Κρατούσα το μεταλλικό δοχείο
με τρεμάμενα τα χέρια
τα δάκτυλα κροτάλιζαν
μεθυσμένα απ' την απόγνωση
να μην ζητιανεύουν
την αφή
να μην εγκαταλείπονται
από ένα σώμα μετέωρο
ένα κορμί πεταμένο
στα βράχια της απερισκεψίας
Άνοιξα το καπάκι
έριξα κάποιες σταγόνες στη θάλασσα
αναδύθηκε χρώμα κι αέρας
ο Θεός Ποσειδώνας
εμφανίστηκε
η ψυχή του δικού σου Θεού
πέρα βρέχει
καταρρακτωδώς εντός σου
από μακριά η θέα της θαλασσοταραχής
προμήνυε μία συγκαταβατική νηνεμία
στα κατάρτια σου
μεσίστια η σημαία της υποχώρησης:
Θα ζήσω με υποθαλάσσια τραύματα
Πνιγμένος από τόση αχαριστία