Γράφει ο Πέτρος Κουσουλός
Η ιστορία των θαλασσοδανείων των κομμάτων δεν είναι μια ακόμη
ιστορία. Είναι Η ΙΣΤΟΡΙΑ, η οποία είχε όμως άδοξο τέλος. Πενήντα
υψηλόβαθμα τραπεζικά στελέχη, μεταξύ των οποίων και ο νυν επικεφαλής της
Εθνικής Τράπεζας, 10 πολιτικά πρόσωπα, ταμίες και διευθυντές του ΠΑΣΟΚ
και της Νέας Δημοκρατίας, ένας εν ενεργεία υπουργός και τρεις πρώην
βουλευτές, είναι εκείνοι που ευθύνονται για το μεγάλο πάρτι των
κομματικών θαλασσοδανείων ύψους 272,5 εκατομμυρίων ευρώ την περίοδο
2000-2011.
Ωστόσο, κανείς από αυτούς δεν θα κάτσει στο εδώλιο του
κατηγορουμένου ή έστω δεν θα βιώσει τη βάσανο της ανάκρισης για
κακουργήματα, όπως της απιστίας ή της ηθικής αυτουργίας σε αυτή, καθώς το
πόρισμα του εισαγγελέα, Γεώργιου Καλούδη, πρώην επίκουρου Οικονομικού
Εισαγγελέα, έχει σήμερα μουσειακή αξία.
Το πρωινό της 15ης Μαρτίου 2013 ο εισαγγελικός
λειτουργός, ο οποίος –μεταξύ άλλων- έχει ζητήσει τη διερεύνηση τυχόν
ποινικών ευθυνών του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, κ. Γιώργου
Προβόπουλου, για την υπόθεση μεταβίβασης της Proton Bank στον υπόδικο
επιχειρηματία, Λαυρέντη Λαυρεντιάδη, ολοκλήρωνε μια πολύμηνη
προκαταρκτική έρευνα. Ίσως να ήταν πιο δύσκολη προκαταρκτική της
καριέρας του. Ήταν σίγουρα η πλέον σημαντική.
Στις 44 σελίδες της πορισματικής αναφοράς περιέγραφε με τον πλέον
λεπτομερή τρόπο το σκάνδαλο των κομματικών θαλασσοδανείων. Πρόκειται για
τα 198,7 εκατομμύρια ευρώ, που δόθηκαν από την κρατική Αγροτική Τράπεζα
σε Νέα Δημοκρατία και ΠΑΣΟΚ με εγγύηση την εκχώρηση των κρατικών
χρηματοδοτήσεων μέχρι και το 2018(!), τα δάνεια που δόθηκαν από την
Εθνική και κατέληξαν να είναι «κόκκινα», αλλά και η χρηματοδότηση των
κομματικών σχηματισμών από τα υπόλοιπα πιστωτικά ιδρύματα.
Λίγη ώρα αργότερα το πολυσέλιδο δικαστικό έγγραφο παραδιδόταν στον
Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος, κ. Γρηγόρη Πεπόνη. Το μόνο που
απέμενε ήταν η έγκριση του έμπειρου εισαγγελικού λειτουργού…
Το βράδυ της 4ης Απριλίου 2013 τρεις βουλευτές της Νέας
Δημοκρατίας, οι κ.κ. Δημήτριος Χριστογιάννης, Δημήτριος Τσουμάνης και
Διονύσης Σταμενίτης, κινήθηκαν αστραπιαία.
Λίγη ώρα προτού ολοκληρωθεί η συζήτηση του νομοσχεδίου που είχε
καταθέσει το υπουργείο Ανάπτυξης
για «Διαμόρφωση φιλικού αναπτυξιακού
περιβάλλοντος για τις
στρατηγικές και ιδιωτικές επενδύσεις και άλλες
διατάξεις», έφεραν προς ψήφιση την τροπολογία που αμνήστευε –αναδρομικά-
τους τραπεζίτες που άναψαν το «πράσινο φως» για την εκχώρηση των
κομματικών δανείων! Μέσα σε ένα λεπτό οι παρόντες βουλευτές της Νέας
Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ έκαναν το καθήκον τους. Την υπερψήφισαν. Η
προεδρεύουσα τη συνεδρίαση, κυρία Μαρία Κόλλια-Τσαρούχα, ρώτησε το Σώμα
εάν γίνεται δεκτή η τροπολογία με γενικό αριθμό 390 και ειδικό αριθμό 37
για να λάβει καταφατική απάντηση. Οι αντιπρόσωποι του λαού είχαν
φροντίσει να απαλλάξουν εαυτούς από τις τεράστιες ποινικές ευθύνες
κατασπατάλησης δημοσίου χρήματος μέσω των κομματικών δανειοδοτήσεων. Το
ίδιο φρόντισαν και για τους τραπεζίτες. Το ίδιο έπραξαν και για πολλά
ακόμη πρόσωπα καθώς η τροπολογία αφορούσε στα θαλασσοδάνεια που έχουν
χορηγηθεί από τις τράπεζες σε
ιδρύματα όπως το Μέγαρο Μουσικής αλλά και
διάφορες ΜΚΟ.
