Η πειθαρχική ευθύνη δικαστών και τα όριά της
του Κώστα Ε. Μπέη http://www.kostasbeys.gr/articles.php?s=3&mid=1096&mnu=1&id=22767
Ελευθεροτυπία, 7 Δεκεμβρίου 1976
Πριν ένα χρόνο ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κοινοποίησε στους εισαγγελείς εφετών εγκύκλιο (8/29.12.1975), στην οποία, μεταξύ άλλων, έγραφε και τα ακόλουθα:
«Οι τακτικοί δικασταί, εν τη ασκήσει του δικαιοδοτικού των έργου, είναι απολύτως ανεξάρτητοι, εν τη έννοια ότι οφείλουν ν'αποφασίζουν ή να ψηφίζουν κατά την ιδίαν αυτών κρίσιν, μη δεσμευόμενοι είτε εκ της επί του θέματος νομολογίας ανωτέρων δικαστηρίων, είτε εκ της γνώμης ανωτέρων των κατά βαθμόν μελών του δικαστηρίου, του οποίου μετέχουν, είτε εκ γινομένων αυτοίς υπό ιεραρχικώς ανωτέρων των υποδείξεων, είτε εκ γνωμοδοτήσεων, επί του υπό την κρίσιν των θέματος, νομικών ή του εισαγγελέως του Αρείου Πάγου.
Απόρροια της ανεξαρτησίας ταύτης είναι ότι η εκδοθείσα παρ'αυτών απόφασις ή δοθείσα ψήφος δεν συγχωρείται να γίνη αιτία παρατηρήσεων ή συστάσεων προς αυτούς ιεραρχικώς προϊσταμένων των ή καταλογισμού των εις βάρος της εν τω κλάδω εξελίξεως αυτών, επιφυλασσομένου μόνον του διά των ενδίκων μέσων ελέγχου της κατά το Σύνταγμα και τους νόμους, ουσιαστικούς και δικονομικούς, εκδόσεως της αποφάσεώς των ή θέσεως της ψήφου των». Ήδη ο ίδιος ο εισαγγελέας άλλαξε γνώμη. Εγκαταλείποντας τη θέση ότι «οι τακτικοί δικασταί...είναι απολύτως ανεξάρτητοι... επιφυλασσομένου μόνον του διά των ενδίκων μέσων ελέγχου», δέχεται και άλλες επιφυλάξεις: την πειθαρχική δίωξη του δικαστή για «προφανή παραγνώρισιν των επιστημονικών αρχών και των ερμηνευτικών κανόνων», καθώς και για την περίπτωση που "η ψήφος αντίκειται καταδήλως εις τους κανόνας λογικής και της κοινής πείρας" (βλ. επιστολή του στην «Ελευθεροτυπία»).
Μετά την εισαγγελική αυτή γνωσιμαχία, και χωρίς να ενημερωθούν προηγουμένως οι δικαστές για τις κυρώσεις που ήδη απειλούν την εκάστοτε δικαιοδοτική κρίση τους, ασκήθηκε αναδρομική πειθαρχική δίωξη εναντίον τριών (3) εφετών, και μάλιστα εκείνων που έχουν καθιερωθεί από χρόνια στην κοινή συνείδηση ως το σύμβολο της δικαστικής ανεξαρτησίας στον τόπο μας.
Στην ταραχή του σεισμού που ακολούθησε δεν πρέπει να διαφύγουν απαρατήρητα δύο κρίσιμα προβλήματα:
α) Ο ανύποπτος πολίτης αναμένει από τον πολιτικό κόσμο να βρει και να δείξει, ποιο σύστημα λειτουργεί ενδεχομένως πίσω από την προθήκη των συνταγματικών επιταγών και των ωραιολόγων διακηρύξεων, σε σημείο ώστε να εγκαταλείπονται, ακόμη και από ανωτάτους δικαστικούς, αρχές που πανηγυρικά είχαν υμνηθεί λίγους μήνες νωρίτερα; Το άρθρο του Γ. Βότση για την ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής («Ελευθεροτυπία») πιστεύω ότι μπορεί να είναι αφετηρία προς την κατεύθυνση αυτή.
β) Εξάλλου και ο νομικός κόσμος πρέπει να προσδιορίσει με σαφήνεια και να τεκμηριώσει με αναδρομή στις επιστημονικές πηγές και τη σύγχρονη νομολογία ποια είναι τα αληθινά όρια της πειθαρχικής ευθύνης των δικαστών;
Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου προσπάθησε να στηρίξει τη γνωσιμαχία του σε θέσεις του Δημητρακόπουλου και του Ρακτιβάν, καθώς και σε ορισμένες αποφάσεις του Συμβουλίου Επικρατείας και του Αρείου Πάγου. Όμως οι θέσεις και οι αποφάσεις αυτές στηρίζονται σε ένα νομικό καθεστώς που δεν ισχύει πια. Η πολιτική δικονομία που είχε καθιερωθεί από τον Μάουρερ το 1834 και ίσχυε μέχρι το 1968 όριζε (άρθρο 835) ότι ο Άρειος Πάγος, κάθε φορά που αναιρεί μια απόφαση, έχει την εξουσία να τιμωρήσει τους δικαστές που έβγαλαν την αναιρεθείσα απόφαση. Όμως, η ισχύουσα δικονομία δεν περιέχει πια αντίστοιχη διάταξη. Και τούτο ακριβώς γιατί στο σύγχρονο κράτος δικαίου ο δικαστής δεν είναι δημόσιος υπάλληλος (που μπορούν να τον ποδηγετήσουν οι ανώτεροί του), αλλά ανεξάρτητος λειτουργός που δικαιοδοτεί μόνος, δίχως τον προληπτικό ή κατασταλτικό έλεγχο του προσώπου του από προϊσταμένους. Εξάλλου, όταν είχαν διατυπωθεί οι αντίθετες γνώμες του Δημητρακόπουλου και του Ρακτιβάν, καθώς και οι επικαλούμενες από την εισαγγελική επιστολή αποφάσεις, ίσχυε το άρθρο 301 του οργανισμού των δικαστηρίων (που είχε καθιερώσει επίσης ο Μάουρερ το 1834), με το οποίο ο υπουργός δικαιοσύνης είχε εξουσία να επιβάλει μόνος του πειθαρχικές ποινές στους δικαστές (ακόμη και στους αρεοπαγίτες). Όμως, και το άρθρο αυτό δεν ισχύει πια μετά την καθιέρωση του δημοκρατικού Συντάγματος του 1975 (άρθρο 91). Η μεταβολή αυτή του νομικού καθεστώτος δεν ήταν άγνωστη στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ο οποίος στην 8/1975 εγκύκλιό του (που σημείωσα πιο πάνω) ρητώς αναφέρει ότι «το νέον Σύνταγμα... περιλαμβάνει και διατάξεις το πρώτον εμφανιζόμενας ή ρητώς διατυπουμένας εις ελληνικόν Σύνταγμα, τονιζούσας ιδιαιτέρως την ανεξαρτησίαν των δικαστικών λειτουργών η τείνουσας εις την ενίσχυσιν του κύρους της Δικαιοσύνης».
Θα πρέπει λοιπόν να αναζητήσουμε νομολογία που στηρίζεται στο ισχύον νομικό καθεστώς. Και επειδή τέτοια ασφαλής νομολογία δεν έχει ακόμη διαμορφωθεί με το νέο Σύνταγμα, θα πρέπει να καταφύγουμε στην πρόσφατη νομολογία του γερμανικού Ακυρωτικού που στηρίζεται σε συνταγματικές διατάξεις αντίστοιχες προς εκείνες που ισχύουν σήμερα.
Λοιπόν το γερμανικό Ακυρωτικό έχει δεχτεί (BGH 47, 286) ότι η δικαιοδοτική δραστηριότητα του δικαστή έχει εξαιρεθεί εντελώς από την υπηρεσιακή εποπτεία προϊσταμένων αρχών. Ο γερμανικός νόμος των δικαστών ορίζει (DRG 26) ότι η πειθαρχική ευθύνη των δικαστών έχει ως όριο το απαραβίαστο της ανεξαρτησίας τους. Με άλλα λόγια: η πειθαρχική ευθύνη του δικαστή σταματάει εκεί όπου αρχίζει η δικαστική ανεξαρτησία του (Rosenberg - Schwab, σελ. 99). Γι'αυτό οι δικαστές δεν υπόκεινται σε οδηγίες, ούτε σε υποδείξεις και δεν επιτρέπεται να υποστούν δυσμενή μεταχείριση για το περιεχόμενο των αποφάσεών τους (Baumbach - Lauterbah, XPO § 26 DRG, σελ. 2029).
Το γερμανικό Ακυρωτικό δέχεται μια μόνο επιφύλαξη: Ο δικαστής έχει πειθαρχική ευθύνη όταν διέπραξε πρόδηλο λάθος. Προς αποφυγή όμως παρανοήσεων σπεύδει η ίδια απόφαση του γερμανικού Ακυρωτικού (BGH 46, 150) και διευκρινίζει ότι «πρόδηλο λάθος» υπάρχει αποκλειστικά στις ακόλουθες περιπτώσεις: πρώτον, αν ο δικαστής εφάρμοσε ανύπαρκτο νόμο, όπως ένα νόμο που έχει καταργηθεί τυπικά, και δεύτερον, όταν δεν εφάρμοσε ένα νόμο που εξακολουθεί να ισχύει και είναι γενικώς γνωστός. Αντίθετα, η ερμηνεία του νόμου καθώς και η υπαγωγή σ'αυτόν της δικαζόμενης εμπειρικής πραγματικότητας, ακόμη και όταν αποδοκιμάζεται από όλους τους άλλους, δεν μπορεί ποτέ να στηρίξει πειθαρχικό παράπτωμα του δικαστή.
Όλοι οι συγγραφείς είναι σύμφωνοι ότι μια απόφαση που «αφίσταται των κανόνων της νομικής διδασκαλίας και της νομολογίας» δεν μπορεί να στηρίξει ποτέ πειθαρχικό παράπτωμα. Σχετικά γράφει ο καθηγητής Γ. Μητσόπουλος (Πολιτική δικονομία, σελ. 71 και 75) ότι «η ανεξαρτησία των πολιτικών δικαστηρίων υφίσταται και εντός αυτής της δικαιοδοτικής λειτουργίας... Όθεν είναι ελεύθερον το δικαστήριον να ερμηνεύση τον νόμον και να προσδώση εις αυτόν το κατά την κρίσιν του εκ της ερμηνείας πηγάζον νόημα». Ακόμη πιο αναλυτικά γράφει ο καθηγητής Κ. Κεραμεύς (Αστικόν δικονομικόν δίκαιον, σελ. 72) ότι «αι γνώμαι των ανωτέρων δικαστών ή αι αποφάσεις των ανωτέρων δικαστηρίων δεν δεσμεύουν την κρίσιν των κατωτέρων... Οιονδήποτε δικαστήριον έχει την νομικήν ευχέρειαν να απομακρύνη και παγίας ακόμη νομολογίας του Αρείου Πάγου... Επί πλέον, οιονδήποτε δικαστήριον δύναται ν'αποστή και της ιδικής του παγίας νομολογίας». Και εγώ έχω διδάξει (Πολιτική Δικονομία, σελ. 1321 - 1322) ότι «η ερμηνεία που έδωσε εις τον νόμον ο δικάσας δικαστής, καθώς και η εκτίμησης των αποδείξεων που έκανε (κατά κανόνα ελευθέρως και κατά συνείδησιν) δεν είναι νοητόν να δεσμεύη ούτε άλλους δικαστάς, αλλ'ούτε και τον ίδιον, αν κατά συνείδησιν πείθεται εις νέα δίκην πως άλλη είναι η ουσιαστική αλήθεια, των αυτών πραγματικών γεγονότων ή άλλη ερμηνεία προσήκει δογματικώς εις τον αυτόν κανόνα δικαίου».
Η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας δε στηρίζει καν αναιρετικό λόγο, παρά μόνο στην περιορισμένη έκταση που η παράβαση αυτή οδήγησε σε εσφαλμένη ερμηνεία του ουσιαστικού νόμου (ΠΔ 559 αρ. 1 και 560 αρ. 1). Αφού λοιπόν η εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου δε στηρίζει, όπως είδαμε, πειθαρχικό παράπτωμα, πολύ περισσότερο δεν υπάρχει πειθαρχική ευθύνη του δικαστή για την παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας.
Εκείνο που συζητείται είναι μήπως συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα του δικαστή η παράλειψή του να μνημονεύσει στην απόφασή του την τυχόν αντίθετη νομολογία των ανωτέρων δικαστηρίων και να την αντικρούσει με επιχειρήματα. Όμως, το γερμανικό Ακυρωτικό έχει αποκρούσει και το ενδεχόμενο αυτό (BGH 46, 150), με την παρατήρηση ότι η αντίθετη εκδοχή συναντάει σημαντικές αμφιβολίες.
Ομοφωνία υπάρχει ότι συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα η αδικαιολόγητη καθυστέρηση στη διεκπεραίωση των δικαστικών καθηκόντων. Ακόμη γίνεται δεκτό ότι συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα εκείνη η εξωδικαστική (κοινωνική) συμπεριφορά του δικαστή (και μόνον αυτή) που κλονίζει την εμπιστοσύνη του κόσμου στην αμερόληπτη και δίκαιη κρίση του.
Ο τυχόν πειθαρχικός έλεγχος του δικαστή, πέρα από τα όρια αυτά τον φέρνει στην ίδια μοίρα με τους δημόσιους υπαλλήλους. Όμως, ο δικαστής δεν είναι δημόσιος υπάλληλος αλλά λειτουργός, δηλαδή ασκεί τη δικαιοδοτική εξουσία ελεύθερα, δίχως τον προληπτικό ή κατασταλτικό έλεγχό του εκ μέρους προϊσταμένων αρχών (Lent - Jauernlg, σελ. 23). Και τα δικαστήρια όταν συγκροτούνται από δημοσίους υπαλλήλους και όχι από ανεξάρτητους δικαστές (Lent - Jauernig, ο.π. BVerfG 4, 344). Σε άλλες χώρες τονίζουν ιδιαίτερα ότι στην περίπτωση αυτή υπάρχει ο κίνδυνος να μη λειτουργούν πια δικαστήρια, αλλά εκδικαστικές επιτροπές που συγκροτούνται από τη διοίκηση με ενδικοφανή σκηνοθεσία.
του Κώστα Ε. Μπέη http://www.kostasbeys.gr/articles.php?s=3&mid=1096&mnu=1&id=22767
Ελευθεροτυπία, 7 Δεκεμβρίου 1976
Πριν ένα χρόνο ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κοινοποίησε στους εισαγγελείς εφετών εγκύκλιο (8/29.12.1975), στην οποία, μεταξύ άλλων, έγραφε και τα ακόλουθα:
«Οι τακτικοί δικασταί, εν τη ασκήσει του δικαιοδοτικού των έργου, είναι απολύτως ανεξάρτητοι, εν τη έννοια ότι οφείλουν ν'αποφασίζουν ή να ψηφίζουν κατά την ιδίαν αυτών κρίσιν, μη δεσμευόμενοι είτε εκ της επί του θέματος νομολογίας ανωτέρων δικαστηρίων, είτε εκ της γνώμης ανωτέρων των κατά βαθμόν μελών του δικαστηρίου, του οποίου μετέχουν, είτε εκ γινομένων αυτοίς υπό ιεραρχικώς ανωτέρων των υποδείξεων, είτε εκ γνωμοδοτήσεων, επί του υπό την κρίσιν των θέματος, νομικών ή του εισαγγελέως του Αρείου Πάγου.
Απόρροια της ανεξαρτησίας ταύτης είναι ότι η εκδοθείσα παρ'αυτών απόφασις ή δοθείσα ψήφος δεν συγχωρείται να γίνη αιτία παρατηρήσεων ή συστάσεων προς αυτούς ιεραρχικώς προϊσταμένων των ή καταλογισμού των εις βάρος της εν τω κλάδω εξελίξεως αυτών, επιφυλασσομένου μόνον του διά των ενδίκων μέσων ελέγχου της κατά το Σύνταγμα και τους νόμους, ουσιαστικούς και δικονομικούς, εκδόσεως της αποφάσεώς των ή θέσεως της ψήφου των». Ήδη ο ίδιος ο εισαγγελέας άλλαξε γνώμη. Εγκαταλείποντας τη θέση ότι «οι τακτικοί δικασταί...είναι απολύτως ανεξάρτητοι... επιφυλασσομένου μόνον του διά των ενδίκων μέσων ελέγχου», δέχεται και άλλες επιφυλάξεις: την πειθαρχική δίωξη του δικαστή για «προφανή παραγνώρισιν των επιστημονικών αρχών και των ερμηνευτικών κανόνων», καθώς και για την περίπτωση που "η ψήφος αντίκειται καταδήλως εις τους κανόνας λογικής και της κοινής πείρας" (βλ. επιστολή του στην «Ελευθεροτυπία»).
Μετά την εισαγγελική αυτή γνωσιμαχία, και χωρίς να ενημερωθούν προηγουμένως οι δικαστές για τις κυρώσεις που ήδη απειλούν την εκάστοτε δικαιοδοτική κρίση τους, ασκήθηκε αναδρομική πειθαρχική δίωξη εναντίον τριών (3) εφετών, και μάλιστα εκείνων που έχουν καθιερωθεί από χρόνια στην κοινή συνείδηση ως το σύμβολο της δικαστικής ανεξαρτησίας στον τόπο μας.
Στην ταραχή του σεισμού που ακολούθησε δεν πρέπει να διαφύγουν απαρατήρητα δύο κρίσιμα προβλήματα:
α) Ο ανύποπτος πολίτης αναμένει από τον πολιτικό κόσμο να βρει και να δείξει, ποιο σύστημα λειτουργεί ενδεχομένως πίσω από την προθήκη των συνταγματικών επιταγών και των ωραιολόγων διακηρύξεων, σε σημείο ώστε να εγκαταλείπονται, ακόμη και από ανωτάτους δικαστικούς, αρχές που πανηγυρικά είχαν υμνηθεί λίγους μήνες νωρίτερα; Το άρθρο του Γ. Βότση για την ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής («Ελευθεροτυπία») πιστεύω ότι μπορεί να είναι αφετηρία προς την κατεύθυνση αυτή.
β) Εξάλλου και ο νομικός κόσμος πρέπει να προσδιορίσει με σαφήνεια και να τεκμηριώσει με αναδρομή στις επιστημονικές πηγές και τη σύγχρονη νομολογία ποια είναι τα αληθινά όρια της πειθαρχικής ευθύνης των δικαστών;
Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου προσπάθησε να στηρίξει τη γνωσιμαχία του σε θέσεις του Δημητρακόπουλου και του Ρακτιβάν, καθώς και σε ορισμένες αποφάσεις του Συμβουλίου Επικρατείας και του Αρείου Πάγου. Όμως οι θέσεις και οι αποφάσεις αυτές στηρίζονται σε ένα νομικό καθεστώς που δεν ισχύει πια. Η πολιτική δικονομία που είχε καθιερωθεί από τον Μάουρερ το 1834 και ίσχυε μέχρι το 1968 όριζε (άρθρο 835) ότι ο Άρειος Πάγος, κάθε φορά που αναιρεί μια απόφαση, έχει την εξουσία να τιμωρήσει τους δικαστές που έβγαλαν την αναιρεθείσα απόφαση. Όμως, η ισχύουσα δικονομία δεν περιέχει πια αντίστοιχη διάταξη. Και τούτο ακριβώς γιατί στο σύγχρονο κράτος δικαίου ο δικαστής δεν είναι δημόσιος υπάλληλος (που μπορούν να τον ποδηγετήσουν οι ανώτεροί του), αλλά ανεξάρτητος λειτουργός που δικαιοδοτεί μόνος, δίχως τον προληπτικό ή κατασταλτικό έλεγχο του προσώπου του από προϊσταμένους. Εξάλλου, όταν είχαν διατυπωθεί οι αντίθετες γνώμες του Δημητρακόπουλου και του Ρακτιβάν, καθώς και οι επικαλούμενες από την εισαγγελική επιστολή αποφάσεις, ίσχυε το άρθρο 301 του οργανισμού των δικαστηρίων (που είχε καθιερώσει επίσης ο Μάουρερ το 1834), με το οποίο ο υπουργός δικαιοσύνης είχε εξουσία να επιβάλει μόνος του πειθαρχικές ποινές στους δικαστές (ακόμη και στους αρεοπαγίτες). Όμως, και το άρθρο αυτό δεν ισχύει πια μετά την καθιέρωση του δημοκρατικού Συντάγματος του 1975 (άρθρο 91). Η μεταβολή αυτή του νομικού καθεστώτος δεν ήταν άγνωστη στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ο οποίος στην 8/1975 εγκύκλιό του (που σημείωσα πιο πάνω) ρητώς αναφέρει ότι «το νέον Σύνταγμα... περιλαμβάνει και διατάξεις το πρώτον εμφανιζόμενας ή ρητώς διατυπουμένας εις ελληνικόν Σύνταγμα, τονιζούσας ιδιαιτέρως την ανεξαρτησίαν των δικαστικών λειτουργών η τείνουσας εις την ενίσχυσιν του κύρους της Δικαιοσύνης».
Θα πρέπει λοιπόν να αναζητήσουμε νομολογία που στηρίζεται στο ισχύον νομικό καθεστώς. Και επειδή τέτοια ασφαλής νομολογία δεν έχει ακόμη διαμορφωθεί με το νέο Σύνταγμα, θα πρέπει να καταφύγουμε στην πρόσφατη νομολογία του γερμανικού Ακυρωτικού που στηρίζεται σε συνταγματικές διατάξεις αντίστοιχες προς εκείνες που ισχύουν σήμερα.
Λοιπόν το γερμανικό Ακυρωτικό έχει δεχτεί (BGH 47, 286) ότι η δικαιοδοτική δραστηριότητα του δικαστή έχει εξαιρεθεί εντελώς από την υπηρεσιακή εποπτεία προϊσταμένων αρχών. Ο γερμανικός νόμος των δικαστών ορίζει (DRG 26) ότι η πειθαρχική ευθύνη των δικαστών έχει ως όριο το απαραβίαστο της ανεξαρτησίας τους. Με άλλα λόγια: η πειθαρχική ευθύνη του δικαστή σταματάει εκεί όπου αρχίζει η δικαστική ανεξαρτησία του (Rosenberg - Schwab, σελ. 99). Γι'αυτό οι δικαστές δεν υπόκεινται σε οδηγίες, ούτε σε υποδείξεις και δεν επιτρέπεται να υποστούν δυσμενή μεταχείριση για το περιεχόμενο των αποφάσεών τους (Baumbach - Lauterbah, XPO § 26 DRG, σελ. 2029).
Το γερμανικό Ακυρωτικό δέχεται μια μόνο επιφύλαξη: Ο δικαστής έχει πειθαρχική ευθύνη όταν διέπραξε πρόδηλο λάθος. Προς αποφυγή όμως παρανοήσεων σπεύδει η ίδια απόφαση του γερμανικού Ακυρωτικού (BGH 46, 150) και διευκρινίζει ότι «πρόδηλο λάθος» υπάρχει αποκλειστικά στις ακόλουθες περιπτώσεις: πρώτον, αν ο δικαστής εφάρμοσε ανύπαρκτο νόμο, όπως ένα νόμο που έχει καταργηθεί τυπικά, και δεύτερον, όταν δεν εφάρμοσε ένα νόμο που εξακολουθεί να ισχύει και είναι γενικώς γνωστός. Αντίθετα, η ερμηνεία του νόμου καθώς και η υπαγωγή σ'αυτόν της δικαζόμενης εμπειρικής πραγματικότητας, ακόμη και όταν αποδοκιμάζεται από όλους τους άλλους, δεν μπορεί ποτέ να στηρίξει πειθαρχικό παράπτωμα του δικαστή.
Όλοι οι συγγραφείς είναι σύμφωνοι ότι μια απόφαση που «αφίσταται των κανόνων της νομικής διδασκαλίας και της νομολογίας» δεν μπορεί να στηρίξει ποτέ πειθαρχικό παράπτωμα. Σχετικά γράφει ο καθηγητής Γ. Μητσόπουλος (Πολιτική δικονομία, σελ. 71 και 75) ότι «η ανεξαρτησία των πολιτικών δικαστηρίων υφίσταται και εντός αυτής της δικαιοδοτικής λειτουργίας... Όθεν είναι ελεύθερον το δικαστήριον να ερμηνεύση τον νόμον και να προσδώση εις αυτόν το κατά την κρίσιν του εκ της ερμηνείας πηγάζον νόημα». Ακόμη πιο αναλυτικά γράφει ο καθηγητής Κ. Κεραμεύς (Αστικόν δικονομικόν δίκαιον, σελ. 72) ότι «αι γνώμαι των ανωτέρων δικαστών ή αι αποφάσεις των ανωτέρων δικαστηρίων δεν δεσμεύουν την κρίσιν των κατωτέρων... Οιονδήποτε δικαστήριον έχει την νομικήν ευχέρειαν να απομακρύνη και παγίας ακόμη νομολογίας του Αρείου Πάγου... Επί πλέον, οιονδήποτε δικαστήριον δύναται ν'αποστή και της ιδικής του παγίας νομολογίας». Και εγώ έχω διδάξει (Πολιτική Δικονομία, σελ. 1321 - 1322) ότι «η ερμηνεία που έδωσε εις τον νόμον ο δικάσας δικαστής, καθώς και η εκτίμησης των αποδείξεων που έκανε (κατά κανόνα ελευθέρως και κατά συνείδησιν) δεν είναι νοητόν να δεσμεύη ούτε άλλους δικαστάς, αλλ'ούτε και τον ίδιον, αν κατά συνείδησιν πείθεται εις νέα δίκην πως άλλη είναι η ουσιαστική αλήθεια, των αυτών πραγματικών γεγονότων ή άλλη ερμηνεία προσήκει δογματικώς εις τον αυτόν κανόνα δικαίου».
Η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας δε στηρίζει καν αναιρετικό λόγο, παρά μόνο στην περιορισμένη έκταση που η παράβαση αυτή οδήγησε σε εσφαλμένη ερμηνεία του ουσιαστικού νόμου (ΠΔ 559 αρ. 1 και 560 αρ. 1). Αφού λοιπόν η εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου δε στηρίζει, όπως είδαμε, πειθαρχικό παράπτωμα, πολύ περισσότερο δεν υπάρχει πειθαρχική ευθύνη του δικαστή για την παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας.
Εκείνο που συζητείται είναι μήπως συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα του δικαστή η παράλειψή του να μνημονεύσει στην απόφασή του την τυχόν αντίθετη νομολογία των ανωτέρων δικαστηρίων και να την αντικρούσει με επιχειρήματα. Όμως, το γερμανικό Ακυρωτικό έχει αποκρούσει και το ενδεχόμενο αυτό (BGH 46, 150), με την παρατήρηση ότι η αντίθετη εκδοχή συναντάει σημαντικές αμφιβολίες.
Ομοφωνία υπάρχει ότι συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα η αδικαιολόγητη καθυστέρηση στη διεκπεραίωση των δικαστικών καθηκόντων. Ακόμη γίνεται δεκτό ότι συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα εκείνη η εξωδικαστική (κοινωνική) συμπεριφορά του δικαστή (και μόνον αυτή) που κλονίζει την εμπιστοσύνη του κόσμου στην αμερόληπτη και δίκαιη κρίση του.
Ο τυχόν πειθαρχικός έλεγχος του δικαστή, πέρα από τα όρια αυτά τον φέρνει στην ίδια μοίρα με τους δημόσιους υπαλλήλους. Όμως, ο δικαστής δεν είναι δημόσιος υπάλληλος αλλά λειτουργός, δηλαδή ασκεί τη δικαιοδοτική εξουσία ελεύθερα, δίχως τον προληπτικό ή κατασταλτικό έλεγχό του εκ μέρους προϊσταμένων αρχών (Lent - Jauernlg, σελ. 23). Και τα δικαστήρια όταν συγκροτούνται από δημοσίους υπαλλήλους και όχι από ανεξάρτητους δικαστές (Lent - Jauernig, ο.π. BVerfG 4, 344). Σε άλλες χώρες τονίζουν ιδιαίτερα ότι στην περίπτωση αυτή υπάρχει ο κίνδυνος να μη λειτουργούν πια δικαστήρια, αλλά εκδικαστικές επιτροπές που συγκροτούνται από τη διοίκηση με ενδικοφανή σκηνοθεσία.