Σάββατο 12 Ιουλίου 2025

Επανάληψη της διαδικασίας και αυτοτελής ισχυρισμός μειωμένου καταλογισμού

 


Απόφαση 39 / 2024    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Αριθμός 39/2024

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

E' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Λεπενιώτη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Σοφία Οικονόμου και Σταυρούλα Κουσουλού - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Μαρία Γκανέ, (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο σε δημόσια συνεδρίασή του στο ακροατήριο του, στις 3 Νοεμβρίου 2023, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αιτούντος Α. Δ. ή Τ. ή Τ. του Α., κρατουμένου στο Κατάστημα Κράτησης Χανίων Κρήτης, ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεοχάρη Δαλακούρα, για επανάληψη της διαδικασίας που περατώθηκε με την υπ' αριθμ. 319-320/2017 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αιτών ζητεί τώρα την επανάληψη της διαδικασίας, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 3.8.2022 αίτηση του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 798/2022.
Έπειτα η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Μαρία Γκανέ εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση της Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστασίας Μασούρα με αριθμό πρωτ. 102/12.5.2023, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Εισάγω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 525 § 1 περ. 2,3, 528§1 εδ. α' και 529 ΚΠΔ , την από 3-8-2022 αίτηση του Α. Δ. Τ. Τ. του Α. και της Μ. - Α., που γεννήθηκε στο ... το έτος 1979 και κατοικεί στη ..., οδός ... και ήδη κρατουμένου (αρχικά στο Κατάστημα Κράτησης Αλικαρνασσού Ηρακλείου Κρήτης και νυν στο Κατάστημα Κράτησης Χανίων), με την οποία ζητά, προς το συμφέρον του, επανάληψη της ποινικής διαδικασίας, που περατώθηκε με την με αριθ. 319- 320/2017 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία ο ως άνω αιτών, καταδικάστηκε αμετάκλητα για τις αξιόποινες πράξεις: α) της ανθρωποκτονίας από πρόθεση από κοινού, β) του εμπρησμού από πρόθεση από τον οποίο μπορούσε να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα από κοινού γ) παράνομη οπλοχρησία (άρθρα 1,12,14,16,17,18,26§1α,27,45,51,52,53,59,60,61,63,64,65,79,94,299§1 και 264 α' Π.Κ., 1§ 2β',14 και 16 Ν. 2168/1993), όπως δε προκύπτει από το συνημμένο υπό αριθ. πρωτ. .../03-08-2022 πιστοποιητικό του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, η ως άνω απόφαση έχει καταστεί αμετάκλητη.
Κατά το άρθρο 525 § 1 περ. 2 ΚΠΔ, η ποινική διαδικασία που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση επαναλαμβάνεται προς το συμφέρον του καταδικασμένου για πλημμέλημα ή κακούργημα, εκτός των άλλων περιπτώσεων, που αναφέρονται στο άρθρο αυτό περιοριστικά και όταν, μετά την οριστική καταδίκη του, αποκαλύφθηκαν νέα, άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία , μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομισθεί προηγουμένως , κάνουν φανερό ότι αυτός που καταδικάσθηκε είναι αθώος ή καταδικάσθηκε για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής "νέα γεγονότα ή αποδείξεις" είναι εκείνες που δεν υποβλήθηκαν στο δικαστήριο και έτσι ήταν άγνωστες στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, ανεξαρτήτως αν υπήρχαν πριν από την καταδίκη ή προέκυπταν μεταγενέστερα. Τέτοιες αποδείξεις μπορεί να είναι οποιεσδήποτε, όπως ένορκες βεβαιώσεις που περιέχουν την εκτός δικαστηρίου μαρτυρία κάποιου, καταθέσεις νέων μαρτύρων, αλλά και ήδη εξετασθέντων, συμπληρωματικές ή τροποποιητικές ή διευκρινιστικές εκείνων που είχαν τεθεί υπόψη του δικαστηρίου, νέα έγγραφα ή άλλα στοιχεία που διευκρινίζουν αμφίβολα σημεία της υπόθεσης, με την προϋπόθεση, όμως, ότι οι αποδείξεις αυτές, εκτιμώμενες, είτε μόνες τους, είτε σε συνδυασμό με εκείνες που είχαν προσκομισθεί στο δικαστήριο, καθιστούν φανερό κι όχι απλώς πιθανό ότι ο καταδικασμένος είναι αθώος ή ότι καταδικάσθηκε για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά διέπραξε. Τα νέα, άγνωστα στους καταδικάσαντες δικαστές, γεγονότα ή αποδείξεις που αποκαλύφθηκαν, απαιτείται να ήταν άγνωστες στον καταδικασθέντα, διότι διαφορετικά, θα μπορούσε να τις είχε προσκομίσει, πρέπει δε να αφορούν τα πραγματικά στοιχεία της υπόθεσης, τα οποία συγκροτούν τον συλλογισμό του δικαστηρίου, με τον οποίο δέχεται ότι συντρέχουν οι αντικειμενικοί ή υποκειμενικοί όροι τέλεσης ορισμένου εγκλήματος. Δεν είναι, όμως, νέα γεγονότα και δεν θεμελιώνουν λόγο επανάληψης διαδικασίας η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή νόμου ούτε η εσφαλμένη εκτίμηση ή αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων, όπως και παραλείψεις ή πλημμέλειες που έλαβαν χώρα κατά την κύρια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση. Επίσης, δεν είναι νέα και άγνωστα γεγονότα, όσα είχαν τεθεί υπόψη του δικαστή ρητά ή έμμεσα και απορρίφθηκαν από αυτόν, έστω και κατ' εσφαλμένη εκτίμηση ή δεν εκτιμήθηκαν από αυτόν προσηκόντως, καθώς και εκείνα με τα οποία επιδιώκεται ο έλεγχος της προσβαλλόμενης απόφασης από νομική και ουσιαστική άποψη και ο επανέλεγχος της υπόθεσης με βάση το ίδιο αποδεικτικό υλικό, που έλαβαν υπόψη τους οι δικαστές που εξέδωσαν την προσβαλλόμενη απόφαση, αφού η αίτηση επανάληψης της διαδικασίας ως στρεφόμενη κατά αμετάκλητης απόφασης, δεν αποτελεί ένδικο μέσο, αλλά έκτακτη διαδικασία.
Εξάλλου, σύμφωνα με τα άρθρα 528§1 εδ. α' και 527§3 ΚΠΔ, αρμόδιο να αποφασίσει επί της αίτησης επανάληψης της διαδικασίας είναι το Συμβούλιο του Αρείου Πάγου, αν η αμετάκλητη καταδίκη απαγγέλθηκε από Εφετείο.
Στην προκειμένη περίπτωση, η κρινομένη αίτηση περί επανάληψης, προς το συμφέρον του αιτούντα, για τους αναφερόμενους σ' αυτή λόγους της ποινικής διαδικασίας, όπου κρατήθηκε με την αριθ. 319-320/2017 απόφαση του Μεικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία ο αιτών, Α. Δ. Τ. Τ. του Α. και της Μ. - Α., καταδικάσθηκε αμετάκλητα για ανθρωποκτονία από πρόθεση από κοινού, εμπρησμό από πρόθεση από τον οποίο μπορούσε να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα από κοινού, οπλοχρησία, σε ποινή της ισοβίου καθείρξεως και σε συνολική ποινή φυλάκισης πέντε (5) ετών και έξι (6) μηνών, παραδεκτά εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου σας, σύμφωνα με τη διάταξη των άρθρων 527 παρ. 3 και 528 παρ. πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω κατά το παραδεκτό και βάσιμο της.
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία της σχετικής δικογραφίας με την προσβαλλόμενη με αριθ. 319-320/2017 απόφαση ΜΙΚΤΟΥ ΟΡΚΩΤΟΥ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, η οποία έχει καταστεί ήδη αμετάκλητη λόγω παρέλευσης της προθεσμίας αναίρεσης, ο εν λόγω αιτών καταδικάσθηκε στις προαναφερόμενες ποινές για τις προμνημονευόμενες αξιόποινες πράξεις. Συγκεκριμένα το Εφετείο μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των αναφερομένων στην παρακάτω απόφαση, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, κατέληξε στην καταδικαστική του απόφαση, αφού δέχθηκε, κατά πιστή μεταφορά, τα ακόλουθα:
ΕΠΕΙΔΗ, σύμφωνα με το άρθρ. 8 του Ν. 4411/2016 που ορίζεται ότι: "1. Εξαλείφεται το αξιόποινο και παύει η δίωξη των ακόλουθων αξιόποινων πράξεων, που έχουν τελεσθεί μέχρι και τις 31.3.2016: α) των πταισμάτων και β) των πλημμελημάτων, κατά των οποίων ο νόμος απειλεί ποινή φυλάκισης μέχρι δύο (2) έτη ή χρηματική ποινή ή και τις δύο ποινές. 2. Εάν, στην περίπτωση των πλημμελημάτων της παραγράφου 1, ο υπαίτιος υποπέσει μέσα σε δύο (2) έτη από τη δημοσίευση του νόμου σε νέα από δόλο αξιόποινη πράξη κακουργήματος ή πλημμελήματος και καταδικαστεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των έξι (6) μηνών, συνεχίζεται η κατ' αυτού παυθείσα ποινική δίωξη και δεν υπολογίζεται στο χρόνο παραγραφής του αξιόποινου της πρώτης πράξης ο διανυθείς χρόνος από την παύση της δίωξης μέχρι την αμετάκλητη καταδίκη για τη νέα πράξη".
Στην προκειμένη περίπτωση ο 2ος κατηγορούμενος έχει ασκήσει παραδεκτά έφεση κατά της υπ' αριθμ. 215-224/17-4-2013 απόφασης του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Θεσσαλονίκης, με την οποία καταδικάσθηκε σε ποινή φυλάκισης ενός (1) έτους και χρηματική ποινή χιλίων πεντακοσίων Ευρώ (1.500,00€) για την πράξη της παράνομης οπλοφορίας μαχαιριού. Η πράξη αυτή, κατά τη διάταξη του άρθρου 10§13β' του Ν. 2168/1993, τιμωρείται σε βαθμό πλημμελήματος με ποινή φυλακίσεως μέχρι δύο (2) ετών και χρηματική ποινή.
Συνεπώς, εφόσον η πράξη τελέσθηκε στις 19-12-2011, ήτοι προ της 31.03-2016, τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 8§1β του Ν. 4411/2016, που προαναφέρθηκε, και πρέπει να παύσει, υπό τους όρους του εν λόγω άρθρου, η κατά του δευτέρου κατηγορούμενου ποινική δίωξη για την ως άνω πράξη, αφού αυτή δεν περιλαμβάνεται στις πράξεις, ως προς τις οποίες δεν ισχύει η εν λόγω ρύθμιση, σύμφωνα με την παρ. 5 του ιδίου άρθρου 8 του Ν. 4411/2016.
ΕΠΕΙΔΗ, από τη χωρίς όρκο κατάθεση της μάρτυρος κατηγορίας - πολιτικώς ενάγουσας, τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπεράσπισης που εξετάστηκαν στο Δικαστήριο τούτο, την ανάγνωση της έκθεσης ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης της ψυχολόγου Α. - Τ. Χ. που ορίσθηκε πραγματογνώμονας με την 5/2012 διάταξη του Ανακριτή του Ειδικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης και από 19-12-2011 έκθεσης αυτοψίας του Υπ/μου Α' Μ. Α. των πρακτικών της πρωτοβάθμιας και των λοιπών εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά, την απολογία του κάθε κατηγορουμένου στο ακροατήριο και την όλη αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Οι κατηγορούμενοι, χρήστες ναρκωτικών ουσιών, συμμετείχαν σε πρόγραμμα Υποκατάστασης του ΟΚΑΝΑ με βουπρενορφίνη, την οποία ελάμβαναν με τη χορήγηση δισκίων του φαρμακευτικού σκευάσματος SUBUTEX στο Νοσοκομείο "ΑΧΕΠΑ", όπου γνωρίσθηκαν και ανέπτυξαν φιλική σχέση. Εξαιτίας του ότι το SUBUTEX τους προκαλούσε υπνηλία, ζάλη και αίσθηση κόπωσης, έκαναν παράλληλα και χρήση δισκίου των ναρκωτικών φαρμάκων VULBEGAL, XANAX και HPNOSDEDON, το οποίο αναζητούσαν εναγωνίως είτε από άλλους τοξικομανείς είτε με ιατρική συνταγή από ψυχίατρο, καθόσον τα εν λόγω ναρκωτικά φάρμακα τους έδιναν ενέργεια και τους προκαλούσαν ευεξία και αίσθημα κοινωνικότητας. Ενόψει τούτου, στις 19-12-2011 της περί ώρα 11.30, αφού συναντήθηκαν στο "ΑΧΕΠΑ" και έλαβαν τα καθορισμένα από το πρόγραμμα υποκατάστασης δισκία SUBUTEX, στη συνέχεια, προγραμμάτισαν τις κινήσεις τους, ώστε ο πρώτος να μεταβεί περί ώρα 19.30 στο ιατρείο του ψυχιάτρου, Α. Φ. και ο δεύτερος να μεταβεί περί ώρα 17.00 στο ιατρείο της ψυχιάτρου Β., προκειμένου να εξασφαλίσουν την συνταγή με τα προεκτεθέντα ναρκωτικά φάρμακα. Μετά ταύτα, στο μεσοδιάστημα μετέβησαν στο πάρκο "...", όπου ο πρώτος έδωσε, χωρίς αντάλλαγμα, ένα δισκίο του ναρκωτικού φαρμάκου HIPNOSEDON στην μάρτυρα, Ά. Ψ. με την οποία διατηρούσε ερωτικό δεσμό στο παρελθόν και είχαν χωρίσει λόγω της βίαιης συμπεριφοράς που είχε εκδηλώσει αυτός προς το πρόσωπό της, ενώ ο δεύτερος αγόρασε από άλλο τοξικομανή μια παρτίδα του ναρκωτικού φαρμάκου VULBEGAL, από την οποία έδωσε στον πρώτο ένα δισκίο, καταναλώνοντας τα υπόλοιπα ο ίδιος. Ο δεύτερος κατηγορούμενος είχε στην κατοχή του την αριθμ. κυκλ. ... δίκυκλη μοτοσικλέτα, με την οποία ελάμβαναν χώρα όλες οι μετακινήσεις των κατηγορουμένων, με οδηγό τον δεύτερο, ο οποίος με συνεπιβάτη τον πρώτο μετέβη στην περιοχή ... της Θεσσαλονίκης, όπου, αφού παρέμειναν για λίγο, στη συνέχεια μετέβησαν στην ... προκειμένου να επισκεφθεί ο πρώτος κατάστημα εκμισθώσεως ψηφιακών δίσκων. Περί ώρα δε 17.00, κινήθηκαν με τη μοτοσικλέτα προ τη ..., όπου το ιατρείο της ψυχιάτρου Β., το οποίο επισκέφθηκε ο δεύτερος, ενώ ο πρώτος τον ανέμενε στη μοτοσικλέτα. Μετά το πέρας της επίσκεψης, μετέβησαν με τη μοτοσικλέτα στην οικία του πρώτου, στα Μετέωρα Θεσσαλονίκης προκειμένου αυτός να αλλάξει ενδυμασία για να επισκεφθεί τον ψυχίατρο Α. Φ., στο ιατρείο του, το οποίο βρισκόταν στο 2ο όροφο οικοδομής, κειμένης επί της οδού ... της Θεσσαλονίκης. Φθάνοντας περί ώρα 18.45 στο άνω ιατρείο, μέσω του θυροτηλεφώνου που ήταν εγκατεστημένα στην είσοδο της οικοδομής, ο πρώτος, συνομιλώντας με τον υπάλληλο του ιατρείου, Μ. Κ., ζήτησε να ανοίξει την εξώθυρα της οικοδομής ώστε να επισκεφθεί τον ιατρό. Ο υπάλληλος, όμως, του ιατρού, αρνήθηκε να του επιτρέψει την είσοδο, ισχυριζόμενος ότι δεν υπήρχε προγραμματισμένο ραντεβού του ιατρού με τον εν λόγω κατηγορούμενο και τον προέτρεψε να αποχωρήσει. Στη συνέχεια, ο πρώτος, κατηγορούμενος τηλεφώνησε στον ίδιο τον ιατρό, ο οποίος, ομοίως, αρνήθηκε να τον δεχθεί. Τούτο εξόργισε τους κατηγορουμένους, διότι την ίδια συμπεριφορά είχαν αντιμετωπίσει και στο παρελθόν, ιδίως από τον υπάλληλο του ιατρού, ο οποίος παρότι είχαν ραντεβού, δεν τους επέτρεπε την είσοδο, επιδιώκοντας ανταλλάγματα, με εκμετάλλευση της δυσχερούς κατάστασης στην οποία ευρίσκοντο λόγω της τοξικομανίας τους. Εξάλλου, ο δεύτερος κατηγορούμενος βρισκόταν, επιπλέον και σε υπερδιέγερση, δεδομένου ότι μέχρι εκείνη τη στιγμή είχε καταναλώσει 25 δισκία του ναρκωτικού φαρμάκου VULGEBAL και 3 δισκία του ναρκωτικού φαρμάκου ZANAX. Κατόπιν αυτών, αποφάσισαν να απαιτήσουν από τον ιατρό να τους δεχθεί και ανέμεναν έξω από την οικοδομή την ευκαιρία να εισέλθουν σ' αυτή τη στιγμή που κάποιος ένοικος θα εξερχόταν, πράγμα που πέτυχαν περί ώρα 19.30. Στη συνέχεια, με τη χρήση του ανελκυστήρα εντόπισαν το ιατρείο στο δεύτερο όροφο της οικοδομής και κτύπησαν το κουδούνι της θύρας εισόδου του ιατρείου, την οποία άνοιξε ο ίδιος ο ιατρός, καθόσον ο υπάλληλός του είχε αναχωρήσει από το ιατρείο προ της εισόδου τούτων στην οικοδομή. Όταν ο ιατρός τους αντίκρισε αρνήθηκε να τους δεχθεί. Όμως, ο δεύτερος από αυτούς ώθησε την θύρα βίαια και εισήλθαν στο ιατρείο παρά τη θέλησή του, απαιτώντας να χορηγήσει στον πρώτο τον κατηγορούμενο συνταγή με τα ναρκωτικά φάρμακα VULBEGAL και HIPNOSEDON. Τότε ο ιατρός κάθισε στο γραφείο του και άρχισε να συντάσσει τη συνταγή με στυλό κόκκινου χρώματος. Τούτο, το ότι δηλαδή συνέταξε ο ιατρός τη συνταγή με στυλό κόκκινου χρώματος, θεώρησαν οι κατηγορούμενοι ότι θα καθιστούσε τη συνταγή άκυρη και εξοργίσθηκαν πιστεύοντας ότι ο ιατρός τους εμπαίζει. Έτσι, αποφάσισαν να τον τιμωρήσουν και, ο δεύτερος, όταν ο ιατρός αισθανόμενος ότι απειλείται, επιχείρησε να καλέσει σε βοήθεια, άρπαξε και έσπασε το τηλέφωνο του ιατρού και στη συνέχεια, έπληξε τον τελευταίο με γροθιές στο πρόσωπο. Τα κτυπήματα αυτά στο πρόσωπο του ιατρού ήταν πολύ ισχυρά, καθόσον ο δεύτερος κατηγορούμενος ήταν αθλητής της πάλης και της άρσης βαρών και γνώριζε ότι με τα εν λόγω κτυπήματα στο ευαίσθητο σημείο της κεφαλής του ιατρού ήταν ενδεχόμενο να προκληθεί ο θάνατός του και το αποδέχθηκε. Μάλιστα, αφού τον μετέφερε αρχικά στην κλίνη εξετάσεως των ασθενών και στη συνέχεια, πάλι στο γραφείο του, επιχειρώντας να τον εξαναγκάσει να συντάξει τη συνταγή, εξακολούθησε από κοινού με τον πρώτο κατηγορούμενο να του καταφέρουν ισχυρά κτυπήματα στο πρόσωπο και σε άλλα σημεία του σώματός του, όπως τα χέρια και την αριστερή θωρακική χώρα, αποδεχόμενος ότι τα κτυπήματα αυτά ενδέχεται να επιδεινώσουν την κατάσταση και να αποτελέσουν τη χαριστική βολή για το θύμα. Σημειώνεται ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος έπληξε τον ιατρό και με μαχαίρι που έφερε, με μήκος λάμας 5,5, εκ. και συνολικά μήκος 12,3 εκ., προκαλώντας του τραύματα στη δεξιά μετωπιαία χώρα, στο πτερύγιο του δεξιού ωτός και στη δεξιά προωτιαία χώρα. Με τα από δε επανειλημμένα κτυπήματα, με τα χέρια τους, οι κατηγορούμενοι προκάλεσαν στον ιατρό βαρύ κάταγμα ρινικών οστών, θλαστικά τραύματα δεξιάς παρειάς, δεξιού αγκώνος, αριστεράς άκρας χειρός, δεξιού αντιβραχίου, θλάσεις και μικρά θραστικά τραύματα προσώπου, με εξοίδηση βλεφάρων, οφθαλμών, άμφω, θλάση δεξιάς άκρας χειρός, αριστερού αντιβραχίου, έξω επιφάνειας δεξιού βραχίονος και αριστερού ημιθωρακικού και κατάγματα 8ης, 9ης και 10ης πλευράς αριστερά με θλάσεις αριστερού πνεύμονα, αντιστοίχως προς τα κατάγματα των πλευρών. Εξαιτίας των βαρέων καταγμάτων των ρινικών οστών ο ιατρός παρουσίασε ακατάσχετη αιμορραγία και, όταν τον υποχρέωσαν να ξανακαθίσει στο γραφείο του, για να συντάξει τη συνταγή, η επιφάνεια του γραφείου του με τα συνταγολόγια και τα λοιπά αντικείμενα που βρίσκονταν επάνω σ' αυτό, γέμισαν με αίμα, ο δε ιατρός άρχισε να χάνει τις αισθήσεις του. Τότε οι κατηγορούμενοι θεώρησαν ότι πέθανε. Για το ενδεχόμενο, όμως, να επιζήσει και να ζητήσει, βοήθεια, αποκαλύπτοντας τους δράστες της σε βάρος του εγκληματικής ενέργειας, τον έριξαν στο έδαφος και, αρχικά, τον φίμωσαν με φουλάρι του δεύτερου, που κρατούσε αυτός και έδεσε ο πρώτος τόσο σφικτά ώστε να επέλθει απώθηση της γλώσσας του θύματος προς τα πίσω και μερική απόφραξη των αναπνευστικών οδών, πράγμα που αντιλήφθηκαν, καθόσον το θύμα ασφυκτιώντας λόγω και της ακατάσχετης αιμορραγίας, έβγαλε αφρούς από το στόμα. Ωστόσο, δεν σταμάτησαν διότι είχαν πλέον αποφασίσει ότι πρέπει να πεθάνει για να μην τους καταδώσει στις αρχές. Έτσι, στη συνέχεια, έδεσαν τα χέρια του στο πίσω μέρος του σώματός του και τα πόδια του, και κατόπιν, με τη χρήση αναπτήρων, έθεσαν πυρ σε έγγραφα του γραφείου του ιατρού που διαπότισαν με οινοπνευματώδη ποτά, με πρόθεση πρόκλησης πυρκαγιάς ώστε να εξαλείψουν οποιοδήποτε ίχνος θα τους πρόδιδε, μαζί με την καύση του ιατρού, που είχαν ακινητοποιήσει με τον άνω τρόπο στον ίδιο χώρο, ήτοι στο χώρο του γραφείου του, όπου έθεσαν πυρ. Κατόπιν τούτων, από την πυρκαγιά που προκλήθηκε ως άνω καταστράφηκαν ολοσχερώς όλοι οι χώροι του διαμερίσματος του ιατρού, ενόψει δε της έκτασης που έλαβε η φωτιά υπήρχε κίνδυνος επέκτασης αυτής και στα υπόλοιπα διαμερίσματα της οικοδομής. Όμως, έγινε εγκαίρως αντιληπτή από τους ενοίκους της οικοδομής και με άμεση επέμβαση της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας επήλθε κατάσβεσή της. Μετά την κατάσβεση της πυρκαγιάς διενεργήθηκε αυτοψία στο άνω διαμέρισμα του ιατρού από τον Υπ/μο Μ. Α. της Δ.Α.Θ/Υ.Δ.Ε.ΖΙ/Τμήμα 1ο Εγκλημάτων κατά Ζωής, ο οποίος βρήκε τον ιατρό δεμένο και φιμωμένο σε εμβρυϊκή στάση μέσα σε λίμνη αίματος στο δάπεδο του γραφείου του, διαπιστώνοντας ότι ήταν ήδη νεκρός. Σύμφωνα δε με την αριθμ. πρωτ. .../20-2-2011 ιατροδικαστική έκθεση του ιατρού Ν. Β., επικ. Καθηγητή στο Εργαστήριο Ιατροδικαστικής και Τοξικολογικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ο θάνατος του ιατρού οφειλόταν σε απόφραξη των αναπνευστικών οδών (στο διχασμό της τραχείας και στους κυρίους βρόγχους) λόγω εισρόφησης αίματος συνεπεία αιμορραγίας λόγω βαρύτατης κάκωσης ρινός σε συνδυασμό με τουλάχιστον μερική απόφραξη λόγω απώθησης της γλώσσας προς τα πίσω με πίεση από την ταινιοειδή υφασμάτινη αγκύλη του "βρόγχου" εν είδη φιμώτρου. Κατά την εξέταση δε του πτώματος, σύμφωνα με την ίδια ιατροδικαστική έκθεση, διαπιστώθηκε αποκόλληση επιδερμίδας στην οπίσθιο έξω επιφάνεια αριστερού ημιθωρακίου, στην έξω επιφάνεια αριστερού μηρού, στην έσω επιφάνεια δεξιού γόνατος και στην έξω επιφάνεια αριστερού άκρου ποδός και έξω σφυρού αριστερά, συνεπεία ανάπτυξης υψηλής θερμοκρασίας από την πυρκαγιά, η οποία κατά πάσα πιθανότητα θα απανθράκωνε το θύμα, κατά την πρόθεση των κατηγορουμένων, αν δεν επενέβαινε εγκαίρως η Πυροσβεστική. Κατόπιν τούτων, δεν καταλείπεται καμιά αμφιβολία ότι οι κατηγορούμενοι, ευρισκόμενοι σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, από κοινού, κατόπιν συναπόφασης, σκότωσαν τον ιατρό, Α. Φ., έχοντας πλήρη ικανότητα να αντιληφθούν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης τους και να ενεργήσουν, σύμφωνα με την αντίληψή τους για το άδικο αυτό. Πιο συγκεκριμένα, αποδείχθηκε ότι είχαν απόλυτη συνείδηση των πράξεών τους, πνευματική διαύγεια και νηφαλιότητα καθ' όλη τη διάρκεια της επίδικης εγκληματικής τους δράσης, αλλά και πριν, όπως και μετά από αυτήν, πράγμα που προκύπτει σαφώς από τα εξής περιστατικά, ήτοι: 1) ο δεύτερος κατηγορούμενος, οδηγώντας τη μοτοσικλέτα, είχε κινηθεί, με συνεπιβάτη τον πρώτο κατηγορούμενο, εντός της πόλεως της Θεσσαλονίκης και κυρίως εντός του κέντρου αυτής, σε ώρες κυκλοφοριακής αιχμής, καταλήγοντας πάντοτε στον προορισμό του, χωρίς δυσχέρεια, 2) από κοινού οι κατηγορούμενοι προσχεδίασαν την είσοδό τους στην οικοδομή όπου το ιατρείο του θύματος και με επιτυχία εκτέλεσαν το σχέδιό τους επιλέγοντας την κατάλληλη στιγμή προς τούτο, ήτοι εκμεταλλευόμενοι τη στιγμή που ένοικος της οικοδομής εξήλθε για να εισέλθουν ταυτόχρονα σ' αυτήν, 3) ο δεύτερος κατηγορούμενος παρατήρησε ότι ο ιατρός χρησιμοποιεί στυλό κόκκινου χρώματος για να συντάξει τη συνταγή και αντέδρασε αμέσως, επισημαίνοντας ότι η συνταγή, συντασσόμενη με τον τρόπο αυτό θα είναι άκυρη, με υπαιτιότητα του ιατρού που επιχειρεί να τους εξαπατήσει, 4) από κοινού οι κατηγορούμενοι προκάλεσαν πυρκαγιά στο ιατρείο για να εξαλείψουν τα ίχνη τους, 5) κατά την αποχώρηση από την οικοδομή μετά την πράξη τους επέλεξαν να χρησιμοποιήσουν το κλιμακοστάσιο για να μην καθυστερήσουν ή εγκλωβιστούν εντός του ανελκυστήρα, 6) για τη διαφυγή τους από τον τόπο του εγκλήματος χρησιμοποίησαν την δίκυκλη μοτοσικλέτα του δευτέρου, ο οποίος, με απόλυτη ψυχραιμία και νηφαλιότητα, οδήγησε τη μοτοσικλέτα, εν καιρώ νυκτός, στην οικία του πρώτου κατηγορούμενου, που, όπως προαναφέρθηκε, βρισκόταν στα Μετέωρα Θεσσαλονίκης, 7) στην οικία του πρώτου κατηγορουμένου καθάρισαν τα υποδήματα και τα ενδύματά τους από τα ίχνη αίματος του θύματος, 8) τις πρωϊνές ώρες της επομένης ημέρας, ο δεύτερος κατηγορούμενος απέκρυψε το προεκτεθέν μαχαίρι που έφερε και χρησιμοποίησε ως άνω για την επίδικη ανθρωποκτονία, σε ένα δασύλλιο της οδού .... Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται, α) σε σχέση με αμφότερους τους κατηγορούμενους εκ του γεγονότος ότι αυτοί κατά το χρόνο τέλεσης του επίδικου εγκλήματος είχαν αποκτήσει την έξη της χρήσης των ναρκωτικών ουσιών, καθόσον η τοξικομανία καθ' εαυτή δεν σημαίνει και έλλειψη ή μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό, λόγω διαταράξεως της συνειδήσεως του κατηγορουμένου, καθόσον η τοξικομανία, αυτή και μόνη, δεν οδηγεί σε έλλειψη ή μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό αν δεν προκάλεσε έλλειψη ή μείωση της ικανότητας του κατηγορουμένου να αντιληφθεί τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του ή να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψή του για το άδικο αυτό (βλ. ΑΠ 1837/2006, ΑΠ 173/2013), πράγμα που δεν αποδείχθηκε στην προκειμένη περίπτωση, β) σε σχέση με τον δεύτερο των κατηγορουμένων, εκ του γεγονότος ότι έπασχε από σχιζοειδή διαταραχή της προσωπικότητας και νοητική στέρηση. Και τούτο, διότι ναι μεν, σύμφωνα με την έκθεση ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης της ψυχολόγου Α. - Τ. Χ., αυτός, εξαιτίας της άνω καταστάσεως της υγείας του, τελούσε σε διατάραξη των πνευματικών του λειτουργιών που μπορούσε να τον καταστήσει ανίκανο προς καταλογισμό, όμως, στην προκειμένη περίπτωση, δεν τον κατέστησε ανίκανο ούτε μείωσε την ικανότητα του αυτή, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν. Όσον αφορά δε αυξημένη τάση υποτακτικότητας που τον καθιστούσε εύκολο θύμα εκμετάλλευσης, σύμφωνα με την ίδια έκθεση ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης, η υποτακτικότητα αυτή στην προκειμένη περίπτωση δεν εκδηλώθηκε, δεδομένου ότι, όπως προαναφέρθηκε, ο δεύτερος κατηγορούμενος ενήργησε αυτοβούλως, χωρίς να επηρεάζεται από τον πρώτο κατηγορούμενο, έχοντας και ο ίδιος προηγούμενα με τον θανατωθέντα ιατρό και τον υπάλληλό του. Σημειώνεται ότι το πρώτον στην απολογία του ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ο δεύτερος κατηγορούμενος επιχείρησε να εμφανίσει ότι ήταν πειθήνιο όργανο του συγκατηγορουμένου του και ότι λόγω της αυξημένης υποτακτικότητας, εξαιτίας της νοητικής στέρησης, έπραττε ό,τι ο τελευταίος του υπέβαλε αναντίρρητα, ενώ τέτοιο ισχυρισμό δεν προέβαλε, ούτε στην απολογία του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ούτε και κατά την ανάπτυξη των ισχυρισμών του για τον μειωμένο καταλογισμό ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου. Άλλωστε, κατά την ανάπτυξη των τελευταίων από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αρνήθηκε οποιαδήποτε συμμετοχή του στο επίδικο έγκλημα. Κατ' ακολουθίαν, πρέπει οι κατηγορούμενοι να κηρυχθούν ένοχοι των αποδιδομένων σ' αυτούς πράξεων 1) της ανθρωποκτονίας από πρόθεση κατά συναυτουργία, απορριπτομένου του ισχυρισμού τους για μεταβολή της κατηγορίας σε βαριά ή θανατηφόρα σωματική βλάβη, 2) του εμπρησμού με πρόθεση, από τον οποίο μπορούσε να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα, κατά συναυτουργία και 3) της οπλοχρησίας, ως προς μόνον τον δεύτερο των κατηγορουμένων. Τέλος, πρέπει να απορριφθούν οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των κατηγορουμένων για αναγνώριση στο πρόσωπό τους των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84§2 δ' και ε' ΠΚ, καθόσον: α) σε σχέση με την περίσταση του άρθρ. 84§2 δ', δεν επικαλέσθηκαν ούτε απέδειξαν συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει ότι μεταμελήθηκαν και για το λόγο αυτό επιζήτησαν, ειλικρινά και όχι προσχηματικά, να άρουν ή να μειώσουν τις συνέπειες των πράξεών τους, εκδηλώνοντας εμπράκτως ειλικρινή μεταμέλεια. Και τούτο δεδομένου ότι για τη συνδρομή της εν λόγω ελαφρυντικής περίστασης δεν αρκεί ότι ο δράστης ζήτησε απλώς συγνώμη ή έδειξε καλή διαγωγή στις φυλακές ή ομολόγησε απλώς τις πράξεις του (βλ. ΑΠ 1528/2009 Ποιν. Λογ. Θ' 778, ΑΠ 759/2004 ΠΧΡ ΝΕ, 503), β) σε σχέση με την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84§2ε' ΠΚ, οι κατηγορούμενοι κρατούντο συνεχώς στις φυλακές από 20-12-2011, δεν επικαλέσθηκαν δε ούτε απέδειξαν συμπεριφορά εντός του σωφρονιστικού καταστήματος προδήλως διακριτή της συνήθους συμπεριφοράς του κρατουμένου που να συνέχεται με εξαιρετική και οπωσδήποτε βελτίωση της συμπεριφοράς τους και του χαρακτήρα του (βλ. και ΑΠ 608/2013), δεδομένου ότι τέτοια συμπεριφορά δεν συνιστά απλώς η καλή διαγωγή που επέδειξαν εντός της φυλακής, εργαζόμενοι, χωρίς να τιμωρηθούν πειθαρχικά, διότι αυτή είναι η επιβαλλόμενη από τους κανόνες της φυλακής συμπεριφορά των κρατουμένων. Το γεγονός δε ότι παρακολουθούν πρόγραμμα απεξάρτησης από τις ναρκωτικές ουσίες εκτός της φυλακής, δεν αναιρεί τα παραπάνω, καθόσον δεν προέκυψε απεξάρτηση εξαιτίας της συμμετοχής τους στο πρόγραμμα, ούτε ότι τούτο είχε ως συνέπεια την εξαιρετική βελτίωση της συμπεριφοράς τους." 