Συγκεκριμένα ανέφερε: «Δεν συνιστά κατά τη έννοια
των άρθρων 256 και 390 του Ποινικού Κώδικα για τον πρόεδρο τα μέλη
του
Δ.Σ και τα στελέχη των τραπεζών, η σύναψη δανείων πάσης φύσεως
με
νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, μη
κερδοσκοπικού
χαρακτήρα, του ευρύτερου δημοσίου τομέα, όπως αυτός
οριοθετείται
κατά νόμο καθώς και η εν γένει παροχή πιστώσεων σε αυτά,
εφόσον
πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) υφίστανται αποφάσεις
των
θεσμοθετημένων εγκριτικών επιτροπών ή οργάνων κάθε τράπεζας και
β)
τηρήθηκαν, κατά τη χορήγησή τους, οι σχετικές κανονιστικές
πράξεις
της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤΠΔΕ)».
Η ν-τροπολογία έγινε και επίσημα Νόμος του ελληνικού κράτους με το ΦΕΚ Α’ 90 της 18ης Απριλίου 2013. Για μια ακόμη φορά η νομοθετική εξουσία είχε «ασελγήσει» επάνω στη δικαστική εξουσία.
Ο χαμένος καιρός και το πόρισμα-φωτιά
Οι πρώην Οικονομικοί Εισαγγελείς, κ.κ. Γρηγόρης Πεπόνης και Σπύρος
Μουζακίτης, θεωρούνταν ιδιαίτερα δυναμικοί εισαγγελείς. Και αδέκαστοι.
Τάραξαν τα λιμνάζοντα ύδατα της ελληνικής Δικαιοσύνης με την προσωρινή
παραίτησή τους λόγω παρεμβάσεως στο έργο τους. Κατά την παραμονή τους, ως
επικεφαλής του γραφείου Οικονομικού Εγκλήματος, περάτωσαν την
εισαγγελική έρευνα για την ΕΛΣΤΑΤ, παρήγγειλαν τις διώξεις για την
υπόθεση Λαυρεντιάδη (την έρευνα διενήργησε ο νυν επίκουρος Οικονομικός
Εισαγγελέας, κ. Ιωάννης Δραγάτσης) και άσκησαν εκατοντάδες διώξεις για
χρέη προς το Δημόσιο. Οι «πολέμιοί» τους τους καταλογίζουν ότι άνοιξαν
περισσότερες προκαταρκτικές έρευνες από εκείνες που έκλεισαν και ότι
ασχολήθηκαν με τις εντυπώσεις αλλά όχι με την ουσία. Εκείνοι αντέτειναν
ότι δεν βοηθήθηκαν, ότι «πολεμήθηκαν από το σύστημα» και ότι έδωσαν τον
καλύτερό τους εαυτό.
Από το πρωινό της 15ης Μαρτίου 2013, όταν ο Γ. Καλούδης υπέβαλε την
πορισματική αναφορά του περιμένοντας την έγκριση για την άσκηση
κακουργηματικών διώξεων μέχρι και την 18η Απριλίου, όταν η
αμνηστία σε εκείνους που πρωταγωνίστησαν στο πάρτι των κομματικών
θαλασσοδανείων έγινε Νόμος του Κράτους, μεσολάβησε ένας μήνας.
Για άγνωστους λόγους το πόρισμα Καλούδη παρέμεινε στο συρτάρι της
εισαγγελίας Εφετών Αθηνών. Στο γραφείο του εισαγγελέα Οικονομικού
Εγκλήματος. Εάν οι διώξεις είχαν ασκηθεί, οι σημερινές τραπεζικές
υποθέσεις που εξελίχθηκαν σε δικογραφίες θα έμοιαζαν με «μύγα απέναντι σε
ελέφαντα».
