Τετάρτη 15 Ιουνίου 2016

Η Google τιμωρείται με αποζημίωση από Ελληνικό Δικαστήριο


 


Ακολουθεί απόσπασμα της υπ'αριθμ. 457/2016 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Πρόεδρος Θεοδούλη Οικονόμου, Βασίλης Μαλάμος, Εισηγήτρια Μανουέλα Παντελιά), με την οποία η Google υποχρεώνεται σε αποζημίωση 100.000 ευρώ για την προσβολή της προσωπικότητας πασίγνωστου επιχειρηματία και εφοπλιστή, που προξενήθηκε από την παράλειψή της να διαγράψει τα αντίγραφα των αρχείων/σελίδων που περιλάμβαναν προσβλητική ανάρτηση άγνωστου blogger.


Τα ιστολογία είναι διαδικτυακά ημερολόγια που περιλαμβάνουν υπερζεύξεις και καταχωρήσεις απόψεων, έχουν δε ως «βασική μονάδα» τους τις καταχωρήσεις και όχι τις εκάστοτε «σελίδες», όπως συμβαίνει με τους ιστοτόπους. Ο κάτοχος-διαχειριστής του διαδικτυακού ημερολογίου, ο οποίος μπορεί να είναι επώνυμος, ανώνυμος ή με ψευδώνυμο, καταγράφει, ανακοινώνει και καταθέτει τις απόψεις του σ' αυτό για διάφορα ζητήματα, ενώ τα ιστολογία είναι δυνατό να συνδέονται με άλλους ιστοτόπους, ιστοσελίδες και να επιτρέπουν στους χρήστες-αναγνώστες τους να απαντήσουν στις απόψεις του γράφοντος, ανακοινώνοντας στο ίδιο ιστολόγιο τα δικά τους σχόλια, που είναι επίσης αναγνώσιμα από όλους τους τρίτους χρήστες του διαδικτύου. Τα ιστολογία συντηρούν οι χρήστες τους που ανταλλάσσουν απόψεις μέσω του ιστολογίου, το οποίο είναι διαδραστικό μέσο που διαφέρει από τις ιστοσελίδες που διατηρούν στο διαδίκτυο τα μέσα ενημέρωσης, γιατί η διαμόρφωση του περιεχομένου του δεν αποφασίζεται μόνο από τον κάτοχο - διαχειριστή του, αλλά από όλους τους χρήστες -αναγνώστες του ιστολογίου (βλ. Σ. Τάσση, Διαδίκτυο και ελευθερία έκφρασης - το πρόβλημα των blogs, ΔΙΜΕΕ, 2006.518 επ.). Είναι, μάλιστα, χαρακτηριστικό, ότι ακόμη και στην περίπτωση που ο κάτοχος - διαχειριστής μπορεί, με τη χρήση στοιχείων πρόσβασης, να επιλέξει ποιοι από τους χρήστες - αναγνώστες επιτρέπεται να αναρτήσουν δικά τους σχόλια στο ιστολόγιό του, δεδομένου ότι η δυνατότητα αυτή εξαρτάται από το εκάστοτε λογισμικό που χρησιμοποιείται για κάθε ιστολόγιο, δεν είναι σε θέση να ελέγξει το αληθές ή όχι των χορηγουμένων από τον εκάστοτε αναγνώστη προσωπικών του δεδομένων, διότι είναι πολύ πιθανό ο αναγνώστης να χρησιμοποιεί ψευδώνυμο, οπότε είναι δυσχερέστατη η αποκάλυψη της πραγματικής του ταυτότητας. Έτσι, η επέμβαση του κατόχου-διαχειριστή είναι συνήθως κατασταλτική. Τα διαδικτυακά ημερολόγια συνδέονται μεταξύ τους στενά και έτσι έχουν αναπτύξει το δικό τους πολιτισμό. Στη συνείδηση των χρηστών του διαδικτύου, τα ιστολογία έχουν τη θέση του μέσου, όπου η ελευθερία της έκφρασης εφαρμόζεται στην απόλυτη μορφή της. Συνεπώς, ενόψει των ανωτέρω, ο σκοπός της δημιουργίας και ο προορισμός της λειτουργίας των blogs και ιδίως μάλιστα όσων δεν έχουν ειδησεογραφικό περιεχόμενο, δεν είναι η διάδοση πληροφοριών με σκοπό τη μαζική ενημέρωση, στοιχείο απαραίτητο για το χαρακτηρισμό ενός εντύπου (γραπτού ή ηλεκτρονικού) ως τύπου αλλά η ανταλλαγή απόψεων, ιδεών, σκέψεων και αναλύσεων, μέσω ενός μηχανισμού δυναμικής επικοινωνίας και με τη χρήση ενός μέσου που λόγω της φύσεώς του έχει μεν πράγματι ως άμεσο και αναγκαίο επακόλουθο να καθίσταται το περιεχόμενο των κειμένων τους προσβάσιμο σε απεριόριστο αριθμό ατόμων, δίχως όμως αυτό να αποτελεί τον αυτοσκοπό του διαχειριστή και κατόχου τους ως και των αναγνωστών τους. Περαιτέρω, κατά το πδ 131/2003, το οποίο ενσωμάτωσε στο ημεδαπό δίκαιο την Οδηγία 2000/31 για το ηλεκτρονικό εμπόριο και την κοινωνία της πληροφορίας ορίζεται μεταξύ άλλων (άρθρο 1) «Φορέας παροχής υπηρεσιών : κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που παρέχει μια υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας, Αποδέκτης της υπηρεσίας : κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο χρησιμοποιεί, επαγγελματικώς ή άλλως, μια υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας, ιδίως για να αναζητήσει πληροφορίες ή για να προσφέρει πρόσβαση σε αυτές.», (άρθρο 11) «Απλή μετάδοση 1. Σε περίπτωση παροχής μιας υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας συνισταμένης στη μετάδοση πληροφοριών που παρέχει ο αποδέκτης της υπηρεσίας σε ένα δίκτυο επικοινωνιών ή στην παροχή πρόσβασης στο δίκτυο επικοινωνιών, δεν υφίσταται ευθύνη του φορέα παροχής υπηρεσιών όσον αφορά τις μεταδιδόμενες πληροφορίες, υπό τους όρους ότι ο φορέας παροχής υπηρεσιών: α) δεν αποτελεί την αφετηρία της μετάδοσης των πληροφοριών, β) δεν επιλέγει τον αποδέκτη της μετάδοσης και γ) δεν επιλέγει και δεν τροποποιεί τις μεταδιδόμενες πληροφορίες. 2. Οι δραστηριότητες μετάδοσης και παροχής πρόσβασης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνουν την αυτόματη, ενδιάμεση και προσωρινή αποθήκευση των μεταδιδομένων πληροφοριών, στο βαθμό που η αποθήκευση εξυπηρετεί αποκλειστικά την πραγματοποίηση της μετάδοσης στο δίκτυο επικοινωνιών και η διάρκεια της δεν υπερβαίνει το χρόνο που είναι ευλόγως απαραίτητος για τη μετάδοση. 3. Το παρόν άρθρο δεν θίγει τη δυνατότητα να επιβληθεί δικαστικά ή διοικητικά στον φορέα παροχής υπηρεσιών η παύση ή η πρόληψη της παράβασης», (άρθρο 12) «Αποθήκευση σε κρυφή μνήμη 1. Σε περίπτωση παροχής μιας υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας, η οποία συνίσταται στη μετάδοση πληροφοριών που παρέχει ένας αποδέκτης υπηρεσίας σε ένα δίκτυο επικοινωνιών, δεν υφίσταται ευθύνη του φορέα παροχής της  
υπηρεσίας, όσον αφορά την αυτόματη, ενδιάμεση και προσωρινή αποθήκευση των πληροφοριών, η οποία γίνεται με αποκλειστικά σκοπό να καταστεί αποτελεσματικότερη η μεταγενέστερη μετάδοση των πληροφοριών προς άλλους αποδέκτες της υπηρεσίας, κατ' αίτησή τους, υπό τους όρους ότι ο φορέας παροχής υπηρεσιών: (α) δεν τροποποιεί τις πληροφορίες, (β) τηρεί τους όρους πρόσβασης στις πληροφορίες, (γ) τηρεί τους κανόνες που αφορούν την ενημέρωση των πληροφοριών, οι οποίοι καθορίζονται κατά ευρέως αναγνωρισμένο τρόπο και χρησιμοποιούνται από τον κλάδο, (δ) δεν παρεμποδίζει τη νόμιμη χρήση της τεχνολογίας, η οποία αναγνωρίζεται και χρησιμοποιείται ευρέως από τον κλάδο, προκειμένου να αποκτήσει δεδομένα σχετικά με τη χρησιμοποίηση των πληροφοριών, και (ε) ενεργεί άμεσα προκειμένου να αποσύρει τις πληροφορίες που αποθήκευσε ή να καταστήσει την πρόσβαση σε αυτές αδύνατη, μόλις αντιληφθεί ότι οι πληροφορίες έχουν αποσυρθεί από το σημείο του δικτύου στο οποίο βρίσκονταν αρχικά ή η πρόσβαση στις πληροφορίες κατέστη αδύνατη ή μια δικαστική ή διοικητική αρχή διέταξε την απόσυρση των πληροφοριών ή απαγόρευσε την πρόσβαση σε αυτές. 2. Το παρόν άρθρο δεν θίγει την δυνατότητα να επιβληθεί δικαστικά ή διοικητικά στο φορέα παροχής υπηρεσιών η παύση ή η πρόληψη της παράβασης», (άρθρο 13) «Φιλοξενία 1. Σε περίπτωση παροχής μιας υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας συνισταμένης στην αποθήκευση πληροφοριών παρεχομένων από ένα \^ αποδέκτη υπηρεσίας, δεν υφίσταται ευθύνη του φορέα παροχής της υπηρεσίας για τις πληροφορίες που αποθηκεύονται μετά από αίτηση αποδέκτη της υπηρεσίας, υπό τους όρους ότι: (α) ο φορέας παροχής της υπηρεσίας δεν γνωρίζει πραγματικά ότι πρόκειται για παράνομη δραστηριότητα ή πληροφορία και ότι, σε ό,τι αφορά αξιώσεις αποζημιώσεως, δεν γνωρίζει τα γεγονότα ή τις περιστάσεις από τις οποίες προκύπτει η παράνομη δραστηριότητα ή πληροφορία, ή (β) ο φορέας παροχής της υπηρεσίας, μόλις αντιληφθεί τα προαναφερθέντα, αποσύρει ταχέως τις πληροφορίες ή καθιστά την πρόσβαση σε αυτές αδύνατη. 2. Η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται όταν ο αποδέκτης της υπηρεσίας ενεργεί υπό την εξουσία ή υπό τον έλεγχο του φορέα παροχής της υπηρεσίας. 3. Το παρόν άρθρο δεν θίγει τη δυνατότητα να επιβληθεί δικαστικά ή διοικητικά στο φορέα παροχής υπηρεσιών η παύση ή η πρόληψη της παράβασης», (άρθρο 14 παρ. 1) «Απουσία γενικής υποχρέωσης ελέγχου 1. Οι φορείς παροχής υπηρεσιών δεν έχουν, για την παροχή υπηρεσιών που αναφέρονται στα άρθρα 10, 11 και 12 του παρόντος γενική υποχρέωση ελέγχου των πληροφοριών που μεταδίδουν ή αποθηκεύουν ούτε γενική υποχρέωση δραστήριας αναζήτησης γεγονότων ή περιστάσεων που δείχνουν ότι πρόκειται για παράνομες δραστηριότητες». Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 17 του ιδίου πδ 131/2003, «εφόσον πιθανολογείται προσβολή δικαιωμάτων από τις υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας, το Μονομελές Πρωτοδικείο διατάσσει ως ασφαλιστικό μέτρο οποιοδήποτε πρόσφορο μέτρο...Στην περίπτωση αυτή χορηγείται υποχρεωτικώς προσωρινή διαταγή κατά το άρθρο 691 παρ. 2 του ΚΠολΔ» (ΕφΘρ 91/2012 ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΠειρ 4980/2009 ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, οι μεσάζοντες παροχής υπηρεσιών διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο στη λειτουργία του, γιατί η δράση τους είναι απαραίτητη για την παρουσίαση και διάδοση των πληροφοριών στο internet. Ο δε συνταγματικός νομοθέτης, τους επεφύλαξε ειδική μεταχείριση, αφού το άρθρο 5Α του Συντάγματος προβλέπει ρητά την ελευθερία συμμετοχής στην κοινωνία της πληροφορίας, κατοχυρώνοντας παράλληλα υποχρέωση του κράτους περί διευκόλυνσης της πρόσβασης στις πληροφορίες που διακινούνται ηλεκτρονικά, καθώς και της παραγωγής, ανταλλαγής και διάδοσής τους (βλ. Κ. Χριστοδούλου, Προστασία της προσωπικότητας και της συμβατικής ελευθερίας στα κοινωφελή δίκτυα, σελ. 29 επ.). Πολλές φορές, όμως, οι πληροφορίες αυτές έχουν παράνομο περιεχόμενο και προσβάλλουν έννομα αγαθά τρίτων. Το παράνομο (του περιεχομένου) σχετίζεται με μια πληθώρα ζητημάτων όπως η διακίνηση πορνογραφικού υλικού ανηλίκων, η συκοφαντική δυσφήμηση, η παραβίαση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, η παραβίαση της νομοθεσίας περί προσωπικών δεδομένων κτλ. Με τον όρο πάροχος υπηρεσιών internet αναφερόμαστε στην επιχείρηση που παρέχει στους απλούς χρήστες πρόσβαση σε διάφορες υπηρεσίες του internet, συνήθως έναντι συνδρομής. Εκτός από πρόσβαση οι εταιρίες αυτές παρέχουν επίσης και πρόσθετες υπηρεσίες, όπως διατήρηση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, φιλοξενία προσωπικών ιστοσελίδων, κλπ. Η τεχνολογία και λειτουργία του διαδικτύου καθιστά απαραίτητη τη διαμεσολάβηση των παροχών υπηρεσιών πρόσβασης για τη διενέργεια των συναλλαγών. Το internet αποτελεί ένα παγκόσμιο δίκτυο διασυνδεδεμένων υπολογιστών, όπου οι ψηφιακές πληροφορίες μεταφέρονται από τον έναν υπολογιστή στον άλλο, μέχρι να φτάσουν στον τελικό αποδέκτη. Η μεταφορά αυτή διενεργείται με την αντιγραφή των ψηφιακών πληροφοριών από υπολογιστή σε υπολογιστή. Ωστόσο, προβληματική και δυσχερής είναι η απόπειρα καταλογισμού ευθύνης στους παρόχους ακόμα και σε περιπτώσεις όπου έχουν δυνατότητα επέμβασης, έστω και περιορισμένη, στις πληροφορίες που διακινούν. Τούτο διότι για να επέμβουν πρέπει κατ' αρχάς να λάβουν γνώση της ύπαρξης παράνομου υλικού και για να λάβουν γνώση θα πρέπει να ελέγξουν τις πληροφορίες που διακινούν. Ωστόσο, δεν θα μπορούσε να υποστηριχθεί βάσιμα η επιβολή στους παρόχους υποχρέωσης ελέγχου του συνόλου των πληροφοριών που διακινούν ή ακόμα και αυτών που φιλοξενούν, των οποίων ο έλεγχος εκ πρώτης όψεως, ενδεχομένως να φαντάζει πιο εύκολος. Η υποχρέωση αυτή, πέραν του ότι θα τους επιβάρυνε με ένα πρόσθετο τεράστιο οικονομικό βάρος, είναι και πρακτικώς αδύνατο να εκπληρωθεί, δεδομένου του όγκου των πληροφοριών που διαχειρίζεται ένας πάροχος. Περαιτέρω, εάν εναποτίθετο το βάρος αυτό στους παρόχους, θα περιοριζόταν σημαντικά η ελεύθερη διακίνηση των ιδεών στο internet, το οποίο θεωρείται το πλέον αδέσμευτο και πιο εξελιγμένο παγκόσμιο επικοινωνιακό μέσο. Εξάλλου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο ως άνω πδ, η απαλλαγή από την ευθύνη που προβλέπεται στα άρθρο 11 και 12 για τις δραστηριότητες της «απλής μετάδοσης» ή «αποθήκευσης σε κρυφή μνήμη» δεν ισχύει στην περίπτωση όπου ένας φορέας παροχής υπηρεσιών συνεργάζεται σκόπιμα με κάποιον από τους αποδέκτες της υπηρεσίας του με σκοπό τη διάπραξη παράνομων πράξεων. Η τελευταία εξαίρεση αναφέρεται στην περίπτωση της φιλοξενίας, ήτοι στην ευθύνη ενός φορέα παροχής υπηρεσιών για τις πληροφορίες που αποθηκεύονται κατόπιν αίτησης του αποδέκτη της υπηρεσίας. Οι προϋποθέσεις απαλλαγής του φορέα από την ευθύνη σε αυτή την τρίτη περίπτωση είναι δύο: (α) ο φορέας παροχής της υπηρεσίας να μην γνωρίζει πραγματικά ότι πρόκειται για παράνομη δραστηριότητα ή πληροφορία και σε ότι αφορά αξιώσεις αποζημίωσης, να μην γνωρίζει τα γεγονότα ή τις περιστάσεις από τις οποίες προκύπτει η παράνομη δραστηριότητα ή πληροφορία, (β) μόλις αντιληφθεί τα προαναφερθέντα, να αποσύρει ταχέως τις πληροφορίες ή να καθιστά την πρόσβαση σε αυτές αδύνατη. Σύμφωνα δε με την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, ο φορέας δεν απαλλάσσεται από την ευθύνη, ακόμα και όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου αυτού, εάν ο αποδέκτης της υπηρεσίας λειτουργεί υπό την εξουσία ή υπό τον έλεγχο του φορέα παροχής της υπηρεσίας. Η ρύθμιση αυτή είναι αυτονόητη καθώς σε μία τέτοια περίπτωση δύσκολα μπορεί ο φορέας παροχής να επικαλεστεί άγνοια του παράνομου περιεχομένου των αποθηκευμένων ή εν πάση περιπτώσει, εφόσον ο αποδέκτης τελεί υπό τον έλεγχο του, όφειλε να γνωρίζει το περιεχόμενο αυτό. Κατά δε τη γενική διατύπωση του άρθρου 14 του πδ, οι φορείς παροχής υπηρεσιών δεν έχουν, για την παροχή των υπηρεσιών που αναφέρονται στα άρθρα 11, 12 και 13, γενική υποχρέωση ελέγχου των αποθηκευμένων ή μεταδιδομένων από αυτούς πληροφοριών, ούτε υποχρέωση δραστήριας αναζήτησης γεγονότων ή περιστάσεων που δείχνουν ότι πρόκειται για παράνομες δραστηριότητες. Ωστόσο στην παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου θεμελιώνεται υποχρέωση οι πάροχοι υπηρεσιών να ενημερώνουν πάραυτα τις αρμόδιες κρατικές αρχές για τυχόν υπόνοιες περί χορηγουμένων παράνομων πληροφοριών ή δραστηριοτήτων που επιχειρούν αποδέκτες των υπηρεσιών τους καθώς και να ανακοινώνουν στις αρμόδιες αρχές, κατ' αίτηση τους, πληροφορίες, οι οποίες διευκολύνουν την εντόπιση αποδεκτών της υπηρεσίας τους, με τους οποίους έχουν συμφωνίες αποθήκευσης. Η εν λόγω διάταξη ισχύει μόνο για χρήστες με τους οποίους οι πάροχοι έχουν συμφωνίες αποθήκευσης και όχι για τρίτους χρήστες. Ο σκοπός της διάταξης αυτής είναι προφανής και αφορά στην προστασία των φορέων παροχής υπηρεσιών από την υποχρέωση διαρκούς ελέγχου και επαγρύπνησης προκειμένου να επωφεληθούν των απαλλαγών από την ευθύνη που προβλέπονται από τις διατάξεις των παραπάνω άρθρων. Η διάταξη δε αυτή θεμελιώνει νόμιμο λόγο απαλλαγής από την ευθύνη και όχι νόμιμο λόγο ευθύνης (βλ. Ε. Διαμαντή, Ευθύνη των μεσαζόντων παροχής υπηρεσιών στο διαδίκτυο κατά το πδ 131/2003, ΔΕΕ 2004.86 επ., Φ. Κατσανάκη, Ευθύνη παροχών υπηρεσιών internet κατά τη διαμεσολάβηση στη διακίνηση παράνομου υλικού, ΧρΙΔ 2008.271 επ.). Ο νόμιμος λόγος απαλλαγής (των παρόχων πρόσβασης) αφορά κάθε ευθύνη για συμπεριφορά που υπάγεται σε οποιαδήποτε απαγορευτική διάταξη νόμου, ανεξαρτήτως αν αυτή υπάγεται στο ποινικό ή το αστικό δίκαιο, το δίκαιο ανταγωνισμού ή το δίκαιο της πνευματικής ή/και βιομηχανικής ιδιοκτησίας. Η ιδιότυπη όμως αυτή «ασυλία» των φορέων παροχής πρόσβοσης δεν είναι απόλυτη, καθώς ρητώς προβλέπεται ότι είναι δυνατή σε αυτούς η επιβολή με δικαστική απόφαση ή διοικητική πράξη για την παύση ή την πρόληψη τυχόν παραβάσεων σε σχέση με τη διαδικτυακά διακινούμενη πληροφορία. Τέτοια παύση δια της δικαστικής ή της διοικητικής οδού συγκεκριμένων και ειδικώς ορισμένων παραβάσεων αποτελεί σε σχέση με τους παρόχους πρόσβασης η απομάκρυνση παράνομων πληροφοριών, τις οποίες φιλοξενούν στα δίκτυά τους, ή η απενεργοποίηση της πρόσβασης σ'αυτές, εφόσον φιλοξενούνται σε άλλα δίκτυα. Ενώ, όμως, η δικαστική ή διοικητική επιβολή υποχρέωσης των παρόχων πρόσβασης για την παύση με δικές τους ενέργειες συγκεκριμένων παραβάσεων, που τελούνται στο διαδίκτυο, είναι απόλυτα σαφής στο νόμο, αντιθέτως δυσερμήνευτη είναι η έννοια της πρόληψης και στο τι μπορεί να συνίσταται αυτή στην πράξη. Η έννοια της πρόληψης παραπέμπει εννοιολογικά στην εφαρμογή τεχνολογικών μέτρων σχετικά με την αποτροπή παράνομων δραστηριοτήτων, όπως λόγου χάρη τεχνολογιών «φιλτραρίσματος» της διαμετακομιζόμενης πληροφορίας για την αποτροπή παράνομων πράξεων. Εντούτοις, η ρύθμιση του άρθρου 14 του πδ 131/2003 αποκλείει την, είτε με εθνικό νόμο είτε με δικαστική απόφαση ή διοικητική πράξη, επιβολή υποχρέωσης προς τους παρόχους πρόσβασης για την γενικευμένη εφαρμογή τέτοιων τεχνολογιών «φιλτραρίσματος». Μία τέτοια άλλωστε υποχρέωση θα ήταν ασύμβατη με βασικά ανθρώπινα δικαιώματα, όπως η ελευθερία έκφρασης αλλά και το δικαίωμα πρόσβασης στην κοινωνία της πληροφορίας, που θεμελιώνονται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Έτσι, γίνεται δεκτό ότι υποχρεώσεις - προληπτικού μεταξύ άλλων - ελέγχου για τους παρόχους πρόσβασης είναι δυνατές, μόνο αν αυτές αφορούν σε συγκεκριμένες περιπτώσεις και όχι αν εισάγουν γενικευμένο «φιλτράρισμα» πληροφοριών. Η θέση των παρόχων πρόσβασης στη λειτουργία του διαδικτύου είναι κεντρική, καθώς οι φορείς αυτοί εξασφαλίζουν τεχνικά την πρόσβαση των τελικών χρηστών στο διαδικτυακό περιβάλλον και αναλαμβάνουν τη διαμετακομιδή των ψηφιοποιημένων δεδομένων από και προς αυτούς. Ουσιαστικά, οι πάροχοι πρόσβασης παρέχουν μία κοινωφελή υπηρεσία ιδιαίτερης σπουδαιότητας τόσο για τα μεμονωμένα άτομα όσο και ευρύτερα για το κοινωνικό σύνολο, η παροχή της οποίας κρίνεται απαραίτητη όχι μόνο για την κάλυψη ατομικών αναγκών αλλά και για την κοινωνική πρόοδο (βλ. σχετ. Α. Μπρούμα, Ο Ρόλος των Παροχών Πρόσβασης στο Διαδίκτυο σε σχέση με την Εφαρμογή του Δικαίου Πνευματικής Ιδιοκτησίας, ΔΙΜΕΕ 2009.491, Γ. Γιαννόπουλο, Η ευθύνη των μηχανισμών αναζήτησης για τις υπηρεσίες υπόδειξης και αυτόματης συμπλήρωσης , ΔΙΜΕΕ 13/168, Φ. Κατσανάκη, Ευθύνη παρόχων υπηρεσιών internet κατά τη διαμεσολάβηση στη διακίνηση παράνομου υλικού, ΧρΙΔ 2008.271, Ε. Διαμαντή, Ευθύνη των μεσαζόντων παροχής υπηρεσιών στο διαδίκτυο κατά το ΠΔ 131/2003. Ενσωμάτωση της Οδηγίας 2000/31 για το ηλεκτρονικό εμπόριο στο εθνικό δίκαιο, ΔΕΕ 2004.986, Κ. Χριστοδούλου, Ευθύνη του παρόχου δικτύου για προσβολές της ιδιωτικής σφαίρας, ΔΙΜΕΕ 2010.328). Επιπλέον, από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων των όρθρων 57, 59, 914, 932 ΑΚ και των άρθρων 361, 362, 363 και 367 ΠΚ συνάγεται ότι εκείνος του οποίου προσβάλλεται η προσωπικότητα α) με τη διατύπωση γι' αυτόν, γραπτά ή προφορικό, λέξεων ή φράσεων που κατά την κοινή αντίληψη περιέχουν είτε αμφισβήτηση της ηθικής και κοινωνικής αξίας του, είτε περιφρόνηση για το πρόσωπό του από το δράστη, ο οποίος γνωρίζει ότι με τέτοια οικειοθελή ενέργειά του προσβάλλεται η τιμή του άλλου και β) με ισχυρισμό ή διάδοση δυσφημιστικού γεγονότος, δηλαδή συμβάντος ή περιστατικού του παρόντος ή του παρελθόντος που υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό αποδείξεως, το οποίο (δυσφημιστικό γεγονός) μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, δικαιούται, εκτός άλλων, και την καταδίκη του υπαιτίου της δυσφημιστικής διάδοσης ή του εξυβριστικού ισχυρισμού στην καταβολή χρηματικού ποσού προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την προσβολή. Οταν ο δράστης δεν γνώριζε το ψεύδος του γεγονότος που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε ή είχε αμφιβολίες για αυτό, δεν στοιχειοθετείται μεν το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης σε βάρος άλλου, παραμένει όμως ως έγκλημα η απλή δυσφήμιση, που προσβάλλει επίσης την προσωπικότητα του άλλου σε βαθμό μη ανεκτό από την έννομη τάξη (ΑΠ 271/2012 ΝΟΜΟΣ). Τέτοιου είδους προσβολές μπορούν να προκληθούν και από δημοσίευμα στον τύπο ή από δηλώσεις σε ραδιοφωνική ή τηλεοπτική εκπομπή ή από αναρτήσεις στο διαδίκτυο, μέσω ηλεκτρονικών ιστοσελίδων ή άλλων ιστοτόπων, που λειτουργούν ως διεθνές μέσο διακίνησης πληροφοριών, με μεγάλη εμβέλεια δράσης, και μάλιστα παγκόσμια, και συνακόλουθα με αριθμό αποδεκτών όσων δια αυτού διαδίδονται, που μεγεθύνει την προβολή εκείνου που θίγεται από την διάδοση συκοφαντικών, δυσφημιστικών ή εξυβριστικών ισχυρισμών (ΕφΔωδ 220/2013 ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 36/2011 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 680/2009 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΑΘ 8962/2006 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 26 ΑΚ οι ενοχές από αδίκημα διέπονται από το δίκαιο της πολιτείας όπου διαπράχθηκε το αδίκημα. Τόπος τέλεσης του αδικήματος - και ως τέτοιο εννοείται η αδικοπραξία υπό ευρεία έννοια - είναι τόσο ο τόπος που ενήργησε ή παρέλειψε να ενεργήσει ο υπαίτιος της αδικοπραξίας όσο και ο τόπος στον οποίο επήλθε η ζημία. Στην περίπτωση δε που τα πραγματικά περιστατικά που υλοποιούν την αδικοπραξία, μεταξύ των οποίων και η επέλευση του ζημιογόνου αποτελέσματος, συντελούνται στο έδαφος περισσοτέρων πολιτειών, στον ζημιωθέντα απόκειται η επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου (ΑΠ 903/2010 ΝΟΜΟΣ). Έτσι, με τη δημοσίευση πληροφοριών μέσω ιστοσελίδας του διαδικτύου, τόπος τέλεσης της αδικοπραξίας είναι και κάθε τόπος όπου υπάρχει ή υπήρξε πρόσβαση στο επίμαχο δημοσίευμα που αναρτήθηκε στο διαδίκτυο και επήλθε η ζημία, ο τόπος δε της συνήθους διαμονής του προσβληθέντος είναι ο τόπος στον οποίο κατά κύριο λόγο επήλθε η ζημία. Κατά το δίκαιο δε που ορίζει η διάταξη αυτή κρίνονται, μεταξύ άλλων, και τα ακόλουθα ζητήματα: Αν η συγκεκριμένη πράξη αποτελεί αδίκημα, αν η υπαιτιότητα αποτελεί προϋπόθεση του αδικήματος και της υποχρεώσεως για αποζημίωση, αν και βάσει ποίων προϋποθέσεων θεμελιώνεται αντικειμενική ευθύνη σε βάρος κάποιου άλλου, ποια είναι το είδος και η έκταση της οφειλόμενης αποζημίωσης (άρθρα 914, 297, 298 για την περιουσιακή ζημία και 932 ΑΚ για τη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης), πότε η πράξη είναι παράνομη, ποιος βαθμός υπαιτιότητας απαιτείται για τη θεμελίωση υποχρέωσης προς αποζημίωση, αν μεταξύ της πράξης και της ζημίας απαιτείται αιτιώδης συνάφεια, ποιες οι συνέπειες του συντρέχοντος πταίσματος του παθόντος, πότε παραγράφεται η σχετική αξίωση (ΑΠ 711/2011 ΝΟΜΟΣ). Τέλος, για την εφαρμογή των διατάξεων του πδ τίθεται ως προϋπόθεση, σύμφωνα με την αρχή του κράτους προέλευσης, ο φορέας παροχής υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας να είναι εγκατεστημένος στην Ελλάδα. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του πδ 131/2003, το εν λόγω προεδρικό διάταγμα εφαρμόζεται μόνον εφόσον ο φορέας παροχής υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας είναι εγκατεστημένος στην Ελλάδα. Σύμφωνα δε με το ως άνω πδ, ως εγκατεστημένος φορέας παροχής υπηρεσιών ορίζεται ο φορέας, ο οποίος ασκεί ουσιαστικώς μια οικονομική δραστηριότητα μέσω μιας μόνιμης εγκατάστασης για αόριστη χρονική διάρκεια, ενώ η απλή παρουσία και η χρήση των τεχνικών μέσων και των τεχνολογιών που απαιτούνται για την παροχή της υπηρεσίας δεν συνιστούν εγκατάσταση του φορέα (βλ. Κ. Χριστοδούλου, Ευθύνη του παρόχου δικτύου για προσβολές της ιδιωτικής σφαίρας, ΔΙΜΕΕ 2010.328, Χ. Αποστολόπουλο, Η ερμηνεία της αρχής της χώρας προέλευσης στην οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο ως κανόνας σύγκρουσης του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, ΔΕΕ 2004.266). 
Με την υπό κρίση αγωγή, ο ενάγων ισχυρίζεται ότι τον ... του 2012 αναρτήθηκε από αγνώστους στον ίδιο και μη δυνάμενους να εντοπισθούν διαχειριστές ιστολογίου ένα κείμενο με τίτλο ... με παράπλευρη φωτογραφία του ιδίου σε συγκεκριμένο ιστολόγιο (blog), όπου περιέχονται ψευδείς και συκοφαντικοί ισχυρισμοί εναντίον του ιδίου και της οικογένειάς του, τους οποίους οι συντάκτες του κειμένου δημοσίευσαν εν γνώσει της αναληθείας τους με σκοπό να πλήξουν την τιμή και την υπόληψή του και να προσβάλλουν την προσωπικότητά του. Ότι για το λόγο αυτό στις ...2012 επέδωσε στην εναγομένη, η οποία είναι πάροχος διαδικτυακών υπηρεσιών, μεταξύ των οποίων και η παροχή σε χρήστες διαδικτύου της υπηρεσίας εκείνης, δια της οποίας οι τελευταίοι δημιουργούν και διαχειρίζονται ιστολόγια, δηλαδή διαδικτυακά ημερολόγια με καταχωρήσεις απόψεων, και τα οποία συνδέονται με άλλους ιστότοπους και επιτρέπουν στους αναγνώστες τους να καταχωρήσουν δικά τους σχόλια, ανώνυμα ή επώνυμα, τα οποία είναι αναγνώσιμα, εξώδικη δήλωση - πρόσκληση, με την οποία την ενημέρωσε για το παράνομο περιεχόμενο του εκεί αναφερόμενου κειμένου, το οποίο είχε αναρτηθεί σε blog, τις υπηρεσίες του οποίου παρέχει η ίδια στους διαχειριστές του, καλώντας την να προβεί στις κατάλληλες εκείνες ενέργειες προκειμένου το ως άνω συκοφαντικό κείμενο να αποσυρθεί από το blog στο οποίο αναρτήθηκε και από κάθε άλλο blog και ιστοσελίδα, στα οποία αναρτήθηκε. Ότι κατόπιν αδράνειας της εναγομένης, υπέβαλε αίτηση λήψης προσωρινών μέτρων προστασίας της προσωπικότητάς του από την προσβολή που επαγόταν η παραμονή του ως άνω κειμένου στο ιστολόγιο που είχε αναρτηθεί, την οποία το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών έκανε δεκτή, υποχρεώνοντας την εναγομένη να προβεί σε διαγραφή από το blog ... του κειμένου με το ως άνω περιεχόμενο συνοδευόμενο από τη φωτογραφία του ενάγοντος και να καταργήσει αντίγραφα αρχείων/σελίδων που περιλαμβάνουν το ως άνω κείμενο, καθώς είχε επακολουθήσει αναπαραγωγή του από άλλους αποδέκτες υπηρεσιών της. Ότι απόσπασμα της ως άνω απόφασης επέδωσε στην πληρεξούσια δικηγόρο και νόμιμη αντίκλητο της εναγομένης, ώστε να λάβει αυτή γνώση και να συμμορφωθεί στο διατακτικό της ως άνω απόφασης. Ότι η εναγομένη δεν συμμορφώθηκε στις επιταγές της ως άνω δικαστικής απόφασης κατά παράβαση των επιτακτικών διατάξεων του πδ 131/2003, όπου προβλέπεται υποχρέωση του παρόχου υπηρεσιών διαδικτύου, μόλις πληροφορηθεί παράνομη δραστηριότητα ή πληροφορία, να άρει την προσβολή, καθώς δεν απέσυρε ή και δεν κατέστησε ανέφικτη την πρόσβαση στο ως άνω κείμενο και τα αντίγραφα αυτού, με αποτέλεσμα από την υπαίτια και παράνομη αυτή συμπεριφορά της (τη διατήρηση δηλαδή της ανάρτησης του επίμαχου δημοσιεύματος), να υποστεί ο ίδιος μη περιουσιακή ζημία από την εξακολουθούμενη συκοφάντησή του και τη συνεχιζόμενη προσβολή της προσωπικότητάς του. Με βάση το ιστορικό αυτό, μετά και το νομότυπο περιορισμό του αιτήματός του αναφορικά με το κονδύλι της ηθικής βλάβης, το οποίο περιορίζει στο ποσό του ενός εκατομμυρίου (1.000.000) ευρώ, να υποχρεωθεί η εναγόμενη, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή 1) να απομακρύνει οριστικά το επίμαχο συκοφαντικό κείμενο από το ιστολόγιο στο οποίο έχει αναρτηθεί καθώς και από κάθε άλλο blog που φιλοξενεί στο δίκτυό της ή άλλο διαδικτυακό τόπο που φιλοξενεί ή στο οποίο παρέχει πρόσβαση και στο οποίο έχει αναπαραχθεί το κείμενο και να υποχρεωθεί να απενεργοποιήσει την πρόσβαση σε αυτό, εφόσον φιλοξενείται σε άλλα δίκτυα που δεν της ανήκουν ή δεν τα διαχειρίζεται, 2) να παρεμποδίζει μελλοντικά κάθε μελλοντική ανάρτηση ομοίου περιεχομένου με το επίμαχο δημοσίευμα και να απαγορευθεί να απονέμει σε αυτό νέα διεύθυνση «url», 3) να καταργήσει τα αποθηκευμένα αντίγραφα αρχείων/σελίδων που περιέχουν το επίμαχο συκοφαντικό κείμενο, υπό την απειλή χρηματικής ποινής 50.000 ευρώ για κάθε ημέρα μη συμμόρφωσής της προς το διατακτικό της απόφασης, 4) να καταχωρήσει στο ιστολόγιο (blog) όπου έχει αναρτηθεί το συκοφαντικό κείμενο το περιεχόμενο της παρούσας απόφασης, υπό την απειλή χρηματικής ποινής 50.000 ευρώ για κάθε ημέρα μη συμμόρφωσής της προς το διατακτικό της απόφασης, 5) να δημοσιεύσει με δικές της δαπάνες την απόφαση που θα εκδοθεί επί της αγωγής του σε δύο ημερήσιες και σε δύο οικονομικές εφημερίδες των Αθηνών, 6) να του καταβάλει το ποσό του 1.000.000 ευρώ για τη χρηματική του ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη συνεπεία της διατήρησης της ανάρτησης του επίμαχου δημοσιεύματος και να καταδικαστεί αυτή στη δικαστική του δαπάνη. 
Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή παραδεκτώς εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο έχει δικαιοδοσία, καθώς από την μη προβολή σχετικής ένστασης από την παρισταμένη στη δίκη εναγόμενη, συνάγεται ύπαρξη σιωπηρής δικονομικής συμφωνίας δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων και είναι καθ' ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 3, 7, 9 εδ. α', 10, 18 παρ. 1 ΚΠολΔ) κατά την τακτική διαδικασία. Είναι δε ορισμένη (άρθρο 216 ΚΠολΔ), πλην του αιτήματος που αφορά στην υποχρέωση της εναγομένης να απομακρύνει το κείμενο με τίτλο από κάθε άλλο blog που φιλοξενεί στο δίκτυό της ή άλλο διαδικτυακό τόπο που φιλοξενεί ή στο οποίο παρέχει πρόσβαση και στο οποίο έχει αναπαραχθεί το ως άνω κείμενο, καθώς και να απενεργοποιήσει την πρόσβαση σε αυτό, εφόσον φιλοξενείται σε άλλα δίκτυα που δεν της ανήκουν ή δεν τα διαχειρίζεται, το οποίο κρίνεται απορριπτέο ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας, γενομένου δεκτού και του σχετικού ισχυρισμού της εναγομένης. Και τούτο διότι κάθε αναρτημένο στο διαδίκτυο κείμενο προσδιορίζεται και εξειδικεύεται από μία συγκεκριμένη διεύθυνση, από ένα συγκεκριμένο «url», το οποίο είναι μοναδικό. Έτσι, όταν ένα κείμενο εμφανίζεται περισσότερες από μία φορές στο διαδίκτυο, αυτό πραγματώνεται με διαφορετικές διευθύνσεις, ήτοι διαφορετικά «urls». Προκειμένου δε ο φορέας παροχής υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας να απομακρύνει ένα κείμενο με παράνομο περιεχόμενο, πρέπει αυτό να είναι ειδικά και συγκεκριμένα προσδιορισμένο, και δη να προσδιορίζεται η ακριβής διεύθυνση με την οποία έχει αναρτηθεί στο διαδίκτυο. Ειδικότερα, όταν ζητείται η διακοπή πρόσβασης ή η απομάκρυνση συγκεκριμένης ανάρτησης στο διαδίκτυο, πρέπει αυτή να εξειδικεύεται ως προς τη διεύθυνση με την οποία εμφανίζεται στο διαδίκτυο, ήτοι να αναφέρεται η συγκεκριμένη διεύθυνση διαδικτύου ή/και οι διαδικτυακοί τόποι με συγκεκριμένα ονόματα, των οποίων ζητείται η διακοπή πρόσβασης ή η απομάκρυνση, ώστε, μεταξύ άλλων, να αποφεύγεται ο κίνδυνος να απομακρυνθεί και ανάρτηση, της οποίας το περιεχόμενο δεν έχει κριθεί παράνομο. Διαφορετικά, ο φορέας παροχής υπηρεσιών θα ήταν υποχρεωμένος να προβεί σε ενεργή αναζήτηση στο σύνολο των πληροφοριών που έχουν αποθηκεύσει στους υπολογιστές της υπηρεσίας κοινωνικής δικτύωσης οι χρήστες, ώστε να εντοπίσει το συγκεκριμένο κείμενο και να το απομονώσει. Εν προκειμένω, ο ενάγων ισχυρίζεται ότι καθίσταται τεχνικά δυνατό στην εναγομένη να εντοπίσει τους διαδικτυακούς τόπους όπου ευρίσκεται καταχωρημένο το επίμαχο δημοσίευμα και να το απομακρύνει ή να απενεργοποιήσει την πρόσβαση σε αυτό, χρησιμοποιώντας την μηχανή αναζήτησης που η ίδια διαθέτει και πληκτρολογώντας τον τίτλο του εν λόγω δημοσιεύματος. Η εναγόμενη από την άλλη πλευρά, προβάλει τη λειτουργική της αδυναμία να πράξει τα ανωτέρω προτεινόμενα, μη αρνούμενη την τεχνική της δυνατότητα προς τούτο. Ωστόσο, μία ενεργή δραστηριοποίηση της εναγομένης προς αυτή την κατεύθυνση, θα κατέληγε στο να επωμίζεται η τελευταία το βάρος μίας γενικευμένης, εν τέλει, παρακολούθησης όλων των μεταδιδόμενων πληροφοριών και να πραγματοποιεί έλεγχο αυτών (των μεταδιδόμενων πληροφοριών), με παρέμβαση ανθρώπινου παράγοντα, προκειμένου να διαπιστώσει εάν το επίμαχο δημοσίευμα έχει αναρτηθεί είτε στο σύνολό του, είτε απόσπασμα αυτού, είτε με τον προαναφερόμενο τίτλο, είτε χωρίς αυτόν, είτε με διάφορο τίτλο και να προβεί στην απομάκρυνση αυτού ή την απαγόρευση πρόσβασης σε αυτό. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν γίνεται αποδεκτό, δεδομένου και του σκοπού του προαναφερόμενου πδ, και συνεπώς, προκειμένου μία δικαστική απόφαση να υποχρεώσει έναν πάροχο πρόσβασης στο διαδίκτυο να απομακρύνει συγκεκριμένο κείμενο, δια του οποίου τελούνται άδικες πράξεις, πρέπει να προσδιορίζονται οι εξατομικευμένοι διαδικτυακοί τόποι, οι εξατομικευμένες ιστοσελίδες κάποιου ιστότοπου ή ιστολογίου, στις οποίες εμπεριέχεται το παράνομο αυτό περιεχόμενο, είτε στο σύνολό του, είτε απόσπασμα αυτού, ανεξάρτητα από την τεχνική δυνατότητα του φορέα παροχής υπηρεσιών διαδικτύου να το πράξει, καθώς θα τον υποχρέωνε να προβεί σε δραστήρια αναζήτηση, όχι μόνο των urls με τα οποία εντοπίζεται το επίμαχο κείμενο ως σύνολο και με βάση το συγκεκριμένο τίτλο, αλλά το σύνολο των διαδικτυακών τόπων όπου αυτό εμφανίζεται ως απόσπασμα και με διαφορετικό ή καθόλου τίτλο. Κατόπιν των ανωτέρω, ο ενάγων όφειλε, προκειμένου το αίτημά του περί απομάκρυνσης του φερόμενου ως συκοφαντικού και παράνομου κειμένου να κριθεί ορισμένο, να εξατομικεύσει τις διευθύνσεις «urls», όπου εκείνος θεωρεί ότι αυτό εντοπίζεται, είτε ως σύνολο, είτε ως απόσπασμα, προκειμένου η εναγόμενη να προβεί, μέσω του εγκατεστημένου συστήματός της, λειτουργώντας με αυτοματοποιημένο τρόπο, στη διαγραφή ή κατάργηση του κειμένου που εμφανίζεται στο διαδίκτυο υπό συγκεκριμένο «url» και να μην προβεί σε έντονη και διαρκή δραστήρια αναζήτηση ιστοτόπων και ιστολογιών για τον εντοπισμό του. Κατά το μέρος δε που κρίθηκε ορισμένη, η υπό κρίση αγωγή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 71, 299, 914, 932 ΑΚ, 362, 363 ΠΚ, 1, 2, 11, 12, 13, 14 του πδ 131/2003, 176, 907, 908 παρ. 1, 947 ΚΠολΔ, έχοντος εφαρμογή του ελληνικού δικαίου ως προς την εναγόμενη εταιρία βάσει του άρθρου 26 ΑΚ, δοθέντος ότι, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, στην ελληνική επικράτεια, όπου κατοικεί ο ενάγων, επήλθε (κατά κύριο μάλιστα λόγο) η ζημία, δηλαδή η επικαλούμενη συκοφαντική του δυσφήμηση και προσβολή της προσωπικότητάς του από την επικαλούμενη παράλειψη της εναγομένης να ενεργήσει κατά τις επιταγές του ως άνω πδ, ώστε να αφαιρεθεί δημοσίευμα αποδέκτη των υπηρεσιών της, ως το δίκαιο του τόπου όπου επήλθε η επικαλούμενη από την αδικοπραξία ζημία, ενώ παράλληλα η εναγόμενη εταιρία παροχής υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο έχει και παρουσία στην ελληνική επικράτεια, όπου διατηρεί εγκατάσταση δραστηριότητας, με έδρα στην Αθήνα, Λεωφ. Μεσογείων αριθμ. 2-4, όπως προκύπτει από τη σχετική από ... αίτηση ασφαλιστικών μέτρων που κατέθεσε ο ενάγων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 10202/2012 απόφαση του ως άνω δικαστηρίου αντιμωλία των διαδίκων, καθώς και την από ... εξώδικη δήλωση - πρόσκληση του ενάγοντος, και ασκεί οικονομική δραστηριότητα. Ωστόσο, απορριπτέο ως μη νόμιμο κρίνεται το αίτημα του ενάγοντος να υποχρεωθεί η εναγόμενη να παρεμποδίζει μελλοντικά κάθε μελλοντική ανάρτηση όμοιου περιεχομένου δημοσιεύματος και ειδικότερα να απαγορευθεί σε αυτή να απονέμει νέα διεύθυνση «url» στο επίμαχο αρχείο/κείμενο, δοθέντος ότι, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, κάτι τέτοιο θα προϋπέθετε ότι ο φορέας παροχής υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας θα έπρεπε να εφαρμόσει μία μέθοδο καθολικού φιλτραρίσματος, με σκοπό να εντοπίσει και να αποκλείσει την πρόσβαση στο περιεχόμενο των διαδικτυακών εκείνων τόπων, όπου θα ήταν αναρτημένο μέρος ή το σύνολο του επίμαχου δημοσιεύματος. Συγκεκριμένα, ο πάροχος θα ήταν υποχρεωμένος να εγκαταστήσει φίλτρο περιορισμού, προληπτικά, για απεριόριστο χρονικό διάστημα και με δικές του δαπάνες, παραβιάζοντας έτσι θεμελιώδη δικαιώματα όπως το δικαίωμα του παρόχου στην επιχειρηματικότητα και την ελευθερία διάδοσης πληροφοριών. Εν προκειμένω, ο ενάγων ζητεί να υποχρεωθεί η εναγόμενη να παρεμποδίζει μελλοντικά την ανάρτηση όμοιου περιεχομένου δημοσιεύματος, γεγονός, ωστόσο, που θα υποχρέωνε την τελευταία να θέσει σε λειτουργία, ως προαναφέρθηκε, σύστημα φιλτραρίσματος, ώστε να ελέγχει το σύνολο των πληροφοριών που έχουν αποθηκεύσει στους υπολογιστές της υπηρεσίας κοινωνικής δικτύωσης οι χρήστες, προληπτικά, με έξοδα που θα βάρυναν την ίδια, και χωρίς περιορισμό ως προς τη χρονική διάρκεια εφαρμογής του φίλτρου, γεγονός που θα ερχόταν σε αντίθεση με το σκοπό του ως άνω πδ, όπου τα μέτρα πρόληψης των προσβολών δεν πρέπει να είναι αδικαιολόγητα περίπλοκα και δαπανηρά. Επιπλέον, απορριπτέο ως μη νόμιμο κρίνεται και το αίτημα του ενάγοντος να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταχωρήσει στο ίδιο blog και με τα ίδια στοιχεία το περιεχόμενο της εκδοθησόμενης απόφασης, δοθέντος ότι, ως προκύπτει, η εναγόμενη δεν είναι η ίδια κάτοχος και διαχειριστής του εν λόγω ιστολογίου, στο οποίο αναρτήθηκε το επικαλούμενο παράνομο δημοσίευμα και, συνεπώς, δεν δύναται να διαταχθεί να καταχωρήσει η ίδια σε αυτό την παρούσα απόφαση. Συνεπώς, πρέπει η υπό κρίση αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. 
Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, ενός από κάθε πλευρά, που εξετάστηκαν νομότυπα στο ακροατήριο και περιέχονται στα υπ' αριθμ. ... πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του παρόντος Δικαστηρίου, από τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από τον ενάγοντα υπ' αριθμ. ... και ... ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων του, ..., αντίστοιχα, ληφθείσες ενώπιον ..., που λήφθηκαν κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της εναγομένης και του πληρεξουσίου δικηγόρου και αντικλήτου της (ΑΠ 319/2009 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 229/2002 ΕΕργΔ 2003.1172, Μ. Μαργαρίτης, ΕρμΚΠολΔ I, εκδ. 2012, 270 αριθ. 18, για το παραδεκτό της κλήτευσης με τον τρόπο αυτό), όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες με επίκληση υπ' αριθμ. ... αντίστοιχα εκθέσεις   επίδοσης   του   δικαστικού   επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών..., από τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από την εναγομένη υπ' αριθμ. ... ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων της, ..., ληφθείσες ενώπιον του ασκούντος συμβολαιογραφικά καθήκοντα σε αναπλήρωση του Γενικού Προξένου της Ελλάδας στο Γενικό Προξενείο της Ελλάδας στον ... της πολιτείας ...των ΗΠΑ, ..., και της διευθύνουσας το Προξενικό Γραφείο στην Πρεσβεία της Ελλάδος στην ... και εκτελούσης συμβολαιογραφικά καθήκοντα, ..., αντίστοιχα, που λήφθηκαν κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του πληρεξουσίου δικηγόρου και αντικλήτου του ενάγοντος που υπογράφει το δικόγραφο της αγωγής, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες με επίκληση υπ' αριθμ. ... εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ..., από το σύνολο των εγγράφων που επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα οι διάδικοι, μερικά από τα οποία μνημονεύονται παρακάτω, χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική εκτίμηση της διαφοράς, τα οποία εκτιμώνται και προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, με τη διευκρίνιση ότι τα κείμενα που έχουν συνταχθεί στα αγγλικά και προσκομίζονται από τους διαδίκους αμετάφραστα, συνιστούν μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα και λαμβάνονται υπόψη «συμπληρωματικά» κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 270 παρ. 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 949/2015 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 242/2012 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 884/2005 ΕλλΔνη 2006.1100), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα : Στις ...2012, αναρτήθηκε στο ιστολόγιο (blog) με την επωνυμία ..., το οποίο φιλοξενείται από την εναγομένη εταιρία, η οποία είναι φορέας παροχής υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας και παρέχει στους χρήστες του διαδικτύου την υπηρεσία, δια της οποίας δύνανται να δημιουργήσουν και να διαχειρίζονται ιστολογία, ως το ανωτέρω, ένα κείμενο με τον τίτλο ..., έχοντας παραπλεύρως αυτού τη φωτογραφία του ενάγοντος, ο οποίος είναι επιχειρηματίας δραστηριοποιούμενος, μαζί με τα μέλη της οικογένειάς του, στο χώρο των πετρελαιοειδών, της εμπορικής ναυτιλίας και σε άλλους χώρους, διαθέτοντας εταιρίες, οι οποίες στο σύνολό τους συγκροτούν τον «Όμιλο ...». Στο ως άνω κείμενο αναφερόταν ότι ... . 
Ο ενάγων, μόλις διαπίστωσε την ανάρτηση του ως άνω δημοσιεύματος στον εν λόγω διαδικτυακό τόπο, επέδωσε την από ...2012 εξώδικη δήλωση -πρόσκληση προς την εναγομένη, δυνάμει της οποίας την ενημέρωνε για το παράνομο περιεχόμενο του κειμένου, το οποίο είχε αναρτηθεί στο ιστολόγιο, τις υπηρεσίες του οποίου η τελευταία παρέχει στους διαχειριστές του, καλώντας την παράλληλα να προβεί στις κατάλληλες ενέργειες προκειμένου να αποσυρθεί από αυτό το συκοφαντικό και προσβλητικό για τον ίδιο ως άνω κείμενο, χωρίς, ωστόσο, η εναγόμενη να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια. Περαιτέρω, ο ενάγων κατέθεσε την από ...2012 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, όπως αυτή συμπληρώθηκε με την από ...2012 αίτησή του, ζητώντας την απομάκρυνση του κειμένου, την κατάργηση των αποθηκευμένων αντιγράφων αυτής και την απαγόρευση απονομής νέας διεύθυνσης (url) στο ως άνω κείμενο. Επί των ως άνω αιτήσεων εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 10202/2012 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), όπου αναφέρεται ότι το ως άνω κείμενο προσέβαλε την προσωπικότητα του αιτούντος (ήδη ενάγοντος), υποχρεώνοντας την καθ' ης η αίτηση (και ήδη εναγομένη) να διαγράψει από το blog ... το επίμαχο κείμενο και να καταργήσει τα αντίγραφα αρχείων/σελίδων που το περιλαμβάνουν, επιβάλλοντας χρηματική ποινή ποσού 20.000 ευρώ σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με την απόφαση. Όπως δε προκύπτει από την υπ' αριθμ. ... έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ..., ακριβές αντίγραφο της ως άνω απόφασης επιδόθηκε στην ..., πληρεξούσια δικηγόρο της εναγομένης κατά τη δίκη των ασφαλιστικών μέτρων και νόμιμη αντίκλητό της (άρθρα 143 παρ. 1 και 4 ΚΠολΔ ΑΠ 205/2008 ΕΦΑΔ 2008.572, ΑΠ 909/2004 ΝΟΜΟΣ). Στη συνέχεια, η ως άνω απόφαση επιδόθηκε στην εναγομένη, δια του εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, όπως προκύπτει από την υπ' αριθμ. ... έκθεση επίδοσης του ίδιου ως άνω δικαστικού επιμελητή, η οποία, παρελήφθη στις 7.12.2012. Τέλος, η ως άνω απόφαση επιδόθηκε στην εναγομένη και στις 9.11.2012, όπως προκύπτει από το από 12.11.2012 αποδεικτικό επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην Καλιφόρνια των ΗΠΑ, ... , ημερομηνία παραλαβής, την οποία επιβεβαιώνει και η μάρτυρας αυτής, ..., με την από ... ένορκη βεβαίωσή της, απορριπτομένου του ισχυρισμού του ενάγοντος ότι η ίδια είχε λάβει γνώση από τις 9.9.2012. Περαιτέρω, ο ενάγων ισχυρίζεται ότι το επίμαχο δημοσίευμα που περιήλθε σε γνώση των αναγνωστών - χρηστών του διαδικτύου, είναι ψευδές και συκοφαντικό στο σύνολό του, ο δε διαχειριστής του εν λόγω ιστολογίου προέβη στη δημοσίευσή του εν γνώσει της αναλήθειάς του, σκοπεύοντας στην επιχειρηματική και ηθική εξόντωσή του και με τον τρόπο αυτό από υπαιτιότητα προσέβαλε παράνομα την τιμή, την υπόληψη καθώς και την προσωπικότητά του. Ειδικότερα, στο ως άνω κείμενο αναφερόταν ότι η οικογένεια ..., γεγονότα και ισχυρισμοί, οι οποίοι ουδόλως αποδεικνύονται και είναι ψευδείς. Εξάλλου, όπως αποδείχτηκε δεν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη στον ενάγοντα ή άλλο μέλος της οικογένειάς του για καμία από τις ανωτέρω αποδιδόμενες σε αυτούς αξιόποινες πράξεις, ούτε έχει κληθεί από τον αρμόδιο Εισαγγελέα για σχετικές εξηγήσεις. Όπως δε καταθέτει ο μάρτυρας του ενάγοντος, ... , ο διαχειριστής του εν λόγω ιστολογίου ανήρτησε το κείμενο αυτό, έχοντας γνώση της αναληθείας του και προέβη στη δημοσίευση των φερόμενων ως αληθινών περιστατικών έχοντας ως σκοπό να τον δυσφημίσει και να βλάψει την τιμή, την υπόληψη και την προσωπικότητα του ενάγοντος. Η γνώση του διαχειριστή του ιστολογίου περί της αναλήθειας των υποστηριζόμενων στο επίμαχο δημοσίευμα επιρρωνύεται από το γεγονός ότι τα όσα αναφέρονται εμφανίζονται ως πραγματικές καταστάσεις και γεγονότα, όχι δηλαδή ως φήμες ή απόψεις που διαδίδονται από τρίτους. Συνοψίζοντας, το Δικαστήριο οδηγείται στην παραδοχή ότι όλα τα ανωτέρω γεγονότα και οι αναφορές που αποτελούσαν το περιεχόμενο του επίμαχου κειμένου, που περιήλθε σε γνώση των χρηστών του διαδικτύου, ήταν ικανά, κατά τα διδάγματα κοινής πείρας που το Δικαστήριο λαμβάνει αυτεπαγγέλτως υπόψη του (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), να επιφέρουν και πράγματι επέφεραν στη συγκεκριμένη περίπτωση βαρεία προσβολή της τιμής, της υπόληψης και της προσωπικότητας του ενάγοντος. Το προσβλητικό χαρακτήρα του ως άνω κειμένου διαπίστωσε και η προαναφερόμενη απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων, δυνάμει της οποίας η εναγόμενη υποχρεώθηκε να διαγράψει το κείμενο από το συγκεκριμένο ιστολόγιο. Όπως δε αποδείχτηκε, η εναγόμενη, πληροφορούμενη τον παράνομο χαρακτήρα της εν λόγω ανάρτησης, στις 9.11.2012, όπως προκύπτει τόσο από τη σχετική έκθεση επίδοσης που προαναφέρθηκε όσο και από την κατάθεση της μάρτυρος της εναγομένης, συμμορφώθηκε εν μέρει με το περιεχόμενο της ως άνω απόφασης, και κατέστησε την εν λόγω ανάρτηση μη διαθέσιμη. Τούτο δε αποδεικνύεται τόσο από τις καταθέσεις των μαρτύρων της, όσο και από το προσκομιζόμενο με επίκληση έγγραφο, το οποίο συνιστά εκτύπωση από την αντίστοιχη σελίδα στο διαδίκτυο και από το οποίο προκύπτει ότι η εναγόμενη, ανταποκρινόμενη σε νομικό αίτημα που της υποβλήθηκε κατήργησε την συγκεκριμένη κοινότητα. Πράγματι, η εναγόμενη, μόλις έλαβε γνώση της προαναφερόμενης απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων που έκρινε ως παράνομο το περιεχόμενο της ανάρτησης και την υποχρέωνε να το απομακρύνει, το έπραξε εντός ευλόγου χρόνου, απορριπτομένου του σχετικού περί του αντιθέτου ισχυρισμού του ενάγοντος. Ειδικότερα, αποδείχτηκε ότι η εναγόμενη, μόλις πληροφορήθηκε την ως άνω απόφαση, δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της και αντικλήτου, προέβη στην απομάκρυνση αυτού εντός 17 ημερών, χρόνος ο οποίος κρίνεται, ενόψει όλων των συνθηκών, εύλογος, σε κάθε δε περίπτωση, όταν της επιδόθηκε η ως άνω απόφαση δια δικαστικού επιμελητή στην έδρα της στην Καλιφόρνια των ΗΠΑ, στις 9.11.2012, απομάκρυνε την εν λόγω ανάρτηση αυθημερόν. Το γεγονός δε της μερικής κατάργησης της επίμαχης σελίδας του ιστολογίου συνομολογείται και από τον ενάγοντα με τις προτάσεις του. Επιπλέον, η εναγόμενη, στις 12.5.2014, προέβη σε αποκλεισμό του επίμαχου δημοσιεύματος και από τρεις άλλες διευθύνσεις που της γνωστοποίησε ο ενάγων, ήτοι από τις ..., όπως προκύπτει από τη σχετική ένορκη κατάθεση της μάρτυρος της εναγομένης. Ωστόσο, ουδόλως αποδείχτηκε ότι η εναγόμενη κατήργησε και τα αντίγραφα των αρχείων/σελίδων που περιλαμβάνουν το ανωτέρω κείμενο, απορριπτομένου του σχετικού ισχυρισμού της ότι ο ενάγων για πρώτη φορά ζήτησε την κατάργηση του αντιγράφου της επίμαχης διεύθυνσης στις 8.5.2014, καθώς ήδη δυνάμει της ως άνω απόφασης ασφαλιστικών μέτρων η εναγόμενη είχε υποχρεωθεί να προβεί σε κατάργηση αυτών. Ειδικότερα, όπως αποδεικνύεται από τις από 16.11.2012, 17.11.2012, 5.12.2012, 19.12.2012, 8.1.2013, 3.3.2013, 24.8.2013, 17.9.2013 και 4.5.2015 εκτυπώσεις της επίμαχης ηλεκτρονικής σελίδας πράγματι η προσωρινά αποθηκευμένη σελίδα του εν λόγω ιστολογίου εμφανιζόταν στο διαδίκτυο, χωρίς να έχει καταργηθεί, ως διέτασσε η προαναφερόμενη απόφαση ασφαλιστικών μέτρων. Σύμφωνα δε με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, η εναγόμενη, ως πάροχος υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας, συνισταμένης στην αποθήκευση πληροφοριών παρεχομένων από ένα αποδέκτη υπηρεσίας, εν προκειμένω το διαχειριστή του ιστολογίου, ευθύς μόλις ενημερώθηκε για το παράνομο περιεχόμενο της ανάρτησης, όφειλε να απομακρύνει τόσο το επίμαχο κείμενο όσο και τα αντίγραφα αυτού, τα οποία το περιλαμβάνουν. Ειδικότερα, μόλις της γνωστοποιήθηκε η απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων που διέτασσε τα ανωτέρω, όφειλε να διαγράψει όχι μόνο το ίδιο το κείμενο, όπως και έπραξε κατά τα προαναφερόμενα, αλλά και τα αποθηκευμένα αρχεία που το περιλαμβάνουν. Δοθέντος δε ότι η εναγόμενη δεν το έπραξε, καθώς ως αποδείχτηκε τα αποθηκευμένα αρχεία της εν λόγω ανάρτησης εντοπίστηκαν στο διαδίκτυο κατά τις προαναφερόμενες ημερομηνίες, ευθύνεται έναντι του ενάγοντος, η προσωπικότητα του οποίου επλήγη από την παράλειψη ενέργειας της εναγομένης προς αυτή την κατεύθυνση. Συνακόλουθα των ανωτέρω, δεδομένης της ως άνω αδράνειας της εναγομένης να αφαιρέσει το παράνομο δυσφημιστικό κείμενο, παρόλο που είχε λάβει πραγματική γνώση αυτού, η ίδια υπέχει έναντι του ενάγοντος ευθύνη, κατά το αναφερόμενο στη μείζονα σκέψη της παρούσας πδ, και συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης για την ηθική βλάβη που αυτός υπέστη. Περαιτέρω, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη του το μέγεθος της προσβολής του ενάγοντος από τη δημοσίευση του επίμαχου δημοσιεύματος και τη διάδοση, μέσω αυτού, του ψευδούς περιεχομένου σε απροσδιόριστο αριθμό ατόμων, που έχουν πρόσβαση στο διαδίκτυο, τον βαθμό του πταίσματος που συντρέχει στο πρόσωπο της εναγομένης από την μη απομάκρυνση της ανάρτησης αφού η ίδια έλαβε γνώση του περιεχομένου της, το γεγονός ότι ο ενάγων δοκίμασε έντονη στενοχώρια και θλίψη, καθόσον δυσφημίστηκε και εκτέθηκε στον επαγγελματικό και κοινωνικό του περίγυρο, εξαναγκαζόμενος να υποβληθεί σε δικαστικούς αγώνες για την υπεράσπιση του προσώπου του καθώς και την κοινωνική και οικονομική θέση και κατάσταση των μερών κρίνει ότι εύλογο ποσό χρηματικής του ικανοποίησης, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την προμνησθείσα παράνομη και υπαίτια πράξη της εναγομένης είναι το ποσό των 100.000 ευρώ. 
Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει η υπό κρίση αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και κατ' ουσίαν και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να απομακρύνει οριστικά (διαγράψει) το επίμαχο συκοφαντικό κείμενο με τίτλο ... από το ιστολόγιο στο οποίο έχει αναρτηθεί, και συγκεκριμένα από το ..., να καταργήσει τα αποθηκευμένα αντίγραφα του ως άνω ιστολογίου ..., τα οποία περιέχουν το ως άνω συκοφαντικό κείμενο με τίτλο ..., καθώς και να καταβάλει στον ενάγοντα, ως αποζημίωση για την προσβολή της προσωπικότητάς του και την εντεύθεν προκληθείσα ηθική βλάβη του το συνολικό ποσό των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ, χωρίς νόμιμο τόκο, ελλείψει σχετικού αιτήματος. Καθόσον δε η επιχείρηση της πράξη αυτής εξαρτάται αποκλειστικά από τη βούλησή της, αφού δεν μπορεί να γίνει από τρίτο πρόσωπο, θα πρέπει να απειληθεί σε βάρος της χρηματική ποινή, για την περίπτωση που δεν το πράξει (άρθρο 946 ΚΠολΔ), η οποία ανέρχεται στο ποσό των 1.000 ευρώ για κάθε ημέρα καθυστέρησης της απομάκρυνσης (κατάργησης - διαγραφής) των προαναφερόμενων σελίδων. Επιπλέον, το Δικαστήριο κρίνει η παρούσα απόφαση δεν πρέπει να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, καθώς δεν αποδείχθηκε ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση θα επιφέρει σημαντική ζημία στον ενάγοντα, ενώ επίσης δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις προς τούτο.


Σάββατο 11 Ιουνίου 2016

Το ναυάγιο



Μα ναι τα σύννεφα περπατάνε
πάνω στα μάτια σου
κάτω απ'τον Θεό σου
ηλιοκαμένο το βλέμμα σου
προξένησε λίγη βροχή
να λάμψουν τ'άστρα
και οι αναμνήσεις
αναζωπυρώθηκαν
από ανταγωνισμό
να μην ξεδιψάσουν
διψάω για το παρελθόν
όταν οι ουρανοί μας
έδιναν ραντεβού στο αρχιπέλαγος
τώρα με ποια βάρκα
σε ποια θάλασσα
με πόση πια δύναμη
να πνίξω την αντανάκλασή σου
πάνω στην πίστα που επιπλέω
μου υπόσχεσαι πως
αν θαύμα το πούνε οι άλλοι
εσύ θα πιστέψεις την πραγματικότητα
μου δίνεις όρκο τιμής κι'ατιμίας
πως τις στάχτες θα πετάξεις μεσοπέλαγα
ν'αναγεννηθεί γνήσι'αγάπη
κι ας μ'έπνιξες σε πρόωρο ναυάγιο

Πέμπτη 2 Ιουνίου 2016

Στα πεζοδρόμια πουλάν αυτό που θες



Παύση
χωρίς καμία ανταπόκριση
συλλαβιστά, με κώμα
απόστροφος στο αγαπώ
παραλείπω εσένα
αποστρέφομαι την έλλειψή σου
Το ήξερες πως τέτοια βράδυα
μεταμφιέζω την ψυχή μου
και περιφέρομαι στα πεζοδρόμια
αναζητώντας την ελπίδα
ανάμεσα στις εκδιδόμενες ορέξεις σου
Κανένα αντίτιμο δεν αξίζει
ένα λεπτό αφοσίωσής σου
μέσα από τα μάτια μιας πόρνης
που αγάπησε όσο καμία άλλη
ανάμνηση
μνησίκακα
έναν επαγγελματία που διαφθείρει
Πες το, ποιο είναι το τίμημα
που θα σε γυρίσει πίσω
Καμία εξομολόγηση δεν φανερώνει
το πως, πόσο και αν ζήσω
Και αν σήμερα γίνω πελάτης
της απερισκεψίας σου
να με χρεώσεις με τύψεις
πληρώνω ό,τι κι εάν έχω
αυτό το βράδυ σε ικετεύω μη λείψεις 

Παρασκευή 6 Μαΐου 2016

Ερινύες


Υπομονετικά μετρούσα τις ώρες
που η μία ανταγωνιζόταν την άλλη
-ζηλόφθονες γαρ-
σε δρόμο αντοχής με εμπόδια
κάθε ώρα, κάθε δευτερόλεπτο
κάθε κλάσμα μιας στάσης στο όνειρο
μου επεφύλασσε μία τέλεια πραγματικότητα
από την άλλη όψη, ένα τέρμα στη συντέλεια
με κυνηγούσαν και οι τύψεις
εκεί κοντά, εξ αποστάσεως
κάποτε τις έλεγαν ερινύες
ενίοτε κι'ευμενίδες
υπήρχαν για μένα
να μου θυμίζουν την ύπαρξη
και τι επιτάσσουν για να μου χαρίσουν
λίγη αγαλλίαση
ένα τέλος, οποιοδήποτε
σε τόσους φόνους που συμμετείχα
τόσες ψυχές που σκότωσα
-δεν με αναγνωρίζω-
με άγνωστους συνεργούς
τις ώρες, τα εμπόδια, τις ερινύες
από αμέλεια, θες βαριά
θες -!- και δόλο...
μη με καταδιώκετε άλλο
εκπέμπω sos και σινιάλο
άγγιξα την τελειότητα
τερματίζοντας την παραβατικότητα
αδράξτε τις ώρες
σε αγώνα ταχύτητος
φυλακίστε τις ερινύες
και θα'μαι αήττητος

Δευτέρα 2 Μαΐου 2016

Παραβίαση απορρήτου προφορικής συνομιλίας





ΑΠ 1532/2013
Περίληψη
Παραβίαση απορρήτου προσωπικής συνομιλίας - Ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία - Λόγος άρσης του αδίκου -. Για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος της παραβίασης του απορρήτου της προφορικής συνομιλίας, πρέπει η αθέμιτη καταγραφή να αφορά συνομιλία, που δεν διεξάγεται δημόσια, δηλαδή δεν πρέπει κατά τη βούληση των συνομιλούντων να προορίζεται να ακουσθεί από αόριστο αριθμό προσώπων. Αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της πράξης και επομένως ο δράστης παραμένει ατιμώρητος, σε περιπτώσεις που η χρήση της αθέμιτης μαγνητοταινίας έγινε από τον τρίτο ενώπιον δικαστικής ή άλλης ανακριτικής αρχής για τη διαφύλαξη δικαιολογημένου συμφέροντος που δεν μπορούσε να διαφυλαχθεί διαφορετικά. Τρίτος, όμως, δεν είναι ο ίδιος ο δράστης της υποκλοπής, γιατί στην περίπτωση αυτή θα έμειναν ατιμώρητες οι υποκλοπές, οι περισσότερες των οποίων γίνονται για υπεράσπιση δικαιολογημένου συμφέροντος. Ορθή και αιτιολογημένη η καταδίκη της αναιρεσείουσας - δημοσιογράφου για παραβίαση απορρήτου προσωπικής συνομιλίας, χωρίς τη συναίνεση του συνομιλητή της και χρησιμοποίησή της, που τελέστηκε με μαγνητοφώνηση της συνομιλίας της με άλλο πρόσωπο εν αγνοία του και με την χρήση της στις τηλεοπτικές ειδήσεις τηλεοπτικού σταθμού. Αιτιολογημένη απόρριψη του ισχυρισμού περί άρσης του αδίκου λόγω ενάσκησης δικαιώματος ή εκπλήρωσης καθήκοντος προς ενημέρωση του κοινού, διότι η συμπεριφορά της αναιρεσείουσας αντιβαίνει στο νόμο και την δημοσιογραφική δεοντολογία. Δεν επήλθε απόλυτη ακυρότητα λόγω μη επαρκούς προσδιορισμού της ταυτότητας των αναγνωστέων εγγράφων διότι αναφέρεται το είδος, η ημεροχρονολογία τους και από πού προέρχονται.

Κείμενο Απόφασης
ΑΡΙΘΜΟΣ 1532/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Κουτσόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Κωνσταντίνο Φράγκο, Μαρία Βασιλάκη και Μαρία Γαλάνη-Λεοναρδοπούλου-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κατσιρώδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Π.-Μ. Κ. του Α., κατοίκου ... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Κλειδαρά, περί αναιρέσεως της 204/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Μαρτίου 2013 αίτησή της, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 430/2013.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Kατά την παρ. 2 του άρθρου 370Α' ΠΚ, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο επί του προκειμένου χρόνο (9-2-2006), μετά την αντικατάσταση του άρθρου αυτού με το άρθρο 6 παρ. 8 του ν. 3090/2002 και πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 10 παρ.1 Ν.3674/2008, "όποιος αθέμιτα παρακολουθεί με ειδικά τεχνικά μέσα ή μαγνητοφωνεί προφορική συνομιλία μεταξύ τρίτων που δεν διεξάγεται δημόσια ή μαγνητοφωνεί μη δημόσιες πράξεις τρίτων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Με την ίδια ποινή τιμωρείται και όποιος μαγνητοφωνεί ιδιωτική συνομιλία μεταξύ αυτού και τρίτου, χωρίς τη συναίνεση του τελευταίου. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του αυτού άρθρου, (κατά το οποίο η χρησιμοποίηση από τον δράστη των πληροφοριών ή των μαγνητοταινιών που αποκτήθηκαν με αυτόν τον τρόπο θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση) εφαρμόζεται και σε αυτήν την περίπτωση". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, πλην άλλων, ότι, για τη στοιχειοθέτηση του πιο πάνω αδικήματος της παραβίασης του απορρήτου της προφορικής συνομιλίας, πρέπει η αθέμιτη καταγραφή να αφορά συνομιλία, που δεν διεξάγεται δημόσια, δηλαδή δεν πρέπει κατά τη βούληση των συνομιλούντων να προορίζεται να ακουσθεί από αόριστο αριθμό προσώπων. Κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, "με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους τιμωρείται όποιος κάνει χρήση των πληροφοριών ή των μαγνητοταινιών ή των μαγνητοσκοπήσεων που αποκτήθηκαν με τους τρόπους που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2 αυτού του άρθρου". Κατά δε την παρ. 4 του ίδιου άρθρου, "η πράξη της παρ. 3 δεν είναι άδικη αν η χρήση έγινε ενώπιον οποιασδήποτε δικαστικής ή άλλης ανακριτικής αρχής για τη διαφύλαξη δικαιολογημένου συμφέροντος που δεν μπορούσε να διαφυλαχθεί διαφορετικά". Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της πράξης της παραγράφου 3 και επομένως, ο δράστης παραμένει ατιμώρητος σε περιπτώσεις που η χρήση της αθέμιτης, κατά τα πιο πάνω οριζόμενα, μαγνητοταινίας έγινε από τον τρίτο ενώπιον δικαστικής ή άλλης ανακριτικής αρχής για τη διαφύλαξη δικαιολογημένου συμφέροντος που δεν μπορούσε να διαφυλαχθεί διαφορετικά. Τρίτος, όμως, δεν είναι ο ίδιος ο δράστης της υποκλοπής, αυτός δηλαδή, που με οποιονδήποτε τρόπο παρεμβλήθηκε σε τηλεφωνική συνδιάλεξη και έλαβε την μαγνητοταινία, αν χρησιμοποιήσει αυτήν, αφού αυτός υπάγεται στο εδ. β' της παρ. 1 του άρθρου 370 Α' και όχι σ` αυτή της παρ. 3 και, κατά συνέπεια, η παρ. 4 δεν έχει στην περίπτωση αυτή εφαρμογή, καθόσον αυτή αφορά μόνο τον τρίτο και όχι το δράστη της υποκλοπής. Αντίθετη άποψη, κατά την οποία ο αυτουργός χρησιμοποιώντας στο δικαστήριο για υπεράσπιση δικαιολογημένου συμφέροντός του τη μαγνητοταινία που λήφθηκε αθέμιτα από τον ίδιο, εμπίπτει στην παραπάνω διάταξη, θα υπερακόντιζε το γράμμα, αλλά και το πνεύμα της πιο πάνω διάταξης και στην πραγματικότητα θα άφηνε ατιμώρητες τις υποκλοπές, οι περισσότερες των οποίων γίνονται για υπεράσπιση δικαιολογημένου συμφέροντος, θα επρόκειτο δε και για ερμηνεία αντίθετη με το γράμμα του νόμου (παρ. 4), ο οποίος ρητώς αναφέρεται μόνο στην παρ. 3 και όχι στις παρ. 1 και 2 του ίδιου άρθρου. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 ΠΚ, "εκτός από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στον Ποινικό Κώδικα, (άρθρ. 21,22,25,304 παρ.4 και 5,308 παρ.2,367,371 παρ.4)ο άδικος χαρακτήρας της πράξης αποκλείεται και όταν η πράξη αυτή αποτελεί ενάσκηση δικαιώματος ή εκπλήρωση καθήκοντος που επιβάλλεται από το νόμο". Με βάση δε τις αντιλήψεις του κοινωνικού συνόλου και τις ιεραρχήσεις της έννομης τάξης, το προστατευόμενο από το άρθρο 370 Α' ΠΚ σε συνδυασμό με τα άρθρα 2 παρ.1, 9 παρ. 1β, 19 του Συντάγματος και 8 της ΕΣΔΑ έννομο αγαθό της παραβιάσεως του απορρήτου της προφορικής συνομιλίας, είναι υπέρτερο από την ενάσκηση δικαιώματος ή εκπλήρωση καθήκοντος κατά την εκτέλεση του επαγγέλματος, ως εν προκειμένω του δημοσιογράφου, ο οποίος χρησιμοποιεί αθέμιτα μέσα, ήτοι βιντεοσκοπεί χωρίς τη συναίνεση του συνομιλητή του ιδιωτική συνομιλία τους και την προβάλλει σε εκπομπή τηλεοπτικού καναλιού παραβαίνοντας κανόνες της έννομης τάξης και της δεοντολογίας του επαγγέλματος του. Ειδικότερα μάλιστα όταν έρχεται και σε αντίθεση με το γράμμα του νόμου, που σύμφωνα με τη παρ. 4 της προπαρατεθείσας διάταξης, ορίζει αποκλειστικά πότε αίρεται το άδικο της πράξεως αυτής και για ποιούς λόγους, και είναι η μόνη περίπτωση που για να είναι επαρκής η αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας, πρέπει να αναφέρεται και το περιεχόμενο της συνομιλίας, προκειμένου να στοιχειοθετηθεί το δικαιολογημένο συμφέρον. Εξ άλλου η κρίση του δικαστή της ουσίας επί της in concreto στάθμισης των εννόμων αγαθών είναι αναιρετικά ανέλεγκτη. Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για τον σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Δεν αποτελεί, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. H ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των αποφάσεων πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠΔ, από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιόποινου της πράξης ή τη μείωση της ποινής, όπως είναι και ο περί άρσεως του αδίκου της πράξεως κατά το άρθρο 20 ΠΚ, εφόσον, όμως, αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για τη θεμελίωσή τους. Διαφορετικά το δικαστήριο της ουσίας δεν υπέχει υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένα στην απόρριψή τους. Περαιτέρω, κατά την παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ` αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου και να μην έχει η απόφαση νόμιμη βάση(ΟΛ. ΑΠ 3/2008).

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ`αριθ. 204/2013 απόφασή του, το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Θεσσαλονίκης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχη την αναιρεσείουσα της αξιοποίνου πράξεως της παραβίασης απορρήτου προσωπικής συνομιλίας, χωρίς τη συναίνεση του συνομιλητή της, με χρήση της μαγνητοφωνημένης αυτής συνομιλίας στις τηλεοπτικές ειδήσεις τηλεοπτικού σταθμού. Στο σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, το δικάσαν Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, ήτοι της ενόρκου καταθέσεως του μάρτυρα κατηγορίας, που εξετάσθηκε νομότυπα και περιέχεται στα πρακτικά, την ανάγνωση των πρακτικών της υπ'αρ. 1236/2010 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, την ανάγνωση των εγγράφων που βρίσκονται στη δικογραφία, σε συνδυασμό με την απολογία της κατηγορουμένης και την όλη αποδεικτική διαδικασία δέχθηκε, ανελέγκτως, ότι αποδείχθηκαν κατά λέξη, τα εξής: "..: Η κατηγορουμένη στη … τη 9-2-2006, με πρόθεση προέβη σε μαγνητοφώνηση ιδιωτικής συνομιλίας μεταξύ αυτής και τρίτου, χωρίς τη συναίνεση του τελευταίου, το περιεχόμενο της οποίας χρησιμοποίησε. Συγκεκριμένα, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, μετέβη στο κτίριο όπου στεγάζεται και το Υποθηκοφυλακείο Θεσσαλονίκης, και δίχως να γνωστοποιήσει την ιδιότητά της ως δημοσιογράφου του τηλεοπτικού καναλιού "ANTENNA" και με τη χρήση κρυφής κάμερας, κατέγραψε-μαγνητοσκόπησε τη συνομιλία, που είχε με τον Α. Π., υπάλληλο-αρχειοθέτη της ανωτέρω υπηρεσίας, την ώρα που αυτός έβγαινε από το κυλικείο του κτιρίου, χωρίς τη συναίνεση αυτού. Στη συνέχεια, έκανε χρήση της μαγνητοφωνημένης αυτής συνομιλίας, δίνοντάς τη στο προαναφερόμενο τηλεοπτικό κανάλι, το οποίο και την παρουσίασε στις τηλεοπτικές ειδήσεις, την Παρασκευή, 10/2/2006, και σε επανάληψη, σε πρωινή εκπομπή, το Σάββατο, 11/2/2006. Οι ισχυρισμοί της κατηγορουμένης είναι απορριπτέοι. Η συνομιλία της με τον Π. δεν ήταν δημόσια, καθόσον αυτή δεν έλαβε χώρα στο χώρο εργασίας του (στο γραφείο του ή σε άλλο γραφείο του Υποθ/κείου Θεσσαλονίκης), ούτε διεξήχθη στα πλαίσια των ανατεθειμένων σ'αυτόν καθηκόντων και κατά την εκτέλεσή τους, αλλά έξω από το κυλικείο του κτιρίου και ενώ ο Π. εξερχόταν απ'αυτό κρατώντας στα χέρια του δύο τυρόπιτες, όπου η κατηγορουμένη τον συνάντησε παριστάνοντας ότι πραγματοποιούσε μ'αυτόν μία χωρίς ιδιαίτερη σημασία μεταξύ δύο τυχαίως συναντωμένων προσώπων κοινωνική συνομιλία, ενώ ταυτοχρόνως τον μαγνητοφωνούσε και μαγνητοσκοπούσε κρυφά και μάλιστα με τρόπο που δεν δέχθηκε καν να περιγράψει στο δικαστήριο, ισχυριζόμενη ότι αυτό ανάγεται στα μυστικά του επαγγέλματός της. Η συγκεκριμένη αποδειχθείσα ενέργειά της υπερέβαινε καταφανώς τα όρια ενάσκησης οποιουδήποτε δικαιώματος ή εκπλήρωσης καθήκοντός της ως δημοσιογράφου προς ενημέρωση του κοινού, τα οποία επιβάλλουν την τήρηση των νόμων και της δημοσιογραφικής δεοντολογίας, προκειμένου να εξυπηρετηθεί το δημόσιο συμφέρον και όχι η τυχόν επιδιωκόμενη προσωπική προβολή δημοσιογράφου που αποπειράται, χρησιμοποιώντας καλυμμένες και αδιαφανείς μεθόδους, να αποσπάσει, σε σύντομο χρόνο και χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια, από ανυποψίαστο συνομιλητή πληροφορίες, τις οποίες σκοπεύει να δημοσιοποιήσει δίχως ο τελευταίος να γνωρίζει την ιδιότητά του και τις προθέσεις του. Το δημόσιο συμφέρον θα είχε εξυπηρετηθεί πράγματι στην ανωτέρω περίπτωση, αν η κατηγορουμένη, διενεργώντας σοβαρό και υπεύθυνο έλεγχο καταγγελιών περί χρηματισμού που ισχυρίσθηκε ότι είχαν περιέλθει στο κανάλι για το οποίο εργάζεται, είχε διασφαλίσει την παροχή πληροφοριών από πρόσωπα που είχαν θιγεί από τυχόν παράνομες ενέργειες υπαλλήλων του Υποθ/κείου. Αυτό μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς να χρησιμοποιήσει την αθέμιτη, παραπλανητική και παράνομη μέθοδο που χρησιμοποίησε και να έχει και απτά αποτελέσματα (αν τα καταγγελλόμενα αποδεικνύονταν αληθινά), γεγονός που δεν συνέβη καν με την καταγραφείσα και δημοσιοποιηθείσα συνομιλία, κατά την οποία δεν υπήρξε οποιοδήποτε συγκεκριμένο στοιχείο για το θέμα του χρηματισμού υπαλλήλων που ισχυρίσθηκε ότι ερευνούσε (βλ. απολογία της, στην οποία παραδέχθηκε ότι η συνομιλία περιλάμβανε απλώς υπονοούμενα, όπως βεβαίως η ίδια ερμήνευσε τα διαμειφθέντα). Ακολούθως την κήρυξε ένοχη του ότι "Στη , την 9-2-2006, με πρόθεση προέβη σε μαγνητοφώνηση ιδιωτικής συνομιλίας μεταξύ αυτής και τρίτου, χωρίς τη συναίνεση του τελευταίου, το περιεχόμενο της οποίας χρησιμοποίησε. Συγκεκριμένα, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, μετέβη στο κτίριο όπου στεγάζεται το Υποθηκοφυλακείο Θεσσαλονίκης, δίχως να γνωστοποιήσει την ιδιότητά της ως δημοσιογράφου, του τηλεοπτικού σταθμού "Antenna " και με τη χρήση κρυφής κάμερας κατέγραψε-μαγνητοσκόπησε τη συνομιλία, που είχε με τον Α. Π., υπάλληλο-αρχειοθέτη της ανωτέρω υπηρεσίας, χωρίς τη συναίνεση αυτού. Στη συνέχεια έκανε χρήση της μαγνητοφωνημένης αυτής συνομιλίας δίνοντάς τη στο προαναφερόμενο τηλεοπτικό κανάλι, το οποίο την παρουσίασε στις τηλεοπτικές ειδήσεις, την Παρασκευή,10-2-2006, και σε επανάληψη, σε πρωϊνή εκπομπή, το Σάββατο 11-2-2006". Για την αξιόποινη αυτή πράξη της, μετά από αναγνώριση στο πρόσωπό της, της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρ. 84 παρ. 2 εδ. α' ΠΚ της επέβαλε ποινή φυλακίσεως 7 μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία. Με αυτά που δέχθηκε, το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη, κατά τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, για την κρίση του, ότι η αναιρεσείουσα τέλεσε την πράξη για την οποία καταδικάσθηκε. Συγκεκριμένα, εκτίθενται στην απόφαση, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της παραβίασης του απορρήτου της προφορικής ιδιωτικής συνομιλίας χωρίς τη συναίνεση του συνομιλητή με καταγραφή και μαγνητοσκόπηση, με τις παραδοχές, ότι την 9-2-2006 την ώρα που ο υπάλληλος-αρχειοθέτης Α. Π., έβγαινε από το κυλικείο του κτιρίου όπου στεγάζεται το Υποθηκοφυλακείο Θεσσαλονίκης, κρατώντας στο χέρι του, δύο τυρόπιττες, χωρίς να τoυ γνωστοποιήσει την ιδιότητά της ως δημοσιογράφου του τηλεοπτικού σταθμού ANTENNA, με τη χρήση κρυφής κάμερας κατέγραψε -μαγνητοσκόπησε τη συνομιλία τους χωρίς τη συναίνεσή του, παραδοχή από την οποία συνάγεται το αθέμιτο της ενέργειάς της, δηλαδή η χωρίς συναίνεση του συνομιλητή της μαγνητοφώνηση και μαγνητοσκόπηση της συνομιλίας τους που δεν ήταν δημόσια, που στοιχειοθετούν τα αντικειμενικά στοιχεία του αδικήματος για το οποίο καταδικάσθηκε, η χρήση αυτής με την παραδοχή ότι παρέδωσε αυτήν στο τηλεοπτικό σταθμό που εργαζόταν, και πάλι χωρίς τη συναίνεση του συνομιλητή της, ο οποίος προέβαλε αυτήν στο δελτίο ειδήσεών του και την επανέλαβε σε πρωϊνή εκπομπή του σταθμού του. Ο δόλος της για την αξιόποινη αυτή πράξη, που προκύπτει από την θέληση παραγωγής και την εκτέλεση των άνω πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος για το οποίο δεν απαιτείται άμεσος δόλος, ώστε για την αιτιολόγησή του να πρέπει να εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά που τον συγκροτούν, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία αποδείχθηκαν τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις υπαγωγής τους στις ανωτέρω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφαρμόσθηκαν. Οι ειδικότερες αιτιάσεις της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης ότι : α) το δικαστήριο της ουσίας, οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, διότι δεν αξιολόγησε την ένορκη επ' ακροατηρίω κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας Α. Π., ο οποίος κατέθεσε, μεταξύ άλλων ότι η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη δεν του έκανε κατά τη συνομιλία τους καμία προσωπική ερώτηση και δεν προσβλήθηκε από τη συμπεριφορά της, ότι την κατάθεση αυτή δεν συσχέτισε με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα διότι από αυτή σε συνδυασμό με την απολογία της θα οδηγείτο σε απαλλακτική κρίση, αφού η συνομιλία αυτή ήταν δημόσια, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Τούτο διότι το δικαστήριο της ουσίας, έλαβε υπ' όψη του την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας και την απολογία της κατηγορουμένης, ως διαλαμβάνει και στο προΐμνιο του σκεπτικού του, στο σημείο που αναφέρει κατ' είδος τα αποδεικτικά μέσα που εκτίμησε για την καταδικαστική του κρίση, για δε την απολογία της γίνεται ειδική μνεία και στο αιτιολογικό μέρος του σκεπτικού της, όπου μεταξύ άλλων αναφέρεται ότι αυτή δεν δέχθηκε να περιγράψει στο δικαστήριο όταν ρωτήθηκε με ποιό τρόπο κατέγραψε και μαγνητοσκόπησε την συνομιλία αυτή, ισχυριζόμενη ότι ο τρόπος αυτός ανήκει στα μυστικά του επαγγέλματός της, με την αιτίαση δε αυτή, υπό την επίφαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, το οποίο ως προαναφέρθηκε δεν ήταν υποχρεωμένο να αιτιολογήσει από ποιά ειδικότερα αποδεικτικά μέσα κατέληξε στην κρίση του. β) ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση, έπρεπε να εκτίθεται το περιεχόμενο της συνομιλίας για την στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη. Τούτο διότι σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα νομική σκέψη της παρούσας, δεν αποτελεί στοιχείο του αδικήματος αυτού (370 Α' παρ. 2 ΠΚ) το περιεχόμενο της συνομιλίας. γ) ότι η παραδοχή του σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασης, με την οποία η συνομιλία αυτή χαρακτηρίζεται ως κοινωνική και ότι δεν έλαβε χώρα στον χώρο του Υποθηκοφυλακείου, έρχεται σε αντίφαση με την παραδοχή του διατακτικού της, ότι περιείχε υπαινιγμούς για χρηματισμό των υπαλλήλων του Υποθηκοφυλακείου αυτού, και ότι ο συνομιλητής της συνομίλησε μαζί της με την ιδιότητα του υπαλλήλου - αρχειοθέτη αυτού, πρέπει επίσης να απορριφθεί, ελλείψει εννόμου συμφέροντος. Τούτο διότι η παραδοχή υπαινιγμών χρηματισμού δεν αναιρεί, τον χαρακτηρισμό της συνομιλίας ως ιδιωτικής (κοινωνικής φύσεως) και η ιδιότητα του συνομιλητή δεν αναιρεί την παραδοχή του δικαστηρίου της ουσίας περί του ότι η συνομιλία αυτή ήταν ιδιωτική αφού δεν απευθυνόταν σε αόριστο αριθμό προσώπων. Περαιτέρω ο συνήγορος της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης, προ πάσης ενάρξεως της αποδεικτικής διαδικασίας, στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κατέθεσε γραπτώς για καταχώριση στα πρακτικά και ανέπτυξε προφορικά τον αυτοτελή ισχυρισμό της, με τον οποίο ζητούσε την απαλλαγή της από το αποδιδόμενο σ' αυτήν αδίκημα, διότι σύμφωνα με το άρθρο 20 του ΠΚ, η πράξη αυτή δεν ήταν άδικη, αφού το θέμα για το οποίο συνομίλησε με τον υπάλληλο αυτόν του Υποθηκοφυλακείου Θεσσαλονίκης, αφορούσε τον παράνομο χρηματισμό υπαλλήλων αυτού για την έκδοση σε ταχύτερο χρόνο των πιστοποιητικών μεταγραφών. Ότι η συνομιλία αυτή καταγράφηκε και μαγνητοσκοπήθηκε στο δημόσιο χώρο της υπηρεσίας αυτής και μετέπειτα προβλήθηκε από τον ανωτέρω τηλεοπτικό σταθμό, στον οποίο η κατηγορουμένη παρείχε την εργασία της, για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος και από την ιδιαίτερη υποχρέωση που είχε αυτή ως δημοσιογράφος για την ενημέρωση του κοινού, το οποίο είναι υπέρτερο αγαθό από την προστασία της ιδιωτικής συνομιλίας, την οποία ήθελε να προστατεύσει ο νομοθέτης με την θέσπιση του άρθρ. 370Α' ΠΚ. Το δικαστήριο της ουσίας, πλέον του ότι όπως εκτέθηκε, η παραβίαση της διατάξεως του άρθρ. 370 Α' παρ. 2ΠΚ, είναι υπέρτερο αγαθό από την ενάσκηση δικαιώματος που πραγματοποιείται με αθέμιτα μέσα και τιμωρείται από το νόμο, απέρριψε τον αυτοτελή αυτόν ισχυρισμό με την αιτιολογία που αναφέρεται στην παρούσα απόφαση στο μέρος των παραδοχών της προσβαλλόμενης. Η απορριπτική αυτή αιτιολογία είναι επαρκής, σύμφωνα με τη διάταξη 93 παρ.3 του Συντάγματος και του άρθρ. 139 ΚΠΔ, με την παραδοχή ότι η ενάσκηση του δικαιώματος της αναιρεσείουσας -κατηγορουμένης υπερέβαινε τα όρια τόσο του δικαιώματός της όσο και του καθήκοντός της εκ του επαγγέλματός της, για την πληροφόρηση του κοινού στο θέμα αυτό που ήταν γενικότερου ενδιαφέροντος για την προστασία του πολίτη, διότι πραγματοποιήθηκε με τρόπο αντιβαίνοντα στον νόμο και την δημοσιογραφική δεοντολογία, εκθέτοντας παράλληλα και τον τρόπο με τον οποίο αν ενεργούσε η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη, θα είχε επιτελέσει το έργο της σύννομα και με πραγματική εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος. Η ειδικότερη αιτίαση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης ότι το δικαστήριο της ουσίας δεν στάθμισε τα συγκρουόμενα έννομα αγαθά όπως έπρεπε, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη αφού ως προαναφέρθηκε η στάθμισή τους ανάγεται στην ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Κατά συνέπεια οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠΔ, σχετικοί λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την καταδικαστική της κρίση και ως προς την απόρριψη του ως άνω αυτοτελούς ισχυρισμού και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 370 Α' παρ. 2 ΠΚ, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333 παρ.2, 364 και 369 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη από το δικαστήριο, για το σχηματισμό της κρίσεώς του περί της ενοχής του κατηγορουμένου, εγγράφων που δεν είναι βέβαιο ότι αναγνώσθηκαν κατά την προφορική συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας κατά το άρθρο 171 παρ.1 εδ. δ` του ίδιου Κώδικα, που ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Α` ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, διότι αποστερείται έτσι ο κατηγορούμενος του δικαιώματος να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί σε παρατηρήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο (άρθρο 358 ΚΠΔ), εκτός αν αυτά αποτελούν στοιχεία του κατηγορητηρίου ή το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος ή είναι έγγραφα διαδικαστικά ή αναφέρονται απλώς διηγηματικά στην απόφαση ή το περιεχόμενό τους προκύπτει από άλλα αποδεικτικά μέσα. Στα πρακτικά της αποφάσεως δεν είναι απαραίτητο να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε, είναι, όμως, αναγκαίο να αναφέρονται τα στοιχεία εκείνα εκ των οποίων προσδιορίζεται επαρκώς η ταυτότητά του, έτσι ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία για το ποιο έγγραφο αναγνώστηκε. Ο προσδιορισμός, δηλαδή, της ταυτότητας του εγγράφου είναι αναγκαίος μόνο για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι το συγκεκριμένο έγγραφο και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στη δίκη και έτσι δόθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί στις παρατηρήσεις του ως προς το περιεχόμενό του. Διαφορετικά, αν δηλαδή δεν προσδιορίζεται επαρκώς η ταυτότητα του εγγράφου, υπάρχει η ίδια ως άνω ακυρότητα. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης αποφάσεως για τις ανάγκες του ελέγχου του αναιρετικού λόγου, στα πρακτικά της προσβαλλομένης αποφάσεως, μεταξύ των εγγράφων που μνημονεύονται ως αναγνωσθέντα στο ακροατήριο, τα οποία έλαβε υπόψη του το δικάσαν Εφετείο για το σχηματισμό της κρίσεώς του περί της ενοχής της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης, περιλαμβάνονται και τα ακόλουθα, "τα από 28-3-2007 και 19-11-2007 έγγραφα του τηλεοπτικού σταθμού ANTENNA, τα οποία αναφέρονται στα πρακτικά αυτής ". Με την πιο πάνω αναφορά των εγγράφων αυτών, ενόψει και του ότι αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο μόνο η πρωτοβάθμια απόφαση με τα πρακτικά της και τα ως άνω έγγραφα των οποίων αναφέρεται το είδος, η ημεροχρονολογία τους και από πού προέρχονται, επαρκώς προσδιορίζεται η ταυτότητά τους και δεν ήταν αναγκαία ειδικότερη αναφορά πρόσθετων στοιχείων προσδιορισμού των εγγράφων αυτών, αφού με την ανάγνωσή τους, η οποία έγινε και από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, στο οποίο δικάσθηκε η αναιρεσείουσα παρούσα κατέστησαν γνωστά κατά το περιεχόμενό τους σ'αυτήν, η οποία, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της δευτεροβάθμιας δίκης, δεν πρόβαλε καμιά αντίρρηση για την ανάγνωση των εγγράφων αυτών. Κατά συνέπεια, είχε πλήρη δυνατότητα να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις αναφορικά με το περιεχόμενό τους, γεγονός που δεν εξαρτήθηκε από τον τρόπο προσδιορισμού τους στα πρακτικά της δίκης. Ως εκ τούτου, το Τριμελές Εφετείο, ορθώς έλαβε υπόψη του και τα πιο πάνω αποδεικτικά μέσα και ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ, τρίτος (τελευταίος) λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα, συνισταμένη στο ότι δεν προσδιορίζεται η ταυτότητα των ως άνω εγγράφων, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης προς έρευνα πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρ.583ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την υπ' αρ. πρωτ. 2114/19-3-2013 αίτηση της Π. -Μ. Κ. του Α., κατοίκου ... οδός … αρ. …, για αναίρεση της υπ` αριθ. 204/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Θεσσαλονίκης. Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) Ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Δεκεμβρίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 12 Δεκεμβρίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Κυριακή 1 Μαΐου 2016

Η κούρσα του θανάτου


Και η ώρα θαρρώ πήγε δώδεκα
και οι χτύποι αφηνιασμένοι
καμία απάντηση στο ερώτημα
εάν η επόμενη ημέρα αρχίζει με σένα
κάθε βράδυ έσκιζα την καρδιά μου
έβαζα μέσα λίγο από το δικό σου χρώμα
μα το πρωί ξεθώριαζε στα μάτια μου
και περνούσαν οι ώρες, ραντεβού την ίδια ώρα
στην ίδια ιεροτελεστία, με την ίδια ελπίδα
πως την επόμενη ημέρα
θα συναντήσω τα μάτια σου
η εγκατάλειψή σου μου έδινε
αναπάντεχο οίστρο
σε αυτήν την κούρσα του θανάτου σου
να σε σκοτώσω, και ας ζήσω
χωρίς άλογο, ο πιστός αναβάτης σου
χωρίς τύψεις, μηδέ με παράπονο
με αυτό το βλέμμα σου το άπονο
στοιχειώνεις τα βράδια μου
αμετανόητος στόχος η επανεμφάνισή σου

Must red-read

Ακαταδίωκτο δημοσίων υπαλλήλων και μελών Δικηγορικών Συλλόγων

  27/2023 ΑΠ (Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Αστικώς ανεύθυνο δημοσίων υπαλλήλων. Περιλαμβάνει και την ευθύνη αυτών από προσβολές της προσωπικότ...