτέλεση έργου, που έρχεται σε σύγκρουση με τις αρχές της δημοσιογραφικής δεοντολογίας.

δ. Να μη δέχεται τη σύνταξη είδησης, σχολίου ή άρθρου και την παραγωγή εκπομπής κατά τις υποδείξεις των προϊσταμένων ή του εργοδότη του, αν το περιεχόμενό τους δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και να καταγγέλλει τις εν αγνοία του παραποιήσεις και διαστρεβλώσεις του δημοσιογραφικού του προϊόντος.


Άρθρο 4

Η υπερπροσφορά εργασίας στο χώρο της δημοσιογραφίας επιτείνει τις προϋποθέσεις για την εκδήλωση φαινομένων εκμετάλλευσης, όπως είναι: η άμισθη ή η συμβολικώς αμειβόμενη εργασία, η καταστρατήγηση συμβατικών υποχρεώσεων και κανόνων δεοντολογίας κ.λπ.. Γι’ αυτό ο δημοσιογράφος δικαιούται και οφείλει:

α. Να στηρίζει και να ενισχύει τις δραστηριότητες της συνδικαλιστικής του οργάνωσης, που αποσκοπούν στη βελτίωση των όρων αμοιβής και απασχόλησης στα Μ.Μ.Ε..

β. Να αποκρούει στο χώρο εργασίας του κάθε απόπειρα περιστολής των εργασιακών δικαιωμάτων του ή παραβίασης των κανόνων δεοντολογίας.

γ. Να μην ασκεί και να μη δέχεται οποιαδήποτε μορφή διακρίσεων, που σχετίζονται με το φύλο ή την επαγγελματική ηλικία των συναδέλφων του.


Άρθρο 5

Η διαφάνεια στις οικονομικές σχέσεις αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο της αξιοπιστίας, του κύρους και της επαγγελματικής αξιοπρέπειας του δημοσιογράφου, ο οποίος οφείλει:

α. Να μην επιδιώκει και να μη δέχεται αμοιβή για δημοσιογραφική εργασία από απόρρητα κονδύλια κρατικών υπηρεσιών και δημόσιων ή ιδιωτικών οργανισμών.

β. Να μην επιδιώκει και να μη δέχεται αργομισθία ή επ’ αμοιβή θέση συναφή με την ειδικότητά του σε Γραφεία Τύπου, δημόσιες υπηρεσίες ή ιδιωτικές επιχειρήσεις, που θέτει εν αμφιβόλω την επαγγελματική αυτονομία και ανεξαρτησία του.

γ. Να μην επιδιώκει και να μη δέχεται τη διαφημιστική χρήση του ονόματος, της φωνής και της εικόνας του, παρά μόνο για κοινωφελείς σκοπούς.

δ. Να μη μεταδίδει και να μην αξιοποιεί ιδιοτελώς αποκλειστικές πληροφορίες που επηρεάζουν την πορεία του Χρηματιστηρίου Αξιών και την αγορά.

ε. Να μην επιδιώκει και να μη δέχεται οποιεσδήποτε παροχές σε χρήμα και είδος, που θίγουν την αξιοπιστία και την αξιοπρέπειά του και επηρεάζουν την ανεξαρτησία και την αμεροληψία του.


Άρθρο 6

Η συναδελφική αλληλεγγύη και ο αλληλοσεβασμός των δημοσιογράφων συμβάλλουν θετικά στις συλλογικές επαγγελματικές επιδιώξεις και στην κοινωνική εικόνα του δημοσιογραφικού επαγγέλματος. Γι’ αυτό ο δημοσιογράφος οφείλει:

α. Να σέβεται την προσωπικότητα των συναδέλφων του. Να μην εκτοξεύει εναντίον τους ασύστατες κατηγορίες και να αποφεύγει τις προσωπικές αντεγκλήσεις, δημόσια και στους χώρους εργασίας.

β. Να θεωρεί σοβαρότατη αντιεπαγγελματική πράξη κάθε λογοκλοπή.

γ. Να μην οικειοποιείται την εργασία συναδέλφων του. Να αναφέρει πάντοτε το όνομα του συντάκτη, του οποίου χρησιμοποιεί κείμενα ή αποσπάσματα κειμένων.

Να μνημονεύει την πηγή των πληροφοριών, που έχουν ήδη δημοσιευθεί ή μεταδοθεί.


Άρθρο 7

Ο γιγαντισμός των Μ.Μ.Ε. και η παγκοσμιοποίηση της επικοινωνίας αύξησαν σημαντικά τον παιδευτικό και πολιτισμικό ρόλο του ηλεκτρονικού και του γραπτού Τύπου. Με τις πρόσθετες ευθύνες του στις νέες συνθήκες, ο δημοσιογράφος οφείλει:

α. Να συμβάλλει στην αναβάθμιση του δημοσιογραφικού λόγου, αποφεύγοντας γραμματικές, συντακτικές και λεκτικές κακοποιήσεις.

β. Να αποφεύγει τη χυδαιογραφία, τη χυδαιολογία και τη γλωσσική βαρβαρότητα, τηρώντας, ακόμη και στη σάτιρα και τη γελοιογραφία, τους κανόνες της επαγγελματικής ηθικής και της κοινωνικής ευθύνης.

γ. Να προστατεύει την ελληνική γλώσσα από την κατάχρηση ξένων λέξεων και όρων.

δ. Να συμβάλλει δημιουργικά στην προστασία της εθνικής μας παράδοσης και τη διασφάλιση της πολιτισμικής μας κληρονομιάς.


Άρθρο 8

Οι υποχρεώσεις των δημοσιογράφων, που απορρέουν από αυτόν τον Κώδικα, δεν συνιστούν περιορισμό της ελευθερίας της έκφρασης. (Οι παραβάσεις των υποχρεώσεων αυτών ελέγχονται από τα δύο Πειθαρχικά Συμβούλια, συνερχόμενα σε κοινή συνεδρίαση, μέχρις ότου τροποποιηθεί το Καταστατικό, που θα επιλύσει θεσμικά το θέμα του Εποπτικού Οργάνου του Κώδικα).

Must red-read

Ακαταδίωκτο δημοσίων υπαλλήλων και μελών Δικηγορικών Συλλόγων

  27/2023 ΑΠ (Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Αστικώς ανεύθυνο δημοσίων υπαλλήλων. Περιλαμβάνει και την ευθύνη αυτών από προσβολές της προσωπικότ...