Υπέπεσε στην αντίληψή μας ότι συγκεκριμένη Πρόεδρος Πρωτοδικών Αθηνών, η οποία προήχθη σε Εφέτη, αλλά και λοιπά play - boys και play - girls της Δικαιοσύνης, αποπειράθηκαν να άρουν το απόρρητο προσωπικού (και ουχί ειδησεογραφικού) ιστολογίου, γράφοντας στα παλαιότερα των υποδημάτων τους τις σαφείς διατάξεις του Νόμου, που απαγορεύουν κάτι τέτοιο.
Μάλιστα, η παραπάνω Πρόεδρος είχε το θράσος να επικαλεστεί ότι συγκεκριμένος Δικηγόρος διαδίκου είναι διαχειριστής συγκεκριμένου προσωπικού ιστολογίου, προκειμένου να ζητήσει να γίνει δεκτή δήλωση αποχής της, ισχυριζόμενη ότι με ανάρτησή του προσέβαλε, βάναυσα (βαναυσότερα της νομολογίας της) την προσωπικότητά της.
Και τα play - mobiles της Justicia ανέλαβαν δράση, "δικαιώνοντας" τον διάδικο που εκπροσωπούσε ο δικηγόρος, με λεπτομέρειες που μόλις αποκαλυφθούν θα προκαλέσουν κλυδωνισμούς στον χώρο της πρ. Σχολής Ευελπίδων. Γιατί στην πρ. Σχολή μάλλον υπηρετεί μια μειοψηφία από νύν στρατιωτάκια εμπάθειας και μεροληψίας, ταγμένα στην εξυπηρέτηση άνομων σκοπών, κάτι σαν Ηλιαία, κάτι σαν νομολογία από Αντωνία Ηλία. Τα οποία παρακωλύουν την νόμιμη δράση των έντιμων Δικαστών που θέλουν να εξοβελίσουν...
Θ.Υ.Π.
Ακολουθεί εισήγηση εγνωσμένου κύρους και νομικής κατάρτισης Αρεοπαγίτη, που βάλλει κατά της ανεπίτρεπτης άρσης απορρήτου προσωπικών ιστολογίων:
Α) Νομικό Μέρος
Στο άρθρο 19 παρ. 1 του
Συντάγματος ορίζεται ότι το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης
ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απόλυτα
απαραβίαστο (εδ. α') και ότι νόμος ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η
δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λύγους εθνικής ασφάλειας ή
για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων (εδ. β΄). Επίσης στην παρ. 3 του
ίδιου άρθρου ορίζεται ότι απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων που έχουν
αποκτηθεί κατά παράβαση του άρθρου αυτού και των άρθρων 9 και 9Α του Σ. Το
άρθρο 19 κατοχυρώνει την ελευθερία και το απόρρητο κάθε μορφής ιδιωτικής (μη
δημόσιας) επικοινωνίας, και ειδικότερα προστατεύει την ελευθερία και το
απόρρητο του μηνύματος κάθε προσωπικής ή επαγγελματικής επικοινωνίας, την οποία
το υποκείμενο του δικαιώματος - αποστολέας εννοεί και επιθυμεί ως μυστική ή
εμπιστευτική, ενώ το μήνυμα καθεαυτό προστατεύεται από το άρθρο 14 παρ. 1 του
Σ., το οποίο κατοχυρώνει την ελευθερία του προσώπου για διαμόρφωση, έκφραση και
διάδοση της γνώμης του με κάθε τρόπο και μέσο (προφορικά, γραπτά, ηλεκτρονικά κ.λπ.).
Κατά ορθότερη γνώμη, το απόρρητο καλύπτει (εκτός από το περιεχόμενο) και το
γεγονός της επικοινωνίας, το οποίο τελεί σε άμεση σύνδεση και άγει σε αποκάλυψη
του περιεχομένου αυτής, ώστε να απαγορεύεται στους φορείς δημόσιας εξουσίας και
σε ιδιωτικές επιχειρήσεις παροχής, κατά κρατική παραχώρηση, ταχυδρομικών ή
τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών να λαμβάνουν γνώση και να γνωστοποιούν σε τρίτους,
δημόσιες αρχές ή ιδιώτες, τόσο το περιεχόμενο όσο και τα εξωτερικά στοιχεία που
προσδιορίζουν και αποκαλύπτουν την πραγματοποίηση της ιδιωτικής επικοινωνίας
(αριθμοί κλήσεων, ονόματα αποστολέα και αποδέκτη κ.λπ.). Το απόρρητο της
επικοινωνίας ισχύει ανεξάρτητα από τον παράνομο και εγκληματικό ή όχι χαρακτήρα
του περιεχομένου της, όπως σαφώς υπονοείται και προκύπτει από τις διατάξεις του
άρθρου 19 παρ. 1 εδ. β' και 3 του Σ., που προβλέπουν τη δυνατότητα άρσης του
απορρήτου (και) για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων και απαγορεύουν τη
χρήση αποδεικτικών μέσων που αποκτήθηκαν κατά παράβαση των άρθρων 19, 9 και 9Α
του Σ.. Η επικοινωνία μέσω διαδικτύου είναι, καταρχήν, δημόσια και δεν
καλύπτεται από το απόρρητο του άρθρου 19 Σ., εκτός αν ο συνδρομητής και
διαχειριστής ιστολογίου έχει επιλέξει (κατά τη σύνδεσή του ή αργότερα)
κατάλληλα τεχνικά μέτρα (κωδικούς πρόσβασης, κωδικούς ασφαλείας κ.λπ.), ώστε να
εξασφαλίζει τα στοιχεία της μυστικότητας ή εμπιστευτικότητας στην ηλεκτρονική
επικοινωνία με τους επισκέπτες του ιστολογίου του, καθορίζοντας μόνο ο ίδιος
πόσα και ποια άτομα θα εισέρχονται σ’αυτό και αν θα έχουν δυνατότητα διατύπωσης
μηνυμάτων ή σχολίων στο περιεχόμενο του ιστολογίου. Εξάλλου, κατά την
προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 1 εδ. β' του Σ., ο ειδικός περιορισμός του απορρήτου της
επικοινωνίας εισάγεται μόνο με νόμο (τυπικό ή ουσιαστικό), μπορεί να
εφαρμόζεται μόνο από τη
δικαστική αρχή (και όχι από
διοικητικά όργανα), επιτρέπεται μόνο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για
τη διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων
(και όχι εγκλημάτων μικρότερης ποινικής απαξίας) και
πρέπει να συνοδεύεται από εγγυήσεις, που περιστέλλουν τις συνέπειες άσκησής του
στο αναγκαίο μέτρο και αποτρέπουν την πρόσβαση στην επικοινωνία προσώπων άλλων
από τα μνημονευόμενα στη δικαστική απόφαση για περιορισμό του απορρήτου (βλ. Π.
Δαγτόγλου, Ατομικά Δικαιώματα έκδοση 2012 σελ. 353 επ. αρ. 534, 536,537,540,
540α' και 542, Χρυσόγονο, Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα έκδ. 2006 σελ.
256-260, Ν. Λίβο ΠΧρ. ΜΖ σελ. 737 επ.. Αρ. Χαραλαμπάκη ΝοΒ 50 σελ. 1069 επ.).
Η ελευθερία γνώμης και
πληροφορίας του άρθρου 14 παρ. 1 του Σ. αναφέρεται μόνο στις σχέσεις του
προσώπου με τους φορείς δημόσιας εξουσίας (και όχι με ιδιώτες), τελεί υπό τη
γενική συνταγματική επιφύλαξη της τήρησης των νόμων, εμπεριέχει την κριτική
καθεαυτή ανεξάρτητα από το αντικείμενό της, δεν περιλαμβάνει την ελευθερία
προσβολής της τιμής άλλων (που κατοχυρώνεται από το άρθρο 5 παρ. 2 εδ. α' του
Σ. και προστατεύεται ποινικά από τα άρθρα 361 επ. του ΠΚ) και μπορεί να
υποβληθεί σε θεμιτούς και αναγκαίους νομοθετικούς περιορισμούς απαγόρευσης και
κολασμού πράξεων, που υπονομεύουν ή αντίκεινται στη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 2
του Σ., κατά την οποία η Ελλάδα, ακολουθώντας τους γενικούς κανόνες του
διεθνούς δικαίου, επιδιώκει την εμπέδωση της ειρήνης, της δικαιοσύνης, καθώς
και την ανάπτυξη των φιλικών σχέσεων μεταξύ λαών και κρατών (βλ. Π. Δαγτόγλου
ο.π. σελ. 411 επ. αρ. 603, 619, 621, 622, 625. 627 κατ 632).
Η διάταξη του άρθρου 9
παρ. 1 εδ. β' του Σ., κατά την οποία η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόμου
είναι απαραβίαστη και η οποία προστατεύει την ιδιωτική και οικογενειακή σφαίρα
(πλην του ασύλου της κατοικίας, της ελευθερίας της επικοινωνίας και της
ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης, που κατοχυρώνονται από ειδικές
συνταγματικές διατάξεις), απαγορεύει, μεταξύ άλλων, την οπτική ή ακουστική
παρακολούθηση ή καταγραφή με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο της ιδιωτικής ζωής, εκτός
από ενέργειες που επιχειρούνται στο νόμιμο πλαίσιο για τη διερεύνηση, αποκάλυψη
και δίωξη σοβαρών εγκλημάτων (βλ. Π. Δαγτόγλου ο.π. σελ. 332 αρ. 498 επ.).
Η νέα διάταξη του άρθρου
9Α του Σ. (τροποποίηση έτους 2001), κατά την οποία καθένας έχει
δικαίωμα προστασίας από τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση, ιδίως με ηλεκτρονικά
μέσα, των προσωπικών του δεδομένων, όπως νόμος ορίζει ..., κατοχυρώνει την
πληροφοριακή αυτοδιάθεση και προστατεύει τα προσωπικά δεδομένα, ενώ, όπως ήδη
αναφέρθηκε, η επίσης νέα διάταξη του άρθρου 19 παρ. 3 του Σ. απαγορεύει τη
χρήση αποδεικτικών μέσων, που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση των άρθρων 9, 9Α
και 19 του Σ.
Εξάλλου, με τα άρθρα 4
και 5 του ν. 2225/1994 (εκτελεστικός του άρθρου 19 του Σ.), για την προστασία
της ελευθερίας της ανταπόκρισης και επικοινωνίας... όπως αυτός μεταγενέστερα
τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με τους ν. 3115/2003, 3606/2007, 3658/2008,
3666/2008 και 4042/2012, ορίστηκαν οι περιπτώσεις, οι όροι και η τηρητέα
διαδικασία άρσης του απορρήτου της επικοινωνίας για τη διακρίβωση ιδιαίτερα
σοβαρών εγκλημάτων και για λόγους εθνικής ασφάλειας. Ειδικότερα στο άρθρο 4
προβλέπονται περιοριστικά τα εγκλήματα, για τα οποία επιτρέπεται άρση απορρήτου
και ορίζεται : α) ότι η άρση του απορρήτου διατάσσεται με αιτιολογημένο
βούλευμα του αρμόδιου καθ’ύλην και κατά τόπον συμβουλίου Εφετών ή
Πλημμελειοδικών μόνο αν διαπιστωθεί ότι η διερεύνηση της υπόθεσης ή η
εξακρίβωση του τόπου διαμονής του κατηγορουμένου είναι αδύνατη ή ουσιωδώς
δυσχερής χωρίς αυτή, ύστερα από σχετική αίτηση του εισαγγελέα που εποπτεύει ή
ενεργεί προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση και του ανακριτή που ενεργεί
τακτική ανάκριση για τα μνημονευόμενα εγκλήματα, β) ότι η άρση στρέφεται μόνο
κατά συγκεκριμένου προσώπου ή προσώπων, τα οποία έχουν σχέση με την ερευνώμενη
υπόθεση ή για τα οποία, βάσει συγκεκριμένων περιστατικών, προκύπτει ότι
λαμβάνουν ή μεταφέρουν συγκεκριμένα μηνύματα που αφορούν τον κατηγορούμενο ή
προέρχονται από αυτόν ή χρησιμοποιούνται ως σύνδεσμοί του και γ) ότι σε
εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις την άρση μπορεί να διατάξει ο εισαγγελέας που
ενεργεί την προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση και ο ανακριτής που ενεργεί την
τακτική ανάκριση, υποχρεούμενοι να εισαγάγουν μέσα σε τρεις ημέρες το ζήτημα
στο αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο. Επίσης στο άρθρο 5, μεταξύ άλλων, ορίζεται :
α) ότι η χρονική διάρκεια της άρσης του απορρήτου δεν μπορεί να υπερβεί
συνολικά τους δέκα μήνες, β) ότι το περιεχόμενο της ανταπόκρισης ή επικοινωνίας,
που έγινε γνωστό λόγω άρσης του απορρήτου, καθώς και κάθε άλλο στοιχείο σχετικό
μ'αυτή απαγορεύεται, με ποινή ακυρότητας, να χρησιμοποιηθεί και να ληφθεί υπόψη
ως άμεση ή έμμεση απόδειξη σε άλλη ποινική, πολιτική, διοικητική ή πειθαρχική
δίκη και διοικητική διαδικασία για σκοπό διαφορετικό από εκείνον που είχε
καθοριστεί με τη διάταξη και γ) ότι, κατ'εξαίρεση, η αρχή που εξέδωσε τη
διάταξη μπορεί να επιτρέψει, με αιτιολογημένη νεότερη διάταξή της, να
χρησιμοποιηθούν και να ληφθούν υπόψη τα παραπάνω στοιχεία για τη διακρίβωση
άλλου ιδιαίτερα σοβαρού εγκλήματος από τα αναφερόμενα στο άρθρο 4, καθώς και
για υπεράσπιση κατηγορουμένου σε ποινική δίκη για πλημμέλημα ή κακούργημα.
Ακόμη πρέπει να αναφερθεί ότι στην αιτιολογική έκθεση του ν. 3115/2003 (ΚΝοΒ
τόμος 55 σελ. 234 επ.) σημειώνεται, μεταξύ άλλων, ότι η προστασία του απορρήτου
καταλαμβάνει τόσο το περιεχόμενο όσο και το γεγονός της επικοινωνίας και
δεσμεύει όχι μόνο τις δημόσιες αρχές, αλλά και τους ιδιώτες που παρέχουν
τηλεπικοινωνιακές και ταχυδρομικές υπηρεσίες.
Η διάταξη του άρθρου 19
παρ. 3 του Σ., κατά την οποία απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων που έχουν
αποκτηθεί (από δημόσιες αρχές ή ιδιώτες) κατά παράβαση των άρθρων 19, 9 και 9Α
του Σ., όπως γίνεται γενικά δεκτό στη συνταγματική θεωρία, είναι κανονιστικά
πλήρης με άμεση εφαρμογή, εισάγεται απευθείας στο σύστημα όλων των κωδίκων ή
άλλων δικονομικών νόμων, δεσμεύει όλα τα κρατικά όργανα ανεξάρτητα από την
έκδοση ή όχι σχετικού νόμου και ισχύει σε όλες τις δικαστικές, διοικητικές ή
πειθαρχικές διαδικασίες. Η εν λόγω απαγόρευση δεν αφορά αυτονοήτως αποδεικτικά
μέσα που έχουν αποκτηθεί με σύννομη άρση του απορρήτου κατά τις προαναφερόμενες
διατάξεις των άρθρων 4 και 5 του ν. 2225/1994. Με τη διάταξη του άρθρου 19 παρ.
3 του Σ. εισάγεται περιορισμός στο δικαίωμα απόδειξης ως ειδικότερης έκφανσης
του δικαιώματος παροχής εννόμου προστασίας, που κατοχυρώνεται (με επιφύλαξη
νόμου) στο άρθρο 20 παρ. 1 του Σ., και συγχρόνως εισάγεται περιορισμός σε
δικαιώματα των οποίων επιδιώκεται εκάστοτε δικαστική προστασία, που ενδέχεται
να έχουν απόλυτη συνταγματική κατοχύρωση, όπως η ζωή, η τιμή, η ελευθερία (με
στενή έννοια) κ.λπ.. Σε ακραίες μόνο περιπτώσεις είναι συνταγματικώς επιτρεπτή
η κάμψη του κανόνα της μη χρήσης αποδεικτικών μέσων που αποκτήθηκαν κατά
παράβαση των άρθρων 19, 9 και 9Α του Σ., εφόσον η μη χρήση αυτών
αποκλείει την απόδειξη γεγονότων και οδηγεί σε ιδιαίτερα σοβαρή προσβολή άλλων
συνταγματικών δικαιωμάτων, όπως είναι το δικαίωμα απόδειξης της αθωότητας
κατηγορουμένου ιδίως για ιδιαίτερα σοβαρά εγκλήματα, και μόνο εφόσον η εν λόγω
προσβολή, λόγιο της φύσης ή/και της βαρύτητάς της, συνιστά ταυτόχρονα και
προσβολή της ανθρώπινης αξίας, η οποία προστατεύεται από τη θεμελιώδη και μη
αναθεωρήσιμη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Σ., που ορίζει ότι ο σεβασμός και
η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της
Πολιτείας. Η διάταξη δε αυτή μπορεί να λειτουργήσει ως συνταγματικό θεμέλιο για
την, καταρχήν, απαγόρευση της χρήσης αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί
κατά παράβαση και άλλων συνταγματικών διατάξεων, οι οποίες κατοχυρώνουν
θεμελιώδη δικαιώματα ή αρχές που δεν μνημονεύονται στην απαγόρευση της διάταξης
του άρθρου 19 παρ. 3 του Σ., όπως είναι η ζωή, η προστασία κατά βασανιστηρίων κ.λπ..
Η δικαστική αξιολόγηση και στάθμιση για τη συνδρομή ή μη στη συγκεκριμένη
περίπτωση δικονομικής κατάστασης ανάγκης, που δικαιολογεί, κατ’εξαίρεση, τη
χρήση αποδεικτικών μέσων που αποκτήθηκαν παράνομα, λόγω προσβολής της
ανθρώπινης αξίας σε περίπτωση μη χρησιμοποίησής τους, πρέπει να γίνεται με βάση
την αρχή της αναλογικότητας, η οποία καθιερώνεται ρητά με τη διάταξη του άρθρου
25 παρ. 1 εδ. δ' του Σ. και την οποία οφείλει να σέβεται κάθε περιορισμός των
ατομικών δικαιωμάτων είτε προβλέπεται απευθείας από το Σ. είτε προβλέπεται από
νόμο, υπέρ του οποίου υπάρχει συνταγματική επιφύλαξη. Ειδικότερα, η αρχή της αναλογικότητας μεταξύ του περιοριστικού μέτρου και του
σκοπού που προορίζεται να εξυπηρετεί ο περιορισμός, ως περιορισμός των περιορισμών
που προβλέπει το Σ., επιβάλλει στον νομοθέτη : α) ο θεσπιζόμενος περιορισμός να
επιδιώκει θεμιτό σκοπό, δηλαδή τον σκοπό που ορίζει ρητά η ειδική νομοθετική
επιφύλαξη ή τον σκοπό που εμπίπτει στο νόημα της γενικής νομοθετικής επιφύλαξης
(προστασία του κοινωνικού συνόλου ή δικαιωμάτων τρίτων), β) το προβλεπόμενο
μέσο ή ο τρόπος του περιορισμού να είναι θεμιτός, γ) ο θεσπιζόμενος περιορισμός
να είναι κατάλληλος και αναγκαίος για την επίτευξη του σκοπού, για τον οποίο
εισάγεται και δ) η συγκριτική στάθμιση των συγκρουόμενων αγαθών, δηλαδή του
αγαθού στο οποίο αποβλέπει ο περιορισμός και του αγαθού που προστατεύει το
δικαίωμα, πρέπει στη συγκεκριμένη περίπτωση (in concreto) να
αποβαίνει υπέρ του πρώτου. Ο δικαστικός έλεγχος δεν υπεισέρχεται στη σκοπιμότητα
και περιορίζεται στη συνταγματικότητα των
σχετικών νομοθετικών επιλογών, εξετάζοντας μόνο μήπως ο περιορισμός που επέλεξε
ο νομοθέτης είναι ακατάλληλος ή μη αναγκαίος ή δυσανάλογος προς τον επιδιωκόμενο
σκοπό. Ο δεύτερος περιορισμός των συνταγματικών περιορισμών είναι, όπως γίνεται
δεκτό σε θεωρία και νομολογία, η αρχή της προστασίας του πυρήνα του θεμελιώδους
συνταγματικού δικαιώματος, η οποία ισχύει για κάθε νομοθετική επιφύλαξη και
θεμελιώνεται στη λογική του συστήματος των περιορισμών, όριο των οποίων είναι ο
ουσιαστικός πυρήνας, δηλαδή το ελάχιστο περιεχόμενο του δικαιώματος (βλ.
σχετικά Π. Δαγτόγλου ο.π. αρ. 176 επ., 308 επ. και 636 επ., Δ. Τσάτσο,
Συνταγματικό Δίκαιο έκδ. 1988 σελ. 177, 233, 245-250, 260 και 266, Χρυσόγονο
ο.π. σελ. 57, 61-63, 83 επ., 90-95 και 256-267, Τζ. Ηλιοπούλου-Στράγγα, Χρήση
παρανόμων αποδεικτικών μέσων και δικαίωμα υπεράσπισης κατηγορουμένου έκδ. 2003,
σελ. 54. 60, 63-64, 71, 77, 100, 103-104. 107, 117 και 119-120, Στ. Ματθία, Η
Αναλογικότητα κατά το Σ., την ΕΣΔΑ και τον Χάρτη σε Ελλ.Δνη 47 σελ. 1 επ., Γ.
Τσόλια, Προς ένα σύγχρονο νομικό πλαίσιο προστασίας του απορρήτου των
επικοινωνιών Ποιν.Δικ. 2005 σελ. 792 επ. και Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα στον
τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών... ΔίΜΜΕ 2008 σελ. 175 επ., Γ. Νούσκαλη
ΠΧρ. ΞΒ σελ.246 επ.. Ανδρουλάκη ΠΧρ. ΝΖ σελ. 865 επ., Η. Αναγνωστόπουλο ΠΧρ. ΝΒ
σελ. 439, Α, Τζαννετή ΠΧρ. Μ.Η σελ. 105 επ. και ΠΧρ. ΜΕ σελ. 5 επ., Σ.
Τσακυράκη ΝοΒ 41 σελ. 995 επ., Ολ. ΑΠ 17/1993 και εισήγηση Δ. Κονδύλη, ΑΠ
42/2004 Ελλ.Δνη 45 σελ. 1557 επ., ΑΠ 1622/2005 ΠΧρ. ΝΣΤ σελ. 426, ΑΠ 924/2009
δημοσιευμένη στη ΝΟΜΟΣ, Α. Ζύγουρα σε ΠΧρ. ΝΗ σελ. 1013 και γνωμοδότηση ΑΔΑΕ
1/2005).
Περαιτέρω, με τον ν.
2472/1997 (για την προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού
χαρακτήρα) είχε καθοριστεί το πλαίσιο της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού
χαρακτήρα και τα δικαιώματα των υποκειμένων τους, ρύθμιση που συμπληρώθηκε με
το άρθρο 11 του ν. 2774/1999 (για την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα
στον τηλεπικοινωνιακό τομέα). Ακολούθησε, κατ'εφαρμογή της Οδηγίας 2002/58/ΕΚ,
ο ν. 3471/2006 (για την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και της
ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών και την τροποποίηση του
ν. 2472/1997). Ενώ, με τον ν. 3917/2011 (για τη διατήρηση δεδομένων που
παράγονται ή υποβάλλονται σε επεξεργασία σε συνάρτηση με την παροχή διαθεσίμων
στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή δημοσίων δικτύων
επικοινωνίας...), ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο η Οδηγία 2006/24/ΕΚ, που
τροποποίησε την προγενέστερη Οδηγία 2002/58/ΕΚ.
Ειδικότερα, σύμφωνα με
το άρθρο 4 παρ. 1 του ν. 3471/2006 (ο οποίος, κατά το άρθρο 3 αυτού, έχει
εφαρμογή κατά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και τη διασφάλιση
του απορρήτου των επικοινωνιών στο πλαίσιο παροχής από δημόσια δίκτυα
διαθεσίμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών), α) προστατεύεται από
το απόρρητο των επικοινωνιών οποιαδήποτε χρήση των υπηρεσιών ηλεκτρονικών
επικοινωνιών που παρέχονται μέσω δημοσίου δικτύου επικοινωνιών και των
διαθεσίμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, καθώς και των συναφών
δεδομένων κίνησης και θέσης, όπως αυτά ορίζονται στις διατάξεις του άρθρου 2
του ίδιου νόμου, στα οποία περιλαμβάνονται η ταυτότητα σύνδεσης ή του τερματικού
εξοπλισμού του συνδρομητή, οι κωδικοί πρόσβασης,
ο χρόνος επικοινωνίας, τα στοιχεία εντοπισμού του τερματικού εξοπλισμού του
χρήστη κ.λπ. και β) η άρση του απορρήτου είναι επιτρεπτή μόνο υπό τις
προϋποθέσεις και τις διαδικασίες που προβλέπονται από το άρθρο 19 του Σ.. Ενώ,
κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, απαγορεύεται η ακρόαση, υποκλοπή ή άλλο είδος
παρακολούθησης ή επιτήρησης των ηλεκτρονικών επικοινωνιών και των συναφών
δεδομένων κίνησης και θέσης, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά από τον νόμο.
Επίσης στο άρθρο 5 αυτού, το οποίο ορίζει τους κανόνες επεξεργασίας των
προσωπικών δεδομένων και των
δεδομένων κίνησης και θέσης, προβλέπεται, μεταξύ άλλων, ότι ο
φορέας παροχής δημοσίου δικτύου ή και διαθέσιμης στο κοινό υπηρεσίας
ηλεκτρονικών επικοινωνιών δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιεί τα δεδομένα
προσωπικού χαρακτήρα και τα δεδομένα κίνησης και θέσης ή να τα διαβιβάζει σε
τρίτους για άλλους σκοπούς, εκτός αν ο συνδρομητής ή ο χρήστης έχει δώσει τη
ρητή και ειδική συγκατάθεσή του, η οποία, για τη διαβίβαση των δεδομένων σε
τρίτους, πρέπει να είναι (και) έγγραφη.
Στο δε άρθρο 6 προβλέπεται, μεταξύ άλλων, α) ότι τα δεδομένα κίνησης, που
υποβάλλονται σε επεξεργασία και αποθηκεύονται από τον φορέα παροχής δημοσίου
δικτύου ή και διαθέσιμης στο κοινό υπηρεσίας ηλεκτρονικών υπηρεσιών,
καταστρέφονται ή καθίστανται ανώνυμα με κατάλληλη κωδικοποίηση και β) ότι,
κατ'εξαίρεση, επιτρέπεται χωρίς (προηγούμενη) συγκατάθεση του συνδρομητή ή χρήστη
η επεξεργασία των δεδομένων θέσης από τους εν λόγω φορείς, προκειμένου να
παρέχουν στις αρμόδιες αρχές για την αντιμετώπιση καταστάσεων ανάγκης τις
αναγκαίες πληροφορίες για τον εντοπισμό του καλούντος και μόνο γι'αυτόν τον
συγκεκριμένο σκοπό. Τέλος, για τους σκοπούς του ν. 3471/2006 ως «επικοινωνία»
νοείται κάθε πληροφορία που ανταλλάσσεται ή διαβιβάζεται μεταξύ ενός πεπερασμένου
αριθμού μερών μέσω μίας διαθέσιμης στο κοινό υπηρεσίας ηλεκτρονικών
επικοινωνιών, ενώ ως «Δημόσιο δίκτυο επικοινωνιών» νοείται το δίκτυο
ηλεκτρονικών επικοινωνιών, που χρησιμοποιείται εξ ολοκλήρου ή κυρίως για την παροχή
διαθεσίμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών (άρθρο 2 παρ. 5 και
10). Όπως δε σημειώνεται στη σχετική αιτιολογική έκθεση (βλ. ΚΝοΒ τόμος 54 σελ.
1071), α) ως επικοινωνία κατά το άρθρο 2 του ν. 3471/2000 θεωρείται και η
παρεχόμενη μέσω διαδικτύου, καθώς και οι πληροφορίες που μεταβιβάζονται μέσω
των υπηρεσιών πολυμέσων, διαλογικής τηλεόρασης και βίντεο κατά παραγγελία,
εφόσον αφορούν αναγνωρίσιμο συνδρομητή ή χρήστη και β) ότι, ως προς την
προστασία των επικοινωνιών, οι διατάξεις του εν λόγω νόμου συμπληρώνουν τις προϋπάρχουσες
σχετικές διατάξεις του ν. 2225/1994, του ν. 3115/2003 και των νομοθετημάτων που
εκδόθηκαν κατ'εξουσιοδότησή τους.
Περαιτέρω, σύμφωνα με το
άρθρο 3 του ν. 3917/2011, κατά παρέκκλιση των σχετικών διατάξεων του ν.
3471/2006 (που προβλέπουν, καταρχήν, τη διατήρηση και επεξεργασία από τους
παρόχους των δεδομένων της επικοινωνίας των συνδρομητών και χρηστών μόνο για
τους σκοπούς μετάδοσης και χρέωσης αυτής, καθώς και την καταστροφή ή την
ανωνυμοποίησή τους με τη λήξη της επικοινωνίας), οι πάροχοι διαθέσιμων στο
κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή δημόσιου δικτύου επικοινωνιών
υποχρεούνται να διατηρούν τα δεδομένα του άρθρου 5 του ίδιου νόμου, όταν αυτά
παράγονται ή υποβάλλονται σε επεξεργασία από αυτούς κατά την παροχή των
υπηρεσιών επικοινωνιών, ενώ απαγορεύεται η διατήρηση δεδομένων που αποκαλύπτουν
το περιεχόμενο των επικοινωνιών. Κατά το άρθρο 4 αυτού, τα δεδομένα του άρθρου
5 παρέχονται μόνο στις αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με τη διαδικασία, τις
προϋποθέσεις και τους όρους πρόσβασης που ορίζονται στον ν. 2225/1994. Ενώ,
κατά το άρθρο 5 (που ορίζει τις διατηρούμενες κατηγορίες δεδομένων), μεταξύ
άλλων, διατηρούνται : α) ως δεδομένα αναγκαία
για την ανίχνευση και τον
προσδιορισμό της πηγής επικοινωνίας, όσον αφορά την πρόσβαση στο διαδίκτυο και
τις υπηρεσίες ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και τηλεφωνίας μέσω διαδικτύου, αα) ο
αποδοθείς κωδικός ταυτότητας χρήστη, ββ) ο κωδικός ταυτότητας χρήστη και ο
τηλεφωνικός αριθμός που δίνονται σε κάθε επικοινωνία που εισέρχεται στο δημόσιο
τηλεφωνικό δίκτυο και γγ) το ονοματεπώνυμο και η διεύθυνση του συνδρομητή ή
εγγεγραμμένου χρήστη, στον οποίο είχε αποδοθεί κατά τον χρόνο επικοινωνίας
διεύθυνση IP (πρωτοκόλλου διαδικτύου),
κωδικός ταυτότητας χρήστη ή αριθμός τηλεφώνου. Και β) ως δεδομένα αναγκαία για
τον προσδιορισμό της ημερομηνίας, ώρας και διάρκειας της επικοινωνίας, όσον
αφορά την πρόσβαση στο διαδίκτυο και τις υπηρεσίες ηλεκτρονικού ταχυδρομείου
και τηλεφωνίας μέσω διαδικτύου, αα) η ημερομηνία και η ώρα σύνδεσης και
αποσύνδεσης με το διαδίκτυο με βάση συγκεκριμένη ωριαία ζώνη, καθώς και η
διεύθυνση πρωτοκόλλου του διαδικτύου (IP), είτε
δυναμική είτε στατική, που απέδωσε στην επικοινωνία ο πάροχος υπηρεσιών
πρόσβασης στο διαδίκτυο, καθώς και ο κωδικός ταυτότητας χρήστη του συνδρομητή ή
εγγεγραμμένου χρήστη και ββ) η ημερομηνία και η ώρα σύνδεσης και αποσύνδεσης με
την υπηρεσία ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή τηλεφωνίας μέσω διαδικτύου, με βάση
συγκεκριμένη ωριαία ζώνη. Εξάλλου, κατά το άρθρο 2 του ν. 3917/2011, ως
«δεδομένα» ορίζονται τα δεδομένα κίνησης και θέσης και τα συναφή δεδομένα που
είναι αναγκαία για την αναγνώριση του συνδρομητή ή χρήστη και ως «κωδικός
ταυτότητας χρήστη» ορίζεται ο μοναδικός αναγνωριστικός κωδικός που αποδίδεται
σε κάθε πρόσωπο, όταν καθίσταται συνδρομητής ή εγγράφεται σε κάποια υπηρεσία πρόσβασης
στο διαδίκτυο ή επικοινωνίας μέσω του διαδικτύου.
Κατά το άρθρο 1 του εν
λόγω νόμου, η υποχρέωση διατήρησης των δεδομένων καθιερώνεται, προκειμένου αυτά
να καθίστανται διαθέσιμα στις αρμόδιες αρχές για τη διακρίβωση ιδιαίτερα
σοβαρών εγκλημάτων, όπως τα εγκλήματα αυτά ορίζονται στο άρθρο 4 του ν.
2223/1994, ενώ δεν εμπίπτει στο πεδίο ισχύος αυτού το περιεχόμενο των
ηλεκτρονικών επικοινωνιών και οι
πληροφορίες, στις οποίες η πρόσβαση πραγματοποιείται με τη χρήση δικτύου
ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Τέλος, στην αιτιολογική έκθεση του ν. 3917/2011
(ΚΝοΒ τόμος 59 σελ. 158 επ.) σημειώνονται, μεταξύ άλλων, και τα ακόλουθα : Ότι
η διατήρηση των δεδομένων της επικοινωνίας αποσκοπεί, σύμφωνα με το άρθρο 19
παρ. 1 του Σ., στη διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων, καθώς, κατά το
άρθρο 1 παρ. 1 της Οδηγίας 2006/24/ΕΚ, η σχετική υποχρέωση αποσκοπεί στη
διερεύνηση, διαπίστωση και δίωξη σοβαρών ποινικών αδικημάτων, όπως ορίζονται
βάσει του εθνικού δικαίου των κρατών μελών. Ότι η διατήρηση των δεδομένων της
επικοινωνίας δεν συνιστά ανακριτική πράξη, αφού αυτά παραμένουν στα αρχεία του
παρόχου, δεν υποβάλλονται σε επεξεργασία και γνωστοποιούνται στις αρμόδιες
αρχές μόνο υπό τις προϋποθέσεις και τις διαδικασίες του εκτελεστικού νόμου του
άρθρου 19 παρ. 5 του Σ. Ότι η ανακριτική πράξη της άρσης του απορρήτου των
επικοινωνιών διενεργείται κατά το άρθρο 4 του ν. 2225/1994, όπως εκάστοτε
ισχύει, για τη διακρίβωση των εκεί αναφερομένων εγκλημάτων στο πλαίσιο
ανάκρισης ή προανάκρισης και ότι
δεν επιτρέπεται προληπτική επεξεργασία
των διατηρουμένων δεδομένων, η οποία θα προσέκρουε στο άρθρο 19 του Σ.
και στην αρχή της αναλογικότητας. Ότι η
επεξεργασία των πληροφοριών που προκύπτουν από τα δεδομένα αυτά επιτρέπεται
μόνο εφόσον διαταχθεί η διενέργεια της ανακριτικής πράξης της άρσης του
απορρήτου σε βάρος συγκεκριμένου προσώπου για την τέλεση συγκεκριμένου
εγκλήματος και ότι, σε αντίθετη περίπτωση, η διεξαγόμενη ανακριτική πράξη είναι
μη νόμιμη και άκυρη. Ότι στα διατηρούμενα δεδομένα οπωσδήποτε δεν εμπίπτουν το
περιεχόμενο της επικοινωνίας και η ιστοσελίδα, καθώς και οι πληροφορίες που
παράγονται από την επικοινωνία μέσω διαδικτύου, όπως προβλέπεται και στο άρθρο
2 παρ. 2 της Οδηγίας 2006/24/ΕΚ. Και ότι τα διατηρούμενα δεδομένα, ως εξωτερικά
στοιχεία της επικοινωνίας, συνθέτουν, μαζί με το περιεχόμενο της επικοινωνίας,
υπό ευρεία έννοια την έννοια του απορρήτου της επικοινωνίας και απολαμβάνουν
της συνταγματικής προστασίας του απορρήτου των επικοινωνιών, όπως ορίζεται και
στο άρθρο 4 του ν. 3471/2006.
Β) Τεχνικό Μέρος
Περαιτέρω, σε σχέση με
το Διαδίκτυο (Internet) και τη
λειτουργία του πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα : Το διαδίκτυο είναι ένα
ανοικτό, μη ιεραρχικό και συνδεόμενο σύνολο - σύστημα δικτύων, όπως εκείνα που
χρησιμοποιούν το πρωτόκολλο ελέγχου εκπομπής (Transmission Control Protocol-TCP) και το πρωτόκολλο διαδικτύου ( Internet Protocol -
IP). Κύριο χαρακτηριστικό του Διαδικτύου είναι ότι δεν
υπάρχει σ'αυτό ένας συντονιστικός κεντρικός υπολογιστής ή ένα συντονιστικό
κέντρο, αλλά υπάρχουν πολλοί κεντρικοί υπολογιστές (host computers, servers κ.λπ.),
οι οποίοι συνδέονται μεταξύ τους με
επίγεια και δορυφορικά επικοινωνιακά συστήματα και δικτυώνονται σε πολλές
κατευθύνσεις διαμορφώνοντας συνολική εικόνα ηλεκτρονικού πλέγματος με συνεχή
ροή δεδομένων μέσα στο σύστημα, τα οποία δεν αποστέλλονται με μορφή
αναμετάδοσης από πομπό σε δέκτη, αλλά διαχέονται σε όλες τις γραμμές του
παγκοσμίου διαδικτυακού πλέγματος. Ο χρήστης συνδέεται με το διαδίκτυο μέσω των
φορέων παροχής πρόσβασης (Internet Service Providers), η δε σύνδεση με αυτούς γίνεται μέσω μίας συσκευής (modem) και του τηλεφωνικού δικτύου, δηλαδή ο χρήστης,
αφού καλέσει έναν αριθμό του παρόχου και πετύχει τη σύνδεση, εισέρχεται στο
Διαδίκτυο, όπου κινείται πλέον ελεύθερα, εκτελώντας τις ενέργειες που ο ίδιος
επιλέγει. Τα ιστολογία (blogs) είναι
διαδραστικά διαδικτυακά ημερολόγια, που περιλαμβάνουν υπερζεύξεις (hyperlinks) και καταχωρήσεις απόψεων και έχουν ως βασική
μονάδα τις καταχωρήσεις, δηλαδή στήλες με περιεχόμενο που ανανεώνεται, ενώ οι
ιστότοποι (websites) έχουν ως βασική
μονάδα ιστοσελίδες (web pages), δηλαδή στήλες με σταθερό περιεχόμενο. Κατά την
περιήγηση στο διαδίκτυο ο χρήστης επισκέπτεται με τη βοήθεια ειδικών
προγραμμάτων (browsers) τις ιστοσελίδες
άλλων χρηστών, πληκτρολογώντας την επιθυμητή διεύθυνση, η οποία αντιστοιχεί
στην αριθμητική εκδοχή της διεύθυνσης που περιέχει το πρωτόκολλο του Διαδικτύου
και αποτελείται από σύνολο λέξεων που συνήθως ανταποκρίνονται και στην ταυτότητα
του κατόχου της ιστοσελίδας. Επίσης ο χρήστης μπορεί να μετέχει σε ομάδες
συζήτησης (news groups), όπου
διεξάγονται συζητήσεις και δημοσιεύονται ειδήσεις με αποστολή προς την ομάδα
ηλεκτρονικών μηνυμάτων, τα οποία μπορούν να αναγνωστούν από όλα τα μέλη που έχουν
εγγραφεί ως συνδρομητές σ'αυτή. Οι πάροχοι συνδέονται με ισχυρούς υπολογιστές -
διακομιστές και παρέχουν συνήθως στους συνδρομητές τους διεύθυνση και
λειτουργία ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e-mail),
συμμετοχή σε ομάδες συζήτησης, διαδικτυακά αναμεταδιδόμενες συζητήσεις (Internet Relay Chat -IRC) και
περιήγηση στον παγκόσμιο ιστό, ενώ πολλοί πάροχοι φιλοξενούν στους υπολογιστές
τους τις ιστοσελίδες που έχει δημιουργήσει ο συνδρομητής τους, ο οποίος αποκτά
έτσι και ενεργητική παρουσία στο δίκτυο
με δική του ηλεκτρονική διεύθυνση. Έτσι οι πάροχοι πρόσβασης στο Διαδίκτυο,
εκτός από διαμεσολαβητές δεδομένων, ασκούν έλεγχο στον ψηφιακό χώρο, όπου
εντάσσονται οι χρήστες - συνδρομητές τους και τα δεδομένα που διακινούνται μέσω
αυτών (παρόχων), στους οποίους αναγνωρίζεται μία οιονεί κυβερνητική λειτουργία.
Στις συζητήσεις IRC οι χρήστες του
Διαδικτύου ανταλλάσσουν μηνύματα
σε πραγματικό χρόνο, αφού συνδεθούν σε οποιοδήποτε,
καταρχήν, κανάλι συζητήσεων, στο οποίο εισέρχονται με χρήση ψευδωνύμων και
μπορούν να εμφανίζονται με όποια ταυτότητα επιθυμούν και να διαπράττουν διάφορες
εγκληματικές πράξεις. Σ'αυτές τις περιπτώσεις ο εντοπισμός των δραστών δεν
αποκλείεται μετά από συνεργασία των παρόχων, διασταύρωση στοιχείων,
παρακολούθηση από τις ανακριτικές αρχές κ.λπ.. Στην περίπτωση των ιστοσελίδων
τα δεδομένα (κείμενα, εικόνες, ήχοι κ.λπ.) ενσωματώνονται σταθερά σε υλικό
φορέα τόσο στον υπολογιστή του δημιουργού τους, όσο και στον υπολογιστή του
παρόχου που φιλοξενεί τα δεδομένα (Host
computer). Επίσης τα δεδομένα, με την τοποθέτησή τους στην
ιστοσελίδα, αποκτούν ταυτότητα προέλευσης, δηλαδή ανήκουν σε συγκεκριμένη
ηλεκτρονική διεύθυνση και, στον βαθμό που η διεύθυνση αυτή μπορεί να δηλώσει
τον εκφραστή του διανοητικού περιεχομένου τους, τα δεδομένα συνδέονται με συγκεκριμένο πρόσωπο. Οι
ηλεκτρονικές διευθύνσεις, όμως, που περιέχουν ψευδώνυμα, φανταστικά ονόματα,
περιγραφικές ενδείξεις κ.λπ., δεν είναι πρόσφορες για τη σύνδεσή τους με συγκεκριμένο πρόσωπο - διαμορφωτή
των καταχωριζομένων σελίδων. Τέλος, το ευρύμορφο ιστολόγιο με την κατάληξη «blogspot.com» ανήκει
στην εταιρεία Google Ink, που εδρεύει στις Η.Π.Α., κατά δε τη δημιουργία
ιστολογίου στην Ελλάδα με φορέα παροχής υπηρεσιών Internet την Google Inc και κατά τη σχετική σύνδεση του δημιουργού του
ιστολογίου με το διαδίκτυο, ο τοπικός πάροχος (Otenet κ.λπ.)
παραχωρεί σ'αυτόν τον αριθμό IP, ο οποίος
ακολούθως καταγράφεται στα αρχεία της Google Inc και εφεξής συνοδεύει τον
δημιουργό του ιστολογίου σε κάθε ανάρτηση που πραγματοποιεί στο διαδίκτυο. Έτσι,
ο αριθμός IP και όλα τα στοιχεία - ηλεκτρονικά
ίχνη κάθε ανάρτησης στο διαδίκτυο καταχωρούνται μόνο και τηρούνται στα αρχεία
καταγραφής (log Files) εξυπηρετητή (server) της Google Inc. Σε περίπτωση δε που η Google Inc αποκαλύψει τον αριθμό IP συγκεκριμένης ανάρτησης - καταχώρησης, με παρέμβαση
της αρμόδιας ελληνικής αρχής κατά τη νόμιμη διαδικασία και με βάση τον εν λόγω
αριθμό IP, είναι δυνατό να προσδιοριστεί ο τοπικός πάροχος πρόσβασης
στο διαδίκτυο και μέσω αυτού να αποκαλυφθεί ο κάτοχος της συσκευής ADSL ή
DialUp, που διέθετε τον σχετικό αριθμό IP κατά τον χρόνο πραγματοποίησης των επίμαχων
καταχωρήσεων, ώστε να προσεγγιστεί και να ταυτοποιηθεί ο δημιουργός τους (βλ.
σχετικά Κιούπη, Ποινικό Δίκαιο και Internet σελ.
21 έως 29, 35-36, 75-85 και 161-165 και I. Χοχλιούρο Θέματα ασφάλειας
ηλεκτρονικών υποδομών και εφαρμογών σελ. 45 επ. και 63 επ.).
Τέλος, ως προς τα
τεχνικά και λοιπά χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου ψευδώνυμου ιστολογίου ..., πρέπει να σημειωθεί ότι καλύπτεται και
προστατεύεται α) από τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 1 του Σ., που κατοχυρώνει
την ελευθερία του προσώπου για έκφραση και διάδοση της γνώμης του με κάθε τρόπο
και μέσο (και ηλεκτρονικά), β) από τη διάταξη του άρθρου 9Α του Σ.,
που κατοχυρώνει την πληροφοριακή αυτοδιάθεση του προσώπου και προστατεύει τα
προσωπικά δεδομένα και γ) από τη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 3 του Σ., που
απαγορεύει τη χρήση αποδεικτικών μέσων, που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση (πλην
των άρθρων 19 και 9) και του άρθρου 9Α του Σ., η οποία, όπως
προαναφέρθηκε, είναι κανονιστικά πλήρης με άμεση εφαρμογή, δεσμεύει όλα τα
κρατικά όργανα και ισχύει σε όλες τις δικαστικές, διοικητικές και πειθαρχικές
διαδικασίες. Εξάλλου, το ιστολόγιο αυτό (περιεχόμενο και εξωτερικά ή συνδετικά
δεδομένα ή δεδομένα θέσης και κίνησης) προστατεύεται από τις οικείες διατάξεις
των ν. 3471/2006 και 3917/2011, οι οποίες ρητά αναφέρονται και στην επικοινωνία
που παρέχεται μέσω διαδικτύου και οι οποίες έχουν αναλυθεί λεπτομερώς στις
οικείες θέσεις του νομικού μέρους του παρόντος κεφαλαίου. Ως εκ τούτου, τα
δεδομένα που είναι αναγκαία για την ανίχνευση και τον προσδιορισμό της πηγής
επικοινωνίας μέσω διαδικτύου και για την αναγνώριση και ταυτοποίηση του
δημιουργού και διαχειριστή συγκεκριμένου ιστολογίου (κωδικός ταυτότητας χρήστη,
ονοματεπώνυμο και διεύθυνση συνδρομητή ή εγγεγραμμένου χρήστη κ.λπ.) παρέχονται, χωρίς προηγούμενη έγγραφη συγκατάθεση
του συνδρομητή ή χρήστη, από τους φορείς παροχής στο κοινό ηλεκτρονικών
υπηρεσιών μέσω διαδικτύου (παρόχους) μόνο προς τις αρμόδιες δικαστικές αρχές,
σύμφωνα με τη διαδικασία, τις προϋποθέσεις και τους όρους πρόσβασης που
ορίζονται στον ν. 2225/1994. Οποιαδήποτε δε αναζήτηση από δημόσιες αρχές τέτοιων δεδομένων επικοινωνίας, που
κατατείνει στον εντοπισμό και την ταυτοποίηση δημιουργού, διαχειριστή ή χρήστη
ιστολογίου, πολλώ δε μάλλον καταχωρητή, ως εν προκειμένω, και παρακάμπτει τα
εχέγγυα προστασίας τους που τάσσονται με τον ν. 2225/1994, είναι μη νόμιμη και
άκυρη. Τα δε σχετικά αποδεικτικά στοιχεία, που συλλέγονται και αντλούνται,
άμεσα ή έμμεσα, χωρίς να έχουν τηρηθεί η
διαδικασία, οι όροι και οι προϋποθέσεις του ν. 2225/1994, είναι παράνομα
και δεν επιτρέπεται η χρήση τους σε όλες τις δικαστικές, διοικητικές ή
πειθαρχικές διαδικασίες. Επομένως, και στην προκείμενη αστική (ούτε καν
ποινική) διαδικασία δεν επιτρέπεται να ληφθούν υπόψη
αποδεικτικά στοιχεία που αντλούνται, άμεσα ή έμμεσα, από το επίμαχο ιστολόγιο
και κατατείνουν στην αναγνώριση και ταυτοποίηση του υπεύθυνου δημιουργού και
διαχειριστή του, αφού δεν έχουν τηρηθεί οι εγγυήσεις άρσης του απορρήτου του ν.
2225/1994. Δεν συντρέχει δε στην προκείμενη υπόθεση περίπτωση για κατ' εξαίρεση χρήση των παρανόμων αποδεικτικών μέσων, χάριν προστασίας
άλλων δικαιωμάτων (απόδειξης γεγονότων ποινικού και πειθαρχικού ενδιαφέροντος,
τιμής θιγομένων κ.λπ.), καθόσον, από την συγκριτική στάθμιση των συγκρουόμενων
αγαθών και με βάση την αρχή της αναλογικότητας, την οποία οφείλει να σέβεται
κάθε περιορισμός των ατομικών δικαιωμάτων, ο αποκλεισμός της χρήσης των εν
λόγω μέσων δεν οδηγεί σε ιδιαίτερα σοβαρή προσβολή αυτών των δικαιωμάτων, η
οποία προσβολή, λόγω της φύσης ή/και της βαρύτητας της, να συνιστά ταυτόχρονα
και προσβολή της ανθρώπινης αξίας κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 1 του Σ.,
οπότε και μόνο θα επιβαλλόταν η κάμψη του σχετικού κανόνα, όπως λεπτομερέστερα
εκτίθεται στην οικεία θέση του νομικού μέρους.
Συνεπώς, και με
δεδομένο, μάλιστα, ότι δεν υπάρχει αντικειμενική ευθύνη για το σύνολο των
αναρτήσεων του συγκεκριμένου ιστολογίου, ακόμη κι εάν κρινόταν ότι είναι ο
διαχειριστής του, αφού έχει ήδη κριθεί ότι δεν εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις
περί Τύπου, δεν μπορεί να καταστεί αδιστάκτως βέβαιο ότι είναι ο συντάκτης όλων
των επίμαχων αναρτήσεων, αφού δεν έλαβε χώρα νόμιμη άρση του απορρήτου των
επικοινωνιών του, η οποία ούτως ή άλλως δεν επιτρέπεται να γίνει.