Αποφασιστικό κριτήριο στη στάθμιση του
δικαιώματος στον ιδιωτικό βίο με την ελευθερία του Τύπου είναι η συμβολή των
δημοσιευόμενων άρθρων και φωτογραφιών σε μία συζήτηση γενικού ενδιαφέροντος.
Η δημοσίευση φωτογραφιών και άρθρων, των οποίων ο μόνος σκοπός είναι να
ικανοποιήσουν την περιέργεια ενός συγκεκριμένου αναγνωστικού κοινού σχετικά με
τις λεπτομέρειες της ιδιωτικής ζωής του εικονιζόμενου, ο οποίος δεν ασκεί
δημόσια καθήκοντα, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνεισφέρει σε οποιοδήποτε διάλογο
γενικού κοινωνικού ενδιαφέροντος, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι το πρόσωπο
είναι δημόσια γνωστό και ανεξάρτητα από το αν οι χώροι που λαμβάνονται οι
φωτογραφίες είναι απόμεροι ή όχι, καθώς και σε δημόσιους χώρους υπάρχει
δικαιολογημένη προσδοκία προστασίας του ιδιωτικού βίου. Σε κάθε περίπτωση,
συνεκτιμώνται οι συνθήκες υπό τις οποίες λαμβάνονται οι φωτογραφίες
(μυστικότητα, γνώση ή συναίνεση του εικονιζόμενου, παρενόχληση αυτού). Πρέπει, δε, να υπάρχει στενή ερμηνεία του
όρου «πρόσωπο της απόλυτης επικαιρότητας», ώστε ο χαρακτηρισμός αυτός να
αποδίδεται σε πολιτικούς κατά την άσκηση επίσημων καθηκόντων και όχι σε έναν
ιδιώτη, που δεν ασκεί δημόσια καθήκοντα. Στη δεύτερη περίπτωση, το εμπορικό
συμφέρον των περιοδικών για τη δημοσίευση των φωτογραφιών υποχωρεί μπροστά στο
δικαίωμα στον ιδιωτικό βίο (ΕΔΔΑ απόφ. 24.6.2004 υπόθ. von Hannover κατά
Γερμανίας, ΔΙΜΜΕ, Τεύχος 3/2005).
Ειδικότερα ως προς την ιστορική απόφαση της 24-06-2004 του
ΕΔΔΑ στην υπόθεση von Hannover Vs Γερμανίας:
Η απόφαση von Hannover του ΕΔΔΑ αποτελεί σημαντικό δείκτη
του ευρωπαϊκού επιπέδου προστασίας του ιδιωτικού βίου. Με την ενδυνάμωση της
προστασίας του ιδιωτικού βίου και την in concreto στάθμιση των συγκρουομένων
δικαιωμάτων, στην οποία τοποθετείται και η κρίση του Δικαστηρίου σχετικά με τα
δημόσια πρόσωπα και τα θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος, επιτυγχάνεται η δίκαιη
εξισορρόπηση ιδιωτικού βίου και ελευθερίας του τύπου με τρόπο που δύσκολα
μπορεί να θεωρηθεί ότι εισάγει υπέρμετρο περιορισμό της ελευθερίας της
επικοινωνίας.
Στο πεδίο της διαπάλης της ελευθερίας του τύπου και του
δικαιώματος της προσωπικότητας προστέθηκε με την απόφαση του Ευρωπαϊκού
Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου της 24.06.2004 στην υπόθεση von
Hannover κατά Γερμανίας ένα ιδιαίτερα σημαντικό ορόσημο. Η απόφαση αυτή
επικρίθηκε από τους κοινωνούς του χώρου της επικοινωνίας με το επιχείρημα ότι
περιστέλλει επικίνδυνα την ελευθερία του τύπου. Η προσέγγιση, όμως, της
απόφασης υπ’αυτό το πρίσμα είναι μονομερής και θα έπρεπε να θεωρηθεί εσφαλμένη
μια αντιμετώπισή της ως παρέκκλισης από μια νομολογία του Δικαστηρίου στο πεδίο
του άρθρο 10 της ΕΣΔΑ, η οποία προασπίζει αποτελεσματικά την ελευθερία του
τύπου και της έκφρασης γενικότερα. Η σημασία της απόφασης έγκειται στην ενδυνάμωση
της προστασίας της προσωπικότητας και του ιδιωτικού βίου και στην οριοθέτηση
της προστασίας αυτής έναντι επεμβάσεων εκ μέρους των μέσων ενημέρωσης.
Η δίκαιη εξισορρόπηση του δικαιώματος του ιδιωτικού βίου και
ελευθερίας του τύπου κατά την ΕΣΔΑ
Το ΕΔΔΑ στην απόφασή του εντάσσει τις επίμαχες συμπεριφορές
στο προστατευτικό πεδίο των δικαιωμάτων που κατοχυρώνει η ΕΣΔΑ και μετά την
ανάλυση της σύγκρουσης των δικαιωμάτων αυτών απορρίπτει τη στάθμιση του
Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας, αναγνωρίζοντας ότι
υπήρξε παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ.
