Τετάρτη 18 Ιουνίου 2025

Βιασμός ανήλικης Ρομά: Αποφάσεις των Δικαστηρίων που προκαλούν και δεν σέβονται το αγαθό της ανηλικότητας


 

 

1. Ποινή κάθειρξης ΜΟΝΟΝ 7 ετών.

2. 2 ελαφρυντικά για κατ' εξακολούθηση βιασμούς και αποπλάνηση

3. Θύμα ανήλικη Ρομά με μειωμένο νοητικό πηλίκο

4. Σύνταξη της δευτεροβάθμιας απόφασης, ΕΞΟΦΘΑΛΜΑ αναιρετέας

5. Μη άσκηση ένδικου μέσου από Εισαγγελέα Εφετών και Αρείου Πάγου.

6. Παιδιά Κατώτερου Θεού.

7. Δικαιοσύνη κάλυψης και συγκάλυψης παιδοφίλων, κατά την ανέλεγκτη κρίση.

8. Μη πειθαρχικός έλεγχος των ανέλεγκτων Δικαστών.

9. Γατόφιλοι δικαστές και επιείκεια: Ο παιδοβιαστής της 12χρονης "αδικήθηκε"! 

 

ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΩΡΑ ΜΗΔΕΝ 

397/2024 ΑΠ (ΠΟΙΝ)  
(Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)
Βιασμός. Γενετήσια πράξη με ανήλικο. Επιεικέστερος ποινικός νόμος. Μεταξύ των αδικημάτων υπάρχει αληθής κατ’ ιδέαν συρροή. Καταδικαστική απόφαση. Προανακριτική γραπτή κατάθεση ανηλίκου θύματος. Επιβάλλεται η ανάγνωσή της στο ακροατήριο και η μνεία της ανάγνωσής της στα πρακτικά του Δικαστηρίου, ανεξάρτητα από τη δυνατότητα του θύματος μετά το 18ο έτος της ηλικίας του, να παρίσταται αυτοπροσώπως κατά την ακροαματική διαδικασία. Ομοίως, επιβάλλεται να αναφέρονται στα αναγνωσθέντα έγγραφα της δικογραφίας και οι σχετικές γραπτές εκθέσεις των πραγματογνωμόνων που παρέστησαν, κατά την άνω εξέταση του ανηλίκου θύματος και περιέχουν τις διαπιστώσεις τους.
Αναιρεί την 22/2023 ΕΦ (ΜΟΔ) ΔΥΤ ΣΤΕΡ ΕΛΛ.
 

Αριθμός 397/2024

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ε` ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

 Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Λεπενιώτη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Σοφία Οικονόμου, Δημήτριο Τράγκα, Κωστούλα Πρίγγουρη και Ευαγγελία Γιακουμάτου - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.

 Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 26 Ιανουαρίου 2024, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Όλγας Σμυρλή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου …………..., κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης … ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ..., για αναίρεση της υπ`αριθμ. 22/2023 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Δυτικής Στερεάς Ελλάδος. Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Δυτικής Στερεάς Ελλάδος με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ` αυτή, και o αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από … και με αριθμό κατάθεσης … αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό …

 Αφού άκουσε Ι) Την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η αίτηση αναίρεσης και συγκεκριμένα για την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, σχετικά με την από … ψυχολογική έκθεση ………... και την από … ψυχολογική πραγματογνωμοσύνη του παιδοψυχολόγου ………... και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.

 ΙΙ) Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.

 ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Η κρινόμενη από … και με αριθμό κατάθεσης ... αίτηση του …………., κατοίκου …οδός … αρ….) και ήδη κρατούμενου στο Κ.Κ…. για αναίρεση της με αριθμό 22/30.06.2023 καταδικαστικής απόφασης του ΜΟΕ Δυτικής Στερεάς Ελλάδος, η οποία καταχωρίστηκε καθαρογραμμένη στο κατά το άρθρο 473 παρ.2 και 3 εδ. α του ΚΠΔ βιβλίο στις … και με την οποία αυτός κηρύχθηκε ένοχος των πιο κάτω αξιοποίνων πράξεων: α) του βιασμού κατ` εξακολούθηση και β) της γενετήσιας πράξης κατ` εξακολούθηση με ανήλικο που δεν συμπλήρωσε τα 12 έτη της ηλικίας του και με την οποία, αφού το Δικαστήριο του αναγνώρισε τις ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ. 2α` και 2ε του ΠΚ, του επέβαλε συνολική ποινή κάθειρξης επτά (7) ετών, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (473 παρ.2 και 3 ΚΠΔ), από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του …………. (του ΔΣΑ), που είχε σχετική εντολή κατά το άρθρο 89 παρ.2 ΚΠΔ, με την επίδοση, διά του δικαστικού επιμελητή ………., του σχετικού δικογράφου της στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, στις 22.09.2023, (άρθρα 462 παρ.1, 464, 466 παρ.1, 474 παρ.2Α και 4, 504 παρ. 1 και 505 παρ.1 ΚΠΔ του ΚΠΔ) και περιέχει παραδεκτούς λόγους αναίρεσης, ήτοι την απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο και την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και (άρθρο 510 παρ.1, εδ.Α` και εδ.Δ` του ΚΠΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς την ουσιαστική βασιμότητα των προβαλλόμενων με αυτή λόγων. Α) Κατά τη διάταξη του άρθρου 336 παρ. 1 του προϊσχύσαντος ΠΚ (ΠΔ 283/1985), περί βιασμού, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 παρ.1 του ν. 3500/2006, και ίσχυε μέχρι 30-6-2019, " Όποιος με σωματική βία ή με απειλή σπουδαίου και άμεσου κινδύνου εξαναγκάζει άλλον σε συνουσία ή σε άλλη ασελγή πράξη ή σε ανοχή της, τιμωρείται με κάθειρξη". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη συγκρότηση του εγκλήματος του βιασμού απαιτείται: α) εξαναγκασμός κάποιου, ανεξαρτήτως φύλου και ηλικίας, σε συνουσία ή σε επιχείρηση ασελγούς πράξης, ή σε ανοχή της που συντρέχει, όταν το πρόσωπο, χωρίς τη θέλησή του, υποβάλλεται σε συνουσία ή επιχείρηση ασελγούς πράξης ή σε ανοχή της και β) ο εξαναγκασμός του προσώπου αυτού να γίνεται με απειλή σπουδαίου ή αμέσου κινδύνου ή με σωματική βία, που είναι η φυσική δύναμη, η οποία δεν μπορεί να αποκρουσθεί και που αναγκάζει έτσι κάποιον να υποστεί, χωρίς τη θέλησή του, σαρκική συνάφεια ή να επιχειρήσει ή να ανεχθεί ασελγή πράξη. Κατά το άρθρο 336 παρ. 1 και 2 του ισχύσαντος ΠΚ από 1.7.2019 έως 18.11.2019 "1. Όποιος με σωματική βία ή με απειλή σοβαρού και άμεσου κινδύνου ζωής ή σωματικής ακεραιότητας εξαναγκάζει άλλον σε επιχείρηση ή ανοχή γενετήσιας πράξης, τιμωρείται με κάθειρξη. 2. Γενετήσια πράξη είναι η συνουσία και οι ίσης βαρύτητας με αυτήν πράξεις". Κατά το άρθρο 336 παρ. 1 και 2, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 του νόμου 4637/2019 "τροποποιήσεις Ποινικού Κώδικα, Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και συναφείς διατάξεις" ισχύοντος από 18.11.2019, "1. Όποιος µε σωµατική βία ή µε απειλή σοβαρού και άµεσου κινδύνου ζωής ή σωµατικής ακεραιότητας εξαναγκάζει άλλον σε επιχείρηση ή ανοχή γενετήσιας πράξης τιµωρείται µε κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών. 2. Γενετήσια πράξη είναι η συνουσία και οι ίσης βαρύτητας µε αυτήν πράξεις". Από την αμέσως ανωτέρω διάταξη του άρθρου 336 παρ.1,2 του ισχύοντος ΠΚ προκύπτει ότι για τη συγκρότηση του εγκλήματος του βιασμού, απαιτούνται: α) εξαναγκασμός κάποιου, ανεξαρτήτως φύλου, σε ακούσια συνουσία ή ίσης βαρύτητας με αυτήν πράξεις, που συντρέχει όταν το πρόσωπο, χωρίς τη θέληση του υποβάλλεται σε συνουσία ή επιχείρηση ή ανοχή γενετήσιας πράξης, δηλαδή πράξης που προσβάλλει το έννομο αγαθό της γενετήσιας ελευθερίας και μέσω αυτής της ανθρώπινης αξιοπρέπειας του θύματος, πράξεις οι οποίες κατά τον προϊσχύσαντα ΠΚ χαρακτηρίζονταν ως "ασελγείς", (βλ. Αιτιολογική Έκθεση του νόμου 4619/2019 δέκατο ένατο κεφάλαιο), β) ο εξαναγκασμός του προσώπου αυτού να γίνεται με απειλή σοβαρού και άμεσου κινδύνου ζωής ή σωματικής ακεραιότητας ή με σωματική βία, η οποία συνίσταται σε φυσική δύναμη που δεν μπορεί να αποκρουσθεί και που αναγκάζει έτσι κάποιον να υποστεί χωρίς τη θέληση του ή να επιχειρήσει γενετήσια πράξη. Ο εξαναγκασμός μπορεί να γίνει και με τους δύο τρόπους, δηλαδή της απειλής και της σωματικής βίας. Η απειλή (ψυχική βία) είναι εκείνη που ενέχει απειλή ενωμένη με επικείμενο κίνδυνο ζωής ή άλλου ουσιώδους δικαιώματος, ο δε κίνδυνος πρέπει να είναι "άμεσος" και "σοβαρός", δηλαδή το επαπειλούμενο κακό να μπορεί να επέλθει σε σύντομο χρονικό διάστημα και να ενέχει σοβαρότητα και βαρύτητα ικανή να οδηγήσει τον εξαναγκαζόμενο να υποστεί συνουσία ή να ανεχθεί ή να επιχειρήσει άλλη γενετήσια πράξη, προς δε, μπορεί να αφορά την ζωή ή την υγεία ή την περιουσία του παθόντος ή των οικείων του. Απειλή βίας συνιστά και αυτή που μπορεί να εμποιήσει στον απειλούμενο φόβο περί επικειμένου κινδύνου κατ` αυτού, έστω και αν αντικειμενικά και υπό άλλες συνθήκες η απειλή αυτή κρίνεται ως αστήρικτη ή ακόμη και μη δυναμένη να δημιουργήσει τις καταστάσεις που ο απειλούμενος υπέλαβε κατά τον χρόνο της απειλής, αρκεί ο απειλούμενος, κατά τον χρόνο που υφίσταται την απειλή, να πιστέψει ότι η απειλή αυτή είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί. Περαιτέρω, για την κατάφαση του εξαναγκασμού δεν απαιτείται κατ` ανάγκην το θύμα να αντιστάθηκε ενεργά, αλλά αρκεί ότι η συνουσία ή γενετήσια πράξη τελείται παρά την αντίθετη βούλησή του, που εξωτερικεύθηκε και έγινε εμφανής στο δράστη με οποιονδήποτε τρόπο, και ότι αυτός ασκεί σωματική βία που εξουδετέρωσε τη βούληση του θύματος να αντισταθεί. Έτσι, υπάρχει βιασμός και όταν το θύμα, λόγω του αιφνιδιασμού ή του φόβου των συνεπειών προβολής αντίστασης ή των ασθενών σωματικών του δυνάμεων ή άλλων περιστάσεων, θεώρησε εύλογα ανέφικτη ή μάταιη την αντίσταση και δεν αντιστάθηκε καθόλου στη σωματική βία του δράστη. Κατά μείζονα λόγο δεν απαιτείται η σωματική βία και αντίστοιχα η αντίσταση σ` αυτήν να είναι διαρκής, δηλαδή μέχρι την αποπεράτωση της πράξης. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος, που συνίσταται στη βούληση του δράστη, όπως με σωματική βία ή με απειλή ή και με τις δύο μαζί εξαναγκάσει άλλον σε συνουσία ή ανοχή ή επιχείρηση γενετήσιας πράξης και περιλαμβάνει τη γνώση ότι ο άλλος δεν συναινεί στη συνουσία ή σε γενετήσια πράξη. Από τη σύγκριση των πιο πάνω διατάξεων, προκύπτει ότι ευμενέστερες διατάξεις είναι αυτές του ισχύοντος από 01.07.2019 ποινικού κώδικα, στην αρχική όσον και στην μετά την τροποποίησή του διά του άρθρου 12 του νόμου 4637/2019 μορφή, όσον αφορά τα στοιχεία της υποκειμενικής και αντικειμενικής υπόστασης του οικείου εγκλήματος, καθόσον, στις ισχύουσες πλέον από 01.07.2019 διατάξεις, πέραν της εξειδίκευσης σε σημαντικό βαθμό του περιεχομένου της απειλής με ρητή αναφορά στον προσδιορισμό των αγαθών που πρόκειται να πληγούν, οπότε για την τέλεση του εγκλήματος είναι αναγκαία η απειλή σοβαρού και άμεσου κινδύνου για τη ζωή ή τη σωματική ακεραιότητα, αντί για την αναφορά στην ασελγή πράξη γίνεται πλέον λόγος για επιχείρηση ή ανοχή γενετήσιας πράξης, η οποία έχει την έννοια της συνουσίας και άλλων πράξεων με την ίδια βαρύτητα από πλευράς προσβολής του εννόμου αγαθού της γενετήσιας ελευθερίας, και δεν περιλαμβάνονται ασελγείς πράξεις ήσσονος βαρύτητας, οι οποίες προσβάλλουν την γενετήσια αξιοπρέπεια, όπως χειρονομίες ή θωπείες ή ψαύσεις του σώματος που δεν εξικνούνται όμως σε γενετήσια πράξη. Ως προς δε την προβλεπόμενη ποινή ευμενέστερη είναι η διάταξη του άρθ. 336 παρ. 1 και 2 του Ποινικού Κώδικα, όπως αυτή ίσχυσε από την 01.07.2019 έως τις 18.11.2019, καθόσον οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου, αφού με αυτήν προβλέπεται πλαίσιο ποινής κάθειρξης χωρίς ελάχιστο όριο, δηλ. από πέντε (5) έτη έως δέκα πέντε (15) έτη (άρθρ. 52 παρ. 2 του νέου ΠΚ), ενώ η μεν προηγούμενη διάταξη, που ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, προέβλεπε κάθειρξη από πέντε (5) έως είκοσι (20) έτη, η δε μετά την τροποποίηση διά του άρθρου 12 του νόμου 4637/2019 και νυν ισχύουσα, κάθειρξη από δέκα (10) έως δέκα πέντε (15) έτη. (ΑΠ 1337/2022, ΑΠ 441/2020, 1949/2019). Β) Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 339 παρ. 1 του προϊσχύσαντος ΠΚ, περί αποπλάνησης παιδιών, που ίσχυε μέχρι 30.06.2019, "Όποιος ενεργεί ασελγή πράξη με πρόσωπο νεότερο από 15 ετών ή το παραπλανά, με αποτέλεσμα να ενεργήσει ή να υποστεί τέτοια πράξη τιμωρείται, αν δεν υπάρχει περίπτωση να τιμωρηθεί βαρύτερα για το έγκλημα του άρθρου 351Α, ως εξής: α) αν ο παθών δεν συμπλήρωσε τα δώδεκα έτη, με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών, β) αν ο παθών συμπλήρωσε τα δώδεκα αλλά όχι τα δεκατέσσερα έτη, με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και γ) αν συμπλήρωσε τα δεκατέσσερα και μέχρι τα δεκαπέντε έτη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Κατά τη διάταξη του άρθρου 339 παρ.1 του ισχύοντος από 01.07.2019 νέου Ποινικού Κώδικα (ν.4619/2019) "Όποιος ενεργεί γενετήσια πράξη με πρόσωπο νεότερο των δεκαπέντε ετών ή το παραπλανά, με αποτέλεσμα να ενεργήσει ή να υποστεί τέτοια πράξη τιμωρείται, αν δεν υπάρχει περίπτωση να τιμωρηθεί βαρύτερα για το έγκλημα του άρθρου 351Α, ως εξής: α) αν ο παθών δεν συμπλήρωσε τα δώδεκα έτη, με κάθειρξη, β) αν ο παθών συμπλήρωσε τα δώδεκα αλλά όχι τα δεκατέσσερα έτη, με κάθειρξη έως δέκα έτη και γ) αν συμπλήρωσε τα δεκατέσσερα έτη με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Η διάταξη αυτή του άρθ. 339 παρ. 1 του νέου ΠΚ (Ν. 4619/2019), τροποποιήθηκε με το άρθ. 74 Ν. 4855/2021 (ΦΕΚ. Α`215/12.11.2021), ως προς την προβλεπόμενη ποινή, και ορίστηκε ότι α) αν ο παθών δεν συμπλήρωσε τα 12 έτη, επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών, β) αν ο παθών συμπλήρωσε τα 12 έτη με κάθειρξη. Είναι προφανές ότι ευμενέστερη, ως προς την απειλούμενη ποινή, είναι η διάταξη του άρθ. 339 παρ. 1 περ. α` του ισχύσαντος από 01.07.2019 ΠΚ (Ν. 4619/2019), πριν την τροποποίησή του με το άρθ. 74 Ν. 4855/2021 (ΦΕΚ Α` 215/12.11.2021) (ΑΠ 1337/2022, ΑΠ 887/2020), αφού, καθόσον αφορά την περ. α` κατά την οποία ο παθών δεν είχε συμπληρώσει τα 12 έτη, ο δράστης τιμωρείτο με κάθειρξη (ήτοι από πέντε {5} έως δέκα πέντε {15} έτη), ενώ κατά την ταυτάριθμη διάταξη του προϊσχύσαντος ΠΚ, όπως και κατά την ταυτόσημη διάταξη, μετά την άνω τροποποίηση με το άρθρο 74 του Ν.4855/2021, τιμωρείται πλέον με κάθειρξη τουλάχιστον 10 ετών (έως 15 έτη). (ήτοι από δέκα {10} έως δέκα πέντε {15} έτη). Από τις διατάξεις αυτές, που έχουν ως σκοπό την προστασία της αγνότητας της παιδικής ηλικίας, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος αυτού, απαιτείται τέλεση γενετήσιας πράξης, δηλαδή ασελγούς πράξης, η οποία αντικειμενικά μεν προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και την περί των ηθών κοινή αντίληψη, υποκειμενικά δε κατευθύνεται στην ικανοποίηση ή διέγερση της γενετήσιας ορμής και επιθυμίας του δράστη, με πρόσωπο νεότερο των δεκαπέντε ετών, κατά τις σχετικές ως προς την ηλικία διακρίσεις, ο δε δράστης στη συγκεκριμένη περίπτωση να γνωρίζει ότι το πρόσωπο, προς το οποίο κατευθύνεται η πράξη του, έχει ηλικία κατώτερη των δεκαπέντε ετών, αρκεί, όμως, ως προς το σημείο αυτό και ο ενδεχόμενος δόλος, που υπάρχει όταν ο δράστης αμφιβάλλει ως προς την ηλικία του παθόντος. Η συναίνεση του ανηλίκου ή η παρ` αυτού πρωτοβουλία ή και πρόκληση δεν έχουν σημασία (Ολ. ΑΠ 3/2018). Μεταξύ του βιασμού και της γενετήσιας πράξης με ανηλίκους ή ενώπιόν τους, υπάρχει αληθής κατ` ιδέαν συρροή, διότι μεταξύ των εγκλημάτων αυτών δεν υφίσταται ταυτότητα των προσβαλλόμενων αγαθών, τα οποία συγκροτούνται από διαφορετικά στοιχεία το καθένα και κανένα δεν απορροφάται από το άλλο, αφού κανένα δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο ή επιβαρυντική περίπτωση ή αναγκαίο μέσο τέλεσης του άλλου και στο μεν έγκλημα του βιασμού προσβάλλεται το έννομο αγαθό της γενετήσιας ελευθερίας, ενώ στο έγκλημα της διενέργειας γενετήσιας πράξης με ανηλίκους ή ενώπιον τους προσβάλλεται η αγνότητα της παιδικής ηλικίας από γενετήσιες προσβολές (ΑΠ 317/2021, ΑΠ 1949/2019). Γ) Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ` ιδίου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ` αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχτηκαν από την ακροαματική διαδικασία και από τα οποία το δικαστήριο που την εξέδωσε συνήγαγε την ύπαρξη των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε, ειδικότερα, έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Όσον αφορά το δόλο, που απαιτείται κατά το άρθρο 26 παρ. 1 του ΠΚ για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και συνίσταται, σύμφωνα με το άρθρο 27 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξεως, δεν υπάρχει ανάγκη, κατά τούτο, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι αυτός ενυπάρχει στην παραγωγή των περιστατικών και προκύπτει απ` αυτή, εκτός αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως (άμεσος δόλος) ή ορισμένος περαιτέρω σκοπός (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση). Ως προς τα αποδεικτικά μέσα αρκεί αυτά να αναφέρονται κατ` είδος γενικώς, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά εξ ενός εκάστου αυτών και χωρίς να απαιτείται να αναφέρεται από ποιο συγκεκριμένα αποδεικτικό μέσο προέκυψε η κάθε παραδοχή. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους (εγγράφων, μαρτυρικών καταθέσεων), ούτε απαιτείται να ορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσεως. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπ` όψη του και συνεκτίμησε για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης περί της ενοχής ή μη του κατηγορουμένου, όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι μερικά κατ` επιλογήν, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 §1 και 178 ΚΠΔ. Μόνο δε, όταν υπάρχουν αντιφατικά ή διαφορετικά αποδεικτικά μέσα, πρέπει στην αιτιολογία να αναφέρεται γιατί το δικαστήριο πείσθηκε από το συγκεκριμένο και όχι από άλλο αντίθετο. Ειδικώς δε, η προανακριτική γραπτή κατάθεση ανηλίκου θύματος των άρθρων 336 και 339 ΠΚ, που δόθηκε με τις προϋποθέσεις (παρουσία πραγματογνωμόνων, παιδοψυχολόγων κλπ) του άρθρου 226Α του προϊσχύσαντος ΚΠΔ, το οποίο τυποποιήθηκε στο άρθρο 227 του ισχύοντος ΚΠΔ, αποτελεί ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο και πρέπει να προκύπτει αναμφίβολα ότι ελήφθη υπόψη και συναξιολογήθηκε και η γραπτή αυτή κατάθεση με τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία, χωρίς όμως, να απαιτείται να μνημονεύεται ειδικώς στο αιτιολογικό και χωρίς να έχει ιδιαίτερη βαρύτητα σε σχέση με τα τελευταία. Πλην όμως, επιβάλλεται από την παρ. 5 του άρθρου 227 ήδη ισχύοντος ΚΠΔ (και την παρ.4 του προϊσχύσαντος ΚΠΔ), η ανάγνωσή της στο ακροατήριο και η μνεία της ανάγνωσής της στα πρακτικά του Δικαστηρίου, ανεξάρτητα από τη δυνατότητα του θύματος μετά το 18ο έτος της ηλικίας του, να παρίσταται αυτοπροσώπως κατά την ακροαματική διαδικασία, με σκοπό να μην αποστερηθεί ο κατηγορούμενος του δικαιώματος να εκθέσει τις παρατηρήσεις του για το εν λόγω ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, καθότι, στην περίπτωση μη ανάγνωσης αυτής, προκαλείται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, καθώς ο κατηγορούμενος, αφενός μεν, στερείται του δικαιώματος (άρθρο 171 παρ.1 στ.δ του ΚΠΔ) να προβεί σε παρατηρήσεις (άρθρο 358 ΚΠΔ) σε σχέση με το αποδεικτικό αυτό μέσο που δεν αναγνώθηκε στο ακροατήριο, αφετέρου δε, επέρχεται παραβίαση των περί προφορικότητας της συζήτησης στο ακροατήριο και κατ` αντιμωλίαν διεξαγωγής της δίκης αρχών (άρθρο 331 ΚΠΔ), οι οποίες περιλαμβάνονται στην έννοια της δημοσιότητας της διαδικασίας (ΑΠ 1090/2022, ΑΠ 884/2022, ΑΠ 1332/2019). Η ανάγνωση αυτή του εγγράφου δεν απαιτείται να προκύπτει μόνο από τη ρητή μνεία του στο οικείο μέρος των πρακτικών της δίκης, όπου αναφέρονται τα αναγνωσθέντα έγγραφα, αλλά αρκεί να προκύπτει αυτή από το όλο περιεχόμενο των πρακτικών της δίκης ή από τις αιτιολογίες της προσβαλλόμενης απόφασης (ΑΠ 68/2022, ΑΠ 560/2020). Μόνο δε, αν το Δικαστήριο δεν αποδέχεται τα προκύπτοντα από την προανακριτική γραπτή κατάθεση του ανηλίκου θύματος περιστατικά, οφείλει να αιτιολογεί την αντίθετη δικανική του πεποίθηση, παραθέτοντας πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν και αποκλείουν αυτά που το ανήλικο θύμα κατέθεσε (ΑΠ 1332/2019). Άλλωστε, για τον ίδιο παραπάνω σκοπό, δηλαδή για να μπορεί ο κατηγορούμενος να λάβει γνώση και να αντικρούσει το περιεχόμενό τους, επιβάλλεται να αναφέρονται στα αναγνωσθέντα έγγραφα της δικογραφίας και οι σχετικές γραπτές εκθέσεις των πραγματογνωμόνων που παρέστησαν, κατά την άνω εξέταση του ανηλίκου θύματος και περιέχουν τις διαπιστώσεις τους, το εύρος των οποίων δεν περιορίζεται από το νόμο, αλλά αφορά καθετί που υπέπεσε στην αντίληψη και διαπίστωσε ο πραγματογνώμονας (παιδοψυχολόγος - παιδοψυχίατρος ή ψυχολόγος ή ψυχίατρος) σύμφωνα με την επαγγελματική του εκτίμηση και πείρα και θεωρεί σημαντικό και απαραίτητο (ΑΠ 1332/2019). Οι εκθέσεις αυτές αποτελούν το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 178 παρ.1 στοιχ. γ του ΚΠΔ ιδιαίτερο και αυτοτελές αποδεικτικό μέσο της πραγματογνωμοσύνης, η οποία διατάσσεται κατά το άρθρο 183 του ίδιου Κώδικα, υπό προϋποθέσεις, από τον ανακριτικό υπάλληλο, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση των διαδίκων ή του εισαγγελέα, διακρίνεται από τα έγγραφα και αποσκοπεί στην ενίσχυση της κρίσεως του δικαστή, όταν ανακύπτει ζήτημα το οποίο απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις ενός προσώπου. Ως ιδιαίτερο δε είδος αποδεικτικού μέσου, η πραγματογνωμοσύνη πρέπει να προκύπτει από την αιτιολογία της αποφάσεως ότι λήφθηκε και αυτή υπόψη, όπως αυτό συμβαίνει όχι μόνο όταν αυτή μνημονεύεται ειδικώς μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, αλλά και όταν προκύπτει αναμφίβολα από τις παραδοχές της αποφάσεως ότι τα πορίσματα της πραγματογνωμοσύνης έγιναν δεκτά από το δικαστήριο και, σε κάθε περίπτωση, δεν είναι αντίθετα με αυτές (ΑΠ 1226/2015, ΑΠ 569/2015, ΑΠ 455/2010, ΑΠ 1113/2009). Διαφορετικά, δεν προκύπτει με βεβαιότητα ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και το ιδιαίτερο αυτό αποδεικτικό μέσο, μη αρκούσης της γενικής αναφοράς στα έγγραφα, και ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας.

 Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης με αριθμό 22/2023 απόφασής του, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Δυτικής Στερεάς Ελλάδος, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του και μνημονεύει κατ` είδος (καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο, τα έγγραφα και τα πρακτικά της πρωτοδίκου αποφάσεως που αναγνώστηκαν στο ακροατήριο), δέχθηκε ανελέγκτως κατά πιστή μεταφορά τα εξής: "Στην περιοχή ... στην ... και στο ... κατά τον Απρίλιο του έτους …, ο κατηγορούμενος με περισσότερες πράξεις τέλεσε περισσότερα εγκλήματα που τιμωρούνται από το Νόμο με στερητικές της ελευθερίας ποινές, ήτοι: Α. Στον ανωτέρω τόπο και χρόνο με πρόθεση, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, τουλάχιστον τρεις φορές με τη βία και απειλή σοβαρού και άμεσου κινδύνου ζωής εξανάγκασε άλλον σε ανοχή γενετήσιας πράξης. Συγκεκριμένα, ο κατηγορούμενος πηγαίνοντας από την …στο χωριό των γονέων του τα ..., διήλθε από την ..., όπου προσέγγισε την οικογένεια των αθιγγάνων γονέων της παθούσας, οι οποίοι είχαν έξι παιδιά, τα περισσότερα εκ των οποίων ήταν ανήλικα και υποσχόμενος ότι θα βαπτίσει ένα άρρεν παιδί, διατηρούσε φιλικές σχέσεις με την οικογένεια, μέλος της οποίας ήταν η παθούσα. Έτσι, αυτός, κατά τις επισκέψεις του στο χωριό του, διέρχονταν από την κατοικία της παθούσας, και εκμεταλλευόμενος την φιλική του σχέση με την οικογένεια αυτής και προφασιζόμενος ότι θα αγόραζε διάφορα φαγώσιμα είδη για τα παιδιά, έπαιρνε μαζί του δήθεν για παρέα στο αυτοκίνητό του την ανήλικη (γεννηθείσα στις 5-4-2003)…..., την οδηγούσε σε απομονωμένες τοποθεσίες της περιοχής, κλείδωνε το αυτοκίνητο και ασκώντας εναντίον της βία και απειλώντας την ότι αν αντιστεκόταν θα σκότωνε τη μητέρα της συνουσιαζόταν μαζί της, ήτοι έθετε το γεννητικό του όργανο στον κόλπο της, ικανοποιώντας με τον τρόπο αυτό τη γενετήσια επιθυμία του. Και Β. Στον ανωτέρω τόπο και χρόνο με πρόθεση, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, ενήργησε γενετήσια πράξη με πρόσωπο που δεν συμπλήρωσε τα δώδεκα (12) έτη της ηλικίας του. Συγκεκριμένα, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, έπαιρνε στο αυτοκίνητό του την ανήλικη (γεννηθείσα στις 5-4-2003) ……., γνωρίζοντας την ανηλικότητά της, την οδηγούσε σε απομονωμένες τοποθεσίες, κλείδωνε το αυτοκίνητο και ασκώντας εναντίον της βία και απειλές, συνουσιαζόταν μαζί της, ήτοι έθετε το γεννητικό του όργανο στον κόλπο της, ικανοποιώντας με τον τρόπο αυτό τη γενετήσια επιθυμία του. Οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του κατηγορουμένου διαψεύδονται πλήρως, ιδίως από την κατάθεση της παθούσας, η οποία διαθέτει την απαιτούμενη ωριμότητα ανάλογη με την ηλικία της, από την κατάθεση της μητέρας της, αλλά και από το έγγραφο του αστυνομικού Υποδιευθυντή ..., σύμφωνα με το οποίο το 2013 υπήρχε έγγραφη καταγγελία για τα συμβάντα από μέρους της μητέρας της παθούσας, για τον κατηγορούμενο. Επίσης, ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι η κατηγορία στηρίζεται σε οικονομικά κίνητρα της ανήλικης, δεν ευσταθεί, διότι η οικογένεια της παθούσας δεν ζήτησε αποζημίωση, ούτε άσκησε αγωγή εναντίον του, σε αντίθεση με τον ίδιο που προέβη σε μήνυση για ψευδή καταμήνυση. Περαιτέρω, το γεγονός ότι το 2006 ο κατηγορούμενος έπασχε από καρκίνο στο έντερο και έκανε τότε κάποιες χημειοθεραπείες και μετά τον Ιούλιο του 2013 έκανε ακτινοβολίες, λόγω μετάστασης στο συκώτι, δεν ασκεί έννομη επιρροή, ενώ δεν αποδείχθηκε από κανένα στοιχείο ο ισχυρισμός του ότι επειδή ήταν καρκινοπαθής ήταν και σεξουαλικά ανενεργής. Κατόπιν αυτών, πρέπει ομόφωνα να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος σύμφωνα με το διατακτικό." Στη συνέχεια, το Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα ένοχο, με τις ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α` και περ. ε` του ΠΚ, για τις αξιόποινες πράξεις του βιασμού ανηλίκου, κατ` εξακολούθηση και της διενέργειας γενετήσιων πράξεων με ανήλικο που δεν συμπλήρωσε τα 12 έτη της ηλικίας του, κατ` εξακολούθηση, για τις οποίες του επέβαλε συνολική ποινή κάθειρξης επτά (7) ετών, με το ακόλουθο διατακτικό:

 "Κηρύσσει αυτόν ΟΜΟΦΩΝΑ ένοχο του ότι στην ... και στο ..., κατά τον Απρίλιο του έτους…, με περισσότερες πράξεις τέλεσε περισσότερα εγκλήματα που τιμωρούνται από το Νόμο με στερητικές της ελευθερίας ποινές, ήτοι: Α) Στον ανωτέρω τόπο και χρόνο με πρόθεση, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, με βία και απειλή σοβαρού και άμεσου κινδύνου ζωής εξανάγκασε άλλον σε ανοχή γενετήσιας πράξης. Συγκεκριμένα, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο και με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, έπαιρνε στο αυτοκίνητό του την ανήλικη (γεννηθείσα στις 5-4-2003) …..., εκμεταλλευόμενος τη φιλική του σχέση με την οικογένειά της, την οδηγούσε σε απομονωμένες τοποθεσίες, κλείδωνε το αυτοκίνητο και, ασκώντας εναντίον της βία και απειλώντας την ότι αν αντιστεκόταν θα σκότωνε τη μητέρα της συνουσιαζόταν μαζί της, ήτοι έθετε το γεννητικό του όργανο στον κόλπο της, ικανοποιώντας με τον τρόπο αυτό τη γενετήσια επιθυμία του. Β) Στον ανωτέρω τόπο και χρόνο με πρόθεση, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, ενήργησε γενετήσια πράξη με πρόσωπο που δεν συμπλήρωσε τα δώδεκα (12) έτη της ηλικίας του. Συγκεκριμένα, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο και με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, έπαιρνε στο αυτοκίνητό του την ανήλικη (γεννηθείσα στις 5-4-2003) ……., εκμεταλλευόμενος τη φιλική του σχέση με την οικογένειά της, της οποίας τελούσε σε γνώση της ανηλικότητάς της, την οδηγούσε σε απομονωμένες τοποθεσίες, κλείδωνε το αυτοκίνητο και, ασκώντας εναντίον της βία και απειλές, συνουσιαζόταν μαζί της, ήτοι έθετε το γεννητικό του όργανο στον κόλπο της, ικανοποιώντας με τον τρόπο αυτό τη γενετήσια επιθυμία του." 

Πλην όμως, όπως προκύπτει από την παραδεκτώς για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου επισκοπούμενη προσβαλλόμενη απόφαση, δεν αναφέρεται στα πρακτικά της, ότι αναγνώσθηκε η από …. γραπτή προανακριτική κατάθεση της ανήλικης παθούσας, που δόθηκε, κατά το άρθρο 226Α του προϊσχύσαντος ΚΠΔ, ενώπιον του Αστυνομικού Υποδιευθυντή ….. του Α.Τ. …., παρουσία και της Αστυνόμου ……. της ίδιας Υπηρεσίας, ως και του παιδοψυχολόγου-πραγματογνώμονα Εισαγγελίας Πρωτοδικών ……..., ο οποίος προσλήφθηκε ως πραγματογνώμονας, ούτε γίνεται μνεία της ανάγνωσής της στο προοίμιο του σκεπτικού, όπου μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα ("καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο, τα έγγραφα και τα πρακτικά της πρωτοδίκου αποφάσεως που αναγνώστηκαν στο ακροατήριο"), στα οποία το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο στήριξε την κρίση του περί της ενοχής του κατηγορουμένου, αλλά ούτε προκύπτει από το προεκτεθέν σκεπτικό της προσβαλλόμενης, ότι η προανακριτική αυτή κατάθεση ελήφθη υπόψη και συναξιολογήθηκε με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα. Συγκεκριμένα, δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των αναγνωσθέντων στο ακροατήριο του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου της ουσίας εγγράφων, όπως αυτά απαριθμούνται στα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, στο 21ο φύλλο αυτών, στον σχετικό κατάλογο των αναγνωσθέντων εγγράφων και είναι τα εξής: Α) "1) Η με αριθμό πρωτοκόλλου … ιατροδικαστική έκθεση κλινικής εξέτασης Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας ….., 2) η από …. ψυχολογική έκθεση της Εταιρείας Ψυχικής Υγείας ..., 3) η από … διενέργεια ψυχολογικής πραγματογνωμοσύνης του Τμήματος Προνοίας ..., 4) η με αριθμό … Διάταξη της Ανακρίτριας Πρωτοδικείου Μεσολογγίου και 5) η με αριθμό …έκθεση καταθέσεως εγγύησης Πρωτοδικείου Μεσολογγίου, η από … αίτηση του κατηγορουμένου προς τον Αστυνομικό Υποδιευθυντή …..." και Β) τα έγγραφα, που προσκομίστηκαν από τον συνήγορο του κατηγορουμένου : "1) ιατροδικαστική έκθεση του καθηγητή ιατροδικαστικής και τοξικολογίας του Πανεπιστημίου………. ………..., 2) η από … ανώνυμη καταγγελία προς τον αρμόδιο Εισαγγελέα Μεσολογγίου, 3) το από … εξερχόμενο από το ….. έγγραφο της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας, 4) αποδείξεις εξόφλησης λογαριασμών στο όνομα ………….. από τηλέφωνα, ρεύμα κλπ, 5) η από … ιατροδικαστική γνωμοδότηση του Ειδικού Ιατροδικαστή ………………., 6) η με αριθμ…..ένορκη βεβαίωση του συμβολαιογράφου …………..., 7) η από .. βεβαίωση του Αρχιμανδρίτη ……………..., 8) η από … βεβαίωση τελέσεως μυστηρίου, 9) έντεκα (11) υπεύθυνες βεβαιώσεις συγχωριανών του ……... που αναφέρονται στο ήθος του κατηγορουμένου, 10) η από …. βεβαίωση του διοικητή του τμήματος ………., 11) το από .. ενημερωτικό σημείωμα του διευθυντή του Νοσοκομείου…………………. χειρουργού ………….., 12) τα από .. και .. και με αριθμούς πρωτοκόλλων .. και .. αντίστοιχα πιστοποιητικά νοσηλείας του γενικού Νοσοκομείου….. και 13) η από … γνωστοποίηση αποτελέσματος πιστοποίησης αναπηρίας από το ΙΚΑ ……..". Ούτε, άλλωστε, η γραπτή αυτή από 20.01.2018 προανακριτική κατάθεση της παθούσας, παρουσία παιδοψυχολόγου, περιλαμβάνεται μεταξύ των εγγράφων που αναγνώστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, τα οποία αναγνώστηκαν και στο ακροατήριο του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, αφού στον κατάλογο των αναγνωσθέντων εγγράφων, που περιέχεται στη σελ.16 των πρακτικών της πρωτόδικης απόφασης, μνημονεύονται τα ίδια παραπάνω αναφερόμενα υπό στοιχείο Α έγγραφα του κατηγορητηρίου, που αναγνώστηκαν και στο ακροατήριο του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, από τα οποία, ωστόσο, λείπει η από 20.01.2018 προανακριτική κατάθεση της τότε ανήλικης παθούσας, που δόθηκε παρουσία παιδοψυχολόγου κατ` άρθρο 226Α παρ.3 του προϊσχύσαντος ΚΠΔ (ήδη δε 227 του ισχύοντος ΚΠΔ). Η γραπτή αυτή κατάθεση, όπως εκτίθεται στη μείζονα σκέψη της παρούσας υπό στοιχείο Γ, αποτελεί ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο και έπρεπε, κατά το άρθρο 227 παρ.5 του νέου ΚΠΔ, όπως ίσχυε κατά το χρόνο της εκδίκασης της υπόθεσης, να αναγνωσθεί στο ακροατήριο και να βεβαιωθεί η ανάγνωσή της με σχετική μνεία στα πρακτικά, προκειμένου να υπάρχει βεβαιότητα ότι λήφθηκε υπόψη, ανεξάρτητα από την δυνατότητα του θύματος μετά το 18ο έτος της ηλικίας του, να παρίσταται αυτοπροσώπως κατά την ακροαματική διαδικασία, με σκοπό να μην αποστερηθεί ο κατηγορούμενος του δικαιώματος να εκθέσει τις παρατηρήσεις του για το εν λόγω ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, καθότι, στην περίπτωση μη ανάγνωσης αυτής, προκαλείται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, καθώς ο κατηγορούμενος στερείται του δικαιώματος (άρθρο 171 παρ.1 στ.δ του ΚΠΔ) να προβεί σε παρατηρήσεις (άρθρο 358 ΚΠΔ) σε σχέση με το αποδεικτικό αυτό μέσο, που δεν αναγνώθηκε στο ακροατήριο, ενώ λόγω της μη ανάγνωσής της, αλλά και της μη αναφοράς της στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν προκύπτει με βεβαιότητα ότι το Δικαστήριο την έλαβε υπόψη του στην κρίση του περί της ενοχής και έτσι, η απόφαση στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας.

 Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στ.Α` σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ.1 στ.δ του ΚΠΔ και από το άρθρο 510 παρ.1 στ.Δ` του ίδιου Κώδικα, 1ος αναιρετικός λόγος (κατά το α` σκέλος αυτού, που αφορά τη μη ανάγνωση και τη μη μνεία της ανάγνωσης της προανακριτικής κατάθεσης της ανήλικης και την ως εκ τούτου, απόλυτη ακυρότητα που συνέβη στο ακροατήριο και την έλλειψη αιτιολογίας) είναι βάσιμος Περαιτέρω, μολονότι μνημονεύονται στον κατάλογο των αναγνωσθέντων εγγράφων (φύλλο 21ο της προσβαλλόμενης) οι εξής εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης, που διενεργήθηκαν κατ` άρθρο 183 επ. ΚΠΔ, ήτοι : 1) η από … ψυχολογική έκθεση της Εταιρείας Ψυχικής Υγείας ... και 2) η από … διενέργεια ψυχολογικής πραγματογνωμοσύνης του Τμήματος Προνοίας …, που διενεργήθηκαν η μεν πρώτη .. και στις .., από τον παιδοψυχολόγο ………….., που διορίστηκε, κατ` άρθρο 183 ΚΠΔ, ως πραγματογνώμονας από τον Αστυνομικό Υποδιευθυντή ….. και την Αστυνόμο …... του Α.Τ. …, που διενεργούσαν προανάκριση για τα πιο πάνω αδικήματα σε βάρος της ανήλικης ………., η δε δεύτερη την … από τον παιδοψυχολόγο ………..., που διορίστηκε κατ`άρθρο 183 επ.ΚΠΔ από τους ως άνω ανακριτικούς υπαλλήλους, μετά από σχετική αίτηση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Μεσολογγίου, εν τούτοις, δεν προκύπτει ότι οι εκθέσεις αυτές πραγματογνωμοσύνης ελήφθησαν υπόψη από το Δικαστήριο της ουσίας για τον σχηματισμό της περί της ενοχής κρίσης του. Και τούτο διότι, δεν μνημονεύονται ειδικώς, ως ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, ούτε στο προοίμιο του σκεπτικού της προσβαλλόμενης, όπου αναφέρονται κατ`είδος τα αποδεικτικά μέσα, (καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο, τα έγγραφα και τα πρακτικά της πρωτοδίκου αποφάσεως που αναγνώστηκαν στο ακροατήριο), που έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο της ουσίας, ούτε από το όλο περιεχόμενο της προσβαλλόμενης, όπως προεκτίθεται παραπάνω, προκύπτει ότι ελήφθησαν υπόψη, καθώς ουδεμία μνεία αυτών γίνεται, ούτε συνάγεται από τις παραδοχές της ότι τις έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε τα πορίσματα των εκθέσεων αυτών, εν όψει και του ότι αυτά είναι εκ διαμέτρου αντίθετα μεταξύ τους, αφού στο μεν πόρισμα της πρώτης (του ………..) περιέχεται επί λέξει : "...η γενική νοητική της ικανότητα τοποθετείται στην οριακή νοημοσύνη...πρόκειται για μια έφηβη με χαμηλές γνωστικές δεξιότητες...η ανήλικη διαθέτει μέτριο λεξιλόγιο...", ενώ στο πόρισμα της δεύτερης (του …………..): "...το νοητικό της πηλίκο ...εντοπίστηκε να κυμαίνεται περίπου στους 124 βαθμούς Grade II+, νοητική ικανότητα και αντίληψη, η οποία φαίνεται να αντιστοιχεί σε ανώτερη νοημοσύνη για την χρονολογική ηλικία της Π....ένα παιδί εξαιρετικά εύστροφο με πολύ υψηλή λεξιλογική επάρκεια και ενημερότητα με πολύ υψηλό βαθμό ευφυϊας, κοινωνικής αντίληψης και συναισθηματικής νοημοσύνης...", με αποτέλεσμα να προκαλείται έτσι, έλλειψη αιτιολογίας και να είναι βάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ.1 στ.Δ`του ΚΠΔ 2ος λόγος αναίρεσης (ως προς το σκέλος του που αφορά τις δύο πιο πάνω εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης). Κατόπιν τούτων, κατά παραδοχή των προαναφερθέντων βασίμων λόγων αναίρεσης και εφόσον παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση στο συνολό της και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές (άρθρο 519 ΚΠΔ).

 ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 Αναιρεί την υπ` αριθμ. 22/2023 καταδικαστική απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Δυτικής Στερεάς Ελλάδος.

 Και

 Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.

 Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Φεβρουαρίου 2024.

 Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 29 Φεβρουαρίου 2024.

 Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                                                                     Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ



 Ρ.Κ.
 
 

  

Σάββατο 14 Ιουνίου 2025

Επικοινωνία γονέα-τέκνου, υπό τα "μάτια" του Υφυπουργού Προστασίας του Πολίτη

 


 

3442/2021 ΕΦ ΑΘΗΝΩΝ (ΜΟΝ)
(Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)
Μεταρρύθμιση απόφασης με αίτημα τον περιορισμό του χρόνου της επικοινωνίας του πατέρα με το ανήλικο τέκνο του εξαιτίας βλαπτικής συμπεριφοράς του εφεσιβλήτου σε βάρος του ανηλίκου κατά τη διάρκεια του χρόνου επικοινωνίας του με αυτό. Ανταγωγή του πατέρα με αίτημα τη μεταρρύθμιση της ίδιας απόφασης με διεύρυνση του χρόνου της επικοινωνίας του με το ανήλικο. Αγωγή με αίτημα τη μεταρρύθμιση απόφασης που ορίζει τη γονική μέριμνα και την επικοινωνία ανηλίκου τέκνου λόγω μεταβολής των συνθηκών μπορεί να ασκηθεί κατά τελεσίδικης ή ανέκκλητης απόφασης. Για τον καθορισμό της επικοινωνίας του γονέα με το τέκνο είναι αδιάφορο για ποιο λόγο οι γονείς δεν ζουν μαζί και αν αυτός που αξιώνει την επικοινωνία είναι υπαίτιος για τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης των γονέων ή τη λύση του γάμου τους. Το Δικαστήριο δύναται να επιβάλει περιορισμούς στην άσκηση του δικαιώματος επικοινωνίας ή σε εξαιρετικές, ακραίες καταστάσεις να αποκλειστεί αυτή, εφόσον αυτό είναι αναγκαίο μόνο για το συμφέρον του τέκνου. Κριτήρια για την εξειδίκευση του συμφέροντος του ανηλίκου. Βλαπτική για τον ανήλικο συμπεριφορά, η οποία συνίστατο σε ύβρεις, υπονόμευση, έλλειψη σεβασμού και περιφρόνηση, σε απειλές και χρησιμοποίηση του ανήλικου για την μετάδοση εκφοβιστικών μηνυμάτων, σε έμμεση βία κατά πραγμάτων, σε απεύθυνση στο παιδί με διαφορετικό όνομα. Εξαφανίζει την υπ` αριθμ. 3833/2020 ΜΠΡ ΑΘ. Εν μέρει δεκτές η αγωγή και η ανταγωγή.
Ελέγχεται αναιρετικά με την υπ` αριθμ. 156/2023 ΑΠ.
 
 

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 3442/2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Τμήμα 9°

 Αποτελούμενο από τη Δικαστή: Κωνσταντίνα Παλούδη Πρόεδρο Εφετών, που όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διοικήσεως του Εφετείου Αθηνών, και από τη Γραμματέα, Μαρία Αναγνωστοπούλου.

 Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 8 Οκτωβρίου 2020 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: ……….. του ……… και της ………, κατοίκου ……. Αττικής, οδός …….., με ΑΦΜ …….., της Δ.Ο.Υ ….., ως ασκούσας την επιμέλεια του προσώπου του ανηλίκου αβάπτιστου άρρενος τέκνου της, κατοίκου ομοίως, δυνάμει της υπ`αρ. 97802018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου με την πληρεξούσια Δικηγόρο Αθανασία Βαζάκα.

 ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ………… του ………. και της ………., κατοίκου ……… Αττικής, οδός ………, τον οποίο εκπροσώπησε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Μαρίνος Παπαδόπουλος.

 Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με την από 15-7-2019 αγωγή της, προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που έχει κατατεθεί με αριθμό ………../2019 ζήτησε να γίνουν δεκτά τα όσα αναφέρονται σ’ αυτήν.

 Ο αντενάγων και ήδη εφεσίβλητος, με την από 17-10-2019 ανταγωγή του, προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που έχει κατατεθεί με αριθμό ………../2019, ζήτησε να γίνουν δεκτά τα όσα αναφέρονται σ’αυτήν.

 Το Δικαστήριο εκείνο αφού συνεκδίκασε τα ως άνω δικόγραφα εξέδωσε την υπ’αριθμ. 3833/2020 οριστική του απόφαση με την οποία δέχθηκε όσα έταξε σ ’αυτή.

 Την απόφαση αυτή προσέβαλε η εκκαλούσα με την από 11 Ιουνίου 2020 έφεσή της, προς το Δικαστήριο τούτο, που έχει κατατεθεί στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με αριθμ. κατ. ………./2020 και στο παρόν Δικαστήριο (Εφετείο Αθηνών) με ΓΑΚ ……/2020 και ΕΑΚ ………/2020

 Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.

 Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν.

 ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ

 ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

 Ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου φέρεται προς εκδίκαση η από 11/06/2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου …………/25-06-2020 έφεση της ενάγουσας -αντεναγόμενης …………. κατά της με αριθμό 3833/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των Οικογενειακών Διαφορών, άρθρ. 592 Κ.Πολ.Δ.). Περαιτέρω η υπό κρίση έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι (από τα στοιχεία της δικογραφίας) δεν προκύπτει η επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης άρθρο 518 παρ. 2 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία (άρθρα 533 παρ. 1 και 592 ΚΠολΔ).

 Η εκκαλούσα (ενάγουσα/αντεναγομένη) άσκησε την από 15-7-2019 αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Γεν. Αριθ. Κατ. …../2019 και Ειδ. Αριθ. Κατ. …../2019) ζητώντας την μερική ανάκληση άλλως μεταρρύθμιση της υπ` αριθμ. 9780/2018 τελεσίδικης απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών αιτούμενη τον περιορισμό του χρόνου της επικοινωνίας του εφεσιβλήτου (εναγομένου/αντενάγοντος) με το ανήλικο για τους λόγους που εκτενώς αναφέρονται στην αγωγή και αφορούν στην, κατά τους ισχυρισμούς της εκκαλούσας (ενάγουσας/αντεναγομένης), βλαπτική συμπεριφορά του εφεσιβλήτου (εναγομένου/ αντενάγοντος) σε βάρος του ανηλίκου κατά τη διάρκεια του χρόνου επικοινωνίας του με αυτόν (ανήλικο). Κατόπιν ασκήσεως της αγωγής αυτής ο εφεσίβλητος (αντενάγων/ εναγόμενος) ήγειρε ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου την από 17.10.2019 ανταγωγή του (με Γεν. Αριθ. Κατ.: ……/2019 και Ειδ. Αριθ. Κατ.: …../2019) με την οποία ζητούσε μερική ανάκληση/μεταρρύθμιση της ιδίας τελεσίδικης αποφάσεως (9780/2018) προ της συμπληρώσεως του τρίτου έτους ηλικίας του ανηλίκου με διεύρυνση του χρόνου της επικοινωνίας του με το ανήλικο για τους λόγους που εκτενώς αναφέρονται στην ανταγωγή του. Επί της αμέσως ανωτέρω αγωγής και ανταγωγής των διαδίκων εκδόθηκε κατ` αντιμωλία των διαδίκων, η εκκαλουμένη υπ` αριθμ. 3833/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκαν η αγωγή και η ανταγωγή, για το λόγο ότι η υπ` αριθμ. 9780/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών δεν είχε καταστεί τελεσίδικη και ως εκ τούτου δεν υπόκειτο σε μεταρρύθμιση, υπό την έννοια ότι περιστατικά, που έλαβαν χώρα προ της τελεσιδικίας της δεν δύνανται να θεμελιώσουν σχετική αξίωση, καθόσον είναι δυνατή η προβολή τους ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται η εκκαλούσα για τους αναφερόμενους στην υπό κρίση έφεση λόγους, αναγομένους στο σύνολό τους σε κακή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητά την εξαφάνιση, άλλως τη μεταρρύθμιση της εκκαλουμένης και δη να ρυθμιστεί το δικαίωμα επικοινωνίας του εφεσίβλητου με το ανήλικο τέκνο τους κατά τον αναφερόμενο στην έφεσή της τρόπο.

 Ι. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1520 του ΑΚ, ο γονέας με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο διατηρεί το δικαίωμα της προσωπικής επικοινωνίας με αυτό και σε περίπτωση διαφωνίας των γονέων του ανηλίκου, ως προς την άσκηση του ανωτέρω δικαιώματος, το δικαστήριο καθορίζει τον τρόπο κατά τον οποίο θα γίνεται η επικοινωνία. Για τον καθορισμό της επικοινωνίας του γονέα με το τέκνο είναι αδιάφορο για ποιο λόγο οι γονείς δεν ζουν μαζί και αν αυτός που αξιώνει την επικοινωνία είναι υπαίτιος για τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης των γονέων ή τη λύση του γάμου τους. Το άκρως προσωπικό αυτό δικαίωμα του γονέα για επικοινωνία με το ανήλικο τέκνο του απορρέει από το φυσικό δεσμό του αίματος και του αισθήματος στοργής προς αυτό, συντελεί δε στην ανάπτυξη του ψυχικού του κόσμου και την εν γένει προσωπικότητά του, γι` αυτό η άσκηση του αποβλέπει κυρίως στο καλώς εννοούμενο συμφέρον του τέκνου. Εξάλλου η ρύθμιση του ανωτέρω δικαιώματος επικοινωνίας λειτουργεί μέσα στο γενικότερο πλαίσιο διατάξεων που προβλέπουν την άσκηση του δικαιώματος, αλλά και του καθήκοντος των γονέων περί τη γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου τους (άρθρα 1510 επ. του ΑΚ), για την οποία ο νόμος (άρθρα 1511 και 1512 του ΑΚ) επιτάσσει η ρύθμιση αυτή να αποβλέπει πρωτίστως στο συμφέρον του τέκνου. Επομένως, και το δικαστήριο, όταν ρυθμίζει την άσκηση της προσωπικής επικοινωνίας του γονέα με το τέκνο του, πρέπει πάντοτε να αποφασίζει με οδηγό το καλώς εννοούμενο συμφέρον του τελευταίου, λαμβάνοντας υπόψη του τις προκύπτουσες συντρέχουσες συνθήκες και περιστάσεις κάτω από τις οποίες θα ασκείται η προσωπική αυτή επικοινωνία στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 1516/2005, ΝοΒ 2006/400, ΕφΘεσ 564/2008, Αρμ 2008/1836), επιβάλλοντας, εφόσον είναι αναγκαίο για την προστασία του συμφέροντος του τέκνου, περιορισμούς στην άσκησή της, οι οποίοι μπορούν να αναφέρονται στον τόπο και το χρόνο της επικοινωνίας, την παρουσία τρίτων προσώπων κατά τη διάρκεια της ή ακόμη να συνίστανται στη λήψη μέτρων που διαμορφώνουν την επικοινωνία με ιδιαίτερο τρόπο, λόγω ειδικών περιστάσεων. Εάν όμως, υφίστανται εξαιρετικές, ακραίες καταστάσεις ή η άσκηση του δικαιώματος επικοινωνίας γίνεται με τρόπο καταχρηστικό, είναι δυνατόν και να αποκλεισθεί η άσκησή του με δικαστική απόφαση, εφόσον πάντοτε αυτό είναι αναγκαίο μόνο για το συμφέρον του τέκνου, η σχετική δε δικαστική απόφαση, σε περίπτωση μεταβολής στο μέλλον των συνθηκών που οδήγησαν στον αποκλεισμό αυτό, μπορεί να μεταρρυθμιστεί με νέα απόφαση, η οποία θα άρει τον αποκλεισμό (ΑΠ 537/2012 ΝΟΜΟΣ - ΑΠ 896/2007 ΝΟΜΟΣ -ΑΠ 509/1992 αδ - ΕφΛαρ 575/2003 αδημ. - Πουλιάδης σε ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, Οικογενειακό Δίκαιο, άρθρο 1520 σελ. 231 επ - Ε. Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη, Το δικαίωμα επικοινωνίας στα πλαίσια του εκσυγχρονισμού Οικογενειακού Δικαίου Αρμ. 42, 1097-1103, ιδίως σελ 1098-1099, Contra ότι δεν νοείται πλήρης αποκλεισμός - ΑΠ 534/1991, ΕλΔ 32.1505, ΕφΘεσ 1560/2003, Αρμ 2003/1273, ΕφΑθ 2758/1998, ΕλΔ 39.1646,ΕφΘεσ 2322/1997, ΕλΔ 40.358, ΕφΑθ 4818/1997, ΕλΔ 39.879). Για τον προσδιορισμό του συμφέροντος του τέκνου λαμβάνονται υπόψη τόσο η υποκειμενική πλευρά του παιδιού, η ψυχική του διάθεση και στάση σε σχέση με την επικοινωνία, όσο και αντικειμενικά αξιολογικά κριτήρια. Η ψυχική στάση του παιδιού είναι μεταβλητή, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι έχει δευτερεύουσα σημασία. Η εκτίμηση της υποκειμενικής πλευράς του παιδιού συνδέεται κυρίως με την ανάγκη προστασίας του στο παρόν από την επιβάρυνση και τις συνακόλουθες δυσμενείς επιπτώσεις που θα συνεπάγεται γι` αυτό μια επικοινωνία που είναι αντίθετη προς τη θέλησή του. Από αντικειμενική άποψη σημαντικό ρόλο θα διαδραματίζει στη διαμόρφωση της σχετικής κρίσης προσδιορισμού του συμφέροντος του τέκνου η μακροπρόθεσμη - με βάση τη μελλοντική προοπτική - ανάγκη της διατήρησης της επαφής με τον άλλο γονέα και οι επιδράσεις που αυτή έχει στην εν γένει ανάπτυξη και εξέλιξη της προσωπικότητας του παιδιού. Σημαντικό κριτήριο για την εξειδίκευση του συμφέροντος του ανηλίκου αποτελεί η προσωπική του γνώμη, η αναζήτηση της οποίας εξαρτάται από την ωριμότητα αυτού, η οποία προϋποθέτει μια κάποια ηλικία (ΕφΑθ 1898/2000, ΕλλΔνη 42.455). Η. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1536 ΑΚ, αν από τότε που εκδόθηκε δικαστική απόφαση σχετική με τη γονική μέριμνα και την επικοινωνία ανήλικου τέκνου με τους γονείς του μεταβλήθηκαν οι συνθήκες, το δικαστήριο οφείλει, κατόπιν αίτησης ενός ή και των δύο γονέων, των πλησιέστερων συγγενών ή του εισαγγελέα, να προσαρμόσει την απόφασή του στις νέες συνθήκες με την ανάκληση ή μεταρρύθμιση της σύμφωνα με το συμφέρον του τέκνου (ΑΠ 1377/1996 ΕλλΔνη 38.1053, ΕφΘεσ 1715/2003 Αρμ. 2003.161 1, ΕφΘεσ 1560/2003 ό.π.). Με την εν λόγω διάταξη παραμερίζεται η σταθερότητα των δικαστικών αποφάσεων και δημιουργείται η δυνατότητα προσαρμογής τους στις νέες συνθήκες για χάρη του συμφέροντος του τέκνου, το οποίο αποτελεί το μόνο κριτήριο μεταβολής. Για την εφαρμογή της απαιτείται μεταβολή των συνθηκών, οι δε νέες συνθήκες μπορεί να αφορούν το πρόσωπο του τέκνου, των γονέων του ή γενικά του κοινωνικού περιβάλλοντος και πρέπει να επήλθαν μετά την τελεσιδικία της απόφασης. Περιστατικά αναγόμενα στο πρόσωπο των γονέων είναι η ενηλικίωση ανήλικου γονέα, ο νέος γάμος του γονέα, το σοβαρό πρόβλημα υγείας, η ανήθικη συμπεριφορά, η αδιαφορία ή η βάναυση συμπεριφορά του γονέα, ενώ περιστατικά σχετιζόμενα με το πρόσωπο του τέκνου είναι η μεγαλύτερη ηλικία του ή η ιδιάζουσα κατάσταση της υγείας του, που καθιστά απαραίτητη τη μητρική περίθαλψη και φροντίδα (ΕφΑθ 10059/2005 ΕλλΔνη 48.1121).

 III. Τέλος, κατά την παράγραφο 3 του ως άνω άρθρου 334 ΚΠολΔ, η μεταβολή των συνθηκών λαμβάνεται υπόψη αν έγινε σε χρόνο στον οποίο αυτός που ζητά την μεταρρύθμιση της απόφασης, δεν μπορούσε να προβάλει την μεταβολή αυτή στην αρχική δίκη. Από τις ανωτέρω διατάξεις, προκύπτουν τα εξής: αν η μεταβολή, επήλθε σε χρόνο κατά τον οποίο ήταν δυνατό να προταθεί αυτή και δεν προτάθηκε, τότε καλύπτεται από το δεδικασμένο που θα προκύψει από την απόφαση, και δεν μπορεί να αποτελέσει τη βάση νέας αγωγής προς μεταρρύθμισή της. Ο τρόπος με τον οποίο θα προταθεί στο δικαστήριο η μεταβολή των συνθηκών (με παρεμπίπτουσα αγωγή, με τις προτάσεις ή με την άσκηση έφεσης κατά της οριστικής απόφασης), εξαρτάται από το χρόνο επέλευσης της μεταβολής αυτής στο στάδιο στο οποίο βρισκόταν η δίκη και από τη θέση που είχε σ' αυτήν ο διάδικος που επικαλείται τη μεταβολή. Σε περίπτωση επέλευσης της μεταβολής των συνθηκών μετά την έκδοση της οριστικής αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, πρέπει να ασκηθεί έφεση, εφόσον εντός της προθεσμίας άσκησής της επήλθε η μεταβολή και τα περιστατικά αυτά πρέπει να προταθούν με την έφεση κατά της οριστικής απόφασης (άρθρο 527 και 2 ΚΠολΔ), διαφορετικά δεν μπορεί μεταγενέστερα να ασκηθεί αγωγή με αίτημα τη μεταρρύθμιση της αποφάσεως αυτής. Αν έχει ασκηθεί έφεση, χρόνος κατά τον οποίο λαμβάνεται υπόψη η μεταβολή των συνθηκών είναι και ο χρόνος της τελευταίας συζήτησης στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, μέχρις ότου μπορούν να προταθούν παραδεκτά οψιγενείς ισχυρισμοί, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 269 παρ. 2 και 527 ΚΠολΔ). Μόνο αν η μεταβολή των συνθηκών επήλθε σε χρόνο κατά τον οποίο δεν ήταν δυνατή η προβολή της στην αρχική δίκη, όπως μετά την τελευταία συζήτηση στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο ή επήλθε μετά την προθεσμία ασκήσεως της εφέσεως, είναι δυνατόν να ζητηθεί με αγωγή η μεταρρύθμιση της αποφάσεως που επιδίκασε διατροφή λόγω μεταβολής των συνθηκών (ΟλΑΠ 2/1994 ΕλΔνη 35,352, ΕφΘεσ 1962/1990 Αρμ 1991,140).

 IV. Στην προκειμένη περίπτωση, η εκκαλούσα, με τον πρώτο λόγο της έφεσής της ισχυρίζεται ότι η εκκαλουμένη απόφαση εσφαλμένως δέχθηκε ότι κατά το χρόνο της ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου συζήτησης της από 15/7/2019 αγωγής της και της από 17/10/2019 ανταγωγής του εφεσίβλητου - εκκαλούντος, η υπό μεταρρύθμιση με αριθμό 9780/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών δεν είχε ακόμη τελεσιδικήσει. Πλην όμως όπως συνομολογεί ο εφεσίβλητος (εναγόμενος/αντενάγων) την υπ` αριθμ. 9780/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, επέδωσε στην εκκαλούσα (ενάγουσα/ αντεναγομένη) στις 14-9-2018 όπως αποδεικνύεται από την υπ` αριθμ. ……/14-9-2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή …………. την οποία προσκομίζει με επίκληση, επομένως κατά το χρόνο ασκήσεως της 15-7-2019 (Γεν. Αριθ. Κατ. …../2019 και Ειδ. Αριθ. Κατ. ……/2019) αγωγής της εκκαλούσας/ενάγουσας/ αντεναγομένης και της από 17-10-2019 ανταγωγής (με Γεν. Αριθ. Κατ.: ……/2019 και Ειδ. Αριθ. Κατ.: ……/2019) του εφεσιβλήτου/εναγομένου/αντενάγοντος, η υπό μερική ανάκληση/μεταρρύθμιση υπ` αριθμ. 9780/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών είχε καταστεί τελεσίδικη. Ως εκ τούτου η προσβαλλόμενη η απόφαση, η οποία έκρινε αντίθετα πρέπει, γενομένου δεκτού του πρώτου λόγου της υπό στοιχ. α` έφεσης, να εξαφανιστεί (άρθρ. 535 παρ 1 Κ.ΠολΔ.) και ακολούθως να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και περαιτέρω η ανωτέρω αγωγή και ανταγωγή να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητα αυτών.

 V. Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων ήτοι του μάρτυρα της εκκαλούσας (ενάγουσας/αντεναγομένης) ………. (πατέρα της) και της μάρτυρα του εφεσιβλήτου (αντενάγοντος/ εναγομένου) ………….. (αδελφή του), που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται (οι καταθέσεις) στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του ιδίου Δικαστηρίου, τις προσκομιζόμενες από την εκκαλούσα υπ` αριθμ. ……./7-10-2020, ……./8-11-2019, ……../8-11-2019 ένορκες βεβαιώσεις που δόθηκαν ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών ……….. μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση του εφεσιβλήτου/ εναγομένου/ αντενάγοντος (βλ. υπ’ αριθμ. ……/2.10.2020, ……../4.11.2019 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Εφετείου Αθηνών ………..) καθώς και την προσκομιζόμενη από τον εφεσίβλητο υπ` αριθμ. ……./24-10-2019 ένορκη βεβαίωση που δόθηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ………. μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της εκκαλούσας (βλ. υπ` αριθμ. ……/21-10-2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Εφετείου Αθηνών ………..), αλλά και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα έστω και μη ειδικώς κατωτέρω μνημονευόμενα τα οποία προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ανάμεσα στα οποία έγγραφα που για πρώτη φορά στον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας γίνεται επίκληση και προσαγωγή εκ μέρους των διαδίκων όχι από πρόθεση στρεψοδικίας ή βαριά αμέλεια (άρθρο 529 του ΚΠολΔ) αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο πολιτικό γάμο στο δημοτικό κατάστημα του ….. της δημοτικής ενότητας ………… της Τήνου στις 25-8-2016. Από το γάμο τους αυτό απέκτησαν ένα άρρεν τέκνο που γεννήθηκε στις 2-1-2017. Η έγγαμη συμβίωσή τους δεν εξελίχθηκε ομαλά και από τις 18-7-2017 διασπάστηκε με την αποχώρηση της εκκαλούσας (ενάγουσας/αντεναγομένης) από την οικογενειακή εστία, η οποία έκτοτε διαμένει στην πατρική της οικία, που βρίσκεται στον …… Αττικής μαζί με το ανήλικο τέκνο της. Στη συνέχεια η επιμέλεια του προσώπου του ανηλίκου ανατέθηκε προσωρινά στην εκκαλούσα (ενάγουσα/αντεναγομένη) με την υπ` αριθμ. 360/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) κατόπιν αντίθετων αιτήσεων των διαδίκων, με την ίδια δε απόφαση ρυθμίστηκε προσωρινά το δικαίωμα επικοινωνίας του εφεσιβλήτου (εναγομένου/αντενάγοντος) με το τέκνο, ορίζοντας ότι η επικοινωνία του θα γίνεται πάντοτε με την παρουσία της μητέρας στον τόπο κατοικίας του ανηλίκου. Ακολούθως κατόπιν αντίθετων αγωγών των διαδίκων εκδόθηκε η με αριθμό 9780/2018 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (ειδική διαδικασία οικογενειακών διαφορών) με την οποία ανατέθηκε οριστικά η επιμέλεια του προσώπου του ανηλίκου στην εκκαλούσα (ενάγουσα/αντεναγομένη) και ρυθμίστηκε το δικαίωμα επικοινωνίας του εφεσίβλητου (εναγόμενου/αντενάγοντα με το ανήλικο τέκνο του μέχρι αυτό να συμπληρώσει το τρίτο έτος της ηλικίας του, ως εξής: Κάθε Τρίτη και Πέμπτη ημέρα της εβδομάδας, από ώρα 17.00 έως ώρα 19:00), κάθε 1ο και 3ο Σάββατο του μήνα, από ώρα 11:00 έως ώρα 14:00, και κάθε 2η και 4η Κυριακή του μήνα από ώρα 11:00 έως 14:00, ανεξαρτήτως των αργιών των Χριστουγέννων, του Πάσχα και των καλοκαιρινών διακοπών. Με την ίδια υπ’ αριθμ. 9780/2018 απόφαση ορίστηκε επιπρόσθετα (όπως είχε οριστεί και με την υπ’ αριθμ. 360/2018 ασφαλιστικών μέτρων) ότι η επικοινωνία του εφεσιβλήτου (εναγομένου/αντενάγοντος) θα γίνεται πάντοτε με την παρουσία της μητέρας στον τόπο κατοικίας του ανηλίκου. Εξάλλου η εκκαλούσα (ενάγουσα/ αντεναγομένη) είχε καταθέσει επιπρόσθετα εκτός της από 15-7-2019 (Γεν. Αριθ. Κατ. …../2019 και Ειδ. Αριθ. Κατ. …../2019) αγωγής της και την στηριζόμενη στην αγωγή από 29-7-2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ/……../2019) αίτηση για λήψη ασφαλιστικών μέτρων, ισχυριζόμενη ότι υφίστατο επείγουσα περίπτωση και αιτούμενη τον περιορισμό του χρόνου της επικοινωνίας του εφεσιβλήτου με το ανήλικο λόγω της, κατά τους ισχυρισμούς της στο δικόγραφο, βλαπτικής συμπεριφοράς του σε βάρος αυτού (ανηλίκου) μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της αγωγής της. Επί της αμέσως ανωτέρω από 29-7-2019 αιτήσεως της εκκαλούσας (ενάγουσας/αντεναγομένης) για την λήψη ασφαλιστικών μέτρων εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 4878/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με την οποία πιθανολογήθηκε ότι από τον Ιανουάριο του 2018, οπότε συζητήθηκε η από 16-9-2017 αγωγή της εκκαλούσας επί της οποίας εκδόθηκε η υπ` αριθμ. 9780/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, καθώς και μετά την έκδοση της απόφασης αυτής ο εφεσίβλητος κατά τις ημέρες και ώρες επικοινωνίας του με το ανήλικο τέκνο του εμφανίζει προς αυτό πιεστική και εριστική συμπεριφορά με εξάρσεις βίας, απευθύνει προς αυτό μειωτικούς χαρακτηρισμούς και λίαν απαξιωτικές εκφράσεις σε βάρος της μητέρας του (εκκαλούσας) και σε βάρος των γονέων αυτής (απώτερων ανιόντων μητρικής γραμμής) οι οποίες αναφέρονται ενδεικτικά στο αιτιολογικό της απόφασης (υπ` αριθμ. 4878/2019) πετάει σκουπίδια, νερά και σαπουνάδες στο πάτωμα του καθιστικού της οικίας της εκκαλούσας όπου επικοινωνεί με τον ανήλικο, χτυπάει τα πόδια του στο πάτωμα και τα χέρια του στο τραπέζι, προκαλεί κρότο με διάφορα παιχνίδια, προκαλεί τον ανήλικο να βγάζει τα μάτια από τα παιχνίδια κλπ. Επίσης με την ίδια απόφαση (4878/2019) πιθανολογήθηκε ότι ενώ ο εφεσίβλητος από τον Δεκέμβριο του 2017 και εξής ονόμαζε το ανήλικο με το όνομα ……., το οποίο ο ίδιος είχε επιλέξει, ένα χρόνο αργότερα και προ της συζητήσεως της από 19.3.2018 αγωγής της εκκαλούσας (μητέρας) στο ακροατήριο του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, στις 7-1-2019, με αίτημα να οριστεί το όνομα του ανηλίκου “……….” επειδή δεν είχε γίνει ακόμη η ονοματοδοσία και η βάφτιση αυτού, ο εφεσίβλητος με την από 21.12.2018 εξώδικη δήλωση του προς την εκκαλούσα ισχυρίστηκε πως οι διάδικοι, είχαν προ της διασπάσεως της έγγαμης συμβίωσης συμφωνήσει να δοθεί στο ανήλικο τέκνο το όνομα ………, και έκτοτε κατά τις ημέρες και ώρες επικοινωνίας του με το ανήλικο τέκνο του, αρχικά το προσφωνούσε με την διπλή ονομασία ……….. και στη συνέχεια μόνο με το όνομα «……..», όνομα το οποίο με επιτακτικό τόνο ζητούσε να επαναλάβει το τέκνο, οπότε και το επιβράβευε, ενώ αντίθετα συνιστούσε επιτακτικά στο ανήλικο να μην αποκρίνεται στο όνομα ……… (για το ζήτημα του ονόματος του ανηλίκου οράτε και την υπ` αριθμ. 12399/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με την οποία ορίστηκε το κύριο όνομα του ανηλίκου …….). Τέλος με την άνω υπ` αριθμ. 4878/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που εκδόθηκε κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων πιθανολογήθηκε ότι εξ αιτίας της προεκτεθείσας συμπεριφοράς του εφεσιβλήττου (εναγομένου/ αντενάγοντος) έχει δημιουργηθεί ανασφάλεια ως προς τις σχέσεις του ανηλίκου με τον πατέρα, τα συναισθήματά του απέναντι του, καθώς και φόβος και πανικός, που σχετίζεται με τις αντιδράσεις του εφεσιβλήτου (εναγομένου/ αντενάγοντος), με αποτέλεσμα να δυσανασχετεί έντονα να συναντήσει τον πατέρα του, αλλά και τα άτομα του στενού οικογενειακού περιβάλλοντος αυτού, διακατεχόμενο (το τέκνο) από έντονα συναισθήματα φόβου και υποταγής, παραμένοντας πλέον προσκολλημένος (ο ανήλικος), σε μεγάλο βαθμό στη μητέρα του, με την οποία έχει αναπτύξει ισχυρότατους δεσμούς, αφού δεν την έχει αποχωριστεί από τη γέννησή του, στη συνέχεια δε ρυθμίστηκε προσωρινά το δικαίωμα επικοινωνίας του εφεσιβλήτου (εναγομένου/ αντενάγοντος) με τον ανήλικο …….. ως εξής: (Α) Κάθε πρώτο (1ο) και τέταρτο (4ο) Σάββατο του μήνα, από ώρα 11.00 έως ώρα 12.00 και πρώτη (1η) και τέταρτη (4η) Κυριακή του μήνα από ώρα 11.00 έως ώρα 12.00. (Β) Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού: (α) Τον μήνα Ιούλιο, κάθε πρώτο (1ο) Σάββατο του μήνα από ώρα 11.00 έως ώρα 12.00 και κάθε δεύτερη Κυριακή του μήνα από ώρα 11.00 έως ώρα 12.00. (β) Τον μήνα Αύγουστο κάθε τρίτο (3ο) Σάββατο του μήνα από ώρα 11.00 έως ώρα 12.00 και κάθε τέταρτη (4η) Κυριακή του μήνα από ώρα 1 1.00 έως ώρα 12.00. (Γ) Για τις γιορτές των Χριστουγέννων - Πρωτοχρονιάς, για το χρονικό διάστημα, από την 22α Δεκεμβρίου εκάστου έτους έως 6η Ιανουάριου του επόμενου έτους, η επικοινωνία να γίνεται: α) Για την εορτή των Χριστουγέννων για τα μονά έτη κάθε προπαραμονή Χριστουγέννων από ώρα 11.00 έως ώρα 12.00 και παραμονή Χριστουγέννων από ώρα 11.00 έως ώρα 12.00 και για τα ζυγά έτη ανήμερα των Χριστουγέννων από ώρα 11.00 έως ώρα 12.00 και δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων από ώρα 11.00 έως ώρα 12.00. (β) Για την εορτή της πρωτοχρονιάς, για τα μονά έτη ανήμερα της πρωτοχρονιάς από ώρα 11.00 έως ώρα 12.00 και την δεύτερη ημέρα (02/01) του νέου έτους από ώρα 11.00 έως ώρα 12.00, και για τα ζυγά έτη την προπαραμονή πρωτοχρονιάς από ώρα 11.00 έως ώρα 12.00 και παραμονή πρωτοχρονιάς από ώρα 11.00 έως ώρα 12.00. (Δ) Για τις εορτές του Πάσχα για το χρονικό διάστημα από την Κυριακή των Βαΐων έως την Κυριακή του Θωμά η επικοινωνία να γίνεται: α) Για τα ζυγά έτη κάθε Μεγάλη Παρασκευή από ώρα 11.00 έως ώρα 12.00 και Παραμονή του Πάσχα από ώρα 11.00 έως ώρα 12.00 και για τα μονά έτη ανήμερα το Πάσχα από ώρα 11.00 έως ώρα 12.00 και τη δεύτερη ημέρα του Πάσχα από ώρα 11.00 έως ώρα 12.00. Με την ίδια απόφαση (υπ` αριθμ. 4878/2019) ορίστηκε επιπρόσθετα η επικοινωνία του εφεσιβλήτου με το ανήλικο τέκνο του θα γίνεται πάντοτε με την παρουσία της μητέρας του ανηλίκου στον τόπο κατοικίας του ανηλίκου. Η εκδηλούμενη βλαπτική συμπεριφορά του εφεσιβλήτου (εναγομένου/αντενάγοντος) σε βάρος του ανήλικου ………., αποδεικνύεται από τις καταθέσεις των μαρτύρων της εκκαλούσας (ενάγουσας/αντεναγομένης), ήτοι την κατάθεση του ……… (πατέρα της) κατά την ακροαματική διαδικασία στο πρωτόδικο Δικαστήριο, όπως η κατάθεση αυτή καταγράφεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (υπ’ αριθμ. 3833/9-3-2020) και στην υπ` αριθμ. ……/7.10.2020 ένορκη βεβαίωση του ιδίου μάρτυρα ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών ………, καθώς και από τις καταθέσεις των λοιπών μαρτύρων - τρίτων προσώπων -……….και ………. (βλ. ……/8.11.2019 και ……. /8.11.2019 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του ιδίου συμβολαιογράφου). Οι μάρτυρες αυτοί όσα καταθέτουν τα καταθέτουν από δική τους αντίληψη, αντίθετα με την μάρτυρα αδελφή του εφεσιβλήτου (εναγομένου/αντενάγοντα) ……., που ομοίως κατέθεσε κατά την ακροαματική διαδικασία στο πρωτόδικο Δικαστήριο, και η κατάθεση της καταγράφεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (υπ’ αριθμ. 3833/9-3-2020), η οποία όσα κατέθεσε τα γνωρίζει από τον εφεσίβλητο αδελφό της. Η αμφισβήτηση της αξιοπιστίας των καταθέσεων των μαρτύρων ……….. και …………. από τον εφεσίβλητο (εναγόμενο/ αντενάγοντα) που στηρίζεται στην ιδιότητα των μαρτύρων αυτών ως αστυνομικών υπηρετούντων στην προσωπική ασφάλεια του πατέρα της εκκαλούσας νυν Υφυπουργού Προστασίας του Πολίτη, καθώς και η αμφισβήτηση της αλήθειας των καταθέσεων αυτών με αιτιάσεις όπως η παράνομη παρακολούθηση της επικοινωνίας του εφεσίβλητου με τον ανήλικο ……….. ή η απαγορευμένη παραμονή των προσώπων αυτών στο χώρο επικοινωνίας, επειδή παρέμεναν στον κάτω όροφο της οικίας, από τον τόπο (όροφο) που διεξαγόταν η επικοινωνία του εφεσιβλήτου με τον ανήλικο, συνιστούν αντικρούσεις με έμμεσους ισχυρισμούς οι οποίοι ακόμη και αν υποτεθούν αληθινοί, δεν αναιρούν την αλήθεια των περιστατικών που καταθέτουν οι μάρτυρες αυτοί, αντίθετα την ενισχύουν. Κατά την κρίση επομένως του Δικαστηρίου αυτού, αποδεικνύεται ότι ο εφεσίβλητος εκδήλωνε μέχρι τον Μάρτιο του 2020 (8.3.2020), οπότε διέκοψε κάθε επικοινωνία με τον ανήλικο ……., κατά τον χρόνο επικοινωνίας του με αυτόν (όπως η επικοινωνία ρυθμιζόταν με την υπ` αριθμ. 9780/2018 και στη συνέχεια με την υπ` αριθ. 4878/2019 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών) την παρακάτω βλαπτική για τον ανήλικο συμπεριφορά, η οποία συνίστατο σε ύβρεις, υπονόμευση έλλειψης σεβασμού και περιφρόνηση, σε απειλές και χρησιμοποίηση του ανήλικου για την μετάδοση εκφοβιστικών μηνυμάτων, σε έμμεση βία κατά πραγμάτων, σε απεύθυνση στο παιδί με διαφορετικό όνομα (……) από το όνομα που το ονομάζουν υπόλοιποι (………..). Οι προσβλητικές της προσωπικότητας της εκκαλούσας και της πατρικής οικογένειάς της εκφράσεις και χαρακτηρισμοί, όπως «φίδια, απατεώνες, ξεφτίλες, κακοί, ψεύτες, κλέφτες, χαζοί, τσιγκούνηδες, τσιγκουναριά, γέροι, μπάτσος, η κακιά γριά, ξεδιάντροπη, “οι ψεύτες που πάνε εκκλησία”, “παλιόγρια”, “η γριά το ΤΙΠΟΤΑ”, κλπ., Οι περιφρονητικοί χαρακτηρισμοί, όπως “η χαζή μαμά που φοράει γυαλιά”, η μαμά η θεούσα κλπ. Οι προτροπές “δεν ακούμε τη μαμά, μόνο τον μπαμπά”, “μη λες μαμά, μπαμπά να λες”, “οι χαζοί λένε μαμά” κλπ., οι εκφοβισμοί και οι απειλές όπως “η μαμά σου λέει ψέματα”, “η μαμά σε πήρε από τον μπαμπά”, “η μαμά δεν σε αγαπάει”, “δεν ξέρω καμία μαμά”, “η κακιά γριά και ο μπάτσος που σε πήραν από το σπίτι του μπαμπά”, “η κακιά γριά και η μαμά που θέλουν να σε πάρουν από τον μπαμπά”, “η κακιά γριά, ο λύκος”, “ΟΞΩ”, “ΟΞΩ ΟΙ ΜΠΑΤΣΟΙ”, “αν πάω κάτω θα δεις τι θα γίνει”, “θα δεις τι θα πάθει η γριά”, κλπ., η έμμεσα βίαιη συμπεριφορά εκδηλούμενη με έντονα νευρικά γέλια, με προτροπές όπως “βαράμε, ρίχνουμε φάπα”, “σβήσε το καντήλι του μπάτσου”, “πυροβόλησε το πορτραίτο του μπάτσου”, με χτυπήματα στο πάτωμα και στο τραπέζι, με καταστροφή του χώρου επικοινωνίας (σκουπίδια, χαρακές σε έπιπλα, πέταγμα νερών στο πάτωμα κλπ.), η αλλαγή του ονόματος και η αμφισβήτηση της υπάρξεως του ανηλίκου με το όνομα αυτό με εκφράσεις όπως “ποιος είναι ο ……; Δεν ξέρω εγώ κανέναν ……..!!!!! ….. σε λένε", "όταν σε ρωτάνε τα παιδιά πως σε λένε τι λες; ……... Γιατί λες ………. Δεν έχω πει θα λες μόνο ………, μην μπερδεύεσαι!!!!”, “Δεν υπάρχει …….”, “δεν ξέρω εγώ κανέναν ……… κλπ., οι συγκρίσεις χρησιμοποιώντας το δίπολο καλός-κακός και η απαξίωση άλλων ανθρώπων προσδιοριζόμενων από το επάγγελμά τους, όπως “ο καλός παππούς”, “η καλή γιαγιά”, “η καλή θεία” και στον αντίποδα “η κακιά γριά”, “ο μπάτσος”, “έξω οι μπάτσοι” “ο μπαμπάς που είναι αφεντικό”, η μαμά που είναι χαζή γιατί φοράει γυαλιά”, “ο μπαμπάς είναι αφεντικό και έχει υπαλλήλους που κάνουν ότι τους διατάξει”, η απόρριψη των ανθρώπων που είναι υπάλληλοι, γεωργοί, σερβιτόροι κλπ., και τέλος, η εκμάθηση όλων αυτών στον ανήλικο ………., με τη μορφή επίμονων επαναλήψεων σε συνδυασμό με την επανειλημμένη και αναιτιολόγητη αφαίρεση των παιχνιδιών από το ανήλικο παιδί κατά την αποχώρηση του εφεσιβλήτου (πατέρα) μετά τη λήξη του χρόνου επικοινωνίας, συνιστούν και κατά την κρίση του Δικαστηρίου αυτού, βλαπτικές συμπεριφορές που αυταπόδεικτα δημιούργησαν στο νηπιακής ηλικίας παιδί ανασφάλεια ως προς τις σχέσεις και τα συναισθήματα προς τον εφεσίβλητο (πατέρα του), αλλά και αισθήματα φόβου, πανικού και υποταγής που σχετίζονται άμεσα με τις αντιδράσεις του εφεσιβλήτου (εναγομένου/ αντενάγοντος), έχοντας δε όλα αυτά σαν αποτέλεσμα ο ανήλικος να δυσανασχετεί έντονα να συναντήσει τον πατέρα του, αλλά και τα άτομα του στενού οικογενειακού περιβάλλοντος αυτού, διακατεχόμενος (ο ανήλικος) από έντονα συναισθήματα φόβου και υποταγής, παραμένοντας προσκολλημένος, σε μεγάλο βαθμό στη μητέρα του, με την οποία έχει αναπτύξει ισχυρότατους δεσμούς. Μάλιστα ο ίδιος ο εφεσίβλητος (εναγόμενος/αντενάγων) δεν αρνείται ορισμένα περιστατικά, στα οποία αναφέρεται και περιγράφει ο ίδιος στην από 14.11.2019 Προσθήκη και Αντίκρουση που κατέθεσε στη πρωτόδικη διαδικασία (σβήσιμο καντηλιού από τον ανήλικο με πιστόλι που εκτοξεύει νερό, πυροβολισμός από τον ανήλικο πορτραίτου με πιστόλι που εκτοξεύει φούσκες), ούτε αρνήθηκε ότι ονομάζει το παιδί μόνος αυτός με άλλο όνομα (βλ. κατάθεση αδελφής του εφεσιβλήτου (εναγομένου αντενάγοντος) στην πρωτόδικη διαδικασία όπως καταγράφεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδριάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου). Στη συνέχεια, μετά την έκδοση της εκκαλουμένης υπ` αριθμ. 3833/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία δημοσιεύθηκε στις 9-3-2020 ο εφεσίβλητος (εναγόμενος/αντενάγων) ήγειρε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 3-4-2020 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων (ΓΑΚ/ΕΑΚ/……./……/2020) με αίτημα εκδόσεως προσωρινής διαταγής, με την οποία ζητούσε την εκ νέου ρύθμιση του δικαιώματος της επικοινωνίας του με τον ανήλικο …….. μέχρι την έκδοση αποφάσεως επί της αιτήσεως του, διότι αυτό παρέμενε αρρύθμιστο μετά την έκδοση της εκκαλουμένης απόφασης και την συνεπεία αυτής λήξη της ισχύος της υπ` αριθμ. 4878/2019 απόφασης ασφαλιστικών μέτρων με την οποία ρυθμιζόταν προσωρινά το δικαίωμα της επικοινωνίας του με τον ……….. Σημειώνεται ότι προ της εγέρσεως της άνω από 3-4-2020 αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων η εκκαλούσα (ενάγουσα/αντεναγόμενη) προσκάλεσε  επανειλημμένα τον εφεσίβλητο (εναγόμενο/αντενάγοντα) με εξώδικη πρόσκληση και ηλεκτρονικές επιστολές (βλ. από 13.3.2020 εξώδικη πρόσκληση και από 1-4-2020 και 2-4-2020 ηλεκτρονικές επιστολές) να επικοινωνήσει με τον ανήλικο παιδί τους, στους χρόνους που οριζόταν με την τελευταία υπ` αριθμ. 4878/2019 απόφαση, αλλά ο εφεσίβλητος (εναγόμενος/ αντενάγων) είχε διακόψει την επικοινωνία του με τον ανήλικο …… από 8-3-2020. Στη συνέχεια επί της άνω από 3-4-2020 αιτήσεως (ΓΑΚ/ΕΑΚ/…../…/2020) του εκκαλούντος εκδόθηκε η από 6-4-2020 προσωρινή διαταγή, η οποία εκδόθηκε ερήμην της εκκαλούσας λόγω των εξαιρετικών μέτρων που είχαν ληφθεί στη δικαιοσύνη εξ αιτίας της πανδημίας του Covid-19 (ΚΥΑ 1074/2020) και ρυθμίστηκε η επικοινωνία του εφεσιβλήτου (εναγόμενου/αντενάγοντος) με τον ανήλικο …….. ηλικίας τότε τριών (3) ετών (γεννημένο στις 2.1.2017), ως εξής: α) Κάθε Τρίτη και Πέμπτη από ώρα 16.00 έως ώρα 19.00, και β) κάθε δεύτερη και τέταρτη Κυριακή εκάστου μηνός από ώρα 11.00 έως ώρα 14:00, παραλαμβάνοντας το από την οικία της μητέρας του και επιστρέφοντας το εκεί, κατά τις ορισθείσες ημέρες και ώρες. Η άνω από 6-4-2020 προσωρινή διαταγή επιδόθηκε στην εκκαλούσα (ενάγουσα/αντεναγομένη) την επόμενη ημέρα (7-4-2020) και την μεθεπόμενη ημέρα η εκκαλούσα υπέβαλε την από 8-4-2020 αίτησή της για την ανάκληση άλλως μεταρρύθμιση της από 6-4-2020 προσωρινής διαταγής ζητώντας ουσιαστικά την επαναφορά της ρυθμίσεως του δικαιώματος επικοινωνίας του εκκαλούντος με τον ανήλικο όπως οριζόταν στην υπ` αριθμ. 4878/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Επί της από 8-4-2020 αιτήσεως της εκκαλούσας εκδόθηκε η από 9-4-2020 προσωρινή διαταγή με την οποία ρυθμίστηκε το δικαίωμα επικοινωνίας του εφεσιβλήτου (εναγόμενου /αντεναγομένου) προσωρινά μέχρι την συζήτηση της άνω από 3-4-2020 αιτήσεως (ΓΑΚ/ΕΑΚ/…../……/2020) ως εξής: Κάθε πρώτο και τέταρτο Σάββατο του μήνα από ώρα 11.00 έως 12.00 και κάθε πρώτη και τέταρτη Κυριακή από ώρα 11.00 έως ώρα 12.00, στην κατοικία όπου διαμένει και παρουσία της μητέρας του. Η από 3-4-2020 αίτηση (ΓΑΚ/ΕΑΚ /…../……/2020) του εφεσιβλήτου (εναγομένου Παντενάγοντος) συζητήθηκε στο ακροατήριο του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων στις 24-6-2020 και το Δικαστήριο με απόφαση του διατήρησε την άνω από 6-4-2020 προσωρινή διαταγή. Πλην όμως η εκκαλούσα υπέβαλε αίτημα διορθώσεως της απόφασης διατήρησης της από 6-4-2020 προσωρινής διαταγής, θεωρώντας ότι δεν ήταν δυνατή η διατήρηση της εφόσον είχε παύσει η ισχύς της, ζήτησε δε επιπρόσθετα να εκδοθεί νέα προσωρινή διαταγή. Πράγματι εκδόθηκε η από 9-7-2020 προσωρινή διαταγή με τον οποία ρυθμίστηκε προσωρινά το δικαίωμα επικοινωνίας του εφεσιβλήτου (εναγομένου/αντενάγοντος) με τον ανήλικο ……….. ως εξής: Κάθε 10 Σάββατο και κάθε 1η Κυριακή του μήνα από ώρα 11.00 έως ώρα 12.00 και κάθε 4ο Σάββατο και κάθε 4η Κυριακή του μήνα από ώρα 11.00 έως ώρα 12.00, στο σπίτι που διαμένει το παιδί με την παρουσία της μητέρας. Περαιτέρω από το αποδεικτικό υλικό προέκυψε ότι ο ανήλικος εκδήλωσε άρνηση να επικοινωνήσει με τους γονείς του εφεσιβλήτου (απώτερους ανιόντες της πατρικής πλευράς) αλλά και με τον ίδιο τον εφεσίβλητο (εναγόμενοι αντενάγοντες την οποία εκδήλωσε ενώπιον των αστυνομικών οργάνων στις 23-5-2020 (βλ. υπ` αριθμ. πρωτ. …….. Αντίγραφο Αναφοράς Εποχούμενης Περιπολίας του Αστυνομικού Τμήματος …….), και ότι ο εφεσίβλητος (εναγόμενος/αντενάγων) θεωρώντας ότι στις 23-5-2020 παραβιάστηκε από δόλο της εκκαλούσας το δικαίωμα της επικοινωνίας των γονέων του, την επομένη (24-5-2020) ενέμεινε στην σύλληψη αυτής (εκκαλούσας) με την αυτόφωρη διαδικασία, με αλλεπάλληλες κλήσεις στην άμεση δράση και αναμένοντας τη σύλληψη αρκετές ώρες παραμένοντας έξω από την οικία που διαμένει το ανήλικο τέκνο με την εκκαλούσα (βλ. υπ` αριθ. πρωτ.: ……….. /Α.Μ.Υ.: 3220 έγγραφο της Διευθύνσεως Αμέσου Δράσης Αττικής). Παρόμοιο επεισόδιο δημιουργήθηκε στις 28-6-2020 όταν ο ανήλικος …………. αρνήθηκε να επικοινωνήσει με τον πατέρα του, να τον ακολουθήσει και να απομακρυνθεί από την μητέρα του (εκκαλούσα) και από το σπίτι που διαμένει (σε εκτέλεση της από 6-4-2020 προσωρινής διαταγής η οποία μεταρρυθμίστηκε στις 9-7-2020) και η αστυνομία μετά από κλήση του εφεσίβλητου/ενάγοντα συνέλαβε την εκκαλούσα για παραβίαση δικαστικής απόφασης στα πλαίσια της αυτόφωρης διαδικασίας (βλ. αριθμ. πρωτ. ………../28-6-2020 Αντίγραφο Αναφοράς Εποχούμενης του Αστυνομικού Τμήματος ……). Όπως περαιτέρω αποδείχθηκε την ημέρα εκείνη (28-6-2020) ο ανήλικος ……, αντιλαμβανόμενος την ένταση και την απομάκρυνση της μητέρας του εκδήλωσε έντονη ανησυχία (βλ. υπ’ αριθμ. …./3.7.2020 Ένορκη βεβαίωση). Την άρνηση του ανηλίκου ……… να επικοινωνήσει με τον εφεσίβλητο, δηλαδή να τον ακολουθήσει και να απομακρυνθεί από την μητέρα του επιρρωνύει και το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος στη συνέχεια συμφωνεί να επικοινωνεί με τον ανήλικο ……… σε δημόσιους χώρους (όπως πλατείες, παιδικές χαρές, δημιουργικούς χώρους κλπ) παρουσία της εκκαλούσας, σε χρόνους που θα ορίζονται από κοινού, στάση που δεν θα είχε λόγο να τηρήσει αν η μέχρι τότε επικοινωνία του με τον ανήλικο ήταν ομαλή ή και αβίαστη. Μάλιστα η εκκαλούσα, ενεργώντας προς το συμφέρον του ανηλίκου δεν ενέμεινε στην εφαρμογή της από 9-7-2020 προσωρινής διαταγής με την οποία ρυθμιζόταν προσωρινά το δικαίωμα επικοινωνίας του εφεσιβλήτου με τον ανήλικο ………., κάθε 1ο Σάββατο και κάθε 1η Κυριακή του μήνα από ώρα 11.00 έως ώρα 12.00 και κάθε 4ο Σάββατο και κάθε 4η Κυριακή του μήνα από ώρα 11.00 έως ώρα 12.00, στο σπίτι που διαμένει το παιδί με την παρουσία της μητέρας. Περαιτέρω προς το συμφέρον του ανηλίκου είναι η δυνατότητα της προσωπικής επικοινωνίας αυτού (ανηλίκου) με τον γονέα με τον οποίο δεν διαμένει και η δημιουργία ισχυρών δεσμών υπό την προϋπόθεση ότι η επικοινωνία αυτή θα διεξάγεται με ομαλό τρόπο και θα συνεισφέρει στην υγιή ψυχοσωματική ανάπτυξη αυτού (του ανηλίκου). Υπό τα δεδομένα δε της υπό κρίση υποθέσεως, πρέπει να διασφαλιστεί η ομαλή ανάπτυξη της προσωπικότητας του ……….. σε περιβάλλον που δεν θα είναι χειριστικό και εντασιακό σε βάρος του. Μια τέτοια διασφάλιση του ανηλίκου από την επανάληψη των άνω περιγραφόμενων και εκδηλούμενων σε βάρος του συμπεριφορών, πρέπει να διαρκεί μέχρι την ηλικία που ο ανήλικος θα μπορεί να εκδηλώνει και εκφράζει τα συναισθήματά του και αυτή η ηλικία κρίνεται ότι είναι το έκτο (6ο) έτος της ηλικίας του συμπληρωμένο. Πρέπει επομένως ο ανήλικος ……….., ενόψει και του ισχυρού δεσμού με την μητέρα του, να βρίσκεται καθημερινά σε επαφή με το περιβάλλον στο οποίο αισθάνεται ασφάλεια και προστασία, ενόψει των πιεστικών καταστάσεων στις οποίες έχει υποβληθεί και περιγράφονται ανωτέρω, διότι η ηλικία του δεν βοηθά στον μεταβολισμό τέτοιων συμπεριφορών και καταστάσεων, οι οποίες υπάρχει κίνδυνος να επαναληφθούν (βλ. υπ` αριθμ. …../2019 απόφαση, από 27.7.2019 Ιατρική Γνωμάτευση του ψυχιάτρου ………, του Νοσοκομείου ……..). Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου ενισχύεται και από το γεγονός, ότι όλες οι προηγηθείσες και αναφερόμενες ανωτέρω αποφάσεις (όπως και η υπ` αριθμ. 4532/2018 που επικαλείται ο εφεσίβλητος) ρύθμιζαν το δικαίωμα επικοινωνίας του εφεσιβλήτου/εναγομένου/αντενάγοντα με τον ανήλικο στο σταθερό και ασφαλές περιβάλλον της μητέρας στο οποίο η επικοινωνία διεξαγόταν ή έστω στο οποίο επέστρεφε ο ανήλικος …… μετά από λίγες ώρες απομάκρυνσης (από 6-4-2020 προσωρινή διαταγή). Το ίδιο ισχύει και για την υπ` αριθμ 1949/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) που επικαλείται ο εφεσίβλητος, η οποία αφορά στην ρύθμιση του δικαιώματος επικοινωνίας των απώτερων ανιόντων της πατρικής γραμμής και με την οποία απαγορεύεται ρητά η παρουσία του εφεσιβλήτου κατά τη διάρκεια της επικοινωνίας. Περαιτέρω η εκτενής αναφορά του ίδιου του εφεσιβλήτου για ύπαρξη συστήματος εικόνας και ήχου στην οικία του στον …….. Αττικής, ικανού σε κάθε περίπτωση να χρησιμοποιηθεί ως σύστημα παρακολούθησης των διαμενόντων στην οικία αυτή, καθιστά το περιβάλλον της οικίας ιδιόμορφο, σε σύγκριση με το συνηθισμένο Οικογενειακό περιβάλλον της μέσης ελληνικής οικογένειας. Πρέπει επομένως να διασφαλιστεί το δικαίωμα του ανηλίκου ………. για την ελεύθερη και υγιή ανάπτυξη της προσωπικότητάς του, στην οποία αρρήκτως περιλαμβάνεται η ομαλή επικοινωνία και η δημιουργία ισχυρών δεσμών με τον γονέα με τον οποίο δεν διαμένει (πατέρα του), σε ένα υγιές, ήπιο, συναισθηματικά ομαλό και ασφαλές περιβάλλον, με τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται το δικαίωμα του ανηλίκου για ισορροπημένη ψυχολογική ανάπτυξη ως μια ανεξάρτητη και υπεύθυνη προσωπικότητα.

 Κατόπιν αυτών, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση ως βάσιμη κατ` ουσίαν, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και εκδικαστούν οι από 15-07-2019 αγωγή και από 17-10-2019 ανταγωγή, να γίνουν αυτές εν μέρει δεκτές ως βάσιμες κατ` ουσίαν και να ρυθμιστεί το δικαίωμα επικοινωνίας του εφεσίβλητου - εναγομένου - αντενάγοντος με το ανήλικο τέκνο του, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο διατακτικό της παρούσας.

 Τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας θα συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων (άρθρα 178, 179, 183 ΚΠολΔ).

 ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 Δικάζει κατ` αντιμωλία των διαδίκων την από 11/06/2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου ……../25-06-2020 έφεση της ενάγουσας- αντεναγόμενης ……….. κατά της με αριθμό 3833/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των Οικογενειακών Διαφορών, άρθρ. 592 Κ.Πολ.Δ.)

 Δέχεται τυπικά και κατ` ουσίαν την έφεση.

 Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ` αριθμ. 3833/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.

 Κρατεί την υπόθεση και δικάζει κατ` ουσία την από 15/07/2019 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ………/2019 αγωγή της εκκαλούσας και την από 17/10/2019 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …../2019 ανταγωγή του εφεσίβλητου.

 Δέχεται εν μέρει αυτές.

 Ρυθμίζει το δικαίωμα επικοινωνίας του εφεσιβλήτου (εναγομένου-αντενάγοντος) με το ανήλικο τέκνο του, μέχρι την συμπλήρωση του έκτου (6ου) έτους ηλικίας του ανηλίκου, ως εξής: Την ημέρα Τρίτη της κάθε εβδομάδας από ώρα 16.00 έως ώρα 20.00, κάθε πρώτο (1ο) και τέταρτο (4ο) Σάββατο του μήνα από ώρα 10.00 έως ώρα 20.00 και κάθε πρώτη (1η) και τέταρτη (4η) Κυριακή του μήνα από ώρα 10.00 έως ώρα 20.00.

 Για τις εορτές των Χριστουγέννων/Πρωτοχρονιάς, για το χρονικό διάστημα, από την 22α/12 εκάστου έτους έως 6η/1 του επόμενου έτους, η επικοινωνία να γίνεται:

 (α) Για την εορτή των Χριστουγέννων για τα μονά έτη από 20/12 έως 24/12 κάθε ημέρα από ώρα 10.00 έως ώρα 20.00 και για τα ζυγά έτη από 25/12 έως 29/12 από ώρα 10.00 έως 20.00 (β) Για την εορτή της πρωτοχρονιάς, για τα μονά έτη από 1/1 έως 4/1 από ώρα 10.00 έως ώρα 20.00 καθημερινά και για τα ζυγά έτη από 4/1 έως 6/1 από ώρα 10.00 έως ώρα 20.00.

 Για τις εορτές του Πάσχα για το χρονικό διάστημα από το Σάββατο του Λαζάρου έως και την Κυριακή του Θωμά η επικοινωνία θα γίνεται:

 Για τα ζυγά έτη από Μεγάλη Τρίτη μέχρι και Μεγάλη Παρασκευή από ώρα 10.00 έως ώρα 20.00 καθημερινά και για τα μονά έτη από Μεγάλο Σάββατο μέχρι Τρίτη διακαινησίμου (μετά το Πάσχα) από ώρα 10.00 έως ώρα 20.00 καθημερινά.

 Κατά την διάρκεια του καλοκαιριού, που ορίζεται για το διάστημα από 1/7 έως 31/8 εκάστου έτους, η παραπάνω επικοινωνία αργεί, ορίζεται σε εξαιρετικά το δικαίωμα επικοινωνίας ως εξής:

 Τον μήνα Ιούλιο κατά τα μονά έτη από 1.7. έως και 7.7, από ώρα 10.00 έως ώρα 20.00 καθημερινά και τα ζυγά έτη από 10.7, έως 17.7. από ώρα 10.00 έως ώρα 20.00 καθημερινά. Τον μήνα Αύγουστο, τα μονά έτη από 1/8 έως και 7/8 κάθε μέρα από ώρα 10.00 έως 20.00 και τα ζυγά έτη από 10/8 έως και 17/8 κάθε μέρα από ώρα 10.00 έως ώρα 20.00

 Η επικοινωνία του εφεσίβλητου (εναγομένου-αντενάγοντος) με το ανήλικο τέκνο του θα γίνεται είτε στον τόπο κατοικίας του (………. στον ……. Αττικής), είτε σε εξωτερικούς κατάλληλους χώρους (π.χ. παιδότοποι, παιδικές χαρές, πλατείες, χώροι άθλησης και αναψυχής). Το ανήλικο θα το παραλαμβάνει ο εφεσίβλητος (πατέρας) από το σπίτι όπου διαμένει με την μητέρα του (εκκαλούσα) και θα το επιστρέφει σε αυτό.

 Απειλεί κατά της εκκαλούσας (ενάγουσας-αντεναγομένης) χρηματική ποινή διακοσίων (200,00) ευρώ για κάθε παράβαση της ανωτέρω διάταξης.

 Συμψηφίζει, στο σύνολό τους, τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων.

 Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα στις 29 Ιουλίου 2021 σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοί τους δικηγόροι.

 Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                                                                Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ





 Π.Κ. -Ρ.Κ.
 
 


Μία απόφαση του Αρείου Πάγου σε βάρος του νόμου της συνεπιμέλειας, υπό το βάρος των αστυνομικών της προσωπικής φρουράς μέλους της Κυβέρνησης

 

 


Όταν ο Άρειος Πάγος πρωτοτυπεί... εν αντιθέσει με τόσες άλλες περιπτώσεις, όπου πολύ χειρότερες, κακοποιητικές, συμπεριφορές, από τις περιγραφόμενες, δεν αρκούν ούτε καν για την αποφυγή της ισότιμης συνεπιμέλειας 

 

156/2023 ΑΠ 
(Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)
Ελάχιστο τεκμήριο χρόνου επικοινωνίας ανηλίκου τέκνου με τον γονέα, με τον οποίο δεν διαμένει. Δυνατή η απόκλιση από αυτό για εξαιρετικά σοβαρούς λόγους, αφορώντες το βέλτιστο συμφέρον του τέκνου. Επίδειξη βλαπτικής συμπεριφοράς από τον πατέρα προς το τέκνο. Μεταρρύθμιση απόφασης με την οποία ρυθμιζόταν η άσκηση του δικαιώματος επικοινωνίας. Επιβολή περιορισμών. Ορθή εφαρμογή του Νόμου από το Εφετείο. Απορρίπτει αναίρεση κατά της 3442/2021 ΕΦ ΑΘ (ΜΟΝ).
 
 

Αριθμός 156 / 2023

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A1` Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ευδοξία Κιουπτσίδου - Στρατουδάκη, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, Ιωάννα Κλάπα - Χριστοδουλέα, Χρήστο Κατσιάνη, Ασημίνα Υφαντή - Εισηγήτρια και Κανέλλα Τζαβέλλα - Δημαρά, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 24 Οκτωβρίου 2022, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: ...... του ....., κατοίκου ...... Αττικής, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μαρίνο Παπαδόπουλο με δήλωση κατ` άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσιβλήτου: ....... του ....., κατοίκου ...... Αττικής, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Αθανασία Βαζάκα και Ανδρέα Γαβαλά και κατέθεσε προτάσεις.
 

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 15/7/2019 αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου και την από 17/10/2019 ανταγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3833/2020 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 3442/2021 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 18/8/2021 αίτησή του.
 

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι της αναιρεσιβλήτου ζήτησαν την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

 ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
 

Με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των οικογενειακών διαφορών υπ' αριθμό 3442/2021 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και ανταγωγή και ρύθμισε το δικαίωμα επικοινωνίας του αναιρεσείοντος με το ανήλικο τέκνο του. Η αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ.1 ΚΠολΔ), είναι συνεπώς παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της ( άρθρο 577 αρ.3 ΚΠολΔ).
 

Κατά το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο λόγος αυτός αναφέρεται σε ακυρότητες, δικαιώματα και απαράδεκτα από το δικονομικό μόνο και όχι το ουσιαστικό δίκαιο, δικονομικές δηλαδή ενέργειες που ρυθμίζουν την έναρξη και εξέλιξη της έννομης σχέσεως της δίκης και κατατείνουν στην έκδοση δικαστικής αποφάσεως επί της αιτουμένης έννομης προστασίας (ΟλΑΠ 12/2000). Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 562 παρ. 2 και 3 ΚΠολΔ προκύπτει ότι είναι απαράδεκτος λόγος αναιρέσεως, που στηρίζεται σε ισχυρισμό ο οποίος δεν προτάθηκε ή δεν προτάθηκε νομίμως στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορούσε να προταθεί στο δικαστήριο της ουσίας β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση και γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημοσία τάξη. Η διάταξη αυτή, που αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής, ότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της αποφάσεως του δικαστηρίου της ουσίας, με βάση την πραγματική και νομική κατάσταση που όφειλε να λάβει υπόψη του ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού όλων των λόγων αναιρέσεως, η συνδρομή της οποίας πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο. Πρέπει δηλαδή να αναφέρεται στο αναιρετήριο, ότι ο ισχυρισμός που στηρίζει τον προβαλλόμενο λόγο αναιρέσεως, είχε προταθεί στο δικαστήριο της ουσίας και να καθορίζεται τόσο το περιεχόμενό του, όσο και ο νόμιμος τρόπος που προτάθηκε ή επαναφέρθηκε στο δικαστήριο της ουσίας. Το γεγονός δε ότι ο σχετικός ισχυρισμός έπρεπε να ληφθεί υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο δεν σημαίνει και ότι ο κανόνας είναι δημοσίας τάξεως, διότι ναι μεν η εφαρμογή του νόμου είναι έργο αυτεπάγγελτης ενέργειας του δικαστή, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι όλοι οι νόμοι είναι δημοσίας τάξεως, αφού στην έννοια της δημοσίας τάξεως περιλαμβάνονται οι κανόνες με τους οποίους η πολιτεία προστατεύει θεμελιώδεις αξίες και αντιλήψεις του εννόμου βίου, πολιτειακές, ηθικές, οικονομικές και κοινωνικές, η προσβολή των οποίων δεν είναι ανεκτή από την κρατούσα γενική περί δικαίου συνείδηση. Αλλά και οι λόγοι που ανάγονται στη δημόσια τάξη είναι παραδεκτοί το πρώτον στον Άρειο Πάγο, εφόσον τα πραγματικά περιστατικά που τους στηρίζουν προβλήθηκαν στο δικαστήριο της ουσίας και αυτό προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του (ΑΠ 654/2007, ΑΠ827/2002).
 

Συνεπώς, ο ισχυρισμός που στηρίζει τον λόγο αναιρέσεως πρέπει να παρατίθεται στο αναιρετήριο όπως προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας και να αναφέρεται ο τρόπος και ο χρόνος προτάσεως ή επαναφοράς του στο εφετείο, ώστε να μπορεί να κριθεί από το αναιρετήριο αν αυτός ήταν νόμιμος και παραδεκτός, αφού μη νόμιμοι, αόριστοι και απαράδεκτοι ισχυρισμοί δεν είναι για τους λόγους αυτούς ουσιώδεις και δεν ασκούν επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 1399/2017, ΑΠ 1401/2008, ΑΠ 1334/2005). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, συνισταμένη στο ότι το Εφετείο παρά το νόμο δεν κήρυξε απαράδεκτο το αίτημα της ένδικης αγωγής της αναιρεσίβλητης για ανάκληση άλλως μεταρρύθμιση της υπ`αριθμ.9780/2018 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ώστε να ρυθμισθεί το δικαίωμα επικοινωνίας του αναιρεσείοντος με το ανήλικο τέκνο του μέχρι τη συμπλήρωση του έκτου έτους της ηλικίας του, αντί μέχρι τη συμπλήρωση του τρίτου έτους της ηλικίας αυτού, που είχε ορισθεί με την ως άνω απόφαση. Ο αναιρετικός αυτός λόγος είναι απαράδεκτος λόγω της αοριστίας του, διότι δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι το απαράδεκτο αυτό το πρότεινε ο αναιρεσείων στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, καθορίζοντας και τον νόμιμο τρόπο προτάσεώς του και ότι το επανέφερε νόμιμα στο Εφετείο, ώστε βάσει του αναιρετηρίου να μπορεί να κριθεί το παραδεκτό της προτάσεώς του, ενόψει και του ότι ο εν λόγω ισχυρισμός δεν υπάγεται στις προβλεπόμενες από το άρθρο 562 αριθ.2 ΚΠολΔ εξαιρέσεις.
 

Οι διατάξεις του άρθρου 1520 ΑΚ, όπως αντικαταστάθηκαν με τις διατάξεις του άρθρου 13 του Ν. 4800/21.05.2021 και οι οποίες (διατάξεις), δυνάμει του άρθρου 18 του ίδιου Νόμου, εφαρμόζονται και στις εκκρεμείς υποθέσεις επί των οποίων δεν έχει εκδοθεί, μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος (16.09.2021), αμετάκλητη δικαστική απόφαση, όπως στην προκειμένη υπόθεση, ορίζουν τα εξής: " Ο γονέας με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο, έχει το δικαίωμα και την υποχρέωση της, κατά το δυνατό, ευρύτερης επικοινωνίας με αυτό, στην οποία περιλαμβάνονται τόσο η φυσική παρουσία και επαφή του με το τέκνο, όσο και η διαμονή του τέκνου στην οικία του. Ο γονέας με τον οποίο διαμένει το τέκνο οφείλει να διευκολύνει και να προωθεί την επικοινωνία του τέκνου με τον άλλο γονέα σε τακτή χρονική βάση. Ο χρόνος επικοινωνίας του τέκνου με φυσική παρουσία με τον γονέα, με τον οποίο δεν διαμένει, τεκμαίρεται στο ένα τρίτο (1/3) του συνολικού χρόνου, εκτός αν ο γονέας αυτός ζητά μικρότερο χρόνο επικοινωνίας, ή επιβάλλεται να καθορισθεί μικρότερος ή μεγαλύτερος χρόνος επικοινωνίας για λόγους που αφορούν στις συνθήκες διαβίωσης ή στο συμφέρον του τέκνου, εφόσον, σε κάθε περίπτωση, δεν διαταράσσεται η καθημερινότητα του τέκνου. Αποκλεισμός ή περιορισμός της επικοινωνίας είναι δυνατός μόνο για εξαιρετικά σοβαρούς λόγους, ιδίως όταν ο γονέας με τον οποίον δεν διαμένει το τέκνο, κριθεί ακατάλληλος να ασκεί το δικαίωμα επικοινωνίας. Για τη διαπίστωση της ακαταλληλότητας του γονέα το δικαστήριο μπορεί να διατάξει κάθε πρόσφορο μέσο, ιδίως την εκπόνηση εμπεριστατωμένης έκθεσης κοινωνικών λειτουργών ή ψυχιάτρων ή ψυχολόγων. Οι γονείς δεν έχουν το δικαίωμα να εμποδίζουν την επικοινωνία του τέκνου με τους ανώτερους ανιόντες και τους αδελφούς του, εκτός αν συντρέχει σπουδαίος λόγος. Οι γονείς δεν έχουν το δικαίωμα να εμποδίζουν την επικοινωνία του τέκνου με τρίτους που έχουν αναπτύξει μαζί του κοινωνικοσυναισθηματική σχέση οικογενειακής φύσης, εφόσον με την επικοινωνία εξυπηρετείται το συμφέρον του τέκνου. Τα σχετικά με την επικοινωνία ζητήματα καθορίζονται ειδικότερα είτε με έγγραφη συμφωνία των γονέων είτε από το δικαστήριο. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται και η παρ. 4 του άρθρου 1511. Όταν συντρέχει περίπτωση κακής ή καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος επικοινωνίας, ο άλλος γονέας ή κάθε ένας από τους γονείς, αν πρόκειται για επικοινωνία με τρίτο, μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο τη μεταρρύθμιση της επικοινωνίας.". Με τις ανωτέρω διατάξεις καθιερώνεται ελάχιστο τεκμήριο χρόνου επικοινωνίας του τέκνου με τον γονέα, με τον οποίο δεν διαμένει, που συμβάλλει στην ενίσχυση των μεταξύ τους δεσμών και σχέσεων, στην ομαλή ψυχική και πνευματική ανάπτυξη του τέκνου και στην ολοκλήρωση της προσωπικότητάς του. Η ρύθμιση του δικαιώματος επικοινωνίας από το δικαστήριο γίνεται με γνώμονα πάντοτε το συμφέρον του τέκνου. Τούτο αποτελεί αόριστη νομική έννοια και γενική ρήτρα, που εξειδικεύεται ανάλογα με τις συνθήκες κάθε περιπτώσεως. Για να κριθεί τι αποτελεί συμφέρον του ανηλίκου, στη συγκεκριμένη περίπτωση, θα εκτιμηθούν τα περιστατικά που διαπιστώθηκαν βάσει αξιολογικών κριτηρίων που αντλεί το δικαστήριο από τους κανόνες της λογικής και τα διδάγματα της κοινής πείρας και σχετικά με το πρόσωπο του ανηλίκου, θα ληφθούν υπόψη και τα πορίσματα της εξελικτικής ψυχολογίας και παιδοψυχιατρικής. Για τη διαπίστωσή του δε, θα ληφθούν υπόψη και θα αξιολογηθούν όλα τα επωφελή για το ανήλικο στοιχεία και περιστάσεις, χωρίς να επιδρά στην απόφαση κανένας από τους διαφορετικούς παράγοντες που συνοδεύουν το πρόσωπο κάθε γονέα, η τυχόν υπαιτιότητα του γονέα στη διακοπή της συμβιώσεως, οι προκύπτουσες συντρέχουσες συνθήκες και περιστάσεις κάτω από τις οποίες θα ασκείται αυτή η προσωπική επικοινωνία. Το δικαστήριο, επίσης, με την απόφασή του μπορεί να επιβάλει, εφόσον είναι αναγκαίο για την προστασία του συμφέροντος του τέκνου, περιορισμούς στην άσκηση της επικοινωνίας, οι οποίοι μπορούν να αναφέρονται στον τόπο και τον χρόνο της επικοινωνίας, την παρουσία τρίτων προσώπων κατά τη διάρκειά της ή ακόμη να συνίστανται στη λήψη μέτρων που διαμορφώνουν την επικοινωνία με ιδιαίτερο τρόπο, λόγω ειδικών περιστάσεων (ΑΠ 1023/2020, ΑΠ1286/2018, ΑΠ 58/2017). Κατά δε το άρθρο 1536 ΑΚ, αν από τότε που εκδόθηκε απόφαση σχετική με τη γονική μέριμνα μεταβλήθηκαν οι συνθήκες, το δικαστήριο οφείλει, ύστερα από αίτηση ενός ή και των δύο γονέων, των πλησιέστερων συγγενών του τέκνου ή του εισαγγελέα, να προσαρμόσει την απόφασή του στις νέες συνθήκες ανακαλώντας ή μεταρρυθμίζοντας αυτήν, σύμφωνα με το συμφέρον του τέκνου, και ιδίως να αποδώσει στους γονείς την άσκηση της γονικής μέριμνας που τους είχε αφαιρεθεί (ΑΠ1589/2011, ΑΠ1166/2010).
 

Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Με το λόγο αυτό ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βασίμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κλπ, ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ` ουσίαν (ΟλΑΠ 27/1998). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ` ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν εμφανή την παράβαση. Τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΟλΑΠ 8/2018, ΟλΑΠ 7/2006, ΑΠ 1186/2021).

 Με τον δεύτερο λόγο της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, συνισταμένη στο ότι το Εφετείο παραβίασε ευθέως τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1536 και 1520 ΑΚ, ρυθμίζοντας την επικοινωνία του αναιρεσείοντος με το ανήλικο τέκνο του, το πρώτον, για χρονικό διάστημα διπλάσιο από εκείνο της υπό μεταρρύθμιση αποφάσεως. Από την παραδεκτή, κατ`άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Εφετείο δέχθηκε τα ακόλουθα : Οι διάδικοι από τον γάμο τους απέκτησαν ένα άρρεν τέκνο που γεννήθηκε στις 2-1-2017. Η έγγαμη συμβίωση δεν εξελίχθηκε ομαλά και από τις 18-7-2017 διασπάστηκε με την αποχώρηση της ενάγουσας από την οικογενειακή στέγη, η οποία έκτοτε διαμένει στην πατρική της οικία μαζί με το ανήλικο τέκνο της.... Με την 9780/2018 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ανατέθηκε οριστικά η επιμέλεια του προσώπου του ανηλίκου στην ενάγουσα και ρυθμίστηκε το δικαίωμα επικοινωνίας του εναγομένου με το ανήλικο μέχρι αυτό να συμπληρώσει το τρίτο έτος της ηλικίας του ως εξής.... Με την 4878/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών πιθανολογήθηκε ότι από τον Ιανουάριο του 2018 καθώς και μετά την έκδοση της υπ`αριθμ.9780/2018 αποφάσεως ο εναγόμενος κατά τις ημέρες και ώρες επικοινωνίας με το ανήλικο τέκνο του εμφανίζει προς αυτό πιεστική και εριστική συμπεριφορά με εξάρσεις βίας, απευθύνει προς αυτό μειωτικούς χαρακτηρισμούς και απαξιωτικές εκφράσεις σε βάρος της μητέρας του και των γονέων της, πετάει σκουπίδια, νερά, σαπουνάδες στο πάτωμα της οικίας της ενάγουσας όπου επικοινωνεί με το ανήλικο, χτυπάει τα πόδια του στο πάτωμα και τα χέρια του στο τραπέζι, προκαλεί κρότο με διάφορα παιχνίδια, προκαλεί τον ανήλικο να βγάζει τα μάτια από τα παιχνίδια.... Επίσης με την ίδια απόφαση πιθανολογήθηκε ότι ο εναγόμενος, ενώ από τον Δεκέμβριο του 2017 ονόμαζε το ανήλικο με το όνομα ........, το οποίο ο ίδιος είχε επιλέξει, ένα χρόνο αργότερα κατά τις ημέρες και ώρες επικοινωνίας του με το ανήλικο, αρχικά το προσφωνούσε με διπλή ονομασία .......... και στη συνέχεια μόνο με το όνομα ......., το οποίο με επιτακτικό τόνο ζητούσε να επαναλάβει το τέκνο, οπότε και το επιβράβευε, ενώ αντίθετα συνιστούσε επιτακτικά στο ανήλικο να μην αποκρίνεται στο όνομα ......... Ότι εξαιτίας αυτής της συμπεριφοράς του εναγομένου πιθανολογήθηκε ότι έχει δημιουργηθεί ανασφάλεια ως προς τις σχέσεις του ανηλίκου με τον πατέρα του, τα συναισθήματά του απέναντί του, φόβος και πανικός σε σχέση με τις αντιδράσεις του εναγομένου, με αποτέλεσμα να δυσανασχετεί έντονα να συναντήσει τον πατέρα του, αλλά και τα άτομα του οικογενειακού περιβάλλοντος αυτού, διακατεχόμενο το ανήλικο από έντονα συναισθήματα φόβου και υποταγής, παραμένοντας προσκολλημένο σε μεγάλο βαθμό στη μητέρα του, με την οποία έχει αναπτύξει ισχυρότατους δεσμούς, αφού δεν την έχει αποχωριστεί από τη γέννησή του... Κατά την κρίση αυτού του δικαστηρίου, αποδεικνύεται ότι ο εναγόμενος εκδήλωνε μέχρι τον Μάρτιο του 2020, οπότε διέκοψε κάθε επικοινωνία με τον ανήλικο, κατά τον χρόνο επικοινωνίας του με αυτόν την παρακάτω βλαπτική για τον ανήλικο συμπεριφορά, η οποία συνίστατο σε ύβρεις, υπονόμευση, έλλειψη σεβασμού, περιφρόνηση, σε απειλές και χρησιμοποίηση του ανήλικου για την μετάδοση εκφοβιστικών μηνυμάτων, σε έμμεση βία κατά πραγμάτων, σε απεύθυνση στο παιδί με διαφορετικό όνομα (........) από το όνομα που το ονομάζουν οι υπόλοιποι (........). Οι προσβλητικές της προσωπικότητας της ενάγουσας και της πατρικής της οικογένειας εκφράσεις και χαρακτηρισμοί, όπως φίδια, απατεώνες, ξεφτίλες, κακοί, ψεύτες, κλέφτες, χαζοί, τσιγκούνηδες, τσιγκουναριά, γέροι, μπάτσος, η κακιά γριά, ξεδιάντροπη, οι ψεύτες που πάνε εκκλησία, παλιόγρια, η γριά το τίποτα. Οι περιφρονητικοί χαρακτηρισμοί, όπως η χαζή μαμά που φοράει γυαλιά, η μαμά η θεούσα, οι προτροπές δεν ακούμε τη μαμά, μόνο τον μπαμπά, μη λες μαμά, μπαμπά να λες, οι χαζοί λένε μαμά , οι εκφοβισμοί και οι απειλές, όπως η μαμά σου λέει ψέματα, η μαμά σε πήρε από τον μπαμπά, η μαμά δεν σε αγαπάει, δεν ξέρω καμία μαμά, η κακιά γριά και ο μπάτσος που σε πήραν από το σπίτι του μπαμπά, η κακιά γριά και η μαμά που θέλουν να σε πάρουν από τον μπαμπά, η κακιά γριά, ο λύκος, ΟΞΩ, ΟΞΩ ΟΙ ΜΠΑΤΣΟΙ, αν πάω κάτω θα δεις τι θα γίνει, θα δεις τι θα πάθει η γριά , η έμμεσα βίαιη συμπεριφορά εκδηλούμενη με έντονα νευρικά γέλια, με προτροπές, όπως βαράμε, ρίχνουμε φάπα, σβήσε το καντήλι του μπάτσου, πυροβόλησε το πορτραίτο του μπάτσου, με χτυπήματα στο πάτωμα και στο τραπέζι, με καταστροφή του χώρου επικοινωνίας (σκουπίδια, χαρακές σε έπιπλα, πέταγμα νερών στο πάτωμα), η αλλαγή του ονόματος και η αμφισβήτηση της υπάρξεως του ανηλίκου με το όνομα αυτό με εκφράσεις, όπως ποιος είναι ο ......, δεν ξέρω εγώ κανέναν ......., ..... σε λένε, όταν σε ρωτάνε τα παιδιά πως σε λένε τι λες; ......... Γιατί λες ......., δεν έχω πει θα λες μόνο ......, μην μπερδεύεσαι, δεν υπάρχει ......., οι συγκρίσεις χρησιμοποιώντας το δίπολο καλός-κακός και η απαξίωση άλλων ανθρώπων προσδιοριζομένων από το επάγγελμά τους, όπως ο καλός παππούς, η καλή γιαγιά, η καλή θεία και στον αντίποδα η κακιά γριά, ο κακός μπάτσος, έξω οι μπάτσοι, ο μπαμπάς που είναι αφεντικό και έχει υπαλλήλους που κάνουν ότι τους διατάξει, η μαμά που είναι χαζή γιατί φοράει γυαλιά , η απόρριψη των ανθρώπων που είναι υπάλληλοι, γεωργοί, σερβιτόροι και τέλος η εκμάθηση όλων αυτών στον ανήλικο με τη μορφή επίμονων επαναλήψεων σε συνδυασμό με την επανειλημμένη και αναιτιολόγητη αφαίρεση των παιχνιδιών από το ανήλικο κατά την αποχώρηση του εναγομένου, μετά τη λήξη του χρόνου επικοινωνίας, συνιστούν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, βλαπτικές συμπεριφορές που αυταπόδεικτα δημιούργησαν στο νηπιακής ηλικίας παιδί ανασφάλεια ως προς τις σχέσεις και τα συναισθήματα προς τον πατέρα του, αλλά και αισθήματα φόβου, πανικού και υποταγής που σχετίζονται άμεσα με τις αντιδράσεις του εναγομένου, έχοντας δε όλα αυτά σαν αποτέλεσμα ο ανήλικος να δυσανασχετεί έντονα να συναντήσει τον πατέρα του, αλλά και τα άτομα του στενού οικογενειακού περιβάλλοντος αυτού, διακατεχόμενος από έντονα συναισθήματα φόβου και υποταγής, παραμένοντας προσκολλημένος, σε μεγάλο βαθμό στη μητέρα του, με την οποία έχει αναπτύξει ισχυρότατους δεσμούς. Μάλιστα ο ίδιος ο εναγόμενος δεν αρνείται ορισμένα περιστατικά, στα οποία αναφέρεται και περιγράφει, όπως σβήσιμο καντηλιού από τον ανήλικο με πιστόλι που εκτοξεύει νερό, πυροβολισμός από τον ανήλικο πορτραίτου με πιστόλι που εκτοξεύει φούσκες, ούτε αρνήθηκε ότι ονομάζει το παιδί μόνον αυτός με άλλο όνομα.... Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο ανήλικος εκδήλωσε άρνηση να επικοινωνήσει με τον πατέρα του και τους γονείς αυτού, την οποία εκδήλωσε και ενώπιον των αστυνομικών οργάνων στις 23-5-2020, ο δε εναγόμενος, θεωρώντας ότι παραβιάστηκε από δόλο της ενάγουσας το δικαίωμα της επικοινωνίας των γονέων του, την επομένη (24-5-2020) ενέμεινε στη σύλληψη της ενάγουσας με την αυτόφωρη διαδικασία, με αλλεπάλληλες κλήσεις στην άμεση δράση και αναμένοντας τη σύλληψη αρκετές ώρες παραμένοντας έξω από την οικία που διαμένει το ανήλικο με την ενάγουσα. Παρόμοιο επεισόδιο δημιουργήθηκε στις 28-6-2020 όταν ο ανήλικος αρνήθηκε να επικοινωνήσει με τον πατέρα του, να τον ακολουθήσει και να απομακρυνθεί από τη μητέρα του και η αστυνομία μετά από κλήση του εναγομένου συνέλαβε την ενάγουσα για παραβίαση δικαστικής αποφάσεως στα πλαίσια της αυτόφωρης διαδικασίας. Εκείνη την ημέρα ο ανήλικος, αντιλαμβανόμενος την ένταση και την απομάκρυνση της μητέρας του, εκδήλωσε έντονη ανησυχία. Την άρνηση του ανηλίκου να επικοινωνήσει με τον εναγόμενο, δηλ. να τον ακολουθήσει και να απομακρυνθεί από τη μητέρα του επιρρωνύει και το γεγονός ότι ο εναγόμενος στη συνέχεια συμφωνεί να επικοινωνεί με τον ανήλικο σε δημόσιους χώρους, παρουσία της ενάγουσας, σε χρόνους που θα ορίζονται από κοινού, στάση που δεν θα είχε λόγο να τηρήσει αν η μέχρι τότε επικοινωνία του με το ανήλικο ήταν ομαλή και αβίαστη... Περαιτέρω προς το συμφέρον του ανηλίκου είναι η δυνατότητα της προσωπικής επικοινωνίας του με τον γονέα με τον οποίο δεν διαμένει και η δημιουργία ισχυρών δεσμών υπό την προϋπόθεση ότι η επικοινωνία αυτή θα διεξάγεται με ομαλό τρόπο και θα συνεισφέρει στην υγιή ψυχοσωματική ανάπτυξη αυτού. Υπό τα δεδομένα της υπό κρίση υποθέσεως, πρέπει να διασφαλισθεί η ομαλή ανάπτυξη της προσωπικότητας του ...... σε περιβάλλον που δεν θα είναι χειριστικό και εντασιακό σε βάρος του. Μια τέτοια διασφάλιση του ανηλίκου από την επανάληψη των άνω περιγραφόμενων και εκδηλούμενων σε βάρος του συμπεριφορών πρέπει να διαρκεί μέχρι την ηλικία που ο ανήλικος θα μπορεί να εκδηλώνει και εκφράζει τα συναισθήματά του και αυτή η ηλικία κρίνεται ότι είναι το έκτο (6ο) έτος της ηλικίας του συμπληρωμένο. Πρέπει επομένως ο ανήλικος, ενόψει και του ισχυρού δεσμού με τη μητέρα του, να βρίσκεται καθημερινά σε επαφή με το περιβάλλον στο οποίο αισθάνεται ασφάλεια και προστασία, ενόψει των πιεστικών καταστάσεων στις οποίες έχει υποβληθεί, διότι η ηλικία του δεν βοηθά στον μεταβολισμό τέτοιων συμπεριφορών και καταστάσεων, οι οποίες υπάρχει κίνδυνος να επαναληφθούν. Η κρίση αυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι όλες οι προαναφερόμενες αποφάσεις ρύθμιζαν το δικαίωμα επικοινωνίας του εναγομένου με το ανήλικο στο σταθερό και ασφαλές περιβάλλον της μητέρας στο οποίο η επικοινωνία διεξαγόταν ή έστω στο οποίο επέστρεφε ο ανήλικος μετά από λίγες ώρες απομάκρυνσης. ...Πρέπει επομένως να διασφαλιστεί το δικαίωμα του ανηλίκου για την ελεύθερη και υγιή ανάπτυξη της προσωπικότητάς του, στην οποία αρρήκτως περιλαμβάνεται η ομαλή επικοινωνία και η δημιουργία ισχυρών δεσμών με τον πατέρα του, σε ένα υγιές, ήπιο, συναισθηματικά ομαλό και ασφαλές περιβάλλον, με τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται το δικαίωμα του ανηλίκου για ισορροπημένη ψυχολογική ανάπτυξη ως μια ανεξάρτητη και υπεύθυνη προσωπικότητα . Έτσι που έκρινε και με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως τις προαναφερθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1536 και 1520 ΑΚ, όπως το τελευταίο ισχύει μετά την αντικατάστασή του με τον Ν 4800/2021, κατά την εξειδίκευση της, αποτελούσας στοιχείο εφαρμογής των διατάξεων αυτών, αόριστης νομικής έννοιας του συμφέροντος του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων, σε σχέση με τη γενόμενη μεταρρύθμιση της αποφάσεως που είχε ρυθμίσει το δικαίωμα επικοινωνίας του αναιρεσείοντος με το ανήλικο τέκνο του μέχρι αυτό να συμπληρώσει το τρίτο έτος της ηλικίας του. Τούτο δε διότι οι προαναφερόμενες ουσιαστικές παραδοχές του Εφετείου πληρούσαν το πραγματικό των εν λόγω διατάξεων και δικαιολογούσαν την εφαρμογή τους και την απόκλιση για εξαιρετικά σοβαρούς λόγους, αφορώντες το βέλτιστο συμφέρον του τέκνου, και από την κατ` αρχήν προβλεπόμενη ρύθμιση του νέου άρθρου 1520 εδ. γ ΑΚ. Ειδικότερα, το Εφετείο, με βάση τα ως άνω ανελέγκτως γενόμενα δεκτά και λαμβάνοντας υπόψη όλες τις σε βάρος του ανηλίκου συμπεριφορές του αναιρεσείοντος πατέρα του, που έλαβαν χώρα μετά τη δημοσίευση της υπ`αριθμό 9780/2018 αποφάσεως του ΜΠΑθ, με την οποία είχε ρυθμισθεί το δικαίωμα επικοινωνίας του αναιρεσείοντος με το ανήλικο μέχρι αυτό να συμπληρώσει το τρίτο έτος της ηλικίας του, έκρινε ότι το καλώς εννοούμενο συμφέρον του τέκνου επιβάλλει να γίνεται η επικοινωνία του με τον πατέρα του κατά τον ορισθέντα τρόπο, ώστε να μην διαταραχθεί η καθημερινότητά του και να διασφαλισθεί η ομαλή ανάπτυξη της προσωπικότητας του ανηλίκου, σε περιβάλλον που δεν θα είναι χειριστικό και εντασιακό σε βάρος του, η διασφάλισή του δε από την επανάληψη των προαναφερόμενων και εκδηλούμενων σε βάρος του συμπεριφορών πρέπει να διαρκέσει μέχρι την ηλικία που ο ανήλικος θα μπορεί να εκδηλώνει και εκφράζει τα συναισθήματά του και αυτή η ηλικία έκρινε ότι είναι το έκτο έτος της ηλικίας του συμπληρωμένο. Επομένως, ο δεύτερος αναιρετικός λόγος από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο ο αναιρεσείων υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος.

 Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. α` του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει. Για να είναι δε ορισμένος ο λόγος αυτός αναιρέσεως πρέπει να προσδιορίζεται στο αναιρετήριο το αποδεικτικό αυτό μέσο, που παρανόμως λήφθηκε υπόψη και ο λόγος για τον οποίο δεν έπρεπε να ληφθεί, ο ισχυρισμός προς απόδειξη του οποίου έχει ληφθεί υπόψη το αποδεικτικό μέσο που δεν επιτρέπει ο νόμος, να προβάλλεται δε ισχυρισμός ότι το απαράδεκτο αυτό προτάθηκε από τον αναιρεσείοντα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις αναφερόμενες στο άρθρο 562 παρ. 2 του ΚΠολΔ εξαιρετικές περιπτώσεις (ΑΠ 873/2019, ΑΠ 374/2019, ΑΠ 1017/2018, ΑΠ 809/2017).

 Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 11α του άρθρου 559 ΚΠολΔ, συνισταμένη στο ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη τις υπ`αριθ. ........ και ...../8-11-2019 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ....... και ......., αστυνομικών της προσωπικής φρουράς του πατέρα της αναιρεσίβλητης, οι οποίοι βρίσκονταν παράνομα στο χώρο, όπου γινόταν η επικοινωνία του αναιρεσείοντος με το ανήλικο τέκνο του. Ο αναιρετικός αυτός λόγος είναι απαράδεκτος, διότι, ενώ ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι το μη επιτρεπτό των ως άνω ενόρκων βεβαιώσεων προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας, από την επισκόπηση των προτάσεών του στο Εφετείο προκύπτει ότι δεν προτάθηκε τέτοιος ισχυρισμός, αφού αμφισβήτησε την αξιοπιστία των μαρτυρικών καταθέσεων που περιέχονται σε άλλες ένορκες βεβαιώσεις και δη στις υπ`αριθ. ........ και ......./29-8- 2019.

 Κατ`ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον δεν υπάρχει άλλος αναιρετικός λόγος προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως. Δικαστικά έξοδα δεν επιδικάζονται ελλείψει σχετικού αιτήματος της αναιρεσίβλητης. Τέλος δεν γίνεται λόγος περί του κατ`άρθρο 495 αριθ.3 ΚΠολΔ παραβόλου, διότι πρόκειται για οικογενειακή διαφορά του άρθρου 592 αριθ.3 ΚΠολΔ και ο αναιρεσείων απαλλάσσεται από την καταβολή του.

 ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 Απορρίπτει την από 18-8-2021 αίτηση για αναίρεση της υπ` αριθ. 3442/2021 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.

 ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 5 Δεκεμβρίου 2022.

 ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 27 Ιανουαρίου 2023.

 H ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ                                                                                                  Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ



 Α.Σ.-Ρ.Κ.
 
 


Must red-read

Ενδοοικογενειακή παράνομη βία vs Αυτοδικία

    Μία ενδιαφέρουσα αίτηση αναίρεσης της Εισαγγελέας Πρωτοδικών Αθηνών, Χριστιάνας Φραγκιά   607/2024 ΑΠ (ΠΟΙΝ)  (Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Ενδο...