Με την κρινόμενη αίτηση ο ανωτέρω καταδικασθείς, ζητά την προς το συμφέρον του επανάληψη της διαδικασίας που περατώθηκε αμετάκλητα, όπως ήδη αναφέρθηκε, προβάλλοντας ως λόγους επί λέξει τα παρακάτω "Προς θεμελίωση του ισχυρισμού μου σχετικά με την αθώωσή μου προσάγω και επικαλούμαι
ι.
Βιντεοσκοπημένο υλικό (που δεν συμπεριλαμβανόταν στη δικογραφία), τμήμα του USB Stick, με την ονομασία "Κ. Ν.", από το οποίο προκύπτει ανενδοίαστα ότι ο Μ. Κ., βοηθός του ατυχούς θύματος ιατρού Α. Φ., αποχωρεί τελευταίος από τον χώρο του ιατρείου στις 21.06 της 19ης Δεκεμβρίου 2011, γεγονός που ανατρέπει πλήρως την κατά την εκδίκαση της υπόθεσης βεβαιότητα ότι "οι κατηγορούμενοι ήταν αυτοί που αποχώρησαν τελευταίοι από το ιατρείο", χώρο του συμβάντος, στις 20.15 της 19ης Δεκεμβρίου 2011.
Βάσει του υλικού αυτού από τις εξωτερικές κάμερες της οδού ..., ο Μ. Κ. αποχωρεί μετά βεβαιότητας, όχι στις 19.15 (όπως αναφέρεται στην πρωτοβάθμια και στη δευτεροβάθμια Δικαστική Απόφαση), ούτε στις 19.30 περίπου (όπως ισχυρίζεται ο ίδιος σε μία από τις καταθέσεις του) ούτε στις 8 παρά (που αναφέρει σε άλλη κατάθεση), αλλά στις 21.06 δηλαδή μία ώρα περίπου μετά τους κατηγορούμενους. Η ταυτοποίηση του Μ. Κ. με το πρόσωπο του βιντεοσκοπημένου υλικού προκύπτει από τα ρούχα που φορούσε εκείνη την ημέρα (ένορκη κατάθεση θυρωρού πολυκατοικίας Γ. Κ.), τον σωματότυπό του (ψηλός και ογκώδης), το σχήμα του κεφαλιού (από φωτογραφίες που δόθηκαν) και τον τρόπο βάδισής του στο βίντεο. Αντιστοίχως, άνευ αμφιβολιών προκύπτει και η ταυτοποίηση των δύο κατηγορουμένων, ήτοι του Ι. Κ. και του Α. Δ. ή Τ., οι οποίοι αποτελούν τα πρόσωπα που καταγράφηκε να εισέρχονται στις 19.30 στην πολυκατοικία. Μάλιστα, ο Α. Δ. εντοπίζεται πρώτη φορά στο βίντεο στις 19.26 να έρχεται από το απέναντι πεζοδρόμιο και να στέκεται σε απόσταση από το θυροτηλέφωνο της πολυκατοικίας.
Συνεπώς ως νέα απόδειξη προκύπτει ότι ούτε ήταν σε θέση να ακούσει την συνομιλία μεταξύ Κ. και Κ., όπως ισχυρίζεται ο Ι. Κ., ούτε ήταν εκνευρισμένος. Αντίθετα, ενισχύεται ο ισχυρισμός του ότι περίμενε μεγάλο χρονικό διάστημα στο μηχανάκι και πήγε να πει στον Ι. Κ. ότι θα φύγει. Περαιτέρω, προκύπτει ως νέα απόδειξη μετά βεβαιότητας ότι ο Μ. Κ. αποχώρησε τελευταίος, καθώς ήταν κρυμμένος μέσα στο ιατρείο και παρέμεινε σε αυτό μία ώρα περίπου μετά τη φυγή των κατηγορουμένων.
Τούτο ενδεικνυόταν μεν από τις συνεχείς αναφορές (στον Γ' Ειδικό Ανακριτή, στο Πρωτοβάθμιο αλλά και στο Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο) του Ι. Κ. στο γεγονός ότι ο Μ. Κ. ήταν κρυμμένος μέσα, τώρα ωστόσο ύστερα από την βιντεοσκοπική καταγραφή θεμελιώνεται με πλήρη ασφάλεια και καθίσταται βέβαιο γεγονός, αναιρώντας τα αναφερόμενα από τον Μ. Κ. στην κατάθεσή του στο Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο ότι "κλείδωσε το ιατρείο και έφυγε, αφήνοντας τον Α. Φ. μέσα" ως προδήλως ψευδή.
Υπό το φως της νέας αυτής βέβαιης απόδειξης καθίσταται πρόδηλο ότι ούτε η πράξη του εμπρησμού τελέστηκε από εμένα, καθόσον η παρουσία του Κ. στον χώρο και η ύστερη έξοδός του από το κτίριο μεταθέτει χρονικά την πράξη του εμπρησμού και υποδεικνύει αυτόν ως πραγματικό δράστη, ούτε όμως και η πράξη της ανθρωποκτονίας, καθόσον ο τρόπος επέλευσης του θανάτου του ατυχούς ιατρού από εισρόφηση αίματος (απόφραξη κύριων βρόγχων ...) δεν δικαιολογείται με την παραμονή στον χώρο του προσώπου του Κ.. Εξάλλου, υπό το φως της νέας αυτής απόδειξης εξηγούνται τόσο οι θόρυβοι που κατέθεσε ότι άκουγε ο Ι. Σ. "σαν μετακόμιση από το διαμέρισμα του Α. Φ. στις 20.15" που σύμφωνα με το βίντεο είχαν ήδη αποχωρήσει οι κατηγορούμενοι, όσο και το γεγονός ότι το γραφείο του Α. Φ. βρέθηκε αναποδογυρισμένο (φωτογραφίες αυτοψίας) και ο ίδιος ο Α. Φ. βρέθηκε μπροστά στην πόρτα της αποθήκης με λυμένα τα πόδια (φωτογραφίες αυτοψίας), όσο και το γενετικό υλικό του Φ. (αίμα) που βρέθηκε στην κάσα της πόρτας, αλλά και ο θόρυβος από την πτώση του στο πάτωμα σε χρόνο που έπεται της αποχώρησης των δύο κατηγορουμένων.
2. Πληθώρα δημοσιευμάτων από τον ηλεκτρονικό τύπο, στα οποία γίνεται αναφορά για την σύλληψη του Μ. Κ. στις 03/02/2012, με την κατηγορία της Διακίνησης και Εμπορίας Ναρκωτικών/Ψυχοτρόπων Ουσιών με Χρήση Πλαστών Συνταγών που ανήκαν στον εκλιπόντα Ψυχίατρο, Α. Φ.. Ως βέβαιο γεγονός προκύπτει από τα εν λόγω δημοσιεύματα η σύλληψη του Κ. για Διακίνηση και Εμπορία Ναρκωτικών/Ψυχοτρόπων Ουσιών με Χρήση Πλαστών Συνταγών που ανήκαν στον εκλιπόντα Ψυχίατρο Α. Φ. και έλαβε χώρα ύστερα από τον θάνατό του.
3. Η από 03.03.2022 ένορκη βεβαίωση του Β. Τ. του Σ., Αστυνομικού υπηρετούντος στα επίμαχα χρονικά διαστήματα στην Ομάδα Πρόληψης και Καταστολής του Εγκλήματος (Ο.Π.Κ.Ε.) Νομού Σερρών, από την οποία αποδεικνύεται πέραν κάθε αμφιβολίας τόσο η κομβικής σημασίας σύλληψη του Μ. Κ. στις 03/02/2012 με την κατηγορία της Διακίνησης και Εμπορίας Ναρκωτικών/Ψυχοτρόπων Ουσιών με Χρήση Πλαστών Συνταγών που ανήκαν στον εκλιπόντα Ψυχίατρο Α. Φ., όσο και το αναμφισβήτητο γεγονός της επανειλημμένης σύλληψης του Μ. Κ. - γνωστού στους κύκλους της Αστυνομίας και των Τοξικομανών ως Πόρκυ - μέσα στο διάστημα από το 2012 έως το 2015 και από το 2015 και εφεξής, όσο όμως και η ευθεία συμμετοχή του στην εγκληματική ενέργεια της θανάτωσης του ιατρού Φ. που προκύπτει από την εξωδικαστική ομολογία του ενώπιον του εν λόγω αστυνομικού, κατά την οποία "στην περίπτωση της ανθρωποκτονίας του γιατρού Α. Φ. είχε παραμείνει στον χώρο του εγκλήματος και τα έκανε μαντάρα για να καλύψει τα ίχνη του" και από την βάσει του βιντεοσκοπημένου υλικού παραμονή του στον χώρο του ιατρείου μία τουλάχιστον ώρα μετά την αποχώρηση των δύο κατηγορουμένων, παραμονή του που εξυπηρέτησε τις ανάγκες συσκότισης της υπόθεσης και απάλειψης των προσωπικών του ιχνών και στοιχείων.
4. Η από 23.12.2021 ένορκη βεβαίωση του Σ. Φ. του Χ. και της Α., συγγραφέα, ενώπιον Συμβολαιογράφου, από την οποία προκύπτει άνευ ετέρου τόσο η ευχερώς αντιληπτή από αυτόν νοητική κατάστασή μου λόγω της Διαταραχής στο Αυτιστικό Φάσμα και η γενικότερη μη βίαιη συμπεριφορά μου σε συνδυασμό με την κοινωνική προθυμία και την τάση προσφοράς μου, όσο και η εμπλοκή του Μ. Κ. στην επίμαχη υπόθεση. Ειδικότερα δε από την αναφορά ενός περαστικού απεγκλωβισμού εκ μέρους μου μιας ΑΜΕΑ από φωτιά στο διαμέρισμά της καταλήγει στη διαπιστωτική κρίση αποκλεισμού οποιασδήποτε εμπλοκής μου στην πράξη εμπρησμού στο ιατρείο του Α. Φ., ενώ από την αναφορά περιστατικών βίας και απειλών σε βάρος του για αποφυγή κατάθεσης σε βάρος του Κ. διατυπώνει τη βεβαιότητά του για την εμπλοκή του Κ. στην υπόθεση δολοφονίας του ιατρού Φ.. Εμπλοκή που αποδεικνύεται τόσο από το γεγονός ότι αυτός διακανόνιζε ως βοηθός του Ψυχίατρου Α. Φ. τη χορήγηση φαρμάκων στους τοξικομανείς που δεν συμμετείχαν στα προγράμματα του ΟΚΑΝΑ, αλλά και από το γεγονός ότι τον συνέλαβαν με τα συνταγολόγια, τις σφραγίδες του γιατρού και 2400 χάπια στην κατοχή του, όσο κυρίως και από τα συμβάντα απειλών και βίας που πρόδηλα ενορχηστρώθηκαν από αυτόν σε βάρος του, για να τον αποτρέψουν να καταθέσει και να καταγγείλει όσα γνώριζε για την παράνομη δράση του.
5. Η από 16.03.2022 ιατροδικαστική έκθεση του ειδικού ιατροδικαστή κ. Α. Σ. του Γ., από την οποία αποδεικνύεται πέραν κάθε αμφιβολίας η εσφαλμένη ουσιαστική βάση της προσβαλλόμενης απόφασης σε σχέση με τα πραγματικά στοιχεία που δέχθηκε ως δεδομένα και εν τέλει σε σχέση με την έλλειψη εκ μέρους μου οποιουδήποτε κινήτρου για οργάνωση και εκτέλεση των επίμαχων πράξεων και συνακόλουθα η αθωότητά μου για τις εγκληματικές πράξεις που μου αποδόθηκαν.
Αναλυτικότερα:
5.1. Στο Σκεπτικό της Απόφασης του Δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου (ΜΟΕ) αναφέρεται ότι ο Α. Δ. τελούσε υπό καθεστώς ΥΠΕΡΔΙΕΓΕΡΣΗΣ. Το δεδομένο αυτό προκύπτει ΜΟΝΟ από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος κατηγορίας Α. Ψ. (πρώην συντρόφου του 1ου κατηγορούμενου και τοξικομανούς) η οποία δήλωσε "... αλλά σε μεγάλες ποσότητες φέρνουν νεύρα, είναι κατασταλτικά χάπια, αλλά σε ποσότητα τύπου 1 καρτέλα το πρωί και 1 το βράδυ ... φέρνουν ΥΠΕΡΔΙΕΓΕΡΣΗ ..., η πολύ χρήση χαπιών δημιουργεί ΥΠΕΡΔΙΕΓΕΡΣΗ ...". Αντίθετα, οι δύο (2) καθηγητές Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας, Ν. Β. και Μ. Τ. δήλωσαν ότι ο Α. Δ. τελούσε πιθανότατα υπό καταστολή, συμπληρώνοντας ότι μόνο η χρήση διεγερτικού θα έφερνε παράδοξες παρενέργειες, ενώ η επιθετικότητα είναι χαρακτηριστικό κυρίως της προσωπικότητας κάποιου.
Επιπρόσθετα, ο Α. Δ. ήταν ήδη υπό την επήρεια Vulbegal και Suboxone με συνέπεια να μην έχει ΚΙΝΗΤΡΟ για καμία επιθετική ενέργεια, διότι είχε πλήρη φαρμακευτική κάλυψη του εθισμού του και ήδη συνταγογραφημένα φαρμακευτικά σκευάσματα.
Συνεπώς, η παραδοχή της προσβαλλόμενης απόφασης περί της κατάστασης υπερδιέργερσής μου, παραδοχή που θεμελιώθηκε στην αποδεικνυόμενη με την από 16.03.2022 ιατροδικαστική Γνωμοδότηση ως εξαιρετικά επισφαλή - κατάθεση της μάρτυρος Ά. Ψ., πάσχει προδήλως ως λανθασμένη.
5.2. Από την έκθεση Εργαστηριακής Πραγματογνωμοσύνης του τμήματος ανάλυσης βιολογικών υλικών και τα αποσταλέντα προς εξέταση πειστήρια από την αυτοψία προκύπτει ότι οι γενετικοί τύποι του Δ. Α. ανευρίσκονται μόνο σε ένα αποτσίγαρο (Δείγμα 20) στον έκτο όροφο (το ιατρείο βρισκόταν στον δεύτερο όροφο), ενώ σε βασικά πειστήρια όπως είναι το Δείγμα 19Α (λάμα σουγιά) 19Β (λαβή σουγιά), 15, 16, 17Α 17Β (δερμάτινα παπούτσια-μπλούζα-παντελόνι) Δείγμα 18 μπουφάν δεν υπήρχε κανένα ίχνος του παρά μόνο του Ι. Κ. και του Α. Φ.. Ωστόσο, σύμφωνα με την προσβαλλόμενη απόφαση "... Σημειώνεται ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος έπληξε τον ιατρό με μαχαίρι ... προκαλώντας του τραύματα στη δεξιά μετωπιαία χώρα, στο πτερύγιο του δεξιού ωτός και... δεξιάς προωτίας χώρας ... Με τα δε επανειλημμένα χτυπήματα με τα χέρια τους οι κατηγορούμενοι προκάλεσαν στον ιατρό βαρύ κάταγμα ρινικών οστών, θλαστικά τραύματα... αρχικά τον φίμωσαν με φουλάρι του δεύτερου που κρατούσε ο ίδιος".
Από την επιστημονική ανάλυση στο πλαίσιο της προκείμενης από 16.03.2022 ιατροδικαστικής Γνωμοδότησης των στοιχείων της Εργαστηριακής Πραγματογνωμοσύνης του Τμήματος Βιολογικών Υλικών DNA και των χαρακτηριστικών του λεγόμενου παλαιστινιακού φουλαριού που φορούσα την επίμαχη ημέρα προκύπτουν με βεβαιότητα τα εξής δεδομένα:
5.2.1. Τα αποτελέσματα DNA δείχνουν με σαφήνεια ότι, αν ο ΔΖΟΡΟΥΧΩΒ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ είχε διαπληκτιστεί με τον Α. Φ. ή είχε συνεργαστεί με οποιονδήποτε τρόπο με τον συγκατηγορούμενο του Ι. Κ., θα έπρεπε να εμφανίζεται σε πολλαπλά σημεία ο γενετικός του τύπος. Μάλιστα ο τρόπος που περιγράφονται οι πράξεις του (χτυπήματα, γροθιές, κλωτσιές) δεν δικαιολογούν την απουσία γενετικού τύπου του Α. Δ. στα παπούτσια του, Δείγμα 14,14Β που κατασχέθηκαν.
5.2.2. Όσον αφορά τα Δείγματα 19Α (Λάμα Σουγιά) εμφανίστηκε ανάμειξη βιολογικού υλικού του Α. Φ. και του Ι. Κ., ενώ στο 19Β (Λαβή Σουγιά) ανευρέθηκε του Α. Φ..
Συνεπώς ο γενετικός τύπος του Δ. Α. δεν προσδιορίστηκε σε κανένα από τα παραπάνω.
5.2.3. Εξάλλου, αν τα τραύματα του θύματος είχαν προέλθει από τον Α. Δ., όπως δέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση, αφενός μεν έπρεπε να ανευρεθούν στο θύμα κατάγματα σε ευαίσθητες οστικές περιοχές όπως κάταγμα του οφθαλμικού κόγχου, των ζυγωματικών οστών, του κροταφικού οστού ή κακώσεις οδόντων γεγονός που δεν αποδείχτηκε νεκροτομικά, αφετέρου δε θα έπρεπε να υφίστανται ευρήματα DNA επί του θύματος, που δεν προέκυψαν και περαιτέρω τραύμα και στον ίδιο που επίσης δεν προέκυψε.
5.2.4. Τέλος, κανένα από τα αναφερόμενα στην Εργαστηριακή Πραγματογνωμοσύνη του Τμήματος Βιολογικών Υλικών DNA υφάσματα [τεμάχιο υφάσματος με ρίγες (Εργαστηριακό Πειστήριο 20) το οποίο έφερε σε όλη την επιφάνειά του καστανέρυθρη ουσία (Πειστήριο 21) και τεμάχιο υφάσματος με την ένδειξη "Skateup" επαναλαμβανόμενο μοτίβο το οποίο έφερε σε όλη την επιφάνειά του καστανέρυθρη ουσία (Πειστήριο 22)] δεν ταυτίζεται με το αναφερόμενο στην προσβαλλόμενη απόφαση Παλαιστινιακό Φουλάρι που φορούσα τω όντι και το οποίο προσκομίζεται το πρώτον ως Επισυναπτόμενο Έγγραφο με αριθμό ... στην Ιατροδικαστική Γνωμοδότηση του Α. Σ.. Από το νέο αυτό στοιχείο προκύπτει αναμφίβολα ότι ο ατυχής γιατρός Φ. φιμώθηκε από τον συγκατηγορούμενό μου Ι. Κ. "με ένα μαντήλι", όπως κατέθεσε αυτός ήδη ενώπιον του Ανακριτή, προφανώς από τα ως άνω μαντήλια πειστήρια, τα οποία δεν ανήκαν σε μένα ούτε χρησιμοποιήθηκαν από εμένα, όπως συνάγεται από την έλλειψη ευρημάτων βιολογικού υλικού μου επί αυτών. Κατά τούτο, τα αναφερόμενα στην προσβαλλόμενη απόφαση περί φίμωσης "με φουλάρι του δεύτερου που κρατούσε ο ίδιος" αποδεικνύονται ως ψευδή στοιχεία που παραπλάνησαν τους δικάσαντες δικαστές, διαμορφώνοντας ψευδή αποδεικτική βάση που οδήγησε στη δικαστική πλάνη.
5.3. Από την αξιολόγηση των στοιχείων έρευνας της προκείμενης από 16.03.2022 ιατροδικαστικής Γνωμοδότησης συνάγεται με απόλυτη βεβαιότητα η έλλειψη κινήτρου στο πρόσωπό μου για εγκληματική ενέργεια. Όπως σημειώνεται αναλυτικότερα εκεί, "ο Α. Δ. ήταν υπό την επήρεια Vulbegal και Suboxone άρα σε καταστολή και ΧΩΡΙΣ ΚΙΝΗΤΡΟ για δολοφονική ενέργεια ή άλλη ακραία εγκληματική πράξη, προκειμένου να εξασφαλίσει την απαραίτητη γι' αυτόν δόση ή υποκατατάστατο ουσίας, διότι είχε την φαρμακευτική κάλυψη του εθισμού του".
5.4. Από την αξιολόγηση των στοιχείων της δικογραφίας και ειδικότερα της Ιατροδικαστικής Έκθεσης, της Έκθεσης Αυτοψίας και των συνημμένων Φωτογραφιών έρευνας της προκείμενης από 16.03.2022 ιατρό Γνωμοδότησης προκύπτει ως αιτία θανάτου η "εισρόφηση αίματος - απόφραξη κυρίων βρόγχων - κατάγματα ρινός μερική απόφραξη στόματος με ώθηση γλώσσας προς τα πίσω με πίεση υπό αγκύλη εν είδει φίμωτρου υφασμάτινου". Καθώς, μάλιστα, όπως σημειώνεται στην επικαλούμενη ως νέο στοιχείο ιατροδικαστική Γνωμοδότηση, "δεν παρατηρήθηκαν κατάγματα οστών του θόλου και της βάσεως του κρανίου", αλλά μόνον "περιορισμένη υπαραχνοειδης αιμορραγία δεξιά κάτω επιφάνεια του κροταφικού λοβού του εγκεφάλου", καθίσταται πρόδηλο ότι τα αναφερόμενα στην προσβαλλόμενη απόφαση σχετικά με τα "επανειλημμένα χτυπήματα ... στον ιατρό" ανατρέπονται πλήρως υπό το φως των πραγματικών στοιχείων της ιατροδικαστικής Γνωμοδότησης που θεωρεί με απολυτότητα ότι τα τραύματα του θύματος δεν προέρχονται από εμένα, αφενός γιατί δεν ανευρέθηκε σε μένα ή στο θύμα ανάλογο γενετικό υλικό, αφετέρου γιατί τότε θα έπρεπε να ανευρεθούν στο θύμα κατάγματα σε ευαίσθητες οστικές περιοχές, όπως κάταγμα του οφθαλμικού κόγχου, των ζυγωματικών οστών, του κροταφικού οστού ή κακώσεις οδόντων γεγονός που δεν αποδείχτηκε νεκροτομικά.
5.5. Υπό το φως των ανωτέρω και συναξιολογώντας τα πορίσματα της Επιστήμης σε σχέση με την ανυπαρξία συσχέτισης της Διεγερσιμότητας/Υπεραγρύπνησης με την Επιθετικότητα/Βιαιότητα, την εγχώρια και τη διεθνή βιβλιογραφία καθώς και την ιατροδικαστική εμπειρία η από 16.03.2022 ιατροδικαστική Γνωμοδότηση καταλήγει με βεβαιότητα στο συμπέρασμα ότι αν το Δικαστήριο είχε αυτά τα νεότερα στοιχεία θα έκρινε ότι δεν είχα την παραμικρή συμμετοχή στην εκτέλεση των εγκληματικών πράξεων που μου αποδόθηκαν.
6. Η από 16.03.2022 Εγκληματολογική Τεχνική Έκθεση της Δρ.. Τ. Χ.. PhD. CPsvch, AFBPsS. CScL MSc Κλινικής Νευροψυχολογίας, MSc Εγκληματολογίας και Δικαστικής Ψυχολογίας, από την οποία προκύπτει, με την επίκληση και αξιολόγηση όλων των τεθέντων υπόψιν της νέων πραγματικών στοιχείων καθώς και των επιστημονικών δεδομένων, ότι ο Α. Τ.-λόγω και του συνδρόμου Asperger's-δεν είναι δυνατόν να είναι ο δράστης ανθρωποκτονία, τα άτομα με Σύνδρομο Asperger's αδυνατούν να αναπτύξουν τέτοιες συμπεριφορές.
Ωστόσο, ως ιδιαίτερα σημαντική κρίνεται η επισκόπηση της εν λόγω Τεχνικής Έκθεσης και για τον πρόσθετο λόγο ότι περιέχει συγκεντρωμένα τα κρίσιμα νέα και άγνωστα στους δικάσαντες δικαστές πραγματικά στοιχεία, όπως ιδίως α) τις Είκοσι τρεις (23) Έγχρωμες Φωτογραφίες, οι οποίες δεν συμπεριλαμβάνονταν μέσα στη δικογραφία (Αναγνωστέα Έγγραφα- Πρακτικά, ΜΟΔ και ΜΟΕ), β) το USB Stick που περιέχει βιντεοσκοπημένο υλικό (με απουσία Διαβιβαστικού ή/και Έκθεσης Δήμευσης- Παράδοσης και δεν συμπεριλαμβανόταν μέσα στη δικογραφία (Αναγνωστέα Έγγραφα- Πρακτικά, ΜΟΔ και ΜΟΕ), γ) Φωτογραφίες μέσω Screenshot από το βιντεοσκοπημένο υλικό της οδού Κ. Ν., αριθμός 20 (είσοδος της οικοδομής) που δεν συμπεριλαμβάνονταν μέσα στη δικογραφία (Αναγνωστέα Έγγραφα Πρακτικά, ΜΟΔ και ΜΟΕ) με την πραγματική ώρα αποχώρησης του Μ. Κ. και 6) Φωτογραφίες από τις οδούς του βιντεοσκοπημένου υλικού που είναι διαθέσιμο στα Αναγνωστέα Έγγραφα (μέσω Google Maps), αλλά δεν συμπεριλαμβανόταν στο USB stick.
Από τα εν λόγω νέα και άγνωστα κατά την έκδοση της απόφασης πραγματικά στοιχεία συνάγονται ανεπιφύλακτα στο πλαίσιο της επικαλούμενης Τεχνικής Έκθεσης τα εξής:
6.1.
Ο Μ. Κ. δεν αποχωρεί μετά βεβαιότητας ούτε στις 19.15 (Δικαστικές Αποφάσεις), ούτε στις 19.30 περίπου (που ισχυρίζεται ο ίδιος σε μία από τις καταθέσεις του) ούτε στις 8 παρά (που αναφέρει σε άλλη κατάθεση) αλλά στις 21.06 σύμφωνα με το βιντεοσκοπημένο υλικό από την ... (και δεν έχει εμφανίσει άλλοθι).
6.2. Ταυτοποιήθηκε από τα ρούχα που φορούσε εκείνη την ημέρα (ένορκη κατάθεση θυρωρού πολυκατοικίας Γ. Κ.), τον σωματότυπό του (ψηλός και ογκώδης), το σχήμα του κεφαλιού (από φωτογραφίες που δόθηκαν) και τον τρόπο βάδισής του στο βίντεο.
Αντιστοίχως, ταυτοποιήθηκαν οι δύο κατηγορούμενοι Ι. Κ. και Α. Δ. να εισέρχονται στις 19.30 στην πολυκατοικία.
6.3. Ο Α. Δ. εντοπίζεται πρώτη φορά στο βίντεο στις 19.26 να έρχεται από το απέναντι πεζοδρόμιο και να στέκεται σε απόσταση από το θυροτηλέφωνο της πολυκατοικίας.
Συνεπώς, ως νέα απόδειξη προκύπτει ότι ούτε ήταν σε θέση να ακούσει την συνομιλία των δύο, όπως ισχυρίζεται ο Ι. Κ., ούτε ήταν εκνευρισμένος. Ενισχύεται ο ισχυρισμός του ότι περίμενε μεγάλο χρονικό διάστημα στο μηχανάκι και πήγε να πει στον Ι. Κ. ότι θα φύγει.
6.4. Προκύπτει μετά βεβαιότητας ότι ο Μ. Κ. ήταν κρυμμένος μέσα στο ιατρείο και εξήλθε από αυτό στις 21.06. Τούτο επιβεβαιώνεται επιπρόσθετα και από τις συνεχείς αναφορές του Ι. Κ. (στον Γ' Ειδικό Ανακριτή, στο Πρωτοβάθμιο και στο Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο) ότι ο Μ. Κ. ήταν κρυμμένος μέσα και δεν ήθελε - δήθεν - να εμπλακεί. Επιβεβαιώνεται πλήρως, περαιτέρω, από το γεγονός ότι ο μάρτυρας Ι. Σ. κατέθεσε ότι "ακούγονταν θόρυβοι σαν μετακόμιση από το διαμέρισμα του Α. Φ. στις 20.15" που σύμφωνα με το βίντεο είχαν ήδη αποχωρήσει οι κατηγορούμενοι.
6.5. Το γραφείο του Α. Φ. βρέθηκε αναποδογυρισμένο (φωτογραφίες αυτοψίας), γεγονός που συνδέεται με τον θόρυβο που άκουσε ο μάρτυρας Ι. Σ., ενώ παράλληλα βρέθηκαν σκορπισμένα στο πάτωμα ψυχοτρόπα φάρμακα και ναρκωτικές ουσίες (φωτογραφίες αυτοψίας οι οποίες δεν αναφέρονται και δεν σχολιάζονται από κανέναν Πραγματογνώμονα), ώστε να θεωρηθεί ότι επρόκειτο για ληστεία.
6.6. Ο γιατρός Α. Φ. βρέθηκε μπροστά στην πόρτα της αποθήκης με λυμένα τα πόδια (φωτογραφίες αυτοψίας), στοιχείο που αποδεικνύει ότι είχε σηκωθεί να ζητήσει βοήθεια. Έπεσε με το πρόσωπο και άφησε γενετικό υλικό του (αίμα) στην κάσα της πόρτας (θόρυβος από πτώση στο πάτωμα). Καθώς δεν υπάρχουν ευρήματα DNA και ιατροδικαστικά για πάλη ή χτυπήματα από εμένα και για χτυπήματα από τον συγκατηγορούμενό μου, καθίσταται πρόδηλο ότι ο κρυμμένος στο ιατρείο Μ. Κ. ήταν αυτός που κλώτσησε τον Α. Φ., με αποτέλεσμα να σπάσουν τα πλευρά στο κάτω μέρος τους και να επέλθει το συντριπτικό κάταγμα ρινός (βλ. Ιατροδικαστική Έκθεση) από την πτώση του θύματος στο πάτωμα.
6.7. Στον εντοπισμό εγκληματικής συμπεριφοράς αλλά και στη διερεύνηση περιστατικών απάτης υπάρχουν 3 παράγοντες που συνήθως χαρακτηρίζουν ένα έγκλημα. Το κίνητρο, η ευκαιρία να το πράξει κάποιος και η εκλογίκευση (rationalisation) της πράξης. Στο συγκεκριμένο έγκλημα ο μόνος ο οποίος είχε το κίνητρο (χρηματικό από τη διάθεση των κλοπιμαίων) ήταν ο Μ. Κ.. Η δράση του είναι ανεξέλεγκτη και χαρακτηρίζεται από ένα αίσθημα μεγαλείου (χαρακτηριστικά όλων των κατά συρροή εγκληματιών - δολοφόνων ή απατεώνων - καθώς θεωρούν δεν θα συλληφθούν ποτέ), αλλά και το γεγονός ότι είναι βίαιος και αδίστακτος και άρα δεν δίνει αξία στην ανθρώπινη ζωή και στο αν θα πληγώσει κάποιον με τις πράξεις του (a typical sociopath). Εξάλλου, το γεγονός ότι βρέθηκαν τα κλοπιμαία σε αυτόν μόνο από τους τρεις, επιβεβαιώνει ότι αυτός ήταν ο δράστης και ότι το κίνητρό του ήταν χρηματικό.
7. Η από 16.03.2022 Συμπληρωματική - Επεξηγηματική Ψυχιατρική Πραγματογνωμοσύνη Α. Δ. που συντάχθηκε από την Δρ. Α. Χ., από την οποία προκύπτει η επιστημονική διαπίστωση ότι "ο Α. Δ. αποτέλεσε το τέλειο θύμα εφόσον παρουσίαζε όλα τα νοητικά και κλινικά χαρακτηριστικά εκείνα που θα τον απέτρεπαν από το να υπερασπιστεί τον εαυτό του, επικοινωνώντας και τις λεπτομέρειες της θυματοποίησής του από τον συγκατηγορούμενο Ι. Κ.".
Ήδη από τη ληφθείσα υπόψη Ψυχιατρική Πραγματογνωμοσύνη χαρακτηριζόταν ο Α. Δ. ή Τ. ως "χαμηλής διανοητικής ανάπτυξης, υποβόλιμος, με έλλειψη αυτοπεποίθησης, αυτοκαταστροφική και όχι ετεροκαταστροφική συμπεριφορά. Έχει αδύναμη βούληση και ανεπαρκείς δεξιότητες επίλυσης προβλημάτων ενώ είναι ιδιαιτέρως επιρρεπής σε αγχογόνες συνθήκες λόγω χρόνιας Διαταραχής Μετατραυματικού Στρες. Δεν επιδιώκει συχνές κοινωνικές επαφές και έχει ένα περιορισμένο εύρος δραστηριοτήτων. Δεν πληροί τα κριτήρια της Αντικοινωνικής Διαταραχής της Προσωπικότητας εκ των οποίων η ευερεθιστότητα, η επιθετικότητα, ο κυνισμός και οι μισανθρωπικές πεποιθήσεις αποτελούν βασικά χαρακτηριστικά της διάγνωσης. Η παρορμητικότητα η οποία σε αρκετές περιστάσεις διαφαίνεται να τον χαρακτηρίζει οφείλεται κατ' αποκλειστικότητα στην αδυναμία μάθησης από προηγούμενες εμπειρίες και είναι αυτό - καταστροφικής και όχι ετερο - καταστροφικής φύσης".
7.1. Η προσκομιζόμενη 2η Συμπληρωματική-Επεξηγηματική Ψυχιατρική Πραγματογνωμοσύνη βασίζεται στα εξής νέα δεδομένα που εξασφαλίζουν την καινοφάνειά της: α) την νεότερη (5η) έκδοση του Διαγνωστικού και Στατιστικού Εγχειριδίου Ψυχικών Διαταραχών (Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders, 5th GR Edition, 2013) που αντικατέστησε το DSM-IV (1994), β) το Διεθνές Πρωτόκολλο "Αξιολόγηση και Διαχείριση Ψυχικών Διαταραχών σε Άτομα με Νοητική Αδυναμία" (National Institute for Clinical Excellence, NICE, 2016), γ) το Πρωτόκολλο με τις Κατευθυντήριες Γραμμές Συνέντευξης για τους ευάλωτους μάρτυρες με Νοητική Αδυναμία ή Μαθησιακές Δυσκολίες του Υπουργείου Δικαιοσύνης του Ηνωμένου Βασιλείου για την επίτευξη υψηλής ποιότητας στοιχείων (Achieving Best Evidence, Ministry of Justice, 2011), τα οποία επιτάσσουν την χορήγηση της ακόλουθης συστοιχίας διαγνωστικών- ψυχομετρικών δοκιμασιών, σε ενήλικες με υποψία νοητικής δυσλειτουργίας ή/και αδυναμίας και την χρήση της Γνωστικής Αναπαράστασης- Συνέντευξης Μέσω Σκίτσων (Self-Administered Interview, Sketch Plan, Modified Mental Reinstatement Context component, Maras et al., 2011) και 6) τρία (3) νέα διαγνωστικά ψυχομετρικά εργαλεία που δεν υπήρχαν στην Ελλάδα μέχρι το 2014.
7.2. Αξιοποιώντας όλα τα ανωτέρω η προσκομιζόμενη Συμπληρωματική Επεξηγηματική Ψυχιατρική Πραγματογνωμοσύνη καταλήγει στη βέβαιη διαπίστωση ότι ο εξεταζόμενος Α. Δ., πάσχει μετά βεβαιότητας από Διάχυτη Αναπτυξιακή Διαταραχή στο Φάσμα του Αυτισμού και ειδικότερα από Σύνδρομο Asperger's με Συνοδή Ήπια Νοητική Αδυναμία (DSM-5, 2013, CODE: 299.00, F84) και κατατάσσεται σύμφωνα με τις κλίμακες νοημοσύνης στο Μεταίχμιο των Οριακά Υστερούντων - Εκπαιδεύσιμων Ατόμων με Γενικό Δείκτη 10=70. Εξειδικεύοντας, περαιτέρω, καταγράφει τις δύο βασικές αντιδράσεις του Α. Δ., οι οποίες σχετίζονται με τη Διάγνωση στο Αυτιστικό Φάσμα (DSM-V, 2013). Αρχικά την αδυναμία του να προβλέψει ενδεχόμενες διαφορετικές προθέσεις του συγκατηγορούμενού του Ι. Κ. (από αυτές που του εξέφρασε, δηλαδή να τον περιμένει να συνταγογραφήσει την φαρμακευτική του αγωγή για να τον επιστρέφει σπίτι και να αποφύγει την ταλαιπωρία με τα αστικά λεωφορεία) και μετέπειτα την αδυναμία διαχείρισης της αιφνίδιας τροπής των γεγονότων, αφού η αιφνίδια ανατροπή των γεγονότων τον κατέστησε ανίκανο να αντιδράσει λόγω μειωμένης ικανότητας να εκτιμήσει τους μηχανισμούς επανόρθωσης (Firth, 2009, Happe, 1998). "Αν και αρχικά ανταποκρίθηκε στην προτροπή του συγκατηγορούμενού του να αναζητήσει τον Μ. Κ. στον ευρύτερο χώρο (ο οποίος ενδεχομένως θα τον απεγκλώβιζε από όλη αυτήν την κατάσταση που σύμφωνα με τη δική του αντίληψη δεν τον αφορούσε), η μη αναμενόμενη κλειδωμένη πόρτα της τουαλέτας, ενεργοποίησε το Πάγωμα ως Μηχανισμό Άμυνας και τελικά την αποχώρησή του, αγνοώντας ότι ο διαπληκτισμός βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη χωρίς να μπορεί να συνεκτιμήσει τις μετέπειτα συνέπειες".
7.3. Εν κατακλείδι, καταλήγει η προσκομιζόμενη Συμπληρωματική Επεξηγηματική Ψυχιατρική Πραγματογνωμοσύνη στα εξής συμπεράσματα:
7.3.1.
Ο Α. Δ. ήταν ανυποψίαστος για πιθανές διαφορετικές προθέσεις ή να γνωρίζει τα κίνητρα των άλλων που μπορεί να είχε ο συγκατηγορούμενός του ή ο βοηθός του γιατρού Μ. Κ.. Κατηγορήθηκε για συναυτουργία σε εγκληματικές πράξεις, από εμπλοκή ενός αντικοινωνικού ατόμου και με βάση και τα υπόλοιπα (παλαιά και νέα) στοιχεία της δικογραφίας δεν έχει συμμετάσχει ενεργά σε αυτές.
7.3.2. Κατά τον χρόνο τέλεσης των πράξεών του (να παραμείνει παθητικός και αδρανής απέναντι στον διαπληκτισμό ανάμεσα στον Ι. Κ. και τον Α. Φ.) έπασχε από διατάραξη των πνευματικών του λειτουργιών που τον κατέστησαν ανίκανο το να πράξει διαφορετικά. Άλλωστε, δεν προκύπτει από κανένα στοιχείο της δικογραφίας ότι γρονθοκόπησε τον Α. Φ. ούτε ότι βοήθησε στο να δεθεί καθώς δεν υπήρχε ίχνος DNA στα ρούχα και τα παπούτσια του. Δεν προέκυψε επιπρόσθετα από την ανάλυση DNA ότι χρησιμοποίησε τον σουγιά, ο οποίος καθ' ομολογίαν του του ανήκε, εφόσον βρέθηκαν ίχνη μόνο του συγκατηγορούμενου Ι. Κ..
7.3.3. Πάσχει βεβαιωμένα από Νοητική Υστέρηση στο πλαίσιο Συνδρόμου Asperger, διαταραχή που επηρεάζει τόσο την λειτουργία της προσωπικότητας όσο και των πνευματικών του διεργασιών. Λόγω της υποβολιμότητας και υποτακτικότητάς του δεν κατάφερε να κυριαρχήσει έστω και με ακραία συμπεριφορά απέναντι στον Ι. Κ., ώστε να τον σταματήσει. Ομοίως, λόγω του επεισοδίου Αποπραγματοποίησης αναβίωσε συνθήκες έντονου στρες που τον κατέστησαν ανίκανο να αντιδράσει".
Τα επικαλούμενα ως νέα στοιχεία δεν αναφέρουν κάποιο αξιόλογο στοιχείο, ώστε να κριθεί με ασφάλεια ότι ο αιτών είναι αθώος των πράξεων, για τις οποίες καταδικάστηκε αμετάκλητα με την προσβαλλόμενη αμετάκλητη απόφαση του ΜΙΚΤΟΥ ΟΡΚΩΤΟΥ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. Εξάλλου ο αιτών και κατά την απολογία του ενώπιον του δευτεροβάθμιου ΜΙΚΤΟΥ ΟΡΚΩΤΟΥ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ουδέν ανέφερε περί οποιασδήποτε εμπλοκής στην τέλεση του αδικήματος της ανθρωποκτονίας και των λοιπών αξιόποινων πράξεων σε βάρος του θανόντος ψυχιάτρου Α. Φ. του Μ. Κ., αντίθετα αναφέρει τα κατά τη δική του εκδοχή λαβόντα χώρα γεγονότα, τα οποία κατέληξαν στην ανθρωποκτονία του ως άνω παθόντος ενώ η απόφαση με αριθμό 319-320/2017 ΜΙΚΤΟΥ ΟΡΚΩΤΟΥ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ με ειδική και εμπεριστωμένη αιτιολογία που αφορά και την ψυχική του κατάσταση (στηρίχθηκε μεταξύ των άλλων και στην έκθεση ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης της ψυχολόγου Αναστασίας - Τ. Χ.) κατέληξε στην κήρυξη της ενοχής του αιτούντος για τις ως άνω αξιόποινες πράξεις, ενώ τα επικαλούμενα ως νέα στοιχεία δεν αξιολογούνται ότι μπορεί να οδηγήσουν σε αθωωτική για τον αιτούντα νέα κρίση ούτε σε καταδίκη του για έγκλημα ελαφρύτερο από εκείνο, για το οποίο καταδικάσθηκε κατά τα άνω.
Με τα δεδομένα αυτά, τα παραπάνω αποδεικτικά στοιχεία που επικαλείται και προσκομίζει ο αιτών για την ευδοκίμηση της κρινομένης αιτήσεως, δεν είναι νέα γεγονότα ή αποδείξεις, κατά την εκτεθείσα στη μείζονα σκέψη έννοια, αφού τόσο από μόνα τους, όσο και συνεκτιμώμενα με τις ληφθείσες υπόψη αποδείξεις, που είχαν προσκομισθεί ενώπιον του ΜΙΚΤΟΥ ΟΡΚΩΤΟΥ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, που δίκασε την υπόθεση, με βάση τις οποίες αυτό δέχθηκε ότι ο αιτών τέλεσε τις αξιόποινες πράξεις, για τις οποίες καταδικάσθηκε, δεν καθιστούν φανερό, σε σημείο που να αγγίζει τη βεβαιότητα, ότι αυτός είναι αθώος των πράξεων αυτών. Οι λοιπές αιτιάσεις και επιχειρήματα, που περιέρχονται στην από κρίση αίτηση, αναφέρονται στην αξιοπιστία των κατατεθέντων από τους μάρτυρες και γύρω από την μη ορθή αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων και επιχειρείται από ουσιαστικής πλευράς επανέλεγχος της προσβαλλομένης αποφάσεως, με βάση το αποδεικτικό υλικό που έλαβαν υπόψη τους οι δικαστές που την εξέδωσαν και επομένως, δεν συνιστούν λόγους επανάληψης της διαδικασίας.
Κατόπιν αυτών, η κρινομένη αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του αιτούντος (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: Α) Να απορριφθεί η από 3-8-2022 αίτηση του Α. Δ. ή Τ. ή Τ. του Α. και της Μ.- Α., κρατουμένου στο Κατάστημα Κράτησης Χανίων για επανάληψη της διαδικασίας που περατώθηκε αμετάκλητα με την έκδοσή της με αριθμό 319- 320/2017 αποφάσεως του ΜΙΚΤΟΥ ΟΡΚΩΤΟΥ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. Β) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του αιτούντος, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ." Η ΑΝΤΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΜΑΣΟΥΡΑ
Αφού άκουσε την Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και τον πληρεξούσιο του αιτούντος.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 525 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, όπως ίσχυε πριν το Ν. 4620/2019, που εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση, κατά τα άρθρα 585 και 589 παρ. 3 του νέου ΚΠΔ, αφού η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε πριν την 1-7-2019, η ποινική διαδικασία που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση επαναλαμβάνεται προς το συμφέρον του καταδικασμένου για πλημμέλημα ή κακούργημα, εκτός των άλλων περιπτώσεων, που αναφέρονται στο άρθρο αυτό περιοριστικά, και "2) αν, ύστερα από την οριστική καταδίκη κάποιου, αποκαλύφθηκαν νέα - άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν - γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομιστεί προηγουμένως κάνουν φανερό ότι αυτός που καταδικάστηκε είναι αθώος ή καταδικάστηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε". Κατά την έννοια της παρ. 2 του ανωτέρω άρθρου "νέα γεγονότα ή αποδείξεις", που είναι ταυτόσημες έννοιες, είναι εκείνες που δεν υποβλήθηκαν στο δικαστήριο και έτσι ήταν άγνωστες στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, ανεξαρτήτως αν υπήρχαν πριν από την καταδίκη ή προέκυψαν μεταγενέστερα. Τέτοιες αποδείξεις μπορεί να είναι οποιεσδήποτε, όπως καταθέσεις νέων μαρτύρων, αλλά και ήδη εξετασθέντων, συμπληρωματικές ή τροποποιητικές ή διευκρινιστικές εκείνων που είχαν τεθεί υπόψη του δικαστηρίου, νέα έγγραφα ή άλλα στοιχεία που διευκρινίζουν αμφίβολα σημεία της υποθέσεως, με την προϋπόθεση, όμως, ότι οι αποδείξεις αυτές, εκτιμώμενες είτε μόνες τους, είτε σε συνδυασμό με εκείνες που είχαν προσκομισθεί στο δικαστήριο, καθιστούν φανερό και όχι απλώς πιθανό, ότι ο καταδικασμένος είναι αθώος ή ότι καταδικάστηκε για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά διέπραξε. Τα νέα, άγνωστα, στους καταδικάσαντες δικαστές γεγονότα ή αποδείξεις που αποκαλύφθηκαν, πρέπει να αφορούν τα πραγματικά στοιχεία της υποθέσεως, τα οποία συγκροτούν το συλλογισμό του δικαστηρίου με τον οποίο δέχεται ότι συντρέχουν οι αντικειμενικοί ή υποκειμενικοί όροι τελέσεως ορισμένου εγκλήματος. Δεν μπορούν όμως, να αποτελέσουν λόγο επανάληψης της διαδικασίας γεγονότα που δεν ήταν άγνωστα στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, αλλ` αντίθετα ερευνήθηκαν αμέσως ή εμμέσως και απορρίφθηκαν απ' αυτούς, έστω και μετά από εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων που τέθηκαν υπόψη τους, καθώς και εκείνα με τα οποία επιδιώκεται ο από ουσιαστικής και νομικής πλευράς επανέλεγχος της προσβαλλόμενης απόφασης, με βάση το αποδεικτικό υλικό που έλαβαν υπόψη τους οι δικαστές που την εξέδωσαν, εφόσον η αίτηση επανάληψης της διαδικασίας, ως στρεφόμενη εναντίον αμετάκλητης απόφασης, δεν αποτελεί ένδικο μέσο, αλλά έκτακτη διαδικασία (ΑΠ 1086/2009, ΑΠ 1034/2009, ΑΠ 746/2009, ΑΠ 444/2009). Τη σχετική περί αυτού κρίση του σχηματίζει το επιλαμβανόμενο της αίτησης επανάληψης της διαδικασίας αρμόδιο συμβούλιο από την έρευνα των πρακτικών της δίκης που προηγήθηκε και από τα υπάρχοντα στη δικογραφία έγγραφα. Τέλος, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 527 παρ. 1, 3 και 528 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα, η αίτηση για την επανάληψη της διαδικασίας, υποβάλλεται από τον ίδιο τον καταδικασθέντα ή ορισμένους συγγενείς του, τον συνήγορό του ή τον εισαγγελέα του δικαστηρίου που τον καταδίκασε, στον εισαγγελέα εφετών, αν η αμετάκλητη καταδίκη ή αθώωση απαγγέλθηκε από πλημμελειοδικείο και τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, σε κάθε άλλη περίπτωση, ο οποίος την εισάγει στο (αρμόδιο) Δικαστικό Συμβούλιο ή Δικαστήριο (σε Συμβούλιο) στο οποίο υπηρετεί, το οποίο αποφαίνεται σχετικά, αφού ακούσει τον Εισαγγελέα και τον αιτούντα (καλούμενο προς τούτο). Αρμόδιο δε να αποφασίσει για την αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας, είναι το Συμβούλιο του Αρείου Πάγου αν η αμετάκλητη καταδίκη απαγγέλθηκε από Εφετείο. Περαιτέρω, κατ` άρθρο 528 παρ. 1 το συμβούλιο, αν δεχτεί την αίτηση, ακυρώνει την απόφαση, και αν κρίνει ότι η επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο είναι αναγκαία, παραπέμπει την υπόθεση για να συζητηθεί σε άλλο ομοιόβαθμο με αυτό που καταδίκασε δικαστήριο, εφόσον παραμένει αρμόδιο καθ` ύλην. Στην αίτηση δε αυτή πρέπει να περιέχονται, με ποινή απαραδέκτου, με σαφήνεια οι λόγοι για τους οποίους ζητείται η επανάληψη καθώς και τα στοιχεία που τους βεβαιώνουν (ΑΠ 842/2021, ΑΠ 816/2021, ΑΠ 357/2020, ΑΠ 201/2020).
Στην προκειμένη περίπτωση, παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η υπό κρίση από 3-8-2022 και με αρ. πρωτ. 6802/2022 αίτηση του Α. Δ. ή Τ. ή Τ. του Α., κατοίκου ..., και νυν κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης Χανίων Κρήτης, για επανάληψη, προς το συμφέρον αυτού της ποινικής διαδικασίας που περατώθηκε με την υπ' αριθ. 319-320/2017 αμετάκλητη απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ' ουσίαν. Η προσβαλλόμενη με αριθμό 319-320/2017 καταδικαστική απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης είναι αμετάκλητη, καθόσον δεν ασκήθηκε κατ' αυτής αναίρεση, όπως τούτο προκύπτει από το με αριθ. πρωτ. .../3-8-2022 πιστοποιητικό του αρμόδιου γραμματέως της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου.
Από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι με την υπ' αρ. 319-320/2017 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης ο αιτών κηρύχθηκε ένοχος, σε δεύτερο βαθμό, για τις αξιόποινες πράξεις: α) της ανθρωποκτονίας από πρόθεση από κοινού τελεσθείσα σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, β) του εμπρησμού από πρόθεση από κοινού από τον οποίο μπορούσε να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα και γ) της παράνομης οπλοχρησίας και καταδικάστηκε σε ποινή ισόβιας κάθειρξης και σε συνολική ποινή φυλάκισης πέντε [5] ετών και έξι [6] μηνών, και του επιβλήθηκε διαρκής αποστέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων. Στο αιτιολογικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δίκασαν κατ' έφεση Δικαστήριο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "Οι κατηγορούμενοι, χρήστες ναρκωτικών ουσιών, ...την εξαιρετική βελτίωση της συμπεριφοράς τους.".

Με την υπό κρίση αίτηση, ο αιτών "ως λόγους" επανάληψης της διαδικασίας επικαλείται τις ακόλουθες προσαγόμενες νέες αποδείξεις, που κατά τους ισχυρισμούς του καθιστούν πρόδηλο ότι δεν έχει τελέσει τις αξιόποινες πράξεις της ανθρωποκτονίας από πρόθεση κατά συναυτουργία σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και του εμπρησμού από πρόθεση κατά συναυτουργία από τον οποίο μπορούσε να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα για τις οποίες καταδικάστηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, αλλά ο βοηθός του θύματος, Μ. Κ., ήτοι: 1) Βιντεοσκοπημένο υλικό, τμήμα του usb stick με την ονομασία "Κ. Ν.", μη περιλαμβανόμενο στη δικογραφία της ένδικης υπόθεσης, που εμφανίζει τον Μ. Κ., βοηθό του φονευθέντος ψυχιάτρου, Α. Φ., να αποχωρεί τελευταίος από το χώρο του ιατρείου-τόπο τέλεσης- των ως άνω εγκλημάτων, περί ώρα 21.06' της 19ης Δεκεμβρίου 2011, όντας κρυμμένος μέσα σ' αυτό όπου και παρέμεινε επί μία ώρα περίπου μετά τη φυγή των καταδικασθέντων [αιτούντος και συγκατηγορουμένου του Ι. Κ.], που (φέρεται) ότι ανατρέπει τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης ότι "οι ανωτέρω συγκατηγορούμενοι ήταν αυτοί που αποχώρησαν τελευταίοι από το ιατρείο, στις 20.15', της 19ης Δεκεμβρίου 2011". 2) Πληθώρα δημοσιευμάτων από τον ηλεκτρονικό τύπο, στα οποία γίνεται αναφορά για τη σύλληψη του Μ. Κ., στις 3/2/2012 με την κατηγορία της διακίνησης ναρκωτικών-ψυχοτρόπων ουσιών με χρήση πλαστών ιατρικών συνταγών που ανήκαν στον ως άνω θανατωθέντα ψυχίατρο, με σκοπό την εμπορία. 3) Η από 3/3/2022 ένορκη βεβαίωση του Β. Τ., αστυνομικού, σχετικά με την προαναφερθείσα σύλληψη του Μ. Κ., στις 3/3/2012, για την ανωτέρω διακίνηση ναρκωτικών -ψυχοτρόπων ουσιών, και για τις επανειλημμένες συλλήψεις του για την ίδια αιτία κατά το διάστημα των ετών 2012-2015 και από το έτος 2015 και εφεξής, και σχετικά με την εμπλοκή του Μιχ. Κ. στην θανάτωση του ψυχιάτρου, Αστ. Φ., ενόψει ομολογίας του στον ως άνω μάρτυρα-αστυνομικό ότι "στην περίπτωση της ανθρωποκτονίας του γιατρού Α. Φ. είχε παραμείνει στο χώρο του εγκλήματος και τα έκανε μαντάρα για να καλύψει τα ίχνη του". 4) Η από 23-12-2021 ένορκη βεβαίωση του Σ. Φ. , συγγραφέα, σχετικά με την εμφανή νοητική κατάσταση του αιτούντος, ως ατόμου ανήκοντος στο αυτιστικό φάσμα, με την μη βίαιη συμπεριφορά του σε συνδυασμό με αναφερόμενα περιστατικά κοινωνικής προθυμίας και τάσης προσφοράς του (αιτούντος) προς τους συνανθρώπους του, καθώς και σχετικά με την εμπλοκή του Μ. Κ. στην διάπραξη των ανωτέρω εγκλημάτων. 5) Η από 16-3-2022 έκθεση-γνωμοδότηση του ειδικού ιατροδικαστή Α. Σ., που αφορά σε εσφαλμένες ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης σε σχέση με τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αποδειχθέντα, συνεπεία των οποίων αποδόθηκαν στον αιτούντα οι ως άνω αξιόποινες πράξεις, καθώς και η έλλειψη κινήτρου του αιτούντος για την οργάνωση και εκτέλεση αυτών. 6) Η από 16-3-2022 εγκληματολογική τεχνική έκθεση της Α.-Τ. Χ., κλινικής νευροψυχολόγου, εγκληματολόγου και δικαστικής ψυχολόγου, σχετικά με το σύνδρομο Asperger's από το οποίο πάσχει ο αιτών, ένεκα του οποίου δεν μπορεί να είναι ο δράστης της ανθρωποκτονίας του ψυχιάτρου, Α. Φ., καθόσον τα άτομα που πάσχουν από το ανωτέρω σύνδρομο αδυνατούν ν' αναπτύξουν τέτοιες συμπεριφορές. και 7) Η από 16-3-2022 συμπληρωματική-επεξηγηματική ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη της Α. Χ., περί της επιστημονικής διαπίστωσης ότι ο αιτών αποτέλεσε το τέλειο θύμα του συγκατηγορουμένου του Ι. Κ., καθώς κατά το χρόνο τέλεσης (19-12-2011) των ανωτέρω αξιοποίνων πράξεων, ο αιτών παρουσίαζε νοητικά και κλινικά χαρακτηριστικά που τον απέτρεψαν από το να υπερασπιστεί τον εαυτό του.
Από το ανωτέρω περιεχόμενο της υπό κρίση αιτήσεως δεν προκύπτουν αξιόλογα "νέα γεγονότα" ή "αποδείξεις", άγνωστα στους δικαστές που δίκασαν, κατά την έννοια του άρθρου 525§1 περ.2 ΠΚ, που από μόνα τους ή σε συνδυασμό με τις αποδείξεις που λήφθηκαν υπόψη από το δικάσαν δικαστήριο, καθιστούν φανερό ότι ο αιτών είναι αθώος τέλεσης των εγκλημάτων α) της ανθρωποκτονίας από πρόθεση από κοινού τελεσθείσα σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, β) του εμπρησμού από πρόθεση από κοινού από τον οποίο μπορούσε να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα και γ) της παράνομης οπλοχρησίας, για τα οποία καταδικάστηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση. Σχετικά με την επικαλούμενη συμμετοχή στην τέλεσή τους και του κατονομαζόμενου, ως υπόπτου, Μ. Κ., σημειώνεται ότι το πρώτον, με την αίτησή του, ο αιτών του αποδίδει την διάπραξή τους, δοθέντος ότι ο ίδιος κατά την απολογία του, ενώπιον του δικάσαντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, ουδέποτε ανέφερε περί οιασδήποτε εμπλοκής ετέρου προσώπου -πλην αυτού και του συγκατηγορουμένου του Ι. Κ.- στη διάπραξη των ανωτέρω εγκλημάτων. Περαιτέρω, στην υπό κρίση αίτηση περιέχονται ισχυρισμοί και επιχειρήματα του αιτούντος, αφορώντα στις ουσιαστικές παραδοχές του δικάσαντος Εφετείου, και γενικά αναφέρονται στην αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων κατά τη διάρκεια της δίκης κατά την οποία καταδικάσθηκε, έτσι ώστε καταφαίνεται η επιδίωξή του -διά της παρούσας διαδικασίας- να υπάρξει, ένας νέος ουσιαστικός επανέλεγχος της κατηγορίας, ο οποίος κατά τα προεκτεθέντα, είναι ανεπίτρεπτος.
Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση για επανάληψη της διαδικασίας ως αβάσιμη, και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του αιτούντος (άρθ. 578 παρ. 1 ΚΠοινΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την υπό κρίση από 3-8-2022 και με αρ.πρωτ. 6802/2022 αίτηση του Α. Δ. ή Τ. ή Τ. του Α., κατοίκου ..., και νυν κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης Χανίων Κρήτης, για επανάληψη της διαδικασίας που περατώθηκε με την υπ' αριθ. υπ.αρ. 319-320/2017 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης. ΚΑΙ Επιβάλλει σε βάρος του αιτούντος τα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 1η Δεκεμβρίου 2023.
ΕΚΔΟΘΗΚΕ, στην Αθήνα στις 9 Ιανουαρίου 2024.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ





Τετάρτη 2 Ιουλίου 2025

Ενδοοικογενειακή παράνομη βία vs Αυτοδικία

  


Μία ενδιαφέρουσα αίτηση αναίρεσης της Εισαγγελέας Πρωτοδικών Αθηνών, Χριστιάνας Φραγκιά

 

607/2024 ΑΠ (ΠΟΙΝ) 

(Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)
Ενδοοικογενειακή παράνομη βία. Αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση. Αυτοδικία. Για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος, απαιτείται άσκηση αξίωσης κατά τρόπο αυθαίρετο, αναφορικά με δικαίωμα, το οποίο ή έχει πράγματι ο δράστης ή από πεποίθηση θεωρεί ότι του ανήκει. Αθώωση κατηγορουμένου, ο οποίος χρησιμοποίησε βία κατά της συζύγου του και την εξανάγκασε να βγει από το χώρο του γραφείου χωρίς η παθούσα να είναι υποχρεωμένη προς τούτο, αφού ο χώρος αυτός ήταν μέρος της κοινής τους, συζυγικής οικίας, κατόπιν μεταβολής από το αδίκημα της ενδοοικογενειακής παράνομης βίας σε αυτό της αυτοδικίας. Εσφαλμένη ερμηνεία κι εφαρμογή του Νόμου. Στο αδίκημα της αυτοδικίας δεν περιέχεται η άσκηση βίας ούτε ο εξαναγκασμός άλλου σε πράξη ή παράλειψη.
Αναιρεί την 1862/2022 ΠΛΗΜΜ ΑΘ (ΤΡΙΜ).
 
 

Αριθμός 607/2024

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ` ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

 Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ελένη Φραγκάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ελένη Κατσούλη, Ελένη Μπερτσιά, Διονύσιο Παλλαδινό και Παναγιώτα Πασσίση-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.

 Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 10 Ιανουαρίου 2023, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αχιλλέα Ζήση (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χ. Α. για να δικάσει την αναίρεση της Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών Χριστιάνας Φραγκιά κατά της 1862/2022 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Με κατηγορούμενο τον ………….., κάτοικο ..., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του .... Με υποστηρίζουσα την κατηγορία την …………….., κάτοικο ..., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ....

 Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ` αυτή, και η ως άνω Εισαγγελέας ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 4-10-2022 αναίρεσή της, η οποία ασκήθηκε ενώπιον της Γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών Ελένης Μπαζάκα, έλαβε αριθμό έκθεσης ……/2022 και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό …………./2022.

 Αφού άκουσε 1) τον Αντεισαγγελέα, ο οποίος, αφού αναφέρθηκε στην ως άνω αναίρεση της Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών Χριστιάνας Φραγκιά, ζήτησε να γίνει δεκτή και 2) τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά,

 ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 
Από τις διατάξεις των άρθρων 504 παρ. 1, 505 παρ. 1 περ. β`, 506 περ. β` και 507 του ισχύοντος από 1.7.2019 νέου ΚΠΔ (ν. 4620/2019) προκύπτει ότι ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών μπορεί να ζητήσει την αναίρεση αθωωτικής απόφασης του τριμελούς πλημμελειοδικείου της έδρας και περιφέρειάς του, με δήλωσή του στο γραμματέα του δικαστηρίου που την εξέδωσε, συντασσομένης προς τούτο σχετικής εκθέσεως [άρθ. 474 παρ. 1 εδ. α`, γ` του ίδιου Κώδικα], εντός προθεσμίας είκοσι (20) ημερών από την καταχώριση καθαρογραμμένης της προσβαλλόμενης απόφασης στο ειδικό βιβλίο που τηρείται στη γραμματεία του οικείου ποινικού δικαστηρίου [άρθ. 473 παρ. 3 του αυτού Κώδικα], αν η αθώωση οφείλεται σε εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, δηλαδή μόνο για τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Ε` και όχι για άλλους λόγους. Στην προκείμενη περίπτωση, η Εισαγγελέας Πρωτοδικών Αθηνών, με την από 4.10.2022 δήλωσή της ενώπιον του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών, για την οποία συντάχθηκε η με αριθμό ……../4.10.2022 σχετική έκθεση, άσκησε αναίρεση, σύμφωνα με το άρθρο 506 περ. β` του νέου ΚΠΔ, κατά της υπ` αριθ. 1862/2022 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό και κήρυξε αθώο τον κατηγορούμενο ……………. της αξιόποινης πράξης της ενδοοικογενειακής παράνομης βίας, αφού μετέβαλε την κατηγορία σε αυτοδικία, επικαλούμενη ως λόγο αναιρέσεως την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, καθώς και έλλειψη νόμιμης βάσης, με την εκ πλαγίου παραβίαση ουσιαστικής ποινικής διάταξης από το δικαστήριο που την εξέδωσε. (άρθ. 510 παρ. 1 στοιχ. Ε` ΚΠΔ). Η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, εντός είκοσι (20) ημερών από την 14.9.2022 που καταχωρίστηκε καθαρογραμμένη η προσβαλλόμενη απόφαση στο, τηρούμενο από τη γραμματεία του εκδώσαντος αυτήν δικαστηρίου, ειδικό βιβλίο [βλ. σχετική βεβαίωση του αρμόδιου Γραμματέα επί του σώματος της προσβαλλομένης], για τον προβλεπόμενο και μόνο αναιρετικό λόγο του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Ε` ΚΠΔ. Είναι, συνεπώς, παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω, παρασταθέντων κατά την παρούσα συζήτηση, μετά των πληρεξουσίων τους δικηγόρων, τόσο του αναιρεσίβλητου-κατηγορουμένου όσο και της υποστηρίζουσας την κατηγορία, καθένας των οποίων κατέθεσε υπόμνημα. Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 3500/2006 "Για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας και άλλες διατάξεις", θεωρείται για τον παρόντα νόμο "ενδοοικογενειακή βία" η τέλεση αξιόποινης πράξης σε βάρος μέλους της οικογένειας, σύμφωνα με τα άρθρα 6, 7, 8 και 9 του παρόντος και τα άρθρα 299 και 311 του ΠΚ, κατά δε την παρ. 2 εδ. α` του ίδιου άρθρου, όπως ίσχυε κατά το χρόνο που φέρεται ότι τελέστηκε η ένδικη πράξη της ενδοοικογενειακής παράνομης βίας [6.9.2016], "οικογένεια" θεωρείται η κοινότητα που αποτελείται από συζύγους ή γονείς και συγγενείς πρώτου και δεύτερου βαθμού εξ αίματος ή εξ αγχιστείας και τα εξ υιοθεσίας τέκνα τους", ενώ κατά την παρ. 3 εδ. α` του ίδιου άρθρου "θύμα ενδοοικογενειακής βίας" θεωρείται κάθε πρόσωπο της προηγουμένης παραγράφου σε βάρος του οποίου τελείται αξιόποινη πράξη κατά τα άρθρα 6, 7, 8 και 9 του παρόντος. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 7 παρ. 1 του ίδιου νόμου, που προβλέπει το αδίκημα της ενδοοικογενειακής παράνομης βίας "Το μέλος της οικογένειας το οποίο εξαναγκάζει άλλο μέλος χρησιμοποιώντας βία ή απειλή με σπουδαίο και άμεσο κίνδυνο, σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή χωρίς το θύμα να υποχρεούται προς τούτο τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών, ανεξάρτητα από το αν το απειλούμενο κακό στρέφεται εναντίον του ίδιου του θύματος ή κάποιου από τους οικείους του υπό την έννοια της περίπτωσης β` του άρθρου 13 του Ποινικού Κώδικα". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι τα στοιχεία του εγκλήματος της ενδοοικογενειακής παράνομης βίας είναι: α) ο εξαναγκασμός μέλους οικογένειας κατά τις διακρίσεις του άρθ. 1 ν. 3500/2006, σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, για τις οποίες ο παθών δεν έχει υποχρέωση, β) ο εξαναγκασμός αυτός να γίνει με τη χρήση βίας ή με απειλή σπουδαίου και άμεσου κινδύνου, γ) ο δόλος (αρκεί και ενδεχόμενος), στον οποίο περιλαμβάνεται η γνώση ότι η άσκηση βίας ή η απειλή είναι παράνομη και η βούληση του δράστη να εξαναγκάσει το μέλος της οικογένειάς του σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή για κάτι το οποίο εκείνο δεν υποχρεούται και δ) αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της βίας ή της απειλής και της πράξης, παράλειψης ή ανοχής του θύματος. Με αυτή τη διάταξη χαρακτηρίζεται ως ιδιώνυμο έγκλημα η παράνομη βία, όταν δράστες και παθόντες είναι μέλη της ίδιας οικογένειας, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 1 παρ. 2 του ίδιου νομοθετήματος, ενώ, επιπλέον, λόγω της σοβαρότερης απαξίας της, ενόψει του οικογενειακού δεσμού μεταξύ του δράστη και του θύματος, αποτελεί διακεκριμένη παραλλαγή, του κατ` άρθρο 330 ΠΚ αδικήματος, και υπερισχύει αυτού ως ειδικότερο [ΑΠ 905/2018]. Εξάλλου, κατά το άρθρο 331 εδ. α` ΠΚ, όπως ίσχυε κατά το χρόνο που φέρεται ότι τελέστηκε η ένδικη πράξη, "Όποιος ασκεί αυθαίρετα αξίωση σχετική με δικαίωμα που ή το έχει πραγματικά ή από πεποίθηση το οικειοποιείται τιμωρείται με κράτηση έως έξι (6) μήνες ή με πρόστιμο έως τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ.". Από τη διάταξη αυτή [προς την οποία αντιστοιχεί η ταυτάριθμη του νέου ΠΚ, με την οποία αναβαθμίστηκε το αδίκημα της αυτοδικίας σε πλημμέλημα] προκύπτει ότι ο νόμος απαγορεύει την αυθαίρετη και κατά οικεία κρίση ικανοποίηση της αξίωσης, κατά παράκαμψη της δικαστικής λειτουργίας, αφού, έτσι, καταλύεται ή μεταβάλλεται ουσιωδώς ο νόμιμος τρόπος ικανοποίησης της αξίωσης έναντι τρίτου, με συνέπεια να δημιουργούνται αμφισβητήσεις, έριδες και διαπληκτισμοί, προς βλάβη της κοινωνικής ειρήνης. Για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της αυτοδικίας, απαιτείται άσκηση αξίωσης κατά τρόπο αυθαίρετο, αναφορικά με δικαίωμα, το οποίο ή έχει πράγματι ο δράστης ή από πεποίθηση θεωρεί ότι του ανήκει. Ως αυθαίρετη ενέργεια, νοείται οποιαδήποτε υλική πράξη που τείνει στην ικανοποίηση της αξίωσης, κατά παράλειψη της δικαστικής οδού, μέσω της οποίας ρυθμίζεται, κατά το νόμο, η αμφισβήτηση που ανέκυψε. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος, ο οποίος ενέχει τη γνώση του δράστη ότι ενεργεί αυθαίρετα και τη βούληση πραγμάτωσης της ενέργειας αυτής, περαιτέρω δε και την πεποίθηση ότι το δικαίωμα, το οποίο προβάλλει και του οποίου την ικανοποίηση επιδιώκει, ανήκει σ` αυτόν [ΑΠ 893/2018, ΑΠ 213/2012, ΑΠ 1491/2005]. Κοινό χαρακτηριστικό και περιεχόμενο και των δύο αναφερόμενων στη διάταξη αυτή λόγων, σε έναν από τους οποίους μόνο μπορεί να στηρίζεται η αποδοκιμαζόμενη από τον ουσιαστικό ποινικό νόμο ενέργεια του δράστη, είναι η πεποίθηση τούτου, ότι είναι δικαιούχος του δικαιώματος, από το οποίο ασκεί ο ίδιος την αξίωση, πεποίθηση που υπάρχει αναμφίβολα και στην πρώτη περίπτωση που ο δράστης έχει το δικαίωμα πραγματικά και στη δεύτερη περίπτωση που αυτός από πεποίθηση το οικειοποιείται, δηλαδή και όταν ανήκει στο δράστη το δικαίωμα και όταν δεν ανήκει [ΑΠ 893/2018, ΑΠ 213/2012]. Τέλος, λόγο αναίρεσης της απόφασης συνιστά, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε` του ΚΠΔ, και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν το δικαστήριο, χωρίς να παρερμηνεύσει το νόμο, δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει τον ανωτέρω αναιρετικό λόγο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε` του ΚΠΔ, συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διάταξης αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της απόφασης, που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο σε σχέση με την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση.

 Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης υπ` αριθ. 1862/2022 απόφασής του, το δικάσαν ως εφετείο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, μετά από συνεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, τα οποία προσδιορίζονται κατ` είδος σ` αυτήν, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι αποδείχθηκαν τα εξής: "Οι διάδικοι ζούσαν στη συζυγική τους οικία στη …… Αττικής. Ο κατηγορούμενος είναι λογιστής και διατηρούσε το γραφείο του σε δωμάτιο στο ημιυπόγειο της οικίας τους, το οποίο συνδέεται με εσωτερική πόρτα με το υπόλοιπο σπίτι, αλλά συνδέεται και με εξωτερική πόρτα και με τον αύλειο χώρο της οικίας. Δηλαδή, πρόκειται για ανεξάρτητο δωμάτιο στο οποίο ο κατηγορούμενος ασκούσε το επάγγελμά του και είχε έγγραφα των πελατών του αλλά και έγγραφα που αφορούν δικές τους φορολογικές δηλώσεις και την άδεια του σπιτιού τους. Στις 6.9.2016, ενώ ο κατηγορούμενος εργαζόταν στον ανωτέρω χώρο του, η σύζυγός του εισήλθε σε αυτόν και του ζήτησε να πάνε μαζί να αγοράσουν πράγματα για τα σκυλιά τους. Ο κατηγορούμενος της απάντησε ότι θα πήγαιναν σε περίπου μισή ώρα όταν και θα τελείωνε την εργασία του. Η πολιτικώς ενάγουσα παρέμεινε στο χώρο κι άρχισε να ψάχνει τα έγγραφα του κατηγορουμένου προκειμένου να πάρει όσα την ενδιέφεραν. Τότε ο κατηγορούμενος την έπιασε με τη βία και την έβγαλε έξω. Τα περιστατικά αυτά δεν συνιστούν το αδίκημα της παράνομης βίας για το οποίο κατηγορείται ο κατηγορούμενος αλλά αυτό της αυτοδικίας. Κι επειδή από την τέλεση της πράξης έως την εκδίκαση της υπόθεσης η αυτοδικία στο μεσοδιάστημα ήταν πταίσμα και τα πταίσματα με το ν. 4619/2019 καταργήθηκαν, πρέπει να κηρυχθεί αθώος ο κατηγορούμενος της πράξεως που του αποδίδεται κατ` εφαρμογή του άρθρου 2 ΠΚ". Ακολούθως, το Δικαστήριο, προβαίνοντας σε ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό, κήρυξε αθώο τον κατηγορούμενο της αποδιδόμενης σ` αυτόν αξιόποινης πράξης και συγκεκριμένα του ότι: "Στις 6.9.2016, χρησιμοποιώντας βία εξανάγκασε μέλος της οικογένειάς του σε πράξη και παράλειψη, χωρίς το θύμα να υποχρεούται προς τούτο και συγκεκριμένα, τυγχάνων σύζυγος της εγκαλούσας ………... και, ευρισκόμενος στο λογιστικό γραφείο που διατηρεί στην επί της οδού ... οικία τους, όταν η ως άνω εγκαλούσα μετέβη στο προαναφερθέν γραφείο προκειμένου να αναλάβει ορισμένα κοινά τους έγγραφα, αυτός (κατηγορούμενος) στην προσπάθειά του να την εμποδίσει με τα χέρια του την έπιασε βίαια από το στήθος με αποτέλεσμα να της καταστρέψει την μπλούζα και στη συνέχεια όταν αυτή επιχείρησε να αποχωρήσει, την έπιασε με δύναμη από τα μπράτσα, κρατώντας την στο σημείο, εξαναγκάζοντας ούτως αυτήν αφενός να μην προβεί στην ανάληψη των εγγράφων και αφετέρου να παραμείνει στο γραφείο, χωρίς η εγκαλούσα να υποχρεούται προς τούτο". Με αυτά που δέχθηκε το παραπάνω Δικαστήριο της ουσίας, κατά το συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού, διέλαβε στο πόρισμα της προσβαλλόμενης απόφασής του, το οποίο ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος αντιφάσεις, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο σε σχέση με την ορθή ή μη εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 7 παρ. 1 του ν. 3500/2006 και 331 ΠΚ, οπότε στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης. Ειδικότερα, μολονότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε ότι ο κατηγορούμενος ήταν σύζυγος της εγκαλούσας - υποστηρίζουσας την κατηγορία, δηλαδή μέλος της οικογένειας κατά το άρθρο 1 του ν. 3500/2006, ο οποίος, όταν εκείνη εισήλθε στο γραφείο του και άρχισε να ψάχνει τα έγγραφα που φυλάσσονταν εκεί, μεταξύ των οποίων και κοινά τους έγγραφα, προκειμένου να αναλάβει κάποια από αυτά που την αφορούσαν, την έπιασε με τη βία και την έβγαλε έξω από το χώρο του γραφείου, δηλαδή δέχθηκε το Δικαστήριο ότι ο κατηγορούμενος επέδειξε συμπεριφορά που στοιχειοθετεί την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος της ενδοοικογενειακής παράνομης βίας, καθώς, ως σύζυγός της, χρησιμοποίησε κατ` αυτής βία και την εξανάγκασε να βγει από το χώρο του γραφείου χωρίς η παθούσα να είναι υποχρεωμένη προς τούτο, αφού ο χώρος αυτός ήταν μέρος της κοινής τους, συζυγικής, οικίας, όπου φυλάσσονταν και δικά της έγγραφα, παρά ταύτα, υπήγαγε τα πραγματικά αυτά περιστατικά στη διάταξη του άρθρου 331 ΠΚ, δεχόμενο ότι αυτά συνιστούν το αδίκημα της αυτοδικίας, στην αντικειμενική υπόσταση, όμως, της οποίας δεν περιέχεται η άσκηση βίας ούτε ο εξαναγκασμός άλλου σε πράξη ή παράλειψη, αλλά, αντιθέτως, περιέχεται η αυθαίρετη άσκηση αξίωσης από το δράστη αναφορικά με αμφισβητούμενο δικαίωμα, το οποίο ή έχει πράγματι αυτός ή από πεποίθηση θεωρεί ότι του ανήκει, κατά παράλειψη της δικαστικής οδού, μέσω της οποίας ρυθμίζεται, κατά το νόμο, η αμφισβήτηση που ανέκυψε, στοιχεία, ωστόσο, που δεν διαλαμβάνονται ούτε στο σκεπτικό ούτε στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, με αποτέλεσμα να μη δύναται να ελεγχθεί αν είναι νόμιμη η μεταβολή της κατηγορίας από το αδίκημα της ενδοοικογενειακής παράνομης βίας σε αυτό της αυτοδικίας, καθισταμένου, έτσι, ανέφικτου του αναιρετικού ελέγχου περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου. Μάλιστα, το Δικαστήριο, χαρακτηρίζοντας στο σκεπτικό του την πράξη του κατηγορουμένου ως παράνομη βία και όχι ως ενδοοικογενειακή βία, εφάρμοσε, στη συνέχεια, εσφαλμένα την ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 331 ΠΚ, δίνοντας στα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αποδειχθέντα, το νομικό χαρακτηρισμό της αυτοδικίας, κηρύσσοντας έτσι τον κατηγορούμενο αθώο της αξιόποινης πράξης που του αποδόθηκε με το κατηγορητήριο, κατ` εφαρμογή του άρθρου 2 ΠΚ, επειδή από την τέλεση της πράξης έως την εκδίκαση της υπόθεσης, η αυτοδικία στο μεσοδιάστημα αυτό ήταν πταίσμα και τα πταίσματα καταργήθηκαν με το άρθρο 468 του νέου ΠΚ [ν. 4619/2019].

 Μετά από αυτά, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε` του ΚΠΔ προβαλλόμενος [και μόνος προβλεπόμενος εν προκειμένω] αναιρετικός λόγος, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των άνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, καθώς και για έλλειψη νόμιμης βάσης με εκ πλαγίου παραβίαση των ίδιων διατάξεων, είναι βάσιμος και πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (άρθ. 519 ΚΠΔ).

 ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 Αναιρεί την υπ` αριθ. 1862/2022 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που δίκασε ως εφετείο.

 Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως.

 Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Δεκεμβρίου 2023.

 Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                                               Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 16 Απριλίου 2024.

 Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                                              Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


Σάββατο 21 Ιουνίου 2025

Οι προϋποθέσεις για την αξιολόγηση των τυχαίων ευρημάτων κατόπιν άρσης του απορρήτου των συνομιλιών

 

 


582/2021 ΑΠ (ΠΟΙΝ) (ΣΥΜΒ)
  
Απαγόρευση αποδεικτικής αξιοποίησης «τυχαίων ευρημάτων» από την άρση απορρήτου των επικοινωνιών σε άλλη ποινική δίκη. Πρέπει οι δύο διαδικασίες, ήτοι αυτή κατά την οποία αποκτήθηκε νομίμως το αποδεικτικό μέσο και εκείνη στην οποία αξιοποιείται να είναι διακριτές, ήδη, κατά την άσκηση ποινικής δίωξης ή κατά την παραγγελία της προκαταρκτικής εξέτασης. Άρση του απορρήτου για τη διερεύνηση των πράξεων της εγκληματικής οργάνωσης, της δωροληψίας υπαλλήλου και της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα. Τυχαία ευρήματα που αφορούσαν το πλημμέλημα της παράβασης καθήκοντος. Εσφαλμένα το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών έκρινε ως επιτρεπτή τη χρήση τους για το σχηματισμό νέας δικογραφίας για το τελευταίο αδίκημα. Η πρόβλεψη περί άρσης του αδίκου σε περίπτωση καταστάσεως ανάγκης δεν εφαρμόζεται επί παραβίασης διατάξεων δικονομικού δικαίου από τους εφαρμοστές του, με σκοπό να κριθούν σύννομες δικονομικές ενέργειες που έγιναν καθ’ υπέρβαση της δικαιοδοσίας τους και κατόπιν εσφαλμένης ερμηνείας του νόμου. Η αρχή της αναλογικότητας δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής όταν δεν συμβιβάζεται με την συνταγματική απαίτηση της ασφάλειας και σταθερότητας των ποινικών ορισμών, που αποσκοπεί στην προστασία του πολίτη από τη δικαστική αυθαιρεσία.
Αναιρεί εν μέρει την 640/2020 ΠΛΗΜΜ ΠΕΙΡ (ΣΥΜΒ).

Αριθμός 582/2021

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε` Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Γεωργίου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Βασδέκη και Μαρία Λεπενιώτη - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ζαχαρία Κοκκινάκη, (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Γεράσιμου Βάλσαμου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 16 Απριλίου 2021, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση της αναιρεσείουσας Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, για αναίρεση του υπ` αριθμ. 640/2020 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς. Με κατηγορούμενους τους 1. ..... του ...., 2. ..... του ....., 3. ..... του ....., 4. ....... του ......, 5. ... του ...., 6. ..... του ...., 7. ...... του ...... και 8. ....... του .......

Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πειραιώς, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ` αυτό, και η αναιρεσείουσα Εισαγγελέας, ζητάει την αναίρεση αυτού για τους λόγους που αναφέρονται στην υπ` αριθ. ..../18.2.2021 αίτησή της, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό .../2021.

Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ζαχαρίας Κοκκινάκης, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Μαρίας Μαλλούχου, με αριθμό πρωτ. ..../25.2.2021 στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:

"Εισάγω στο Δικαστήριο Σας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 485 παρ. 1 εδ. α` Κ.Π.Δ., την υπ`αριθμ...../18-2-2021 αναίρεση κατά του υπ`αριθμ. 640/20 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Πειραιώς και εκθέτω τα ακόλουθα:

Η ανωτέρω αναίρεση ασκήθηκε σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις και για τους διαλαμβανομένους σ` αυτή νόμιμους και βάσιμους λόγους, στους οποίους και αύθις αναφέρομαι. Επομένως η ως άνω αναίρεση πρέπει να γίνει τυπικά και ουσιαστικά δεκτή, να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση στο αυτό συμβούλιο με άλλη σύνθεση, αφού αυτό είναι δυνατό."

Η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου" Μαρία Μαλλούχου.

Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 306, 479, 480, 483 παρ. 3εδ α και β, το οποίο ( εδ. β ) προσετέθη με την παρ. 44 του άρθρου 7 του Ν.4637/2019 , 484 παρ. 1 και 485 του ισχύοντος από 1-7-2019 νέου ΚΠοινΔ (βλ. άρθρ. 585 Ν.4620/2019 ) προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιουδήποτε βουλεύματος, παραπεμπτικού ή απαλλακτικού, για όλους τους λόγους αναίρεσης που αναφέρονται στο άρθρο 484 παρ. 1 ΚΠοινΔ, με σχετική δήλωση στον Γραμματέα του Αρείου Πάγου μέσα σε προθεσμία του ενός μηνός που ορίζεται από το άρθρο 480, η οποία προθεσμία για την αίτηση αναίρεσης κατά του βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών αρχίζει από την λήξη της προθεσμίας έφεσης του Εισαγγελέα Εφετών, η οποία είναι επίσης προθεσμία ενός μηνός και αρχίζει από την έκδοση του βουλεύματος. Μετά την προθεσμία αυτή ο ίδιος ο Εισαγγελέας μπορεί να ασκήσει αναίρεση του βουλεύματος υπέρ του νόμου και για οποιαδήποτε παράβαση των διατάξεων που αφορούν την προδικασία χωρίς να βλάπτονται τα δικαιώματα των διαδίκων (άρθρ. 483 παρ. 3 εδ. τελ. ΚΠοινΔ).

Στην προκειμένη περίπτωση η κρινόμενη από 18/2/2021 και με αριθμό έκθεσης .../2021 αίτηση αναίρεσης που άσκησε ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, στρέφεται κατά του με αριθμό 640/14-10-2020 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς, με το οποίο το ως άνω δικαστικό συμβούλιο δέχθηκε τυπικά και απέρριψε κατ' ουσία τις κατατεθείσες στις 30/9/2020 από 28 / 9 / 2020 και 29 / 9 / 2020 αιτήσεις κηρύξεως ακυρότητας πράξεων της προδικασίας επί της ΑΒΜ .../.... δικογραφίας, των: 1) .... του ...., κατοίκου ..., οδός ..., 2) .... του ....., , 3) ....του ....., 4) ......του ...., , 5) .... του ....., 6) ... του ....., 7) .... του ..... και 8) ..... του ...., κατοίκων ..., οδός ..., οι οποίοι με το υπ`αριθμ. ..../2020 κλητήριο θέσπισμα που τους επιδόθηκε στις 15/10/20 και στις 19/10/20 στον πρώτο, στις 16/10/20 στους δεύτερο, τρίτο , έκτο και στις 16/10/20 στους λοιπούς εξ αυτών, παραπέμφθηκαν ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς για να δικαστούν ως υπαίτιοι παράβασης καθήκοντος από κοινού, που φέρεται ότι τέλεσαν στον Κορυδαλλό στις 30/10/2015.

Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, δηλαδή εντός ενός μηνός από την λήξη της προθεσμίας έφεσης του Εισαγγελέα Εφετών, σύμφωνα και με τις υπ`αριθμ. 4899/6-11-20, 5255/28-11-20, 5350/7-12-20 , 5486/12-12-20 89/6-1-21 και 9147/10-2-21 Κοινές Υπουργικές Αποφάσεις ,με τις οποίες, στο πλαίσιο λήψης προληπτικών μέτρων για την διασφάλιση της δημόσιας υγείας έναντι του COVID 19, ανεστάλησαν οι δικαστικές προθεσμίες για την διενέργεια διαδικαστικών πράξεων ενώπιον των δικαστηρίων και των εισαγγελιών. Επομένως, είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθούν οι λόγοι αυτής. 

Στο άρθρο 4 του Νόμου 2225/1994, ορίζεται: "1. Η άρση του απορρήτου είναι επιτρεπτή για τη διακρίβωση των κακουργημάτων που προβλέπονται από:

α) τα άρθρα 134, 135 παράγραφοι 1, 2, 135Α, 137Α, 137Β, 138, 139, 140, 143, 144, 146, 148 παρ. 2, 150, 151, 157 παρ. 1, 159, 159Α, 168 παρ. 1, 187 παράγραφοι 1, 2, 187Α παράγραφοι 1 και 4, 207, 208 παρ. 1, 235 παρ. 2, 236 παρ. 2, 237 παράγραφοι 2 και 3β`, 264 περιπτώσεις β` και γ`, 270, 272, 275 περίπτωση β`, 291 παρ. 1 περιπτώσεις β` και γ`, 292Α παρ. 4 εδάφιο β` και παρ. 5, 299, 322, 323A παράγραφοι 1, 2, 4, 5 και 6, 324 παράγραφοι 2 και 3, 336 σε βάρος ανηλίκου, 338 παρ. 1 σε βάρος ανηλίκου, 339 παράγραφοι 1 περιπτώσεις α` και β`, 342 παράγραφοι 1 και 2, 348Α παρ. 4, 348Γ παρ. 1 περιπτώσεις α` και β`, 349 παρ. 1 και 2, 351 παράγραφοι 1, 2, 4 και 5, 351Α παράγραφοι 1 περιπτώσεις α` και β` και 3, 370Α, 370Δ, 374, 380, 385 παρ. 1 περιπτώσεις α` και β` του Ποινικού Κώδικα, β) τα άρθρα 15, 16, 17, 18, 19, 20, 21, 22, 23, 24, 28, 29, 30, 46, 47, 59, 140 και 144 του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα, γ) το άρθρο 15 παρ. 1 του N. 2168/1993, δ) τα άρθρα 20, 22 και 23 του N. 4139/2013, ε) το άρθρο 157 παρ. 1γ του N. 2960/2001, στ) το άρθρο 3 περίπτωση ιε` του N. 3691/2008, σε συνδυασμό με το άρθρο δεύτερο του N. 2656/1998, ζ) το άρθρο 3 παρ. 2 του N. 2803/2000, η) το άρθρο 45 παρ. 1 περιπτώσεις α`, β` και γ` του N. 3691/2008, θ) το άρθρο 28 του N. 1650/1986.
Επίσης, επιτρέπεται η άρση του απορρήτου για τη διακρίβωση των προπαρασκευαστικών πράξεων για το έγκλημα της παραχάραξης νομίσματος κατά το άρθρο 211 του Ποινικού Κώδικα, καθώς επίσης και για τα εγκλήματα των παραγράφων 1, 2, 3, 4 εδάφιο α` και 6 του άρθρου 292Α, του άρθρου 292Β, του άρθρου 292Γ, των παραγράφων 1 περίπτωση γ` και 4 του άρθρου 339, της παρ. 3 του άρθρου 342, του άρθρου 348, των παραγράφων 1, 2 και 5 του άρθρου 348Α, του άρθρου 348Β, της παρ. 1 περιπτώσεις γ` και δ` του άρθρου 348Γ και της παρ. 1 περίπτωση γ` του άρθρου 351Α, των άρθρων 370Γ και 370Ε, του άρθρου 381Α, του άρθρου 381Β και του άρθρου 386Α του Ποινικού Κώδικα.
Επιπλέον, η άρση του απορρήτου είναι επιτρεπτή για τη διακρίβωση των εγκλημάτων που προβλέπονται από το άρθρο 11 του N. 3917/2011, το άρθρο 15 του N. 3471/2006 και το άρθρο 10 του N. 3115/2003".

"1α. Η άρση του απορρήτου είναι επίσης επιτρεπτή για τη διακρίβωση παραβάσεων των άρθρων 3 έως 7, 29 και 30 του ν. 3340/2005 (ΦΕΚ 112 Α`)." "1β. Επιτρέπεται, επίσης, η άρση του απορρήτου για τη διακρίβωση των κακουργημάτων που προβλέπονται από το ν. 3028/2002 "Για την προστασία των Αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής Κληρονομιάς" (ΦΕΚ 153 Α`), όπως ο νόμος αυτός εκάστοτε ισχύει." "1γ. Η άρση του απορρήτου είναι επίσης επιτρεπτή για τη διακρίβωση παραβάσεων του άρθρου 93α του ν. 4099/2012. (Α` 250)." "δ. Επιτρέπεται, επίσης, η άρση του απορρήτου για τη διακρίβωση της προσβολής που τελείται στο διαδίκτυο σε βαθμό κακουργήματος δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων που προβλέπονται στο ν. 2121/1993 (Α 25).".

2. Η άρση στις περιπτώσεις αυτές είναι επιτρεπτή μόνο αν αιτιολογημένα το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο διαπιστώσει ότι η διερεύνηση της υπόθεσης ή η εξακρίβωση του τόπου διαμονής του κατηγορουμένου είναι αδύνατη ή ουσιωδώς δυσχερής χωρίς αυτήν. 3. Η άρση στρέφεται μόνο κατά συγκεκριμένου προσώπου ή προσώπων που έχουν σχέση με την υπόθεση που ερευνάται ή για τα οποία, βάσει συγκεκριμένων περιστατικών, προκύπτει ότι λαμβάνουν ή μεταφέρουν συγκεκριμένα μηνύματα που αφορούν ή προέρχονται από τον κατηγορούμενο ή χρησιμοποιούνται ως σύνδεσμοί του. 4. Η άρση του απορρήτου στις περιπτώσεις του παρόντος άρθρου επιβάλλεται με διάταξη του Συμβουλίου Εφετών ή Πλημμελειοδικών στην καθ` ύλη και κατά τόπο αρμοδιότητα του οποίου υπάγεται η διακρίβωση του συγκεκριμένου εγκλήματος με το οποίο σχετίζεται η άρση. 5. Την αίτηση για την άρση υποβάλλει στο Συμβούλιο ο καθ` ύλη και κατά τόπο αρμόδιος εισαγγελέας, ο οποίος εποπτεύει ή ενεργεί προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση και ο ανακριτής, ο οποίος ενεργεί τακτική ανάκριση για τα πιο πάνω εγκλήματα. Το Συμβούλιο αποφασίζει μέσα σε είκοσι τέσσερις (24) ώρες για την άρση ή όχι του απορρήτου, με διάταξή του, στην οποία περιέχονται τα, κατά την παρ. 2 του άρθρου 5, στοιχεία. Στις περιπτώσεις της παραγράφου 1α και 1γ αυτού του άρθρου την άρση μπορεί να ζητήσει και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, με απόφαση της Εκτελεστικής της Επιτροπής, η οποία υποβάλλεται στον αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών ή τον ανακριτή, οι οποίοι την υποβάλουν στο Συμβούλιο Εφετών. 6. Σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις την άρση μπορεί να διατάξει ο εισαγγελέας που ενεργεί την προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση και ο ανακριτής που ενεργεί την τακτική ανάκριση. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ο εισαγγελέας ή ο ανακριτής υποχρεούνται να εισαγάγουν το ζήτημα με σχετική αίτησή τους στο Συμβούλιο μέσα σε προθεσμία τριών (3) ημερών. Η ισχύς της διάταξης του Εισαγγελέα ή του ανακριτή για την άρση παύει αυτοδικαίως με την λήξη της τριήμερης αυτής προθεσμίας ή, αν το ζήτημα εισαχθεί εμπροθέσμως, από την έκδοση της σχετικής διάταξης του Συμβουλίου. 7. Στις περιπτώσεις εγκλημάτων που υπάγονται στην αρμοδιότητα των στρατιωτικών δικαστηρίων την άρση του απορρήτου επιβάλλει, με απόφασή του, το δικαστικό συμβούλιο του καθ` ύλη και κατά τόπο αρμόδιου στρατιωτικού δικαστηρίου μετά από αίτηση του ασκούντος την ποινική δίωξη ή του ανακριτή που ενεργεί τακτική ανάκριση.

Περαιτέρω, στο άρθρο 5 παρ. 10 του Ν. 2225/1994, ορίζεται ότι: "10. Το περιεχόμενο της ανταπόκρισης ή επικοινωνίας, το οποίο έγινε γνωστό λόγω της άρσης του απορρήτου, καθώς και κάθε άλλο σχετικό με αυτή στοιχείο απαγορεύεται, με ποινή ακυρότητας, να χρησιμοποιηθεί και να ληφθεί υπόψη ως άμεση ή έμμεση απόδειξη σε άλλη ποινική, πολιτική, διοικητική και πειθαρχική δίκη και διοικητική διαδικασία, για σκοπό διαφορετικό από εκείνον που είχε καθορισθεί με τη διάταξη. Κατ` εξαίρεση η αρχή που εξέδωσε τη διάταξη μπορεί, κατά την αιτιολογημένη κρίση της, να επιτρέψει με νεώτερη διάταξή της, να χρησιμοποιηθούν και να ληφθούν υπόψη τα παραπάνω στοιχεία, αν χρησιμεύουν για τη διακρίβωση άλλου ιδιαιτέρως σοβαρού εγκλήματος από αυτά που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 4 του παρόντος νόμου, καθώς και για υπεράσπιση κατηγορουμένου σε ποινική δίκη για πλημμέλημα ή κακούργημα".
Με τις διατάξεις αυτές ο νομοθέτης θέτοντας ουσιαστικές και διαδικαστικές προϋποθέσεις για τη νόμιμη κτήση αποδεικτικών μέσων που ανάγονται στην σφαίρα του απορρήτου επικοινωνιών και θεσπίζοντας απαγορεύσεις αξιοποίησης νομίμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων, προβαίνει σε στάθμιση ήδη σε νομοθετικό επίπεδο δύο συγκρουόμενων και δυσχερώς συμβιβάσιμων συμφερόντων στο πεδίο της ποινικής δίκης. Αφενός του δικαιώματος απορρήτου των επικοινωνιών του ατόμου, αφετέρου δε της αρχής της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας που συνιστά έναν από τους πυλώνες και βασικό ενδιάμεσο σκοπό της ποινικής δίκης, ως αναγκαίος όρος της πραγμάτωσης του δικαιώματος έννομης προστασίας των πολιτών και της αντίστοιχης υποχρέωσης του κράτους για αποτελεσματική λειτουργία της ποινικής δικαιοσύνης. Εκκινώντας από την θέση ότι η αλήθεια δεν πρέπει να αναζητείται με οποιοδήποτε τίμημα, και δη με πλήρη κάμψη του δικαιώματος του απορρήτου της επικοινωνίας, αλλά και με δεδομένο ότι και η αρχή της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας δεν πρέπει να υποχωρεί απολύτως έναντι του πιο πάνω ατομικού δικαιώματος (Ολ. Α.Π. 1/2001), αφού είναι δικαιοπολιτικά αυτονόητο, ότι το προστατευόμενο, με τις αποδεικτικές απαγορεύσεις, δικαίωμα δεν μπορεί να προβάλλει αξιώσεις υπεροχής σε όλες τις νοητές περιπτώσεις συγκρούσεων με την αντίρροπη, ομοίως, συνταγματικής περιωπής και άρα τυπικώς ισοδύναμη αρχή της αποτελεσματικής λειτουργίας της ποινικής δικαιοσύνης, ο νομοθέτης θέτει δια των αποδεικτικών απαγορεύσεων δικαιοπολιτικά επιβεβλημένους φραγμούς στην αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας, με ταυτόχρονη, όμως, κάμψη και του δικαιώματος του απορρήτου των επικοινωνιών κατά το μέτρο που επιτρέπεται η κτήση και χρήση αποδεικτικών μέσων που εμπίπτουν κατ` αρχήν στο πεδίο που καταλαμβάνει το δικαίωμα αυτό. Προς υλοποίηση της λεπτής αυτής στάθμισης, ο νομοθέτης θέσπισε με τις ως άνω παρατιθέμενες διατάξεις του Ν. 2225/94 κανόνες για τη νόμιμη κτήση αποδεικτικών μέσων που ανάγονται στην σφαίρα του απορρήτου επικοινωνιών και ταυτόχρονα αποδεικτικές απαγορεύσεις. Ειδικότερα, διά των ως άνω αναφερομένων διατάξεων ο νομοθέτης ρυθμίζει τις περιπτώσεις νόμιμης κτήσης και νόμιμης αξιοποίησης νομίμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων, με κάμψη του δικαιώματος του απορρήτου των επικοινωνιών και ταυτόχρονα, με τις ίδιες διατάξεις, υπό την αντίστροφη όψη τους, προβλέπονται αποδεικτικές απαγορεύσεις δύο ειδών. Απαγορεύσεις κτήσης και απαγορεύσεις αξιοποίησης ήδη κτηθέντων αποδεικτικών μέσων. Πιο συγκεκριμένα, στο άρθρο 4 του Ν. 2225/94 προβλέπονται περιοριστικά οι προϋποθέσεις νόμιμης κτήσης αποδεικτικών μέσων που εμπίπτουν στο πεδίο του απορρήτου των επικοινωνιών. Εξ αντιδιαστολής, προκύπτει ότι η κτήση τέτοιων αποδεικτικών μέσων, χωρίς να πληρούνται οι προϋποθέσεις που οι διατάξεις του άρθρου αυτού προβλέπουν, απαγορεύεται, και η κτήση τους κατά παράβαση αυτών τα καθιστά παράνομα αποδεικτικά μέσα. Στην περίπτωση, όμως, που το αποδεικτικό μέσο αποκτηθεί υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπουν οι διατάξεις του άρθρου 4 Ν. 2225/1994, τότε αυτό έχει το χαρακτήρα του νομίμως κτηθέντος αποδεικτικού μέσου και μπορεί κατ` αρχήν ελεύθερα να αξιοποιηθεί σε κάθε ποινική διαδικασία, εκτός αν από το νόμο προβλέπεται κάποια ρητή απαγόρευση αξιοποίησής του. Εξάλλου, στο άρθρο 5 παρ. 10 του Ν. 2225/1994 προβλέπεται τέτοια ρητή απαγόρευση αξιοποίησης νομίμως κτηθέντος αποδεικτικού μέσου. Κρίσιμη είναι η οριοθέτηση του πεδίου εφαρμογής της εν λόγω απαγόρευσης, καθώς για κάθε περίπτωση που εμπίπτει στη διάταξη αυτή απαγορεύεται η αξιοποίηση ενός αποδεικτικού μέσου παρά το γεγονός ότι αυτό αποκτήθηκε νομίμως, ενώ για κάθε περίπτωση που εκφεύγει του πεδίου εφαρμογής της συνεχίζει να ισχύει ο κανόνας ότι το νομίμως αποκτηθέν αποδεικτικό μέσο νομίμως αξιοποιείται ελεύθερα. Από τη διατύπωση της διάταξης του άρθρου 5 παρ. 10 του Ν. 2225/1994, στην οποίαν ορίζεται ότι: "Το περιεχόμενο της ανταπόκρισης ή επικοινωνίας, το οποίο έγινε γνωστό λόγω της άρσης του απορρήτου, καθώς και κάθε άλλο σχετικό με αυτή στοιχείο απαγορεύεται, με ποινή ακυρότητας, να χρησιμοποιηθεί και να ληφθεί υπόψη ως άμεση ή έμμεση απόδειξη σε άλλη ποινική, πολιτική, διοικητική και πειθαρχική δίκη και διοικητική διαδικασία για σκοπό διαφορετικό από εκείνον που είχε καθορισθεί με τη διάταξη. [...]" προκύπτει ότι η απαγόρευση αξιοποίησης θεμελιώνεται όταν συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις: α) το αποδεικτικό μέσο πρόκειται να αξιοποιηθεί σε άλλη ποινική δίκη και β) το αποδεικτικό μέσο πρόκειται να αξιοποιηθεί για σκοπό διαφορετικό από εκείνον που είχε καθορισθεί με τη διάταξη. Ως άλλη ποινική δίκη νοείται στην ως άνω διάταξη η ποινική δίκη η οποία δεν ταυτίζεται με την δίκη στο πλαίσιο της οποίας αποκτήθηκε νομίμως το αποδεικτικό μέσο. Η ελληνική ποινική δίκη δε, και μάλιστα η stricto sensu ποινική δίκη αρχίζει με την κίνηση της ποινικής δίωξης από τον Εισαγγελέα. Ως εκ τούτου, η ποινική δίκη υφίσταται, και το εύρος του αντικειμένου της διαμορφώνεται ήδη κατά την άσκηση της ποινικής δίωξης. Μάλιστα, υιοθετώντας μια διευρυμένη έννοια της ποινικής δίκης, μπορεί να υποστηριχθεί ότι η ποινική δίκη αρχίζει ήδη από την παραγγελία για διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης ή από τη διενέργεια πράξεων της λεγομένης αστυνομικής προανάκρισης, ήτοι, ήδη, προ της ασκήσεως ποινικής δίωξης. Σε κάθε περίπτωση πάντως, ακόμη και υπό την στενότερη θεώρηση, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι από την άσκηση της ποινικής δίωξης υφίσταται πια ποινική δίκη, η οποία ως δικονομικό μόρφωμα περιλαμβάνει όλα τα επιμέρους εγκλήματα του ιδίου ή περισσοτέρων προσώπων για τα οποία ασκήθηκε η ποινική δίωξη με την παραγγελία του Εισαγγελέα. Περαιτέρω, κατά το στάδιο της προδικασίας, αλλά και κατά το στάδιο της διαδικασίας στο ακροατήριο παρέχεται από το νόμο η δυνατότητα στα αρμόδια δικαστικά όργανα, να προβούν σε χωρισμό της υπόθεσης για λόγους που αφορούν στην ασφαλέστερη διάγνωση της αλήθειας ή την ταχύτερη εκδίκαση της υπόθεσης (άρθρο 130 παρ. 2 Κ.Π.Δ.). Στην περίπτωση δε που θεμελιώθηκε ποινική δίκη περιλαμβάνουσα περισσότερα εγκλήματα ενός ή περισσοτέρων κατηγορουμένων, με την άσκηση της ποινική δίωξης, ο μετέπειτα χωρισμός της υπόθεσης, είτε στο στάδιο της προδικασίας, είτε κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, δεν αναιρεί τον ενιαίο χαρακτήρα της δίκης η οποία άρχισε ως τέτοια παρόλο που πλέον διασπάται σε περισσότερες διαδικαστικές εκφάνσεις, ενώ το αποδεικτικό υλικό που έχει συλλεγεί μέχρι τον χωρισμό της υπόθεσης αποτελεί ταυτόχρονα αποδεικτικό υλικό όλων των εν συνεχεία διακριτών δικογραφιών και όχι μόνον της πρώτης, αφού για τις χωρισθείσες δικογραφίες η μέχρι το χρονικό και διαδικαστικό αυτό σημείο διαδικασία παραμένει ενεργή, έγκυρη και τμήμα της διαδικαστικής τους πορείας, χωρίς να αποξενώνονται αναδρομικά από την μέχρι το σημείο αυτό διαδικασία και τα συλλεγέντα σε αυτήν αποδεικτικά μέσα. Για να πληρούται δηλαδή η προϋπόθεση του νόμου περί άλλης δίκης, πρέπει οι δύο διαδικασίες, ήτοι αυτή κατά την οποία αποκτήθηκε νομίμως το αποδεικτικό μέσο και εκείνη στην οποία αξιοποιείται να είναι διακριτές, ήδη, κατά την άσκηση ποινικής δίωξης ή κατά την παραγγελία της προκαταρκτικής εξέτασης κλπ, διότι διαφορετικά ιδρύεται μία ποινική δίκη η οποία διατηρεί το χαρακτήρα της ως τέτοια μέχρι το τέλος της, παρά τις όποιες διαδικαστικές διασπάσεις ήθελαν λάβουν χώρα κατά την εξέλιξή της. Ότι η έννοια της άλλης δίκης είναι αυτή που προεκτέθηκε, προκύπτει και από τον σκοπό του νομοθέτη, ο οποίος θέλησε να αποκλείσει την αξιοποίηση ενός εντελώς τυχαίου ευρήματος σε υπόθεση που δεν έχει κανένα συνεκτικό δεσμό και δη διαδικαστικό με την αρχική υπόθεση, ώστε να αποφεύγεται η αδικαιολόγητη τρώση του δικαιώματος του απορρήτου των επικοινωνιών, και να αποφεύγονται φαινόμενα κατά τα οποία οι διωκτικές αρχές θα δημιουργούσαν μια δεξαμενή πληροφοριών και αποδεικτικών στοιχείων τα οποία θα μπορούσαν να χρησιμοποιούν σε οποιαδήποτε υπόθεση. Δεν θέλησε όμως ο νομοθέτης να αποκλείσει την χρήση των ήδη νομίμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων για τις περιπτώσεις εκείνες που αποκαλύφθηκαν ήδη στο πλαίσιο της αρχικής διαδικασίας για την οποία διατάχθηκε η άρση του απορρήτου, και μάλιστα όταν οι αξιόποινες συμπεριφορές που αποκαλύφθηκαν εκδηλώθηκαν στο πλαίσιο του ίδιου συνεκτικού ιστού βιοτικών εκδηλώσεων και συμβάντων παρουσιάζοντας έτσι φυσική συνεκτικότητα ως αντικοινωνικές και αξιόποινες συμπεριφορές συγκροτώντας ένα ενιαίο εγκληματικό φαινόμενο, ανεξαρτήτως της δικονομικής τους σχέσης ως συναφή εγκλήματα ή μη. Πάντως, ακόμα καθαρότερα είναι τα πράγματα όταν στο πλαίσιο των δικογραφιών που χωρίστηκαν υπάρχουν κοινοί κατηγορούμενοι, με αποτέλεσμα σε κάθε περίπτωση τα εγκλήματα που εντάσσονται στις δύο δικογραφίες και ακολουθούν από κάποιο σημείο και μετά διαφορετική διαδικαστική πορεία να εξακολουθούν να είναι συναφή, παρά τον χωρισμό της πορείας τους, για λόγους οικονομίας της δίκης. Η απαγόρευση αυτή του άρθρου 5 παρ. 10 του Ν. 2225/1994, ασφαλώς, δεν ισχύει στην περίπτωση, κατά την οποίαν στην ίδια ακριβώς υπόθεση, με την βοήθεια νόμιμων αποδεικτικών μέσων, πέραν των ήδη γνωστών εγκλημάτων, αποκαλύπτεται σταδιακά η τέλεση εκ μέρους των δραστών και άλλων πολλών, πάντοτε στο πλαίσιο της παράνομης δράσης της ίδιας εγκληματικής οργάνωσης. Η ως άνω ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 5 παρ. 10 του Ν. 2225/1994 ευθυγραμμίζεται πλήρως με τον σκοπό του νόμου για στάθμιση μεταξύ του δικαιώματος του απορρήτου των επικοινωνιών αφενός και της αρχής αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας αφετέρου. Και τούτο διότι ο νομοθέτης με την συστηματική διάρθρωση των αποδεικτικών απαγορεύσεων στο Ν. 2225/1994, επιδεικνύει διάθεση διαβάθμισης της στάθμισης των ως άνω μεγεθών ανάλογα με τις περιστάσεις υπό τις οποίες λαμβάνει χώρα η σύγκρουση των ως άνω συμφερόντων. Η προσαρμοσμένη αυτή στάθμιση υλοποιείται με την πρόβλεψη αυστηρότατων προϋποθέσεων τόσο εξ απόψεως ουσιαστικού δικαίου όσο και εξ απόψεως διαδικαστικής, προκειμένου να αναγορεύσει ως ανεκτή την αρχική τρώση του δικαιώματος του απορρήτου των επικοινωνιών με την οριζόμενη ως νόμιμη κτήση του αποδεικτικού μέσου. Εν συνεχεία όμως, και εφόσον το δικαίωμα του ατόμου έχει ήδη δικαιολογημένα περιοριστεί συντρεχουσών των προϋποθέσεων του άρθρου 4 Ν. 2225/1994, δεν προβάλλει η ανάγκη διαφύλαξης του ως άνω δικαιώματος με την ίδια ένταση, και τούτο διότι αφενός αυτό έχει ήδη τρωθεί, με την κτήση του αποδεικτικού μέσου, αφετέρου διότι πλέον υπάρχει άμεση αντίληψη και όχι απλώς προσδοκία των αρχών για το αν το συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο αποδεικνύει συγκεκριμένες αξιόποινες πράξεις, με αποτέλεσμα η αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας και η αρχή της νομιμότητας να διεκδικούν πολύ εντονότερα την εφαρμογή τους. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι δεν δημιουργούνται περισσότερες δίκες, ώστε μεταξύ τους να έχουν την σχέση άλλης δίκης, υπό την έννοια του νόμου, με την διαδικαστική-τεχνική διάσπαση μιας δικογραφίας σε περισσότερες, με την οποίαν υλοποιείται η διάταξη χωρισμού της υπόθεσης, η οποία λαμβάνει χώρα μετά την άσκηση της ποινικής δίωξης, για οποιονδήποτε λόγο και ιδίως, για λόγους που αφορούν στην ταχύτερη εκδίκαση της υπόθεσης ( ΑΠ 1518/2018 ) .
Με το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως αυτό ισχύει μετά την αναθεώρησή του με το από 6/17-4-2001 Ψήφισμα της Ζ` Αναθεωρητικής Βουλής, ορίζεται ότι "οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας". Με την νέα αυτή διάταξη ο αναθεωρητικός νομοθέτης επέλεξε να κατοχυρώσει ρητά, από το όλο σύστημα των εγγυήσεων για τα επιτρεπτά όρια των επιβαλλόμενων στα ατομικά δικαιώματα νομοθετικών περιορισμών, την εγγύηση εκείνη που είναι γνωστή ως αρχή της αναλογικότητας. Απέκτησε έτσι ρητή συνταγματική υφή η αρχή αυτή, η οποία, ωστόσο, και προηγουμένως αναγνωριζόταν ως αρχή συνταγματικής ισχύος, που απορρέει από την ίδια την έννοια του κράτους δικαίου, αλλά και από την ουσία των θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων, τα οποία, ως έκφραση της γενικότερης ελευθερίας του ατόμου, δεν πρέπει να περιορίζονται από την κρατική εξουσία περισσότερο από όσο είναι αναγκαίο για την προστασία των δημόσιων συμφερόντων. Η αρχή αυτή, υπό την έννοια του τηρητέου μέτρου της εύλογης αντιστάθμισης προσφοράς και οφέλους, που αποτελεί, όπως προαναφέρθηκε κανόνα συνταγματικής βαθμίδας, επενεργεί σε κάθε είδους κρατική δραστηριότητα, καθώς και όταν πρόκειται για αντικρουόμενα συμφέροντα στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου, αφού η έκταση της αρχής αυτής δεν περιορίζεται μόνο σε ορισμένες περιοχές του δικαίου, αλλά, όπως προαναφέρθηκε, και πριν από την ρητή συνταγματική της κατοχύρωση, διέτρεχε το σύνολο της έννομης τάξης και συνεπώς πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την ερμηνεία και εφαρμογή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου. Άλλωστε, με ρητή διατύπωση στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος η θεσπιζομένη από αυτήν προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου ως ατόμου ισχύει και "στις σχέσεις των ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζει", και οριοθετείται έτσι η υποχρέωση και των αρμοδίων δικαιοδοτικών οργάνων, όταν επιλαμβάνονται της επίλυσης ιδιωτικών διαφορών, να τις επιλύουν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να υπάρχει μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Συγκεκριμένα πρέπει, τα λαμβανόμενα μέτρα και οι έννομες συνέπειες, να είναι πρόσφορα (κατάλληλα) για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου σκοπού, αναγκαία, υπό την έννοια να συνιστούν μέτρο, το οποίο σε σχέση με άλλα δυνάμενα να ληφθούν μέτρα να επάγεται τον ελάχιστο δυνατό περιορισμό για τον διάδικο σε βάρος του οποίου απαγγέλλονται, και αναλογικά υπό στενή έννοια, δηλαδή να τελούν σε ανεκτή σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, προκειμένου η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται της βλάβης που προκαλούν. Ενόψει τούτων, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι η ως άνω συνταγματική διάταξη, έστω και αν ρητά δεν αναφέρεται σ` αυτήν, απευθύνεται και στον δικαστή, όσον αφορά τις σχέσεις των διαδίκων, καθιερώνοντας αυτήν ως δεσμευτική δικαιϊκή αρχή, όπως και άλλες τέτοιες αρχές που διατρέχουν το δίκαιο και είναι δεσμευτικές (αρχή του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου, αρχή της δίκαιης δίκης κλπ). Εξάλλου, η αρχή αυτή, ως διάχυτη στην έννομη τάξη, υπερβαίνει τα όρια της ρητής συνταγματικής κατοχύρωσής της, με την οποία πάντως αναδείχθηκε η σημασία της ως βασικής εγγύησης για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, οφείλει δε ο δικαστής κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων της κοινής νομοθεσίας, που άπτονται των δικαιωμάτων αυτών, να προστρέχει στο κρίσιμο για την όλη έννομη τάξη περιεχόμενο της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας, που όπως αναφέρθηκε απορρέει από την αρχή της ισότητας και την αρχή του κράτους δικαίου. Αποτελεί την αντίστροφη μορφή της απαγόρευσης της κατάχρησης δικαιώματος, όταν το ασκούμενο δικαίωμα υπερβαίνει τα ακραία όρια που θέτουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη, καθώς και ο οικονομικός και κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος. Στην περίπτωση δε υπέρβασης της αρχής της αναλογικότητας πρόκειται για δυσαναλογία μέσου προς το σκοπό, δηλ. το ασκούμενο δικαίωμα έχει απολέσει την αναλογία του προς τον επιδιωκόμενο σκοπό και συνακόλουθα η άσκηση του είναι απαγορευμένη. Επομένως, όπως και η κατάχρηση δικαιώματος, που αποτελεί απαγορευτικό κανόνα, και οριοθετεί αρνητικά την άσκηση των δικαιωμάτων, έτσι και η αρχή της αναλογικότητας αποτελεί κανόνα δικαίου (γενική νομική αρχή), η οποία προσδιορίζει την τελολογική λειτουργία των πάσης φύσεως δικαιωμάτων και του ιδιωτικού δικαίου. Από τα ως άνω συνάγεται, ως γενική νομική αρχή, ότι η έννομη συνέπεια που είτε προβλέπεται από κανόνα δικαίου κατώτερης τυπικής ισχύος από εκείνες του Συντάγματος, είτε απαγγέλλεται από δικαστικό ή διοικητικό όργανο, πρέπει να τελεί, σε σχέση ανεκτής αναλογίας προς το αντίστοιχο πραγματικό, δηλ. να μην υπερβαίνει τα όρια όπως διαγράφονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και της κοινής περί δικαίου συνείδησης σε ορισμένο τόπο και χρόνο, όπως αποτυπώνονται με την συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Η κρίση δηλαδή του ουσιαστικού δικαστηρίου πρέπει να μην παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, ούτε να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, που αποτελεί, γενική αρχή του δικαίου και μέσο ελέγχου της κρίσης του δικαστηρίου, χωρίς να υπάγεται στην έννοια της αναλογικότητας.( Ολ. ΑΠ 9/2015 ) Κατά τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 του προϊσχύσαντος ΠΚ, "δεν είναι άδικη η πράξη που τελεί κάποιος, για να αποτρέψει παρόντα και αναπότρεπτο με άλλα μέσα κίνδυνο, ο οποίος απειλεί το πρόσωπο ή την περιουσία του ίδιου ή κάποιου άλλου χωρίς δική του υπαιτιότητα, αν η βλάβη που προκλήθηκε στον άλλο είναι σημαντικά κατώτερη κατά το είδος και τη σπουδαιότητα από τη βλάβη που απειλήθηκε". Ανάλογου περιεχομένου είναι και η αντίστοιχη διάταξη του νέου ΠΚ (Ν. 4619/2019), ισχύοντος από 1-7-2019 (βλ. άρθ. 460 αυτού). Σύμφωνα με τη διατύπωση του προαναφερόμενου άρθρου απαιτείται στάθμιση μεταξύ της βλάβης που υπήρχε κίνδυνος να επέλθει και της βλάβης που προξενήθηκε, για να αποτραπεί αυτός ο κίνδυνος. Και μόνο τότε αποκλείεται το άδικο, όταν η στάθμιση αυτή οδηγεί στη διαπίστωση, ότι η βλάβη που προξενήθηκε ήταν όχι απλώς κατώτερη, αλλά σημαντικά κατώτερη από τη βλάβη που μ` αυτόν τον τρόπο εμποδίστηκε να επέλθει. Μόνο σ` αυτήν την περίπτωση αποκλείεται το άδικο. Αν η βλάβη που επάγεται στον άλλο είναι ανάλογη κατ` είδος και σπουδαιότητα προς αυτή που απειλήθηκε, τότε ο άδικος χαρακτήρας της πράξης παραμένει. Συγκεκριμένα, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 25 παρ. 1 ΠΚ, για τον αποκλεισμό του άδικου χαρακτήρα της πράξης, απαιτείται να υπάρχει, εκτός άλλων, κίνδυνος παρών και αναπότρεπτος κατ` άλλο τρόπο, παρά μόνο με την προσβολή ξένου αγαθού. Αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει άλλος τρόπος σωτηρίας του κινδυνεύοντος αγαθού, χωρίς την προσβολή του ξένου αγαθού, δεν υφίσταται κατάσταση ανάγκης, είτε ως λόγος άρσης του άδικου χαρακτήρα της πράξης, είτε ως λόγος άρσης του καταλογισμού. Επιπλέον, το προσβαλλόμενο με την πράξη ξένο έννομο αγαθό πρέπει να είναι μικρότερης κατ` είδος και σπουδαιότητα αξίας σε σχέση με το απειλούμενο (ΑΠ 659/20).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 177 παρ. 2 ΚΠοινΔ "αποδεικτικά μέσα που έχουν αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών, δεν λαμβάνονται υπόψη στην ποινική διαδικασία". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η χρησιμοποίηση στην ποινική δίκη απαγορευμένου αποδεικτικού μέσου προσβάλλει το δικαίωμα υπεράσπισης του κατηγορουμένου και δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 1 δ` ΚΠοινΔ (ΑΠ 171/2017, 277/2014). Κατά το άρθρο 174 παρ. 1 και 2 του ΚΠοινΔ, "1. Η απόλυτη ακυρότητα λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας ακόμη και στον Άρειο Πάγο. Αν η απόλυτη ακυρότητα αναφέρεται σε πράξεις της προδικασίας μπορεί να ληφθεί υπόψη αυτεπαγγέλτως ή να προταθεί ωσότου γίνει αμετάκλητη η παραπομπή στο ακροατήριο. 2. Η σχετική ακυρότητα μπορεί να προταθεί από τον εισαγγελέα ή από τους διαδίκους που έχουν συμφέρον. Αν η σχετική ακυρότητα αναφέρεται σε πράξη της προδικασίας, πρέπει να προταθεί έως το τέλος της. Αν αναφέρεται σε πράξη της διαδικασίας στο ακροατήριο, κύριας ή προπαρασκευαστικής, πρέπει να προταθεί ωσότου εκδοθεί για την κατηγορία οριστική απόφαση σε τελευταίο βαθμό". Περαιτέρω, κατά το άρθρο 176 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, "1. Αρμόδιο να κηρύξει την ακυρότητα των πράξεων της προδικασίας είναι το δικαστικό συμβούλιο, ενώ των πράξεων της διαδικασίας στο ακροατήριο, κύριας και προπαρασκευαστικής, το δικαστήριο που αναλαμβάνει την εκδίκαση της κατηγορίας. Αν κατά του βουλεύματος ή της απόφασης ασκήθηκε ένδικο μέσο η αρμοδιότητα για την κήρυξη της ακυρότητας ανήκει στο συμβούλιο ή στο δικαστήριο που αποφασίζει για το ένδικο μέσο ". Επίσης, στο άρθρο 322 παρ. 1 του εν λόγω Κώδικα ορίζεται, ότι "Ο κατηγορούμενος που κλητεύθηκε απευθείας με κλητήριο θέσπισμα στο ακροατήριο του τριμελούς πλημμελειοδικείου έχει δικαίωμα, είτε αυτοπροσώπως είτε μέσω αντιπροσώπου, να προσφύγει στον αρμόδιο εισαγγελέα εφετών μέσα σε δέκα ημέρες από την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος". Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι οι απόλυτες ακυρότητες της προδικασίας προτείνονται μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και, ειδικότερα, επί μεν παραπομπής με απευθείας κλήση μέχρι την πάροδο της προθεσμίας προσφυγής του άνω άρθρου 322 παρ. 1 ΚΠοινΔ, επί δε παραπομπής με βούλευμα, μέχρις ότου αυτό καταστεί αμετάκλητο, διαφορετικά καλύπτονται, με αποτέλεσμα να μη μπορούν να ληφθούν υπόψη ούτε αυτεπαγγέλτως, αρμόδιο δε για την κήρυξη ή μη αυτών είναι το δικαστικό συμβούλιο ( ΑΠ 1701/2019).

Εξάλλου σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 1 του άρθρου 484 ΚΠοινΔ . Λόγοι για να αναιρεθεί το βούλευμα είναι μόνο: α) η απόλυτη ακυρότητα (άρθρο 171 αριθ. 1), β) η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που εφαρμόστηκε στο βούλευμα, γ) η παραβίαση του δεδικασμένου ή της εκκρεμοδικίας (άρθρο 57), δ) η έλλειψη ειδικής αιτιολογίας (άρθρο 139), ε) η παράνομη απόρριψη της έφεσης κατά του βουλεύματος ως απαράδεκτης (άρθρο 476) και στ) η υπέρβαση εξουσίας. Υπέρβαση εξουσίας υπάρχει, όταν το συμβούλιο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος και ιδιαίτερα όταν αποφάνθηκε για υπόθεση που δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία του ή έλυσε προκαταρκτικό ζήτημα που με ρητή διάταξη του νόμου υπάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων ή αποφάνθηκε πέρα από την εξουσία του κατά τα άρθρα 307, 310 και 318 ή, τέλος, παρέπεμψε σε δίκη τον κατηγορούμενο για έγκλημα για τον οποίο δεν υποβλήθηκε νόμιμα η απαιτούμενη για την ποινική δίωξη αίτηση ή έγκληση (άρθρα 41 και 53) ή για το οποίο δεν δόθηκε η άδεια δίωξης (άρθρο 56) ή για το οποίο δεν έχει επιτραπεί ρητά η έκδοση (άρθρο 438) .

Στην προκειμένη περίπτωση στο σκεπτικό του προσβαλλομένου υπ`αριθμ. 640/2020 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς, με βάση το οποίο απέρριψε κατ`ουσία τις κατατεθείσες στις 30/9/2020 από 28/9/2020 και 29/9/2020 ως άνω αιτήσεις κηρύξεως ακυρότητας πράξεων της προδικασίας επί της ΑΒΜ .../.... δικογραφίας, αναφέρονται πλην άλλων και τα ακόλουθα: "Περαιτέρω στο πλαίσιο της ανωτέρω με ΑΒΜ .../..... ποινικής δικογραφίας που εκκρεμεί ενώπιον της Εισαγγελίας Εγκλημάτων Διαφθοράς, διαπιστώθηκε (από την τελευταία) ότι: "όπως προκύπτει από την σελίδα 34 της σχετικής Αναφοράς της ΕΥΠ, ο ..... επιτρέπει στον ......... κάθε είδους διασκέδαση με τους κρατουμένους, ακόμα και την είσοδο γυναικών στο Κατάστημα Κράτησης Κορυδαλλού". Έτσι, με την αιτιολογία ότι η ανωτέρω αναφερόμενη εγκληματική δράση των ανωτέρω προσώπων δεν εντάσσεται στο πλαίσιο δράσης της υπό διερεύνηση από την Εισαγγελία Εγκλημάτων Διαφθοράς εγκληματικής οργάνωσης, ο αρμόδιος Εισαγγελέας Εγκλημάτων Διαφθοράς (Επίκουρος Εισαγγελέας Εγκλημάτων Διαφθοράς), διαβίβασε στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Πειραιώς (κατόπιν της από 5-3-2020 σύμφωνης γνώμης της Εισαγγελέως Εγκλημάτων Διαφθοράς) τα επέχοντα θέση ανακοίνωσης αξιόποινης πράξης κατ` άρθρο 38 ΚΠοινΔ/2019 με υπ` αριθμ. πρωτ. ..../9-3-2020 και ....-12-3-2020 έγγραφά του με συνημμένα τα σχετιζόμενα με τα ανωτέρω καταγγελλόμενα πραγματικά περιστατικά υπηρεσιακώς εξαχθέντα αντίγραφα από την με ΑΒΜ ...../..... ποινική δικογραφία λόγω τοπικής αρμοδιότητας της Εισαγγελίας Πλημμελειοδικών Πειραιώς, ως εκ του τόπου τέλεσης προς εξακρίβωση της βασιμότητας των προαναφερθεισών καταγγελιών. Ειδικότερα, ως συνημμένα στα επέχοντα θέση ανακοίνωσης αξιόποινης πράξης με αριθμό πρωτοκόλλου ..../9-3-2020 και ...../12-3-2020 έγγραφα του Επίκουρου Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς, διαβιβάσθηκαν στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς αντίγραφα των σχετικών με τα προεκτεθέντα καταγγελλόμενα πραγματικά περιστατικά αποσπασμάτων της υπ` αριθμ. πρωί. .../9-12-2016 αναφοράς της ΕΥΠ και του υπ` αριθμ. ../.../.. πληροφοριακού Δελτίου της ΕΥΠ, όλων των διατάξεων κατ` άρθρα 3 και 5 του Ν. 2225/1994 του Εισαγγελέα της ΕΥΠ και των συναφών εγκρίσεων κατ` άρθρα 5§1 περ. β του Ν. 3649/2008 του αρμοδίου Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, των υπ` αριθμ. 31/2016, 11/2017 και 18/2017 προτάσεων κατ` άρθρα 4 και 5 του Ν. 2225/1994 της Εισαγγελέως Εγκλημάτων Διαφθοράς, των υπ` αριθμ. 2116/2016, 380/2017 και 694/2017 βουλευμάτων του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με αφορμή τα με αριθμ. πρωτ. ..../9-3-2020 και .../12-3-2020 έγγραφα του Επίκουρου Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς σχηματίσθηκε η προκείμενη προκαταρκτική δικογραφία με ΑΒΜ: ..../.... Εν συνεχεία με τις από 6-5-2020, 14-7-2020 και 9-9-2020 παραγγελίες της Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Πειραιώς, διενεργήθηκε προκαταρκτική εξέταση προς εξακρίβωση της βασιμότητας των ανωτέρω καταγγελλομένων και συλλογή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων. Ειδικότερα παραγγέλθηκε προκαταρκτική εξέταση για την διερεύνηση των αδικημάτων της ενεργητικής και παθητικής δωροδοκίας για μη νόμιμες ενέργειες (κακουργήματα) καθώς και της παράβασης καθήκοντος (πλημμέλημα). Σε εκτέλεση των ανωτέρω παραγγελιών λήφθηκαν ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις, συλλέχθηκαν έγγραφα ενώ τέλος, κατ` εφαρμογή των άρθρων 243, 244 §1 ΚΠονΔ/2019 οι ανευρεθέντες ύποπτοι κλήθηκαν προς παροχή ανωμοτί εξηγήσεων. Εμφανισθέντες οι εν λόγω ύποπτοι (ο 1ος εξ` αυτών ……… αυτοπροσώπως και οι λοιποί δια πληρεξουσίου δικηγόρου) ενώπιον των επιληφθέντων προανακριτικών υπαλλήλων της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων Σωμάτων Ασφαλείας (Τμήμα Ερευνών και Δίωξης), αφού προηγουμένως τους γνωστοποιήθηκε η σε βάρος τους υπό διερεύνηση κατηγορία, έλαβαν προθεσμία καθώς και αντίγραφα της δικογραφίας. Εν συνεχεία, μετά τη λήξη της προθεσμίας, οι ανωτέρω ύποπτοι και τώρα αιτούντες εγχείρησαν υπομνήματα παροχής εξηγήσεων καθώς και τις προκείμενες αιτήσεις (με τα συνοδεύοντα αυτών υπομνήματα) για κήρυξη ακυρότητας της διενεργηθείσας προκαταρκτικής εξέτασης... Με τις υπό κρίση αιτήσεις (όμοιες κατά περιεχόμενο) οι αιτούντες - προσφεύγοντες ισχυρίζονται ότι κατά τη διάρκεια της διενεργηθείσας προκαταρκτικής εξέτασης στο πλαίσιο της με ΑΒΜ: ..../.... δικογραφίας για τα αδικήματα της παράβασης καθήκοντος κατ` εξακολούθηση (πλημμέλημα), ηθικής αυτουργίας στο εν λόγω αδίκημα κατ` εξακολούθηση: α) έχει εμφιλοχωρήσει απόλυτη ακυρότητα (171§1δ ΚΠοινΔ) καθόσον παραβιάστηκε το κατά το άρθρο 100 ΚΠοινΔ/2019 δικαίωμα πρόσβασης στο υλικό της προκείμενης δικογραφίας, επειδή δεν τους χορηγήθηκαν τα ακόλουθα έγγραφα: i) αντίγραφα των ψηφιακών δίσκων, στους οποίους είναι καταγεγραμμένες οι απομαγνητοφωνημένες τηλεφωνικές συνομιλίες με στοιχεία: "........... - 30-10-2015", ........ 1-11-2015", "...., 15-1-2016" και ".............., 3-3-2016" ii) αντίγραφα των εκθέσεων απομαγνητοφώνησης των εν λόγω τηλεφωνικών συνομιλιών, iii) αντίγραφα του βουλεύματος που διέταξε αρμοδίως την άρση του (τηλεφωνικού) απορρήτου για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο φέρονται ότι έλαβαν χώρα οι τηλεφωνικές συνομιλίες, οι οποίες αποτέλεσαν αφετηρία για την σε βάρος τους ποινική έρευνα, ήτοι 30-10-2015, 15-1-2016 και 3-3-2016, iv) αντίγραφο του βουλεύματος που επιτρέπει να χρησιμοποιηθεί το περιεχόμενο των με στοιχεία "...... - 30-10-2015", ......., 1- 11-2015", "........ 15-1-2016" και "........, 3-3-2016" τηλεφωνικών συνομιλιών προκειμένου να χρησιμοποιηθούν και να ληφθούν υπόψη για τη διακρίβωση άλλου εγκλήματος που αφορά άλλη υπόθεση και δη (μεταξύ άλλων) και για το πλημμέλημα της παράβασης καθήκοντος, ν) αντίγραφο της "αναφοράς της ΕΥΠ" το οποίο να συνιστά έκθεση κατ` άρθρο 148 και 153 ΚΠοινΔ." β) έχει εμφιλοχωρήσει απόλυτη ακυρότητα (171§1δ ΚΠοινΔ) λόγω μη νόμιμης αποδεικτικής αξιοποίησης κατ` άρθρο 177§2 ΚΠοινΔ των ανωτέρω με στοιχεία "....... - 30-10-2015", ......, 1-11-2015", "...., 15-1-2016" και "......, 3-3-2016" απομαγνητοφωνημένων συνομιλιών, καθόσον κατά πρώτον το διερευνώμενο αδίκημα, το οποίο τυγχάνει πλημμέλημα, δεν εμπίπτει στα περιοριστικώς αναφερόμενα στη διάταξη του άρθρου 4§1 Ν. 2225/1994 εγκλήματα, για τα οποία επιτρέπεται η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών, κατά δεύτερον (διότι) τυγχάνει τυχαίο εύρημα υπό την έννοια του άρθρου 10§5 Ν. 2225/1994 και επομένως δεν συντρέχουν οι απαιτούμενες στις προαναφερθείσες διατάξεις προϋποθέσεις νόμιμης αποδεικτικής αξιοποίησης των, αφού αφενός η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών έλαβε χώρα στο πλαίσιο έτερης με στοιχεία ΑΒΜ .../.....ποινικής (προκαταρκτικής) δικογραφίας που εκκρεμεί ενώπιον της Εισαγγελίας Εγκλημάτων Διαφθοράς ενώ παράλληλα δεν προκύπτει ότι έχει εκδοθεί προηγουμένως η αξιούμενη διάταξη της αίρουσας το απόρρητο Αρχής περί του επιτρεπτού της αποδεικτικής αξιοποίησής τους σε έτερη ποινική δίκη αφετέρου και σε κάθε περίπτωση δεν εμπίπτει στα περιοριστικώς απαριθμούμενα στη διάταξη του άρθρου 4§1 Ν. 2225/1994 εγκλήματα (πρόκειται για πλημμέλημα), για τα οποία επιτρέπεται η άρση του απορρήτου των τηλεπικοινωνιών και γ) έχει εμφιλοχωρήσει σχετική ακυρότητα κατά τα άρθρα 170, 172§1 ΚΠοιν/2019 καθόσον: i) τα εμπεριεχόμενα στη δικογραφία ως συνημμένα με αριθμούς πρωτοκόλλου ...../9-3-2020 και ..../12-3-2020 έγγραφα της Εισαγγελίας Εγκλημάτων Διαφθοράς επίμαχα αποσπάσματα των υπηρεσιακών σημειωμάτων της ΕΥΠ μολονότι σύμφωνα με τα άρθρα 5§5 Ν. 2225/1994 και 148 ΚΠοινΔ πρέπει να έχουν το χαρακτήρα έκθεσης, δεν φέρουν τον οριζόμενο στη διάταξη του άρθρου 153 ΚΠοινΔ τύπο αλλά αντιθέτως πρόκειται για ανυπόγραφα χειρόγραφα σημειώματα (εν είδει γραπτών σημειώσεων), στα οποία δεν αποτυπώνεται το περιεχόμενο των απομαγνητοφωνημένων συνομιλιών αυτούσιο αλλά περιγραφικά με βάση τα όσα κατανόησε ο ενεργήσας την απομαγνητοφώνηση προανακριτικός υπάλληλος, τα στοιχεία ταυτότητας του οποίου δεν προκύπτουν και ii) το εμπεριεχόμενο στη δικογραφία ως συνημμένο στα με αριθμ. πρωτ. ..../9-3-2020 και ..../12-3-2020 έγγραφα της Εισαγγελίας Εγκλημάτων Διαφθοράς έγγραφο με τίτλο "Αναφορά ΕΥΠ" (διαβιβαστικό έγγραφο) τυγχάνει ανυπόγραφο και δεν φέρει εξώφυλλο, αριθμό πρωτοκόλλου ή οιοδήποτε άλλο διακριτικό εγγράφου γνώρισμα, με αποτέλεσμα να μην δύναται να ελεγχθεί ο εκδότης του, η πηγή προέλευσής του, η γνησιότητά του και η εγκυρότητά του. Ενόψει αυτών οι αιτούντες ζητούν την παραδοχή των αιτήσεών τους και ειδικότερα να κηρυχθεί άκυρη όλη η διεξαχθείσα διαδικασία της προκαταρκτικής εξέτασης και όλες οι προανακριτικές πράξεις που έχουν διενεργηθεί στο πλαίσιο αυτής.
{Σημειώνεται ότι στο πλαίσιο της προκείμενης προκαταρκτικής δικογραφίας, μετά τη διαβίβασή της από την Εισαγγελία Διαφθοράς, δυνάμει των με αριθμό ../9-3-2020 και ...../12-3-2020 διαβιβαστικών της εγγράφων προς την Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Πειραιώς, η αρμόδια Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Πειραιώς, με την με ημερομηνία 6/5/2020 παραγγελία της απευθυνόμενη προς την Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων Σωμάτων Ασφαλείας (Τμήμα Ερευνών και Δίωξης), παρήγγειλε τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης για το αδίκημα (πλημμέλημα) της παράβασης καθήκοντος κατ` εξακολούθηση (259, 98 ΠΚ) και για ηθική αυτουργία στην εν λόγω πράξη (46 §1, 98§1 ΠΚ). Εν συνεχεία η ως άνω Εισαγγελέας με την με ημερομηνία 14-7-2020 νέα (συμπληρωματική) παραγγελία της ζήτησε τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης όχι μόνο για το πλημμέλημα της παράβασης καθήκοντος αλλά και για τα κακουργήματα της δωροληψίας και δωροδοκίας για ενέργειες που αντίκεινται στα καθήκοντα του υπαλλήλου κατ` εξακολούθηση. Τέλος με την με ημερομηνία 9-9-2020 νέα παραγγελία της Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Πειραιώς προς την ως άνω υπηρεσία, παραγγέλθηκε συμπληρωματική (3η κατά σειρά) προκαταρκτική εξέταση για το αδίκημα (πλημμέλημα) της παράβασης καθήκοντος. Οι κατά τα ως άνω παραγγελίες για διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης αφορούν όλο το συμβάν σαν ιστορικό γεγονός (είσοδος του ..... στις φυλακές), αδιαφόρως του νομικού χαρακτηρισμού της πράξης, ήτοι 259 ΠΚ ή 235, 236§2 ΠΚ που ανήκει βεβαίως στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών εφόσον ασκηθεί ποινική δίωξη. Δηλαδή το αντικείμενο της προκαταρκτικής εξέτασης οριοθετείται από το βιοτικό συμβάν, idem factum όχι idem crimen, (ασχέτως της παράθεσης κατά το στάδιο αυτό των νομικών διατάξεων των άρθρων 259, 235§2, 236§2 ΠΚ, η οποία (ενν. παράθεση) επιβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο 244§1 εδ. γ ΚΠοινΔ/2019 για λόγους πληρέστερης ενημέρωσης του υπόπτου και όχι εν είδει θεματικού προσδιορισμού του αντικειμένου της ποινικής δίκης, προσδιορισμός ο οποίος λαμβάνει χώρα μόνο από και δια της κίνησης της ποινικής δίωξης από τον εισαγγελέα" ο δε τελευταίος δεν δεσμεύεται από την παράθεση των διατάξεων ή εν γένει από τον νομικό χαρακτηρισμό της πράξης που έδωσε κατά την παραγγελία για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης καθότι μια τέτοια ενέργεια, μη συνιστώσα κίνηση ποινικής δίωξης, είναι αρκετά πρώιμη. Πάντως από τα μέχρι τούδε προκύψαντα στοιχεία και εν γένει από την όλη εκτίμηση του υλικού της δικογραφίας, συνάγεται ότι το θεματικό αντικείμενο της παρούσας προκαταρκτικής εξέτασης αφορά το πλημμέλημα της παράβασης καθήκοντος. Αναφορικά με το σκέλος των αιτήσεων που αφορά την παραβίαση του υπερασπιστικού τους δικαιώματος και δη για το ότι κατά παράβαση του κατά το άρθρο 100 ΚΠοινΔ/2019 δικαιώματός τους για πρόσβαση στο έγγραφο υλικό της δικογραφίας δεν χορηγήθηκαν στους αιτούντες τα προαναφερθέντα αντίγραφα των ψηφιακών δίσκων, των εκθέσεων απομαγνητοφώνησης, των βουλευμάτων που διέταξαν την άρση του απορρήτου των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων καθώς και των βουλευμάτων (εφόσον υπήρξαν) τα οποία επέτρεψαν τη χρησιμοποίησή τους, ως τυχαίων ευρημάτων στην παρούσα διαδικασία, οι υπό κρίση αιτήσεις θα πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες. Και τούτο διότι, όπως αναφέρθηκε στην υπό στοιχεία I μείζονα σκέψη του παρόντος βουλεύματος, εν προκειμένω, όπως άλλωστε συνομολογούν και οι ίδιοι οι αιτούντες στις κρινόμενες αιτήσεις και στα υπομνήματά τους, δεν πρόκειται για έγγραφα τα οποία υπήρχαν εντός της προκείμενης προκαταρκτικής δικογραφίας και τα οποία δεν χορηγήθηκαν από τους διενεργήσαντες την προκαταρκτική εξέταση, οπότε τότε μόνο υφίσταται παραβίαση του κατά το άρθρο 100 ΚΠοινΔ/2019 υπερασπιστικού τους δικαιώματος αλλά αντιθέτως για έγγραφα τα οποία υπάρχουν σε άλλη δικογραφία και συγκεκριμένα στην με στοιχεία ΑΒΜ ..../..... προκαταρκτική δικογραφία η οποία εκκρεμεί στην Εισαγγελία Εγκλημάτων Διαφθοράς. Από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δικογραφίας και ιδίως από τις με ημερομηνία 24-9-2020 εκθέσεις εξέτασης χωρίς όρκο και εκθέσεις εμφάνισης πληρεξουσίου ή εξουσιοδοτημένου συνηγόρου - γνωστοποίηση της πράξης, οι προσελθόντες, ο μεν πρώτος των αιτούντων αυτοπροσώπως, οι δε λοιποί δια των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, ενώπιον των επιληφθέντων προανακριτικών υπαλλήλων, αφού τους γνωστοποιήθηκαν τα δικαιώματά τους, ζήτησαν και έλαβαν προθεσμία. Παράλληλα χορηγήθηκαν στους ανωτέρω και αντίγραφα της δικογραφίας. Στα δε έγγραφα (αντίγραφα) που τους χορηγήθηκαν δεν περιλαμβάνονται τα αντίγραφα των ψηφιακών δίσκων, στους οποίους φέρονται καταγεγραμμένες οι τηλεφωνικές συνομιλίες με στοιχεία "....... - 30-10-2015", ...1-11-2015", "...., 15-1- 2016" και "......, 3-3-2016" ούτε τα αντίγραφα των εκθέσεων απομαγνητοφώνησης των εν λόγω τηλεφωνικών συνομιλιών, ούτε ακόμη τα αντίγραφα του βουλεύματος που διέταξε αρμοδίως την άρση του (τηλεφωνικού) απορρήτου για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο φέρονται ότι έλαβαν χώρα οι τηλεφωνικές συνομιλίες, οι οποίες αποτέλεσαν αφετηρία για την σε βάρος τους ποινική έρευνα, ήτοι με ημερομηνίες 30-10-2015, 15-1- 2016 και 3-3-2016 αλλά ούτε και αντίγραφο του βουλεύματος που επιτρέπει να χρησιμοποιηθεί το περιεχόμενο των με στοιχεία "..... - 30- 10-2015", ......, 1-11-2015", "....., 15-1-2016" και "..........., 3-3-2016" τηλεφωνικών συνομιλιών προκειμένου να χρησιμοποιηθούν και να ληφθούν υπόψη για τη διακρίβωση άλλου εγκλήματος που αφορά άλλη υπόθεση σε άλλη δίκη. Τα έγγραφα αυτά, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, φέρονται ότι υπήρχαν σε άλλη δικογραφία. Τα δε υπόλοιπα έγγραφα, μεταξύ δε αυτών τα εμπεριεχόμενα στην προκείμενη δικογραφία ως συνημμένα με αριθμούς πρωτοκόλλου ..../9-3-2020 και .../12-3-2020 έγγραφα της Εισαγγελίας Εγκλημάτων Διαφθοράς επίμαχα αποσπάσματα των υπηρεσιακών σημειωμάτων της ΕΥΠ, το εμπεριεχόμενο στη δικογραφία ως συνημμένο στα με αριθμ. πρωτ. .../9-3-2020 και .../12-3-2020 έγγραφο της Εισαγγελίας Εγκλημάτων Διαφθοράς με τίτλο: "Αναφορά ΕΥΠ" (διαβιβαστικό έγγραφο), καθώς και οι ιδιόγραφες σημειώσεις του ανακριτικού υπαλλήλου ο οποίος αποδίδει περιληπτικά το νόημα των αναφερόμενων σε αυτές τηλεφωνικών συνδιαλέξεων, (πληροφοριακό δελτίο της ΕΥΠ) λήφθηκαν από τους αιτούντες - υπόπτους σε αντίγραφα όπως και τα λοιπά έγγραφα της δικογραφίας (ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις και λοιπά αποδεικτικά και διαδικαστικά έγγραφα). Επομένως ό,τι έγγραφο υπήρχε στην προκείμενη προκαταρκτική δικογραφία λήφθηκε από τους αιτούντες και άρα καμία παραβίαση του κατά το άρθρο 100 ΚΠοινΔ/2019 υπερασπιστικού δικαιώματος δεν έλαβε χώρα. Από εκεί και ύστερα το γεγονός ότι οι αιτούντες δεν έλαβαν τους προαναφερθέντες ψηφιακούς δίσκους καθώς και τις σχετικές εκθέσεις απομαγνητοφώνησης, όπως ακόμη και τα σχετικά βουλεύματα των αρμοδίων δικαστικών συμβουλίων για το λόγο ότι αυτά δεν υπήρχαν εντός της προκείμενης δικογραφίας αλλά σε προγενέστερη, τούτο δεν αφορά την, κατά τα ως άνω, παραβίαση του δικαιώματος πρόσβασης στο υλικό της παρούσας δικογραφίας. Το δε αίτημα των νυν προσφευγόντων για χορήγηση αυτών των εγγράφων (σε αντίγραφα) δεν συνυφαίνεται με το (κατά το άρθρο 100 ΚΠοινΔ/2019) δικαίωμα αλλά αποτελεί αποδεικτικής φύσης αίτημα. Η δε μη ικανοποίησή του από τον διευθύνοντα την προκαταρκτική εξέταση εισαγγελέα δίδει το δικαίωμα προσφυγής στο αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο (πλημμελειοδικών εν προκειμένω), (245§5 ΚΠοινΔ/2019). Επομένως το ρητώς διατυπωμένο στις υπό κρίσεις αιτήσεις αίτημα για χορήγηση (σε αντίγραφα) των προαναφερθέντων εγγράφων που υπάρχουν στην από έτους 2016 προκαταρκτική δικογραφία ενώπιον της Εισαγγελίας Εγκλημάτων Διαφθοράς (ψηφιακοί δίσκοι, εκθέσεις απομαγνητοφώνησης κτλ), εκτιμάται ως το κατά το άρθρο 244§5 ΚΠοινΔ/2019 αποδεικτικό αίτημα στρεφόμενο κατά της σιωπηρής άρνησης του εισαγγελέα που εποπτεύει την προκαταρκτική εξέταση να χορηγήσει (προσκομίσει) τα εν λόγω αντίγραφα από έτερη δικογραφία. Ωστόσο το εν λόγω αίτημα [εντασσόμενο στην κατά το άρθρο 244§5 ΚΠοινΔ/2019 επίλυση της αμφισβήτησης μεταξύ υπόπτου και εισαγγελέα (ως προς το οποίο η Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Πειραιώς έχει τοποθετηθεί αρνητικά στην κατά τα ως άνω πρότασή της], θα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο. Κατά πρώτον διότι για τα επίμαχα και ενδιαφέροντα για την παρούσα υπόθεση χρονικά διαστήματα η άρση του απορρήτου έχει διαταχθεί για λόγους εθνικής ασφάλειας (άρθρο 3, 5 Ν. 2225/1994) και ως εκ τούτου το αποδεικτικό υλικό της άρσης του απορρήτου δεν μπορεί να επισυναφθεί σε οποιαδήποτε (αρχική ή μεταγενέστερη) ποινική δικογραφία σύμφωνα με το άρθρο 5§9 Ν. 2225/1994, δοθέντος ότι, όπως αναφέρθηκε στην υπό στοιχ. II μείζονα σκέψη του παρόντος βουλεύματος, η άρση απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας αποτελεί μια εξωποινική - διοικητική διαδικασία για την πρόληψη και όχι για την ποινική διερεύνηση του εγκλήματος και γι` αυτό άλλωστε δεν επιτρέπεται το υλικό των συνδιαλέξεων να αποτελέσει μέρος της ποινικής δικογραφίας (Τσόλιας σε Σ. Παύλου/Θ. Σάμιος, Ειδικοί Ποινικοί Νόμοι, 2η ενημέρωση Ιούνιος 2013, Απόρρητο ηλεκτρονικών επικοινωνιών, τεύχος II, σελ. 22 αριθμ. 28, σελ. 23 αριθμ. 31). Αλλά ακόμη και στην υποθετική περίπτωση που ήθελε γίνει δεκτό ότι οι επίμαχες συνομιλίες είναι ενταγμένες στο πλαίσιο άρσης απορρήτου του άρθρου 4 (προς διακρίβωση ιδιαιτέρως σοβαρών εγκλημάτων) με το ενδεχόμενο επιχείρημα ότι η εξιχνίαση της προαναφερθείσας εγκληματικής οργάνωσης (κύκλωμα εκβιαστών), δεν αφορά την εθνική ασφάλεια και πάλι το εν λόγω αίτημα θα πρέπει να απορριφθεί καθόσον μολονότι, όπως οι ίδιοι οι αιτούντες συνομολογούν άλλωστε, η προκείμενη δικογραφία αφορά έτερη υπόθεση (έτερη υπό ευρεία έννοια ποινική δίκη) σε σχέση με την υπόθεση που εκκρεμεί στην Εισαγγελία Εγκλημάτων Διαφθοράς, θα πρέπει (ακόμη και όταν πρόκειται για άδεια χρησιμοποίησης των τυχαίων ευρημάτων σε άλλη δίκη προς υπεράσπιση του κατηγορουμένου για οποιοδήποτε κακούργημα ή πλημμέλημα, (όπως οι ίδιοι ζητούν με τις αιτήσεις τους), όπως ορίζει το άρθρο 5§10 Ν. 2225/1994, να προηγηθεί η έκδοση νεότερης διάταξης από την αρχή που εξέδωσε την αρχική διάταξη για άρση του απορρήτου με βάση την οποία θα επιτρέπεται η χρήση των ως άνω ευρημάτων σε άλλη δίκη. Υπό τα δεδομένα αυτά, χωρίς προηγούμενη έκδοση τέτοιου βουλεύματος από την εκδώσασα την αρχική διάταξη περί άρσης του απορρήτου αρχή, δεν δύναται το παρόν Συμβούλιο να διατάξει την προσκόμιση των εν λόγω εγγράφων (σε αντίγραφα), ικανοποιώντας τα αντίστοιχα αποδεικτικά αιτήματα των νυν αιτούντων. Σε κάθε περίπτωση οι αιτούντες και μόνο εφόσον ήθελε γίνει δεκτό ότι η προηγηθείσα διαδικασία άρσης του απορρήτου αφορούσε τη διακρίβωση ιδιαιτέρως σοβαρών εγκλημάτων και όχι την εθνική ασφάλεια, έχουν την από, την ως άνω διάταξη, δυνατότητα να ζητήσουν από την αρμόδια αρχή που εξέδωσε τη διάταξη που επέτρεψε την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών, να εκδοθεί νεότερη διάταξη η οποία να επιτρέπει τη λήψη, χρήση και αξιοποίηση των ως άνω τυχαίων ευρημάτων στην παρούσα διαδικασία, επικαλούμενοι μάλιστα το ότι επιθυμούν να τα χρησιμοποιήσουν για την υπεράσπισή τους (για οποιοδήποτε κακούργημα ή πλημμέλημα). Αναφορικά τώρα με το σκέλος των αιτήσεων που σχετίζεται με την κήρυξη απόλυτης ακυρότητας της προκείμενης προκαταρκτικής εξέτασης, λόγω παράνομης αξιοποίησης του περιεχομένου των τηλεφωνικών συνομιλιών σε προκαταρκτική διαδικασία που αφορά τη διερεύνηση του αδικήματος (πλημμελήματος) της παράβασης καθήκοντος (177§2 ΚΠοινΔ), λεκτέα τα ακόλουθα:

Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, η προκείμενη υπό στοιχεία ΑΒΜ: ..../.... προκαταρκτική δικογραφία σχηματίσθηκε κατόπιν των με υπ` αριθμ. πρωτ. .../9-3-2020 και ...../12-3-2020 διαβιβαστικών εγγράφων της Εισαγγελίας Εγκλημάτων Διαφθοράς (λόγω αναρμοδιότητας) με τα συνημμένα αντίγραφα, εξαχθέντα από την με στοιχεία ΑΒΜ ΕΔ ..../.... ποινική προκαταρκτική δικογραφία που εκκρεμεί ενώπιον της ανωτέρω εισαγγελίας για τη διερεύνηση άλλης υπόθεσης και συγκεκριμένα για τη διερεύνηση των πράξεων της εγκληματικής οργάνωσης, της δωροδοκίας υπαλλήλου κατ` εξακολούθηση και κατ` επάγγελμα, δωροληψίας υπαλλήλου κατ` εξακολούθηση και κατ` επάγγελμα, συνέργειας σε δωροληψία υπαλλήλου κατ` εξακολούθηση και κατ` επάγγελμα και της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Στα συνημμένα αντίγραφα που απεστάλησαν από την Εισαγγελία Διαφθοράς περιλαμβάνονται η με αριθμό ..../9-12-2016 αναφορά της ΕΥΠ, το με αριθμό .../../... πληροφοριακό δελτίο της ΕΥΠ, όλες οι διατάξεις κατ` άρθρα 3 και 5 του Ν. 2225/1994 του Εισαγγελέα της ΕΥΠ καθώς και οι συναφείς εγκρίσεις κατά τα άρθρα 5§1 περ. β Ν. 3649/2008 του αρμοδίου Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, οι υπ` αριθμ. 31/2016, 11/2017, 18/2017 προτάσεις, κατ` άρθρο 4 και 5 Ν. 2225/1994, της Εισαγγελέως Εγκλημάτων Διαφθοράς, τα με αριθμό 2116/2016, 380/2017 και 694/2017 βουλεύματα (κατ` άρθρα 4 και 5 του Ν. 2225/1994) του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το με αριθμ. πρωτ. .../22-3-2017 έγγραφο του Διοικητή της ΕΥΠ. Με αφορμή επομένως τα με αριθμό ..../9-3-2020 και .../12-3-2020 έγραφα του Επίκουρου Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς σχηματίσθηκε η προκείμενη προκαταρκτική δικογραφία. Οι τώρα αιτούντες - προσφεύγοντες ισχυρίζονται ότι παρανόμως, ήτοι κατά παράβαση του άρθρου 177§2 ΚΠοινΔ και άρα ακύρως (171§1δ ΚΠοινΔ) λήφθηκαν υπόψη (υπό την έννοια ότι έδωσαν αφορμή για να παραγγελθεί από την αρμόδια Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Πειραιά προκαταρκτική εξέταση) τόσο η προαναφερθείσα αναφορά της ΕΥΠ (διαβιβαστικό έγγραφο) στην οποία περιγράφεται η μέθοδος δράσης (modus openandi) του κυκλώματος εκβιαστών και στη σελίδα 34 της οποίας αναφέρεται (περιγράφοντας το περιεχόμενο των συνομιλιών) ότι ο ένας από τους τώρα αιτούντες - προσφεύγοντες (....) επιτρέπει στον μετέπειτα θανόντα ......... (ο οποίος "φωτογραφίζεται" ως κεντρικός ταμίας της όλης εγκληματικής οργάνωσης - σπείρας εκβιαστών), κάθε είδους διασκεδάσεις (γυναίκες κτλ) να εισέρχεται εντός των χώρων κράτησης των φυλακών Κορυδαλλού, χωρίς να είναι κρατούμενος σε αυτές για κάποια αιτία. Επίσης ότι ακύρως λήφθηκαν υπόψη το ως άνω πληροφοριακό δελτίο της ΕΥΠ και τα πρόχειρα ιδιόγραφα σημειώματα άγνωστου ανακριτικού υπαλλήλου ο οποίος, περιγράφοντας το περιεχόμενο των συνομιλιών, αναφέρει ότι ο ..... δέχεται τηλεφώνημα (από καρτοτηλέφωνο των φυλακών) από κάποιον ........ (κρατούμενο εντός των φυλακών Κορυδαλλού) και ότι ο ανωτέρω (ενν. ο ....) του ανέφερε ότι θα τους επισκεφθεί στις φυλακές ημέρα Δευτέρα ή Τρίτη. Οι αιτιάσεις των προσφευγόντων συνίστανται στο ότι τα ως άνω τυχαία ευρήματα που εξήχθησαν από την άρση απορρήτου τηλεφωνικών επικοινωνιών και συγκεκριμένα από την ως άνω προγενέστερη προκαταρκτική δικογραφία, δεν μπορούν να αξιοποιηθούν αποδεικτικά στην παρούσα διαδικασία καθότι η προκαταρκτική εξέταση αφορά το πλημμέλημα της παράβασης καθήκοντος και παρεκτός του ότι δεν υπάρχει (κατά τη διάταξη του άρθρου 5§10 Ν. 2225/1994) νεότερη διάταξη της αρχής που να επιτρέπει τη χρήση τους σε άλλη ποινική διαδικασία, σε κάθε περίπτωση το αδίκημα αυτό δεν περιλαμβάνεται στον κατάλογο του άρθρου 4 Ν. 2225/1994 και επομένως είναι άκυρη η διαδικασία (προκαταρκτική εξέταση) που κινήθηκε με βάση τα έγγραφα αυτά. Καταρχάς η προκείμενη ποινική προκαταρκτική διαδικασία (243-244 ΚΠοινΔ/2019) αφορά στη διερεύνηση διαφορετικής υπόθεσης σε σχέση με την προγενέστερη υπό στοιχεία ΑΒΜ ΕΔ.../... διαδικασία (προκαταρκτική εξέταση διενεργηθείσα από την Εισαγγελία Διαφθοράς). Η προηγούμενη υπόθεση αφορούσε την εξιχνίαση κυκλώματος το οποίο φέρεται ότι πουλούσε προστασία σε επιχειρήσεις διασκέδασης, μπαρ, strip show κτλ, μέλη του οποίου φέρονται (μεταξύ άλλων) πρόσωπα τα οποία προέρχονται από τους κόλπους της ελληνικής αστυνομίας, της δημοσιογραφίας, της δικηγορίας αλλά και μέσα από το χώρο των φυλακών, (γίνεται αναλυτική περιγραφή του τρόπου δράσης των) ενώ η προκείμενη (ενν. υπόθεση) αφορά το ότι ο ......., φέρων τότε την ιδιότητα του αρχιφύλακα στο κατάστημα κράτησης Κορυδαλλού, επέτρεπε στον ....... (φερόμενο από τους βασικούς εμπλεκόμενους στο κατά τα ως άνω κύκλωμα εκβιαστών) να εισέρχεται ανενόχλητος, χωρίς τήρηση νομίμων διατυπώσεων εντός των χώρων των φυλακών, σε ώρες εκτός επισκεπτηρίου και μάλιστα να διασκεδάζει ο τελευταίος με κρατουμένους, με γυναίκες κτλ. Από τα μέχρι στιγμής συλλεχθέντα στοιχεία δεν φαίνεται να προκύπτει κάποια συμμετοχή, έστω και με την μορφή της διευκόλυνσης (συνέργεια) του ανωτέρω καθώς και των υπολοίπων σωφρονιστικών υπαλλήλων στην έκνομη δραστηριότητα του ....... και των υπολοίπων μελών του κυκλώματος, ώστε λόγω πιθανής συμμετοχής να τίθεται ζήτημα συνάφειας αυτών των υποθέσεων και επομένως να μην πρόκειται για τυχαία ευρήματα. Ούτε επίσης φαίνεται να προέκυψε κάποια άλλη, υπό ευρεία έννοια, εμπλοκή των τώρα υπόπτων - προσφευγόντων με το προαναφερθέν κύκλωμα που διερευνούσε η Εισαγγελία Διαφθοράς. Δεν προέκυψε ότι υφίσταται το αναφερόμενο στην υπό στοιχ. II μείζονα σκέψη του παρόντος βουλεύματος απαραίτητο minimum συνεκτικού δεσμού μεταξύ των ως άνω υποθέσεων. Εκ των πραγμάτων αυτές απαιτούσαν και απαιτούν χωριστή (προκαταρκτική) αποδεικτική διερεύνηση. Τα ευρήματα τα οποία εξήχθησαν από την άρση του τηλεφωνικού απορρήτου στην από έτους 2016 δικογραφία και τα οποία αφορούν τους υπαλλήλους του καταστήματος κράτησης Κορυδαλλού είναι πράγματι τυχαία, υπό την έννοια ότι αν οι διωκτικές αρχές που επελήφθησαν της υπόθεσης που αφορούσε την εξιχνίαση του κυκλώματος εκβιαστών, αξιοποιούσαν το εύρημα αυτό, ασχολούμενες παράλληλα και με το ζήτημα της "ελεύθερης εισόδου" του .... στις φυλακές με την ανοχή του ............ ή/και των λοιπών σωφρονιστικών υπαλλήλων, τότε θα αποπροσανατολιζόταν η αρχική έρευνα και θα παρέκκλινε ουσιωδώς από τον αρχικό της στόχο (εξάρθρωση κυκλώματος). Όπως αναφέρθηκε στην υπό στοιχ. II μείζονα σκέψη του παρόντος βουλεύματος, το στοιχείο (τυχαίο εύρημα) το οποίο εξήχθη από τις άρσεις των τηλεφωνικών συνομιλιών και το οποίο αφορά, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, τις επισκέψεις του ............ στις φυλακές Κορυδαλλού και τις διασκεδάσεις του με κρατουμένους και με γυναίκες κοκ, ουσιαστικά εγκαινιάζει μια νέα αποδεικτική διαδρομή (άλλως μια νέα αποδεικτική - διερευνητική αφετηρία), εντελώς διαφορετική σε σχέση με την πρώτη, με κατάληξη αυτής έναν εντελώς διαφορετικό αποδεικτικό - διερευνητικό προορισμό. Μόνο αν από τα συλλεχθέντα στοιχεία σε αμφότερες τις δικογραφίες αποδεικνυόταν ότι οι τώρα προσφεύγοντες συνεργούν - συνδράμουν (ακριβέστερα διευκολύνουν εν είδει διευκολυντικής αιτιότητας) κατά τρόπο συγκεκριμένο και εξωτερικά διαπιστώσιμο στη δραστηριότητα του ανωτέρω κυκλώματος εκβιαστών, τότε (και μόνο τότε) δεν θα επρόκειτο για άλλη υπόθεση και τα ευρήματα δεν θα ήταν τυχαία. Όμως κάτι τέτοιο δεν προέκυψε. Τα ευρήματα αυτά επομένως είναι πράγματι τυχαία. Ωστόσο διαπιστώνεται ότι εν προκειμένω, καίτοι πρόκειται για τυχαία ευρήματα, δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής του άρθρου 5§10 του Ν. 2225/1994 και των προϋποθέσεων που αυτό τάσσει" και τούτο διότι, όπως αναφέρθηκε στην υπό στοιχ. II μείζονα σκέψη του παρόντος βουλεύματος, η διάταξη αυτή με τις προϋποθέσεις που θέτει (ουσιαστικές και διαδικαστικές), εφαρμόζεται μόνο στις περιπτώσεις εκείνες όπου στην αρχική υπόθεση το απόρρητο ήρθη για τη διακρίβωση ιδιαιτέρως σοβαρών εγκλημάτων, ήτοι με τη διαδικασία των άρθρων 4 και 5 του Ν. 2225/1994 και όχι για λόγους εθνικής ασφάλειας, όπως εν προκειμένω, ήτοι με τη διαδικασία του άρθρου 3 του νόμου αυτού. Το τυχαίο αυτό εύρημα, όπως προκύπτει από τις ενυπάρχουσες στην παρούσα δικογραφία Διατάξεις των Εισαγγελέων Εφετών Αθηνών, ευρέθη κατά την διαδικασία άρσης της τελευταίας αυτής κατηγορίας και όχι για την διακρίβωση ιδιαιτέρως σοβαρών εγκλημάτων. Στη διαδικασία άρσης απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας (3, 5 Ν. 2225/1994), επειδή ακριβώς τα στοιχεία που προκύπτουν από την άρση του απορρήτου δεν επιτρέπεται να αποτελέσουν στοιχείο οποιασδήποτε ποινικής δικογραφίας, (προκειμένου να μην διαρρεύσουν στοιχεία που αφορούν την εθνική ασφάλεια), τότε δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ούτε και σε άλλη ποινική δικογραφία που αφορά άλλη υπόθεση. Ανεξάρτητα όμως από αυτό, ακόμη δηλαδή και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η άρση του απορρήτου που αφορούσε την προκαταρκτική δικογραφία που εκκρεμεί στην Εισαγγελία Εγκλημάτων Διαφθοράς, δεν σχετίζεται με λόγους εθνικής ασφάλειας αλλά με τη διερεύνηση ιδιαιτέρως σοβαρών εγκλημάτων (4 Ν. 2225/1994) και πάλι καταρχήν, με βάση το γράμμα του άρθρου 5§10 Ν. 2225/1994, τα εν λόγω τυχαία ευρήματα δεν θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν από τις διωκτικές αρχές στην παρούσα έτερη ποινική προκαταρκτική διαδικασία. Και τούτο διότι, όπως ορίζει η ως άνω διάταξη, απαιτείται η έτερη ποινική διαδικασία να αφορά αδικήματα που περιλαμβάνονται στον κατάλογο του άρθρου 4 Ν. 2225/1994, ήτοι τα αναφερόμενα σε αυτό κακουργήματα και όχι τα πλημμελήματα` επομένως ούτε και για το πλημμέλημα της παράβασης καθήκοντος. [Τούτο δεν θα πρέπει να συγχέεται με την προβλεπόμενη από το ίδιο άρθρο (5§10 Ν. 2225/1994) δυνατότητα του ίδιου του κατηγορουμένου να αιτηθεί από την εκδώσασα την αρχική διάταξη περί άρσης του απορρήτου αρχή, την έκδοση νέας διάταξης που να του επιτρέπει τη χρήση των τυχαίων ευρημάτων προς υπεράσπισή του σε μεταγενέστερη έτερη δίκη που αφορά οποιοδήποτε κακούργημα ή πλημμέλημα. Εδώ γίνεται λόγος για τη δυνατότητα των διωκτικών αρχών]. Για τις τελευταίες και με την αυτονόητη προϋπόθεση (που δεν συντρέχει εν προκειμένω) ότι η αρχική διαδικασία άρσης του απορρήτου διατάχθηκε για τη διακρίβωση ιδιαιτέρως σοβαρών εγκλημάτων και όχι για λόγους εθνικής ασφάλειας, θα πρέπει η έτερη δίκη στην οποία πρόκειται να γίνει η χρησιμοποίηση και αξιοποίηση των τυχαίων ευρημάτων να αφορά μόνο τα προβλεπόμενα στο άρθρο 4 του εν λόγω νόμου κακουργήματα. Ουδέποτε όμως για πλημμέλημα. Άρα, δοθέντος ότι η παρούσα προκαταρκτική διαδικασία, με βάση τα μέχρι στιγμής συλλεχθέντα αποδεικτικά στοιχεία, αφορά τη διερεύνηση του πλημμελήματος της παράβασης καθήκοντος, καταρχήν η αξιοποίηση των εν λόγω τυχαίων ευρημάτων αφού αυτά αποτέλεσαν το αποδεικτικό έναυσμα για να δοθεί η εισαγγελική παραγγελία για διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, (χωρίς αυτά ουδέποτε θα κινείτο υποψία στις αρχές για το εδώ ερευνώμενο πλημμέλημα), είναι ανεπίτρεπτη (177§2 ΚΠοινΔ). Σημειωτέον ότι, όπως αναφέρθηκε στην υπό στοιχ. Ill μείζονα σκέψη του παρόντος βουλεύματος, η κατά την προαναφερθείσα διάταξη αποδεικτική απαγόρευση δεν αφορά μόνο την άμεση κτήση και αξιοποίηση των απαγορευμένων αποδεικτικών μέσων αλλά και την έμμεση αξιοποίηση αυτών. Έτσι, στην (επίδικη) περίπτωση των τυχαίων ευρημάτων που προέκυψαν από την προγενέστερη διαδικασία άρσης απορρήτου των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων, δεν απαγορεύεται καταρχήν μόνο η αξιοποίηση σε έτερη ποινική δίκη των ψηφιακών δίσκων στους οποίους καταγράφηκαν οι συνομιλίες ή/και των εκθέσεων απομαγνητοφώνησης αυτών αλλά και η έμμεση αξιοποίησή τους μέσω άλλων αποδεικτικών μέσων τα οποία στηρίζονται στα πρώτα, όπως λχ η μαρτυρική κατάθεση του προσώπου που προφορικοποιεί το περιεχόμενο των ως άνω συνομιλιών ή αντίστοιχα η λήψη υπόψη περιληπτικών εγγράφων (σημειωμάτων - γραπτών) ή και διαβιβαστικών εγγράφων στα οποία αποτυπώνεται με τη μορφή περίληψης (σταχυολόγηση) το περιεχόμενο των εν λόγω συνομιλιών. Prima facie σε ποινική διαδικασία που αφορά πλημμέλημα, όπως εν προκειμένω, τα ως άνω τυχαία ευρήματα δεν μπορούν να αξιοποιηθούν. Ωστόσο εγγύτερη εξέταση του όλου ζητήματος οδηγεί στην αποδοχή της θέσης ότι εν τέλει (κατ; αποτέλεσμα δηλαδή) καλώς αξιοποιήθηκαν στην παρούσα διαδικασία τα ως άνω τυχαία ευρήματα, έστω και αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της νομοθεσίας περί απορρήτου των επικοινωνιών (απαγόρευση αξιοποίησης τυχαίων ευρημάτων σε έτερη δίκη για πλημμέλημα, 4, 5§10 Ν.2225/1994 εφόσον βέβαια και πάλι ήθελε γίνει δεκτό ότι η αρχική διαδικασία άρσης απορρήτου δεν έγινε για λόγους εθνικής ασφάλειας αλλά για διακρίβωση ιδιαιτέρως σοβαρών εγκλημάτων του καταλόγου του άρθρου αυτού), και ως εκ τούτου τελικά δεν τίθεται ζήτημα απόλυτης ακυρότητας.