Όσον αφορά στο
προστατευτικό πεδίο των συγκρουομένων δικαιωμάτων η ανάπτυξη του Δικαστηρίου
για την ελευθερία του τύπου συνεχίζει με συνέπεια την προηγούμενη νομολογία
του. Από την άλλη πλευρά το Δικαστήριο επιβεβαιώνει, και στο πεδίο αυτό, την
ευρύτητα της προστασίας του ιδιωτικού βίου από τη Σύμβαση. Το Ομοσπονδιακό
Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας είχε περιορίσει την προστασία του (εκτός
της οικογενειακής και οικιακής σφαίρας) ιδιωτικού βίου μόνο στον «απόμερο
χώρο», στον οποίο αποσύρεται το άτομο με τον αντικειμενικά εμφανή σκοπό να
είναι μόνο και στον οποίο, με την πεποίθηση ότι είναι μόνο, συμπεριφέρεται με
τρόπο διαφορετικό από εκείνον, με τον οποίο θα συμπεριφερόταν δημόσια. Το ΕΔΔΑ
αποκρούει αυτή την παραδοχή τονίζοντας τη θεμελιώδη σημασία του ιδιωτικού βίου
για την ανάπτυξη της προσωπικότητας. Σύμφωνα με την απόφαση, ο ιδιωτικός βίος
περιλαμβάνει όχι μόνο τη σωματική, αλλά και την ψυχική ακεραιότητα του
προσώπου. «Η εγγύηση που κατοχυρώνεται με
το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει πρωταρχικό
σκοπό να διασφαλίσει την ανάπτυξη, χωρίς εξωτερική επέμβαση, της προσωπικότητας
κάθε ατόμου στις σχέσεις του με τα άλλα ανθρώπινα όντα … Για το λόγο αυτό
υπάρχει μία ζώνη διάδρασης ενός προσώπου με άλλα, ακόμη και σε δημόσιο πεδίο, η
οποία μπορεί να εμπίπτει στο προστατευτικό πεδίο του «ιδιωτικού βίου».
Σύμφωνα με τα θέματα των φωτογραφιών που απασχόλησαν τη σχολιαζόμενη απόφαση,
στον ιδιωτικό βίο εμπίπτουν δραστηριότητες του ατόμου, μόνου του ή με άλλους,
σε δημόσιους χώρους, όπως τα ψώνια στην αγορά, ο περίπατος στο δρόμο, οι
αθλητικές δραστηριότητες (τέννις, ιππασία, ποδηλασία), η επίσκεψη στην παραλία,
η έξοδος στο εστιατόριο ή οι διακοπές. Η κοινωνική διάσταση του ιδιωτικού βίου,
όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι
περιλαμβάνει τη συνολική ιδιωτική υπόσταση του ατόμου. Το πεδίο, στο οποίο
εκτείνεται αυτή, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι σύμφωνα με την απόφαση πρέπει να
προσδιορίζεται σύμφωνα με τη «δικαιολογημένη προσδοκία» προστασίας και σεβασμού
του ιδιωτικού του βίου, που έχει ο φορέας της προσωπικότητας. Η προσδοκία
προστασίας και σεβασμού του ιδιωτικού βίου θα πρέπει να θεωρείται
«δικαιολογημένη» ή μη, βάσει όχι μόνον αντικειμενικών κριτηρίων, όπως οι
τυπικές λειτουργίες του χώρου, στον οποίο βρίσκεται το άτομο, αλλά δυνάμει της
εξουσίας αυτοδιάθεσης του ατόμου, και υποκειμενικών. Εν όψει αυτού η διεύρυνση
της προστασίας του ιδιωτικού βίου εκ μέρους του ΕΔΔΑ έχει ευεργετικές συνέπειες
και για τη δυνατότητα αυτοπροσδιορισμού των δημοσίων (υπό ευρεία έννοια)
προσώπων. Διότι εξαρτά την επέμβαση των μέσων ενημέρωσης στην προσωπικότητα από
την προσδοκία των θιγομένων για προστασία και σεβασμό του ιδιωτικού βίου, η
οποία όμως διαμορφώνεται και ανακοινώνεται στους τρίτους βάσει της δικής τους
βούλησης. Συνεπώς, η συνήθης πρακτική, κατά την οποία, από τη στιγμή που
κάποιος αυτοπροσδιορίζεται, έστω εν μέρει, και για κάποιο συγκεκριμένο χρόνο,
ως δημόσιο πρόσωπο, υπόκειται στη συνέχεια σε επεμβάσεις στο σύνολο της
προσωπικότητάς του και επ’αόριστον, με την επίκληση ενός αορίστου
ενδιαφέροντος του κοινού, που συντηρείται συνήθως για εμπορικούς λόγους από τα
μέσα ενημέρωσης, δεν είναι δυνατόν να δικαιολογηθεί. Αντιθέτως, σύμφωνα με την
απόφαση του ΕΔΔΑ θα πρέπει να γίνει δεκτό, ότι κάθε πρόσωπο έχει τη δυνατότητα
διαμόρφωσης της προσδοκίας προστασίας και σεβασμού του ιδιωτικού του βίου εκ
μέρους τρίτων, και συνεπώς τη δυνατότητα να καθορίζει, αυτοπροσδιοριζόμενο, ως
προς ποια έκφανση του ιδιωτικού του βίου εκθέτει εαυτό στη δημοσιότητα και για
ποιο χρόνο, καθώς και τη δυνατότητα να μεταβάλλει και να ενισχύει την προσδοκία
αυτή, αποσύροντας εαυτό εν όλω ή εν μέρει ή του λοιπού από τη δημοσιότητα.
Περαιτέρω, το Δικαστήριο επεσήμανε, λαμβάνοντας υπ’όψιν ότι πρόκειται για
διαφορά μεταξύ ιδιωτών, ότι το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων
του ανθρώπου δεν περιορίζεται στο να επιβάλει στο κράτος απλώς υποχρεώσεις
αρνητικού χαρακτήρα, δηλαδή την αποχή από αυθαίρετες επεμβάσεις στον ιδιωτικό
βίο, αλλά θεσπίζει και θετικές υποχρεώσεις, σύμφυτες με τον αποτελεσματικό
σεβασμό του ιδιωτικού ή οικογενειακού βίου, οι οποίες μπορούν να περιλαμβάνουν
τη λήψη μέτρων που έχουν σχεδιαστεί για τη διασφάλιση του σεβασμού του
ιδιωτικού βίου ακόμη και στις σχέσεις ιδιωτών μεταξύ τους, πράγμα που ισχύει
επίσης και ως προς την προστασία της εικόνας ενός προσώπου κατά της αθέμιτης
χρήσης της από τρίτους. Σύμφωνα με τα κύρια σημεία του σκεπτικού της απόφασης
του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της στάθμισης των συγκρουομένων δικαιωμάτων, η
ιδιότητα του δημοσίου προσώπου δεν αρκεί για να θεμελιώσει το ενδιαφέρον
ενημέρωσης του κοινού. Ενδιαφέρον του κοινού μπορεί να θεωρηθεί ότι
υπάρχει σχετικά με γεγονότα δημοσίου ενδιαφέροντος, όχι θέματα που εμπίπτουν
στον ιδιωτικό βίο. Με τον τρόπο αυτό το ΕΔΔΑ επιστρέφει στη σημασία της
συμβολής του δημοσιεύματος στο δημόσιο διάλογο ως κριτήριο στάθμισης,
σχετικοποιώντας κατά πολύ τη σημασία του «προσώπου της απόλυτης επικαιρότητας»
ως αυτοτελούς κατηγορίας των δημοσίων προσώπων.
Οι σκέψεις του Δικαστηρίου αναφέρονται αρχικά στην κατηγορία
των δημοσίων προσώπων. Το Δικαστήριο επισημαίνει ότι πρέπει να γίνει μια
θεμελιώδης διάκριση ανάμεσα στην ειδησεογραφική αναφορά σε γεγονότα τα οποία είναι ικανά να συμβάλουν σε μία συζήτηση σε μια
δημοκρατική κοινωνία, όπως σχετικά με πολιτικούς κατά την άσκηση των
καθηκόντων τους, και στην αναφορά σε λεπτομέρειες του ιδιωτικού βίου ενός
ατόμου, το οποίο, όπως στην προκειμένη περίπτωση, δεν ασκεί επίσημα καθήκοντα.
Ενώ στην πρώτη περίπτωση ο τύπος ασκεί τη ζωτική λειτουργία του ως «φύλακας» σε
μια δημοκρατία με τη συμβολή του στη «διάδοση
πληροφοριών και ιδεών σε θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος», δεν συμβαίνει το
ίδιο στη δεύτερη. Βάσει της διάκρισης αυτής η Caroline von Hannover δεν
θεωρήθηκε δημόσιο πρόσωπο, αφού κατά το Δικαστήριο δεν ασκούσε επίσημα
καθήκοντα, αλλά χαρακτηρίζεται στην απόφαση ρητώς (αν και εντός εισαγωγικών) ως
ιδιώτης. Το δημόσιο ενδιαφέρον, όμως, όπως και όλη η δημόσια σφαίρα, ασφαλώς
δεν εξαντλείται στην άσκηση κρατικών καθηκόντων ή στην επιτέλεση πολιτικών
λειτουργιών. Αντιθέτως περιλαμβάνει όλη τη δημόσια ζωή σε όλα της τα πεδία,
όπως π.χ. στο πεδίο του πολιτισμού, των τεχνών, των επιστημών, του αθλητισμού,
της οικονομίας, της δραστηριότητας των μη κυβερνητικών οργανώσεων και της
κοινωνίας γενικότερα. Πράγματι, ακόμη και το Ψήφισμα 1165 (1998) της
Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης, το οποίο συμπεριέλαβε
αυτούσιο στην απόφασή του το ΕΔΔΑ, αναφέρεται (στο σημείο 7) σε μια πολύ
ευρύτερη κατηγορία των δημοσίων προσώπων, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνον
εκείνους που κατέχουν δημόσιες θέσεις, αλλά και όσους απλώς χρησιμοποιούν
δημόσιους πόρους και, γενικότερα, όλους όσοι «διαδραματίζουν ένα ρόλο στη δημόσια ζωή, είτε στην πολιτική, είτε στην
οικονομία, τις τέχνες, την κοινωνική σφαίρα, τον αθλητισμό είτε σε οποιοδήποτε
άλλο πεδίο». Αλλά ούτε και η λειτουργία του τύπου εξαντλείται στον ρόλο του
δημόσιου φύλακα κρατικών θεσμών και άσκησης επίσημων καθηκόντων. Αντιθέτως, και
ακριβώς σε μια δημοκρατική κοινωνία, η οποία δεν είναι απλώς ένα σύστημα
σχηματισμού πολιτικής βούλησης για τις ανάγκες του κράτους, αλλά κοινωνία
θεμελιωμένη στην ελευθερία που εξασφαλίζουν τα ατομικά δικαιώματα, και όπου η
δημοκρατική λειτουργία της κατοχύρωσης της ελευθερίας του τύπου ούτε αποκλείει
τη λειτουργία της ως ατομικής ελευθερίας, ούτε υπερέχει αυτής, αλλά
οικοδομείται επάνω σε αυτήν, η λειτουργία του τύπου συνίσταται στην ακώλυτη αλληλεπίδραση
αυτού και της κοινής γνώμης σε όλη την έκταση της δημόσιας σφαίρας. Η άποψη,
συνεπώς, ότι η Caroline von Hannover δεν είναι δημόσιο πρόσωπο και για το λόγο
αυτό κείται εκτός της λειτουργίας του τύπου δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ως
εφαρμογή, στη συγκεκριμένη περίπτωση, μιας απόλυτης οριοθέτησης του
προστατευτικού πεδίου της ελευθερίας της έκφρασης, αλλά μάλλον ως μέρος της
στάθμισης, που το Δικαστήριο αντιπαρατάσσει στη στάθμιση των γερμανικών
δικαστηρίων. Σε συνδυασμό με τις σκέψεις του σχετικά με την κατηγορία των
δημοσίων προσώπων το ΕΔΔΑ αποκρούει επίσης την άποψη, ότι ο ιδιωτικός βίος
είναι αντικείμενο δημοσίου ενδιαφέροντος, και προβαίνει στον προσδιορισμό των
αντικειμένων δημοσίου ενδιαφέροντος κατά θέματα. Πράγματι, η άποψη του Δικαστηρίου
που προαναφέρθηκε σχετικά με τη διάκριση ανάμεσα στην ειδησεογραφική αναφορά σε
γεγονότα, τα οποία είναι ικανά να συμβάλουν σε μία συζήτηση σε μια δημοκρατική
κοινωνία, όπως σχετικά με πολιτικούς κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, και
στην αναφορά σε λεπτομέρειες του ιδιωτικού βίου ενός ατόμου, το οποίο δεν ασκεί
επίσημα καθήκοντα, όπου μόνο στην πρώτη περίπτωση ο τύπος ασκεί τη ζωτική
λειτουργία του ως «φύλακας» σε μια δημοκρατία και συμβάλλει στη διάδοση
πληροφοριών και ιδεών σε θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος, σημαίνει ταυτόχρονα,
ότι το
δημόσιο ενδιαφέρον για τη δημοσίευση πληροφοριών μπορεί να αναφέρεται μόνο σε
γεγονότα σχετικά με την άσκηση δημοσίων καθηκόντων ή πολιτικών λειτουργιών.
Η δημόσια σφαίρα καταλαμβάνει όχι μόνο γεγονότα σχετικά με την άσκηση δημοσίων
καθηκόντων ή πολιτικών λειτουργιών, αλλά και γεγονότα στα πεδία της πολιτικής,
της οικονομίας, των τεχνών, της κοινωνικής σφαίρας, του αθλητισμού καθώς και
οποιοδήποτε άλλο πεδίο της εκτός κρατικών θεσμών δημόσιας ζωής. Συνεπώς, όλα
αυτά τα θέματα γενικότερου ενδιαφέροντος μπορούν να δικαιολογήσουν την επέμβαση
στην προσωπικότητα, πάντοτε κατά περίπτωση.
Ούτε, όμως, η άποψη αυτή του Δικαστηρίου είναι δυνατόν να
θεωρηθεί ως απόλυτη οριοθέτηση του προστατευτικού πεδίου της ελευθερίας της
έκφρασης. Και στο σημείο αυτό η ορθότερη ερμηνεία της απόφασης θα έπρεπε να
τοποθετήσει τις θέσεις αυτές στο πλαίσιο της στάθμισης, που το Δικαστήριο
αντιπαρατάσσει στη στάθμιση των γερμανικών δικαστηρίων. Το σημαντικό στοιχείο
στην επιχειρηματολογία του Δικαστηρίου θα πρέπει επομένως να αναζητηθεί στη
σκέψη, ότι το ενδιαφέρον ενημέρωσης του
κοινού προκειμένου για δημόσια πρόσωπα θεμελιώνεται μόνον εφ’όσον υπάρχει
κάποια εσωτερική συνάφεια μεταξύ του εν γένει δημόσιου ρόλου ενός προσώπου, εξ
αιτίας του οποίου το πρόσωπο αυτό χαρακτηρίζεται «δημόσιο», και του γεγονότος,
η δημοσιοποίηση του οποίου εμπίπτει στο ενδιαφέρον του κοινού. Εάν δεν
υπάρχει η συνάφεια αυτή, όπως στην περίπτωση που έκρινε το ΕΔΔΑ, δεν υπάρχει
ενδιαφέρον του κοινού ικανό να δικαιολογήσει την επέμβαση στην προσωπικότητα,
έστω και εάν πρόκειται για πρόσωπο «της απόλυτης επικαιρότητας», κατά τη
νομολογία των γερμανικών δικαστηρίων. Πράγματι, όχι μόνο δεν αρκεί κατά το ΕΔΔΑ
η ιδιότητα του προσώπου της απόλυτης επικαιρότητας για να δικαιολογήσει, κατ’αρχήν τουλάχιστον, επεμβάσεις στον ιδιωτικό βίο, αλλά συμβαίνει ακριβώς το
αντίθετο: σύμφωνα με την απόφαση, ακόμη και
προκειμένου για δημόσια πρόσωπα υπό στενή έννοια, π.χ. για πολιτικούς, το
δικαίωμα ενημέρωσης του κοινού μπορεί να εκτείνεται σε εκφάνσεις του ιδιωτικού
τους βίου μόνο «σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις» και μόνο σχετικά με
περιστάσεις που εμπίπτουν στη σφαίρα μιας συζήτησης «πολιτικού ή δημόσιου
χαρακτήρα».
Στο πεδίο αυτό του ιδιωτικού βίου, όπως καθορίστηκε ανωτέρω,
το ενδιαφέρον του κοινού, το οποίο δέχεται το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό
Δικαστήριο, «να κρίνει κατά πόσον η
προσωπική συμπεριφορά των εν λόγω ατόμων, τα οποία συχνά θεωρούνται είδωλα ή
πρότυπα συμπεριφοράς, συνάδει κατά τρόπο πειστικό με τη συμπεριφορά τους κατά
την άσκηση των δημοσίων λειτουργιών τους», να διαμορφώσει τις ιδέες του «σχετικά με ηθικές αξίες και στάσεις ζωής»
που εκπροσωπούνται από τα πρόσωπα αυτά, να χρησιμοποιήσει τα πρόσωπα αυτά ως
σημείο «προσανατολισμού στο σχεδιασμό της
ζωής του», να αποκρυσταλλώσει με τη βοήθεια – και εις βάρος των δικαιωμάτων
και ελευθεριών – των προσώπων αυτών «απόψεις
αποδοχής ή απόρριψης» και να προσανατολίσει τη συμπεριφορά του
χρησιμοποιώντας τα πρόσωπα αυτά ως «πρότυπα
μίμησης ή αντίθεσης» δεν δικαιολογεί κατά το ΕΔΔΑ, άνευ άλλου τινός, την
επέμβαση στον ιδιωτικό βίο του θιγομένου.
Όπως τονίζει το Δικαστήριο, «ο αποφασιστικός παράγοντας στη
στάθμιση της προστασίας του ιδιωτικού βίου με την ελευθερία της έκφρασης θα
έπρεπε να είναι η συμβολή των δημοσιευμένων φωτογραφιών και άρθρων σε μια
συζήτηση γενικού ενδιαφέροντος». Τέτοια συμβολή δεν υπάρχει προκειμένου περί
φωτογραφιών που σχετίζονται αποκλειστικά με λεπτομέρειες του ιδιωτικού βίου ή
των οποίων μόνος σκοπός είναι να ικανοποιήσουν την περιέργεια ενός ειδικού
αναγνωστικού κοινού σχετικά με τις λεπτομέρειες της ιδιωτικής ζωής, ανεξάρτητα
από το εάν ο απεικονιζόμενος είναι δημόσια γνωστός.
Με αυτές τις παραδοχές η κατηγορία του προσώπου της απόλυτης
επικαιρότητας χάνει εν πολλοίς τη λειτουργία της, αφού πλέον η επέμβαση στην
προσωπικότητα ενός προσώπου της κατηγορίας αυτής δικαιολογείται
μόνον λόγω της συμβολής του δημοσιεύματος στη δημόσια συζήτηση για θέματα
γενικού ενδιαφέροντος, τέτοια, δε, δεν είναι κατ’ αρχήν τα σχετιζόμενα με
την προσωπική συμπεριφορά του προσώπου της απόλυτης επικαιρότητας.
Η στάθμιση, όμως, στην οποία προβαίνει το Δικαστήριο,
συνεκτιμά και τα λοιπά δεδομένα της συγκεκριμένης περίπτωσης:
Σύμφωνα με την απόφαση, κατά τη στάθμιση, που αφορά στη
δημοσίευση, πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψιν και η προσβολή που επέρχεται με την
απόκτηση της πληροφορίας ή φωτογραφίας. Το Δικαστήριο, μάλιστα, εισάγει στη
στάθμιση, όχι μόνο την προσβολή του ιδιωτικού βίου της συγκεκριμένης
προσφεύγουσας, αλλά και το ζήτημα
διαφύλαξης της ακεραιότητας της ιδιωτικής σφαίρας έναντι της έλλειψης
αποτελεσματικής αποθάρρυνσης της συστηματικής παρακολούθησης, διαρκούς
παρενόχλησης και αθέμιτης διείσδυσης στην ιδιωτική ζωή των δημοσίων προσώπων.
Στο
μέτρο που σε ένα κράτος δικαίου η διαφύλαξη των ατομικών δικαιωμάτων δεν είναι
μόνον ιδιωτικό συμφέρον του φορέα του κάθε φορά προσβαλλομένου δικαιώματος,
αλλά και δημόσιο συμφέρον, η απόφαση του ΕΔΔΑ στέλνει και κατά τούτο ένα
εύγλωττο μήνυμα στις εθνικές έννομες τάξεις.
Το Δικαστήριο αποδίδει, επίσης, στη στάθμισή του ιδιαίτερη
σημασία στο γεγονός, ότι η προσβολή του ιδιωτικού βίου δεν επήλθε με τη
δημοσίευση κειμένων, αλλά φωτογραφιών.
Πράγματι, η λήψη και η δημοσίευση της φωτογραφίας αποτελούν επέμβαση στην
προσωπικότητα διαφορετική, και πολύ εντονότερη, τόσο από την έκθεση της
προσωπικότητας στη φυσική δημοσιότητα σε κάθε μη αυστηρά ιδιωτική εκδήλωση του
ατόμου, όσο και από την απλή διήγηση σε κείμενο των όσων αποτυπώνονται στις
φωτογραφίες. Ο λόγος είναι, ότι η λήψη και η δημοσίευση της φωτογραφίας
επεμβαίνουν σε περισσότερα στοιχεία της προσωπικότητας, αποτυπώνουν μόνιμα την
εικόνα του προσώπου, την αποσπούν από τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή και το
συγκεκριμένο γεωγραφικό και κοινωνικό περίγυρο και την καθιστούν γνωστή σε
ασύγκριτα μεγαλύτερο αριθμό προσώπων από εκείνα, στα οποία εκτέθηκε ο φορέας
της προσωπικότητας με τη θέλησή του. Αυτά επιτείνονται,
όπως παρατηρεί και το Δικαστήριο, με τη χρήση των νέων τεχνολογιών της
επικοινωνίας, οι οποίες καθιστούν δυνατή την αποθήκευση και αναπαραγωγή
προσωπικών δεδομένων. Για τους λόγους αυτούς, ορθώς επισημαίνεται στην
απόφαση, ότι «Μολονότι η ελευθερία του
τύπου καλύπτει και τη δημοσίευση φωτογραφιών, αυτό είναι ένα πεδίο στο οποίο η
προστασία των δικαιωμάτων και της φήμης τρίτων αποκτά εξαιρετική σημασία».
Και στο σημείο αυτό η απόφαση του Δικαστηρίου η οποία θεωρεί απαραίτητη την αυξημένη εγρήγορση για την προστασία της
ιδιωτικής ζωής, έχει εξαιρετική σημασία σε μια κοινωνία, όπως η ευρωπαϊκή,
η οποία με την ραγδαία ανάπτυξη και διάδοση των τεχνικών μέσων λήψης προσωπικών
δεδομένων κάθε είδους, την επιδείνωση των κινδύνων και τη θεσμική ενίσχυση της
ασφάλειας υποβάλλει σε ολοένα μεγαλύτερη συμπίεση το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης
του ατόμου σε όλες του τις εκφάνσεις.
Η στάθμιση του δικαιώματος του ιδιωτικού βίου και της
ελευθερίας του τύπου στο επίπεδο της ΕΣΔΑ οδηγεί σε προστασία του ιδιωτικού
βίου ευρύτερη από αυτήν που παρέσχε το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της
Γερμανίας και αντίστοιχα αυστηρότερη οριοθέτηση της ευχέρειας του τύπου να
ασχολείται με την ιδιωτική ζωή. Αυτό, βεβαίως, δεν έχει σημασία μόνον για τη
γερμανική έννομη τάξη, όπου σύμφωνα με το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο
η νομολογία του ΕΔΔΑ χρησιμεύει, και πέρα από τις εκάστοτε συγκεκριμένες
κριθείσες περιπτώσεις, ως υποχρεωτικά ληπτέο υπ’ όψιν νομολογιακό προηγούμενο και ως ερμηνευτικό
βοήθημα για τον προσδιορισμό του περιεχομένου και του προστατευτικού πεδίου
των ατομικών δικαιωμάτων. Έχει σημασία, επίσης, ως υποχρεωτικά ληπτέο υπ’ όψιν
νομολογιακό προηγούμενο, και για την
ελληνική έννομη τάξη, όχι μόνο στο μέτρο που αυτή έχει υιοθετήσει τις
κατηγορίες των προσώπων της «απόλυτης» και «σχετικής» επικαιρότητας, αλλά και
ως προς τη σχετική βαρύτητα που πρέπει να αποδίδεται, στο πλαίσιο της
στάθμισης, στον ιδιωτικό βίο έναντι επεμβάσεων των μέσων ενημέρωσης, καθώς και τα κριτήρια της στάθμισης. Δεδομένου,
μάλιστα, ότι το περιθώριο εκτίμησης που αναγνώρισε στη Γερμανία το ΕΔΔΑ με την
απόφασή του ήταν – παρά την in abstracto επιβεβαίωσή του και παρά τις ουσιώδεις
διαφορές μεταξύ των επί μέρους εθνικών εννόμων τάξεων– ελάχιστο, είναι αναμενόμενο
ότι οι δυνατότητες απόκλισης από τη γραμμή του Δικαστηρίου είναι εξαιρετικά
μικρές.
Πάντως, η απόφαση δεν επιφέρει τον υπέρμετρο περιορισμό των
ελευθεριών των μέσων ενημέρωσης, που απηχούν οι απόψεις των επικριτών της, εφ’
όσον, όπως αναπτύχθηκε, δεν θα έπρεπε να γίνει δεκτό ότι διατυπώνει απόλυτα
όρια όσον αφορά στα δημόσια πρόσωπα και στα θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος, αλλά
τα τοποθετεί στο πλαίσιο της συγκεκριμένης στάθμισης. Το γεγονός, ότι το
επιτρεπτό ή μη της επέμβασης των μέσων ενημέρωσης στον ιδιωτικό βίο, ακόμη και
των δημοσίων προσώπων και των προσώπων της απόλυτης επικαιρότητας, εξαρτάται
αποφασιστικά από την συμβολή στο δημόσιο διάλογο για ένα θέμα γενικού
ενδιαφέροντος, δεν μπορεί, επίσης, να θεωρηθεί ότι αποτελεί υπέρμετρο
περιορισμό των ελευθεριών της επικοινωνίας. Από την άλλη πλευρά η αναβάθμιση
της σημασίας και η ενίσχυση της προστασίας του ιδιωτικού βίου από το Ευρωπαϊκό
Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου προσφέρει στην ελληνική έννομη τάξη ένα
επιπλέον έναυσμα για την ανάσχεση των σύγχρονων τάσεων υποχώρησης της
προστασίας του έναντι των μέσων ενημέρωσης (Η προστασία του ιδιωτικού βίου των
δημοσίων προσώπων έναντι των μέσων ενημέρωσης κατά την ΕΣΔΑ, Σχόλιο στην
απόφαση του ΕΔΔΑ της 24.6.2004 (von Hannover κατά Γερμανίας, Αθ. Τσεβάς, ΔΙΜΜΕ,
Τεύχος 3/2005).
Δύο φαινομενικά αντίρροπες τάσεις φαίνεται να διέπουν τη
νομολογία του Δικαστηρίου του Στρασβούργου για τα δημόσια πρόσωπα και τις
αποκαλύψεις που αφορούν στην ιδιωτική ζωή τους: από τη μια, ο κύκλος των δημόσιων προσώπων μοιάζει να
διευρύνεται, ενώ, από την άλλη, αναγνωρίζεται και στα πρόσωπα αυτά ένας
πυρήνας ιδιωτικότητας, που κανένα «δικαιολογημένο ενδιαφέρον» δεν δικαιολογεί
την προσβολή του.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες για το κρίσιμο θέμα,
είναι και οι αποφάσεις που εξέδωσε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του
Ανθρώπου (ΕυρΔΔΑ) στις υποθέσεις Peck κατά Ηνωμένου Βασιλείου (28.04.2003)
(ΔiΜΕΕ, τ. 3/2004, σελ. 434), και Plon κατά Γαλλίας (18.08.2004) (ΔiΜΕΕ, τ.
3/2004, σελ. 438), καθώς και η απόφαση του Δικαστηρίου της Βουλής των Λόρδων
–δηλαδή του ανώτατου δικαστηρίου της Μεγάλης Βρετανίας– στην υπόθεση Campbell
κατά MGN (06.05.2004), η οποία παρουσιάζει εξίσου μεγάλο ενδιαφέρον.
Υπόθεση Α. Mosley του ΕΔΔΑ της 10-05-2011: Οικειότητα της
ιδιωτικής ζωής, ψυχαγωγική δημοσιογραφία και η έννοια της γενικότερης
‘αποτρεπτικής επίδρασης’ (chilling effect):
Στην υπόθεση Mosley, ο συλλογισμός του ΕΔΔΑ επικεντρώθηκε
εξαρχής στην κανονιστική οριοθέτηση των δυο ‘φαινομενικά’ συγκρουόμενων
δικαιωμάτων: του δικαιώματος στην ιδιωτική
ζωή και της ελευθερίας της έκφρασης και του τύπου, τα οποία κατοχυρώνονται στα άρθρα 8 και 10 ΕΣΔΑ. Το ΕΔΔΑ
επιβεβαίωσε την προσβολή της ιδιωτικότητας του Mosley, όπως αυτή αναγνωρίστηκε
από τη βρετανική δικαιοσύνη ως αδικαιολόγητη, στηρίζοντας την άποψη αυτή σε μια
διττή τεκμηρίωση. Πρώτον, ενέταξε εννοιολογικά την σεξουαλική δραστηριότητα του
Mosley στο προστατευτικό πεδίο του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή. Κατά την
άποψη που το ΕΔΔΑ εξέφρασε, η σεξουαλική δραστηριότητα του Mosley εντάσσεται
στον πυρήνα της ιδιωτικότητάς του, στην οικειότητά του. Έτσι, όπως
χαρακτηριστικά αναφέρεται στο κείμενο της απόφασης, η προστασία της ελεύθερης
έκφρασης περιορίζεται από τα δικαιώματα των άλλων, «…ιδίως
όταν οι εικόνες εμπεριέχουν ιδιαίτερα προσωπικές και οικείες ‘πληροφορίες’ για
ένα πρόσωπο ή όταν έχουν ληφθεί σε
ιδιωτικούς χώρους και λάθρα μέσω της χρήσης μυστικών μηχανισμών καταγραφής…».
Σε ένα δεύτερο επίπεδο, η κύρια συνέπεια της ένταξης της σεξουαλικής ζωής στον
πυρήνα του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή έγκειται στο ότι καθιστά αναγκαία την
αναζήτηση ενός ειδικού λόγου δημοσίου συμφέροντος, ικανού να δικαιολογήσει
παρεμβάσεις προερχόμενες από την άσκηση της ελευθερίας έκφρασης και
ελευθεροτυπίας. Ωστόσο, το ΕΔΔΑ συμπέρανε ότι ένας τέτοιος λόγος δημοσίου συμφέροντος
δεν υφίστατο στην υπόθεση Mosley. Πρώτον, διότι η σεξουαλική δραστηριότητα του
αιτούντα δε διέθετε φιλοναζιστικό χαρακτήρα και δεύτερον διότι στο βαθμό που
αφορούσε στον πυρήνα της οικειότητας της ιδιωτικής ζωής του, εξ ορισμού
στερείτο δημοσίου ενδιαφέροντος για το κοινό. Το ΕΔΔΑ, όμως, δεν αρκέστηκε
αποκλειστικά στην εννοιολόγηση του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή, κατά το άρθρο
8 ΕΣΔΑ. Αντίστοιχα, προχώρησε στην αυτοτελή ανάλυση και αξιολόγηση του άρθρου
10 και των δικαιωμάτων της ελεύθερης έκφρασης και ελευθεροτυπίας,
επικεντρώνοντας σε συγκεκριμένα χαρακτηριστικά τους. Το ΕΔΔΑ τόνισε, στο
πλαίσιο αυτό, τον προεξάρχοντα ρόλο του τύπου σε μια δημοκρατική, πλουραλιστική
κοινωνία και τη σημασία της ελεύθερης λειτουργίας του για την πληροφόρηση και τον
έλεγχο της κοινής γνώμης. Πρόκειται για στοιχεία που καθιστούν τον τύπο
‘δημόσιο φύλακα’ (public watchdog). Τούτο, όμως, δεν σημαίνει, κατά την άποψη
του ΕΔΔΑ, ότι ο τύπος λειτουργεί δίχως όρια. Έτσι, το Δικαστήριο διέκρινε
μεταξύ ψυχαγωγικής ερευνητικής
δημοσιογραφίας (η περίπτωση του Mosley) και πολιτικής, σοβαρής δημοσιογραφίας, καθιστώντας προφανές ότι η
δυναμική προστασία του τύπου, κατά το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ, που η νομολογία του
ΕΔΔΑ έχει διαμορφώσει, επιφυλάσσεται υπέρ της πολιτικής και όχι της ψυχαγωγικής
ερευνητικής δημοσιογραφίας. Παράλληλα, υπογραμμίστηκε από το Δικαστήριο ότι η
προστασία του άρθρου 10 ΕΣΔΑ επιφυλάσσει μεν ένα ευρύ πεδίο διακριτικής
ευχέρειας για την απόλαυση του δικαιώματος στην ελεύθερη δημοσιογραφία, όμως,
επίσης, οριοθετείται από τον σεβασμό στα δικαιώματα των άλλων και από το καθήκον
της καλόπιστης, βέβαιης και ακριβούς πληροφόρησης του κοινού και τήρησης της
δημοσιογραφικής δεοντολογίας. Επιπλέον, το Δικαστήριο τόνισε ότι η
ισχυρή επίδραση της χρήσης οπτικοακουστικών μέσων επί της κοινής γνώμης
επιβάλλει ως ‘βάρος’ έναντι του τύπου, την απόδειξη της πρόσθετης συνεισφοράς
του υλικού αυτού σε μια συζήτηση δημοσίου ενδιαφέροντος, σε κάθε ειδική και
συγκεκριμένη περίπτωση. Έχοντας σκιαγραφήσει τα κανονιστικά όρια των δύο δικαιωμάτων,
το ΕΔΔΑ αναζήτησε τη ‘δίκαιη ισορροπία’
τους, μια ερμηνευτική, σταθμιστική διαδικασία στην οποία το Δικαστήριο
προβαίνει όταν υφίσταται έλλειψη κοινών standards, κοινού ερμηνευτικού
consensus μεταξύ των κρατών μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης. Ωστόσο, η
αντίφαση που γεννήθηκε εδώ είναι ότι, παρά το γεγονός ότι η διακρίβωση της
‘δίκαιης ισορροπίας’ συνεπάγεται μια εξειδικευμένη σταθμιστική διαδικασία,
προσαρμοσμένη στα ειδικά και συγκεκριμένα περιστατικά μιας υπόθεσης, στο
πλαίσιο της υπόθεσης Mosley έλαβε γενικό και αφηρημένο χαρακτήρα. Έτσι, η
υπόθεση Mosley συνιστά ουσιαστικά μια υπόθεση ‘οδηγό’ όσον αφορά στον
προσδιορισμό της έννοιας της γενικής ‘αποτρεπτικής επίδρασης’ (chilling
effect), που είναι δυνατόν να επιφέρει η κατοχύρωση μιας υποχρέωσης προ-γνωστοποίησης
των ενδιαφερομένων για δημοσιεύματα σχετικά με την ιδιωτική τους ζωή, στο
Ηνωμένο Βασίλειο. Ειδικότερα, το ΕΔΔΑ εξέτασε κατά πόσον στην έννοια των
θετικών υποχρεώσεων ενός κράτους για την αποτελεσματική προστασία του
δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή, εντάσσεται η νομοθετική κατοχύρωση μιας
υποχρέωσης προγνωστοποίησης υπέρ των ιδιωτών και κατά του τύπου, στις
περιπτώσεις δημοσιευμάτων που αφορούν σε ζητήματα προσωπικής και ιδιωτικής
ζωής. Ουσιαστικά, με αυτό το αίτημά του ο Mosley διεκδικούσε την κατοχύρωση
ενός σταθμιστικού ‘βάρους’ κατά του τύπου σε περιπτώσεις δημοσιευμάτων,
προσβλητικών για την ιδιωτικότητα δημοσίων προσώπων. Κατά την άποψη του
αιτούντα, η καθιέρωση μιας τέτοιας υποχρέωσης θα επανέφερε την ισορροπία στην
‘άνιση’ σχέση μεταξύ δημοσίων προσώπων και σκανδαλοθηρικού τύπου στο Ηνωμένο
Βασίλειο. Κατά το ΕΔΔΑ, η αποδοχή ότι η επιβολή μιας υποχρέωσης
προγνωστοποίησης είναι δυνατόν να έχει γενικότερες επιπτώσεις, τόσο στον
ψυχαγωγικό, όσο και στον πολιτικό, σοβαρό τύπο, δικαιολογεί την ανάγκη
αφηρημένης στάθμισης μεταξύ ιδιωτικότητας και ελευθερίας του τύπου, αλλά και
διεξαγωγής ενός εξονυχιστικού ελέγχου αναλογικότητας από την πλευρά του
Δικαστηρίου. Σε αυτή τη βάση, το ΕΔΔΑ εξέτασε αυτοτελώς τα όρια της ελευθερίας
του τύπου, έναντι μιας ενδεχόμενης παρέμβασης, όπως η νομοθετική κατοχύρωση
προγνωστοποίησης, διατυπώνοντας τα ακόλουθα πραγματολογικά και κανονιστικά
επιχειρήματα. Καταρχήν, το ΕΔΔΑ υποστήριξε ότι καταρχάς η επιβολή προληπτικών
μέτρων κατά του τύπου είναι επιτρεπτή σύμφωνα με το άρθρο 10 ΕΣΔΑ. Ωστόσο, σε
πολλές περιπτώσεις η δημοσίευση των ειδήσεων οφείλει να είναι άμεση,
προκειμένου να προστατευθεί η βαρύτητα και η σημασία τους. Στο ίδιο πλαίσιο, το
Δικαστήριο τόνισε ότι οι θετικές υποχρεώσεις ενός κράτους δεν εξαντλούνται στη
λήψη προληπτικών μέτρων, αλλά ότι συχνά και τα κατασταλτικά μέτρα επαρκούν για
την αποτελεσματική προστασία της ιδιωτικότητας. Τέτοια μέτρα είναι η πρόβλεψη
χορήγησης ex post facto δικαστικής αποζημίωσης, ή η κατοχύρωση ενός συστήματος
αυτορρύθμισης του τύπου. Πρόκειται για υποχρεώσεις που το Ηνωμένο Βασίλειο
τηρούσε, στο βαθμό που διέθετε και κώδικα δεοντολογίας του τύπου (Editors’ Code
of Practice), αλλά και ανεξάρτητη αρχή που επόπτευε την πιστή τήρηση και
εφαρμογή του (Press Complaints Commission). Το Δικαστήριο, τέλος, αφού
επισήμανε την παντελή έλλειψη ενός αντίστοιχου θεσμού στις δικαιοδοσίες των
κρατών μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης, και άρα την έλλειψη ενός σχετικού
consensus, επισήμανε τα προβλήματα αποτελεσματικής εφαρμογής της υποχρέωσης προγνωστοποίησης.
Έτσι, η αδιάκριτη επιβολή μιας τέτοιας υποχρέωσης σε υποθέσεις ιδιωτικότητας,
είναι δυνατόν να επιφέρει έναν υπέρμετρο κατά του τύπου περιορισμό, στο βαθμό
που δεν διαχωρίζει μεταξύ περισσότερο και λιγότερο επαχθών προσβολών του
δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή (π.χ. μεταξύ πυρήνα της οικειότητας της ιδιωτικής
ζωής και άλλων εξωτερικότερων εκφάνσεών της). Το κυριότερο, η εξαιρετικά πιθανή
σύνδεση της υποχρέωσης αυτής με την επιβολή προστίμων ή κυρώσεων, θα μπορούσε
να επιφέρει μια γενικότερη ‘αποτρεπτική επίδραση’ (chilling effect) στη
λειτουργία του τύπου με τη μορφή λογοκρισίας, παραβιάζοντας τον ίδιο τον πυρήνα
του άρθρου 10 ΕΣΔΑ. Τέλος, αντικειμενικά προβλήματα εφαρμογής μιας τέτοιας
υποχρέωσης θα μπορούσε να γεννήσει τόσο μια ευρεία ρήτρα διαφυγής ‘δημοσίου
συμφέροντος’ υπέρ του τύπου, καθώς και η αναζήτηση του υποκειμένου της
προγνωστοποίησης σε περιπτώσεις φωτογράφησης ανώνυμου πλήθους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου