Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2019

Συμβούλιο Πλημ/κών Χαλκίδας: Αντισυνταγματική η διάταξη της υφ'όρον απόλυσης λόγω αναπηρίας - Φλώροι vs "Φλώρων"

 

 

Η κυρία Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου θα ασκήσει αιτήσεις αναιρέσεως κατά παρόμοιων Βουλευμάτων, έστω και υπέρ του Νόμου, για την ενότητα της Νομολογίας;


216/2018 ΠΛΗΜΜ ΧΑΛΚ

Υπό όρο απόλυση καταδίκων με ποσοστό αναπηρίας. Άρθρο 110Α παρ. 2 στοιχ. β’ ΠΚ. Αντισυνταγματικότητα διάταξης. Επιβολή πρόσκαιρης κάθειρξης. Απαραίτητες προϋποθέσεις για την υπό όρο απόλυση του εκτίοντος πρόσκαιρη κάθειρξη καταδίκου με ποσοστό αναπηρίας. Έκτιση του 1/5 της ποινής και ποσοστό αναπηρίας άνω του 67%. Πιστοποίηση του ποσοστού αναπηρίας. Πιστοποίηση αναπηρίας: πραγματογνωμοσύνη ή βεβαίωση από το Κέντρο Πιστοποίησης Αναπηρίας (ΚΕ.ΠΑ.). Ωστόσο, η διάταξη του ά. 110Α παρ. 2 στοιχ. β’ ΠΚ, η οποία αξιώνει μόνο ποσοστό αναπηρίας άνω του 67% και έκτιση ενός ελαχίστου μέρους της ποινής, ήτοι του 1/5, ακόμη και πλασματική έκτιση, είναι αντισυνταγματική, αφού δεν εξετάζεται αν τα αντίστοιχα προβλήματα υγείας υπήρχαν και πριν από την τέλεση της πράξης ή προέκυψαν στη συνέχεια, καθώς και η διαγωγή του υφ’όρον απολυθέντος μετά την απόλυσή του. Εν προκειμένω, το ποσοστό αναπηρίας ανέρχεται στο 82%, το οποίο προκύπτει σωρευτικά από περισσότερες ασθένειες. Απορρίπτει αίτηση ως μη νόμιμη, διότι κατά την κρίση του Συμβουλίου η διάταξη του ά. 110Α παρ. 2 στοιχ. β’ ΠΚ είναι αντισυνταγματική, βάσει των ως άνω. Βλ. αντίθετη εισαγγελική πρόταση, βάσει της οποίας προτείνεται η υφ’όρον απόλυση του κρατουμένου.

Αριθμός: 216/2018 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΩΝ ΧΑΛΚΙΔΑΣ Αποτελούμενο από τους Δικαστές Μιχαήλ Ντόστα, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Ιωάννη Τσιφούκη (Εισηγητή) και Παρασκευή Κοντού, Πλημ/κες. Συνήλθε στο Κατάστημα του Πρωτοδικείου Χαλκίδας την 19-12-2018 παρουσία της Γραμματέως Παναγιώτας - Βασιλικής Πανταζή για να αποφανθεί, αφού διασκεφθεί στη με αριθμό 243/2018 έγγραφη πρόταση της Αντεισαγγελέως, Όλγας Ηλιοπούλου, η οποία έχει το ακόλουθο περιεχόμενο: Προς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Χαλκίδας Εισάγουμε ενώπιον του Συμβουλίου Σας σύμφωνα με τα άρθρα 32 παρ. 1 και 4, 138 παρ. 2β ΚΠΔ και 105 επ. ΠΚ την από 7-11-2018 αίτηση του ... κρατουμένου του Καταστήματος Κράτησης Χαλκίδας, αιτουμένου την υπό όρο απόλυσή του κατά το άρθρο 110Α παρ. 2 ΠΚ και εκθέτουμε τα κάτωθι: Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 110Α παρ. 2 του Π.Κ «Η απόλυση χορηγείται, ανεξαρτήτως της συνδρομής των προϋποθέσεων των άρθρων 105 και 106 και στις πιο κάτω περιπτώσεις, που έχει επιβληθεί πρόσκαιρη στερητική της ελευθερίας ποινή: α) στους καταδίκους με ποσοστό αναπηρίας πενήντα τοις εκατό (50%) και άνω, εφόσον κρίνεται ότι η παραμονή τους στο κατάστημα κράτησης καθίσταται ιδιαίτερα επαχθής λόγω αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης και β) στους καταδίκους με ποσοστό αναπηρίας εξήντα επτά τοις εκατό (67%) και άνω. Σε περίπτωση πρόσκαιρης κάθειρξης, απαιτείται να έχει εκτιθεί με οποιονδήποτε τρόπο το ένα πέμπτο της ποινής». Σύμφωνα δε με την παράγραφο 4, ως τούτη αντικαταστάθηκε από το άρθρο 23 του νόμου 4356/2015, «Η διακρίβωση των προηγούμενων προϋποθέσεων γίνεται μετά από αίτηση του κρατούμενου από το αρμόδιο συμβούλιο πλημμελειοδικών ή, στην περίπτωση κρατούμενου που εκτίει ποινή ισόβιας κάθειρξης, από το συμβούλιο εφετών. Ο εισαγγελέας, μετά την υποβολή της αίτησης, διατάσσει ειδική πραγματογνωμοσύνη για τη διακρίβωση των προϋποθέσεων των προηγούμενων παραγράφων και την πιστοποίηση του ποσοστού αναπηρίας, αν αυτό δεν έχει βεβαιωθεί από το Κέντρο Πιστοποίησης Αναπηρίας (ΚΕ.Π.Α.). Η κατά τα άνω ειδική πραγματογνωμοσύνη ή η βεβαίωση από το ΚΕ.Π.Α. υποβάλλεται από τον εισαγγελέα στο αρμόδιο συμβούλιο μαζί με την πρότασή του. Κατά του βουλεύματος του συμβουλίου εφετών μπορεί να ασκηθεί αναίρεση. Οι λεπτομέρειες σχετικά με την ως άνω ειδική πραγματογνωμοσύνη καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Υγείας. Η ειδική πραγματογνωμοσύνη ή η βεβαίωση του ΚΕ.ΠΑ. υποχρεωτικά προσδιορίζουν εάν η αναπηρία είναι μόνιμη ή πρόσκαιρη, και αναφέρουν στην περίπτωση της πρόσκαιρης αναπηρίας τον χρόνο διάρκειας και το ποσοστό της. Εάν πρόκειται για πρόσκαιρη αναπηρία, ο αρμόδιος εισαγγελέας υποβάλλει ένα (1) μήνα πριν τη λήξη του προσδιοριζόμενου χρόνου αναπηρίας στο αρμόδιο συμβούλιο την πρότασή του για την επανεξέτασή της χορηγηθείσας απόλυσης υπό όρο. Για τον λόγο αυτό δύο (2) μήνες πριν την συμπλήρωση του χρόνου της προσδιορισθείσας αναπηρίας, διατάσσει ειδική πραγματογνωμοσύνη, είτε παραπομπή στο αρμόδιο ΚΕ.Π.Α για την εκ νέου διακρίβωση των προϋποθέσεων για την πιστοποίηση του ποσοστού αναπηρίας. Εάν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των προηγούμενων παραγράφων διατάσσεται η συνέχιση της εκτέλεσης της ποινής. Ο χρόνος που μεσολάβησε από την απόλυση υπό όρο λογίζεται ως πραγματικός χρόνος έκτισης της ποινής. Η επανεξέταση της αναπηρίας και η διακρίβωση των προϋποθέσεων του άρθρου αυτού περατώνεται στο χρονικό διάστημα που προβλέπει το άρθρο 109». Τέλος, κατά την παράγραφο 7 του ως άνω άρθρου «Σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις, εκτός της επιβολής ισόβιας κάθειρξης, δύναται να επιβληθεί μόνο ο όρος της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα. Ανάκληση απόλυσης για παραβίαση όρου δεν χωρεί όταν αυτή προκλήθηκε από λόγους υγείας». Από τα σχετικά έγγραφα προκύπτει ότι ο εν λόγω κατάδικος κρατείται με την υπ’αριθμ. Δ ΜΕΚ 3495/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθήνας, η οποία του επέβαλε συνολική ποινή πρόσκαιρης καθείρξεως δεκαεπτά (17) έτη και είκοσι (20) μήνες και έχει (κατά την ημέρα σύνταξης του πίνακα υπολογισμού ποινής) εκτίσει με ευεργετικό υπολογισμό τρία (3) έτη, έντεκα (11) μήνες και έξι (6) ημέρες. Επομένως (και μέχρι την ημέρα σύνταξης του πίνακα υπολογισμού ποινής, δηλαδή την 12η-11-2018) έχει συμπληρώσει το 1/5 της ποινής του. Κατά συνέπεια, το υπόλοιπο που απομένει να εκτίσει με βάση τον ίδιο πίνακα υπολογισμού ποινής είναι δεκατέσσερα (14) έτη, οκτώ (8) μήνες και έξι (6) ημέρες. Περαιτέρω, εκ της από 9-3-2018 Γνωστοποίησης αποτελέσματος πιστοποίησης αναπηρίας της Διεύθυνσης Ιατρικής Αξιολόγησης του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ κατόπιν αξιολογήσεως από την Πρωτοβάθμια Υγειονομική Επιτροπή του Κέντρου Πιστοποίησης Αναπηρίας (ΚΕ.Π.Α.) συνάγεται ότι το ποσοστό αναπηρίας του ως άνω κρατούμενου ανέρχεται σε ποσοστό 82%, χρονικής διάρκειας από 14-9-2018 έως και 31-8-2019, εκ τούτου πρόσκαιρης αναπηρίας. Εκ της επισκοπήσεως, δε, σωρείας πρόσφατων ιατρικών βεβαιώσεων (ίδ. αντίγραφα αυτών) προκύπτουν, αφενός οι παθήσεις του αιτούντος, αφετέρου η μέχρι προσφάτως συνεχόμενη νοσηλεία του λόγω της βεβαρημένης κατάστασης της υγείας του, ώστε δεν τίθεται σε αμφισβήτηση η βασιμότητα του πορίσματος του ΚΕ.Π.Α. Επομένως, εφόσον συντρέχουν οι τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις, πρέπει να διαταχθεί η απόλυση του κατάδικου αυτού, υπό τον όρο της απαγόρευσης εξόδου από την χώρα μέχρι την λήξη του υπολοίπου της ποινής του. ΓΙΑ ΑΥΤΟΥΣ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΠΡΟΤΕΙΝΟΥΜΕ Να διαταχθεί η υπό όρον απόλυση του ... του .., κρατουμένου του Καταστήματος Κράτησης Χαλκίδας. Και να του επιβληθεί, υπό τον όρο της ανάκλησης της υπό όρο απόλυσης, η υποχρέωση απαγόρευσης εξόδου από την χώρα μέχρι την λήξη του υπολοίπου της ποινής του. 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ 

I) Κατά τη διάταξη του άρθρου 96 § 1 του Συντάγματος, η τιμωρία των εγκλημάτων, όπως και η λήψη όλων των μέτρων, που προβλέπουν οι ποινικοί νόμοι, ανήκει στα τακτικά ποινικά δικαστήρια. Από το συνδυασμό της διάταξης αυτής με το άρθρο 26 του Συντάγματος, που καθιερώνει τη θεμελιώδη για την ελληνική έννομη τάξη αρχή της διάκρισης των λειτουργιών, και το άρθρο 87 § 1 του Συντάγματος, που επιτάσσει την συγκρότηση των δικαστηρίων από τακτικούς δικαστές, που απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία, συνάγεται ότι η εκτέλεση των επιβαλλόμενων ποινών δεν μπορεί να ματαιώνεται ή αναιρείται με πράξεις της εκτελεστικής ή νομοθετικής εξουσίας, και μάλιστα για σκοπούς άσχετους με το αντικείμενο της ποινικής καταστολής (ήτοι της γενικής και ειδικής πρόληψης). Γι'αυτό, άλλωστε, το ίδιο το Σύνταγμα με ειδικές διατάξεις του, που συνιστούν απόκλιση από την αρχή της διάκρισης των λειτουργιών, δίδει σε όργανα της εκτελεστικής ή νομοθετικής εξουσίας τη δυνατότητα ματαίωσης ή μετριασμού των ποινικών κυρώσεων σε εξαιρετικές μόνο περιπτώσεις, αφενός με τον θεσμό της αμνηστίας, που κατ'άρθρο 47 §§ 3 - 4 δίδεται μόνο με νόμο ψηφιζόμενο με πλειοψηφία των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των βουλευτών, αφορά αόριστο αριθμό προσώπων και επιτρέπεται μόνο για πολιτικά εγκλήματα, αφετέρου με τον θεσμό της απονομής χάριτος, που κατ'άρθρο 47 § 1 του Συντάγματος δίδεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης, κατόπιν γνώμης συμβουλίου κατά πλειοψηφία συγκροτούμενου από δικαστές, και η οποία (χάρη) συνίσταται στη μετατροπή ή μετριασμό των ποινών, που επιβάλλουν τα δικαστήρια, ή και στην άρση των κάθε είδους νόμιμων συνεπειών ποινών, που έχουν επιβληθεί και εκτιθεί. Είναι προφανές ότι η τελευταία αυτή διάταξη (του άρθρου 47 § 1) τέθηκε για εξαιρετικές και μόνο περιπτώσεις, όπου η εμμονή στην εκτέλεση της επιβληθείσας με δικαστική απόφαση ποινής παρίσταται σε συγκεκριμένη περίπτωση ανεπιεικής για λόγους, που κρίνονται από τον ανώτατο άρχοντα της Πολιτείας, ύστερα όμως από γνωμοδότηση συμβουλίου κατά πλειοψηφία συγκροτούμενου από δικαστικούς λειτουργούς. Δεν αναφέρεται στην ανωτέρω συνταγματική διάταξη ποιοι λόγοι θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την απονομή χάριτος, αλλά είναι προφανές ότι τέτοιοι λόγοι αφορούν, ιδίως, περιπτώσεις, όπου, ενόψει της κατάστασης υγείας του καταδίκου, της οικογενειακής του κατάστασης, της ενδεχόμενης μεταμέλειάς του, της επανόρθωσης των συνεπειών της πράξης του, παρίσταται πλέον ανεπιεικής η εκτέλεση της ποινής ή η συνδρομή δυσμενών συνεπειών της, ενόψει και της αρχής του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου ως υπέρτατης υποχρέωσης της Πολιτείας (άρθρο 2 § 1 του Συντάγματος) ή άλλων αξιολογήσεων του συνταγματικού νομοθέτη, όπως αυτές που περιέχονται στο άρθρο 21 του Συντάγματος (με το οποίο προστατεύεται, μεταξύ άλλων, η υγεία, η οικογένεια, η μητρότητα, το γήρας, η αναπηρία και η πολύτεκνη οικογένεια). Και πάλι, όμως, σε αυτές τις περιπτώσεις ο μετριασμός ή η απάλειψη των συνεπειών της ποινικής καταδίκης ανατέθηκε στον Ανώτατο Άρχοντα της Πολιτείας και απαιτείται η γνώμη συμβουλίου κατά πλειοψηφία αποτελούμενου από δικαστές, ώστε η ματαίωση των συνεπειών της ποινικής καταδίκης να αποτελεί την εξαίρεση και να μην διασπάται έτσι η αρχή της διάκρισης των λειτουργιών, που θα παραβιαζόταν αν με ευκολία οι καταδικαστικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων καθίσταντο «γράμμα κενό»

 II) Κατά το άρθρο 110Α §§ 2 και 4 ΠΚ, όπως το άρθρο αυτό διαμορφώθηκε κατόπιν διαδοχικών τροποποιήσεων με τους Ν. 4322/2015, 4356/2015 και 4571/2018, η (υφ'όρον) απόλυση χορηγείται ανεξαρτήτως της συνδρομής των προϋποθέσεων των άρθρων 105 και 106 και στις πιο κάτω περιπτώσεις (πλην δηλ. αυτών, που περιοριστικά αναφέρονται στην παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου), που έχει επιβληθεί πρόσκαιρη στερητική της ελευθερίας ποινή: α) στους καταδίκους με ποσοστό αναπηρίας 50% και άνω, εφόσον κρίνεται ότι η παραμονή τους στο κατάστημα κράτησης καθίσταται ιδιαίτερα επαχθής λόγω αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης και β) στους καταδίκους με ποσοστό αναπηρίας 67% και άνω. Σε περίπτωση πρόσκαιρης κάθειρξης απαιτείται να έχει εκτιθεί με οποιονδήποτε τρόπο (άρα και με ευεργετικό υπολογισμό ημερών κράτησης) το ένα πέμπτο της ποινής» (παρ. 2). Για τη διαπίστωση δε του ποσοστού αναπηρίας με την παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου γίνεται παραπομπή στους κανονισμούς και στη διαδικασία, που προβλέπεται από την κοινωνικοασφαλιστική νομοθεσία, χωρίς να επιτρέπεται επομένως η διαφορετική εκτίμηση του ποσοστού αναπηρίας από το δικαστικό συμβούλιο κατ'απόκλιση των οριζόμενων στις κανονιστικές πράξεις για τον προσδιορισμό του ποσοστού αναπηρίας (ΥΑ 39067 ΦΕΚ Β 1067/2015, σε συνδυασμό και με τον Πίνακα της ΥΑ Φ 11321/688/04.05.2011), σε συνδυασμό και με τα πορίσματα της ιατρικής επιστήμης (βλ. σχετικά και Π. Λυμπερόπουλο, Δικαιοπολιτικές κατευθύνσεις στον Ποινικό Κώδικα - Η περίπτωση του άρθρου 110Α, ΝοΒ 66/1194 επ., όπου και κριτική για τη δικαιοπολιτική ορθότητα των σχετικών διατάξεων). Ειδικότερα, ορίζεται επί λέξει στην παράγραφο 4 του άρθρου 110Α «η διακρίβωση των προηγούμενων προϋποθέσεων γίνεται μετά από αίτηση του κρατούμενου από το συμβούλιο πλημμελειοδικών... Ο εισαγγελέας, μετά την υποβολή της αίτησης, διατάσσει ειδική πραγματογνωμοσύνη για τη διακρίβωση των προϋποθέσεων των προηγούμενων παραγράφων και την πιστοποίηση του ποσοστού αναπηρίας, ιδίως εφόσον αυτό δεν έχει βεβαιωθεί από το Κέντρο Πιστοποίησης Αναπηρίας (ΚΕ.Π.Α.). Η κατά τα άνω ειδική πραγματογνωμοσύνη ή η βεβαίωση από το ΚΕ.Π.Α υποβάλλεται από τον εισαγγελέα στο αρμόδιο συμβούλιο μαζί με την πρότασή του». Κύριο, επομένως, αποδεικτικό μέσο για τη διακρίβωση της αναπηρίας και του ποσοστού αυτής αποτελεί η σχετική βεβαίωση του ΚΕ.Π.Α., εκτός αν ο αρμόδιος εισαγγελέας διατηρεί αμφιβολίες σχετικά με την ακρίβεια της βεβαίωσης αυτής, οπότε μπορεί, πριν διατυπώσει την πρότασή του στο συμβούλιο, να διατάξει ειδική πραγματογνωμοσύνη, που διενεργείται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ΚΥΑ 39067/2015 (ΦΕΚ Β 1067/2015), η οποία και πάλι, όμως, θα αποσκοπεί στον βάσει των προβλημάτων υγείας του καταδίκου προσδιορισμό του ποσοστού αναπηρίας του, σύμφωνα με τα ισχύοντα στην κοινωνικοασφαλιστική νομοθεσία, αφού, αν ο νομοθέτης δεν επιθυμούσε τη συσχέτιση αυτή, θα διατηρούσε τη μορφή των διατάξεων του άρθρου 110Α ΠΚ, ως είχε πριν την τροποποίησή του με τους Ν. 4322 και 4356/2015, οπότε και η υφ'όρον απόλυση παρεχόταν μόνον επί ύπαρξης συγκεκριμένων ασθενειών περιοριστικά αναφερόμενων στο νόμο και χωρίς να γίνεται συσχέτιση με τα προσδιοριζόμενα από τα ΚΕ.Π.Α. ποσοστά αναπηρίας. Από την ίδια δε τη γραμματική διατύπωση της διάταξης του άρθρου 110 § 2 στοιχ. β` ΠΚ προκύπτει ότι επί πιστοποιημένης από το ΚΕΠΑ ή από τον ορισθέντα πραγματογνώμονα αναπηρίας άνω του 67% είναι υποχρεωτική η υφ'όρον απόλυση του καταδίκου, εφόσον έχει εκτιθεί με οποιονδήποτε τρόπο το 1/5 της ποινής, χωρίς την εξέταση άλλων προϋποθέσεων, όπως λ.χ. το ποσοστό αναπηρίας να προκύπτει από μία μόνο ασθένεια ή η ασθένεια να είναι τέτοια που να προκαλεί αδυναμία αυτοεξυπηρέτησης του καταδίκου (αυτό προβλέπεται ως προϋπόθεση βάσει του στοιχ. α` της ίδιας παραγράφου για καταδίκους με ποσοστό αναπηρίας μεταξύ 50% και 67%) ή να υφίσταται κίνδυνος επιδείνωσης της κατάστασης της υγείας του καταδίκου ή της ίδιας του της ζωής (εξάλλου με δυσκολία θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι για οποιονδήποτε έγκλειστο σε κατάστημα κράτησης δεν υπάρχει κίνδυνος περαιτέρω επιδείνωσης της υγείας του, εφόσον έχει διαπιστωθεί ότι πάσχει από ασθένειες τέτοιας έκτασης, που να δικαιολογούν ποσοστό αναπηρίας άνω του 67%, και μάλιστα ενώ είναι γενικά γνωστό αλλά και διαπιστωμένο με αποφάσεις του ΕΔΔΑ - βλ. ενδεικτικά την πρόσφατη «... κατά Ελλάδος» της 04.10.2018 με αριθ. προσφυγής .../2016, «Singh κ.α. κατά Ελλάδος» της 19.01.2017 με αριθ. προσφυγής .../2013 - ότι οι συνθήκες κράτησης δεν είναι οι δέουσες για ευρωπαϊκό κράτος από άποψη υγιεινής αλλά και γενικότερα αξιοπρεπούς διαβίωσης). Η υποχρέωση όμως αυτή του δικαστικού συμβουλίου, που απορρέει από τις διατάξεις των παραγράφων 2 στοιχ. β` και 4 να διατάξει την απόλυση καταδίκου με μόνες προϋποθέσεις την έκτιση (ακόμη και πλασματική βάσει ευεργετικού υπολογισμού των ημερών κράτησης) ενός ελάχιστου μέρους της ποινής του (1/5) και τη διαπίστωση αναπηρίας άνω του 67% και μάλιστα χωρίς να εξετάζεται αν τα αντίστοιχα προβλήματα υγείας υπήρχαν και πριν την τέλεση της εγκληματικής πράξης, για την οποία καταδικάστηκε, ή αν προέκυψαν για πρώτη φορά εκ των υστέρων και χωρίς τη δυνατότητα παρακολούθησης της διαγωγής του μετά την απόλυση (αφού ο μόνος επιτρεπτός περιοριστικός όρος κατ'άρθρο 110Α § 7 ΠΚ είναι η απαγόρευση εξόδου από τη χώρα), προσκρούει στις συνταγματικές διατάξεις, που αναφέρονται υπό το στοιχείο I της παρούσας, αφού στις περιπτώσεις αυτές η επιβληθείσα από τα αρμόδιο δικαστήριο ποινή καθίσταται χωρίς αντικείμενο και μένει κατά το μεγαλύτερο μέρος της ανεκτέλεστη, χωρίς όμως να ακολουθηθεί η μόνη δυνατή κατά το Σύνταγμα (και ειδικότερα κατά το άρθρο 47 § 1 αυτού) διαδικασία μετριασμού ή άρσης των δυσμενών συνεπειών της ποινής, που είναι η απονομή χάριτος από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας (διαδικασία που ασφαλώς προβλέφθηκε εξ αρχής ως εξαιρετική, αφού αποτελεί απόκλιση από τον θεμελιώδη κανόνα της διάκρισης των κρατικών λειτουργιών, για την αντιμετώπιση συγκεκριμένων περιπτώσεων, όπου καθίσταται εξαιρετικά επαχθής η εκτέλεση της καταγνωσθείσας ποινής, όπως μπορεί να είναι και η ύπαρξη σοβαρών προβλημάτων υγείας στο πρόσωπο του καταδίκου). Τα παραπάνω, άλλωστε, δεν αναιρούνται από την ανάγκη συμμόρφωσης της Πολιτείας προς τις διατάξεις των άρθρων 2 § 1 του Συντάγματος, κατά το οποίο «ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας» και 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), βάσει του οποίου απαγορεύεται η απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση. Από τις τελευταίες αυτές διατάξεις απορρέει υποχρέωση της Πολιτείας να εξασφαλίζει αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης για όλους τους κρατουμένους στα σωφρονιστικά καταστήματα της χώρας και να λαμβάνει ιδιαίτερη πρόνοια για την παρακολούθηση της υγείας τους και για την αποτελεσματική αντιμετώπιση και θεραπεία των προβλημάτων υγείας και των αναπηριών των εγκλείστων σε αυτά, πλην όμως δεν δικαιολογείται υπό την επίκληση αυτών η ουσιαστική κατάργηση των καταγνωσθεισών από τα ποινικά δικαστήρια της ουσίας ποινών σε βάρος των καταδίκων, που αντιμετωπίζουν εξαρχής ή μετά την καταδίκη τους σοβαρά προβλήματα υγείας. Εν προκειμένω, με την από 07.11.2018 αίτηση του κατάδικου και κρατουμένου, δυνάμει της με αριθμό 3495/2018 συγχωνευτικής απόφασης του Δ΄ Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, με την οποία επιβλήθηκε συνολική ποινή κάθειρξης 17 ετών και 20 μηνών, ... η οποία (αίτηση) διαβιβάσθηκε στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Χαλκίδας με την με αριθμό πρωτοκόλλου .../12.11.2018 αναφορά του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης του Καταστήματος Κράτησης Χαλκίδας, όπου κρατείται ο ανωτέρω κατάδικος, ζητείται η απόλυσή του υπό τον όρο της ανάκλησης λόγω αναπηρίας σε ποσοστό άνω του 67% και συγκεκριμένα σε συνολικό ποσοστό αναπηρίας 82%, το οποίο προκύπτει σωρευτικά από περισσότερες ασθένειες, ήτοι από παλαιό έμφραγμα του μυοκαρδίου και εμφύτευση μόνιμης απινιδωτικής βηματοδοτικής συσκευής, καθώς και σακχαρώδη διαβήτη τύπου II ινσουλινοθεραπευόμενο, το σύνολο δε της εκτιθείσας ποινής του ανέρχεται σε 3 έτη, 11 μήνες και 6 ημέρες, συνυπολογισμένου του ευεργετικού υπολογισμού ημερών λόγω αναπηρίας. Η υπό κρίση αίτηση αρμοδίως εισάγεται ενώπιον του Συμβουλίου αυτού με την με αριθμό 243/2018 πρόταση της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Χαλκίδας (άρθρα 32 §§ 1 και 4, 138 § 2 ΚΠΔ και 110Α § 4 εδ. α` ΠΚ), πλην όμως πρέπει, σύμφωνα και με όσα αναλυτικά εκτέθηκαν στην προηγηθείσα νομική σκέψη, να απορριφθεί ως μη νόμιμη, διότι κατά την κρίση του παρόντος Συμβουλίου η διάταξη του άρθρου 110Α § 2 στοιχ. β` ΠΚ είναι αντισυνταγματική και, επομένως, δεν μπορεί, ενόψει της διάταξης του άρθρου 93 § 4 του Συντάγματος, να εφαρμοστεί από το Συμβούλιο. 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αίτηση. ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στη Χαλκίδα την 19η Δεκεμβρίου 2018.

Για να σ'εκδικηθώ



Σε κοιτώ στα μάτια
και σου δίνω τον λόγο μου
τα χείλια μου, την ηχώ μου
στον απόηχο της ηδονής
ενός έρωτα πληγωμένου
για να σ'εκδικηθώ
σου λέω πως τα ίδια μάτια
αλληθώρισαν κάποτε
σε ομιχλώδη κοιτάσματα
μιας αγοραίας αγάπης
ντύθηκε με πέπλο
αποχρωματισμένη
με τη βούλα του αίματος
πλημμυρισμένη από λίγη ανάμνηση
πασπάλισαν και το ριζικό
να κάνει θόρυβο
στο σκαλάκι της εισόδου
έφτασε και το θανατικό
σαν άλλαξαν τα στέφανα
δύο ξένοι χωρισμένοι από τη λήθη
κοιτώντας τη φωτογραφία σου
-συνήθεια καταραμένη κάθε μέρα-
στο σκοτάδι έλαμπαν τα μάτια μου
με τα κλάματα φωτογυάλι
έπεσε το καντηλάκι
στάχτη και η φωτογραφία
κάηκε η ιεροτελεστία

Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2019

Διατάραξη Συνεδριάσεως Δικαστηρίου

Πότε τα Δικαστήρια διαταράσσονται και πότε είναι διαταραγμένα

Απόφαση 389/1991 Αρείου Πάγου

Διατάραξη συνεδριάσεων δικαστηρίων. Στοιχεία. Αρθρο 197 ΠΚ. Πρόβλεψη δύο σωρευτικώς τελουμένων εγκλημάτων: αυθαίρετη παρεμπόδιση και διατάραξη συνεδριάσεως. Περίπτωση δικηγόρου, που υπέβαλε αίτηση εξαιρέσεως, διαμαρτυρόμενος ταυτόχρονα για προκατάληψη του δικαστή σε βάρος του. Δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα. Αναίρεση για εσφαλμένη ερμηνεία.

Προεδρεύων ο Αντιπρόεδρος Χ. Χριστοφορίδης - Εισηγητής ο Αρεοπαγίτης Γ. Παπαγεωργίου 

Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 197 του ΠΚ "όποιος χωρίς να διαταράξει την κοινή ειρήνη εμποδίζει αυθαίρετα την συνεδρίαση δικαστηρίου ή τη διαταράσσει σοβαρά με διέγερση θορύβου ή αταξίας ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών". Η διάταξη αυτή προβλέπει δύο σωρευτικώς τελούμενα εγκλήματα, αφενός την αυθαίρετη παρεμπόδιση της συνεδρίασης του δικαστηρίου και αφετέρου την διατάραξη αυτής, κάθε ένα δε από αυτά μπορεί να τελεστεί με την διέγερση θορύβου, αταξίας ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο. Η παρεμπόδιση τελείται όταν δεν κατέστη από την ενέργεια του υπαιτίου εφικτή η έναρξη ή η εξακολούθηση της συνεδριάσεως, με αποτέλεσμα να ματαιωθεί, η διατάραξη, δε, όταν δυσχεραίνεται η κανονική διεξαγωγή της αρξαμένης ήδη συνεδρίασης ή διακόπτεται αυτή. Για την συγκρότηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της διατάραξης των συνεδριάσεων πρέπει η παρεμπόδιση ή διατάραξη να γίνεται αυθαίρετα, δηλαδή χωρίς δικαίωμα του ενεργούντος. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος που συνίσταται στην θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών, τα οποία απαρτίζουν την έννοια της πιο πάνω πράξης, και ενδεχόμενος δόλος αρκεί. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 εδ. ε΄ του ΚΠΔ εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν ο δικαστής χωρίς να παρερμηνεύει το νόμο δεν υπάγει στην αληθινή έννοιά τους τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι προέκυψαν, αλλά σε άλλη διάταξη νόμου που δεν αρμόζει στην συγκεκριμένη υπόθεση. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, ο αναιρεσείων Δικηγόρος Θεσσαλονίκης καταδικάστηκε για διατάραξη της συνεδριάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που δίκαζε, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, της πράξης του αυτής συνιστάμενης ειδικότερα στο ότι:"Στη Θεσσαλονίκη την 30.4.1984 κατά τη συνεδρίαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου που δίκαζε κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, κατά την οποία δικαζόταν η υπόθεση μεταξύ της αιτούσης Ε. συζύγου P.M. (θυγατρός και πελάτιδός του) κατά της ομορρύθμου εταιρείας "Δ.Μ.Κ.Β. και Δ.Μ.Ο.Ε.", που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη, όταν εκφωνήθηκε από το Δικαστή η υπόθεση, εμφανίστηκε και απευθυνόμενος στον Πρόεδρο του Δικαστηρίου (Δικαστή) αναφέρθηκε σε άσχετα με την υπόθεση θέματα και σε παρατήρηση να περιοριστεί στην υπόθεση, συνέχισε διαμαρτυρόμενος λέγοντας: "δεν μπορείτε εσείς να μου στερήσετε το δικαίωμα του αναφέρεσθαι εις τας αρχάς, το οποίο προβλέπεται από το άρθρο 3 του Συντάγματος σε προσωπική μου υπόθεση", και σε ερώτηση του Προέδρου, γιατί τα αναφέρει αυτά, απάντησε ότι προβάλλει την αίτηση εξαιρέσεως του Δικαστή, διότι: "διαπίστωσα προκατάληψή σας ενώπιον εμού προσωπικά ως δικηγόρου, των υποθέσεων της οικογενείας μου και όλων των πελατών μου, όσων υποθέσεων χειριστήκατε εσείς. Αναφέρομαι σε 10 υποθέσεις που δικάσατε εσείς και στις οποίες με κατατροπώσατε. Έχω υποβάλει καταγγελία ενώπιον του Αρείου Πάγου και του κ. Εισαγγελέα, εναντίον ορισμένων δικαστών και εναντίον σας". Με αυτά τα πραγματικά περιστατικά που περιλαμβάνονται στο διατακτικό της απόφασης και αναφέρονται στις παραδοχές του αιτιολογικού της, έκρινε το Εφετείο ότι στοιχειοθετείται αντικειμενικά και υποκειμενικά η υπόσταση του εγκλήματος της διατάραξης της συνεδρίασης του Δικαστηρίου. Έτσι, όμως, όπως έκρινε το Εφετείο, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε την διάταξη του άρθρου 197 του ΠΚ, καθόσον τα πραγματικά περιστατικά, για τα οποία κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων, δεν συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του πιο πάνω εγκλήματος, αφού: α) Η διαμαρτυρία του αναιρεσείοντος για την μη στέρηση του δικαιώματος του αναφέρεσθαι και η υποβολή της αίτησης εξαιρέσεως δεν αποτελούν διέγερση θορύβου ή αταξίας, ώστε να εμποδισθεί ή διαταραχθεί η Συνεδρίαση του Δικαστηρίου, β) δεν επήλθε εμπόδιση ή διατάραξη της συνεδριάσεως με την έννοια που αναφέρθηκε στην μείζονα σκέψη, γ) η διαμαρτυρία του αναιρεσείοντος, συνοδευόμενη από την υποβολή αιτήσεως εξαιρέσεως του Δικαστή, δεν έγινε χωρίς δικαίωμα, δηλαδή δεν ήταν αυθαίρετη, ενόψει του ότι η υποβολή αιτήσεως εξαιρέσεως αποτελεί δικαίωμα του διαδίκου και προβλέπεται από τα άρθρα 52 επόμ. του ΚΠολΔ, ο αναιρεσείων παρίστατο ως δικηγόρος σε υπόθεση στην οποία διάδικος ήταν η θυγατέρα του Ε.Μ., και δ) από τα ως άνω πραγματικά περιστατικά δεν προκύπτει η δολία προαίρεση του αναιρεσείοντος με την μορφή, είτε του αμέσου, είτε του ενδεχόμενου δόλου, ώστε να στοιχειοθετείται και το υποκειμενικό στοιχείο του εγκλήματος. Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 εδ. Ε΄ του ΚΠΔ τέταρτος λόγος αναίρεσης, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και, εν όψει του ότι δεν υπάρχει αξιόποινη πράξη και ως εκ τούτου δεν συντρέχει περίπτωση παραπομπής της υπόθεσης προς νέα συζήτηση, σύμφωνα με τα άρθρο 519 του ΚΠΔ, να κηρυχθεί από το Δικαστήριο τούτο αθώος ο αναιρεσείων κατά το άρθρο 518 παρ. 1 του ΚΠΔ.

Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2019

Τα συγκρουόμενα



Περιφέρονταν σε σύγχυση
αυτοκινητάκια συγκρουόμενα
με θύματα εξιλαστήρια
και ελαστικά όσο η μίζα τους
παραπονούμενα που στην επίσημη κούρσα
οι θεατές χειροκροτούσαν την ταχύτητα
τυφλωμένοι από τα κατά συνθήκην ατυχήματα
ήταν προδιαγεγραμμένη η κίνηση
προσυνεννοημένη η απόσταση
προσανατολισμένη και η σύγκρουση
ερωτοσκιρτούσαν τα φρένα
πατώντας το γκάζι στις τύψεις
σαν κόρνα η κατάληξη
υπενθύμιζε το μοιραίο αντίο
μυοκτονία ή αυτοκτονία
διαφορετικό το θύμα
επώνυμος ο θύτης
συγκρουόμενα τα συναισθήματα
συντετλιμμένα τα κομμάτια
ενός σώματος που ανασύρθηκε
από ένα τροχαίο που τόσο το είχε ανάγκη


Τρίτη 8 Ιανουαρίου 2019

Απόφαση-Κόλαφος του Αρείου Πάγου υπέρ Καθαρίστριας



Το Πενταμελές Εφετείο Λάρισας, που καταδίκασε την γνωστή βασανισμένη καθαρίστρια, την οποία και έστειλε στη Φυλακή, για τα μέλη του οποίου εκδόθηκε Ανακοίνωση Συμπαράστασης από την Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, δεν αξιολόγησε καθόλου την Νομολογία του Αρείου Πάγου (ίδετε και απόφαση 1074/2018 Α.Π., με την οποία έγινε δεκτή Αναίρεση της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, για το ίδιο νομικό θέμα).
Ο Άρειος Πάγος, με μία απόφαση - κόσμημα, με Εισηγήτρια την Αρεοπαγίτη, κ. Βασιλική Ηλιοπούλου, σύζυγο του Αρεοπαγίτη, κ. Γεώργιου Παπανδρέου, απέδειξε ότι η Ελληνική Δικαιοσύνη αποδίδει δίκαιο, όχι μόνον για τους ισχυρούς, αλλά και για κάθε κατηγορία πολιτών, και δη των αδύναμων, που το έχουν τόσο ανάγκη.



Καταδίκη για απάτη κατ’εξακολούθηση. Στοιχεία αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης. Απάτη που συνεπάγεται περιοδικές καταβολές (π.χ. μισθοί). Επί απάτης που συνεπάγεται περιοδικές καταβολές δεν νοείται κατ’εξακολούθηση έγκλημα, αφού, για να υπάρξει αυτό, θα πρέπει κάθε φορά να διαπράττεται μία νέα αυτοτελής απάτη. Η παράλειψη άρσης της περιουσιακής διάθεσης είναι ποινικά αδιάφορη. Σε διαφορετική περίπτωση θα οδηγούμασταν στην μετατροπή του στιγμιαίου εγκλήματος σε διαρκές. Χρόνος τέλεσης της απάτης. Ο χρόνος κατά τον οποίο ο δράστης ενήργησε και ολοκλήρωσε την απατηλή συμπεριφορά του. Αδιάφορος ο μεταγενέστερος χρόνος επέλευσης της περιουσιακής βλάβης. Πραγματικά περιστατικά. Προσκόμιση πλαστού απολυτηρίου Γυμνασίου (εξατάξιου) από την κατηγορουμένη - εργαζόμενη σε Δημοτική επιχείρηση Δήμου, προκειμένου να προσληφθεί ως διοικητική υπάλληλος ΔΕ (δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης) και όχι ΥΕ (υποχρεωτικής εκπαίδευσης). Ποινική Δικονομία. Αναίρεση. Λόγοι. Έλλειψη αιτιολογίας. Εσφαλμένη ερμηνεία. Ασάφεια ως προς την κατ’εξακολούθηση απάτη. Πιο συγκεκριμένα, δεν αναφέρεται στην απόφαση αν κάθε περιουσιακή διάθεση είναι αποτέλεσμα χωριστής πλάνης του παθόντος, που έχει προκληθεί από χωριστή απατηλή συμπεριφορά της κατηγορουμένης, ή αποτέλεσμα της άπαξ επελθούσας πλάνης, οπότε δεν τίθεται θέμα κατ’εξακολούθηση απάτης. Ασάφεια ως προς τον χρόνο τέλεσης της απάτης. Ενώ ως χρόνος τέλεσης της κατ’εξακολούθηση απάτης φέρεται το διάστημα από 1/4/2010 έως 23/12/2014, η ζημία του Δήμου υπολογίζεται από τις 28/12/2002, ήτοι την ημερομηνία πρόσληψης της κατηγορουμένης βάσει του πλαστού απολυτηρίου, σαν να πρόκειται για άπαξ τελεσθείσα απάτη. Αναιρεί την υπ’αριθμ. ΑΤ 1143/2017 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς για τους ως άνω λόγους.
Αριθμός 983/2018 
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Χυτήρογλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεώργιο Παπαηλιάδη, Ναυσικά Φράγκου, Βασιλική Ηλιοπούλου - Εισηγήτρια και Βασιλική Μπαζάκη - Δρακούλη, Αρεοπαγίτες. 
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Οκτωβρίου 2017, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Αγγελή, (κωλυομένης της Εισαγγελέως) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης ..., η οποία παραστάθηκε με την πληρεξουσία δικηγόρο της ..., για αναίρεση της υπ'αριθ. ΑΤ-1143/2017 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς. Mε πολιτικώς ενάγοντα τον "ΔΗΜΟ ......", ο οποίος εκπροσωπείται νόμιμα, και ο οποίος δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ'αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην υπ'αριθ. πρωτ. .../12.7.2017 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό.../2017. Αφού άκουσε την πληρεξούσια δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 
Η υπό κρίση, υπ'αρ. πρωτ. .../12-7-2017, αίτηση - δήλωση προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για αναίρεση της υπ'αρ. ΑΤ - 1143/2017 τελεσίδικης απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, με την οποία η αναιρεσείουσα κηρύχθηκε ένοχη για την αξιόποινη πράξη της απάτης κατ'εξακολούθηση και καταδικάσθηκε σε ποινή φυλάκισης 6 μηνών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη επί τριετία, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 473 παρ. 2, 3, 474 παρ. 1 και 2 ΚΠΔ). Είναι συνεπώς τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ'ουσίαν  
Ι. Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 του ΠΚ, "όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του υπαλλακτικώς μικτού εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή και σε άλλον (τρίτον) παράνομο περιουσιακό όφελος, έστω και αν τελικώς δεν επιτευχθεί το όφελος β) εν γνώσει, υπό την έννοια του άμεσου δόλου, παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον πράξη, παράλειψη ή ανοχή. Η παράσταση ψευδών γεγονότων μπορεί να συνίσταται σε οποιαδήποτε ανακοίνωση, δήλωση ή ισχυρισμό, στον οποίο υπάρχει ανακριβής απεικόνιση της πραγματικότητας, μπορεί δε να είναι ρητή ή να συνάγεται και συμπερασματικά από τη συμπεριφορά του δράστη, και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την απατηλή συμπεριφορά (παραπλανητική ενέργεια ή παράλειψη του δράστη) και την συνεπεία αυτής πλάνη εκείνου που προέβη στην περιουσιακή διάθεση, χωρίς να απαιτείται ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζημιωθέντος (ΑΠ 782/2017). Η κατά τα άνω παραπλάνηση του άλλου πραγματώνεται, με τρεις υπαλλακτικά μικτούς τρόπους (παράσταση - απόκρυψη - παρασιώπηση) που κατατείνουν σε ένα και το αυτό έγκλημα, οι οποίοι διαφέρουν εννοιολογικά μεταξύ τους και από τους οποίους οι δύο πρώτοι συνιστούν περιπτώσεις θετικής απατηλής συμπεριφοράς, ενώ ο τρίτος, της παρασιώπησης αληθινών γεγονότων, περίπτωση απατηλής συμπεριφοράς διά παραλείψεως, με την παράλειψη δηλαδή ανακοίνωσης αληθινών γεγονότων, για τα οποία υπήρχε υποχρέωση ανακοίνωσης από τον νόμο, σύμβαση ή προηγούμενη συμπεριφορά του υπαιτίου (ΑΠ 648/2014, ΑΠ 210/2012, ΑΠ 833/2016). Η πράξη εξαπάτησης πρέπει να κατευθύνεται στην πρόκληση ή διατήρηση πλάνης σε άλλον. Με την έκφραση ...διατήρηση πλάνης ... δεν εννοείται κατ'ακριβολογία η διατήρηση μιας αρχικά υφιστάμενης αμετάβλητης παράστασης, αλλά παράλειψη του δράστη να αποτρέψει ή να άρει επιγενόμενη πλάνη, οφειλόμενη στο ότι ο διαθέτων θεωρεί υφιστάμενη μία κατάσταση, η οποία, όμως, στην πραγματικότητα έχει εν τω μεταξύ μεταβληθεί. Χρόνος τέλεσης του εγκλήματος της απάτης θεωρείται, ενόψει του άρθρου 17 ΠΚ, ο χρόνος, κατά τον οποίο ο δράστης, με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, ενήργησε και ολοκλήρωσε την απατηλή συμπεριφορά του, προβαίνοντας στην παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή στην αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση των αληθινών, που συνιστούν τους υπαλλακτικώς μικτούς τρόπους τέλεσης της απάτης, είναι δε αδιάφορος ο μεταγενέστερος χρόνος επέλευσης της περιουσιακής βλάβης στον παθόντα, με την οποία ολοκληρώνεται η απάτη, καθώς και ο χρόνος, που επιχειρήθηκε η ζημιογόνος ενέργεια, παράλειψη η ανοχή του παραπλανηθέντα (ΑΠ 75/2016, ΑΠ 833/2016). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 98 Π.Κ. προκύπτει, ότι κατ'εξακολούθηση έγκλημα είναι εκείνο, το οποίο τελείται από το ίδιο πρόσωπο και απαρτίζεται από περισσότερες αυτοτελείς ομοειδείς μερικότερες πράξεις, διακρινόμενες χρονικά μεταξύ τους, που προσβάλλουν το ίδιο έννομο αγαθό και κάθε μία περιέχει πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, συνδέονται δε μεταξύ τους με την ταυτότητα της απόφασης για την τέλεσή τους (ΑΠ 613/2015, ΑΠ 1309/2015). Έτσι, προκειμένου περί απάτης, τότε μόνο υπάρχουν περισσότερες πράξεις, που αν συνδέονται και με την ταυτότητα της απόφασης προς τέλεσή τους, θα αποτελούν κατ'εξακολούθηση τέλεση αυτής, αν κάθε επιζήμια για τον παθόντα πράξη είναι αποτέλεσμα χωριστής πλάνης του εξαπατηθέντος, που προκλήθηκε από χωριστή απατηλή συμπεριφορά του κατηγορουμένου. Αντίθετα, τελείται μία πράξη απάτης και όχι περισσότερες εξακολουθητικώς τελούμενες, όταν συνεπεία της άπαξ προκληθείσας πλάνης, ο εξαπατηθείς προβαίνει σε περισσότερες και σε διαφορετικούς χρόνους (διαδοχικές) επιζήμιες πράξεις (ΑΠ 1037/2013, ΑΠ 613/2015). Έτσι, επί απάτης που συνεπάγεται περιοδικές καταβολές εκ μέρους του εξαπατηθέντος, συνιστάμενες στη χωρίς υποχρέωση καταβολή ενός επιδόματος ή μισθού δεν συντρέχει περίπτωση κατ'εξακολούθηση τέλεσης της απάτης, αφού, για να υπάρξει εξακολουθούν έγκλημα, θα πρέπει να διαπράττεται κάθε φορά μία νέα αυτοτελής απάτη. Εξάλλου, όταν η εξαπάτηση είναι το αποτέλεσμα της θετικής ενέργειας της ψευδούς παράστασης, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνεχίζεται με τη μορφή της παράλειψης άρσης της πλάνης του θύματος, ως ένα δήθεν έγκλημα μη γνήσιας παράλειψης. Κάτι τέτοιο θα οδηγούσε στη μετατροπή κάθε στιγμιαίου εγκλήματος σε διαρκές και κάθε εγκληματική ενέργεια σε σύνθετη συμπεριφορά (ενέργειας και παράλειψης), που έχει ως συνέπεια η διάπραξή της να διαρκεί για όσο χρονικό διάστημα δεν επέρχονται ακόμη τα τελικά αποτελέσματά τους. Έτσι, σε περίπτωση που η πλάνη του θύματος και η περιουσιακή διάθεση, την οποία επιχειρεί, προκαλείται με θετική ενέργεια, η παράλειψη άρσης αυτής της διάθεσης είναι ποινικά αδιάφορη. Δεν δημιουργείται δε υποχρέωση άρσης της ήδη επελθούσας πλάνης, που οδηγεί σε διαδοχικές διαθέσεις και διαδοχικές επιζήμιες συνέπειες, που αντιστοιχούν στο συνολικό όφελος, στο οποίο απέβλεπε ο δράστης με την άπαξ επιδειχθείσα απατηλή συμπεριφορά του, και που εντάσσονται σε ένα και το αυτό έγκλημα απάτης, με το οποίο δεν δημιουργείται κάποιος άλλος κίνδυνος για κάποιο άλλο αγαθό, αλλά είναι το ίδιο περιουσιακό αγαθό του τρίτου με το ίδιο υλικό αντικείμενο που πλήττεται στην ίδια έκταση, δηλ. στο ίδιο ποσό, στο οποίο εξ αρχής απέβλεψε ο δράστης ως περιουσιακό όφελος. Διαφορετική εκδοχή θα οδηγούσε στο αποτέλεσμα, σε κάθε περίπτωση που η περιουσιακή διάθεση και η εξ αυτής βλάβη δεν επέρχεται ταυτόχρονα με την ολοκλήρωση της παραπλανητικής συμπεριφοράς και την εξ αυτής προκληθείσα πλάνη, αλλά μεταγενέστερα, να δημιουργείται, από το χρονικό σημείο της επελθούσας πλάνης, αμέσως υποχρέωση του δράστη, λόγω προηγούμενης επικίνδυνης κατάστασης που ο ίδιος δημιούργησε, να αποτρέψει την περιουσιακή διάθεση, στην οποία, όμως, απέβλεπε με την αμέσως προηγηθείσα συμπεριφορά του.
ΙΙ. Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ ΚΠΔ, όταν εκτίθενται σ'αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των αποδειχθέντων περιστατικών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό της απόφασης, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της απόφασης, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατύπωσης του σκεπτικού της (ΑΠ 8/2017, ΑΠ 226/16). Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω και κατά το είδος τους, χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι, κατ'αρχήν, αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικές συνθήκες τέλεσής του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή που προκύπτει από τα περιστατικά που αναφέρονται σ'αυτή, εκτός εάν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία, για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξης (άμεσος δόλος), όπως π.χ. στην ψευδορκία, ή η επιδίωξη ορισμένου σκοπού περαιτέρω (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση) (ΑΠ 66/2017, ΑΠ 122/2016), οπότε η ύπαρξη τέτοιου δόλου πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως (ΑΠ 290/2016). 
III. Λόγο αναίρεσης της απόφασης συνιστά, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Ε` του ΚΠΔ, και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το Δικαστήριο αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν το Δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της απόφασης, που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης (ΟλΑΠ 2/2011, ΑΠ 75/2016).
IV. Στην προκείμενη περίπτωση, το δικάσαν κατ'έφεση, Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς, με την προσβαλλόμενη υπ'αρ. ΑΤ-1143/2017 απόφασή του, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του και μνημονεύει κατ'είδος, αποδείχθηκαν τα εξής: ...ότι η εκκαλούσα, στον ..., κατά το χρονικό διάστημα από 1.4.2010 έως και 23.12.2014, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος, έχοντας σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος έβλαψε ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών και την αθέμιτη παρασιώπηση αληθινών γεγονότων. Ειδικότερα, η εκκαλούσα στις 2-10-2000 προσλήφθηκε ως εργάτρια εσωτερικής εργασίας (καθαρίστρια) στην Δημοτική Επιχείρηση του Δήμου ... και στη συνέχεια, την 1-4-2010, μεταφέρθηκε στον Δήμο ..., δυνάμει της υπ'αριθ. 425/23-11-2009 απόφασης του Δημοτικού Συμβουλίου, η οποία δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ με αριθμό …/24-3-2010. Με την προσκόμιση, δε, στις 28-12-2002 [οπότε και προσλήφθηκε με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου από την Δημοτική Επιχείρηση Έργων Πολιτισμού Ανάπτυξης Προβολής επικοινωνίας ... (ΔΕΕΠΑΠΕΚ), η οποία αργότερα μετονομάστηκε σε ΔΗΚΕΚΟ, ως υπάλληλος γραφείου-γραμματέας, δηλαδή διοικητική υπάλληλος], του πλαστού από 24-6-1975 απολυτηρίου από το ... Ναυτικόν Γυμνάσιον ... Χίου, στο οποίο βεβαιώνεται ότι αυτή απολύθηκε από την ΣΤ` τάξη του ανωτέρω σχολείου, το οποίο είναι πλαστό γιατί ουδέποτε εκδόθηκε από τον γυμνασιάρχη και τους καθηγητές του ανωτέρω γυμνασίου, παρέστησε ψευδώς στο Δήμο ..., προκειμένου να καλύψει προσωποπαγή θέση εργασίας ΙΔΑΧ ως διοικητική υπάλληλος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (ΔΕ), ότι είναι απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και ότι έχει αποφοιτήσει από το εξατάξιο γυμνάσιο, ενώ η αλήθεια είναι ότι ουδέποτε ολοκλήρωσε το εξατάξιο γυμνάσιο, αφού εγκατέλειψε τις σπουδές της στην ΣΤ΄ τάξη, προκειμένου να παντρευτεί, και επομένως τα τυπικά της προσόντα είναι αυτά υπαλλήλου υποχρεωτικής και όχι δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Με την ανωτέρω ψευδή παράσταση έπεισε το Δήμο ... να την τοποθετήσει σε προσωρινή προσωποπαγή θέση εργασίας ΙΔΑΧ ως διοικητική υπάλληλο κατηγορίας ΔΕ, ενώ τα τυπικά της προσόντα ήταν υπαλλήλου ΥΕ, με αποτέλεσμα να της καταβάλει το μεγαλύτερο μισθό που προβλέπεται για τον υπάλληλο ΔΕ σε σχέση με τον υπάλληλο ΥΕ, η διαφορά του οποίου ανέρχεται στο ποσό των 7.333 ευρώ και αφορά όλο το χρονικό διάστημα από 28-12-2002 έως και 23-12-2014, οπότε η κατηγορουμένη τέθηκε σε αυτοδίκαιη αργία, ποσό κατά το οποίο ζημιώθηκε ο Δήμος ... και ωφελήθηκε παράνομα η κατηγορουμένη. Εξάλλου, ο ισχυρισμός περί παραγραφής, της αποδιδόμενης στην εκκαλούσα αξιόποινης πράξης της απάτης κατ'εξακολούθηση, πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος, καθόσον, εν προκειμένω, από τον χρόνο τέλεσης της πράξης, ήτοι από τις απατηλές διαβεβαιώσεις στο Δήμο ... - στον οποίο, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, η εκκαλούσα μεταφέρθηκε την 1-4-2010 - ότι τυγχάνει κάτοχος τίτλου σπουδών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, και δη του ανωτέρω αναφερομένου απολυτηρίου εξατάξιου Γυμνασίου, έως και την αμετάκλητη παραπομπή της εκκαλούσας στο ακροατήριο (31-3-2015) δεν παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της πενταετίας, και επομένως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 1, 3, 112 και 113 ΠΚ, δεν επήλθε εξάλειψη του αξιοποίνου λόγω παραγραφής. Περαιτέρω, πρέπει να αναγνωρισθεί ως συντρέχουσα στο πρόσωπο της εκκαλούσας, η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. β ΠΚ... Ακολούθως το Δικαστήριο κήρυξε ένοχη την κατηγορουμένη του ότι :... Στον ..., κατά το χρονικό διάστημα από 1.4.2010 έως και 23.12.2014, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος, έχοντας σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος έβλαψε ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών και την αθέμιτη παρασιώπηση αληθινών γεγονότων. Ειδικότερα, κατά τον άνω τόπο και χρόνο, με την προσκόμιση του πλαστού από 24-6-1975 απολυτηρίου από το ...Ναυτικόν Γυμνάσιον ..., στο οποίο βεβαιώνεται ότι αυτή απολύθηκε από την ΣΤ` τάξη του ανωτέρω σχολείου (τμήμα κλασσικό), το οποίο είναι πλαστό, γιατί ουδέποτε εκδόθηκε από τον γυμνασιάρχη και τους καθηγητές του ανωτέρω γυμνασίου (καθώς αφενός μεν τα αναγραφόμενα σε αυτό στοιχεία του αριθμού μαθητολογίου (...), του αριθμού βιβλίου πιστοποιητικών σπουδών (...), του αύξοντα αριθμού εγγραφής στο Δημοτολόγιο Δήμου ... (.../3), του αριθμού πιστοποιητικού του Δήμου ... (.../17-6-1969) και του αριθμού απολυτήριου (...) ανήκουν σε άλλη μαθήτρια και αφορούν ενδεικτικό άλλου, αφετέρου δε η κατηγορουμένη δεν συμπεριλαμβάνεται στους απολυμένους της ΣΤ` τάξης Κλασσικής Κατεύθυνσης του έτους σχολικού έτους 1974-1975), παρέστησε ψευδώς στο Δήμο ..., στον οποίο μεταφέρθηκε ως πλεονάζον προσωπικό από τη Δημοτική Επιχείρηση ΔΗΚΕΚΟ, δυνάμει της υπ` αριθμ. …/23-11-2009 απόφασης του Δημοτικού Συμβουλίου, η οποία δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ με αριθμό 237/24-4-2010, προκειμένου να καλύψει προσωποπαγή θέση εργασίας ΙΔΑΧ ως διοικητική υπάλληλος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (ΔΕ), ότι είναι απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και ότι έχει αποφοιτήσει από το εξατάξιο γυμνάσιο, ενώ η αλήθεια είναι ότι ουδέποτε ολοκλήρωσε το εξατάξιο γυμνάσιο, αφού εγκατέλειψε τις σπουδές της στην ΣΤ` τάξη, προκειμένου να παντρευτεί, και επομένως τα τυπικά της προσόντα είναι αυτά υπαλλήλου υποχρεωτικής και όχι δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Με την ανωτέρω ψευδή παράσταση έπεισε το Δήμο ... να την τοποθετήσει σε προσωρινή προσωποπαγή θέση εργασίας ΙΔΑΧ ως διοικητική υπάλληλο κατηγορίας ΔΕ, ενώ τα τυπικά της προσόντα ήταν υπαλλήλου ΥΕ, με αποτέλεσμα να της καταβάλει το μεγαλύτερο μισθό που προβλέπεται για τον υπάλληλο ΔΕ σε σχέση με τον υπάλληλο ΥΕ, η διαφορά του οποίου ανέρχεται στο ποσό των 7.333 ευρώ, και αφορά όλο το χρονικό διάστημα από 28-12-2002 έως και 23-12-2014, οπότε η κατηγορουμένη τέθηκε σε αυτοδίκαιη αργία, ποσό κατά το οποίο ζημιώθηκε ο Δήμος ... και ωφελήθηκε παράνομα η κατηγορουμένη... .
V. Με αυτά, όμως, που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας, στέρησε την απόφασή του από την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, και παραβίασε εκ πλαγίου τις εφαρμοσθείσες ποινικές διατάξεις των άρθρων 98 και 386 του ΠΚ, διότι, ενώ δέχεται ότι η πράξη της απάτης τελέσθηκε κατ'εξακολούθηση, δηλαδή με περισσότερες πράξεις, δεν εκθέτει εάν η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της απάτης πληρώθηκε αντίστοιχες φορές, και αφήνει αδιευκρίνιστο αν κάθε επιζήμια περιουσιακή διάθεση κατά το επίδικο χρονικό διάστημα είναι αποτέλεσμα χωριστής πλάνης του παθόντος, που έχει προκληθεί από χωριστή απατηλή συμπεριφορά του κατηγορουμένου, ή μήπως, συνεπεία της άπαξ επελθούσας πλάνης, ο παθών προέβη σε διαδοχικές απλώς επιζήμιες ενέργειες, οπότε δεν τίθεται θέμα κατ'εξακολούθηση τέλεσης της απάτης (ΑΠ 840/2007, ΑΠ 930/2009). Η ασάφεια περί του εάν πρόκειται για κατ'εξακολούθηση απάτη επιτείνεται και από το γεγονός ότι, ενώ ως χρόνος τέλεσης της απάτης κατ'εξακολούθηση φέρεται το χρονικό διάστημα από 1.4.2010 έως και 23.12.2014, στην προσβαλλόμενη απόφαση η ζημιά του Δήμου υπολογίζεται από τις 28-12-2002, δηλ. από την πρόσληψη της κατ/νης με βάση το προσκομισθέν πλαστό απολυτήριο, σαν να πρόκειται για άπαξ τελεσθείσα απάτη (το έτος 2002) με διαδοχικές επιζήμιες συνέπειες, το συνολικό ποσό των οποίων ανέρχεται στο αναφερόμενο στην απόφαση. Επίσης, σχετικά με τον χρόνο τέλεσης της επιμέρους πράξης της 1ης-4-2010, και ενόψει και της προταθείσας ένστασης παραγραφής ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, δεν διευκρινίζεται εάν κατ'αυτόν τον χρόνο έλαβε χώρα κάποια χωριστή παραπλανητική συμπεριφορά της κατηγορουμένης ή εάν αυτός είναι ο χρόνος, κατά τον οποίο τα όργανα του Δήμου προέβησαν στην πράξη και μόνο της τοποθέτησής της σε συγκεκριμένη θέση, ως αποτέλεσμα πλάνης προκληθείσας από απατηλή συμπεριφορά αυτής που ολοκληρώθηκε σε προγενέστερο χρονικό διάστημα, όπως π.χ. της λήψης της απόφασης από το ΔΣ για μεταφορά του πλεονάζοντος προσωπικού ή της δημοσίευσης στο ΦΕΚ ή σε ακόμα προγενέστερο χρόνο. Τούτο δε διότι, όπως προαναφέρθηκε, χρόνος τέλεσης της απάτης είναι ο χρόνος που ολοκληρώθηκε η απατηλή συμπεριφορά και είναι αδιάφορος ο μεταγενέστερος χρόνος επέλευσης της περιουσιακής βλάβης στον παθόντα, με την οποία ολοκληρώνεται η απάτη, καθώς και ο χρόνος, που επιχειρήθηκε η ζημιογόνος ενέργεια του παθόντος Δήμου. Έτσι, όμως, καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής εφαρμογής του νόμου και δη των προπαρατεθεισών ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Κατόπιν τούτων, κατά παραδοχή ως βάσιμου του από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχείο Δ` και Ε` του ΚΠΔ λόγου της υπό κρίση αίτησης και αφού παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους, οι οποίοι είχαν δικάσει προηγουμένως (519 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ 
Αναιρεί την υπ'αρ. ΑΤ-1143/2017 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. 
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Μαΐου 2018. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 7 Ιουνίου 2018
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Κυριακή 6 Ιανουαρίου 2019

Αναιρέθηκε από τον Άρειο Πάγο η αστική απόφαση για την Marfin - "Συναισθηματικώς διογκωμένη η αποζημίωση"



Με ένα συναισθηματικώς και πολιτικώς επηρεασμένο σκεπτικό, ο Άρειος Πάγος, με Προεδρεύοντα και Εισηγητή μαζί τον Αρεοπαγίτη, Χριστόφορο Κοσμίδη, ο οποίος παραλήφθηκε πολλές φορές από την προαγωγή του στον επόμενο βαθμό του Αντιπροέδρου του Α.Π., αναίρεσε, ομόφωνα, την αστική απόφαση για την υπόθεση του εμπρησμού της τράπεζας Marfin. Η δημοσιευόμενη απόφαση, που προσομοιάζει με απόφαση ουσίας, υπεισέρχεται σε κρίσεις και κριτική, που προκαλούν το "κοινό περί δικαίου αίσθημα", και υπενθυμίζουν ότι τα θύματα της Δικαιοσύνης δολοφονούνται, ενίοτε με σκοπιμότητα, στο βωμό της τυφλής δισυπόστατης φύσης της, χάριν ιδεολογιών και πολιτικών πεποιθήσεων, που υποτάσσονται σε διαφόρων ειδών εμπνεύσεις, άλλοτε τρομολαγνείας, και άλλοτε του απόλυτου θαυμασμού θεοκρατικών αντιλήψεων, τύπου "Ιεράς Μονής ή Εξέτασης του Εφραίμ ή του Βατοπαιδίου".



472/2018 ΑΠ

Εργατικό ατύχημα. Έννοια. Προϋποθέσεις για την καταβολή χρηματικής ικανοποίησης στον παθόντα. Ευθύνη νομικού προσώπου. Ανώνυμες εταιρείες. Έκταση ευθύνης των μελών του Δ.Σ. της. Ευθύνη εργοδότη. Σε περίπτωση εργοδότη ανώνυμης εταιρίας, η ευθύνη προϋποθέτει πράξη ή παράλειψη του Δ.Σ. Για την αποκατάσταση μη περιουσιακής ζημίας, δεν νοείται ευθύνη της εταιρίας αντικειμενική, έτσι δεν νοείται και αντικειμενική ευθύνη των μελών του Δ.Σ. ή των προστηθέντων. Η ευθύνη όλων αυτών προϋποθέτει την απόδειξη πταίσματος, ενώ τα μέλη του Δ.Σ. δεν ευθύνονται, ατομικώς, για το τυχόν πταίσμα των υποκατάστατων οργάνων ή των προστηθέντων, εκτός εάν βαρύνονται με υπαιτιότητα ως προς την επιλογή αυτών ή ως προς την εποπτεία επ'αυτών. Θάνατος και τραυματισμός υπαλλήλων τράπεζας από τρομοκρατική επίθεση. Το κατάστημα της τράπεζας δεν διέθετε τους απαραίτητους μηχανισμούς ασφαλείας από πυρκαγιά και βανδαλισμούς, ούτε είχε καταρτίσει σχέδιο διαφυγής, ούτε είχε φροντίσει, ως όφειλε, να εκπαιδεύσει το προσωπικό της σε θέματα πυροπροστασίας, εκκενώσεως των χώρων εργασίας κ.λπ. Εσφαλμένη η κρίση περί προσωπικής ευθύνης ενός εκάστου των εκτελεστικών μελών του Δ.Σ., διότι καταλογίστηκε σε αυτά, ως υποκατάστατα αυτού όργανα της Τράπεζας, η παράλειψη υποχρεώσεων, οι οποίες είχαν ή μπορούσαν να έχουν ανατεθεί νομίμως σε υφιστάμενους υποκατάστατους ή προστηθέντες υπαλλήλους, χωρίς να διαλαμβάνεται παραδοχή περί του ότι τα μέλη αυτά βαρύνονται με πταίσμα ως προς την επιλογή των προσώπων αυτών, ενώ δεν διευκρινίζεται ποιες από τις παραλείψεις αντιστοιχούν σε υποχρεώσεις. Ελλιπής η αιτιολογία και ως προς την κατάφαση της αιτιώδους συνάφειας σε σχέση με τις διαπιστωθείσες ελλείψεις στα μέτρα ασφαλείας της τράπεζας και το αποτέλεσμα, και δη εάν αυτό θα μπορούσε να αποφευχθεί ενόψει της σφοδρότητας της επίθεσης. Εύλογο ποσό χρηματικής ικανοποίησης. Σχηματισμός σχετικής κρίσης βάσει της αρχής της αναλογικότητας. Υπέρβαση των ορίων της εν λόγω αρχής, εν προκειμένω, κατά την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης των παθόντων. (Αναιρεί την υπ'αριθμ. 5115/2015 ΜονΕφΑθηνών). Όμοια η υπ'αριθμ. 473/2018 ΑΠ.
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β1 Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Χριστόφορο Κοσμίδη, προεδρεύοντα αρεοπαγίτη, Μαρία Νικολακέα, Αρετή Παπαδιά, Αντιγόνη Καραΐσκου - Παλόγου και Σοφία Τζουμερκιώτη, αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 6η Φεβρουαρίου 2018, με την παρουσία και της γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ: Των αναιρεσειόντων - καθ'ων η κλήση: 1)..., 2)..., 3)... . Των αναιρεσίβλητων - καλούντων: 1) ... έως 25) ... . Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 6-7-2012, 4-2-2013, 31-1-2013, 17-4-2013, 17-4-2013, 28-6-2013 και 1-7-2013 αγωγές και τις από 19-11-2012, 15-4-2013 (2), 11-6-2013 (3), 10-6-2013 (2) και 4-7-2013 προσεπικλήσεις των ήδη διαδίκων και προσώπων που δεν μετέχουν στην παρούσα στάση της δίκης, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν η 432/2014 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 5115/2015 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί ο αρχικώς αναιρεσείων και ήδη αποβιώσας, ..., με την από 23-5-2016 αίτησή του. Την επανάληψη της βιαίως διακοπείσας δίκης ζητούν οι ήδη αναιρεσίβλητοι - καλούντες με την από 10-7-2017 κλήση - δήλωση επανάληψης βιαίως διακοπείσας δίκης. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με την σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Εισηγητής ορίσθηκε ο αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης. Οι πληρεξούσιοι των αναιρεσειόντων ζήτησαν την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσίβλητων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα. 
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 
1. Νόμιμα επαναλαμβάνεται η αναιρετική δίκη επί της από 23-5-2016 αίτησης του αρχικώς αναιρεσείοντος και ήδη αποβιώσαντος, ..., με την από 10-7-2017 κλήση - δήλωση επανάληψης βιαίως διακοπείσας δίκης των αναιρεσιβλήτων προς τους εξ αδιαθέτου κληρονόμους αυτού. 2. Σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν. 551/1915, εργατικό ατύχημα θεωρείται κάθε βίαιο συμβάν που πλήττει το μισθωτό κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή εξ αφορμής αυτής και επιφέρει είτε το θάνατό του είτε ανικανότητα αυτού προς εργασία για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων ημερών, με εξαίρεση την περίπτωση κατά την οποία ο παθών προκάλεσε με δόλο το ατύχημα. Εφ'όσον επέλθουν οι δυσμενείς συνέπειες του ατυχήματος, δημιουργείται προεχόντως αξίωση του παθόντος για αποκατάσταση της υλικής, θετικής ή αποθετικής ζημίας αυτού (ΑΚ 297, 298, 330 ή 914 και 919). Η ευθύνη του εργοδότη για την ικανοποίηση της αξίωσης αυτής είναι αντικειμενική, δηλαδή δεν προϋποθέτει δικό του πταίσμα. Η λειτουργία της ρυθμίζεται με ειδικό τρόπο στην εργατική και ασφαλιστική νομοθεσία (άρθρα 16 του ν. 551/1915, 34 παρ. 2 και 60 παρ. 3 του α.ν. 1846/1951). Παράλληλα, όμως, προς την αξίωση για αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας δημιουργείται και αξίωση για αποκατάσταση της μη περιουσιακής ζημίας του παθόντος εργαζομένου (ή των μελών της οικογένειάς του, σε περίπτωση θανάτου), με την εκ μέρους του εργοδότη, που ευθύνεται και για τις πράξεις ή παραλείψεις των προσώπων, στα οποία αναθέτει την εκπλήρωση των εργοδοτικών του υποχρεώσεων (ήτοι των "προστηθέντων", ΑΚ 922), καταβολή χρηματικής ικανοποίησης για την ανακούφιση ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης (ΑΚ 299, 932). Η αξίωση αυτή είναι αδικοπρακτική (ΑΚ 914). Ως παράνομη συμπεριφορά του εργοδότη νοείται και η παραβίαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας υπέρ της ζωής και της υγείας (ΑΚ 662), την οποία αυτός υπέχει έναντι του εργαζομένου και την οποία οφείλει να εκπληρώνει με την επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, σύμφωνα με την κοινή αντίληψη για καλόπιστη εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων. Η αξίωση για χρηματική ικανοποίηση προϋποθέτει ότι στο εργατικό ατύχημα συνετέλεσε πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων αυτού, ήτοι οποιαδήποτε αμέλεια αυτών, και όχι απαραίτητα η ειδική αμέλεια που περιγράφεται στο άρθρο 16 παρ. 1 του ν. 551/1915 (ΟλΑΠ 1117/1986). Και, επί πλέον, η αξίωση αυτή προϋποθέτει ότι υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος ανάμεσα στο πταίσμα και στην επέλευση της ζημίας, με την έννοια ότι, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, το δυσμενές αποτέλεσμα δεν θα ήταν δυνατό να επέλθει χωρίς την παράνομη συμπεριφορά του εργοδότη (ΑΠ 370/2018). 3. Σε περίπτωση που ο εργοδότης είναι νομικό πρόσωπο, εφαρμογή έχει το άρθρο 71 ΑΚ, σύμφωνα με το οποίο "Το νομικό πρόσωπο ευθύνεται για τις πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που το αντιπροσωπεύουν, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που είχαν ανατεθεί [σ'αυτά] και δημιουργεί υποχρέωση αποζημιώσεως. Το υπαίτιο πρόσωπο ευθύνεται επί πλέον εις ολόκληρον". Η διάταξη δεν ιδρύει την ευθύνη, η οποία απορρέει από άλλες, ειδικότερες διατάξεις (όπως αυτές που αναφέρονται στην προηγούμενη σκέψη), αλλά διαγράφει το πλαίσιο λειτουργίας της ευθύνης αυτής. Η ευθύνη δημιουργείται προεχόντως για το νομικό πρόσωπο. Αλλά προκύπτει από τη συμπεριφορά των οργάνων του, διά των οποίων αυτό ενεργεί. Ως υπαίτιο πρόσωπο ευθυνόμενο εις ολόκληρον νοείται το όργανο εκείνο, το οποίο με τη συμπεριφορά του, δηλαδή με πράξη ή παράλειψη που μπορεί να καταλογισθεί στο ίδιο, δημιούργησε για το νομικό πρόσωπο την υποχρέωση αποζημιώσεως. 4. Αν το νομικό πρόσωπο είναι ανώνυμη εταιρία, ως προς τα όρια της ευθύνης των οργάνων αυτής έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του κώδικα νόμων (στο εξής: κ.ν.) 2190/1920 "περί ανωνύμων εταιριών". Στο άρθρο 18 παρ. 1 του κ.ν. 2190/1920, καθιερώνεται η εκ μέρους του διοικητικού συμβουλίου (στο εξής: ΔΣ) εκπροσώπηση του νομικού προσώπου της εταιρίας με συλλογικό τρόπο. Στο άρθρο 22 παρ. 1 εδ. α΄ του ίδιου νόμου, το ΔΣ είναι αρμόδιο ν'αποφασίζει για κάθε πράξη που αφορά στη διοίκηση της εταιρίας, στη διαχείριση της περιουσίας της και γενικά στην επιδίωξη του εταιρικού σκοπού. Εν τούτοις, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 3 εδ. α΄ και γ΄ του ίδιου νόμου (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 29 του ν. 3604/2007), "Επιτρέπεται το καταστατικό [της εταιρίας] να ορίζει θέματα για τα οποία το διοικητικό συμβούλιο μπορεί να αναθέτει τις [δικές του] εξουσίες διαχείρισης και εκπροσώπησης σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα, μέλη του ή μη. Τα πρόσωπα αυτά μπορούν, εφόσον δεν το απαγορεύει το καταστατικό και προβλέπεται από αποφάσεις του ΔΣ, να αναθέτουν περαιτέρω την άσκηση των εξουσιών που τους [δόθηκαν] ή μέρους τούτων σε άλλα μέλη ή τρίτους". Οι υποκατάστατοι του ΔΣ ενεργούν, όπως και αυτό, ως όργανα εκπροσωπήσεως του νομικού προσώπου της εταιρίας. Εκφράζουν πρωτογενώς τη βούληση της εταιρίας και αντλούν την εξουσία τους από το νόμο, το καταστατικό και την απόφαση που τους διόρισε. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 22Α παρ. 1 του κ.ν. 2190/1920, κατά τη διοίκηση των εταιρικών υποθέσεων κάθε μέλος του ΔΣ ευθύνεται έναντι της εταιρίας για κάθε δικό του πταίσμα. Ενδεικτικά, ευθύνεται εάν ο ισολογισμός περιέχει παραλείψεις ή ψευδείς δηλώσεις, που αποκρύπτουν την πραγματική κατάσταση της εταιρίας. Είναι προφανές ότι ενδιαφέρει, πρωτίστως, η αληθινή οικονομική κατάσταση της εταιρίας, χάριν των συμφερόντων των μετόχων και των τρίτων (πρβλ. και τις υπόλοιπες διατάξεις του ίδιου άρθρου). Σύμφωνα με το άρθρο 22Α παρ. 2 του ίδιου νόμου (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 30 του ν. 3604/2007), "Η ευθύνη αυτή δεν υφίσταται, εάν το μέλος του διοικητικού συμβουλίου αποδείξει ότι κατέβαλε την επιμέλεια του συνετού επιχειρηματία. Η επιμέλεια αυτή κρίνεται με βάση την ιδιότητα του κάθε μέλους και τα καθήκοντα που του έχουν ανατεθεί. Η ευθύνη αυτή δεν υφίσταται προκειμένου για πράξεις ή παραλείψεις που στηρίζονται σε σύννομη απόφαση της γενικής συνέλευσης ή που αφορούν σε εύλογη επιχειρηματική απόφαση, η οποία ελήφθη με καλή πίστη, με βάση επαρκείς πληροφορίες και αποκλειστικά προς εξυπηρέτηση του εταιρικού συμφέροντος". Σύμφωνα με το άρθρο 22Α παρ. 6 του ίδιου νόμου (όπως προστέθηκε με το άρθρο 30 του ν. 3604/2007), οι διατάξεις περί ευθύνης των μελών του ΔΣ και περί απαλλαγής από αυτή[ν] εφαρμόζονται και ως προς την ευθύνη των υποκατάστατων προσώπων που δεν είναι μέλη του ΔΣ, αλλά ασκούν εξουσίες σύμφωνα με την παρ. 3 αυτού του άρθρου. Ειδικά για ανώνυμες εταιρίες που εισάγουν ή έχουν εισαγάγει μετοχές ή άλλες κινητές αξίες τους σε οργανωμένη χρηματιστηριακή αγορά, έχουν εφαρμογή και οι διατάξεις του ν. 3016/2002, οι οποίες υπερισχύουν των διατάξεων του κ.ν. 2190/1920, σε περίπτωση που οι τελευταίες είναι αντίθετες (άρθρο 1 του ν. 3016/2002, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 52 παρ. 10 του ν. 3371/2005). Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 3016/2002, "Πρώτιστη υποχρέωση και καθήκον των μελών του ΔΣ κάθε εισηγμένης σε οργανωμένη χρηματιστηριακή αγορά εταιρίας είναι η διαρκής επιδίωξη της ενίσχυσης της μακροχρόνιας οικονομικής αξίας της εταιρίας και η προάσπιση του γενικού εταιρικού συμφέροντος". Και για την καλύτερη εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής, στο άρθρο 3 παρ. 1 εδ. α΄ και β΄ ορίζεται ότι "Το ΔΣ αποτελείται από εκτελεστικά και μη εκτελεστικά μέλη. Εκτελεστικά μέλη θεωρούνται αυτά που ασχολούνται με τα καθημερινά θέματα διοίκησης της εταιρίας, ενώ μη εκτελεστικά τα επιφορτισμένα με την προαγωγή όλων των εταιρικών ζητημάτων". Προφανής σκοπός των διατάξεων αυτών (όπως και εκείνων που έπονται στον ίδιο νόμο και αναφέρονται στα της αμοιβής των εκτελεστικών μελών του ΔΣ) είναι το να υπάρχουν στελέχη, τα οποία θα ενδιαφέρονται πραγματικά για την οικονομική πορεία της εταιρίας, προς εξυπηρέτηση όχι μόνο του εταιρικού σκοπού, αλλά και των οικονομικών συμφερόντων των μετόχων και των τρίτων. Και περαιτέρω, με τις ίδιες διατάξεις ρυθμίζεται προεχόντως η εσωτερική ευθύνη των οργάνων της ανώνυμης εταιρίας και των υποκατάστατων αυτών, έναντι της εταιρίας και των μετόχων. Η εξωτερική ευθύνη, έναντι των τρίτων, ρυθμίζεται από τις εκάστοτε εφαρμοστέες γενικές ή ειδικές διατάξεις του αστικού δικαίου. 5. Από τις προηγηθείσες σκέψεις (αρ. 2 έως 4) συνάγονται τα ακόλουθα: Α) Η ευθύνη του εργοδότη για την αποκατάσταση της μη περιουσιακής ζημίας, που επήλθε στον εργαζόμενο συνεπεία εργατικού ατυχήματος (ή στα μέλη της οικογένειας αυτού, σε περίπτωση θανάτου) δεν είναι αντικειμενική, αλλά αδικοπρακτική. Ως εκ τούτου, προϋποθέτει πταίσμα και, κατά λογική συνέπεια, αιτιώδη συνάφεια μεταξύ του πταίσματος και του επελθόντος αποτελέσματος. Β) Σε περίπτωση που ο εργοδότης είναι ανώνυμη εταιρία, η εν λόγω ευθύνη προϋποθέτει πράξη ή παράλειψη του ΔΣ που ενεργεί συλλογικώς ή του οργάνου, το οποίο έχει ορισθεί νομίμως ως υποκατάστατο του ΔΣ και ενεργεί ατομικώς ή κάποιου περαιτέρω υποκατάστατου ή προστηθέντος υπαλλήλου ή τρίτου. Γ) Όπως, για την αποκατάσταση μη περιουσιακής ζημίας, δεν νοείται ευθύνη της εταιρίας αντικειμενική, μη συνδεόμενη δηλαδή με πράξη ή παράλειψη, έτσι δεν νοείται και αντικειμενική ευθύνη των μελών του ΔΣ (ακόμη και των εξ αυτών εκτελεστικών μελών) ή των υποκατάστατων οργάνων ή των προστηθέντων. Η ευθύνη όλων αυτών προϋποθέτει την επίκληση και απόδειξη πταίσματος. Και Δ) Τα μέλη του ΔΣ δεν ευθύνονται, ατομικώς, για το τυχόν πταίσμα των υποκατάστατων οργάνων ή των προστηθέντων, εκτός εάν βαρύνονται με υπαιτιότητα ως προς την επιλογή αυτών ή ως προς την εποπτεία επ'αυτών κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων που τους έχουν ανατεθεί, ήτοι υπό περιστάσεις οι οποίες πρέπει να προβληθούν νομίμως και να αποδειχθούν (ΑΠ 370/2018). 6. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 5115/2015 απόφαση, το Μονομελές Εφετείο Αθηνών δέχθηκε τα εξής ουσιώδη ως προς τις συνθήκες του βιοτικού συμβάντος που συγκροτεί το ένδικο εργατικό ατύχημα: Ότι σε … κτίριο της οδού ..., στην ..., στεγαζόταν από το έτος … τραπεζικό κατάστημα, αρχικά της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "..." και στη συνέχεια της "...", στη θέση της οποίας έχει υποκατασταθεί η τραπεζική εταιρία "..." (στο εξής: Τράπεζα), της οποίας εκτελεστικό μέλος του ΔΣ ήταν ο εναγόμενος Α.Β., ο οποίος απεβίωσε μετά την άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως και στη θέση του οποίου έχουν υπεισέλθει οι ήδη αναιρεσείοντες ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι αυτού. Ότι το κτίριο αυτό, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως τραπεζικό κατάστημα, είχε ανακατασκευασθεί και διαρρυθμισθεί σταδιακά, σύμφωνα με τις …/1991 και …/1993 οικοδομικές άδειες της Πολεοδομίας Αθηνών. Ότι το κτίριο αποτελείτο από υπόγειο εμβαδού 85 μ2, ισόγειο εμβαδού 86 μ2 και ημιώροφο (πατάρι) εμβαδού 65 μ2, στους οποίους στεγαζόταν το κατάστημα λιανικής τραπεζικής (ένα, από τα περίπου …, που διέθετε η Τράπεζα), καθώς και από πρώτο όροφο, δεύτερο όροφο και πατάρι, στους οποίους στεγαζόταν η λειτουργικώς ανεξάρτητη (ως προς το κατάστημα λιανικής τραπεζικής) διεύθυνση … (στο εξής: τραπεζικό κέντρο) της Τράπεζας. Ότι το κτίριο είχε αποτελέσει στο παρελθόν στόχο τρομοκρατικών επιθέσεων, ακόμη και σε ώρες λειτουργίας των υπηρεσιών που στεγάζονταν σ'αυτό. Ότι, ειδικότερα, το … 2007, με βόμβες "μολότοφ" είχε προκληθεί φωτιά στον προθάλαμο του ισογείου του κτιρίου, η οποία σβήστηκε με φορητούς πυροσβεστήρες. Ότι την …2010 και την …2010 άγνωστοι διαδηλωτές είχαν σπάσει υαλοπίνακες της πρόσοψης του κτιρίου. Ότι την …2010 (εν όψει υπογραφής του λεγομένου "πρώτου μνημονίου", προς αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσεως) επρόκειτο να γίνει γενική απεργία και να λάβει χώρα μεγάλη πορεία διαμαρτυρίας στο κέντρο της … (που, ως συνήθως, θα διερχόταν από την οδό …). Ότι ήδη από την ...2010, η υποδιευθύντρια του καταστήματος λιανικής, Α.Κ. (διότι απουσίαζε σε άδεια η διευθύντρια, Α.Β.), είχε επικοινωνήσει αρχικά με τον Β.Τ., περιφερειακό διευθυντή καταστημάτων λιανικής της Τράπεζας, στην αρμοδιότητα του οποίου περιλαμβανόταν και το ανωτέρω, και στη συνέχεια, λόγω απουσίας του Α.Κ., προϊσταμένου του τμήματος ασφαλείας της Τράπεζας, με τον Α.Κ., στέλεχος του ίδιου τμήματος, ο οποίος της δήλωσε ότι δεν υπήρχε πρόβλεψη για την λήψη έκτακτων μέτρων κατά την προγραμματισμένη διαδήλωση. Ότι κατά τις πρωινές ώρες της …2010, η Α.Κ. τηλεφώνησε εκ νέου, αρχικά στον Β.Τ., ο οποίος της απάντησε ότι "δεν υπάρχει εντολή" και στη συνέχεια στον Α.Κ., ο οποίος, ενοχλημένος, της απάντησε "ουδέν νεώτερο". Ότι την 13:40 ώρα της …2010, σε νέα τηλεφωνική κλήση της Α.Κ., ο Β.Τ. έδωσε την εντολή να κλείσουν τα ταμεία την 14:30 ώρα και να φύγουν οι υπάλληλοι του καταστήματος την 15:00 ώρα, διότι σύμφωνα με πληροφορίες μετά την 15:00 θα ξεκινούσε μία "άγρια πορεία". Ότι περί την 14:00 ώρα, άγνωστα άτομα, αφού έσπασαν τον εξωτερικό υαλοπίνακα της πρόσοψης του ισογείου καταστήματος, έριξαν στο εσωτερικό αυτού δύο ή τρεις αυτοσχέδιους εκρηκτικούς - εμπρηστικούς μηχανισμούς ("μολότοφ"), με αποτέλεσμα σε μικρό χρονικό διάστημα να προκληθεί μεγάλη πυρκαγιά και να γεμίσει με πυκνό καπνό, όχι μόνο το ισόγειο, αλλά προοδευτικά ολόκληρο το κτίριο. Ότι αμέσως μετά την τρομοκρατική ενέργεια και την πυρκαγιά που αυτή προκάλεσε, κάποιοι υπάλληλοι προσπάθησαν να σβήσουν τη φωτιά με τη χρήση πυροσβεστήρων, αλλά εγκατέλειψαν σύντομα την προσπάθεια. Ότι οι υπάλληλοι, που εργάζονταν τόσο στο κατάστημα λιανικής τραπεζικής, όσο και στο τραπεζικό κέντρο, προσπάθησαν άτακτα να σωθούν και κάποιοι το κατόρθωσαν, ενώ άλλοι όχι. Ότι η υπάλληλος Α.Π., ηλικίας 32 ετών, διένυε τον τέταρτο μήνα εγκυμοσύνης και εργαζόταν στον δεύτερο όροφο του κτιρίου. Ότι αυτή δεν μπόρεσε ούτε από το κτίριο να βγει ούτε στα εξωτερικά μπαλκόνια αυτού να σταθεί, αλλά κατέφυγε στο πατάρι του δευτέρου ορόφου, στο οποίο υπήρχε μεταλλική πόρτα που οδηγούσε στην ταράτσα του κτιρίου. Ότι η πόρτα αυτή ήταν κλειδωμένη, με αποτέλεσμα να εγκλωβιστεί εκεί και να πεθάνει λόγω δηλητηρίασης με μονοξείδιο του άνθρακα από την εισπνοή καπνού και τοξικών αερίων. Ότι οι ενάγοντες υπάλληλοι ...., ... και ... (δέκα) κατέφυγαν σε δωμάτιο που υπήρχε στον δεύτερο όροφο του κτιρίου. Ότι, εκεί, ο εξ αυτών Η.Μ., με υπερέκταση των δυνάμεών του, έσπασε το μεταλλικό πλέγμα που ήταν η οροφή του δωματίου και η βάση μεταλλικού εξώστη, μέσω του οποίου ανέβηκαν στη συνέχεια στο σιδερένιο μπαλκόνι του δώματος, απ'όπου με διαδοχικά άλματα βγήκαν αρχικά σε περβάζι και στη συνέχεια στην ταράτσα του διπλανού κτιρίου και από εκεί στο δρόμο. Ότι οι ενάγοντες υπάλληλοι Μ.Κ., Α.Χ. και Ε.Μ. (τρεις) κατέφυγαν στο μπαλκόνι του δευτέρου ορόφου του κτιρίου, απ'όπου κατέβηκαν στο δρόμο με σκάλες της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας. Ότι οι ενάγοντες υπάλληλοι Π.Β., Κ.Κ. και Ε.Λ. (τρεις) κατέφυγαν σε μπαλκόνι του δευτέρου ορόφου και από εκεί, πατώντας στο περβάζι του κτιρίου, έφθασαν στο όμορο κτίριο που στέγαζε το κατάστημα "…". Ότι ο ενάγων υπάλληλος Α.Ν. (ένας) κατόρθωσε να βγει στο δρόμο από τον κλωβό ασφαλείας της κεντρικής εισόδου, που βρισκόταν στο ισόγειο του κτιρίου. Ότι ο ενάγων υπάλληλος Σ.Π. (ένας) κατέφυγε σε μπαλκόνι του δευτέρου ορόφου, απ'όπου με άλμα αρχικά και αναρρίχηση στη συνέχεια βρέθηκε στην ταράτσα του διπλανού κτιρίου, όπου συνάντησε τους προαναφερόμενους συναδέλφους του. Ότι ο ενάγων υπάλληλος Γ.Γ. (ένας) κατέφυγε σε μπαλκόνι του δευτέρου ορόφου, απ'όπου πήδησε σε όμορο σκέπαστρο, το οποίο κατέρρευσε και στη συνέχεια έπεσε σε τσιμεντένιο σκέπαστρο, σπάζοντας τρία πλευρά. Ότι αμέσως μετά τα πιο πάνω γεγονότα μετέβησαν στον χώρο οι εναγόμενοι Ε.Μ. και Α.Β., εκτελεστικά μέλη του ΔΣ της Τράπεζας, ο δεύτερος από τους οποίους μερίμνησε για την παροχή ιατρικής φροντίδας στους διασωθέντες υπαλλήλους, στο ιδιωτικό νοσοκομείο "...". 7. Περαιτέρω, ως προς τις παραλείψεις της Τράπεζας, ως εργοδότη, οι οποίες συνέβαλαν στην επέλευση του ένδικου εργατικού ατυχήματος και στις συνδεόμενες με αυτό συνέπειες που αναφέρονται στην προηγούμενη σκέψη, το Μονομελές Εφετείο Αθηνών δέχθηκε τα εξής ουσιώδη: Ότι το ισόγειο και ο ημιώροφος (του καταστήματος λιανικής τραπεζικής) χρησιμοποιούνταν για την εξυπηρέτηση των πελατών σε τραπεζικές συναλλαγές και συνιστούσαν "χώρο συνάθροισης κοινού", κατά την έννοια της πυροσβεστικής διάταξης (στο εξής: ΠυρΔ) 3/1981, ενώ οι λοιποί όροφοι χρησιμοποιούνταν ως γραφεία του τραπεζικού κέντρου. Ότι το κατάστημα λιανικής τραπεζικής υπαγόταν στην κατηγορία Α των χώρων συνάθροισης κοινού, στην υποκατηγορία "χωρίς σταθερές θέσεις", με χωρητικότητα μέχρι 200 άτομα, όπως αυτό προκύπτει από τη διαίρεση του εμβαδού του με τον συντελεστή 1,4 [(ισόγειο 86μ2 + πατάρι 65μ2=) 151μ2/1,4 = 107 άτομα]. Ότι, σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 1 της ΠυρΔ 3/1981, το κατάστημα λιανικής τραπεζικής έπρεπε να διαθέτει δύο εξόδους κινδύνου προς κοινόχρηστη οδό ή πόρτες προς διάδρομο ή άλλους χώρους που να οδηγούν, από διαφορετικές κατευθύνσεις, σε δύο ανεξάρτητες διόδους διαφυγής. Ότι αντ'αυτών, διέθετε μόνο μία έξοδο κινδύνου, στο ισόγειο, δίπλα στην κεντρική είσοδο του κτιρίου, η οποία (αν και χαρακτηριζόταν "έξοδος κινδύνου") δεν πληρούσε τις νόμιμες προϋποθέσεις, διότι δεν άνοιγε με απλή ώθησή της από μέσα προς τα έξω, αλλά αφού προηγουμένως ενεργοποιείτο με ταυτόχρονη χρήση τηλεχειριστηρίου. Ότι, ακόμη, σύμφωνα με το άρθρο 12 παρ. 3 της ΠυρΔ, έπρεπε να διαθέτει υδροδοτικό πυροσβεστικό δίκτυο ή αντ'αυτού εύκαμπτο σωλήνα με ακροφύσιο, το άλλο άκρο του οποίου να προσαρμόζεται μονίμως σε κρουνό εσωτερικής υδραυλικής εγκατάστασης, τοποθετημένο προς τον σκοπό αυτό, μήκους 15 μέτρων, τα οποία δεν διέθετε. Ότι το τραπεζικό κέντρο που στεγαζόταν στους πρώτο και δεύτερο ορόφους, καθώς και στο πατάρι του δευτέρου ορόφου του κτιρίου, με πληθυσμό μικρότερο των 50 ατόμων, έπρεπε να διαθέτει μία έξοδο κινδύνου, σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 1 εδάφιο τελευταίο της ΠυρΔ 3/1981, την οποία δεν διέθετε. Ότι λόγω των προηγηθεισών επιθέσεων, η Τράπεζα όφειλε, σύμφωνα με την υποχρέωση πρόνοιας που είχε προς τους υπαλλήλους της, είτε να εγκαταστήσει στην πρόσοψη του ισόγειου καταστήματος άθραυστους "αντιβανδαλικούς" υαλοπίνακες, οι οποίοι να αντέχουν σε πολλές κρούσεις με βαριά αντικείμενα, σε αντίθεση με αυτούς που υπήρχαν, οι οποίοι ήσαν μεν "αντιβανδαλικοί", αλλά με την ελάχιστη αντοχή για την κατηγορία αυτή, καθότι είχαν το ελάχιστο πλάτος των 5mm+5mm (με ενδιάμεση μεμβράνη συγκράτησης σε περίπτωση θραύσεως), δηλαδή συνολικό πλάτος 1cm (το μέγιστο ανέρχεται σε 6,5cm), είτε να προσθέσει ρολά ασφαλείας. Ότι η τοποθέτηση ρολών ασφαλείας στην πρόσοψη … κτιρίου (όπως αυτό της οδού ...) δεν απαγορευόταν, αλλά προϋπέθετε την έγκριση του συμβουλίου αρχιτεκτονικής της κατά τόπον αρμόδιας Περιφέρειας, στο οποίο δεν είχε υποβληθεί σχετικό αίτημα από την Τράπεζα. Ότι τόσο στο από 23-6-2008 "εγχειρίδιο διαχείρισης κρίσεων - επιχειρησιακής συνέχειας - ανάκαμψης από καταστροφή" όσο και στο άρθρο 10 παρ. 4 του "εγχειριδίου ασφαλείας προσωπικού, πελατείας και περιουσίας" της Τράπεζας αναφέρεται ρητά ως πιθανός κίνδυνος για τα καταστήματά της, μεταξύ άλλων, η πυρκαγιά, η τρομοκρατική ενέργεια και ο εμπρησμός. Ότι λαμβάνοντας υπ'όψη την πιθανότητα αυτή, σε συνδυασμό με τις τρομοκρατικές ενέργειες που είχαν προηγηθεί και την πληροφορία για μια ιδιαίτερα έντονη διαδήλωση την ...2010, η Τράπεζα, ως μέσος συνετός εργοδότης, όφειλε "διά των οργάνων και των προστηθέντων της" να έχει κλείσει το ανωτέρω κατάστημα, είτε από την αρχή του ωραρίου λειτουργίας εκείνης της ημέρας, είτε πριν από την έναρξη της πορείας, δηλαδή νωρίς το μεσημέρι. Ότι, σύμφωνα με το άρθρο 14 της ΠυρΔ 3/1981, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με τις ΠυρΔ 3α/1981, 3β/1983, 3γ/1995 και 3δ/1995, η Τράπεζα είχε την υποχρέωση να οργανώνει και να εκπαιδεύει το προσωπικό της, συνεχώς (τουλάχιστον μία φορά κάθε χρόνο, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 6 του "εγχειριδίου ασφαλείας προσωπικού, πελατείας και περιουσίας"), σε θέματα πυροπροστασίας, κατασβέσεως πυρκαγιών, εκκενώσεως των χώρων εργασίας κλπ. Ότι ούτε η υποχρέωση αυτή είχε τηρηθεί, η δε ανάρτηση στον δεύτερο όροφο του κτιρίου αφίσας με έντυπες οδηγίες για τον τρόπο κατάσβεσης και για τις λοιπές, άμεσες ενέργειες σε περίπτωση πυρκαγιάς δεν συνιστά συμμόρφωση προς αυτήν. Ότι, επί πλέον, σύμφωνα με το άρθρο 18 του ν. 1568/1985 "περί υγιεινής και ασφάλειας των εργαζομένων" και το άρθρο 10 παρ. 6 του "εγχειριδίου ασφαλείας προσωπικού, πελατείας και περιουσίας", η Τράπεζα όφειλε να έχει καταρτίσει σχέδιο διαφυγής και διάσωσης από τους χώρους εργασίας, όπως απαιτείτο από τη θέση, την έκταση και το είδος της εκμετάλλευσης (κτίριο αποτελούμενο από πολλούς ορόφους, σε κεντρικό σημείο της Αθήνας, που είχε ήδη γίνει στόχος επιθέσεων), υποχρέωση την οποία παρέλειψε να τηρήσει. Ότι, πέραν τούτου, σύμφωνα με το άρθρο 13 της ΠυρΔ 3/1981, έπρεπε να υπάρχει μελέτη που να καθορίζει το σύστημα πυροπροστασίας και τις λοιπές εγκαταστάσεις ασφαλείας, συνταγμένη από διπλωματούχο ή τεχνολόγο μηχανικό και θεωρημένη από την αρμόδια πυροσβεστική αρχή. 8. Έτι περαιτέρω, ως προς την ευθύνη του νομικού προσώπου της Τράπεζας, των εκτελεστικών μελών του ΔΣ αυτής, ως οργάνων του νομικού προσώπου και του προϊσταμένου του τμήματος Ασφαλείας ως υποκατάστατου αυτών, το Μονομελές Εφετείο Αθηνών δέχθηκε τα εξής: Ότι την ...2010, ο Κ.Β. ήταν διευθύνων σύμβουλος και εκτελεστικό μέλος του ΔΣ της Τράπεζας, ο Η.Κ. ήταν αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος και εκτελεστικό μέλος του ΔΣ της Τράπεζας και οι Ε.Μ. και Α.Β. ήσαν εκτελεστικά μέλη του ΔΣ της Τράπεζας. Ότι σύμφωνα με το άρθρο 26 του καταστατικού της Τράπεζας, "Το Διοικητικό Συμβούλιο μπορεί με απόφασή του να αναθέτει την άσκηση όλων των εξουσιών και αρμοδιοτήτων (εκτός από αυτές που απαιτούν συλλογική ενέργεια) σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα, μέλη του ή όχι, καθορίζοντας συγχρόνως και την έκταση της ανάθεσης αυτής". Ότι με την από …-2009 απόφαση του ΔΣ της Τράπεζας, καθένα από τα προαναφερόμενα εκτελεστικά μέλη αυτού, ενεργώντας ξεχωριστά και χωρίς τη σύμπραξη των άλλων, είχε από την εν λόγω ημερομηνία και μέχρι την …2012, άρα και κατά την ...2010, τη διοίκηση, τη διαχείριση της περιουσίας, τη διεύθυνση των υποθέσεων και την εκπροσώπηση της Τράπεζας, καθώς και την άσκηση όλων των εξουσιών και αρμοδιοτήτων του ΔΣ, εκτός εκείνων για τις οποίες απαιτείτο συλλογική ενέργεια των μελών του, κατά το νόμο ή το καταστατικό. Ότι η επίτευξη του σκοπού της Τράπεζας και η σύννομη λειτουργία της πραγματώνονταν όχι μόνο μέσω των ενεργειών των καταστατικών οργάνων της ή των υποκατάστατων αυτών, αλλά και μέσω του προσωπικού της, το οποίο στελέχωνε τους τομείς, τις διευθύνσεις και τις επιτροπές, όπως αυτές εκάστοτε προβλέπονταν από το οργανόγραμμα λειτουργίας της Τράπεζας. Ότι παρά το γεγονός ότι για την εφαρμογή και την τήρηση των μέτρων ασφαλείας στους χώρους εργασίας αρμόδια ήταν η διεύθυνση Ασφαλείας και Προστασίας της Τράπεζας, καθένα από τα ανωτέρω εκτελεστικά μέλη του διοικητικού συμβουλίου της Τράπεζας, ενεργώντας ξεχωριστά και χωρίς τη σύμπραξη των λοιπών μελών, είχε μεταξύ άλλων εξουσιών τη διοίκηση και τη διεύθυνση των υποθέσεων της Τράπεζας. Ότι μία από τις υποθέσεις, και μάλιστα βαρύνουσας σημασίας, ήταν αυτή της ασφάλειας του προσωπικού στους χώρους εργασίας, διότι είχε να κάνει με τη ζωή και την υγεία, που στο συγκεκριμένο κεντρικό κατάστημα της Τράπεζας στην Αθήνα είχαν στο παρελθόν τεθεί σε κίνδυνο, όπως ήδη αναφέρθηκε. Ότι ο καθένας από τους προαναφερθέντες, από αμέλεια, δηλαδή από έλλειψη της προσοχής, την οποία, ως μέσος συνετός άνθρωπος με βάση την προαναφερόμενη θέση που κατείχε στην Τράπεζα, όφειλε να καταβάλλει, δεν μερίμνησε ατομικά για την εφαρμογή και την τήρηση των μέτρων ασφαλείας, που είτε προβλέπονταν από το νόμο είτε επιβάλλονταν από την υποχρέωση πρόνοιας για τους εργαζόμενους του συγκεκριμένου καταστήματος της Τράπεζας. 9. Σύμφωνα με τις παραδοχές αυτές, το Μονομελές Εφετείο Αθηνών έκρινε ότι τόσο η ίδια η Τράπεζα όσο και όλα τα εναγόμενα εκτελεστικά μέλη του ΔΣ έχουν προσωπική ευθύνη για όλες τις παραλείψεις που αποδίδονται συλλήβδην στην Τράπεζα (βλ. παραπάνω, αρ. 7). Και πέραν αυτού, έκρινε ότι, ιδίως: α) η έλλειψη στην πρόσοψη του ισόγειου καταστήματος είτε ενισχυμένων "αντιβανδαλικών" υαλοπινάκων είτε ρολών ασφαλείας, β) η παράλειψη να δοθεί εντολή, κατά την ...2010, για έγκαιρη αποχώρηση των υπαλλήλων πριν από την έναρξη της πορείας και γ) η έλλειψη σχεδίου εκκένωσης των χώρων σε περίπτωση πυρκαγιάς και εκπαίδευσης του προσωπικού ως προς την εφαρμογή του σχεδίου, συνδέονται αιτιωδώς με τον θάνατο της Α.Π. και τις σωματικές βλάβες των λοιπών εναγόντων υπαλλήλων, διότι, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, εάν οι παραλείψεις αυτές είχαν αποφευχθεί, τότε, αντιστοίχως, είτε δεν θα ήταν δυνατή η πρόκληση πυρκαγιάς από τους τρομοκράτες, είτε δεν θα βρίσκονταν άνθρωποι μέσα στο κτίριο, είτε οι ευρισκόμενοι θα είχαν κατορθώσει να το εγκαταλείψουν έγκαιρα. Και για να καταλήξει στην κρίση περί προσωπικής ευθύνης ενός εκάστου των εκτελεστικών μελών του ΔΣ διατύπωσε τον συλλογισμό ότι αφού το καθένα από αυτά είχε την εξουσία να ενεργεί ατομικώς κατά πάντα, όφειλε, στο πλαίσιο της εξουσίας αυτής και της εκπλήρωσης των καθηκόντων που απορρέουν από αυτήν, να έχει αποφύγει όλες τις παραλείψεις που αποδόθηκαν στην Τράπεζα, ως εργοδότη. Με τον συλλογισμό αυτό, όμως, και με την κρίση την οποία αυτός παρήγαγε (ήτοι, την κατ'ουσίαν απόρριψη της εφέσεως του αναιρεσείοντος), το δικαστήριο της ουσίας παραβίασε ευθέως και εκ πλαγίου τις διατάξεις που αναφέρονται παραπάνω (αρ. 2 έως 4), διότι: α) καταλόγισε στα εκτελεστικά μέλη του ΔΣ, ως υποκατάστατα αυτού όργανα της Τράπεζας, την παράλειψη υποχρεώσεων οι οποίες είχαν ή μπορούσαν να έχουν ανατεθεί νομίμως (σύμφωνα με το καταστατικό ή με επί μέρους αποφάσεις του ΔΣ, όπως εκ των παραδοχών του συνάγεται, βλ. παραπάνω, αρ. 8) σε υφιστάμενους υποκατάστατους ή προστηθέντες υπαλλήλους ή τρίτους, χωρίς να διαλάβει πρόσθετη παραδοχή περί του ότι τα εκτελεστικά μέλη βαρύνονται με πταίσμα ως προς την επιλογή ή την εποπτεία των προσώπων αυτών, κατά περίπτωση, άνευ του οποίου δεν μπορεί να θεμελιωθεί ατομική τους ευθύνη και β) δεν διευκρίνισε ποιες από τις παραλείψεις που κατέγνωσε αντιστοιχούν σε υποχρεώσεις, οι οποίες δεν είχαν ανατεθεί σε κανένα υφιστάμενο πρόσωπο, έτσι ώστε να διατηρηθούν ως υποχρεώσεις των εκτελεστικών μελών του ΔΣ και ποίου συγκεκριμένα κατά περίπτωση. Επομένως, ο πρώτος από τους λόγους της αιτήσεως του Α.Β., ως προς το δεύτερο μέρος αυτού, με τον οποίο επισημαίνεται η παραβίαση αυτή και προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι αναιρετικές πλημμέλειες του άρθρου 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ, είναι βάσιμος. 10. Αναφέρθηκε ήδη (βλ. παραπάνω, αρ. 2) ότι μεταξύ των προϋποθέσεων της ευθύνης του εργοδότη ή των προστηθέντων αυτού για την αποκατάσταση ζημίας μη περιουσιακής από εργατικό ατύχημα συγκαταλέγεται και ο αιτιώδης σύνδεσμος ανάμεσα στην πράξη ή παράλειψη που καταλογίζεται σ'αυτούς και στο αποτέλεσμα που επήλθε. Με τον πρώτο από τους λόγους της αιτήσεως, ως προς το πρώτο και τρίτο μέρος αυτού, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση έλλειψη αιτιολογίας (ΚΠολΔ 559 αρ.19) ως προς την κατάφαση της αιτιώδους συναφείας μεταξύ αφ'ενός των παραλείψεων των οργάνων ή προστηθέντων της Τράπεζας και αφ'ετέρου του επελθόντος κινδύνου και των συνεπειών που αυτός είχε επί των εναγόντων. Μετά την επικείμενη αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης για τις ελλείψεις που αναφέρονται στην προηγούμενη σκέψη, ο εξεταζόμενος λόγος καθίσταται αντιστοίχως άνευ αντικειμένου. Είναι ελλιπής, όμως, η αιτιολογία ως προς την κατάφαση της αιτιώδους συναφείας σε σχέση με το ότι: Α) Η υφιστάμενη πρόσθετη θύρα του ισογείου (πέραν της κυρίας εισόδου - εξόδου), που χαρακτηριζόταν ως "έξοδος κινδύνου", δεν πληρούσε τις νόμιμες προϋποθέσεις, διότι για το άνοιγμά της δεν αρκούσε απλή ώθηση από μέσα προς τα έξω, αλλά χρειαζόταν ταυτόχρονη, ηλεκτρονική εντολή από τηλεχειριστήριο. Β) Δεν δόθηκε εγκαίρως εντολή αποχώρησης του προσωπικού, εν όψει της πληροφορίας που υπήρχε για "άγρια πορεία", των επιθέσεων που είχαν προηγηθεί στο συγκεκριμένο κατάστημα και της ανησυχίας που είχε εκφράσει προς τους ανωτέρους της η υποδιευθύντρια αυτού, εν όψει της συγκεκριμένης διαδήλωσης. Γ) Δεν είχε διαμορφωθεί συγκεκριμένο πλαίσιο αντίδρασης ("σχέδιο ασφάλειας" και "σχέδιο διαφυγής") του προσωπικού σε περίπτωση επανάληψης των βιαιοτήτων, ενδεχομένως με μεγαλύτερη ένταση, σε χρόνο λειτουργίας του καταστήματος και με κίνδυνο όχι μόνο για πράγματα (όπως στις προηγούμενες φορές), αλλά και για πρόσωπα. Και Δ) Δεν είχε προηγηθεί οργάνωση και εκπαίδευση του προσωπικού, ώστε να μη δημιουργηθεί πανικός, αλλά ο κάθε υπάλληλος να γνωρίζει τι θα κάνει και πού θα πάει, προκειμένου σε πρώτη φάση να ματαιώσει τον κίνδυνο και σε έσχατη να διασώσει τον εαυτό του. Και είναι μεν αληθές ότι από το σύνολο των παραδοχών της προσβαλλόμενης απόφασης, αν όχι πάντοτε ευθέως, τουλάχιστον σιωπηρώς, καταφάσκεται ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ των εν λόγω παραλείψεων και των εκ του εμπρησμού του καταστήματος συνεπειών σε βάρος της ζωής της υπαλλήλου Α.Π. και της υγείας των λοιπών εναγόντων υπαλλήλων. Παρά ταύτα, δεν διευκρινίζεται επαρκώς: α) εάν, ενόψει της σφοδρότητος και του είδους της επιθέσεως, θα ήταν δυνατή η αποφυγή του πανικού και η ευχερής διάσωση του προσωπικού, σε περίπτωση που αυτό θα ήταν καλώς οργανωμένο και εκπαιδευμένο στην εφαρμογή συγκεκριμένου πρωτοκόλλου ενεργειών, β) εάν, ακόμη και στην περίπτωση που η υφιστάμενη έξοδος κινδύνου στο ισόγειο μπορούσε να ανοίξει με απλή ώθηση χωρίς την ανάγκη ταυτόχρονου τηλεχειρισμού, η χρησιμοποίησή της θα ήταν εφικτή και δεν θα παρεμποδιζόταν από τη φωτιά που μαινόταν στον ίδιο χώρο, γ) εάν η καλή οργάνωση και εκπαίδευση του προσωπικού μπορούσε να εξασφαλίσει την έγκαιρη απασφάλιση της πόρτας της ταράτσας του κτιρίου, από την οποία οι εργαζόμενοι, που σε κατάσταση πανικού κατέφυγαν στο πατάρι του δευτέρου ορόφου, θα μπορούσαν να βγουν στον καθαρό αέρα, έστω κι αν η πόρτα αυτή δεν χαρακτηριζόταν επισήμως ως έξοδος κινδύνου (μπροστά στην πόρτα της ταράτσας βρέθηκαν νεκροί η Α.Π. και ο Ε.Τ., ο οποίος λογικά, ως διευθυντής του τραπεζικού κέντρου, θα έπρεπε να είναι σε θέση να την ανοίξει εγκαίρως), δ) ποια πρόσωπα είχαν την ευθύνη του σχεδιασμού των αντιδράσεων σε περίπτωση κινδύνου, όπως αυτός που επισυνέβη (με την προϋπόθεση ότι θα μπορούσε να προβλεφθεί), ε) ποια πρόσωπα είχαν την ευθύνη της οργάνωσης και εκπαίδευσης του προσωπικού για τη σωστή εφαρμογή ενός πρωτοκόλλου ασφαλείας και διάσωσης, στ) ποιο πρόσωπο είχε την αρμοδιότητα να διατάξει, εκτάκτως, την πρόωρη αποχώρηση των υπαλλήλων κατά την ημέρα του συμβάντος και ζ) ποια ήταν η λειτουργική σχέση του εναγομένου Α.Β. ως εκτελεστικού μέλους του ΔΣ, με τις παραπάνω υποχρεώσεις ή τα αντιστοίχως υπεύθυνα πρόσωπα και με την επιλογή ή εποπτεία αυτών. Οι ελλείψεις αυτές στην αιτιολογία καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την από άποψη αιτιώδους συναφείας κατάφαση της ευθύνης είτε της Τράπεζας είτε του εναγομένου φυσικού προσώπου για τις αντιστοίχως αναφερόμενες παραλείψεις. Επομένως, ο εξεταζόμενος λόγος, με τον οποίο, σε συνδυασμό με την όλη επιχειρηματολογία του δικογράφου της αιτήσεως, επισημαίνονται τα παραπάνω κενά στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης, είναι βάσιμος κατά το αντίστοιχο μέρος. 11. Στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως αυτό ισχύει μετά την αναθεώρησή του με το από 6/17-4-2001 Ψήφισμα της Ζ` Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, ορίζεται ότι "Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. Τα δικαιώματα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν. Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας". Σύμφωνα με την αληθινή έννοια των διατάξεων αυτών, όπως αποτυπώθηκε ερμηνευτικά στην πρόσφατη ΟλΑΠ 9/2015, στην "αρχή της αναλογικότητας" προσδόθηκε ρητώς "συνταγματική υφή", έτσι ώστε στο πλαίσιο του κράτους δικαίου η απόλαυση των ατομικών δικαιωμάτων ενός προσώπου να μην περιορίζεται, ούτε από την κρατική εξουσία, ούτε από τη δικαιοδοτική λειτουργία, περισσότερο από όσο είναι αναγκαίο για την προστασία είτε των δημοσίων συμφερόντων είτε των ατομικών δικαιωμάτων άλλου προσώπου. Ειδικότερα, όταν τα δικαστήρια επιλαμβάνονται ιδιωτικών διαφορών, πρέπει να εφαρμόζουν τις προσήκουσες διατάξεις ουσιαστικού δικαίου υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας. Με άλλα λόγια, πρέπει να επιλύουν τις ιδιωτικές διαφορές με τρόπο που να εξασφαλίζει μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, χάριν αποτελεσματικής προστασίας των εκατέρωθεν θεμελιωδών δικαιωμάτων. Πράγμα που σημαίνει ότι το είδος ή τα μέσα του δικαστικού καταναγκασμού και οι έννομες συνέπειες, που από αυτόν επέρχονται υπέρ του δικαιούχου ή σε βάρος του υπόχρεου, πρέπει να είναι α) πρόσφορα, ήτοι απολύτως κατάλληλα για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου σκοπού, β) αναγκαία, ήτοι να τηρούν το μέτρο, σε σχέση με άλλα δυνάμενα να ληφθούν μέσα δικαστικού καταναγκασμού, το οποίο επιφέρει τον ελάχιστο δυνατό περιορισμό των δικαιωμάτων του διαδίκου σε βάρος του οποίου απαγγέλλονται και γ) αναλογικά, ήτοι να τελούν σε ανεκτή σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, προκειμένου η ωφέλεια που επιφέρουν στο δικαιούχο να μην υπολείπεται της βλάβης που προκαλούν στον υπόχρεο. Η εκ μέρους του δικαστηρίου της ουσίας παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, που εκδηλώνεται και με την εκ μέρους αυτού υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας, όπου αυτή προβλέπεται, ελέγχεται ευθέως ως αναιρετική πλημμέλεια σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 559 αρ. 1 ή/και αρ. 19 ΚΠολΔ. 12. Στο άρθρο 932 εδ. α΄ ΑΚ ορίζεται ότι "Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης". Και στο εδ. γ΄ του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι "Σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου η χρηματική αυτή ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης". Οι διατάξεις αυτές αποβλέπουν σε μια υπό ευρεία έννοια αποκατάσταση ενός προσώπου για την ηθική βλάβη (ανεξάρτητα από την αντίστοιχη περιουσιακή), η οποία επήλθε σ'αυτό από την αδικοπρακτική συμπεριφορά ενός άλλου προσώπου, έτσι ώστε ο δικαιούχος να απολαύσει μια επαρκή ανακούφιση του συναισθηματικού βάρους, το οποίο η αδικοπραξία προκάλεσε σ'αυτόν. Παράλληλα, όμως, οι ίδιες διατάξεις οριοθετούν την αποκατάσταση στο κατά την αντικειμενική κρίση του δικαστηρίου "εύλογο" μέτρο, αποβλέποντας στο να μην "εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία" και να μην συρρικνώνεται, αλλά και να μην "επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος" της χρηματικής ικανοποίησης, με αφορμή το γεγονός ότι πρόκειται για "βλάβη ηθική", ήτοι τοιαύτης φύσεως που, ενώ "δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα", είναι ευεπίφορη σε υποκειμενική στάθμιση (οι εντός εισαγωγικών περικοπές είναι από σκέψη της ΟλΑΠ 9/2015). Η εκ μέρους του δικαστηρίου της ουσίας αναζήτηση του ποσού, το οποίο σε συγκεκριμένη περίπτωση πρέπει να θεωρηθεί "εύλογο" ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης συγκεκριμένου δικαιούχου, γίνεται με τη συνεκτίμηση μιας σειράς από περιστάσεις, οι οποίες, χωρίς να είναι αναγκαίο να προβληθούν μία προς μία από τους διαδίκους, προκύπτουν από το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων που αυτοί επικαλούνται και προσκομίζουν. Τέτοιες περιστάσεις είναι, κυρίως και ενδεικτικώς, το είδος και η βαρύτητα της ηθικής προσβολής, η προσωπική, κοινωνική και περιουσιακή κατάσταση των μερών, η βαρύτητα του πταίσματος του υπαιτίου (στο μέτρο που επηρεάζει την ένταση της ηθικής βλάβης του δικαιούχου), η βαρύτητα του τυχόν συντρέχοντος πταίσματος του παθόντος (που λειτουργεί διαφορετικά στην περίπτωση της χρηματικής ικανοποίησης, απ'ό,τι στην αξίωση αποκατάστασης της περιουσιακής ζημίας, πρβλ. ΟλΑΠ 1115/1986), οι ειδικότερες συνθήκες τέλεσης της συγκεκριμένης αδικοπραξίας κλπ. Οι περιστάσεις αυτές πρέπει να οδηγήσουν το δικαστήριο στο σχηματισμό της κατά το άρθρο 932 ΑΚ κρίσης ως προς το "εύλογο" της χρηματικής ικανοποιήσεως που πρέπει να επιδικάσει, με χρήση της διακριτικής ευχέρειας που παρέχει προς αυτό ο νόμος. Κατά τη χρήση, όμως, της ευχέρειας αυτής, το δικαστήριο δεν νομιμοποιείται να κινηθεί ανεξέλεγκτα, υπακούοντας μόνο στις υποκειμενικές αντιλήψεις του δικάζοντος δικαστή, αλλά οφείλει να εφαρμόσει το μέτρο που αντικειμενικά θα εφάρμοζε και ο νομοθέτης, αν έθετε ο ίδιος τον κανόνα αποκατάστασης της ηθικής βλάβης στην ατομική περίπτωση, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας. Ως εκ τούτου, η ως προς το "εύλογο" κρίση του δικαστηρίου της ουσίας δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια, τα οποία, σύμφωνα με τις κατ'ιδίαν περιστάσεις (ως προς τις οποίες και μόνο, οι παραδοχές του παραμένουν αναιρετικώς ανέλεγκτες), διαπιστώνονται σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής και την περί δικαίου συνείδηση του μέσου κοινωνικού ανθρώπου σε ορισμένο τόπο και χρόνο, όπως τα όρια αυτά αποτυπώνονται στην συνήθη πρακτική των δικαστηρίων (ΟλΑΠ 9/2015). Η υπέρβαση των κατά τα ανωτέρω ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου της ουσίας ελέγχεται αναιρετικώς για ευθεία ή εκ πλαγίου παράβαση κανόνος δικαίου (ΚΠολΔ 559 αρ. 1 ή/και αρ. 19). 13. Πέραν των όσων ήδη αναφέρθηκαν ως προς τις συνθήκες επέλευσης του ένδικου εργατικού ατυχήματος και την ευθύνη της Τράπεζας και των υποκατάστατων οργάνων του ΔΣ αυτής ή των προστηθέντων υπαλλήλων, το Μονομελές Εφετείο Αθηνών δέχθηκε τα εξής ουσιώδη ως προς τη σχέση που η θανούσα Α.Π. είχε εν ζωή με τα ενάγοντα και ήδη αναιρεσίβλητα μέλη της οικογένειάς της: Ότι ο Ζ.Π., συνταξιούχος δικηγόρος, γεννηθείς το 1930, ήταν πατέρας της Α.Π.. Ότι η Π., σύζυγος Ζ.Π., συνταξιούχος υποθηκοφύλακας, γεννηθείσα το 1940, ήταν μητέρα της. Ότι ο Χ.Κ., γεννηθείς το 1978, είχε γνωριστεί μαζί της όταν ήσαν φοιτητές, είχε τελέσει με αυτήν γάμο την 5-9-2009 και ήταν σύζυγός της. Ότι η Α.Π., δικαστική αντιπρόσωπος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, γεννηθείσα το 1972, ήταν αδελφή της. Ότι, επιπλέον, η θανούσα είχε βαπτίσει τη μεγαλύτερη σε ηλικία από τις κόρες της αδελφής της. Ότι ο Ι.Κ., γεννηθείς το 1947, ήταν πατέρας του συζύγου της θανούσας και πεθερός της. Ότι η Ε., σύζυγος Ι.Κ., γεννηθείσα το 1950, ήταν μητέρα του συζύγου της θανούσας και πεθερά της. Ότι οι σχέσεις όλων των ανωτέρω με την Α.Π. ήσαν σχέσεις αγάπης και στοργής, γι'αυτό και όλοι δοκίμασαν μεγάλη θλίψη από την απώλεια της ιδίας και του τεσσάρων μηνών εμβρύου, το οποίο κυοφορούσε. 14. Αντιστοίχως, ως προς τις συνέπειες που είχε το συμβάν στην υγεία των διασωθέντων υπαλλήλων, το Μονομελές Εφετείο Αθηνών δέχθηκε τα εξής: Ότι από τους ανωτέρω ενάγοντες, οι οποίοι κατάφεραν να βγουν έξω από το φλεγόμενο κτίριο, η Π.Β., γεννηθείσα το 1975, νοσηλεύτηκε μία ημέρα στο νοσοκομείο "..." με κεφαλαλγία, αίσθημα καύσης στο φάρυγγα και δυσχέρεια στην αναπνοή και έλαβε φαρμακευτική αγωγή για τρεις εβδομάδες. Ότι η ίδια παρουσίασε μετατραυματική κατάθλιψη με συμπτώματα αϋπνίας, επιθετικότητας και εναλλαγής διάθεσης, αλλά δεν αποδείχθηκε ότι πριν από την ...2010 είχε ξεκινήσει διαδικασία εξωσωματικής γονιμοποίησης, που διακόπηκε λόγω της εισπνοής καπνού και τοξικών αερίων κατά το συμβάν. Ότι η Α.Ι., γεννηθείσα το 1977, νοσηλεύτηκε μία ημέρα στο νοσοκομείο "..." με αναπνευστικό πρόβλημα, έντονη κεφαλαλγία, πόνους στο λαιμό, σύγχυση κίνησης, αντίληψης και όρασης και έφερε στο σώμα της μώλωπες και εκδορές και εξήλθε από το νοσοκομείο με σύσταση για φαρμακευτική αγωγή. Ότι η Μ.Κ., γεννηθείσα το 1975, νοσηλεύτηκε μία ημέρα στο νοσοκομείο "..." με λοίμωξη του αναπνευστικού, της χορηγήθηκε φαρμακευτική αγωγή, εξήλθε από το νοσοκομείο με προτεινόμενη φαρμακευτική αγωγή και την 26-5-2010 και 14-6-2010 εξετάστηκε από νευρολόγο - ψυχίατρο. Ότι ο Κ.Κ., γεννηθείς το 1981, παρουσίασε δυσφορία στην αναπνοή για αρκετές ημέρες μετά το συμβάν και το Σεπτέμβριο 2011 διαγνώστηκε με σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου. Ότι η Χ.Λ., γεννηθείσα το 1969, νοσηλεύτηκε μία ημέρα στο νοσοκομείο "..." με κεφαλαλγία, πόνο στο φάρυγγα και κάκωση του δεξιού ώμου και εξήλθε από το νοσοκομείο με προτεινόμενη φαρμακευτική αγωγή για 15 ημέρες. Ότι η ίδια, την …2010 και …2010, διαγνώστηκε με καταθλιπτική συνδρομή. Ότι η Κ.Μ., γεννηθείσα το 1978, νοσηλεύτηκε μία ημέρα στο νοσοκομείο "..." λόγω εισπνοής καπνού και τοξικών που προκάλεσαν συγκινησιακή φόρτιση. Ότι ο Η.Μ., γεννηθείς το 1975, νοσηλεύτηκε μία ημέρα στο νοσοκομείο "..." με δύσπνοια, βήχα, κεφαλαλγία, πόνο στο φάρυγγα και εξήλθε με προτεινόμενη φαρμακευτική αγωγή. Ότι ο ίδιος, σε σπιρομέτρηση που υποβλήθηκε την …2010 και …2010, διαγνώστηκε με δυσλειτουργία μικρού βαθμού των μικρών αεραγωγών του αναπνευστικού, η οποία επιδεινώθηκε στη δεύτερη κατά χρονική σειρά εξέταση σε σχέση με την πρώτη. Ότι ο Α.Ν., γεννηθείς το 1975, δεν νοσηλεύτηκε, αλλά υποβλήθηκε σε εξετάσεις για το αναπνευστικό και τις αλλεργίες. Ότι ο Γ.Σ., γεννηθείς το 1973, νοσηλεύτηκε μία ημέρα στο νοσοκομείο "...", λόγω εισπνοής καπνού και εξήλθε με προτεινόμενη φαρμακευτική αγωγή. Ότι η Α.Χ., γεννηθείσα το 1962, νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο "..." πέντε ημέρες με λοίμωξη του αναπνευστικού και πιθανές ενδείξεις εμφράγματος, τρεις ημέρες στη μονάδα ειδικής φροντίδας και πήρε εξιτήριο με προτεινόμενη φαρμακευτική αγωγή για το αναπνευστικό και την καρδιά. Ότι, επιπλέον, η ίδια παρουσίασε αϋπνίες και της χορηγήθηκε φαρμακευτική αγωγή. Ότι ο Γ.Γ., γεννηθείς το 1979, νοσηλεύτηκε αρχικά στο νοσοκομείο "..." και στη συνέχεια πέντε ημέρες στο νοσοκομείο "...", από τις οποίες δύο στη μονάδα εντατικής θεραπείας, με κάταγμα τριών πλευρών, διάτρηση πνεύμονα, διαστρέμματα, θλάσεις, έγκαυμα στον πνεύμονα, μετακίνηση του διαφράγματος, μώλωπες στο κεφάλι και πρήξιμο στο αυτί. Ότι η Α.Ζ., γεννηθείσα το 1976, εξετάστηκε στο νοσοκομείο "...", της δόθηκε φαρμακευτική αγωγή και παρουσίασε έντονο μετατραυματικό shock, για το οποίο υποβλήθηκε σε ήπια φαρμακευτική αγωγή και ψυχοθεραπεία. Ότι ο Δ.Κ., γεννηθείς το 1961, νοσηλεύτηκε μία ημέρα στο νοσοκομείο "..." με έντονη κεφαλαλγία, ζάλη, πόνο στο λαιμό, δυσκολία στην αναπνοή και υψηλούς σφυγμούς και εξήλθε με προτεινόμενη φαρμακευτική αγωγή. Ότι ο Ε.Λ., γεννηθείς το 1979, νοσηλεύτηκε δύο ημέρες στο νοσοκομείο "..." με δύσπνοια, ζάλη, πόνο στο λαιμό και στα μάτια και θλάση οπίσθιου χιαστού του δεξιού γόνατος. Ότι η Μ.Μ., γεννηθείσα το 1961, νοσηλεύτηκε μία ημέρα στο νοσοκομείο "..." με δύσπνοια, ζάλη, πονοκέφαλο, πόνο στο λαιμό και βήχα και εξήλθε με προτεινόμενη φαρμακευτική αγωγή. Ότι ο Ε.Μ., γεννηθείς το 1964, νοσηλεύτηκε μία ημέρα στο νοσοκομείο "..." με δύσπνοια, δυσφορία, ζάλη, βήχα, πόνο στο λαιμό, στα μάτια και στο κεφάλι και εξήλθε με προτεινόμενη φαρμακευτική αγωγή. Ότι η Ε.Σ., γεννηθείσα το 1975, νοσηλεύτηκε μία ημέρα στο νοσοκομείο "..." με ζάλη, βήχα, πόνο στα μάτια, στο κεφάλι και στο σώμα και εξήλθε με προτεινόμενη φαρμακευτική αγωγή. Ότι η Ε.Φ., γεννηθείσα το 1964, εξετάστηκε στο νοσοκομείο "...", διαγνώστηκε με λοίμωξη του αναπνευστικού και της προτάθηκε φαρμακευτική αγωγή. Ότι ο Σ.Π., γεννηθείς το 1980, χωρίς παθολογικό μέχρι τότε ιστορικό, μεταφέρθηκε αρχικά στο νοσοκομείο "..." και στη συνέχεια στο νοσοκομείο "...", όπου νοσηλεύτηκε τρεις ημέρες με συμπτώματα δηλητηρίασης από την εισπνοή μονοξειδίου του άνθρακα, λοίμωξη του αναπνευστικού, πονοκεφάλους, ζάλη, εμετούς, πόνους στην καρδιά, εκδορές, σκισίματα και μελανιές στο σώμα και μετατραυματικό στρες και εξήλθε με προτεινόμενη φαρμακευτική αγωγή. Ότι ο ίδιος την …2010 διακομίστηκε με πόνους στην καρδιά στο "..." καρδιοχειρουργικό κέντρο, όπου διαγνώστηκε μυοσκελετικό άλγος. Ότι την …2011 εξετάστηκε από γαστρεντερολόγο του "...", όπου διαγνώστηκε με οισοφαγίτιδα και διαφραγματοκήλη. Ότι την …2011 εξετάστηκε από νευρολόγο, ο οποίος διέγνωσε κρίση ημικρανίας, με κεφαλαλγία και εμέτους, φωτοφοβία και φωνοφοβία. Ότι όλες οι νοσηλείες και οι ιατρικές εξετάσεις των παραπάνω εναγόντων στο νοσοκομείο "..." έγιναν με έξοδα της Τράπεζας. Ότι όλοι οι παθόντες, πλην των Α.Ν., Γ.Σ., Δ.Κ. και Ε.Μ., που δεν το ζήτησαν, εξετάστηκαν ψυχιατρικά από γιατρούς του νοσοκομείου "...". Ότι δεν αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες υπέστησαν μόνιμη βλάβη, σωματική ή ψυχική. Ότι ύστερα από το ανωτέρω συμβάν οι κατωτέρω ενάγοντες επέστρεψαν στην εργασία τους μετά την παρέλευση των ακόλουθων χρονικών διαστημάτων: η Π.Β. μετά από 2 μήνες και 14 ημέρες, η Μ.Κ. μετά από 4 μήνες, ο Κ.Κ. μετά από 50 ημέρες, η Κ.Μ. μετά από 5 ημέρες, ο Η.Μ. μετά από 3 μήνες και 14 ημέρες, ο Α.Ν. μετά από 40 ημέρες, ο Σ.Π. μετά από 10 ημέρες, η Μ. Μ. μετά από 2 εβδομάδες, ο Ε.Μ. μετά από 40 ημέρες, η Ε.Σ. μετά από 1 μήνα και η Ε.Φ. μετά από 20 ημέρες, χωρίς κανείς τους να στερηθεί τον μισθό του, για το χρονικό διάστημα που απουσίασε από την εργασία του ή την προοπτική επαγγελματικής εξέλιξης. 15. Σύμφωνα με το σύνολο των παραδοχών που προαναφέρθηκαν και αφού το δικαστήριο της ουσίας, όπως ρητώς διαλαμβάνει στις αιτιολογίες του, έλαβε υπόψη: α) την ένταση της αμέλειας του εναγομένου, για τον οποίο κρίθηκε ότι ευθύνεται για το θάνατο της Α.Π. και τις βλάβες της υγείας των λοιπών εναγόντων, β) την ηλικία της θανούσας, το γεγονός ότι ήταν έγκυος τεσσάρων μηνών και τον τρόπο θανάτου αυτής από εισπνοή καπνού και τοξικών αερίων, γ) τις σχέσεις αγάπης και στοργής που συνέδεαν τη θανούσα με τα μέλη της οικογένειάς της και την ένταση του ψυχικού άλγους, που αυτά αισθάνθηκαν από την απώλεια, τόσο της ίδιας, όσο και του εμβρύου που κυοφορούσε, δ) την ηλικία και την κοινωνική ή επαγγελματική κατάσταση των εναγόντων μελών της οικογένειάς της, ε) τον τρόπο επέλευσης των σωματικών βλαβών στον καθένα από τους λοιπούς ενάγοντες υπαλλήλους, είτε από εισπνοή καπνού και τοξικών αερίων, είτε από τραυματισμό κατά την προσπάθεια διαφυγής του, στ) την ένταση και τη διάρκεια της στεναχώριας ενός εκάστου εξ αυτών από τις βλάβες που υπέστησαν στην σωματική και ψυχική υγεία τους, ζ) την ηλικία και την κοινωνική ή επαγγελματική κατάσταση των εναγόντων υπαλλήλων, η) την οικονομική κατάσταση των εναγομένων κατά τον χρόνο συζήτησης της ένδικης αγωγής στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο (για την οποία ως προς τον Α.Β. δεν υπάρχει ουδεμία παραδοχή), θ) τις λοιπές συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας και ι) την συμπεριφορά της Τράπεζας μετά το ατύχημα, με τη δωρεάν παροχή ιατρικής εξέτασης και νοσηλείας στους παθόντες υπαλλήλους, [το δικαστήριο της ουσίας] έκρινε ότι οι ενάγοντες δικαιούνται κατά περίπτωση να λάβουν τα κατωτέρω ποσά (από τα οποία αφαιρέθηκε ένα μικρό μέρος για να ασκηθεί η αντίστοιχη αξίωση ενώπιον του αρμόδιου ποινικού δικαστηρίου): Α) ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης: 1) ο Ζ.Π., πατέρας, 250.000 ευρώ, 2) η Π., σύζυγος Ζ.Π., μητέρα, 250.000 ευρώ, 3) ο Χ.Κ., σύζυγος, 350.000 ευρώ, 4) η Α.Π., αδελφή, 150.000 ευρώ, 5) ο Ι.Κ., πεθερός, 80.000 ευρώ και 6) η Ε., σύζυγος Ι.Κ., πεθερά, 80.000 ευρώ και Β) ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης: 7) η Π.Β. 29.960 ευρώ, 8) η Α.Ι. 29.960 ευρώ, 9) η Μ.Κ. 29.960 ευρώ, 10) η Χ.Λ. 29.960 ευρώ, 11) η Κ.Μ. 29.960 ευρώ, 12) ο Α.Ν. 24.960 ευρώ, 13) ο Γ.Σ. 24.960 ευρώ, 14) η Α.Χ. 49.960 ευρώ, 15) ο Σ.Π. 60.000 ευρώ, 16) ο Κ.Κ. 29.960 ευρώ, 17) ο Η.Μ. 54.960 ευρώ, 18) ο Γ.Γ. 55.000 ευρώ, 19) η Α.Ζ. 30.000 ευρώ, 20) ο Δ.Κ. 30.000 ευρώ, 21) ο Ε.Λ. 35.000 ευρώ, 22) η Μ.Μ. 30.000 ευρώ, 23) ο Ε.Μ. 30.000 ευρώ, 24) η Ε.Σ. 30.000 ευρώ και 25) η Ε.Φ. 30.000 ευρώ. 16. Με την κρίση αυτή, το Μονομελές Εφετείο Αθηνών υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας κατά τον προσδιορισμό του ποσού, το οποίο είναι εύλογο στην συγκεκριμένη περίπτωση ως χρηματική ικανοποίηση, τόσο για την αποκατάσταση της ψυχικής οδύνης ενός εκάστου εκ των εναγόντων μελών της οικογένειας της θανούσας σε εργατικό ατύχημα, Α.Π., όσο και για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης ενός εκάστου των λοιπών εναγόντων. Διότι, αν και οι συνθήκες του θανάτου της πρώτης και του τραυματισμού ή της ψυχικής αναστάτωσης των λοιπών κατά τον χρόνο παροχής της εργασίας τους ήσαν, πράγματι, τραγικές και απρόβλεπτες για τραπεζικούς υπαλλήλους, όπως αυτοί, εν τούτοις δεν ήσαν περισσότερο έντονες σε σχέση με εκείνες, υπό τις οποίες επέρχεται ο θάνατος ή ο τραυματισμός άλλων προσώπων σε ατυχήματα που συμβαίνουν στην καθημερινή πραγματικότητα, με τρόπο εξίσου αιφνίδιο και αποτρόπαιο. Το δε γεγονός ότι στην ένδικη περίπτωση προκαλεί αγανάκτηση στον μέσο κοινωνικό άνθρωπο μια "τυφλή" και παράλογη τρομοκρατική ενέργεια που πλήττει σε ώρα εργασίας απλούς εργαζόμενους, οι οποίοι δεν έχουν δώσει ουδεμία αφορμή στους δράστες της ενέργειας (πλην, ενδεχομένως, του ότι εργάζονταν σε ημέρα γενικής απεργίας), δεν μπορεί να δικαιολογήσει την εις ύψος εκτίναξη του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης, την οποία καλείται να πληρώσει ο εργοδότης ή οι προστηθέντες, και όχι οι άγνωστοι τρομοκράτες. Και τούτο, ακόμη περισσότερο στην περίπτωση κατά την οποία η αμέλεια, που αποδίδεται στον εργοδότη ή στους προστηθέντες από αυτόν, μόνο κατά ένα μικρό μέρος συνδέεται με το αποτέλεσμα, διότι την υπερακοντίζει ο δόλος της τρομοκρατικής ενέργειας. Με τις συνέπειες της οποίας, ως κοινωνικού φαινομένου ή πολιτικού συμπτώματος, δεν είναι εύλογο να επιβαρυνθεί υπέρμετρα ο εργοδότης ή οι προστηθέντες, που ούτως ή άλλως πλήττονται από την αυθαιρεσία της τρομοκρατίας μέσα σε ένα κράτος δικαίου. Ως εκ τούτου, τα ποσά που επιδικάσθηκαν στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι τα ευλόγως επιδικαζόμενα από τα δικαστήρια σε περιπτώσεις θανατώσεως προσώπου ή ελαφρού τραυματισμού από αμέλεια, ακόμη και υπό εξαιρετικά οδυνηρές συνθήκες, αλλά κρίνονται συναισθηματικώς διογκωμένα. Γι'αυτό διαπιστώνεται παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας ως προς το ύψος των ποσών που επιδικάσθηκαν και ως προς την ισορροπία που η επιδίκασή τους πρέπει να εξασφαλίζει ανάμεσα στο όφελος των δικαιούχων και στο βάρος των υπόχρεων. Επομένως, ο πρώτος από τους λόγους της αιτήσεως, ως προς το τέταρτο μέρους αυτού, καθώς και ο δεύτερος, με τους οποίους επισημαίνεται η παραβίαση αυτή και προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι αναιρετικές πλημμέλειες του άρθρου 559 αρ. 1 και αρ. 19 ΚΠολΔ, είναι βάσιμοι. 17. Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς τους εδώ διαδίκους και στην έκταση που προσδιορίζεται από τις αιτιολογίες της παρούσας. Κατόπιν αυτού, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του ιδίου δικαστηρίου, συγκροτούμενου από άλλο δικαστή, εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως (ΚΠολΔ 580 παρ. 3). Τέλος, πρέπει να καταδικασθούν οι αναιρεσίβλητοι, που ηττώνται, στα ενιαία δικαστικά έξοδα των κληρονόμων του αναιρεσείοντος, που κατέθεσαν προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτών (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ. 2). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ 
Αναιρεί την 5115/2015 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, ως προς το μέρος που αναφέρεται στο σκεπτικό. Παραπέμπει την υπόθεση ως προς το αναιρεθέν μέρος στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλο δικαστή.- Και Καταδικάζει τους αναιρεσίβλητους να πληρώσουν ενιαία στους καθ'ων η κλήση εξ αδιαθέτου κληρονόμους του αναιρεσείοντος Α.Β., που συνεχίζουν στη θέση του τη δίκη, δύο χιλιάδες τριακόσια (2.300) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα. Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 21η Φεβρουαρίου 2018. -Και Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 6η Μαρτίου 2018. 
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Α.Σ.
 

Must red-read

Ακαταδίωκτο δημοσίων υπαλλήλων και μελών Δικηγορικών Συλλόγων

  27/2023 ΑΠ (Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Αστικώς ανεύθυνο δημοσίων υπαλλήλων. Περιλαμβάνει και την ευθύνη αυτών από προσβολές της προσωπικότ...