Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2019
Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2019
Συμβούλιο Πλημ/κών Χαλκίδας: Αντισυνταγματική η διάταξη της υφ'όρον απόλυσης λόγω αναπηρίας - Φλώροι vs "Φλώρων"
Η κυρία Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου θα ασκήσει αιτήσεις αναιρέσεως κατά παρόμοιων Βουλευμάτων, έστω και υπέρ του Νόμου, για την ενότητα της Νομολογίας;
216/2018 ΠΛΗΜΜ ΧΑΛΚ
Υπό όρο απόλυση καταδίκων με ποσοστό αναπηρίας. Άρθρο 110Α παρ. 2 στοιχ. β’ ΠΚ. Αντισυνταγματικότητα διάταξης. Επιβολή πρόσκαιρης κάθειρξης. Απαραίτητες προϋποθέσεις για την υπό όρο απόλυση του εκτίοντος πρόσκαιρη κάθειρξη καταδίκου με ποσοστό αναπηρίας. Έκτιση του 1/5 της ποινής και ποσοστό αναπηρίας άνω του 67%. Πιστοποίηση του ποσοστού αναπηρίας. Πιστοποίηση αναπηρίας: πραγματογνωμοσύνη ή βεβαίωση από το Κέντρο Πιστοποίησης Αναπηρίας (ΚΕ.ΠΑ.). Ωστόσο, η διάταξη του ά. 110Α παρ. 2 στοιχ. β’ ΠΚ, η οποία αξιώνει μόνο ποσοστό αναπηρίας άνω του 67% και έκτιση ενός ελαχίστου μέρους της ποινής, ήτοι του 1/5, ακόμη και πλασματική έκτιση, είναι αντισυνταγματική, αφού δεν εξετάζεται αν τα αντίστοιχα προβλήματα υγείας υπήρχαν και πριν από την τέλεση της πράξης ή προέκυψαν στη συνέχεια, καθώς και η διαγωγή του υφ’όρον απολυθέντος μετά την απόλυσή του. Εν προκειμένω, το ποσοστό αναπηρίας ανέρχεται στο 82%, το οποίο προκύπτει σωρευτικά από περισσότερες ασθένειες. Απορρίπτει αίτηση ως μη νόμιμη, διότι κατά την κρίση του Συμβουλίου η διάταξη του ά. 110Α παρ. 2 στοιχ. β’ ΠΚ είναι αντισυνταγματική, βάσει των ως άνω. Βλ. αντίθετη εισαγγελική πρόταση, βάσει της οποίας προτείνεται η υφ’όρον απόλυση του κρατουμένου.Αριθμός: 216/2018 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΩΝ ΧΑΛΚΙΔΑΣ Αποτελούμενο από τους Δικαστές Μιχαήλ Ντόστα, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Ιωάννη Τσιφούκη (Εισηγητή) και Παρασκευή Κοντού, Πλημ/κες. Συνήλθε στο Κατάστημα του Πρωτοδικείου Χαλκίδας την 19-12-2018 παρουσία της Γραμματέως Παναγιώτας - Βασιλικής Πανταζή για να αποφανθεί, αφού διασκεφθεί στη με αριθμό 243/2018 έγγραφη πρόταση της Αντεισαγγελέως, Όλγας Ηλιοπούλου, η οποία έχει το ακόλουθο περιεχόμενο: Προς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Χαλκίδας Εισάγουμε ενώπιον του Συμβουλίου Σας σύμφωνα με τα άρθρα 32 παρ. 1 και 4, 138 παρ. 2β ΚΠΔ και 105 επ. ΠΚ την από 7-11-2018 αίτηση του ... κρατουμένου του Καταστήματος Κράτησης Χαλκίδας, αιτουμένου την υπό όρο απόλυσή του κατά το άρθρο 110Α παρ. 2 ΠΚ και εκθέτουμε τα κάτωθι: Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 110Α παρ. 2 του Π.Κ «Η απόλυση χορηγείται, ανεξαρτήτως της συνδρομής των προϋποθέσεων των άρθρων 105 και 106 και στις πιο κάτω περιπτώσεις, που έχει επιβληθεί πρόσκαιρη στερητική της ελευθερίας ποινή: α) στους καταδίκους με ποσοστό αναπηρίας πενήντα τοις εκατό (50%) και άνω, εφόσον κρίνεται ότι η παραμονή τους στο κατάστημα κράτησης καθίσταται ιδιαίτερα επαχθής λόγω αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης και β) στους καταδίκους με ποσοστό αναπηρίας εξήντα επτά τοις εκατό (67%) και άνω. Σε περίπτωση πρόσκαιρης κάθειρξης, απαιτείται να έχει εκτιθεί με οποιονδήποτε τρόπο το ένα πέμπτο της ποινής». Σύμφωνα δε με την παράγραφο 4, ως τούτη αντικαταστάθηκε από το άρθρο 23 του νόμου 4356/2015, «Η διακρίβωση των προηγούμενων προϋποθέσεων γίνεται μετά από αίτηση του κρατούμενου από το αρμόδιο συμβούλιο πλημμελειοδικών ή, στην περίπτωση κρατούμενου που εκτίει ποινή ισόβιας κάθειρξης, από το συμβούλιο εφετών. Ο εισαγγελέας, μετά την υποβολή της αίτησης, διατάσσει ειδική πραγματογνωμοσύνη για τη διακρίβωση των προϋποθέσεων των προηγούμενων παραγράφων και την πιστοποίηση του ποσοστού αναπηρίας, αν αυτό δεν έχει βεβαιωθεί από το Κέντρο Πιστοποίησης Αναπηρίας (ΚΕ.Π.Α.). Η κατά τα άνω ειδική πραγματογνωμοσύνη ή η βεβαίωση από το ΚΕ.Π.Α. υποβάλλεται από τον εισαγγελέα στο αρμόδιο συμβούλιο μαζί με την πρότασή του. Κατά του βουλεύματος του συμβουλίου εφετών μπορεί να ασκηθεί αναίρεση. Οι λεπτομέρειες σχετικά με την ως άνω ειδική πραγματογνωμοσύνη καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Υγείας. Η ειδική πραγματογνωμοσύνη ή η βεβαίωση του ΚΕ.ΠΑ. υποχρεωτικά προσδιορίζουν εάν η αναπηρία είναι μόνιμη ή πρόσκαιρη, και αναφέρουν στην περίπτωση της πρόσκαιρης αναπηρίας τον χρόνο διάρκειας και το ποσοστό της. Εάν πρόκειται για πρόσκαιρη αναπηρία, ο αρμόδιος εισαγγελέας υποβάλλει ένα (1) μήνα πριν τη λήξη του προσδιοριζόμενου χρόνου αναπηρίας στο αρμόδιο συμβούλιο την πρότασή του για την επανεξέτασή της χορηγηθείσας απόλυσης υπό όρο. Για τον λόγο αυτό δύο (2) μήνες πριν την συμπλήρωση του χρόνου της προσδιορισθείσας αναπηρίας, διατάσσει ειδική πραγματογνωμοσύνη, είτε παραπομπή στο αρμόδιο ΚΕ.Π.Α για την εκ νέου διακρίβωση των προϋποθέσεων για την πιστοποίηση του ποσοστού αναπηρίας. Εάν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των προηγούμενων παραγράφων διατάσσεται η συνέχιση της εκτέλεσης της ποινής. Ο χρόνος που μεσολάβησε από την απόλυση υπό όρο λογίζεται ως πραγματικός χρόνος έκτισης της ποινής. Η επανεξέταση της αναπηρίας και η διακρίβωση των προϋποθέσεων του άρθρου αυτού περατώνεται στο χρονικό διάστημα που προβλέπει το άρθρο 109». Τέλος, κατά την παράγραφο 7 του ως άνω άρθρου «Σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις, εκτός της επιβολής ισόβιας κάθειρξης, δύναται να επιβληθεί μόνο ο όρος της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα. Ανάκληση απόλυσης για παραβίαση όρου δεν χωρεί όταν αυτή προκλήθηκε από λόγους υγείας». Από τα σχετικά έγγραφα προκύπτει ότι ο εν λόγω κατάδικος κρατείται με την υπ’αριθμ. Δ ΜΕΚ 3495/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθήνας, η οποία του επέβαλε συνολική ποινή πρόσκαιρης καθείρξεως δεκαεπτά (17) έτη και είκοσι (20) μήνες και έχει (κατά την ημέρα σύνταξης του πίνακα υπολογισμού ποινής) εκτίσει με ευεργετικό υπολογισμό τρία (3) έτη, έντεκα (11) μήνες και έξι (6) ημέρες. Επομένως (και μέχρι την ημέρα σύνταξης του πίνακα υπολογισμού ποινής, δηλαδή την 12η-11-2018) έχει συμπληρώσει το 1/5 της ποινής του. Κατά συνέπεια, το υπόλοιπο που απομένει να εκτίσει με βάση τον ίδιο πίνακα υπολογισμού ποινής είναι δεκατέσσερα (14) έτη, οκτώ (8) μήνες και έξι (6) ημέρες. Περαιτέρω, εκ της από 9-3-2018 Γνωστοποίησης αποτελέσματος πιστοποίησης αναπηρίας της Διεύθυνσης Ιατρικής Αξιολόγησης του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ κατόπιν αξιολογήσεως από την Πρωτοβάθμια Υγειονομική Επιτροπή του Κέντρου Πιστοποίησης Αναπηρίας (ΚΕ.Π.Α.) συνάγεται ότι το ποσοστό αναπηρίας του ως άνω κρατούμενου ανέρχεται σε ποσοστό 82%, χρονικής διάρκειας από 14-9-2018 έως και 31-8-2019, εκ τούτου πρόσκαιρης αναπηρίας. Εκ της επισκοπήσεως, δε, σωρείας πρόσφατων ιατρικών βεβαιώσεων (ίδ. αντίγραφα αυτών) προκύπτουν, αφενός οι παθήσεις του αιτούντος, αφετέρου η μέχρι προσφάτως συνεχόμενη νοσηλεία του λόγω της βεβαρημένης κατάστασης της υγείας του, ώστε δεν τίθεται σε αμφισβήτηση η βασιμότητα του πορίσματος του ΚΕ.Π.Α. Επομένως, εφόσον συντρέχουν οι τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις, πρέπει να διαταχθεί η απόλυση του κατάδικου αυτού, υπό τον όρο της απαγόρευσης εξόδου από την χώρα μέχρι την λήξη του υπολοίπου της ποινής του. ΓΙΑ ΑΥΤΟΥΣ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΠΡΟΤΕΙΝΟΥΜΕ Να διαταχθεί η υπό όρον απόλυση του ... του .., κρατουμένου του Καταστήματος Κράτησης Χαλκίδας. Και να του επιβληθεί, υπό τον όρο της ανάκλησης της υπό όρο απόλυσης, η υποχρέωση απαγόρευσης εξόδου από την χώρα μέχρι την λήξη του υπολοίπου της ποινής του.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
I) Κατά τη διάταξη του άρθρου 96 § 1 του Συντάγματος, η τιμωρία των εγκλημάτων, όπως και η λήψη όλων των μέτρων, που προβλέπουν οι ποινικοί νόμοι, ανήκει στα τακτικά ποινικά δικαστήρια. Από το συνδυασμό της διάταξης αυτής με το άρθρο 26 του Συντάγματος, που καθιερώνει τη θεμελιώδη για την ελληνική έννομη τάξη αρχή της διάκρισης των λειτουργιών, και το άρθρο 87 § 1 του Συντάγματος, που επιτάσσει την συγκρότηση των δικαστηρίων από τακτικούς δικαστές, που απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία, συνάγεται ότι η εκτέλεση των επιβαλλόμενων ποινών δεν μπορεί να ματαιώνεται ή αναιρείται με πράξεις της εκτελεστικής ή νομοθετικής εξουσίας, και μάλιστα για σκοπούς άσχετους με το αντικείμενο της ποινικής καταστολής (ήτοι της γενικής και ειδικής πρόληψης). Γι'αυτό, άλλωστε, το ίδιο το Σύνταγμα με ειδικές διατάξεις του, που συνιστούν απόκλιση από την αρχή της διάκρισης των λειτουργιών, δίδει σε όργανα της εκτελεστικής ή νομοθετικής εξουσίας τη δυνατότητα ματαίωσης ή μετριασμού των ποινικών κυρώσεων σε εξαιρετικές μόνο περιπτώσεις, αφενός με τον θεσμό της αμνηστίας, που κατ'άρθρο 47 §§ 3 - 4 δίδεται μόνο με νόμο ψηφιζόμενο με πλειοψηφία των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των βουλευτών, αφορά αόριστο αριθμό προσώπων και επιτρέπεται μόνο για πολιτικά εγκλήματα, αφετέρου με τον θεσμό της απονομής χάριτος, που κατ'άρθρο 47 § 1 του Συντάγματος δίδεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης, κατόπιν γνώμης συμβουλίου κατά πλειοψηφία συγκροτούμενου από δικαστές, και η οποία (χάρη) συνίσταται στη μετατροπή ή μετριασμό των ποινών, που επιβάλλουν τα δικαστήρια, ή και στην άρση των κάθε είδους νόμιμων συνεπειών ποινών, που έχουν επιβληθεί και εκτιθεί. Είναι προφανές ότι η τελευταία αυτή διάταξη (του άρθρου 47 § 1) τέθηκε για εξαιρετικές και μόνο περιπτώσεις, όπου η εμμονή στην εκτέλεση της επιβληθείσας με δικαστική απόφαση ποινής παρίσταται σε συγκεκριμένη περίπτωση ανεπιεικής για λόγους, που κρίνονται από τον ανώτατο άρχοντα της Πολιτείας, ύστερα όμως από γνωμοδότηση συμβουλίου κατά πλειοψηφία συγκροτούμενου από δικαστικούς λειτουργούς. Δεν αναφέρεται στην ανωτέρω συνταγματική διάταξη ποιοι λόγοι θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την απονομή χάριτος, αλλά είναι προφανές ότι τέτοιοι λόγοι αφορούν, ιδίως, περιπτώσεις, όπου, ενόψει της κατάστασης υγείας του καταδίκου, της οικογενειακής του κατάστασης, της ενδεχόμενης μεταμέλειάς του, της επανόρθωσης των συνεπειών της πράξης του, παρίσταται πλέον ανεπιεικής η εκτέλεση της ποινής ή η συνδρομή δυσμενών συνεπειών της, ενόψει και της αρχής του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου ως υπέρτατης υποχρέωσης της Πολιτείας (άρθρο 2 § 1 του Συντάγματος) ή άλλων αξιολογήσεων του συνταγματικού νομοθέτη, όπως αυτές που περιέχονται στο άρθρο 21 του Συντάγματος (με το οποίο προστατεύεται, μεταξύ άλλων, η υγεία, η οικογένεια, η μητρότητα, το γήρας, η αναπηρία και η πολύτεκνη οικογένεια). Και πάλι, όμως, σε αυτές τις περιπτώσεις ο μετριασμός ή η απάλειψη των συνεπειών της ποινικής καταδίκης ανατέθηκε στον Ανώτατο Άρχοντα της Πολιτείας και απαιτείται η γνώμη συμβουλίου κατά πλειοψηφία αποτελούμενου από δικαστές, ώστε η ματαίωση των συνεπειών της ποινικής καταδίκης να αποτελεί την εξαίρεση και να μην διασπάται έτσι η αρχή της διάκρισης των λειτουργιών, που θα παραβιαζόταν αν με ευκολία οι καταδικαστικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων καθίσταντο «γράμμα κενό».
II) Κατά το άρθρο 110Α §§ 2 και 4 ΠΚ, όπως το άρθρο αυτό διαμορφώθηκε κατόπιν διαδοχικών τροποποιήσεων με τους Ν. 4322/2015, 4356/2015 και 4571/2018, η (υφ'όρον) απόλυση χορηγείται ανεξαρτήτως της συνδρομής των προϋποθέσεων των άρθρων 105 και 106 και στις πιο κάτω περιπτώσεις (πλην δηλ. αυτών, που περιοριστικά αναφέρονται στην παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου), που έχει επιβληθεί πρόσκαιρη στερητική της ελευθερίας ποινή: α) στους καταδίκους με ποσοστό αναπηρίας 50% και άνω, εφόσον κρίνεται ότι η παραμονή τους στο κατάστημα κράτησης καθίσταται ιδιαίτερα επαχθής λόγω αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης και β) στους καταδίκους με ποσοστό αναπηρίας 67% και άνω. Σε περίπτωση πρόσκαιρης κάθειρξης απαιτείται να έχει εκτιθεί με οποιονδήποτε τρόπο (άρα και με ευεργετικό υπολογισμό ημερών κράτησης) το ένα πέμπτο της ποινής» (παρ. 2). Για τη διαπίστωση δε του ποσοστού αναπηρίας με την παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου γίνεται παραπομπή στους κανονισμούς και στη διαδικασία, που προβλέπεται από την κοινωνικοασφαλιστική νομοθεσία, χωρίς να επιτρέπεται επομένως η διαφορετική εκτίμηση του ποσοστού αναπηρίας από το δικαστικό συμβούλιο κατ'απόκλιση των οριζόμενων στις κανονιστικές πράξεις για τον προσδιορισμό του ποσοστού αναπηρίας (ΥΑ 39067 ΦΕΚ Β 1067/2015, σε συνδυασμό και με τον Πίνακα της ΥΑ Φ 11321/688/04.05.2011), σε συνδυασμό και με τα πορίσματα της ιατρικής επιστήμης (βλ. σχετικά και Π. Λυμπερόπουλο, Δικαιοπολιτικές κατευθύνσεις στον Ποινικό Κώδικα - Η περίπτωση του άρθρου 110Α, ΝοΒ 66/1194 επ., όπου και κριτική για τη δικαιοπολιτική ορθότητα των σχετικών διατάξεων). Ειδικότερα, ορίζεται επί λέξει στην παράγραφο 4 του άρθρου 110Α «η διακρίβωση των προηγούμενων προϋποθέσεων γίνεται μετά από αίτηση του κρατούμενου από το συμβούλιο πλημμελειοδικών... Ο εισαγγελέας, μετά την υποβολή της αίτησης, διατάσσει ειδική πραγματογνωμοσύνη για τη διακρίβωση των προϋποθέσεων των προηγούμενων παραγράφων και την πιστοποίηση του ποσοστού αναπηρίας, ιδίως εφόσον αυτό δεν έχει βεβαιωθεί από το Κέντρο Πιστοποίησης Αναπηρίας (ΚΕ.Π.Α.). Η κατά τα άνω ειδική πραγματογνωμοσύνη ή η βεβαίωση από το ΚΕ.Π.Α υποβάλλεται από τον εισαγγελέα στο αρμόδιο συμβούλιο μαζί με την πρότασή του». Κύριο, επομένως, αποδεικτικό μέσο για τη διακρίβωση της αναπηρίας και του ποσοστού αυτής αποτελεί η σχετική βεβαίωση του ΚΕ.Π.Α., εκτός αν ο αρμόδιος εισαγγελέας διατηρεί αμφιβολίες σχετικά με την ακρίβεια της βεβαίωσης αυτής, οπότε μπορεί, πριν διατυπώσει την πρότασή του στο συμβούλιο, να διατάξει ειδική πραγματογνωμοσύνη, που διενεργείται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ΚΥΑ 39067/2015 (ΦΕΚ Β 1067/2015), η οποία και πάλι, όμως, θα αποσκοπεί στον βάσει των προβλημάτων υγείας του καταδίκου προσδιορισμό του ποσοστού αναπηρίας του, σύμφωνα με τα ισχύοντα στην κοινωνικοασφαλιστική νομοθεσία, αφού, αν ο νομοθέτης δεν επιθυμούσε τη συσχέτιση αυτή, θα διατηρούσε τη μορφή των διατάξεων του άρθρου 110Α ΠΚ, ως είχε πριν την τροποποίησή του με τους Ν. 4322 και 4356/2015, οπότε και η υφ'όρον απόλυση παρεχόταν μόνον επί ύπαρξης συγκεκριμένων ασθενειών περιοριστικά αναφερόμενων στο νόμο και χωρίς να γίνεται συσχέτιση με τα προσδιοριζόμενα από τα ΚΕ.Π.Α. ποσοστά αναπηρίας. Από την ίδια δε τη γραμματική διατύπωση της διάταξης του άρθρου 110 § 2 στοιχ. β` ΠΚ προκύπτει ότι επί πιστοποιημένης από το ΚΕΠΑ ή από τον ορισθέντα πραγματογνώμονα αναπηρίας άνω του 67% είναι υποχρεωτική η υφ'όρον απόλυση του καταδίκου, εφόσον έχει εκτιθεί με οποιονδήποτε τρόπο το 1/5 της ποινής, χωρίς την εξέταση άλλων προϋποθέσεων, όπως λ.χ. το ποσοστό αναπηρίας να προκύπτει από μία μόνο ασθένεια ή η ασθένεια να είναι τέτοια που να προκαλεί αδυναμία αυτοεξυπηρέτησης του καταδίκου (αυτό προβλέπεται ως προϋπόθεση βάσει του στοιχ. α` της ίδιας παραγράφου για καταδίκους με ποσοστό αναπηρίας μεταξύ 50% και 67%) ή να υφίσταται κίνδυνος επιδείνωσης της κατάστασης της υγείας του καταδίκου ή της ίδιας του της ζωής (εξάλλου με δυσκολία θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι για οποιονδήποτε έγκλειστο σε κατάστημα κράτησης δεν υπάρχει κίνδυνος περαιτέρω επιδείνωσης της υγείας του, εφόσον έχει διαπιστωθεί ότι πάσχει από ασθένειες τέτοιας έκτασης, που να δικαιολογούν ποσοστό αναπηρίας άνω του 67%, και μάλιστα ενώ είναι γενικά γνωστό αλλά και διαπιστωμένο με αποφάσεις του ΕΔΔΑ - βλ. ενδεικτικά την πρόσφατη «... κατά Ελλάδος» της 04.10.2018 με αριθ. προσφυγής .../2016, «Singh κ.α. κατά Ελλάδος» της 19.01.2017 με αριθ. προσφυγής .../2013 - ότι οι συνθήκες κράτησης δεν είναι οι δέουσες για ευρωπαϊκό κράτος από άποψη υγιεινής αλλά και γενικότερα αξιοπρεπούς διαβίωσης). Η υποχρέωση όμως αυτή του δικαστικού συμβουλίου, που απορρέει από τις διατάξεις των παραγράφων 2 στοιχ. β` και 4 να διατάξει την απόλυση καταδίκου με μόνες προϋποθέσεις την έκτιση (ακόμη και πλασματική βάσει ευεργετικού υπολογισμού των ημερών κράτησης) ενός ελάχιστου μέρους της ποινής του (1/5) και τη διαπίστωση αναπηρίας άνω του 67% και μάλιστα χωρίς να εξετάζεται αν τα αντίστοιχα προβλήματα υγείας υπήρχαν και πριν την τέλεση της εγκληματικής πράξης, για την οποία καταδικάστηκε, ή αν προέκυψαν για πρώτη φορά εκ των υστέρων και χωρίς τη δυνατότητα παρακολούθησης της διαγωγής του μετά την απόλυση (αφού ο μόνος επιτρεπτός περιοριστικός όρος κατ'άρθρο 110Α § 7 ΠΚ είναι η απαγόρευση εξόδου από τη χώρα), προσκρούει στις συνταγματικές διατάξεις, που αναφέρονται υπό το στοιχείο I της παρούσας, αφού στις περιπτώσεις αυτές η επιβληθείσα από τα αρμόδιο δικαστήριο ποινή καθίσταται χωρίς αντικείμενο και μένει κατά το μεγαλύτερο μέρος της ανεκτέλεστη, χωρίς όμως να ακολουθηθεί η μόνη δυνατή κατά το Σύνταγμα (και ειδικότερα κατά το άρθρο 47 § 1 αυτού) διαδικασία μετριασμού ή άρσης των δυσμενών συνεπειών της ποινής, που είναι η απονομή χάριτος από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας (διαδικασία που ασφαλώς προβλέφθηκε εξ αρχής ως εξαιρετική, αφού αποτελεί απόκλιση από τον θεμελιώδη κανόνα της διάκρισης των κρατικών λειτουργιών, για την αντιμετώπιση συγκεκριμένων περιπτώσεων, όπου καθίσταται εξαιρετικά επαχθής η εκτέλεση της καταγνωσθείσας ποινής, όπως μπορεί να είναι και η ύπαρξη σοβαρών προβλημάτων υγείας στο πρόσωπο του καταδίκου). Τα παραπάνω, άλλωστε, δεν αναιρούνται από την ανάγκη συμμόρφωσης της Πολιτείας προς τις διατάξεις των άρθρων 2 § 1 του Συντάγματος, κατά το οποίο «ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας» και 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), βάσει του οποίου απαγορεύεται η απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση. Από τις τελευταίες αυτές διατάξεις απορρέει υποχρέωση της Πολιτείας να εξασφαλίζει αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης για όλους τους κρατουμένους στα σωφρονιστικά καταστήματα της χώρας και να λαμβάνει ιδιαίτερη πρόνοια για την παρακολούθηση της υγείας τους και για την αποτελεσματική αντιμετώπιση και θεραπεία των προβλημάτων υγείας και των αναπηριών των εγκλείστων σε αυτά, πλην όμως δεν δικαιολογείται υπό την επίκληση αυτών η ουσιαστική κατάργηση των καταγνωσθεισών από τα ποινικά δικαστήρια της ουσίας ποινών σε βάρος των καταδίκων, που αντιμετωπίζουν εξαρχής ή μετά την καταδίκη τους σοβαρά προβλήματα υγείας. Εν προκειμένω, με την από 07.11.2018 αίτηση του κατάδικου και κρατουμένου, δυνάμει της με αριθμό 3495/2018 συγχωνευτικής απόφασης του Δ΄ Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, με την οποία επιβλήθηκε συνολική ποινή κάθειρξης 17 ετών και 20 μηνών, ... η οποία (αίτηση) διαβιβάσθηκε στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Χαλκίδας με την με αριθμό πρωτοκόλλου .../12.11.2018 αναφορά του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης του Καταστήματος Κράτησης Χαλκίδας, όπου κρατείται ο ανωτέρω κατάδικος, ζητείται η απόλυσή του υπό τον όρο της ανάκλησης λόγω αναπηρίας σε ποσοστό άνω του 67% και συγκεκριμένα σε συνολικό ποσοστό αναπηρίας 82%, το οποίο προκύπτει σωρευτικά από περισσότερες ασθένειες, ήτοι από παλαιό έμφραγμα του μυοκαρδίου και εμφύτευση μόνιμης απινιδωτικής βηματοδοτικής συσκευής, καθώς και σακχαρώδη διαβήτη τύπου II ινσουλινοθεραπευόμενο, το σύνολο δε της εκτιθείσας ποινής του ανέρχεται σε 3 έτη, 11 μήνες και 6 ημέρες, συνυπολογισμένου του ευεργετικού υπολογισμού ημερών λόγω αναπηρίας. Η υπό κρίση αίτηση αρμοδίως εισάγεται ενώπιον του Συμβουλίου αυτού με την με αριθμό 243/2018 πρόταση της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Χαλκίδας (άρθρα 32 §§ 1 και 4, 138 § 2 ΚΠΔ και 110Α § 4 εδ. α` ΠΚ), πλην όμως πρέπει, σύμφωνα και με όσα αναλυτικά εκτέθηκαν στην προηγηθείσα νομική σκέψη, να απορριφθεί ως μη νόμιμη, διότι κατά την κρίση του παρόντος Συμβουλίου η διάταξη του άρθρου 110Α § 2 στοιχ. β` ΠΚ είναι αντισυνταγματική και, επομένως, δεν μπορεί, ενόψει της διάταξης του άρθρου 93 § 4 του Συντάγματος, να εφαρμοστεί από το Συμβούλιο.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αίτηση. ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στη Χαλκίδα την 19η Δεκεμβρίου 2018.
Για να σ'εκδικηθώ
Σε κοιτώ στα μάτια
και σου δίνω τον λόγο μου
τα χείλια μου, την ηχώ μου
στον απόηχο της ηδονής
ενός έρωτα πληγωμένου
για να σ'εκδικηθώ
σου λέω πως τα ίδια μάτια
αλληθώρισαν κάποτε
σε ομιχλώδη κοιτάσματα
μιας αγοραίας αγάπης
ντύθηκε με πέπλο
αποχρωματισμένη
με τη βούλα του αίματος
πλημμυρισμένη από λίγη ανάμνηση
πασπάλισαν και το ριζικό
να κάνει θόρυβο
στο σκαλάκι της εισόδου
έφτασε και το θανατικό
σαν άλλαξαν τα στέφανα
δύο ξένοι χωρισμένοι από τη λήθη
κοιτώντας τη φωτογραφία σου
-συνήθεια καταραμένη κάθε μέρα-
στο σκοτάδι έλαμπαν τα μάτια μου
με τα κλάματα φωτογυάλι
έπεσε το καντηλάκι
στάχτη και η φωτογραφία
κάηκε η ιεροτελεστία
Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2019
Διατάραξη Συνεδριάσεως Δικαστηρίου
Πότε τα Δικαστήρια διαταράσσονται και πότε είναι διαταραγμένα
Απόφαση 389/1991 Αρείου Πάγου
Διατάραξη συνεδριάσεων δικαστηρίων. Στοιχεία. Αρθρο 197 ΠΚ. Πρόβλεψη δύο σωρευτικώς τελουμένων εγκλημάτων: αυθαίρετη παρεμπόδιση και διατάραξη συνεδριάσεως. Περίπτωση δικηγόρου, που υπέβαλε αίτηση εξαιρέσεως, διαμαρτυρόμενος ταυτόχρονα για προκατάληψη του δικαστή σε βάρος του. Δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα. Αναίρεση για εσφαλμένη ερμηνεία.
Προεδρεύων ο Αντιπρόεδρος Χ. Χριστοφορίδης - Εισηγητής ο Αρεοπαγίτης Γ. Παπαγεωργίου
Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 197 του ΠΚ "όποιος χωρίς να διαταράξει την κοινή ειρήνη εμποδίζει αυθαίρετα την συνεδρίαση δικαστηρίου ή τη διαταράσσει σοβαρά με διέγερση θορύβου ή αταξίας ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών". Η διάταξη αυτή προβλέπει δύο σωρευτικώς τελούμενα εγκλήματα, αφενός την αυθαίρετη παρεμπόδιση της συνεδρίασης του δικαστηρίου και αφετέρου την διατάραξη αυτής, κάθε ένα δε από αυτά μπορεί να τελεστεί με την διέγερση θορύβου, αταξίας ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο. Η παρεμπόδιση τελείται όταν δεν κατέστη από την ενέργεια του υπαιτίου εφικτή η έναρξη ή η εξακολούθηση της συνεδριάσεως, με αποτέλεσμα να ματαιωθεί, η διατάραξη, δε, όταν δυσχεραίνεται η κανονική διεξαγωγή της αρξαμένης ήδη συνεδρίασης ή διακόπτεται αυτή. Για την συγκρότηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της διατάραξης των συνεδριάσεων πρέπει η παρεμπόδιση ή διατάραξη να γίνεται αυθαίρετα, δηλαδή χωρίς δικαίωμα του ενεργούντος. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος που συνίσταται στην θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών, τα οποία απαρτίζουν την έννοια της πιο πάνω πράξης, και ενδεχόμενος δόλος αρκεί. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 εδ. ε΄ του ΚΠΔ εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν ο δικαστής χωρίς να παρερμηνεύει το νόμο δεν υπάγει στην αληθινή έννοιά τους τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι προέκυψαν, αλλά σε άλλη διάταξη νόμου που δεν αρμόζει στην συγκεκριμένη υπόθεση. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, ο αναιρεσείων Δικηγόρος Θεσσαλονίκης καταδικάστηκε για διατάραξη της συνεδριάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που δίκαζε, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, της πράξης του αυτής συνιστάμενης ειδικότερα στο ότι:"Στη Θεσσαλονίκη την 30.4.1984 κατά τη συνεδρίαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου που δίκαζε κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, κατά την οποία δικαζόταν η υπόθεση μεταξύ της αιτούσης Ε. συζύγου P.M. (θυγατρός και πελάτιδός του) κατά της ομορρύθμου εταιρείας "Δ.Μ.Κ.Β. και Δ.Μ.Ο.Ε.", που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη, όταν εκφωνήθηκε από το Δικαστή η υπόθεση, εμφανίστηκε και απευθυνόμενος στον Πρόεδρο του Δικαστηρίου (Δικαστή) αναφέρθηκε σε άσχετα με την υπόθεση θέματα και σε παρατήρηση να περιοριστεί στην υπόθεση, συνέχισε διαμαρτυρόμενος λέγοντας: "δεν μπορείτε εσείς να μου στερήσετε το δικαίωμα του αναφέρεσθαι εις τας αρχάς, το οποίο προβλέπεται από το άρθρο 3 του Συντάγματος σε προσωπική μου υπόθεση", και σε ερώτηση του Προέδρου, γιατί τα αναφέρει αυτά, απάντησε ότι προβάλλει την αίτηση εξαιρέσεως του Δικαστή, διότι: "διαπίστωσα προκατάληψή σας ενώπιον εμού προσωπικά ως δικηγόρου, των υποθέσεων της οικογενείας μου και όλων των πελατών μου, όσων υποθέσεων χειριστήκατε εσείς. Αναφέρομαι σε 10 υποθέσεις που δικάσατε εσείς και στις οποίες με κατατροπώσατε. Έχω υποβάλει καταγγελία ενώπιον του Αρείου Πάγου και του κ. Εισαγγελέα, εναντίον ορισμένων δικαστών και εναντίον σας". Με αυτά τα πραγματικά περιστατικά που περιλαμβάνονται στο διατακτικό της απόφασης και αναφέρονται στις παραδοχές του αιτιολογικού της, έκρινε το Εφετείο ότι στοιχειοθετείται αντικειμενικά και υποκειμενικά η υπόσταση του εγκλήματος της διατάραξης της συνεδρίασης του Δικαστηρίου. Έτσι, όμως, όπως έκρινε το Εφετείο, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε την διάταξη του άρθρου 197 του ΠΚ, καθόσον τα πραγματικά περιστατικά, για τα οποία κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων, δεν συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του πιο πάνω εγκλήματος, αφού: α) Η διαμαρτυρία του αναιρεσείοντος για την μη στέρηση του δικαιώματος του αναφέρεσθαι και η υποβολή της αίτησης εξαιρέσεως δεν αποτελούν διέγερση θορύβου ή αταξίας, ώστε να εμποδισθεί ή διαταραχθεί η Συνεδρίαση του Δικαστηρίου, β) δεν επήλθε εμπόδιση ή διατάραξη της συνεδριάσεως με την έννοια που αναφέρθηκε στην μείζονα σκέψη, γ) η διαμαρτυρία του αναιρεσείοντος, συνοδευόμενη από την υποβολή αιτήσεως εξαιρέσεως του Δικαστή, δεν έγινε χωρίς δικαίωμα, δηλαδή δεν ήταν αυθαίρετη, ενόψει του ότι η υποβολή αιτήσεως εξαιρέσεως αποτελεί δικαίωμα του διαδίκου και προβλέπεται από τα άρθρα 52 επόμ. του ΚΠολΔ, ο αναιρεσείων παρίστατο ως δικηγόρος σε υπόθεση στην οποία διάδικος ήταν η θυγατέρα του Ε.Μ., και δ) από τα ως άνω πραγματικά περιστατικά δεν προκύπτει η δολία προαίρεση του αναιρεσείοντος με την μορφή, είτε του αμέσου, είτε του ενδεχόμενου δόλου, ώστε να στοιχειοθετείται και το υποκειμενικό στοιχείο του εγκλήματος. Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 εδ. Ε΄ του ΚΠΔ τέταρτος λόγος αναίρεσης, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και, εν όψει του ότι δεν υπάρχει αξιόποινη πράξη και ως εκ τούτου δεν συντρέχει περίπτωση παραπομπής της υπόθεσης προς νέα συζήτηση, σύμφωνα με τα άρθρο 519 του ΚΠΔ, να κηρυχθεί από το Δικαστήριο τούτο αθώος ο αναιρεσείων κατά το άρθρο 518 παρ. 1 του ΚΠΔ.
Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2019
Τα συγκρουόμενα
Περιφέρονταν σε σύγχυση
αυτοκινητάκια συγκρουόμενα
με θύματα εξιλαστήρια
και ελαστικά όσο η μίζα τους
παραπονούμενα που στην επίσημη κούρσα
οι θεατές χειροκροτούσαν την ταχύτητα
τυφλωμένοι από τα κατά συνθήκην ατυχήματα
ήταν προδιαγεγραμμένη η κίνηση
προσυνεννοημένη η απόσταση
προσανατολισμένη και η σύγκρουση
ερωτοσκιρτούσαν τα φρένα
πατώντας το γκάζι στις τύψεις
σαν κόρνα η κατάληξη
υπενθύμιζε το μοιραίο αντίο
μυοκτονία ή αυτοκτονία
διαφορετικό το θύμα
επώνυμος ο θύτης
συγκρουόμενα τα συναισθήματα
συντετλιμμένα τα κομμάτια
ενός σώματος που ανασύρθηκε
από ένα τροχαίο που τόσο το είχε ανάγκη
Τρίτη 8 Ιανουαρίου 2019
Απόφαση-Κόλαφος του Αρείου Πάγου υπέρ Καθαρίστριας
Το Πενταμελές Εφετείο Λάρισας, που καταδίκασε την γνωστή βασανισμένη καθαρίστρια, την οποία και έστειλε στη Φυλακή, για τα μέλη του οποίου εκδόθηκε Ανακοίνωση Συμπαράστασης από την Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, δεν αξιολόγησε καθόλου την Νομολογία του Αρείου Πάγου (ίδετε και απόφαση 1074/2018 Α.Π., με την οποία έγινε δεκτή Αναίρεση της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, για το ίδιο νομικό θέμα).
Ο Άρειος Πάγος, με μία απόφαση - κόσμημα, με Εισηγήτρια την Αρεοπαγίτη, κ. Βασιλική Ηλιοπούλου, σύζυγο του Αρεοπαγίτη, κ. Γεώργιου Παπανδρέου, απέδειξε ότι η Ελληνική Δικαιοσύνη αποδίδει δίκαιο, όχι μόνον για τους ισχυρούς, αλλά και για κάθε κατηγορία πολιτών, και δη των αδύναμων, που το έχουν τόσο ανάγκη.
Καταδίκη για απάτη κατ’εξακολούθηση. Στοιχεία αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης. Απάτη που συνεπάγεται περιοδικές καταβολές (π.χ. μισθοί). Επί απάτης που συνεπάγεται περιοδικές καταβολές δεν νοείται κατ’εξακολούθηση έγκλημα, αφού, για να υπάρξει αυτό, θα πρέπει κάθε φορά να διαπράττεται μία νέα αυτοτελής απάτη. Η παράλειψη άρσης της περιουσιακής διάθεσης είναι ποινικά αδιάφορη. Σε διαφορετική περίπτωση θα οδηγούμασταν στην μετατροπή του στιγμιαίου εγκλήματος σε διαρκές. Χρόνος τέλεσης της απάτης. Ο χρόνος κατά τον οποίο ο δράστης ενήργησε και ολοκλήρωσε την απατηλή συμπεριφορά του. Αδιάφορος ο μεταγενέστερος χρόνος επέλευσης της περιουσιακής βλάβης. Πραγματικά περιστατικά. Προσκόμιση πλαστού απολυτηρίου Γυμνασίου (εξατάξιου) από την κατηγορουμένη - εργαζόμενη σε Δημοτική επιχείρηση Δήμου, προκειμένου να προσληφθεί ως διοικητική υπάλληλος ΔΕ (δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης) και όχι ΥΕ (υποχρεωτικής εκπαίδευσης).
Ποινική Δικονομία. Αναίρεση. Λόγοι. Έλλειψη αιτιολογίας. Εσφαλμένη ερμηνεία. Ασάφεια ως προς την κατ’εξακολούθηση απάτη. Πιο συγκεκριμένα, δεν αναφέρεται στην απόφαση αν κάθε περιουσιακή διάθεση είναι αποτέλεσμα χωριστής πλάνης του παθόντος, που έχει προκληθεί από χωριστή απατηλή συμπεριφορά της κατηγορουμένης, ή αποτέλεσμα της άπαξ επελθούσας πλάνης, οπότε δεν τίθεται θέμα κατ’εξακολούθηση απάτης. Ασάφεια ως προς τον χρόνο τέλεσης της απάτης. Ενώ ως χρόνος τέλεσης της κατ’εξακολούθηση απάτης φέρεται το διάστημα από 1/4/2010 έως 23/12/2014, η ζημία του Δήμου υπολογίζεται από τις 28/12/2002, ήτοι την ημερομηνία πρόσληψης της κατηγορουμένης βάσει του πλαστού απολυτηρίου, σαν να πρόκειται για άπαξ τελεσθείσα απάτη. Αναιρεί την υπ’αριθμ. ΑΤ 1143/2017 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς για τους ως άνω λόγους.
Αριθμός 983/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Χυτήρογλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεώργιο Παπαηλιάδη, Ναυσικά Φράγκου, Βασιλική Ηλιοπούλου - Εισηγήτρια και Βασιλική Μπαζάκη - Δρακούλη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Οκτωβρίου 2017, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Αγγελή, (κωλυομένης της Εισαγγελέως) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης ..., η οποία παραστάθηκε με την πληρεξουσία δικηγόρο της ..., για αναίρεση της υπ'αριθ. ΑΤ-1143/2017 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς. Mε πολιτικώς ενάγοντα τον "ΔΗΜΟ ......", ο οποίος εκπροσωπείται νόμιμα, και ο οποίος δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ'αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην υπ'αριθ. πρωτ. .../12.7.2017 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό.../2017.
Αφού άκουσε την πληρεξούσια δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση, υπ'αρ. πρωτ. .../12-7-2017, αίτηση - δήλωση προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για αναίρεση της υπ'αρ. ΑΤ - 1143/2017 τελεσίδικης απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, με την οποία η αναιρεσείουσα κηρύχθηκε ένοχη για την αξιόποινη πράξη της απάτης κατ'εξακολούθηση και καταδικάσθηκε σε ποινή φυλάκισης 6 μηνών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη επί τριετία, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 473 παρ. 2, 3, 474 παρ. 1 και 2 ΚΠΔ). Είναι συνεπώς τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ'ουσίαν
Ι. Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 του ΠΚ, "όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του υπαλλακτικώς μικτού εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή και σε άλλον (τρίτον) παράνομο περιουσιακό όφελος, έστω και αν τελικώς δεν επιτευχθεί το όφελος β) εν γνώσει, υπό την έννοια του άμεσου δόλου, παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον πράξη, παράλειψη ή ανοχή. Η παράσταση ψευδών γεγονότων μπορεί να συνίσταται σε οποιαδήποτε ανακοίνωση, δήλωση ή ισχυρισμό, στον οποίο υπάρχει ανακριβής απεικόνιση της πραγματικότητας, μπορεί δε να είναι ρητή ή να συνάγεται και συμπερασματικά από τη συμπεριφορά του δράστη, και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την απατηλή συμπεριφορά (παραπλανητική ενέργεια ή παράλειψη του δράστη) και την συνεπεία αυτής πλάνη εκείνου που προέβη στην περιουσιακή διάθεση, χωρίς να απαιτείται ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζημιωθέντος (ΑΠ 782/2017).
Η κατά τα άνω παραπλάνηση του άλλου πραγματώνεται, με τρεις υπαλλακτικά μικτούς τρόπους (παράσταση - απόκρυψη - παρασιώπηση) που κατατείνουν σε ένα και το αυτό έγκλημα, οι οποίοι διαφέρουν εννοιολογικά μεταξύ τους και από τους οποίους οι δύο πρώτοι συνιστούν περιπτώσεις θετικής απατηλής συμπεριφοράς, ενώ ο τρίτος, της παρασιώπησης αληθινών γεγονότων, περίπτωση απατηλής συμπεριφοράς διά παραλείψεως, με την παράλειψη δηλαδή ανακοίνωσης αληθινών γεγονότων, για τα οποία υπήρχε υποχρέωση ανακοίνωσης από τον νόμο, σύμβαση ή προηγούμενη συμπεριφορά του υπαιτίου (ΑΠ 648/2014, ΑΠ 210/2012, ΑΠ 833/2016). Η πράξη εξαπάτησης πρέπει να κατευθύνεται στην πρόκληση ή διατήρηση πλάνης σε άλλον. Με την έκφραση ...διατήρηση πλάνης ... δεν εννοείται κατ'ακριβολογία η διατήρηση μιας αρχικά υφιστάμενης αμετάβλητης παράστασης, αλλά παράλειψη του δράστη να αποτρέψει ή να άρει επιγενόμενη πλάνη, οφειλόμενη στο ότι ο διαθέτων θεωρεί υφιστάμενη μία κατάσταση, η οποία, όμως, στην πραγματικότητα έχει εν τω μεταξύ μεταβληθεί. Χρόνος τέλεσης του εγκλήματος της απάτης θεωρείται, ενόψει του άρθρου 17 ΠΚ, ο χρόνος, κατά τον οποίο ο δράστης, με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, ενήργησε και ολοκλήρωσε την απατηλή συμπεριφορά του, προβαίνοντας στην παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή στην αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση των αληθινών, που συνιστούν τους υπαλλακτικώς μικτούς τρόπους τέλεσης της απάτης, είναι δε αδιάφορος ο μεταγενέστερος χρόνος επέλευσης της περιουσιακής βλάβης στον παθόντα, με την οποία ολοκληρώνεται η απάτη, καθώς και ο χρόνος, που επιχειρήθηκε η ζημιογόνος ενέργεια, παράλειψη η ανοχή του παραπλανηθέντα (ΑΠ 75/2016, ΑΠ 833/2016).
Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 98 Π.Κ. προκύπτει, ότι κατ'εξακολούθηση έγκλημα είναι εκείνο, το οποίο τελείται από το ίδιο πρόσωπο και απαρτίζεται από περισσότερες αυτοτελείς ομοειδείς μερικότερες πράξεις, διακρινόμενες χρονικά μεταξύ τους, που προσβάλλουν το ίδιο έννομο αγαθό και κάθε μία περιέχει πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, συνδέονται δε μεταξύ τους με την ταυτότητα της απόφασης για την τέλεσή τους (ΑΠ 613/2015, ΑΠ 1309/2015). Έτσι, προκειμένου περί απάτης, τότε μόνο υπάρχουν περισσότερες πράξεις, που αν συνδέονται και με την ταυτότητα της απόφασης προς τέλεσή τους, θα αποτελούν κατ'εξακολούθηση τέλεση αυτής, αν κάθε επιζήμια για τον παθόντα πράξη είναι αποτέλεσμα χωριστής πλάνης του εξαπατηθέντος, που προκλήθηκε από χωριστή απατηλή συμπεριφορά του κατηγορουμένου. Αντίθετα, τελείται μία πράξη απάτης και όχι περισσότερες εξακολουθητικώς τελούμενες, όταν συνεπεία της άπαξ προκληθείσας πλάνης, ο εξαπατηθείς προβαίνει σε περισσότερες και σε διαφορετικούς χρόνους (διαδοχικές) επιζήμιες πράξεις (ΑΠ 1037/2013, ΑΠ 613/2015). Έτσι, επί απάτης που συνεπάγεται περιοδικές καταβολές εκ μέρους του εξαπατηθέντος, συνιστάμενες στη χωρίς υποχρέωση καταβολή ενός επιδόματος ή μισθού δεν συντρέχει περίπτωση κατ'εξακολούθηση τέλεσης της απάτης, αφού, για να υπάρξει εξακολουθούν έγκλημα, θα πρέπει να διαπράττεται κάθε φορά μία νέα αυτοτελής απάτη. Εξάλλου, όταν η εξαπάτηση είναι το αποτέλεσμα της θετικής ενέργειας της ψευδούς παράστασης, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνεχίζεται με τη μορφή της παράλειψης άρσης της πλάνης του θύματος, ως ένα δήθεν έγκλημα μη γνήσιας παράλειψης. Κάτι τέτοιο θα οδηγούσε στη μετατροπή κάθε στιγμιαίου εγκλήματος σε διαρκές και κάθε εγκληματική ενέργεια σε σύνθετη συμπεριφορά (ενέργειας και παράλειψης), που έχει ως συνέπεια η διάπραξή της να διαρκεί για όσο χρονικό διάστημα δεν επέρχονται ακόμη τα τελικά αποτελέσματά τους. Έτσι, σε περίπτωση που η πλάνη του θύματος και η περιουσιακή διάθεση, την οποία επιχειρεί, προκαλείται με θετική ενέργεια, η παράλειψη άρσης αυτής της διάθεσης είναι ποινικά αδιάφορη. Δεν δημιουργείται δε υποχρέωση άρσης της ήδη επελθούσας πλάνης, που οδηγεί σε διαδοχικές διαθέσεις και διαδοχικές επιζήμιες συνέπειες, που αντιστοιχούν στο συνολικό όφελος, στο οποίο απέβλεπε ο δράστης με την άπαξ επιδειχθείσα απατηλή συμπεριφορά του, και που εντάσσονται σε ένα και το αυτό έγκλημα απάτης, με το οποίο δεν δημιουργείται κάποιος άλλος κίνδυνος για κάποιο άλλο αγαθό, αλλά είναι το ίδιο περιουσιακό αγαθό του τρίτου με το ίδιο υλικό αντικείμενο που πλήττεται στην ίδια έκταση, δηλ. στο ίδιο ποσό, στο οποίο εξ αρχής απέβλεψε ο δράστης ως περιουσιακό όφελος. Διαφορετική εκδοχή θα οδηγούσε στο αποτέλεσμα, σε κάθε περίπτωση που η περιουσιακή διάθεση και η εξ αυτής βλάβη δεν επέρχεται ταυτόχρονα με την ολοκλήρωση της παραπλανητικής συμπεριφοράς και την εξ αυτής προκληθείσα πλάνη, αλλά μεταγενέστερα, να δημιουργείται, από το χρονικό σημείο της επελθούσας πλάνης, αμέσως υποχρέωση του δράστη, λόγω προηγούμενης επικίνδυνης κατάστασης που ο ίδιος δημιούργησε, να αποτρέψει την περιουσιακή διάθεση, στην οποία, όμως, απέβλεπε με την αμέσως προηγηθείσα συμπεριφορά του.
ΙΙ. Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ ΚΠΔ, όταν εκτίθενται σ'αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των αποδειχθέντων περιστατικών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό της απόφασης, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της απόφασης, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατύπωσης του σκεπτικού της (ΑΠ 8/2017, ΑΠ 226/16). Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω και κατά το είδος τους, χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι, κατ'αρχήν, αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικές συνθήκες τέλεσής του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή που προκύπτει από τα περιστατικά που αναφέρονται σ'αυτή, εκτός εάν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία, για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξης (άμεσος δόλος), όπως π.χ. στην ψευδορκία, ή η επιδίωξη ορισμένου σκοπού περαιτέρω (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση) (ΑΠ 66/2017, ΑΠ 122/2016), οπότε η ύπαρξη τέτοιου δόλου πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως (ΑΠ 290/2016).
III. Λόγο αναίρεσης της απόφασης συνιστά, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Ε` του ΚΠΔ, και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το Δικαστήριο αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν το Δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της απόφασης, που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης (ΟλΑΠ 2/2011, ΑΠ 75/2016).
IV. Στην προκείμενη περίπτωση, το δικάσαν κατ'έφεση, Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς, με την προσβαλλόμενη υπ'αρ. ΑΤ-1143/2017 απόφασή του, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του και μνημονεύει κατ'είδος, αποδείχθηκαν τα εξής: ...ότι η εκκαλούσα, στον ..., κατά το χρονικό διάστημα από 1.4.2010 έως και 23.12.2014, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος, έχοντας σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος έβλαψε ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών και την αθέμιτη παρασιώπηση αληθινών γεγονότων. Ειδικότερα, η εκκαλούσα στις 2-10-2000 προσλήφθηκε ως εργάτρια εσωτερικής εργασίας (καθαρίστρια) στην Δημοτική Επιχείρηση του Δήμου ... και στη συνέχεια, την 1-4-2010, μεταφέρθηκε στον Δήμο ..., δυνάμει της υπ'αριθ. 425/23-11-2009 απόφασης του Δημοτικού Συμβουλίου, η οποία δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ με αριθμό …/24-3-2010. Με την προσκόμιση, δε, στις 28-12-2002 [οπότε και προσλήφθηκε με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου από την Δημοτική Επιχείρηση Έργων Πολιτισμού Ανάπτυξης Προβολής επικοινωνίας ... (ΔΕΕΠΑΠΕΚ), η οποία αργότερα μετονομάστηκε σε ΔΗΚΕΚΟ, ως υπάλληλος γραφείου-γραμματέας, δηλαδή διοικητική υπάλληλος], του πλαστού από 24-6-1975 απολυτηρίου από το ... Ναυτικόν Γυμνάσιον ... Χίου, στο οποίο βεβαιώνεται ότι αυτή απολύθηκε από την ΣΤ` τάξη του ανωτέρω σχολείου, το οποίο είναι πλαστό γιατί ουδέποτε εκδόθηκε από τον γυμνασιάρχη και τους καθηγητές του ανωτέρω γυμνασίου, παρέστησε ψευδώς στο Δήμο ..., προκειμένου να καλύψει προσωποπαγή θέση εργασίας ΙΔΑΧ ως διοικητική υπάλληλος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (ΔΕ), ότι είναι απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και ότι έχει αποφοιτήσει από το εξατάξιο γυμνάσιο, ενώ η αλήθεια είναι ότι ουδέποτε ολοκλήρωσε το εξατάξιο γυμνάσιο, αφού εγκατέλειψε τις σπουδές της στην ΣΤ΄ τάξη, προκειμένου να παντρευτεί, και επομένως τα τυπικά της προσόντα είναι αυτά υπαλλήλου υποχρεωτικής και όχι δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Με την ανωτέρω ψευδή παράσταση έπεισε το Δήμο ... να την τοποθετήσει σε προσωρινή προσωποπαγή θέση εργασίας ΙΔΑΧ ως διοικητική υπάλληλο κατηγορίας ΔΕ, ενώ τα τυπικά της προσόντα ήταν υπαλλήλου ΥΕ, με αποτέλεσμα να της καταβάλει το μεγαλύτερο μισθό που προβλέπεται για τον υπάλληλο ΔΕ σε σχέση με τον υπάλληλο ΥΕ, η διαφορά του οποίου ανέρχεται στο ποσό των 7.333 ευρώ και αφορά όλο το χρονικό διάστημα από 28-12-2002 έως και 23-12-2014, οπότε η κατηγορουμένη τέθηκε σε αυτοδίκαιη αργία, ποσό κατά το οποίο ζημιώθηκε ο Δήμος ... και ωφελήθηκε παράνομα η κατηγορουμένη. Εξάλλου, ο ισχυρισμός περί παραγραφής, της αποδιδόμενης στην εκκαλούσα αξιόποινης πράξης της απάτης κατ'εξακολούθηση, πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος, καθόσον, εν προκειμένω, από τον χρόνο τέλεσης της πράξης, ήτοι από τις απατηλές διαβεβαιώσεις στο Δήμο ... - στον οποίο, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, η εκκαλούσα μεταφέρθηκε την 1-4-2010 - ότι τυγχάνει κάτοχος τίτλου σπουδών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, και δη του ανωτέρω αναφερομένου απολυτηρίου εξατάξιου Γυμνασίου, έως και την αμετάκλητη παραπομπή της εκκαλούσας στο ακροατήριο (31-3-2015) δεν παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της πενταετίας, και επομένως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 1, 3, 112 και 113 ΠΚ, δεν επήλθε εξάλειψη του αξιοποίνου λόγω παραγραφής. Περαιτέρω, πρέπει να αναγνωρισθεί ως συντρέχουσα στο πρόσωπο της εκκαλούσας, η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. β ΠΚ... Ακολούθως το Δικαστήριο κήρυξε ένοχη την κατηγορουμένη του ότι :... Στον ..., κατά το χρονικό διάστημα από 1.4.2010 έως και 23.12.2014, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος, έχοντας σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος έβλαψε ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών και την αθέμιτη παρασιώπηση αληθινών γεγονότων. Ειδικότερα, κατά τον άνω τόπο και χρόνο, με την προσκόμιση του πλαστού από 24-6-1975 απολυτηρίου από το ...Ναυτικόν Γυμνάσιον ..., στο οποίο βεβαιώνεται ότι αυτή απολύθηκε από την ΣΤ` τάξη του ανωτέρω σχολείου (τμήμα κλασσικό), το οποίο είναι πλαστό, γιατί ουδέποτε εκδόθηκε από τον γυμνασιάρχη και τους καθηγητές του ανωτέρω γυμνασίου (καθώς αφενός μεν τα αναγραφόμενα σε αυτό στοιχεία του αριθμού μαθητολογίου (...), του αριθμού βιβλίου πιστοποιητικών σπουδών (...), του αύξοντα αριθμού εγγραφής στο Δημοτολόγιο Δήμου ... (.../3), του αριθμού πιστοποιητικού του Δήμου ... (.../17-6-1969) και του αριθμού απολυτήριου (...) ανήκουν σε άλλη μαθήτρια και αφορούν ενδεικτικό άλλου, αφετέρου δε η κατηγορουμένη δεν συμπεριλαμβάνεται στους απολυμένους της ΣΤ` τάξης Κλασσικής Κατεύθυνσης του έτους σχολικού έτους 1974-1975), παρέστησε ψευδώς στο Δήμο ..., στον οποίο μεταφέρθηκε ως πλεονάζον προσωπικό από τη Δημοτική Επιχείρηση ΔΗΚΕΚΟ, δυνάμει της υπ` αριθμ. …/23-11-2009 απόφασης του Δημοτικού Συμβουλίου, η οποία δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ με αριθμό 237/24-4-2010, προκειμένου να καλύψει προσωποπαγή θέση εργασίας ΙΔΑΧ ως διοικητική υπάλληλος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (ΔΕ), ότι είναι απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και ότι έχει αποφοιτήσει από το εξατάξιο γυμνάσιο, ενώ η αλήθεια είναι ότι ουδέποτε ολοκλήρωσε το εξατάξιο γυμνάσιο, αφού εγκατέλειψε τις σπουδές της στην ΣΤ` τάξη, προκειμένου να παντρευτεί, και επομένως τα τυπικά της προσόντα είναι αυτά υπαλλήλου υποχρεωτικής και όχι δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Με την ανωτέρω ψευδή παράσταση έπεισε το Δήμο ... να την τοποθετήσει σε προσωρινή προσωποπαγή θέση εργασίας ΙΔΑΧ ως διοικητική υπάλληλο κατηγορίας ΔΕ, ενώ τα τυπικά της προσόντα ήταν υπαλλήλου ΥΕ, με αποτέλεσμα να της καταβάλει το μεγαλύτερο μισθό που προβλέπεται για τον υπάλληλο ΔΕ σε σχέση με τον υπάλληλο ΥΕ, η διαφορά του οποίου ανέρχεται στο ποσό των 7.333 ευρώ, και αφορά όλο το χρονικό διάστημα από 28-12-2002 έως και 23-12-2014, οπότε η κατηγορουμένη τέθηκε σε αυτοδίκαιη αργία, ποσό κατά το οποίο ζημιώθηκε ο Δήμος ... και ωφελήθηκε παράνομα η κατηγορουμένη... .
V. Με αυτά, όμως, που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας, στέρησε την απόφασή του από την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, και παραβίασε εκ πλαγίου τις εφαρμοσθείσες ποινικές διατάξεις των άρθρων 98 και 386 του ΠΚ, διότι, ενώ δέχεται ότι η πράξη της απάτης τελέσθηκε κατ'εξακολούθηση, δηλαδή με περισσότερες πράξεις, δεν εκθέτει εάν η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της απάτης πληρώθηκε αντίστοιχες φορές, και αφήνει αδιευκρίνιστο αν κάθε επιζήμια περιουσιακή διάθεση κατά το επίδικο χρονικό διάστημα είναι αποτέλεσμα χωριστής πλάνης του παθόντος, που έχει προκληθεί από χωριστή απατηλή συμπεριφορά του κατηγορουμένου, ή μήπως, συνεπεία της άπαξ επελθούσας πλάνης, ο παθών προέβη σε διαδοχικές απλώς επιζήμιες ενέργειες, οπότε δεν τίθεται θέμα κατ'εξακολούθηση τέλεσης της απάτης (ΑΠ 840/2007, ΑΠ 930/2009). Η ασάφεια περί του εάν πρόκειται για κατ'εξακολούθηση απάτη επιτείνεται και από το γεγονός ότι, ενώ ως χρόνος τέλεσης της απάτης κατ'εξακολούθηση φέρεται το χρονικό διάστημα από 1.4.2010 έως και 23.12.2014, στην προσβαλλόμενη απόφαση η ζημιά του Δήμου υπολογίζεται από τις 28-12-2002, δηλ. από την πρόσληψη της κατ/νης με βάση το προσκομισθέν πλαστό απολυτήριο, σαν να πρόκειται για άπαξ τελεσθείσα απάτη (το έτος 2002) με διαδοχικές επιζήμιες συνέπειες, το συνολικό ποσό των οποίων ανέρχεται στο αναφερόμενο στην απόφαση. Επίσης, σχετικά με τον χρόνο τέλεσης της επιμέρους πράξης της 1ης-4-2010, και ενόψει και της προταθείσας ένστασης παραγραφής ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, δεν διευκρινίζεται εάν κατ'αυτόν τον χρόνο έλαβε χώρα κάποια χωριστή παραπλανητική συμπεριφορά της κατηγορουμένης ή εάν αυτός είναι ο χρόνος, κατά τον οποίο τα όργανα του Δήμου προέβησαν στην πράξη και μόνο της τοποθέτησής της σε συγκεκριμένη θέση, ως αποτέλεσμα πλάνης προκληθείσας από απατηλή συμπεριφορά αυτής που ολοκληρώθηκε σε προγενέστερο χρονικό διάστημα, όπως π.χ. της λήψης της απόφασης από το ΔΣ για μεταφορά του πλεονάζοντος προσωπικού ή της δημοσίευσης στο ΦΕΚ ή σε ακόμα προγενέστερο χρόνο. Τούτο δε διότι, όπως προαναφέρθηκε, χρόνος τέλεσης της απάτης είναι ο χρόνος που ολοκληρώθηκε η απατηλή συμπεριφορά και είναι αδιάφορος ο μεταγενέστερος χρόνος επέλευσης της περιουσιακής βλάβης στον παθόντα, με την οποία ολοκληρώνεται η απάτη, καθώς και ο χρόνος, που επιχειρήθηκε η ζημιογόνος ενέργεια του παθόντος Δήμου.
Έτσι, όμως, καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής εφαρμογής του νόμου και δη των προπαρατεθεισών ουσιαστικών ποινικών διατάξεων.
Κατόπιν τούτων, κατά παραδοχή ως βάσιμου του από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχείο Δ` και Ε` του ΚΠΔ λόγου της υπό κρίση αίτησης και αφού παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους, οι οποίοι είχαν δικάσει προηγουμένως (519 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ'αρ. ΑΤ-1143/2017 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Μαΐου 2018.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 7 Ιουνίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)
Must red-read
Ακαταδίωκτο δημοσίων υπαλλήλων και μελών Δικηγορικών Συλλόγων
27/2023 ΑΠ (Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Αστικώς ανεύθυνο δημοσίων υπαλλήλων. Περιλαμβάνει και την ευθύνη αυτών από προσβολές της προσωπικότ...
-
Σε ένα Μονομελές, με σάπια τα καθίσματα καπνούς στο περιρρέον κλίμα με την επιγραφή ενός σπουδαίου πάνω από την πόρτα και κάτω από...
-
27/2023 ΑΠ (Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Αστικώς ανεύθυνο δημοσίων υπαλλήλων. Περιλαμβάνει και την ευθύνη αυτών από προσβολές της προσωπικότ...