Ένα Βούλευμα με εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και πειστική γνώμη, τόσο της μειοψηφίας, όσο και της πλειοψηφίας.
Διακεκριμένη οπλοκατοχή από κοινού. Οπλοκατοχή. Εγκληματική οργάνωση από κοινού. Στοιχεία
αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης. Διάκριση της εγκληματικής οργάνωσης από τη
συμμορία. Πραγματοπαγής χαρακτήρας εγκληματικής οργάνωσης και προσωποπαγής χαρακτήρας
συμμορίας. Πραγματικά περιστατικά. Σύσταση εγκληματικής οργάνωσης με σκοπό τη διάπραξη
περισσοτέρων κακουργημάτων, και δη κακουργημάτων που προβλέπονται στο άρθ. 216 ΠΚ
(πλαστογραφία), στο άρθ. 272 ΠΚ (παραβάσεις σχετικές με τις εκρηκτικές ύλες) και στις νομοθεσίες
περί όπλων και εκρηκτικών υλών, για την προστασία των αρχαιοτήτων και εν γένει της
πολιτιστικής κληρονομιάς. Ποινική Δικονομία. Διαφωνία Ανακριτή και Εισαγγελέως για την επιβολή
περιοριστικών όρων. Ελλείψει αποχρωσών ενδείξεων για κάποιους από τους κατηγορουμένους και
ενόψει της υπάρξεως ιδιαιτέρως ισχνών έως ανύπαρκτων ενδείξεων για τον έναν εκ των
κατηγορουμένων η γνώμη του Ανακριτή ήταν να μην επιβληθούν περιοριστικοί όροι στους δύο
από τους τρεις, ενώ στον έναν εκ των τριών να επιβληθεί μόνο απαγόρευση εξόδου από τη χώρα.
Αρμοδιότητα Συμβουλίου για την άρση της διαφωνίας. Αρθρο 283 ΚΠΔ και τροποποίησή του με το
ν. 4264/2014 και, εν συνεχεία, με το ν. 4274/2014. Διχογνωμία σχετικά με την αναγκαιότητα ή μη
της υπάρξεως σύμφωνης γνώμης Ανακριτή και Εισαγγελέα για την επιβολή περιοριστικών όρων
μετά την τροποποίηση του άρθ. 283 ΚΠΔ από το ν. 4264/2014, με τον οποίο απαλείφθηκε η
σχετική πρόβλεψη. Κρατούσα άποψη του Συμβουλίου: τόσο από τη γραμματική, ιστορική και
τελεολογική ερμηνεία όσο και από την αιτιολογική έκθεση του νόμου, καθώς και από το γεγονός
ότι με το ν. 4274/2014 επανεισήχθη στο άρθ. 283 ΚΠΔ η πρόβλεψη για ακρόαση του
κατηγορουμένου από τον Εισαγγελέα στο στάδιο αυτό συνάγεται ότι απαιτείται σύμφωνη γνώμη
και των δύο. Προκύπτουν μεν επαρκείς ενδείξεις ενοχής περί κατοχής των πυρομαχικών, χωρίς,
ωστόσο, να προκύπτει προς το παρόν ο ακριβής προορισμός τους, και δη αν αποσκοπούσαν να
εφοδιάσουν συγκεκριμένη ομάδα. Επιπλέον, δεν προκύπτει η συνδρομή του στοιχείου της
ιεραρχικής δομής και μάλιστα με πραγματοπαγή χαρακτήρα μεταξύ των μελών της οργάνωσης,
προκειμένου να στοιχειοθετηθεί η συγκρότηση της εγκληματικής οργάνωσης. Αίρει τη διαφωνία
υπέρ της γνώμης του Ανακριτή και αποφασίζει να επιβληθεί στον έναν εκ των τριών μόνο ο
περιοριστικός όρος της απαγόρευσης εξόδου και στους άλλους δύο να μην επιβληθούν
περιοριστικοί όροι. Βλ. και γνώμη ενός μέλους της συνθέσεως, βάσει της οποίας, ενόψει της
τροποποίησης του άρθ. 283 ΚΠΔ από το ν. 4264/2014, η πρόταση του Εισαγγελέως πρέπει να
κηρυχθεί απαράδεκτη, δεδομένου ότι αντίθετη ερμηνεία (η οποία δέχεται ότι απαιτείται σύμφωνη
γνώμη Ανακριτή και Εισαγγελέα) θα συνιστούσε contra legem ερμηνεία. Βλ. αντίθετη εισαγγελική
πρόταση, βάσει της οποίας η διαφωνία πρέπει να αρθεί υπέρ της γνώμης του Εισαγγελέως.
ΑΡΙΘΜΟΣ: 23/2016
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΩΝ ΓΥΘΕΙΟΥΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τους Δικαστές Νικόλαο Νταή Πρόεδρο Πλημμελειοδικών, Πρόεδρο του Συμβουλίου, Πάρη Ζαρμποζάνη Πλημμελειοδίκη και Ελένη Αργυροπούλου, Πλημμελειοδίκη - Εισηγήτρια.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ στο δωμάτιο των διασκέψεών του την 13η Ιουνίου 2016, με την παρουσία και της Γραμματέως Μαρίας Καραμπούκα, για να διασκεφθεί και να αποφασίσει σχετικά με την υπ’αρ. 20/9-6-2016 έγγραφη πρόταση της Αντεισαγγελέως Γυθείου, Παναγιώτας Μπαλαδήμα, η οποία έχει ως εξής:
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑ ΠΡΩΤΟΔΙΚΩΝ ΓΥΘΕΙΟΥ Α.Β.Μ.: ΒΦ16/15
Αριθμός πρότασης: 20/2016
ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΩΝ ΓΥΘΕΙΟΥ
Εισάγω ενώπιον του Συμβουλίου Σας κατ’ άρθρα 32 §§ 1, 4, 138 § 2β`, 283 §§ 1, 2, 305 παρ. 2 και 307 εδ. α`, β` και στ` ΚΠΔ, τη συνημμένη με ΑΒΜ ΒΦ16/15 ποινική δικογραφία, με κατηγορουμένους τους α) .............., γεν. 06-10-1959 στην Αθήνα, κάτοικο Χαϊδαρίου Αττικής, οδός .............., β) .............., γεν. 27-06-1968 στην Αθήνα, κάτοικο Νέας Μάκρης Αττικής, οδός .............. αριθ. ..., γ) .............., γεν. 26-06-1964 στην Αθήνα, κάτοικο οικισμού Πόρτο Κάγιο Δ. Ανατολικής Μάνης, και δ) (επ.) .............. (ον.) .............., γεν. 09-11-1974 στη Γερμανία, κάτοικο Γυθείου Δ. Ανατολικής Μάνης, οδός .............., ως προς το ζήτημα της διαφωνίας εισαγγελικής και ανακριτικής αρχής για την επιβολή ή μη και ποιου είδους περιοριστικών όρων στους β`, γ` και δ` κατηγορουμένους, και εκθέτω τα ακόλουθα:
Με αφορμή το υπ’ αριθ. πρωτ. 6700/12/91-δ` από 28-5-2016 έγγραφο του Αστυνομικού Τμήματος Γυθείου Λακωνίας, μετά τη διενέργεια αυτεπάγγελτης προανάκρισης, ασκήθηκε ποινική δίωξη εναντίον των πιο πάνω κατηγορουμένων για 1) Διακεκριμένη περίπτωση κατοχής όπλων με σκοπό τον παράνομο εφοδιασμό οργάνωσης από κοινού 2) Εγκληματική οργάνωση που επιδιώκει τη διάπραξη κακουργημάτων, ήτοι α) πλαστογραφία, β) εκρηκτικές ύλες, γ) παραβάσεις του νόμου περί όπλων ή εκρηκτικών υλών, δ) παραβάσεις νόμου περί προστασίας αρχαιοτήτων, από κοινού, 3) Παράνομη κατοχή όπλων, 4) Παράνομη κατοχή πυρομαχικών, 5) Παράνομη κατοχή εκρηκτικών μηχανισμών, 6) Παράνομη κατοχή εκρηκτικών υλών, 7) Παράνομη κατοχή κροτίδων, 8) Πλαστογραφία, 9) Παράβαση σχετικά με εκρηκτικές ύλες (άρ. 7 Σ, 1, 5, 12, 14, 16, 17, 18, 26 § 1, 27 § 1, 45, 51, 52, 53, 60, 63, 76 και 94 παρ. 1, 187 παρ. 1, 216 παρ. 1, 272 παρ. 1 και 2 του ΠΚ και 1 παρ. 1 στοιχ. δ’ (όπως τροπ. με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 3944/2011), ε’, ζ’ και στ’, παρ. 2 στοιχ. β’ και γ’, 7 παρ. 1, και 8 στοιχ. α’, 15 παρ. 1 εδ. α` (όπως προστ. με το άρθρο 10 παρ. 6 του Ν. 3994/2011) και 16 του Ν. 2168/93 και 1 παρ. 2, 5 παρ. 1, 6 παρ. 2 του Ν. 456/1976) με παραγγελία διενέργειας κύριας ανάκρισης από τον Προσωρινό Τακτικό Ανακριτή Γυθείου. Για τις ανωτέρω πράξεις αποδόθηκαν στους κατηγορουμένους οι εξής κατηγορίες, κατά το συνταχθέν κατηγορητήριο του Προσωρινού Τακτικού Ανακριτή Γυθείου:
Α) ο α’ κατηγορούμενος .............
Β) ο β’ κατηγορούμενος .............
Γ) ο γ` κατηγορούμενος .............
Δ) ο δ’ κατηγορούμενος .............
Μετά τις απολογίες των τεσσάρων κατηγορουμένων γνωμοδοτήσαμε ως εξής:
Α) Σχετικά με τον πρώτο κατηγορούμενο .............. γνωμοδοτήσαμε υπέρ της επιβολής σε αυτόν προσωρινής κράτησης, διότι η κακουργηματική πράξη του απειλείται με ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης με ανώτατο όριο τα είκοσι έτη και στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης, και με βάση τα συγκεκριμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης (οργάνωση, υποδομή, οπλισμός και δη πολεμικός) κρίθηκε ότι εάν αφεθεί ελεύθερος θα διαπράξει κι άλλα εγκλήματα.
Ο Ανακριτής, όμως, διατύπωσε εγγράφως τη διαφωνία του επειδή έκρινε αναγκαία την επιβολή περιοριστικών όρων, και συγκεκριμένα η διαφωνία του έχει ως εξής: «Κρίνουμε ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι απολύτως αναγκαία η επιβολή προσωρινής κράτησης του αρθ. 282 παρ. 4 ΚΠΔ και, προκειμένου να επιτευχθούν οι σκοποί του άρθρου 296 Κ.Π.Δ., ήτοι να αποτραπεί ο κίνδυνος τέλεσης νέων εγκλημάτων και να εξασφαλισθεί ότι ο κατηγορούμενος θα παραστεί οποτεδήποτε στην ανάκριση και θα υποβληθεί στην εκτέλεση της απόφασης, αρκεί η επιβολή των περιοριστικών όρων 1) της απαγόρευσης εξόδου του από την χώρα, 2) της εμφάνισής του το πρώτο πενθήμερο κάθε μήνα στο ΑΤ Χαϊδαρίου, 3) της παροχής, με δήλωσή του προς το Α.Τ. Χαϊδαρίου, αριθμού τηλεφωνικής γραμμής (κινητού ή σταθερού τηλεφώνου) τον οποίο θα έχει ανελλιπώς προσβάσιμο και σε λειτουργία προκειμένου οι αρχές να επικοινωνούν μαζί του ανά πάσα στιγμή για τους σκοπούς της ανάκρισης και της δίκης. Ειδικότερα, αφενός δεν προκύπτουν κατά την κρίση μας αποχρώσες ενδείξεις ενοχής - τουλάχιστον κατά το στάδιο αυτό - για την συγκρότηση και ένταξη σε εγκληματική οργάνωση και για τις λοιπές κακουργηματικές κατηγορίες, αφετέρου ο κατηγορούμενος είναι γνωστής διαμονής και δεν είναι ύποπτος φυγής καθώς ζει και εργάζεται στην Ελλάδα, δεν υπήρξε φυγόδικος τουλάχιστον κατά την τελευταία δεκαετία, ούτε έχουν προκύψει συγκεκριμένες ενδείξεις για προπαρασκευαστικές πράξεις φυγής του, ζει μόνιμα στο Χαλάνδρι Αττικής επί της οδού ... αρ. ... μαζί με την κόρη του και από τα χαρακτηριστικά της πράξης δεν κρίνεται αιτιολογημένα ότι αν αφεθεί ελεύθερος είναι πολύ πιθανό να διαπράξει και άλλα εγκλήματα. Συγκεκριμένα, προκύπτουν ιδιαίτερα ισχνές ενδείξεις και υφίστανται ισχυρές αντενδείξεις για την τέλεση των κακουργηματικών πράξεων για τις οποίες κατηγορείται και ιδίως ως προς τη διαρκή και οργανωμένη δράση και συγκρότηση της εγκληματικής οργάνωσης, καθώς ο ίδιος συνελήφθη μαζί με τους λοιπούς συγκατηγορουμένους σε έλεγχο της αστυνομίας χωρίς να έχει προηγηθεί οποιαδήποτε παρακολούθηση ή άλλου είδους ανακριτική ενέργεια από την οποία να έχουν προκύψει βάσιμα στοιχεία (απομαγνητοφωνημένες κλήσεις, μαρτυρικές καταθέσεις, και γενικώς ο,τιδήποτε άλλα στοιχεία) ότι μαζί με τους συγκατηγορουμένους τους είχε όντως διαρκείς επαφές και προσυνεννόηση για την τέλεση τυχόν εγκληματικών πράξεων, ενώ μάλιστα με δύο από αυτούς (... και ...) προέκυψε πως δεν τους συνέδεε κάποιος ιδιαίτερος δεσμός ή φιλία, αλλά επρόκειτο για τυχαίες γνωριμίες. Πόσω μάλλον, δεν πρόεκυψαν καθόλου στοιχεία που να στηρίζουν το πραγματοπαγές στοιχείο που απαιτείται για τη στοιχειοθέτηση της συγκρότησης και ένταξης σε εγκληματική οργάνωση (ιδιαίτερη υποδομή και μέσα) και της συνδιαμόρφωσης του κοινού δόλου του κατηγορουμένου με τους λοιπούς συγκατηγορουμένους και την υποταγή της βούλησής τους προς την επίτευξη τυχόν σκοπών της εγκληματικής οργάνωσης. Επιπροσθέτως, όσον αφορά στην πράξη του 272 ΠΚ για την οποία κατηγορείται υφίστανται ισχυρότατες αντενδείξεις ενοχής, διότι, όπως προέκυψε από τα στοιχεία της δικογραφίας, και δη τις φωτογραφίες από την κατασχεθείσα φωτογραφική κάμερα, ο κατηγορούμενος, καίτοι προέβη σε ανασκαφές στην ευρύτερη περιοχή του Γυθείου, δεν χρησιμοποίησε τις εκρηκτικές ύλες που είχε στην οικία του, ούτε όμως τις είχε φέρει μαζί του ώστε να τις χρησιμοποιήσει προς τον σκοπό αυτόν και ούτως ελλείπουν στοιχεία από τα οποία να προκύπτουν βάσιμες ενδείξεις ως προς τον υπερχειλή δόλο που απαιτεί το 272 ΠΚ ή ότι αυτή τελέστηκε στο πλαίσιο της διωκόμενης εγκληματικής οργάνωσης, με αποτέλεσμα να κρίνεται βάσιμα πως στην πράξη προσιδιάζει η πλημμεληματική μορφή του ν. 2168/93, για την οποία όμως δεν μπορεί νόμιμα να επιβληθεί προσωρινή κράτηση. Επιπλέον, δεν έχουν προκύψει βάσιμα στοιχεία από τα οποία να προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις για την τέλεση της πράξης του άρθρου 15 παρ. 1 εδ. α’ για την οποία κατηγορείται, δοθέντος ότι ο αριθμός των κατασχεθέντων πυρομαχικών (δύο σφαίρες και ένας κάλυκας) είναι ιδιαίτερα μικρός, ώστε βάσιμα να υποτεθεί πως θα μπορούσε να χρησιμεύσει για τον εφοδιασμό οργάνωσης ή ομάδας, ενώ δεν προέκυψαν καθόλου ενδείξεις ότι αυτά όντως θα περιέρχονταν σε κάποια συγκεκριμένη τέτοια ομάδα ή οργάνωση και επομένως και στην πράξη αυτή κρίνεται βάσιμα πως προσιδιάζει η πλημμεληματική μορφή του ν. 2168/93 για την οποία όμως δεν μπορεί νόμιμα να επιβληθεί προσωρινή κράτηση.»
Β) Σχετικά με το δεύτερο κατηγορούμενο ... γνωμοδοτήσαμε να επιβληθούν οι περιοριστικοί όροι 1) της εγγύησης χρηματικού ποσού είκοσι χιλιάδων ευρώ (20.000 €), 2) της εμφάνισης στο Α.Τ. του τόπου κατοικίας του δύο (2) φορές το μήνα, και 3) της απαγόρευσης εξόδου από τη Χώρα, για την επίτευξη των κατ’άρθρο 296 ΚΠΔ σκοπών.
Ο Ανακριτής, όμως, διατύπωσε τη γνώμη ότι ενόψει της έλλειψης αποχρωσών ενδείξεων για την τέλεση των κακουργηματικών πράξεων που κατηγορείται αρκεί για την επίτευξη των κατ’άρθρο 296 Κ.Π.Δ. σκοπών η επιβολή του περιοριστικού όρου της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα.
Επ’αυτού, δε, εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 10/2016 Διάταξη του Ανακριτή Γυθείου που επιβάλλει μόνο τον περιοριστικό όρο της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα, η οποία είναι καταρχήν εκτελεστή από την Εισαγγελική αρχή Γυθείου μόνο ως προς τον συγκεκριμένο όρο (της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα) για τον οποίο υπήρξε καταρχήν συμφωνία Ανακριτή και Εισαγγελέα. Παραμένει, όμως, σε εκκρεμότητα η ανακύψασα διαφωνία των δύο αρχών για τους άλλους δύο όρους που έχουμε προτείνει για τον εν λόγω κατηγορούμενο, ήτοι 1) της εγγύησης χρηματικού ποσού είκοσι χιλιάδων ευρώ (20.000 €), 2) της εμφάνισης στο Α.Τ. του τόπου κατοικίας του δύο (2) φορές το μήνα, και συνεπώς θα πρέπει το συμβούλιό Σας να αποφανθεί επί της διαφωνίας, δεδομένου ότι θα πρέπει να υπάρχει συμφωνία Ανακριτή και Εισαγγελέα όχι μόνο ως προς την επιβολή ή μη περιοριστικών όρων αλλά και για το συγκεκριμένο είδος ή έκταση αυτών που πρέπει να επιβληθούν.
Γ) Σχετικά με τον τρίτο κατηγορούμενο ... γνωμοδοτήσαμε να επιβληθούν οι περιοριστικοί όροι 1) της εγγύησης χρηματικού ποσού δέκα χιλιάδων ευρώ (10.000 €), 2) της εμφάνισης στο Α.Τ. του τόπου κατοικίας του δύο (2) φορές το μήνα, και 3) της απαγόρευσης εξόδου από τη Χώρα, για την επίτευξη των κατ’άρθρο 296 ΚΠΔ σκοπών.
Ο Ανακριτής, όμως, διατύπωσε τη γνώμη ότι ενόψει ότι προκύπτουν ιδιαίτερα ισχνές έως ανύπαρκτες ενδείξεις για την τέλεση των κακουργηματικών πράξεων για τις οποίες κατηγορείται (έλλειψη ενδείξεων ως προς τη διάρκεια, συγκρότηση και οργανωμένη δράση της εγκληματικής οργάνωσης του άρθρου 13 ή 15 του Ν. 2168/1993, αφενός μεν ενόψει της μικρής ποσότητας των ανευρεθεισών πυρομαχικών (μόνο σφαίρες και κάλυκες) και της παντελούς έλλειψης ενδείξεων ότι προορίζονταν για εφοδιασμό οργανώσεων ή ομάδων και της έλλειψης ενδείξεων ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών για τις υπόλοιπες κατηγορίες πλημμεληματικής μορφής (επρόκειτο για α) μαχαίρι που είχε φυλαγμένο εντός της οικίας του και β) δεν προέκυψε πως τα όπλα θα τα χρησιμοποιούσε για την τέλεση άλλων πράξεων, ούτε έχει άλλες αμετάκλητες καταδίκες για ομοειδείς πράξεις καθώς και της σταθερής και της μόνιμης κατοικίας και απασχόλησής του στο Πόρτο Κάγιο Λακωνίας και του λευκού ποινικού μητρώου), δεν απαιτείται η επιβολή περιοριστικών όρων για την επίτευξη των κατ’ άρθρο 296 ΚΠΔ σκοπών και αφήνεται ελεύθερος.
Δ) Σχετικά με τον τέταρτο κατηγορούμενο ... γνωμοδοτήσαμε να επιβληθούν οι περιοριστικοί όροι 1) της εγγύησης χρηματικού ποσού δύο χιλιάδων ευρώ (2.000 €), 2) της εμφάνισης στο Α.Τ. του τόπου κατοικίας του μία (1) φορά το μήνα, και 3) της απαγόρευσης εξόδου από τη Χώρα, για την επίτευξη των κατ’άρθρο 296 ΚΠΔ σκοπών.
Ο Ανακριτής, όμως, διατύπωσε τη γνώμη ότι ενόψει της έλλειψης σοβαρών ενδείξεων ενοχής για τις κακουργηματικές πράξεις για τις οποίες κατηγορείται καθώς και της μόνιμης και σταθερής κατοικίας του στο Γύθειο, κρίνει ότι δεν απαιτείται η επιβολή περιοριστικών όρων για την επίτευξη των κατ’άρθρο 296 ΚΠΔ σκοπών και για το λόγο αυτό πρέπει να αφεθεί ελεύθερος χωρίς όρους.
Μετά ταύτα μας επαναδιαβιβάστηκε αρχικώς η δικογραφία την 1-6-2016, προκειμένου να υποβάλουμε έγγραφη πρόταση στο Συμβούλιό σας, ώστε να αρθεί από αυτό η κατά τα ανωτέρω ανακύψασα διαφωνία μεταξύ της εισαγγελικής και της ανακριτικής αρχής για το ζήτημα της επιβολής ή μη προσωρινής κράτησης σε βάρος του πρώτου κατηγορουμένου ..., για το οποίο εκδόθηκε το υπ’αριθμ. 22/2016 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών κατά την ειδικώς προβλεπόμενη κατ’άρθρο 283 παρ. 2 ΚΠΔ διαδικασία και προθεσμία που αίρει τη διαφωνία υπέρ της γνώμης του Ανακριτή Γυθείου, και εν συνεχεία την 9-6-2016 μας επαναδιαβιβάστηκε προκειμένου να εισάγουμε κατά τις διατάξεις των άρθρων 283 παρ. 1 και 307 εδ. α’, β’ και στ’ ΚΠΔ το ζήτημα της διαφωνίας εισαγγελικής και ανακριτικής αρχής ως προς την επιβολή ή μη και ποιου είδους περιοριστικών όρων στους άλλους τρεις κατηγορουμένους, δεδομένου ότι και πάλι απαιτείται σύμφωνη γνώμη, το οποίο εισάγουμε με την παρούσα ενώπιόν Σας προς άρση της διαφωνίας.
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 282 §§ 1, 2, όσο διαρκεί η προδικασία, αν προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου για κακούργημα ή πλημμέλημα που τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον 3 μηνών, είναι δυνατόν να διαταχθούν περιοριστικοί όροι, εφόσον κρίνεται απολύτως αναγκαίο για την επίτευξη των σκοπών του άρθρου 296 του Κ.Π.Δ., δηλαδή προκειμένου να εξασφαλισθεί ότι εκείνος στον οποίο επιβλήθηκαν θα παραστεί οποτεδήποτε στην ανάκριση ή στο δικαστήριο και θα υποβληθεί στην εκτέλεση της απόφασης. Περιοριστικοί όροι είναι ιδίως η παροχή εγγύησης, η υποχρέωση του κατηγορουμένου να εμφανίζεται κατά διαστήματα στον Προσωρινό Τακτικό Ανακριτή ή σε άλλη αρχή, η απαγόρευση να μεταβαίνει ή να διαμένει σε ορισμένο τόπο ή στο εξωτερικό, η απαγόρευση να συναναστρέφεται ή να συναντάται με ορισμένα πρόσωπα «και ο κατ'οίκον περιορισμός με ηλεκτρονική επιτήρηση». Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 283 παρ. 1 ΚΠΔ: «Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 282 ΚΠΔ ο Ανακριτής, αμέσως μετά την απολογία του κατηγορουμένου, μπορεί να τον αφήσει ελεύθερο ή να εκδώσει διάταξη που να του θέτει περιοριστικούς όρους ή, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του προηγούμενου άρθρου, να εκδώσει διάταξη επιβολής κατ’οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση ή, αν τα ανωτέρω μέτρα δεν επαρκούν, να εκδώσει ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένο ένταλμα προσωρινής κράτησης, αφού προηγουμένως και σε κάθε περίπτωση λάβει τη γραπτή σύμφωνη γνώμη του Εισαγγελέα. Ο Εισαγγελέας, πριν εκφράσει τη γνώμη του, υποχρεούται να ακούσει τον κατηγορούμενο και τον συνήγορό του. Σε περίπτωση διαφωνίας για την προσωρινή κράτηση, αποφαίνεται το Δικαστικό Συμβούλιο (άρθρα 305 και 307 στοιχείο στ`). Η πρόταση του Εισαγγελέα υποβάλλεται μέσα σε προθεσμία τριών (3) ημερών και το Συμβούλιο αποφασίζει μέσα σε προθεσμία πέντε (5) ημερών. Στο μεταξύ διάστημα με διάταξη του Προσωρινού Τακτικού Ανακριτή επιβάλλεται ο κατ’οίκον περιορισμός του κατηγορουμένου, η αφαίρεση διαβατηρίου ή άλλου ισοδύναμου ταξιδιωτικού εγγράφου του και η απαγόρευση εξόδου του από τη χώρα.» (η παρ. 1 όπως είχε τροποποιηθεί και συμπληρωθεί με το άρθρο 10 παρ. 5 Ν. 1941/1991 (ΦΕΚ Α 41), παρ. 2 άρθρου 2 Ν. 2207/1994 (ΦΕΚ Α 65) άρθρα 31 παρ. 2 και 113 Ν. 4055/2012, (ΦΕΚ Α 51) και με το άρθρο 2 παρ. Ε Ν. 4205/2013 (ΦΕΚ Α 242), αντικαταστάθηκε ως άνω με την παρ. 2 του άρθρου 41 Ν. 4264/2014, ΦΕΚ Α 118/15.5.2014, το δε δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 προστέθηκε με το άρθρο 7 παρ. 4 Ν.4274/2014, ΦΕΚ Α 147/14.7.2014). Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 307 εδ. α’ και στ’ ΚΠΔ: «Κατά τη διάρκεια της ανάκρισης το συμβούλιο των πλημμελειοδικών με πρόταση του εισαγγελέα ή ενός διαδίκου ή με αίτηση του ανακριτή αποφασίζει: α) όταν ο ανακριτής νομίζει ότι δεν πρέπει να συμμορφωθεί με πρόταση των παραπάνω, … και στ) για κάθε άλλο θέμα που προβλέπεται σε ειδικές διατάξεις». Το άρθρο 283 Κ.Π.Δ. ρυθμίζει τις προϋποθέσεις επιβολής περιοριστικών όρων και προσωρινής κράτησης, το περιεχόμενο του εντάλματος προσωρινής κράτησης και της διάταξης για την επιβολή περιοριστικών όρων και τη διαδικασία εκτέλεσής τους, ενώ οι ουσιαστικές προϋποθέσεις επιβολής τους ορίζονται στο άρθρο 282 Κ.Π.Δ. Επομένως, ορθά ο τίτλος του άρθρου 283 Κ.Π.Δ. προσαρμόστηκε μετά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. ε υποπαρ. 1 Ν. 4205/2013. Αντίθετα, πριν την έναρξη ισχύος του Ν. 4205/2013 ο τίτλος του άρθρου 283 Κ.Π.Δ. δεν ήταν ακριβής, αφού στο άρθρο αυτό δεν περιγραφόταν μόνο η διαδικασία έκδοσης του εντάλματος προσωρινής κράτησης, αλλά και της διάταξης για την επιβολή περιοριστικών όρων. Σύμφωνα με το άρθρο 283 § 1 εδ. α` ΚΠΔ, πριν την έκδοση από τον Ανακριτή εντάλματος προσωρινής κράτησης ή διάταξης επιβολής περιοριστικών όρων, πρέπει «προηγουμένως» και «σε κάθε περίπτωση» να έχει εκφράσει τη «γραπτή» και «σύμφωνη» γνώμη του ο Εισαγγελέας. Η γνώμη του Εισαγγελέα πρέπει να εκφράζεται γραπτά, χωρίς να αρκεί η προφορική έκφραση της γνώμης του, και πρέπει να είναι αιτιολογημένη, όπως επιβάλλει το άρθρο 32 § 4 ΚΠΔ, ενώ η έκφραση γραπτής γνώμης του εισαγγελέα είναι υποχρεωτική ανεξάρτητα από το εάν οι γνώμες ανακριτή και εισαγγελέα συμπίπτουν («σε κάθε περίπτωση»). Επίσης, η έκφραση γραπτής γνώμης του εισαγγελέα είναι υποχρεωτική ακόμη κι εάν από την ουσιαστική εκτίμηση της υπόθεσης προκύπτει ότι δεν συντρέχει λόγος επιβολής προσωρινής κράτησης και περιοριστικών όρων και ο κατηγορούμενος πρόκειται να αφεθεί ελεύθερος. Η γνώμη του εισαγγελέα πρέπει να είναι σύμφωνη με τη γνώμη του ανακριτή, ώστε να είναι επιτρεπτή η επιβολή μέτρου δικονομικού καταναγκασμού. Αυτό ισχύει όχι μόνο για την προσωρινή κράτηση, αλλά και για τους περιοριστικούς όρους. Σε σχέση με τους περιοριστικούς όρους η γνώμη του Εισαγγελέα είναι «σύμφωνη», όχι όταν απλώς συμπίπτει με την κρίση του Ανακριτή ότι πρέπει να επιβληθούν στον κατηγορούμενο περιοριστικοί όροι, αλλά όταν επιπλέον ταυτίζεται και ως προς το είδος των περιοριστικών όρων που πρέπει να επιβληθούν στον κατηγορούμενο, καθώς και ως προς τις ειδικότερες λεπτομέρειες επιβολής κάθε περιοριστικού όρου, δηλ. ως προς την έκταση των περιοριστικών όρων. Επομένως, η γνώμη του εισαγγελέα είναι σύμφωνη με εκείνη του ανακριτή, όταν και οι δύο συμφωνούν για τους συγκεκριμένους περιοριστικούς όρους που πρέπει να επιβληθούν στον κατηγορούμενο και περαιτέρω όταν συμφωνούν για παράδειγμα στο ύψος της χρηματικής εγγύησης που θα επιβληθεί στον κατηγορούμενο ή στα χρονικά διαστήματα κατά τα οποία ο κατηγορούμενος πρέπει να εμφανίζεται στο αστυνομικό τμήμα. Διαφορετικά, υπάρχει διαφωνία ανακριτή και εισαγγελέα, η οποία πρέπει να επιλυθεί από το αρμόδιο δικαστήριο κατά το άρθρο 283 παρ. 1 ΚΠΔ. Αυτό προκύπτει και από τη σαφή διατύπωση του άρθρου 283 παρ. 1 εδ. γ` ΚΠΔ, το οποίο κάνει λόγο για διαφωνία ανακριτή και εισαγγελέα «για τους όρους που πρέπει να τεθούν», επομένως η διάταξη αυτή θεωρεί απαραίτητη τη σύμπτωση της γνώμης του ανακριτή και του εισαγγελέα όχι μόνο στο ζήτημα της αναγκαιότητας επιβολής περιοριστικών όρων, αλλά και στο ζήτημα του ειδικότερου περιοριστικού όρου που πρέπει να επιλεγεί. Σε περίπτωση διαφωνίας ανακριτή και εισαγγελέα σχετικά με την αναγκαιότητα ή μη επιβολής προσωρινής κράτησης αποφασίζει το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο κατ'άρθρο 283 παρ. 1 εδ. γ` και δ` ΚΠΔ όπως η παρ. 1 του άρθρου 283 ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 41 παρ. 2 Ν. 4264/2014, δηλ. το συμβούλιο πλημμελειοδικών, αν η ανάκριση διενεργείται από ανακριτή του πρωτοδικείου και το συμβούλιο εφετών, αν η ανάκριση διενεργείται από ειδικό εφέτη ανακριτή. Για την περίπτωση διαφωνίας ανακριτή και εισαγγελέα σχετικά με την αναγκαιότητα ή μη επιβολής περιοριστικών όρων, αλλά και σε σχέση με τον ειδικότερο περιοριστικό όρο που πρέπει να επιβληθεί, το άρθρο 283 παρ. 1 ΚΠΔ όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 41 παρ. 2 Ν. 4264/2014, δεν περιέχει καμία πρόβλεψη. Και τούτο σε αντίθεση με την προηγούμενη μορφή της διάταξης αυτής όπου το ζήτημα τούτο αντιμετωπιζόταν ρητά. Η έλλειψη πάντως σχετικής πρόβλεψης στο άρθρο 283 παρ. 1 ΚΠΔ δεν σημαίνει ότι σε αυτή την περίπτωση δεν ανακύπτει διαφωνία ανακριτή και εισαγγελέα που χρήζει επίλυσης από το δικαστικό συμβούλιο. Η αιτιολογική έκθεση της σχετικής τροπολογίας στο νομοσχέδιο που στη συνέχεια αποτέλεσε το Ν. 4264/2014 δεν περιέχει κάποια εξήγηση για την απάλειψη της σχετικής πρόβλεψης του άρθρου 283 παρ. 1 ΚΠΔ. Είναι, όμως, προφανές ότι και σε αυτή την περίπτωση επιβάλλεται η παρεμβολή του δικαστικού συμβουλίου προς επίλυση της σχετικής διαφωνίας, δεδομένου ότι για την επιβολή περιοριστικών όρων και μάλιστα για την επιβολή του κατάλληλου περιοριστικού όρου απαιτείται σύμφωνη γνώμη Ανακριτή και Εισαγγελέα, όπως ρητά εξακολουθεί να προβλέπει το άρθρο 283 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠΔ. Η αρμοδιότητα του δικαστικού συμβουλίου στις περιπτώσεις αυτές μπορεί να θεμελιωθεί στο άρθρο 307 περ. β ΚΠΔ. Μάλιστα, όπως έχει ήδη αναφερθεί, η αρμοδιότητα αυτή του δικαστικού συμβουλίου ανακύπτει κι όταν ο Ανακριτής και ο Εισαγγελέας συμφωνούν για την αναγκαιότητα επιβολής περιοριστικών όρων, αλλά διαφωνούν και σε σχέση με το είδος του περιοριστικού όρου που πρέπει να επιβληθεί ή σε σχέση με την έκταση του όρου αυτού. (Χαράλαμπος Σεβαστίδης, κατ’άρθρο ερμηνεία Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, Τόμος ΙΙΙ, αρ. 283 ΚΠΔ).
Στην υπό κρίση υπόθεση, από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού και ιδίως τα έγγραφα, τις μαρτυρικές καταθέσεις και τις απολογίες των κατηγορουμένων, προκύπτουν έως τώρα τα ακόλουθα: ... Κατ'ακολουθία των ανωτέρω, και σε αντίθεση με τη διατυπωθείσα γνώμη του Προσωρινού Τακτικού Ανακριτή, θεωρούμε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής των β’, γ` και δ’ των κατηγορουμένων τόσο για τις κακουργηματικές πράξεις της διακεκριμένης οπλοκατοχής και συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση όσο και της πλημμεληματικής πράξης της παράνομης οπλοκατοχής κατά τα αναλυτικώς αναφερόμενα στο κατηγορητήριο ενός εκάστου, και φρονούμε ότι πρέπει να επιβληθούν σε αυτούς οι κάτωθι περιοριστικοί όροι, προς επίτευξη των αναφερόμενων στο άρθρο 296 ΚΠΔ σκοπών, και συγκεκριμένα:...
Επειδή σύμφωνα με το άρθρο 283 § 1 εδ. α` ΚΠΔ, πριν την έκδοση από τον Ανακριτή εντάλματος προσωρινής κράτησης ή διάταξης επιβολής περιοριστικών όρων ή εάν έχει τη γνώμη ότι ο κατηγορούμενος πρέπει να αφεθεί ελεύθερος, πρέπει «προηγουμένως» και «σε κάθε περίπτωση» να έχει εκφράσει τη «γραπτή» και «σύμφωνη» γνώμη του ο Εισαγγελέας, ενώ σε περίπτωση διαφωνίας είναι αρμόδιο να κρίνει το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών κατ’αρ. 307 στ. α’ και στ. ΚΠΔ. Ειδικώς δε σε σχέση με τους περιοριστικούς όρους η γνώμη του Εισαγγελέα είναι «σύμφωνη», όχι όταν απλώς συμπίπτει με την κρίση του Ανακριτή ότι πρέπει να επιβληθούν στον κατηγορούμενο περιοριστικοί όροι, αλλά όταν επιπλέον ταυτίζεται και ως προς το είδος των περιοριστικών όρων που πρέπει να επιβληθούν στον κατηγορούμενο και την έκταση αυτών, καθώς και σε περίπτωση που κάποιος εκ των δύο θεωρεί ότι ο κατηγορούμενος πρέπει να αφεθεί ελεύθερος. Επειδή, σε συνέχεια των όσων εκθέσαμε, θα πρέπει να επιλυθεί η διαφωνία που ανέκυψε μεταξύ της Εισαγγελέως και του Προσωρινού Τακτικού Ανακριτή Γυθείου, σχετικά με την επιβολή ή μη και ποιου είδους περιοριστικών όρων, υπέρ της γνώμης μας και να επιβληθούν στους α), β), και γ) οι ανωτέρω περιοριστικοί όροι ως το αναγκαίο δικονομικό μέσο για τις κακουργηματικές πράξεις της διακεκριμένης οπλοκατοχής και της συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση και για την πλημμεληματική πράξη της οπλοκατοχής (αρ. 1 παρ. 1 στοιχ. δ’, παρ. 2 στοιχ. β’, 7 παρ. 1, και 8 στοιχ. α, 15 παρ. 1 εδ. α’, όπως προστ. με το άρθρο 10 παρ. 6 του Ν. 3994/2011, και 16 του Ν. 2168/93, και 187 παρ. 1 ΠΚ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΠΡΟΤΕΙΝΩ
Να επιλυθεί η διαφωνία που ανέκυψε μεταξύ της Εισαγγελέως Γυθείου και του Προσωρινού Τακτικού Ανακριτή, μετά την απολογία των κατηγορουμένων, ως προς το ζήτημα της επιβολής ή μη και ποιου είδους περιοριστικών όρων, ως εξής:...
Γύθειο 9-6-2016 Η Εισαγγελέας
Παναγιώτα Μπαλαδήμα Αντεισαγγελέας Πρωτοδικών
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με το άρθρο 283 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠΔ, πριν την έκδοση από τον ανακριτή εντάλματος προσωρινής κράτησης ή διάταξης επιβολής περιοριστικών όρων, πρέπει προηγουμένως και σε κάθε περίπτωση να έχει εκφράσει τη γραπτή και σύμφωνη γνώμη του ο Εισαγγελέας. Έτσι, η γνώμη του Εισαγγελέα πρέπει να είναι σύμφωνη με τη γνώμη του Ανακριτή, ώστε να είναι επιτρεπτή η επιβολή μέτρου δικονομικού καταναγκασμού και αυτό ισχύει όχι μόνο για την προσωρινή κράτηση, αλλά και για τους περιοριστικούς όρους. Η σύμφωνη γνώμη του Εισαγγελέα αποτελεί μία πρόσθετη εγγύηση υπέρ του κατηγορουμένου, καθώς η εκτίμηση των στοιχείων της δικογραφίας θα γίνει ομόφωνα από δύο δικαστικούς λειτουργούς και όχι από ένα. Επομένως, με βάση τη διάταξη αυτή, ο Εισαγγελέας καθιερώνεται ως ισοδύναμος παράγοντας με τον ανακριτή στη λήψη της σχετικής απόφασης. Αν δεν υπάρχει συμφωνία Ανακριτή και Εισαγγελέα σχετικά με την επιβολή προσωρινής κράτησης ή περιοριστικών όρων, η σχετική διαφωνία θα επιλυθεί από το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο. Σε σχέση με τους περιοριστικούς όρους η γνώμη του Εισαγγελέα είναι σύμφωνη, όχι όταν απλώς συμπίπτει με την κρίση του ανακριτή ότι πρέπει να επιβληθούν στον κατηγορούμενο περιοριστικοί όροι, αλλά όταν επιπλέον ταυτίζεται και ως προς το είδος των περιοριστικών όρων που πρέπει να επιβληθούν στον κατηγορούμενο, καθώς και ως προς στις ειδικότερες λεπτομέρειες επιβολής κάθε περιοριστικού όρου, δηλαδή ως προς την έκταση των περιοριστικών όρων. Επομένως, η γνώμη του Εισαγγελέα είναι σύμφωνη με εκείνη του Ανακριτή, όταν και οι δύο συμφωνούν για τους συγκεκριμένους περιοριστικούς όρους που πρέπει να επιβληθούν στον κατηγορούμενο, και περαιτέρω, όταν συμφωνούν για παράδειγμα στο ύψος της χρηματικής εγγύησης που θα επιβληθεί στον κατηγορούμενο ή στα χρονικά διαστήματα κατά τα οποία ο κατηγορούμενος πρέπει να εμφανίζεται στο αστυνομικό τμήμα. Διαφορετικά υπάρχει διαφωνία Ανακριτή και Εισαγγελέα, η οποία πρέπει να επιλυθεί από το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο, δηλ. το συμβούλιο πλημμελειοδικών, αν η ανάκριση διενεργείται από ανακριτή του πρωτοδικείου και το συμβούλιο εφετών, αν η ανάκριση διενεργείται από ειδικό εφέτη ανακριτή. Ετσι, σύμφωνα με τ’ανωτέρω, ως διαφωνία Ανακριτή και Εισαγγελέα πρέπει να νοηθεί όχι μόνο η διαφωνία τους σε σχέση με το αν ο κατηγορούμενος πρέπει να αφεθεί ελεύθερος ή να του επιβληθεί μέτρο δικονομικού καταναγκασμού, αλλά και η διαφωνία τους σε σχέση με τον ειδικότερο περιοριστικό όρο που πρέπει να επιβληθεί στον κατηγορούμενο, ακόμα κι αν τόσο ο Ανακριτής όσο και ο Εισαγγελέας συμφωνούν για την αναγκαιότητα επιβολής περιοριστικών όρων, αλλά διαφωνούν σε σχέση με τον όρο που πρέπει να επιλεγεί, καθώς και σε σχέση με τις ειδικότερες λεπτομέρειες επιβολής του περιοριστικού όρου, όπως προεκτέθηκε ανωτέρω (Χαράλαμπος Σεβαστίδης, κατ’ άρθρο ερμηνεία Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, Τόμος ΙΙΙ, αρ. 283 ΚΠΔ, Εκδοση 2015). Θα πρέπει να σημειωθεί ότι για την περίπτωση διαφωνίας Ανακριτή και Εισαγγελέα σχετικά με την αναγκαιότητα ή μη της επιβολής περιοριστικών όρων, αλλά και σε σχέση με τον ειδικότερο περιοριστικό όρο που πρέπει να επιβληθεί, το άρθρο 283 παρ. 1 ΚΠΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 41 παρ. 2 Ν. 4264/2014, δεν περιέχει καμία πρόβλεψη. Και τούτο σε αντίθεση με την προηγούμενη μορφή της διάταξης αυτής, όπου το ζήτημα αυτό αντιμετωπιζόταν ρητά. Πάντως, η έλλειψη σχετικής πρόβλεψης στο άρθρο 283 παρ. 1 ΚΠΔ δεν σημαίνει ότι σ’αυτήν την περίπτωση δεν ανακύπτει διαφωνία Ανακριτή και Εισαγγελέα, που χρήζει επίλυσης από το δικαστικό συμβούλιο. Η Αιτιολογική Έκθεση της σχετικής τροπολογίας στο νομοσχέδιο, που στη συνέχεια αποτέλεσε το Ν.4264/2014, δεν περιέχει κάποια εξήγηση για την απάλειψη της σχετικής πρόβλεψης του άρθρου 283 παρ. 1 ΚΠΔ. Πέραν, όμως, της γραμματικής και ιστορικής ερμηνείας, προβαίνοντας σε τελεολογική ερμηνεία της ανωτέρω διατάξεως, όπως ισχύει σήμερα, και με βάση την αιτιολογική έκθεση του ως άνω Νόμου, προκύπτει ότι σκοπός του νομοθέτη της κατά τα άνω τροπολογίας ήταν μόνο να μεταρρυθμίσει τη διαδικασία των όρων που ισχύουν για την επιβολή προσωρινής κρατήσεως (δικαστικό συμβούλιο αντί τριμελούς πλημμελειοδικείου, πρόβλεψη προθεσμίας άρσης της διαφωνίας, κατ’οίκον περιορισμός αντί εντάλματος συλλήψεως), ενώ από πουθενά δεν προκύπτει ρητός σκοπός του να μεταβάλει το προϊσχύον καθεστώς, κατά το οποίο αναντίρρητα απαιτείτο σύμφωνη γνώμη ανακριτή και εισαγγελέα για την επιβολή περιοριστικών όρων και άρση της διαφωνίας των τελευταίων από το δικαστικό συμβούλιο. Μία τέτοια ερμηνεία περί συνειδητής απάλειψης της πρόβλεψης περί άρσης της διαφωνίας ανακριτή και εισαγγελέα από το δικαστικό συμβούλιο, δεν στηρίζεται σε καμία άλλη ένδειξη, ούτε δε από αυτή την ίδια Αιτιολογική Eκθεση του Νόμου 4264/2014 προκύπτει τέτοια βούληση του νομοθέτη. Αντίθετα, το συμπέρασμα ότι πρόκειται περί ακούσιου κενού επιρρωνύεται από το γεγονός ότι διατηρήθηκε ως είχε και υπό την προϊσχύσασα μορφή του το εδάφιο α’ του ιδίου άρθρου, το οποίο προβλέπει ότι σε κάθε περίπτωση, ήτοι και στην περίπτωση της επιβολής περιοριστικών όρων πρέπει να προηγείται πάντα γραπτή σύμφωνη γνώμη του Εισαγγελέα. Σημειώνεται δε ότι, με την ως άνω τροπολογία νόμου, το άρθρο 283 ΚΠΔ αναδιατυπώθηκε εφ’ολοκλήρου, δηλαδή ολόκληρη η παράγραφος 1 και, σαφώς, το εδάφιο α’ αυτού, το οποίο παρέμεινε ανέπαφο στην προηγούμενη μορφή του, επαναλαμβάνοντας συνειδητά ότι σε κάθε περίπτωση απαιτείται σύμφωνη γνώμη (βλ. ΦΕΚ 118, τ. Α’/15-05-2014). Εξάλλου, μία επισκόπηση των πρακτικών της ΡΛΑ’ συνεδρίασης της Ολομέλειας της Βουλής της 05/05/2014 αίρει οποιαδήποτε αμφιβολία περί του ζητήματος, κατά την οποία ο τότε Υπουργός Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ως Εισηγητής της εισαχθείσας τροπολογίας, διασαφηνίζοντας τον σκοπό της, αναφέρει επί λέξει ότι: «αφορά περιπτώσεις που όταν απολογηθεί ο κατηγορούμενος είχε τη δυνατότητα να αποφασίζει ο ανακριτής, με σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα, να κρατείται. Θεωρώ ότι είναι αντισυνταγματική η διάταξη. Δεν μπορεί να κρατείται. Το μόνο που μπορεί να γίνει είναι να μπει περιοριστικός όρος και να επιτηρείται στο σπίτι του. Αυτή η διάταξη είναι. Υπάρχει και μία διχογνωμία και στην επιστήμη και στη νομολογία. Είναι μία διάταξη η οποία ήταν θεσμοθετημένη, θεωρώ ότι έχει αντισυνταγματικότητα, διότι δεν μπορεί από τη μία πλευρά να υπάρχει διαφωνία ανακριτή και εισαγγελέα για το αν θα προφυλακιστεί κάποιος ή όχι και στη συνέχεια να κρατείται. Πρέπει, λοιπόν, μόνο ως περιοριστικός όρος να τίθεται», ενώ δεν υπάρχει ουδεμία αναφορά στο ζήτημα επιβολής περιοριστικών όρων. Αλλά και η αιτιολογική Έκθεση επί της ως άνω τροπολογίας αναφέρει σχετικώς: «Με την προτεινόμενη ρύθμιση διευκρινίζεται ότι σε περίπτωση διαφωνίας ανακριτή και εισαγγελέα για την προσωρινή κράτηση, επιβάλλεται με διάταξη του ανακριτή, ο κατ’οίκον περιορισμός του κατηγορουμένου, μέχρι την επίλυση της διαφωνίας από το δικαστικό συμβούλιο, προκειμένου να εξασφαλιστεί αποτελεσματικά η παρουσία του κατηγορουμένου κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα και η υποβολή του στην εκτέλεση του οικείου βουλεύματος, χωρίς να περιορίζονται με οποιονδήποτε τρόπο τα ατομικά του δικαιώματα». Ουδεμία, δηλαδή, νύξη ή αναφορά για το ζήτημα επιβολής περιοριστικών όρων και αλλαγής του προϊσχύοντος νομοθετικού καθεστώτος. Μία αντίθετη, εξάλλου, ερμηνεία θα κατέληγε σε βάρος του κατηγορουμένου, καθ’όσον η επιβολή μέτρων δικονομικού καταναγκασμού, ακόμη και υπέρμετρων, όπως π.χ. η επιβολή μίας εξαντλητικής εγγύησης ή η επιβολή οποιουδήποτε, ακόμη και του επαχθέστερου περιοριστικού όρου, καθ’όσον η απαρίθμησή τους στην παρ. 2 του άρθρου 282 ΚΠΔ είναι ενδεικτική, θα επαφιόταν στην κρίση ενός μόνο δικαστικού οργάνου. Είναι, έτσι, αναμφίβολο ότι και σ’αυτή την περίπτωση υφίσταται ζήτημα διαφωνίας, επιβαλλομένης της παρεμβολής του δικαστικού συμβουλίου προς επίλυσή της, δεδομένου ότι για την επιβολή περιοριστικών όρων και μάλιστα για την επιβολή του κατάλληλου περιοριστικού όρου απαιτείται σύμφωνη γνώμη Ανακριτή και Εισαγγελέα, όπως ρητά εξακολουθεί να προβλέπει το άρθρο 283 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠΔ. Η αρμοδιότητα του δικαστικού συμβουλίου στις περιπτώσεις αυτές μπορεί να θεμελιωθεί στο άρθρο 307 περ. β’ ΚΠΔ (Χαράλαμπος Σεβαστίδης, κατ’ άρθρο ερμηνεία Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, Τόμος ΙΙΙ, αρ. 283 ΚΠΔ, Εκδοση 2015), αλλά και στις περ. α’ και στ’ του ως άνω άρθρου, σύμφωνα με το οποίο «κατά τη διάρκεια της ανάκρισης το συμβούλιο των πλημμελειοδικών με πρόταση του Εισαγγελέα ή ενός διαδίκου ή με αίτηση του ανακριτή αποφασίζει: α) όταν ο ανακριτής νομίζει ότι δεν πρέπει να συμμορφωθεί με πρόταση των παραπάνω, β) όταν πρόκειται να κανονιστεί στην προδικασία ένα δύσκολο ζήτημα, όπως η κατάσχεση κτλ … και στ) για κάθε άλλο θέμα που προβλέπεται σε ειδικές διατάξεις». Μάλιστα, όπως έχει ήδη αναφερθεί, η αρμοδιότητα αυτή του δικαστικού συμβουλίου ανακύπτει κι όταν ο Ανακριτής και ο Εισαγγελέας συμφωνούν για την αναγκαιότητα επιβολής περιοριστικών όρων, αλλά διαφωνούν και σε σχέση με το είδος του περιοριστικού όρου που πρέπει να επιβληθεί ή σε σχέση με την έκταση του όρου αυτού. (Χαράλαμπος Σεβαστίδης, κατ’ άρθρο ερμηνεία Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, Τόμος ΙΙΙ, αρ. 283 ΚΠΔ, Εκδοση 2015). Ακόμη δε και στην περίπτωση εκείνη που ήθελε υποστηριχθεί ότι δεν μπορούμε να έχουμε ευθεία εφαρμογή του άρθρου 307 ΚΠΔ για την πλήρωση του ως άνω ανακύψαντος ακούσιου κενού και περαιτέρω, για την άρση της αμφισβήτησης περί αρμοδιότητας του δικαστικού συμβουλίου για την επίλυση της εν προκειμένω ανακύψασας διαφωνίας, είναι δυνατή σε κάθε περίπτωση η αναλογική εφαρμογή του β’ εδαφίου του άρθρου 283 ΚΠΔ, στο οποίο προβλέπεται η άρση της διαφωνίας εισαγγελέα και ανακριτή για την επιβολή προσωρινής κρατήσεως από το δικαστικό συμβούλιο, ενόψει της επαρκούς ομοιότητας των περιπτώσεων και του κοινού νομικού λόγου και σκοπού τους, λαμβανομένου υπόψη ότι δεν φαίνεται δικαιολογημένη μια τόσο σοβαρή απόκλιση μεταξύ των σχετικών ρυθμίσεων, αφ’ης στιγμής και η επιβολή περιοριστικών όρων αποτελεί μορφή δικονομικού καταναγκασμού, και μάλιστα πολλές φορές δυσβάστακτη, λαμβανομένου, ιδίως, υπόψη ότι η παραβίαση των περιοριστικών όρων μπορεί να οδηγήσει στην αντικατάστασή τους με προσωρινή κράτηση, κατά το άρθρο 298 ΚΠΔ. Εξάλλου, η αναλογική εφαρμογή διατάξεων υπέρ του κατηγορουμένου (in bonam partem) είναι επιτρεπτή στο ποινικό δικονομικό δίκαιο (Αρ. Καρρά, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2007, σελ. 46 επ.). Αναμφισβήτητα δε η αναλογική εφαρμογή του εδ. β’ του άρ. 283 ΚΠΔ και στην περίπτωση διαφωνίας Ανακριτή και Εισαγγελέα για την επιβολή περιοριστικών όρων αποτελεί μία πρόσθετη εγγύηση υπέρ του τελευταίου, καθώς η εκτίμηση των στοιχείων της δικογραφίας θα γίνει από το δικαστικό συμβούλιο και όχι από ένα μόνο πρόσωπο.
Στην προκειμένη περίπτωση, νόμιμα και παραδεκτά εισάγεται κατά τη γνώμη της πλειοψηφίας, ήτοι του Πλημμελειοδίκη Πάρη Ζαρμποζάνη και της Πλημμελειοδίκη - Εισηγήτριας Ελένης Αργυροπούλου, ενώπιον του Συμβουλίου τούτου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 32 παρ. 1 και 4, 138 παρ. 2 εδ. β’, όπως αυτή ισχύει μετά την αντικατάστασή της από το άρθρο 32 Ν. 4055/2012, και 283 παρ. 1, όπως αυτή ισχύει μετά την αντικατάστασή της από την παρ. 2 του άρθρου 41 Ν. 4264/2014, 305 και 307 α, β, στ’ ΚΠΔ, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη, η ως άνω εισαγγελική πρόταση περί άρσης της ανακύψασας διαφωνίας μεταξύ Εισαγγελέως και Ανακριτή σχετικά με την επιβολή ή μη και ποιου είδους περιοριστικών όρων σε βάρος των: ... Ειδικότερα, σε βάρος των αμέσως προαναφερόμενων κατηγορουμένων και του συγκατηγορουμένου τους ..., με αφορμή το υπ’αριθμ. πρωτ. 6700/12/91-δ` από 28-5-2016 έγγραφο του Αστυνομικού Τμήματος Γυθείου Λακωνίας και μετά τη διενέργεια αυτεπάγγελτης προανάκρισης, ασκήθηκε από την Αντεισαγγελέα Πλημμελειοδικών Γυθείου ποινική δίωξη για τις κατωτέρω αξιόποινες πράξεις: 1) Διακεκριμένη περίπτωση κατοχής όπλων με σκοπό τον παράνομο εφοδιασμό οργάνωσης από κοινού, 2) Εγκληματική οργάνωση που επιδιώκει τη διάπραξη κακουργημάτων, ήτοι α) πλαστογραφία, β) εκρηκτικές ύλες, γ) παραβάσεις του νόμου περί όπλων ή εκρηκτικών υλών, δ) παραβάσεις νόμου περί προστασίας αρχαιοτήτων, από κοινού, 3) Παράνομη κατοχή όπλων, 4) Παράνομη κατοχή πυρομαχικών, 5) Παράνομη κατοχή εκρηκτικών μηχανισμών, 6) Παράνομη κατοχή εκρηκτικών υλών, 7) Παράνομη κατοχή κροτίδων, 8) Πλαστογραφία, 9) Παράβαση σχετικά με εκρηκτικές ύλες, ήτοι για αξιόποινες πράξεις που προβλέπονται και τιμωρούνται από τα άρθρα 7 Σ, 1, 5, 12, 14, 16, 17, 18, 26 § 1, 27 § 1, 45, 51, 52, 53, 60, 63, 76 και 94 παρ. 1, 187 παρ. 1, 216 παρ. 1, 272 παρ. 1 και 2 του ΠΚ και 1 παρ. 1 στοιχ. δ’ (όπως τροπ. με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 3944/2011), ε’, ζ’ και στ’, παρ. 2 στοιχ. β’ και γ’, 7 παρ. 1 και 8 στοιχ. α’, 15 παρ. 1 εδ. α’ (όπως προστ. με το άρθρο 10 παρ. 6 του Ν. 3994/2011) και 16 του Ν. 2168/93 και 1 παρ. 2, 5 παρ. 1, 6 παρ. 2 του Ν. 456/1976), με παραγγελία διενέργειας κύριας ανάκρισης από τον Προσωρινό Τακτικό Ανακριτή Γυθείου. Μετά δε την απολογία των ως άνω κατηγορουμένων, ανέκυψε διαφωνία μεταξύ της Αντεισαγγελέως Πλημμελειοδικών Γυθείου και του Προσωρινού Τακτικού Ανακριτή Γυθείου και συγκεκριμένα αναφορικά με τον υπό στοιχείο (α) κατηγορούμενο, η γνώμη της πρώτης ήταν ότι πρέπει να επιβληθεί σε βάρος του προσωρινή κράτηση, ενώ η γνώμη του δεύτερου ήταν ότι πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του οι περιοριστικοί όροι: 1) της απαγόρευσης εξόδου του από την χώρα, 2) της εμφάνισής του το πρώτο πενθήμερο κάθε μήνα στο ΑΤ Χαϊδαρίου, 3) της παροχής, με δήλωσή του προς το Α.Τ. Χαϊδαρίου, αριθμού τηλεφωνικής γραμμής (κινητού ή σταθερού τηλεφώνου), τον οποίο θα έχει ανελλιπώς προσβάσιμο και σε λειτουργία, προκειμένου οι αρχές να επικοινωνούν μαζί του ανά πάσα στιγμή για τους σκοπούς της ανάκρισης και της δίκης. Η ως άνω διαφωνία ήρθη με το υπ’αριθμ. 22/2016 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Γυθείου υπέρ της γνώμης του δευτέρου με περιεχόμενο την μη επιβολή προσωρινής κράτησης σε βάρος του ως άνω από στοιχείο α) κατηγορουμένου, αλλά της επιβολής των κατά τα ανωτέρω αναφερόμενων περιοριστικών όρων. Περαιτέρω, αναφορικά με τον υπό στοιχείο (β) κατηγορούμενο, η γνώμη της Αντεισαγγελέως Πλημμελειοδικών Γυθείου είναι ότι πρέπει να επιβληθούν οι περιοριστικοί όροι: 1) της εγγύησης χρηματικού ποσού είκοσι χιλιάδων ευρώ (20.000 €), 2) της εμφάνισης στο Α.Τ. του τόπου κατοικίας του δύο (2) φορές το μήνα, και 3) της απαγόρευσης εξόδου από τη Χώρα, ενώ σύμφωνα με τη γνώμη του Προσωρινού Τακτικού Ανακριτή Γυθείου, θα πρέπει να επιβληθεί ο περιοριστικός όρος της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα. Ακολούθως, αναφορικά με τον υπό στοιχείο (γ) κατηγορούμενο, η γνώμη της πρώτης είναι ότι πρέπει να επιβληθούν οι περιοριστικοί όροι: 1) της εγγύησης χρηματικού ποσού δέκα χιλιάδων ευρώ (10.000 €), 2) της εμφάνισης στο Α.Τ. του τόπου κατοικίας του δύο (2) φορές το μήνα, και 3) της απαγόρευσης εξόδου από τη Χώρα, ενώ η γνώμη του δεύτερου ότι δεν απαιτείται η επιβολή περιοριστικών όρων. Τέλος, όσον αφορά τον υπό στοιχείο (δ) κατηγορούμενο, η γνώμη της πρώτης είναι ότι πρέπει να επιβληθούν οι περιοριστικοί όροι: 1) της εγγύησης χρηματικού ποσού δύο χιλιάδων ευρώ (2.000 €), 2) της εμφάνισης στο Α.Τ. του τόπου κατοικίας του μία (1) φορά το μήνα, και 3) της απαγόρευσης εξόδου από τη Χώρα, ενώ η γνώμη του δεύτερου ότι δεν απαιτείται η επιβολή περιοριστικών όρων.
Αντίθετα, κατά τη γνώμη που μειοψήφησε, ήτοι του Προέδρου Πλημμελειοδικών Νικολάου Νταή, μη νομίμως και απαραδέκτως εισάγεται η προκείμενη Εισαγγελική Πρόταση. Τούτο, καθόσον, κατά τη διάταξη του άρθρου 32 παρ. 1 ΚΠΔ: «..καμία διάταξη του ανακριτή δεν έχει κύρος, αν δεν ακουστεί προηγουμένως ο εισαγγελέας» και σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 138 παρ. 2 ΚΠΔ: «…οι διατάξεις του ανακριτή εκδίδονται ύστερα από έγγραφη πρόταση του εισαγγελέα, …». Οι διατάξεις αυτές θεσπίζουν τον κανόνα που έχει καθολική εφαρμογή στο πλαίσιο του ισχύοντος ποινικοδικονομικού συστήματος, κατά το οποίο οι διατάξεις του ανακριτή είναι έγκυρες και απαιτούν την απλή και όχι σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα (βλ. ενδ. ΑΠ 133/2010, ΠοινΧρ 2011.33, Μ. Μαργαρίτης, ΕρμΚΠΔ, 2007, σελ. 280, Κ. Φράγκος, ΚΠΔ. Ερμηνεία & πρόσφατη νομολογία ΑΠ κλατ’ άρθρο 2011, σ. 125, Π. Καίσαρης, σε Λ. Μαργαρίτη, ΚΠΔ. Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2012, σ. 128, Λ. Λυμπερόπουλος, Η ανίσχυρη διαδικαστική πράξη. Η ακυρότητα στην ποινική διαδικασία, 2008, σ. 94). Ειδικότερα, ο παραπάνω κανόνας αυτός, κατά τη ρητή διατύπωση του νόμου, τυγχάνει καθολικής εφαρμογής στα σχετικά με την άρση και αντικατάσταση της προσωρινής κράτησης και των περιοριστικών όρων που ρυθμίζονται από τις διατάξεις των άρθρων 286 και 298 ΚΠΔ κατά τις οποίες ο ανακριτής προκειμένου να άρει ή να αντικαταστήσει την προσωρινή κράτηση με περιοριστικούς όρους ή να άρει τους τυχόν περιοριστικούς όρους ή να τους αντικαταστήσει με άλλους προς το δυσμενέστερο ή επιεικέστερο ή ακόμη και με προσωρινή κράτηση κατά το 298 ΚΠΔ (βλ. ΣυμβΠλημΕυρ 04/2014, ΠοινΔικ 2015.120, Ελληνική Ποινική Δικονομία, όπου και Διάγραμμα ΣχΚΠΔ, 1950, σ. 287-288, Λ. Μαργαρίτης, Προσωρινή Κράτηση: Αρση - Αντικατάσταση, 2009, σ. 144 όπου και περαιτέρω παραπομπές, Κ. Βουγιούκα, Ποινικόν Δικονομικόν Δίκαιον, 1988, τομ. Β’ σ. 1074, Β. Αδάμπας σε Λ. Μαργαρίτη, ΚΠΔ. Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2012, σ. 1074 επ.). Περαιτέρω, κατά την προϊσχύσασα διάταξη του άρθρου 283 παρ. 1 ΚΠΔ, όπως το εδάφιο α’ ίσχυε μετά το άρθρο 2 παρ. Ε. του Ν. 4205/2013 (ΦΕΚ Α 242/6.11.2013) και το εδάφιο γ’ με τα άρθρο 31 παρ. 2 και 113 Ν. 4055/2012 (ΦΕΚ Α 51/12.3.2012), οριζόταν ότι: «Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 282 ο ανακριτής, αμέσως μετά την απολογία του κατηγορουμένου, μπορεί να τον αφήσει ελεύθερο ή να εκδώσει διάταξη που να του θέτει περιοριστικούς όρους ή, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του προηγούμενου άρθρου, να εκδώσει διάταξη επιβολής κατ'οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση ή, αν τα ανωτέρω μέτρα δεν επαρκούν, να εκδώσει ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένο ένταλμα προσωρινής κράτησης, αφού προηγουμένως και σε κάθε περίπτωση λάβει τη γραπτή σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα. Ο εισαγγελέας, πριν εκφράσει τη γνώμη του, υποχρεούται να ακούσει τον κατηγορούμενο και το συνήγορό του. Σε περίπτωση διαφωνίας για την προσωρινή κράτηση ή για τους όρους που πρέπει να τεθούν, αποφαίνεται εντός είκοσι τεσσάρων ωρών από τότε που απολογήθηκε ο κατηγορούμενος το τριμελές πλημμελειοδικείο, το οποίο συνεδριάζει ως συμβούλιο και αποφασίζει, αφού ακούσει τον εισαγγελέα και τον κατηγορούμενο. Εάν η ανάκριση ενεργείται στο εφετείο, αρμόδιο είναι το τριμελές εφετείο. Οταν ανακύψει διαφωνία περί την προσωρινή κράτηση, ο ανακριτής υποχρεούται να εκδώσει αμέσως ένταλμα σύλληψης του κατηγορουμένου, το οποίο ισχύει μέχρι την έκδοση της απόφασης του πιο πάνω δικαστηρίου.». Πριν δε, από την παραπάνω τροποποίηση η διάταξη του άρθρου 283 παρ. 1 εδ. β’ ΚΠΔ όπως είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 10 παρ. 5 Ν. 1941/1991 (ΦΕΚ Α 41) και ως μετεγενέστερα είχε ως εδ. γ’ με την προσθήκη νέου εδαφίου β’ δυνάμει άρθρου 2, παρ. 2 του Ν.2207/1994 (ΦΕΚ Α 65) όριζε ότι: «Σε περίπτωση διαφωνίας για την προσωρινή κράτηση ή για τους όρους που πρέπει να τεθούν, αποφαίνεται το δικαστικό συμβούλιο (άρθρο 305 και 307 στοιχ. στ)». Έτσι, λοιπόν, κατ’εξαίρεση του κανόνα του άρθρου 138 παρ. 2 ΚΠΔ και των όσων οι διατάξεις των άρθρων 286 και 298 ΚΠΔ ορίζουν, κατά τον προϊσχύον καθεστώς, εξαιτίας της ρητής και αναντίρρητης αναφοράς του γράμματος του νόμου «Σε περίπτωση διαφωνίας για την προσωρινή κράτηση ή για τους όρους που πρέπει να τεθούν», γινόταν δεκτό πως μετά την απολογία του κατηγορουμένου έπρεπε να υπάρχει σύμπτωση ανακριτή και εισαγγελέα, εκτός από την προσωρινή κράτηση και ως προς τους όρους που έπρεπε να τεθούν στον κατηγορούμενο, άλλως ανάκυπτε η παραπάνω «διαφωνία» που επιλυόταν κατά τις παραπάνω προβλεπόμενες διαδικασίες από το συμβούλιο ή το τριμελές πλημμελειοδικείο ή εφετείο που συνεδρίαζε ως συμβούλιο (βλ. ενδ. ΣυμβΕφΑιγ 26/2002, ΠοινΔικ 2002.387, ΤριμΠλημΤρικ 1/2012, ΠοινΔικ 2012.882, ΣυμβΠλημΑθ 3735/2011, ΠοινΧρ 2012.685, ΣυμβΠλημΘεσ 1144/2010, Αρμ 2011.1210, Β. Αδάμπας σε Λ. Μαργαρίτη, ΚΠΔ. Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2012, σ. 1054 επ., Κ. Φράγκος, όπ.π., σ. 630). Ως «διαφωνία» για τους περιοριστικούς όρους ή την προσωρινή κράτηση κατά την προϊσχύσασα διάταξη, νοούταν τόσο η διχογνωμία μεταξύ ανακριτή και εισαγγελέα ως προς την επιβολή προσωρινής κράτησης ή όρων αντ’αυτής (βλ. ενδ., ΣυμβΕφΑιγ 26/2002, ό.π., ΣυμβΠλημΘεσ 1144/2010, ό.π., ΣυμβΠλημΑθ 1791/2010, ΑρχΝ 2010.602,), αλλά και η διαφωνία για το εάν ο κατηγορούμενος έπρεπε, είτε να αφεθεί εντελώς ελεύθερος, είτε να κρατηθεί προσωρινά (βλ. ενδ. ΣυμβΠλημΓιανν 46/2003, ΠοινΔικ 2004.1123), αλλά και η διχογνωμία για το εάν έπρεπε να επιβληθούν περιοριστικοί όροι εις βάρος του κατηγορουμένου ή να αφεθεί αυτός ελεύθερος (βλ. ενδ. ΣυμβΠλημΜυτ 77/2000, ΠοινΧρ 2000.841, ΣυμβΠλημΠειρ 415/94, ΠοινΧρ 1994.1304). Ήδη, όμως, πλέον, με το άρθρο 41 παρ. 2 του Ν. 4264/2014, ο νομοθέτης απάλειψε πλήρως τη διαφωνία ανακριτή και εισαγγελέα για τους περιοριστικούς όρους και τη σχετική διαδικασία προς επίλυση της τυχόν διχογνωμίας των δύο. Ειδικότερα, με την παραπάνω διάταξη, αντικαταστάθηκε στο σύνολό της η διάταξη του άρθρου 283 παρ. 1 ΚΠΔ, η οποία πλέον όριζε πως: «Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 282 ο ανακριτής, αμέσως μετά την απολογία του κατηγορουμένου, μπορεί να τον αφήσει ελεύθερο ή να εκδώσει διάταξη που να του θέτει περιοριστικούς όρους ή, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του προηγούμενου άρθρου, να εκδώσει διάταξη επιβολής κατ'οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση ή, αν τα ανωτέρω μέτρα δεν επαρκούν, να εκδώσει ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένο ένταλμα προσωρινής κράτησης, αφού προηγουμένως και σε κάθε περίπτωση λάβει τη γραπτή σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα. Σε περίπτωση διαφωνίας για την προσωρινή κράτηση, αποφαίνεται το δικαστικό συμβούλιο (άρθρα 305 και 307 στοιχείο στ`). Η πρόταση του εισαγγελέα υποβάλλεται μέσα σε προθεσμία τριών (3) ημερών και το Συμβούλιο αποφασίζει μέσα σε προθεσμία πέντε (5) ημερών. Στο μεταξύ διάστημα με διάταξη του ανακριτή επιβάλλεται ο κατ'οίκον περιορισμός του κατηγορουμένου, η αφαίρεση διαβατηρίου ή άλλου ισοδύναμου ταξιδιωτικού εγγράφου του και η απαγόρευση εξόδου του από τη χώρα.». Επιπλέον, δε, η Αιτιολογική Εκθεση επί της Τροπολογίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης στο σχέδιο νόμου που αποτέλεσε το παραπάνω άρθρο 41 παρ. 2 του Ν. 4264/2014 (βλ. ιστοσελίδα της Βουλής των Ελλήνων), «με την προτεινόμενη ρύθμιση διευκρινίζεται ότι σε περίπτωση διαφωνίας ανακριτή και εισαγγελέα για την προσωρινή κράτηση, επιβάλλεται, με διάταξη του ανακριτή, ο κατ’οίκον περιορισμός του κατηγορουμένου, μέχρι την επίλυση της διαφωνίας, από το δικαστικό συμβούλιο, προκειμένου κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα και η υποβολή του στην εκτέλεση του οικείου βουλεύματος, χωρίς να περιορίζονται με οποιονδήποτε άλλο τρόπο τα ατομικά του δικαιώματα». Έπειτα, ο νομοθέτης επανατροποποίησε με το άρθρο 7 παρ. 4 του Ν. 4274/2014 (ΦΕΚ Α 147/14.7.2014) την παραπάνω διάταξη του άρθρο 283 παρ. 1 ΚΠΔ και προσέθεσε δεύτερο εδάφιο σε αυτήν που ορίζει ότι: «Ο Εισαγγελέας, πριν εκφράσει τη γνώμη του, υποχρεούται να ακούσει τον κατηγορούμενο και τον συνήγορό του». Πλέον η διάταξη ισχύει, ως έχει με τις παραπάνω τροποποιήσεις. Έτσι, λοιπόν, δυνάμει της διάταξης του νυν άρθρου 283 παρ. 1 ΚΠΔ, ο ανακριτής, αμέσως μετά την απολογία του κατηγορουμένου μπορεί, κατά την κρίση του, είτε να τον αφήσει ελεύθερο ή να του θέσει περιοριστικούς όρους, αφού προηγουμένως ο εισαγγελέας διατυπώσει την (απλή) γνώμη του, κατά τον γενικό κανόνα του άρθρου 138 παρ. 2 ΚΠΔ. Επίσης, του νόμου μη διακρίνοντος, η απάλειψη της διαφωνίας αυτής καταλαμβάνει όλες τις περιπτώσεις διαφωνίας για τους περιοριστικούς όρους που ήταν νοητές κατά το προϊσχύσαν καθεστώς, δηλαδή τόσο ως προς το είδος των περιοριστικών όρων, όσο και ως προς το εάν ο κατηγορούμενος έπρεπε να αφεθεί ελεύθερος ή να επιβληθούν εις βάρος του όροι (βλ. ΣυμβΠλημΠειρ 415/1994, ό.π.). Ενόψει όλων των παραπάνω, προκύπτει αναντίρρητα πως μετά την απάλειψη της ρητής πρόβλεψης του νόμου από το άρθρο 283 παρ. 1 ΚΠΔ δυνάμει του άρθρου 41 παρ. 2 του Ν. 4264/2014 περί διαφωνίας μεταξύ ανακριτή και εισαγγελέα ως προς την επιβολή ή μη περιοριστικών όρων, δεν υφίσταται πλέον νόμιμο έρεισμα για την παραδεκτή εισαγωγή της προκείμενης πρότασης της αντεισαγγελέως βάσει των διατάξεων των άρθρων 283 παρ. 1 και 307 περ. στ’. Η αντίθετη δε ερμηνεία που προτείνεται με την εισαγγελική πρόταση, ως προς αυτό το σκέλος, συνιστά επί της ουσίας μια contra legem ερμηνεία που θα είχε ως αποτέλεσμα την εφαρμογή και αναβίωση καταργηθείσας διάταξης και τη διάπλαση από το συμβούλιο κανόνων δικαίου, και δη δικονομικών κανόνων δικαίου, δημοσίου και αναγκαστικού χαρακτήρα, κι έτσι, το συμβούλιο ως δικαστικό όργανο θα υπερέβαινε τον ρόλο του και θα υπεισερχόταν στη θέση του νομοθέτη και θα υποκαθιστούσε αυτόν, παραβιάζοντας την αρχή της διάκρισης των λειτουργιών και της νομιμότητας (βλ. Σ 1, 26, 87 επ.,). Εξάλλου, η άποψη ότι πρόκειται περί ακούσιας αβλεψίας του νομοθέτη, δεν μπορεί να υποστηριχθεί βάσιμα, ούτε ενόψει της εκτενούς γραμματικής τροποποίησης του άρθρου 283 παρ. 1 εδ γ’ ΚΠΔ σε αντιδιαστολή μάλιστα με την προϊσχύσασα διατύπωσή του, αλλά και τη μετέπειτα τροποποίησή του δυνάμει του Ν. 4274/2014, με τον οποίον επανεισάχθηκε η πρόβλεψη για ακρόαση του κατηγορουμένου από τον εισαγγελέα, χωρίς όμως ο νομοθέτης να επαναφέρει τη διαφωνία για τους περιοριστικούς όρους, όπερ και σημαίνει ότι η απάλειψή της ήταν συνειδητή επιλογή και όχι νομοτεχνική αβλεψία, διότι άλλως ο νομοθέτης θα είχε «διορθώσει» την τυχόν αβλεψία του. Ούτε όμως λόγος μπορεί να γίνει για νομοθετική αβλεψία, ενόψει της προαναφερθείσας αιτιολογικής έκθεσης, η οποία αναφέρεται ρητά και μόνο στη διαδικασία περί διαφωνίας για την προσωρινή κράτηση, ωστόσο ουδέν αναφέρει ως προς τους περιοριστικούς όρους, ώστε να ήταν υποστηρίξιμη μια contra legem ερμηνεία που να εδραζόταν επί της αναντίρρητης εκπεφρασμένης βούλησης του νομοθέτη. Σύμφωνα, δε, και με όσα προηγήθηκαν, δεν δύναται εν προκειμένω να γίνει λόγος για ύπαρξη γνήσιου κενού δικαίου, διότι η συγκεκριμένη κατάσταση δεν παραμένει αρρύθμιστη από το δίκαιο, ώστε να είναι απαραίτητη η ρύθμισή της με αναλογική εφαρμογή άλλων διατάξεων (πόσω μάλλον με την αναβίωση καταργηθείσας διάταξης), καθόσον μετά την απολογία του κατηγορουμένου αυτός αφήνεται ελεύθερος ή επιβάλλονται όροι εις βάρος του κατά την κρίση του ανακριτή με απλή γραπτή γνώμη του εισαγγελέα, όπως η ίδια η διάταξη του άρθρου 286 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠΔ ορίζει, σύμφωνα και με τον, καθολικής εφαρμογής, κανόνα του άρθρου 138 παρ. 2 (και 32 παρ. 1 ΚΠΔ) και όπως γίνεται σε όλες τις άλλες περιπτώσεις περί επιβολής, άρσης ή αντικατάστασης των περιοριστικών όρων κατά τα προαναφερθέντα άρθρα 286 και 298 ΚΠΔ. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη κι εάν εσφαλμένα εκτιμηθεί ότι πρόκειται για κενό δικαίου, ο δικαστής θα έπρεπε εν προκειμένω να καταφύγει σε εφαρμογή αναλογίας δικαίου και, εν προκειμένω, του κανόνα των άρθρων 32 παρ. 1 και 138 παρ. 2 ΚΠΔ, δεδομένου ότι αυτή είναι η μόνη λύση που συμβαδίζει με το ισχύον σύστημα του ΚΠΔ που απαιτεί «απλή» και όχι σύμφωνη γνώμη σε όλες τις αντίστοιχες περιπτώσεις των άρθρων 286 παρ. 1, 2 και 3 ΚΠΔ, αλλά και με την εκπεφρασμένη βούληση του νομοθέτη να καταργήσει τη σχετική διχογνωμία ως λόγο διαφωνίας που εισάγεται προς άρση στο συμβούλιο. Περαιτέρω, η παρούσα εισαγγελική πρόταση δεν είναι παραδεκτή δυνάμει του άρθρου 307 περ. α’ ή β’ ΚΠΔ, διότι, όπως παγίως γίνεται δεκτό, η περ. α’ αφορά στις περιπτώσεις αιτημάτων για τη διενέργεια ανακριτικών πράξεων, όπως η εξέταση μαρτύρων (βλ. ΣυμβΑΠ 570/2006, ΠοινΧρ 2007.317, ΣυμβΠλημΒολ 178/2000, ποινΧρ 2000.459) ή διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης (βλ. ΣυμβΠΛημΑθ 1817/1995, ΠοινΧρ 1995.366) ή η κλήση του κατηγορουμένου σε απολογία (όπως λ.χ. σε περίπτωση έκδοσης «τυπικής» κλήσης λόγω έλλειψης αποχρωσών ενδείξεων ενοχής ή δεδικασμένου, βλ. ενδ. ΣυμβΠλημΑθ 378/2004, ΠοινΔικ 2004.289, ΣυμβΠλημΑθ 1486/1968, ΠοινΧρ 1968.492) και όχι, φυσικά, αιτήματα για επιβολή τυχόν περιοριστικών όρων, τα οποία εξάλλου θα ήταν ασυνεπές να επιβάλλονται μετά από αίτημα και των λοιπών διαδίκων (π.χ. πολιτικής αγωγής), και η περ. β’ σε δύσκολα ζητήματα, στα οποία εμπίπτουν οι ανακριτικές πράξεις εκείνες που συνεπάγονται ουσιώδη δέσμευση αγαθών του διαδίκου ή τρίτου (βλ. ΣυμβΕφΑθ 2321/74, ΠοινΧρ 1975.152), όπως η κατάσχεση, ο ορισμός και η αντικατάσταση μεσεγγυούχου, η δήμευση της κατασχεθείσας ουσίας της οποίας δεν αποδείχθηκε η «ναρκωτική» υφή» (βλ. ΣυμβΠλημΡοδοπ 20/1989, Υπερ 1991.704), στα οποία φυσικά δεν συγκαταλέγεται η τυχόν επιβολή περιοριστικών όρων (βλ. επίσης για τα ανωτέρω Κ. Φράγκος, ό.π., σ. 657-8, Μ. Μαργαρίτης, ό.π., σ. 599-600). Αντίθετα, η τυχόν διχογνωμία ανακριτή και εισαγγελέα σε όλες τις εκφάνσεις της, υπό το προηγούμενο, αλλά και το τωρινό καθεστώς, εμπίπτει αποκλειστικά, όπως πλέον και το ίδιο γράμμα του άρθρου 283 παρ. 1 εδ. γ’ ΚΠΔ ρητά ορίζει, στην περ. στ’ του άρθρου 307 ΚΠΔ σε συνδυασμό με το προϊσχύσαν και νυν άρθρο 283 παρ. 1 ΚΠΔ (βλ. ενδ. ΣυμβΕφΑιγ 26/2002, ό.π., ΣυμβΠλημΠειρ 130/2005, Αρμ 2005.413, ΣυμβΠλημΓιανν 46/2003, ό.π., ΣυμβΠλημΧαλκιδικ 319/2002, ΠοινΔικ 2002.1285, ΣυμβΠλημΞανθ 72/1999, ΠοινΧρ 2000.847, Κ. Φράγκος, ό.π., σ. 658, Μ. Μαργαρίτης, ό.π., σ. 599-600, Β. Αδάμπας σε Λ. Μαργαρίτη, ΚΠΔ. Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2012, σ. 1054 επ.). Επομένως, θα ήταν ασυνεπές και δογματικά εσφαλμένο να θεωρούταν ότι η διαφωνία για τους περιοριστικούς όρους εμπίπτει στο άρθρο 307 περ. α’ ή β’ ΚΠΔ, τη στιγμή που ο ίδιος ο νομοθέτης υπαγάγει τη διαφωνία για την προσωρινή κράτηση στο άρθρο 307 περ. στ’ ΚΠΔ και έχει καταργήσει ρητώς τη διαφωνία για τους περιοριστικούς όρους. Ενόψει των παραπάνω, κατά την κρίση του μειοψηφούντος, Προέδρου Πρωτοδικών, η παρούσα πρόταση της αντεισαγγελέως Γυθείου τυγχάνει και πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 283 παρ. 1 εδ. γ’ ΚΠΔ σε συνδ. με το άρθρο 307 περ. στ’ ΚΠΔ, και αυτών του άρθρου 307 περ. α’ και β’ ΚΠΔ.
Σύμφωνα με το άρθρο 282 ΚΠΔ: 1. Οσο διαρκεί η προδικασία, αν προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου για κακούργημα ή πλημμέλημα που τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών, είναι δυνατό να διαταχθούν περιοριστικοί όροι, εφόσον αυτό κρίνεται απολύτως αναγκαίο για την επίτευξη των αναφερόμενων στο άρθρο 296 σκοπών. 2 Περιοριστικοί όροι είναι ιδίως η παροχή εγγύησης, η υποχρέωση του κατηγορουμένου να εμφανίζεται κατά διαστήματα στον ανακριτή ή σε άλλη αρχή, η απαγόρευση να μεταβαίνει ή να διαμένει σε ορισμένο τόπο ή στο εξωτερικό, η απαγόρευση να συναναστρέφεται ή να συναντάται με ορισμένα πρόσωπα και ο κατ’οίκον περιορισμός με ηλεκτρονική επιτήρηση, όπως η φράση "και ο κατ’ οίκον περιορισμός με ηλεκτρονική επιτήρηση" προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. Α Ν. 4205/2013, ΦΕΚ Α’ 242/06-11-2013. Σύμφωνα δε με το άρθρο 296 ΚΠΔ «ο σκοπός των περιοριστικών όρων είναι να αποτραπεί ο κίνδυνος τέλεσης νέων εγκλημάτων και να εξασφαλιστεί ότι εκείνος στον οποίο επιβλήθηκαν θα παραστεί οποτεδήποτε στην ανάκριση ή στο Δικαστήριο και θα υποβληθεί στην εκτέλεση της απόφασης». Από τις ανωτέρω διατάξεις, αλλά και από τη ρητή διάταξη του άρθρου 283 ΚΠΔ, σαφώς συνάγεται ότι ο ανακριτής, με σύμφωνη γνώμη του Εισαγγελέα, έχει τρεις δυνατότητες ενέργειας μετά την απολογία του κατηγορουμένου και οι δυνατότητες αυτές απαριθμούνται κατά σειρά προτεραιότητας, υπό την έννοια ότι ο ανακριτής θα εξετάσει πρώτα τη δυνατότητα να αφήσει ελεύθερο τον κατηγορούμενο χωρίς όρους, δεύτερο την αναγκαιότητα επιβολής περιοριστικών όρων και τελευταίο την επιβολή της προσωρινής κρατήσεως. Εξάλλου, και στη διάταξη περί θέσεως περιοριστικών όρων πρέπει ο ανακριτής να διαλάβει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, με την έννοια ότι η επιβολή των εν λόγω μέτρων προϋποθέτει πάντοτε μία in concreto αξιολόγηση βάσει πιθανολογήσεως αναφορικά είτε με την ενοχή του κατηγορουμένου (ύπαρξη ενδείξεων ενοχής) είτε με την αναγκαιότητα και προσφορότητα του μέτρου. Έτσι, η επιλογή επιβολής στον κατηγορούμενο κάποιου ή κάποιων από τα άνω δικονομικά μέτρα καταναγκασμού, εφόσον προκύπτουν σε βάρος του σοβαρές ενδείξεις ενοχής, μπορεί να επιτευχθεί λυσιτελώς βάσει της αρχής της αναλογικότητας (άρθρο 25 Σ, όπως αναθεωρήθηκε με το ψήφισμα της 06.04.2011 της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής) και των ειδικότερων εκφάνσεων αυτής. Δηλαδή, επιλέγεται μόνο εκείνο ή εκείνα τα μέτρα (ι) που είναι κατάλληλα για την επίτευξη των άνω σκοπών (αρχή προσφορότητας), (ιι) αλλά και αναγκαία «απολύτως», κατ’άρθρο 282 παρ.1 ΚΠΔ, είτε γιατί είναι τα μοναδικά προς επίτευξή τους, είτε γιατί είναι τα ηπιότερα από τα διατιθέμενα προς τούτο, απαγορευμένης της επιλογής του επαχθέστερου και υπέρμετρου (αρχή της αναγκαιότητας) και εν τέλει (ιιι) ευρίσκονται σε μία παραδεκτή λογική σχέση αναλογίας με τη βαρύτητα της διωκόμενης αξιόποινης πράξης (αρχή της υπό στενή έννοια της αναλογικότητας) (έτσι και ΣυμβΠλημΑθ 9/2012, ΠΧ 2012, σελ. 117, ΣυμβΠλημΠειρ 130/2005, Νόμος, ΣυμβΠλημΡόδ 22/2003, ΠοινΔνη 2004, σελ. 543, ΣυμβΠλημΧαλκ 319/2002, ΠοινΔνη 2002, σελ. 1285). Στην κρίση του Δικαστή περί της επιλεκτέας ενέργειας πρέπει να βαρύνει εκτός από τις σοβαρές ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου, η βαρύτητα του αδικήματος, επιπλέον η προσωπικότητα, ο πρότερος βίος, η επαγγελματική σταδιοδρομία, η τυχόν επιστημονική ιδιότητα, η κοινωνική προσφορά κτλ. Ειδικά δε για την επιβολή περιοριστικών όρων θεωρείται αυτονόητο ότι ο ανακριτής τους επιβάλει όταν προκύπτει από ουσιώδη και αναμφισβήτητα στοιχεία ότι ο κατηγορούμενος δεν θα εμφανισθεί στο Δικαστήριο και δεν θα υποβληθεί στην εκτέλεση της ποινής. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να αρθούν οι ανακύψασες διαφωνίες μεταξύ της Αντεισαγγελέως Πλημμελειοδικών Γυθείου και του Προσωρινού Τακτικού Ανακριτή Γυθείου, υπέρ του δεύτερου.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΙΡΕΙ τη διαφωνία που ανέκυψε μεταξύ της Αντεισαγγελέως Πλημμελειοδικών Γυθείου και του Προσωρινού Τακτικού Ανακριτή Γυθείου, υπέρ της γνώμης του δεύτερου με περιεχόμενο την μη επιβολή επιπλέον περιοριστικών όρων στον κατηγορούμενο, πλην του ήδη επιβληθέντος με σύμφωνη γνώμη της Αντεισαγγελέως Πλημμελειοδικών Γυθείου περιοριστικού όρου της απαγόρευσης εξόδου από τη Χώρα.
ΑΙΡΕΙ τη διαφωνία που ανέκυψε μεταξύ της Αντεισαγγελέως Πλημμελειοδικών Γυθείου και του Προσωρινού Τακτικού Ανακριτή Γυθείου, υπέρ της γνώμης του δεύτερου με περιεχόμενο να αφεθεί ελεύθερος ο κατηγορούμενος...
ΑΙΡΕΙ τη διαφωνία που ανέκυψε μεταξύ της Αντεισαγγελέως Πλημμελειοδικών Γυθείου και του Προσωρινού Τακτικού Ανακριτή Γυθείου, υπέρ της γνώμης του δεύτερου με περιεχόμενο να αφεθεί ελεύθερος ο κατηγορούμενος...
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε, στο Γύθειο την 13η Ιουνίου 2016 και εκδόθηκε στον ίδιο τόπο την 15η Ιουνίου 2016.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ε.Φ.