Ύποπτοι Τουρκολιάς, Πανταλάκης και Σία…
Το πόρισμα Καλούδη έδειχνε το δρόμο προς το εδώλιο στον νυν
Διευθύνοντα Σύμβουλο της ΕΤΕ, κ. Αλέξανδρο Τουρκολιά, στον πρώην
επικεφαλής της Αγροτικής Τράπεζας, κ. Θεόδωρο Πανταλάκη, ο οποίος
απασχόλησε τις Αρχές για τα οκτώ εκατομμύρια ευρώ που ενέβασε στο
εξωτερικό, στον πρώην γενικό διευθυντή της Νέας Δημοκρατίας και νυν
υφυπουργό Ανάπτυξης, κ. Θανάση Σκορδά, στον διοικητή του ΙΚΑ και πρώην
γενικό διευθυντή του ΠΑΣΟΚ, κ. Ροβέρτο Σπυρόπουλο, στους πρώην βουλευτές,
κ.κ. Κώστα Γείτονα και Τηλέμαχο Χυτήρη, οι οποίοι υπήρξαν διαχειριστές
στο ΠΑΣΟΚ, στον κ. Ανδρέα Μακρυπίδη, στους κ.κ. Μενέλαο Δασκαλάκη και
Κωνσταντίνο Σημαιφορίδη, που υπήρξαν «κλειδοκράτορες» της Ρηγίλλης την
περίοδο 2005-2006 και 2007-2010, στην κυρία Άννα Πολυχρόνη αλλά και στον
κ. Νικόλαο Σοφιανό από το ΚΚΕ.
Η πολυσέλιδη πορισματική αναφορά είναι πραγματικά κόλαφος. Στην
κατακλείδα της ο εισαγγελικός λειτουργός δεν διστάζει να ζητήσει την
εξαγωγή αντιγράφων «προκειμένου να συνεχιστεί η προκαταρκτική εξέταση,
προς αναζήτηση τυχόν ποινικών ευθυνών και άλλων προσώπων σχετικά με
δάνεια που χορηγήθηκαν και από τις τράπεζες (Attica Bank, EFG Eurobank, Marfin Egnatia Bank, Τράπεζα Πειραιώς) σε πολιτικά κόμματα…».
Στις προηγούμενες σελίδες του πορίσματός του ο κ. Καλούδης εξηγούσε
όλη τη διαδρομή που ακολουθήθηκε από τις 2 Μαΐου 2012, όταν και ξεκίνησε η
εισαγγελική έρευνα με αφορμή τις καταγγελίες του κ. Λευτέρη Αυγενάκη,
τότε βουλευτή της Δημοκρατικής Συμμαχίας. Σύμφωνα με το συμπέρασμα του
εισαγγελέα στοιχειοθετούνταν η άσκηση ποινικής δίωξης για το αδίκημα της
κακουργηματικής απιστίας από κοινού και κάτα μόνας σε βάρος: α) 37 στελεχών της ΑΤΕ και β) 13 στελεχών της Εθνικής Τράπεζας.
Επίσης ο κ. Καλούδης αιτούνταν την άσκηση ποινικής δίωξης για
το κακούργημα της ηθικής αυτουργίας σε απιστία σε βάρος των κ.κ. Ιωάννη
Παπακωνσταντίνου, Ροβέρτου Σπυρόπουλου, Άννας Πολυχρόνη, Κωνσταντίνου
Σημαιοφορίδη, Μενέλαου Δασκαλάκη, Αθανασίου Σκορδά και Νικολάου
Σοφιανού. Σε ό,τι αφορά στους πρώην βουλευτές Κώστα Γείτονα, Τηλέμαχο
Χυτήρη και Ανδρέα Μακρυπίδη, πρότεινε διαβίβαση της δικογραφίας στον
Άρειο Πάγο, καθώς «φέρεται να τέλεσαν τις εν λόγω αξιόποινες πράξεις κατά
την άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων τους».
Η προσπάθεια αναβίωσης και το αρχείο
Με την ανάληψη των καθηκόντων του, το καλοκαίρι του 2013, ο νέος
Οικονομικός Εισαγγελέας, κ. Παναγιώτης Αθανασίου, έθεσε ως προτεραιότητα
την διερεύνηση της υπόθεσης και διέταξε περαιτέρω προκαταρκτική
εξέταση. Στο πλαίσιο της έρευνας ο επίκουρος Οικονομικός Εισαγγελέας, κ.
Ιωάννης Δραγάτσης, κάλεσε εκ νέου τους μάρτυρες-συντάκτες των πορισμάτων
της Τράπεζας της Ελλάδος, προκειμένου να πληροφορηθεί εάν η
συγκεκριμένη υπόθεση ενέπιπτε στις προϋποθέσεις του Νόμου που
καθιστούσαν αδύνατη την όποια άσκηση ποινικής δίωξης στους πρωταγωνιστές
της υπόθεσης. Η απάντηση ήταν καταφατική. Η υπόθεση μπήκε στο αρχείο. Η
Νομοθετική εξουσία με τις ευλογίες της εκτελεστικής εξουσίας, πέρασαν
«χειροπέδες» στη δικαστική εξουσία. Εάν δεν υπήρχε το «μπλακ άουτ» των
30 ημερών, ίσως και να είχε συμβεί το αντίθετο…
Δείτε τα έγγραφα: