Τριανταοκτώ
ίσως έμεινε παραλυμένο το μυαλό
και το ρολόι
και το θερμόμετρο
έψαχνα μια ώρα να ταιριάζει στον χρόνο
που έμεινε πίσω συνειδητά κ'ασυνείδητα
ετών απροσδιόριστων, πωλούνται αναμνήσεις
και μια τάση φυγής, αφοσίωσης στην απόσυρση
έτσι κλαψουρίζει ο ήχος της απόγνωσης
ή της τόσο ευνουχισμένης σκέψης
μοιράζεις τα υπάρχοντα
τα υπαρκτά και τα ακατάδεκτα για την κατάστασή σου
μεταμορφώνεις τα συναισθήματα, που έφριξαν από τόση υστερία
κλείνεις τα μάτια, που δεν αντέχουν άλλη αλήθεια
ή αναλήθεια, στα πρόθυρα της παράνοιας
ελπίζεις παρανόηση, αυτό ενίοτε σε δραπετεύει
φτιάχνεις τις βαλίτσες, δεν μπορείς να αποχωριστείς
το περιεχόμενο και το περιτύλιγμα αυτού που σε περιμένει
ένα βαγόνι δεν βρέθηκε σε αυτό το σώμα που παγώνει
ακόμη δεν βρήκες προορισμό, να αρμόζει στην μεγαλειότητα
του τελευταίου αντίο
γιατί πια δεν υπάρχουν τρένα στον δρόμο της απελπισίας
ούτε κάποιοι να χαιρετίσεις
ούτε και ένα κλάμα να περιφέρεται σε αυτό το ταξίδι
να σου θυμίζει ότι ήσουν άνθρωπος χωρίς ανθρώπους
αλλά, ποιος ξέρει, μπορεί να βρεθεί ένας τόπος, να σφηνώσεις την σημαία σου
φωνάζοντας ότι είσαι ελεύθερος από τις τύψεις
και ίσως ένας Θεός σ'ακούσει και σε περιλούσει με κλάματα
να γεννήσουν κάτι που το έχεις ανάγκη
εάν αποδειχθεί ότι είσαι ανθρώπινο δημιούργημά του