Μου είπαν έφταναν δυο λεπτά
Για να μπω με δυο φίλους στην τράπεζα
Μπορεί να’μουνα 17, κορόνα γράμματα
Είπα θα τα'παιζα
Θα τα πάρω από αυτούς που μας τα
παίρνουν
Και με τόκους και με δάνεια μας δένουν
Μια τράπεζα στη μέση στο Παγκράτι,
Από μικρός την είχα βάλει αυτή στο
μάτι
Για κάτι τόκους άρπαξε το πατρικό μου
σπίτι
Κοιμόμουν σε παγκάκι και μ’έλεγαν
αλήτη
Σ’αυτή την τράπεζα που είναι στην Δαμάρεως
Μ’ένα μπιστόλι οπλισμένος να κρατώ,
Μπήκα με μάζεψαν και να’μαι στη
Λουκάρεως
Δυο μπάτσοι μάρτυρες μου λεν θα
δικαστώ.
Θα πω στον πρόεδρο μας πήρανε το
σπίτι,
Καταδικάστε με μα μη με λέτε αλήτη
Μπήκα μέσα όπως έκαναν και άλλοι,
Μου’χε φύγει το μυαλό απ’το κεφάλι
Δύο λεπτά ήταν στ’αλήθεια αρκετά
δύο τσάντες κράταγα γεμάτες με λεφτά
Έναν φρουρό είχα στην πλάτη κολλημένο
Ήρθε σε μένα γιατί με είδε τρομαγμένο
Οι φίλοι φώναζαν να τον πυροβολήσω
Και θα’ταν εύκολο για να την
κοπανήσω
Ήταν δίπλα μου τον είχα του χεριού
μου
Ήτανε όμως ο πατέρας κολλητού μου
Όσοι το χρήμα προσκυνούν μόνο αυτοί
σκοτώνουν
Όπως οι τράπεζες τα πάντα ισοπεδώνουν
Δεν γίνεται τις τράπεζες εγώ να
δικαιώσω
Ποτέ εγώ για χρήματα, ποτέ δεν θα
σκοτώσω
Δυο χρόνια τώρα στην Αυλώνα φυλακή
Απ’το παράθυρο κοιτώ στην εθνική
Θα πάς εκεί μου είχαν πει για το καλό
σου
Μα να προσέχεις πιο πολύ τον διπλανό
σου
Φαί δωμάτιο με στρώμα στο κρεβάτι
Μα νοσταλγώ ακόμα εκείνο το παγκάκι
Του Αντώνιου Αραβαντινού