Ειδικότερα: κρίσιμα εν προκειμένω έγγραφα τα οποία έπαιξαν σημαίνοντα ρόλο στην παρούσα προκαταρκτική διαδικασία, υπό την έννοια ότι αποτέλεσαν το αποδεικτικό έναυσμα της παραγγελίας προς διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, είναι: 1) η σχετική έγγραφη αναφορά της ΕΥΠ (κυρίως η σελίδα 34 αυτής που αναφέρεται στον τώρα προσφεύγοντα .....) στην οποία γίνεται σταχυολόγηση του σχετικού αποδεικτικού υλικού στο οποίο περιλαμβάνονται και τηλεφωνικές συνομιλίες οι οποίες προέκυψαν από την άρση του τηλεφωνικού απορρήτου σε προγενέστερη δικογραφία" 2) οι σχετικές ιδιόγραφες σημειώσεις (γραπτά) αγνώστου ανακριτικού υπαλλήλου οι οποίες και αυτές με τη σειρά τους περιγράφουν το περιεχόμενο τηλεφωνικών συνομιλιών μεταξύ του ...... και μίας αλλοδαπής γυναίκας επ` ονόματι ...... του ........... (σχ. η ένορκη μαρτυρική της κατάθεση δια της οποίας επιβεβαιώνεται ότι συναντήθηκε με τον ....... στις φυλακές περί τον Οκτώβριο 2015). Το διαβιβαστικό αυτό έγγραφο της ΕΥΠ, επέχον θέση αναφοράς αξιόποινης πράξης από υπάλληλο (38 ΚΠοινΔ/2019), όπως άλλωστε και οι υπόλοιπες ιδιόγραφες σημειώσεις των ανακριτικών υπαλλήλων (δελτίο αναφοράς) οι οποίες περιγράφουν περιληπτικά το περιεχόμενο των συνομιλιών ορθώς κατ` αποτέλεσμα αξιοποιήθηκαν από τις διωκτικές αρχές. Το διερευνώμενο αδίκημα για το οποίο διενεργήθηκε προκαταρκτική εξέταση (παράβαση καθήκοντος), καίτοι πλημμέλημα, ενέχει μία ιδιαίτερη βαρύτητα και απαξία, ιδίως αν λάβει κανείς υπόψη (απαραίτητη εξάλλου και η in cocreto κρίση καθότι η παράβαση καθήκοντος, λόγω της γενικότητας στη διατύπωση του νόμου, διαφέρει ποσοτικά και ποιοτικά κατά περίπτωση και από υπάλληλο σε υπάλληλο) ότι αφορά όχι οποιονδήποτε δημόσιο υπάλληλο αλλά σωφρονιστικούς υπαλλήλους που υπηρετούν μάλιστα σε ένα από τα κεντρικότερα στην Επικράτεια σωφρονιστικά καταστήματα (Κορυδαλλός). Λαμβάνεται υπόψη ότι η ευκολία με την οποία τρίτα άτομα, με επικίνδυνη ποινική δραστηριότητα, εισέρχονται στους χώρους των φυλακών με τέτοια άνεση και συχνότητα ωσάν να πρόκειται για κατάστημα διασκέδασης ή εστιατόριο, δημιουργεί εύλογες υπόνοιες ότι ενδέχεται να λαμβάνουν χώρα και σοβαρότερες παραβάσεις όπως πχ εμπόριο ναρκωτικών, οργάνωση εγκλημάτων ιδία "ξεκαθάρισμα λογαριασμών" μέσα από τις φυλακές. Συνεκτιμάται ότι η παραβίαση των υπηρεσιακών καθηκόντων εκ μέρους σωφρονιστικών υπαλλήλων είθισται να πραγματοποιείται εν κρυπτώ και απαραβύστω και για το λόγο τούτο η διερεύνηση των σχετικών αδικημάτων είναι δυσεξιχνίαστη ενώ (το σπουδαιότερο) στην προκείμενη περίπτωση από κανένα απολύτως άλλο αποδεικτικό μέσο δεν θα μπορούσε να διερευνηθεί η υπό κρίση υπόθεση, ούτε καν σε επίπεδο προκαταρκτικής διερεύνησης, παρά μόνο με την (έστω και χωρίς του όρους του Ν. 2225/1194) χρήση των τυχαίων ευρημάτων στην παρούσα διαδικασία. Υπό τα δεδομένα αυτά πράγματι οι ανακριτικές αρχές βρίσκονται σε μία είδους αποδεικτική κατάσταση ανάγκης (25 ΠΚ), τουλάχιστον για το παρόν προκαταρκτικό στάδιο, η οποία (ενν. κατάσταση ανάγκης), εκ των πραγμάτων, δικαιολογεί τη χρήση και αξιοποίηση ανεπίτρεπτων αποδεικτικών μέσων. Και τούτο διότι υφίσταται δικαιολογημένο προς τούτο ενδιαφέρον (εξιχνίαση σοβαρών υπηρεσιακών εγκλημάτων τα οποία φέρονται ότι έχουν τελεσθεί από σωφρονιστικούς υπαλλήλους), το οποίο δεν μπορεί να διαφυλαχθεί διαφορετικά ενόψει του ανωτέρω αποδεικτικού αδιεξόδου. Πράγματι, το ότι ο ..... (ύποπτος τότε για ηγετική συμμετοχή σε κύκλωμα εκβιαστών στο οποίο μάλιστα συμμετείχαν στελέχη της ελληνικής αστυνομίας τα οποία φέρονται ότι δωρωδοκούντο και από τον ίδιο για να παράσχουν προστασία σε πολυπληθή αριθμό καταστημάτων σε όλη την Αττική, κύκλωμα στο οποίο φέρεται ότι συμμετείχαν δικηγόροι, εν ενεργεία και πρώην αξιωματικοί της ΕΛΑΣ, εν ενεργεία πολιτικοί κτλ), ανενόχλητος επισκεπτόταν "φίλους του" (πιθανόν συνεργάτες του στη διάπραξη των έκνομων πράξεών του) εντός των φυλακών Κορυδαλλού, με την ανοχή αν όχι συγκατάθεση των σωφρονιστικών υπαλλήλων (σε ένα κατάστημα κράτησης, ως γνωστό, ουδείς μπορεί να εισέλθει σε ώρες εκτός επισκεπτηρίου, όπως εν προκειμένω, αν οι ίδιοι οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι δεν συνεργήσουν σ` αυτό), δεν θα μπορούσε να αποδειχθεί με κανένα απολύτως άλλο τρόπο αν δεν διατασσόταν η άρση των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων στις οποίες ως τυχαίο εύρημα ανακαλύφθηκαν και τηλεφωνικές συνομιλίες μεταξύ ....... και κρατουμένων καθώς και μεταξύ αυτού και της συντρόφου του, η οποία επισκέφτηκε τις φυλακές Κορυδαλλού στις 30-10-2015 όπου βρισκόταν ο ανωτέρω, μη κρατούμενος, σε ώρα εκτός επισκεπτηρίου, να διασκεδάζει με κρατουμένους. Άλλωστε το αποδεικτικό αυτό αδιέξοδο φάνηκε ξεκάθαρα και από τις μετέπειτα από την άρση του απορρήτου, ληφθείσες ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις των σωφρονιστικών υπαλλήλων οι οποίοι στις κρίσιμες ημερομηνίες φέρονται να είχαν βάρδια. Ουδείς εξ` αυτών ανέφερε ότι υπέπεσε κάτι στην αντίληψή του, μολονότι από τις τηλεφωνικές συνομιλίες προκύπτει σαφώς το αντίθετο. Από εκεί και ύστερα το αν οι εν λόγω μαρτυρικές καταθέσεις είναι αληθείς ή αντιθέτως συγκαλυπτικές της αλήθειας, ως απόρροια κακώς νοούμενης συναδελφικής αλληλεγγύης, συντηρούσας ωστόσο την ανομία και τη διαφθορά στο δημόσιο βίο (ιδία μάλιστα στον ευαίσθητο χώρο των καταστημάτων κράτησης), είναι κάτι το οποίο ανήκει στην κρίση των εισαγγελικών και δικαστικών αρχών οι οποίες θα επιληφθούν, εφόσον βεβαίως κριθεί αρμοδίως ότι υφίστανται επαρκείς ενδείξεις ενοχής για να κινηθεί ποινική δίωξη. Όπως αναφέρθηκε στην υπό στοιχεία III μείζονα σκέψη του παρόντος βουλεύματος, παρά την ανεξαίρετη και ενίοτε αφοριστική απαγόρευση αξιοποίησης απαγορευμένων αποδεικτικών μέσων (177§2 ΚΠοινΔ, όπως έχει διαμορφωθεί από το έτος 2008 και ισχύει σήμερα υπό τον νέο ΚΠοινΔ/2019), η αρχή της αναλογικότητας (25 Συντ.), εκ των πραγμάτων επιβάλλει τη στάθμιση των αντιπαρατιθέμενων έννομων και μάλιστα εξίσου συνταγματικά προστατευόμενων έννομων αγαθών. Από το ένα μέρος αντιπαρατίθεται το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα του απαραβίαστου του απορρήτου των επικοινωνιών και από το άλλο το δικαίωμα της Πολιτείας και εμμέσως του κάθε πολίτη, να παρασχεθεί αποτελεσματική δικαστική προστασία (ποινικής μάλιστα φύσεως) ιδίως όταν πρόκειται για διερευνώμενες αξιόποινες πράξεις οι οποίες συνδέονται με φαινόμενα διαφθοράς στο δημόσιο τομέα και ακόμη περισσότερο στον χώρο των σωφρονιστικών καταστημάτων τα οποία, όταν οι υπηρετούντες σε αυτά παραβιάζουν το καθήκον τους, αποτελούν σοβαρές και κυρίως επικίνδυνες εστίες ανεξιχνίαστης (στις περισσότερες περιπτώσεις) εγκληματικότητας. Σε τελική ανάλυση με ένα διάτρητο σωφρονιστικό σύστημα καταρρέει ο λόγος ύπαρξης και ο σκοπός λειτουργίας του ποινικού μηχανισμού της Πολιτείας. Ο τελευταίος κυριολεκτικά θα έχει αποτύχει αν στα καταστήματα κράτησης όλα θεωρούνται επιτρεπτά, διαψεύδοντας εν τέλει την εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς της Πολιτείας και καλλιεργώντας εν γένει μία αίσθηση ανασφάλειας, ατιμωρησίας και επικίνδυνης ανομίας. Έτσι λαμβάνοντας υπόψη τα ακόλουθα στοιχεία και δη: α) τη βαρύτητα και σπουδαιότητα των διερευνώμενων αξιόποινων παραβάσεων, κρινόμενη in concreto [είναι ζήτημα απόδειξης εκ μέρους της κατηγορούσας αρχής το αν η παροχή αδείας για ανεξέλεγκτη είσοδο άσχετων προσώπων σε χώρους φυλακών γίνεται έναντι ανταλλαγμάτων ή όχι, οπότε πιθανότατα στην πρώτη περίπτωση θα στοιχειοθετείται το αδίκημα - κακούργημα της δωροληψίας υπαλλήλου καθώς και αυτό της δωροδοκίας υπαλλήλου για μη νόμιμη ενέργεια" ας μην λησμονείται ότι ο νομικός χαρακτηρισμός του διερευνηθέντος συμβάντος δεν έχει λάβει χώρα από τον εισαγγελέα, πράγμα που σημαίνει ότι, κατά την κρίση του, το ως άνω συμβάν δύναται να λάβει ακόμη και βαρύτερο χαρακτηρισμό αν βέβαια αποφασισθεί από τον ανωτέρω να ασκήσει ποινική δίωξη, πάντως ακόμη και με την, από την μέχρι στιγμής αποδεικτική διερεύνηση της υπόθεσης, σαφή εκδοχή ότι πρόκειται για παράβαση καθήκοντος, και πάλι η διερευνώμενη παραβατικότητα είναι σοβαρή] β) την αδυναμία απόδειξης τέλεσης της ανωτέρω αξιόποινης πράξης (σε όποια ποινική διάταξη και αν υπαχθεί η διερευνώμενη συμπεριφορά, σχετιζόμενη με ενδοϋπηρεσιακό αδίκημα καθόσον άλλωστε δεν θα πρέπει να αγνοείται ότι η διάταξη του άρθρου 259 ΠΚ περιέχει ρήτρα απόλυτης επικουρικότητας με τις οικείες έννομες συνέπειες) με άλλα αποδεικτικά μέσα χωρίς να προσβληθεί το έννομο αγαθό του τηλεφωνικού απορρήτου, (ουδείς μάρτυρας είτε από την πλευρά των υπόλοιπων κρατουμένων, εφόσον γνωρίζουν σχετικά, είτε από την πλευρά των λοιπών σωφρονιστικών υπαλλήλων θα είχε το θάρρος να καταθέσει, οι μεν κρατούμενοι για ευνόητους λόγους, οι δε λοιποί σωφρονιστικοί υπάλληλοι από "συναδελφική αλληλεγγύη", ενώ εξάλλου και η μαρτυρική κατάθεση της ανωτέρω αλλοδαπής η οποία επιβεβαιώνει το περιεχόμενο των συνομιλιών δεν θα υπήρχε καν αν προηγουμένως δεν δινόταν η αφορμή για τη διερεύνηση της υπόθεσης με βάση τις επίμαχες συνομιλίες, όταν μάλιστα οι συνθήκες κάτω από τις οποίες λαμβάνει χώρα η τέλεση αξιόποινων πράξεων εντός φυλακών είναι σκοτεινές και απροσπέλαστες γ) την εκ του άρθρου 25 Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας και της απαγόρευσης καταχρηστικής άσκησης ατομικού δικαιώματος (δεν μπορεί το, κατά τα λοιπά, καταρχήν απαραβίαστο και σεβαστό ατομικό δικαίωμα του απορρήτου των τηλεπικοινωνιών να παρέχει κάλυψη στην εγκληματική δράση αυτών που επικαλούνται προσχηματικά την προστασία του), τότε, εκ των πραγμάτων, θα υπερισχύσει η προστασία της ποινικής αξίωσης της Πολιτείας η οποία έχει κάθε λόγο και ενδιαφέρον να καταπολεμεί φαινόμενα διαφθοράς στο δημόσιο τομέα. Όπως αναφέρθηκε στην υπό στοιχεία III μείζονα σκέψη του παρόντος βουλεύματος, η κάμψη της απόλυτης απαγόρευσης του άρθρου 177§2 ΚΠοινΔ αρύεται από την κατά το άρθρο 25 Συντ. αρχή της αναλογικότητας και εν τέλει από την, εν είδει καταστατικού χάρτη, διάταξη του άρθρου 2§1 Συντ. για την προστασία της ανθρώπινης αξίας, η οποία αναδεικνύει άλλωστε και τον ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα οποιουδήποτε ατομικού δικαιώματος. Η προστασία της ανθρώπινης αξίας επιβάλλει ενίοτε τη χρήση απαγορευμένων αποδεικτικών μέσων όχι μόνο υπέρ του κατηγορουμένου αλλά και σε βάρος αυτού, όταν τα τελευταία αποτελούν το μοναδικό μέσο απόδειξης των καταγγελλομένων εκ μέρους του θύματος ("θύμα" βέβαια από φαινόμενα διαφθοράς στον δημόσιο τομέα είναι η ίδια η Πολιτεία και έμμεσα οι πολίτες της), ιδίως αν αναλογισθεί κανείς ότι υφίσταται ορατός κίνδυνος, αν δεν καταστεί εφικτό, λόγω του ανωτέρω νομικού και αποδεικτικού αδιεξόδου, να διαλευκανθεί το καταγγελλόμενο έγκλημα, είτε ο καταγγέλλων να διωχθεί για τα αδικήματα των άρθρων 224 ή 229 ΠΚ/2019 είτε (αν "καταγγέλλων" είναι η ίδια η Πολιτεία μέσω του αυτεπαγγέλτως ενεργοποιούμενου διωκτικού μηχανισμού της), να αχρηστευθεί στην πράξη η συνταγματικά κατοχυρωμένη υποχρέωσή της να επιτελέσει τον προστατευτικό, υπέρ των πολιτών της, από φαινόμενα διαφθοράς, ρόλο. Σταθμίζοντας τα ανωτέρω δεδομένα η αποδεικτική αξιοποίηση των επίμαχων τυχαίων ευρημάτων τα οποία αποτέλεσαν το έναυσμα προκειμένου να δοθεί παραγγελία για διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, έστω και αν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του Ν. 2225/1994, ήταν τελικά (ήτοι κατ` αποτέλεσμα) θεμιτή και επιτρεπτή, με βάση τις σταθμιστικές αξιολογήσεις που προηγήθηκαν, τουλάχιστον για την παρούσα προκαταρκτική εισέτι διαδικασία διερεύνησης του προαναφερθέντος συμβάντος, λαμβανομένου υπόψη ότι, όπως ορίζει και το άρθρο 243§1εδ.α ΚΠοινΔ/2019, η προκαταρκτική εξέταση διατάσσεται προκειμένου να αποφασισθεί, αφού συλλεχθεί το απαραίτητο αποδεικτικό υλικό, για το αν θα πρέπει να κινηθεί ή όχι ποινική δίωξη` δηλαδή διενεργείται για να διαπιστωθεί όχι το αν υφίστανται ή όχι επαρκείς ενδείξεις ενοχής (τούτο αφορά το στάδιο της ποινικής δίωξης) αλλά προς διαπίστωση ενδεχόμενης τέλεσης αδικήματος και προς τεκμηρίωση ενδεχομένης τέλεσης αδικήματος.

Συνεπώς, υπό το πρίσμα των ανωτέρω σταθμιστικών αξιολογήσεων και του πρώιμου εισέτι δικονομικού σταδίου της προκείμενης ποινικής υπόθεσης, οι αιτιάσεις περί απόλυτης ακυρότητας της διενεργηθείσας προκαταρκτικής εξέτασης λόγω αξιοποίησης ανεπίτρεπτων αποδεικτικών μέσων κρίνονται αβάσιμες. Αναφορικά, τώρα, με τις αιτιάσεις των αιτούντων περί εμφιλοχώρησης σχετικής ακυρότητας, θα πρέπει να αναφερθεί ότι η σχετική αναφορά της ΕΥΠ, επέχουσα θέση αναφοράς αξιόποινης πράξης (διαδικαστικό - διαβιβαστικό έγγραφο) δεν απαιτείται να φέρει τον τύπο της έκθεσης (148 ΚΠοινΔ). (Βλ. Μ. Γεωργιάδου σε Λ. Μαργαρίτη, ερμηνεία κατ` άρθρο 2η έκδοση 2018, άρθρο 148 αριθμ. 1, σελ. 895).

Συνεπώς η έλλειψη αυτής δεν επάγεται ακυρότητα κατ` άρθρο 153 ΚΠοινΔ. Σε κάθε δε περίπτωση, εξαιτίας του ότι στα αυτεπαγγέλτως διωκόμενα εγκλήματα αρκεί και οποιαδήποτε είδηση (πληροφορία) προκειμένου να κινηθεί ο ποινικός δικαιοδοτικός μηχανισμός (36 ΚΠοινΔ/2019), ακόμη και ένα έγγραφο το οποίο είτε δεν φέρει τον τύπο της έκθεσης είτε δεν περιέχει τα απαιτούμενα από το άρθρο 153 ΚΠοινΔ στοιχεία, (μολονότι πρέπει φέρει τον τύπο της έκθεσης), είναι αρκετό προκειμένου να δώσει την απαραίτητη αφορμή ώστε, πριν την άσκηση της ποινικής δίωξης, να παραγγελθεί προκαταρκτική εξέταση, κατά τον ίδιο τρόπο με τον οποίο μία παράτυπη έγκληση ή μήνυση ισχύει ως είδηση (πληροφορία) για πιθανή διάπραξη αυτεπαγγέλτως διωκόμενων εγκλημάτων. Έκθεση, ως το αποτέλεσμα έγγραφης αποτύπωσης διενεργηθείσας προανακριτικής πράξης, συντάσσεται μόνο για τα απομαγνητοφωνημένα κείμενα από τις αρθείσες του απορρήτου συνομιλίες, οπότε πράγματι αυτές θα πρέπει να φέρουν τον τύπο της έκθεσης, όχι όμως για τα διαβιβαστικά έγγραφα. Πέραν τούτου και οι προαναφερθείσες ιδιόχειρες σημειώσεις αγνώστων ανακριτικών υπαλλήλων οι οποίες περιγράφουν το περιεχόμενο των συνομιλιών (δεν τις παραθέτουν αυτούσιες) αποτελούν έγγραφα ανυπόγραφα τα οποία στην ποινική διαδικασία, λόγω της αρχής της ηθικής απόδειξης, εκτιμώνται ελεύθερα (177§1 ΚΠοινΔ). Μπορεί βέβαια το περιεχόμενο αυτών των εγγράφων να έχει βασισθεί στις επίμαχες συνομιλίες, ωστόσο, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, εν προκειμένω, έστω και αν δεν πληρούνται οι όροι του νόμου περί απορρήτου των επικοινωνιών, λόγω της προαναφερθείσας αποδεικτικής κατάστασης ανάγκης, με βάση μία σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία του άρθρου 177§2 ΚΠοινΔ και σύμφωνα με την επιχειρούμενη κατά τα ως άνω στάθμιση, καλώς εν τέλει λήφθηκαν υπόψη στο παρόν προκαταρκτικό στάδιο. Κατά τα λοιπά το παρόν Συμβούλιο αναφέρεται στις ορθές και νόμιμες σκέψεις της εισαγγελικής πρότασης, προς αποφυγή άσκοπων επαναλήψεων (ΟλΑΠ 1227/1979, ΑΠ 12/2011, ΑΠ 1332/2010 ΤΝΠ Nomos). Επομένως οι υπό κρίση αιτήσεις θα πρέπει να απορριφθούν κατ` ουσίαν".

Στο προσβαλλόμενο αυτό βούλευμα καίτοι υφίστανται σαφείς παραδοχές ότι :

1) η δικογραφία ΑΒΜ ../.., ( στην οποία αφορούσαν οι υποβληθείσες από τους προαναφερθέντες αιτούντες σωφρονιστικούς υπαλλήλους ..... κλπ και απορριφθείσες με το βούλευμα αιτήσεις ) σχηματίσθηκε, κατόπιν των υπ`αριθμ. πρωτ. .../9-3-2020 και ..../12-3-2020 διαβιβαστικών εγγράφων της Εισαγγελίας Εγκλημάτων Διαφθοράς, με υπηρεσιακά αντίγραφα που εξήχθησαν από την ΑΒΜ .../... προκαταρκτική δικογραφία της Εισαγγελίας Διαφθοράς, που αφορά διερεύνηση διαφορετικής υπόθεσης και συγκεκριμένα πράξεων εγκληματικής οργάνωσης, δωροληψίας υπαλλήλου κατ`εξακολούθηση και κατ`επάγγελμα, συνέργειας στην άνω πράξη και νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα.

2) στα αντίγραφα που χορηγήθηκαν στους αιτούντες δεν περιλαμβάνονται αντίγραφα των λεπτομερώς αναφερομένων ψηφιακών δίσκων όπου καταγράφηκαν συνομιλίες ούτε οι εκθέσεις απομαγνητοφώνησης αυτών κλπ....ούτε αντίγραφο του βουλεύματος που επιτρέπει να χρησιμοποιηθεί το περιεχόμενο των τηλεφωνικών συνομιλιών, που αφορούν στην διακρίβωση άλλου εγκλήματος άλλης υπόθεσης σε άλλη δίκη, ήτοι αυτής με τα στοιχεία ΑΒΜ ..../.....

3) για να χορηγηθούν τα αιτούμενα αντίγραφα των εγγράφων που περιέχονται στην ΑΒΜ .../.... δικογραφία απαιτείται η έκδοση νεότερης εισαγγελικής διάταξης και βουλεύματος για την άρση του απορρήτου, γεγονός που δεν συντρέχει στην παρούσα περίπτωση

4) μεταξύ των δύο αυτών υποθέσεων (ΑΒΜ .../... και ΑΒΜ ..../..... ) δεν υφίσταται συνάφεια ούτε ο "minimum" συνεκτικός δεσμός

5) η δικογραφία ΑΒΜ .../.... αφορά την διερεύνηση του πλημμελήματος της παράβασης καθήκοντος.

6) τα ευρήματα τα οποία εξήχθησαν από την άρση του απορρήτου στην από του έτους 2016 δικογραφία ( ΑΒΜ .../.... ) και αφορούν τους υπαλλήλους του καταστήματος κράτησης Κορυδαλλού είναι πράγματι τυχαία ευρήματα.

7) η αξιοποίηση των εν λόγω τυχαίων ευρημάτων είναι ανεπίτρεπτη, ως και η έμμεση αξιοποίησή τους μέσω άλλων αποδεικτικών μέσων, εν τούτοις στην συνέχεια, με την επίκληση ως δικαιολογητικής βάσης της αρχής της Αναλογικότητας και της από το άρθρο 25 του ΠΚ κατάστασης ανάγκης που αίρει το άδικο, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών με το προσβαλλόμενο βούλευμα ανέτρεψε και ακύρωσε τα ανωτέρω με τις παραδοχές ότι επειδή η συγκεκριμένη αξιόποινη πράξη της παράβασης καθήκοντος ενέχει ιδιαίτερη απαξία και βαρύτητα, συντρέχει δε δυσχέρεια ως προς την απόδειξη της τέλεσής του με άλλο τρόπο , η αποδεικτική αξιοποίηση των επίμαχων τυχαίων ευρημάτων τυγχάνει θεμιτή και επιτρεπτή έστω και αν δεν πληρούνται οι προυποθέσεις του Ν. 2225/1994. Με βάση δε τις σταθμιστικές αυτές αξιολογήσεις απέρριψε ως αβάσιμες τις αιτιάσεις των αιτούντων περί απόλυτης ακυρότητας της διενεργηθείσας προκαταρκτικής εξέτασης λόγω αξιοποίησης ανεπίτρεπτων αποδεικτικών μέσων.

Μετά από αυτά και δεδομένου ότι α) πεδίο εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 25 του ΠΚ περί καταστάσεως ανάγκης που αίρει το άδικο δεν υφίσταται επί παραβίασης διατάξεων δικονομικού δικαίου από τους εφαρμοστές του με σκοπό να κριθούν σύννομες ενέργειες δικονομικές που έγιναν καθ` υπέρβαση της δικαιοδοσίας τους και κατόπιν εσφαλμένης ερμηνείας του νόμου και β) η αρχή της αναλογικότητας (άρθρ. 25 Σ) με την οποία στενά συνδεδεμένη είναι και η αρχή του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου ( άρθρ. 2 παρ.1 Σ ), δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής όταν δεν συμβιβάζεται με την συνταγματική απαίτηση της ασφάλειας και σταθερότητας των ποινικών ορισμών, που αποσκοπεί στην προστασία του πολίτη από την δικαστική αυθαιρεσία, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πειραιώς με την ένταξη των επιμάχων τυχαίων ευρημάτων στην σχηματισθείσα για το πλημμέλημα της παράβασης καθήκοντος ΑΒΜ .../... δικογραφία, τα οποία είχαν προκύψει από την άρση απορρήτου άλλης, διαφορετικής και μη συναφούς δικογραφίας ( ΑΒΜ .../.... ) και συνακόλουθα με την αποδεικτική αξιοποίηση αυτών παρά τον νόμο, αφού δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του Ν.2225/1994, άσκησε δικαιοδοσία που δεν του παρέχεται από τον νόμο, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφήρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 25 του Συντάγματος και 25 του ΠΚ και προσέβαλε το δικαίωμα υπεράσπισης των αιτούντων αφού παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 19 παρ. 1,3 του Συντάγματος που απαγορεύει τη χρήση αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του άρθρου αυτού και των άρθρων 9 και 9Α του Σ και 6 παρ 1α της ΕΣΔΑ περί δικαίας δίκης.

Κατ` ακολουθία των ανωτέρω το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πειραιώς με το προσβαλλόμενο βούλευμα υπέπεσε στις αναιρετικές πληµµέλειες: α) Της απόλυτης ακυρότητας, (άρθρα 484 α - 171 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.), β) της υπέρβασης εξουσίας, (άρθρο 484 παρ. 1 στ. Κ.Ποιν.Δ.) και γ) της εσφαλµένης ερµηνείας και εφαρµογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 25 Π. Κ. (άρθρο 484 παρ. 1β ΚΠοιν.Δ. ). Πρέπει επομένως να αναιρεθεί εν μέρει και δη κατά το μέρος που απέρριψε κατ`ουσία τις ως άνω απο 28/9/2020 και 29/9/2020 αιτήσεις κηρύξεως ακυρότητας πράξεων της προδικασίας που διενεργήθηκε επί της ΑΒΜ ..../....... δικογραφίας, κατά το σκέλος τους που αναφέρεται στο ότι "Εµφιλοχώρησε απόλυτη ακυρότητα κατ` άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ` ΚΠοινΔ, λόγω µη νόµιµης αποδεικτικής αξιοποίησης κατ` άρθρο 177 παρ. 2 ΚΠοινΔ των ανωτέρω µε στοιχεία "....., 30.10.2015", ...., 1.11 .. 2015", "......., 15.1.2016" και ".............., 3.3.2016" αποµαγνητοφωνηµένων συνοµιλιών", και να παραπεµφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συµβούλιο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που συµµετείχαν για την έκδοση αυτού, άρθρο 519 Κ.Ποιν.Δ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί εν μέρει το υπ`αριθμ. 640/2020 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς κατά το μέρος που απέρριψε κατ`ουσία τις από 28/9/2020 και 29/9/2020 αιτήσεις κηρύξεως ακυρότητας πράξεων της προδικασίας που διενεργήθηκε επί της ΑΒΜ .../..... δικογραφίας, κατά το σκέλος τους που αναφέρεται στο ότι "Εµφυλοχώρησε απόλυτη ακυρότητα κατ` άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ` ΚΠοινΔ, λόγω µη νόµιµης αποδεικτικής αξιοποίησης κατ` άρθρο 177 παρ. 2 ΚΠοινΔ των ανωτέρω µε στοιχεία "....., 30.10.2015", ......, 1.11. 2015", "...., 15.1.2016" και "........, 3.3.2016" αποµαγνητοφωνηµένων συνοµιλιών".

Παραπέμπει την υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συµβούλιο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που συµµετείχαν για την έκδοση αυτού.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 28 Μαΐου 2021.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ                                   Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΕΚΔΟΘΗΚΕ στην Αθήνα στις 15 Ιουλίου 2021.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                               Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ν.Σ. - Α.Σ.
 
 

  

Must red-read

Διατάραξη "διαταραγμένων" vs Περιύβρισης Αρχής (καταργημένου χουντικού εγκλήματος)

      1161/1986 ΠΛΗΜΜ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ       ΑΡΜ/1987 (326)       Έγκλημα διαταράξεως συνεδριάσεως του δικαστηρίου. Έγκλημα       περιύβρισης αρ...