Παρασκευή 30 Μαΐου 2025

Σύντομη (μόλις 2 ετών) η παραγραφή των αξιώσεων αποζημίωσης υπαλλήλων σε βάρος του ελληνικού δημοσίου

 

 

1233/2024 ΔΠΡ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ (ΤΡΙΜ)

(Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

Αγωγή εργαζομένου σε νοσοκομείο για καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης
κατόπιν παράνομων πειθαρχικών διώξεων σε βάρος του 
αλλά και επιβολής του διοικητικού μέτρου της προσωρινής αργίας. 
Όροι ευθύνης του δημοσίου για αποζημίωση λόγω παράνομων πράξεων και παραλείψεων των οργάνων 
του κατ' άρθρο 105 ΕισΝΑΚ. Η άνω ευθύνη δύναται να προέλθει και από παραβίαση υποχρεώσεων 
που γεννώνται από τα διδάγματα της κοινής πείρας και την καλή πίστη. 
Δεν αποκλείεται επί υπαίτιων πράξεων ή παραλείψεων των κρατικών οργάνων η έγερση 
από τον παθόντα αξίωσης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης,
ιδίως επί συνδρομής παράνομης προσβολής της προσωπικότητάς του. 
Γενική προθεσμία παραγραφής χρηματικών αξιώσεων κατά του Δημοσίου ή ΝΠΔΔ αντίστοιχα 
κατά Ν. 4270/2014 και ν.δ. 496/1974
Πρόβλεψη κατ'εξαίρεση βραχυπρόθεσμης παραγραφής 2 ετών
για αξιώσεις κατά των ανωτέρω εκ μέρους εργαζόμενων με σύμβαση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου
υπαλλήλων του Δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών σχετικά με αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως
απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις κατ' άρθρα 105 και 106 ΕισΝΑΚ ή εξ αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις.
Αφετηρία της άνω προθεσμίας παραγραφής και λόγοι διακοπής αυτής.
Ιδίως επί άσκησης σχετικής αγωγής, η παραγραφή των άνω αξιώσεων κατά του Δημοσίου ή ΝΠΔΔ
διακόπτεται από την επίδοση της αγωγής και όχι από την κατάθεση του δικογράφου στο αρμόδιο 
δικαστήριο. Η θέσπιση της άνω βραχυπρόθεσμης παραγραφής
δεν αντίκειται στο Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ. Όροι επιβολής σε βάρος δημοσίου υπαλλήλου
της πειθαρχικής ποινής της αργίας. Κατηγορίες πειθαρχικών παραπτωμάτων, 
όπως η παράβαση καθήκοντος. Διαδικασία διερεύνησης αυτών
όπως στο πλαίσιο ένορκης διοικητικής εξέτασης.
Κατηγορίες επιβαλλόμενων πειθαρχικών ποινών και σχετική προς τούτο διαδικασία.
Αρμόδια προς τούτο όργανα. Η αξίωση χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη
που υπέστη υπάλληλος του Δημοσίου, Ο.Τ.Α. ή Ν.Π.Δ.Δ. από παράνομες πράξεις
ή παραλείψεις οργάνων σχετικά με την υπηρεσιακή του κατάσταση, όπως επί παράνομης άσκησης
πειθαρχικής δίωξης και ποινών σε βάρος του υπόκειται στην διετή κατά τα άνω παραγραφή. 
Παραγραφή των επίδικων αξιώσεων του ενάγοντος ήδη κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής
και προ επίδοσης της κρινόμενης αγωγής στους εναγομένους
με επιμέλεια της γραμματείας του Δικαστηρίου. Απορρίπτει την αγωγή.

 
 

Αριθμός απόφασης: 1233/2024 ΤΟ  ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ    ΤΜΗΜΑ Γ΄    ΤΡΙΜΕΛΕΣ   Σ υ ν ε δ ρ ί α σ ε δημόσια στο ακροατήριό του στις 4 Απριλίου 2023, με δικαστές τους: Στέφανο Ζούκα, Προεδρεύοντα Πρωτοδίκη Δ.Δ., (δυνάμει της ΠΡΤ10/2023 Πράξης του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Δικαστηρίου), Αλεξάνδρα Τζέλλου και Κατερίνα Τσιμινάκη (εισηγήτρια), Πρωτοδίκες Δ.Δ. και γραμματέα την Ιωάννα Μπαζιάκου, για να δικάσει την αγωγή με ημερομηνία κατάθεσης 7.12.2021 (ΑΓ……/2021), του ……………. του ……….., κατοίκου ………. Θεσσαλονίκης (οικισμός …………), ο οποίος παρέστη διά του πληρεξουσίου δικηγόρου ..., κατά των: 1) ν.π.δ.δ. Αντικαρκινικού Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης με την επωνυμία “………..”, που εκπροσωπείται από τον Διοικητή του και ο οποίος παρέστη δι της πληρεξουσίας δικηγόρου ..., 2) ν.π.δ.δ. με την επωνυμία “…. Υγειονομική Περιφέρεια Μακεδονίας και Θράκης” (Υ.Π.Ε.) που εκπροσωπείται από το Διοικητή του και για τον οποίο παρέστη με δήλωση, κατ’ άρθρο 133 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ., ο πληρεξούσιος δικηγόρος ... και 3) Ελληνικού Δημοσίου που το εκπροσωπεί ο Υπουργός Οικονομικών για τον οποίο παρέστη με δήλωση, κατ’ άρθρο 133 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ., η δικαστική πληρεξουσία του Ν.Σ.Κ. Αικατερίνη Λημνιώτου. Κατά τη συζήτηση οι διάδικοι που εμφανίστηκαν στο ακροατήριο αντέτειναν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν όσα αναφέρονται στα πρακτικά. Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.

Η κρίση του είναι η εξής: 1. Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή, το αίτημα της οποίας νομίμως μετατράπηκε από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του ενάγοντος στο ακροατήριο, κατά την παρούσα δικάσιμο, ζητείται, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 105-106 ΕισΝΑΚ και 932 ΑΚ, να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγομένων να καταβάλουν στον ενάγοντα, εντόκως, από την κατάθεση της αγωγής έως την ολοσχερή εξόφληση, ποσό 100.000 ευρώ εις ολόκληρον, ως χρηματική ικανοποίηση, για την ηθική βλάβη που υπέστη, κατά τους ισχυρισμούς του από ενέργειες και πράξεις των εναγομένων, σχετικές με την σε βάρος του άσκηση δύο (2) πειθαρχικών διώξεων καθώς και την επιβολή του διοικητικού μέτρου της δυνητικής αργίας. 2. Επειδή, από το άρθρο 105 του Εισ.Ν.Α.Κ. (π.δ. 456/1984, ΦΕΚ Α΄ 164) προκύπτει ότι, για να στοιχειοθετηθεί ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση, απαιτείται παράνομη πράξη ή παράλειψη οργάνων του κατά την άσκηση της ανατεθειμένης σε αυτά δημόσιας εξουσίας, και δη σχετικά με την έκδοση ή παράλειψη εκδόσεως εκτελεστής διοικητικής πράξεως, την πραγματοποίηση ή μη υλικών ενεργειών, αλλά και την παράλειψη ιδιαιτέρων καθηκόντων και υποχρεώσεων που προσιδιάζουν στη συγκεκριμένη υπηρεσία και προσδιορίζονται από την κείμενη εν γένει νομοθεσία, τα διδάγματα της κοινής πείρας και τις αρχές της καλής πίστεως (ΣτΕ 764, 762, 675, 621, 584, 540, 465, 228/2021, 2896, 2490/2020, 2988/2019, 15/2018, 76/2018, 2091/2017, 596/2017, 2664/2015, 3793, 2429, 2224, 523/2014, 1810, 1398, 1184, 572/2013, 1219, 424/2012, 4133/2011, 2727/2003 κ.ά.), επίκληση και απόδειξη συγκεκριμένης ζημίας και αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παρανόμου πράξεως ή παραλείψεως και της επελθούσας ζημίας). Οι ως άνω προϋποθέσεις της ευθύνης προς αποζημίωση πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς (ΣτΕ 157/2020, 842/2019, 2511, 1634, 1320/2017, 474 - 473/2016, 1826, 1632/2014, 2290 - 2287/2012, 1828/2010). Εξάλλου, σε περίπτωση συνδρομής των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 105 Εισ.Ν.Α.Κ., το δικαστήριο της ουσίας δύναται, κατ' ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 932 του Αστικού Κώδικα (Α.Κ.), αφού εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως και με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής, να επιδικάσει στον αμέσως ζημιωθέντα χρηματική ικανοποίηση και να καθορίσει το εύλογο ποσό αυτής, εάν κρίνει ότι επήλθε ηθική βλάβη, με σκοπό την ηθική παρηγορία και ψυχική ανακούφιση του παθόντος (ΣτΕ 764, 762, 465/2021, 1774/2020, 842/2019, 2511, 596/2017, 1055, 744/2016, 4737,

 3411, 2202, 1826, 1481, 1190/2014, 877/2013, 3333/2012, 4133/2011, 1229, 

300/2010, 3218/2009, 2559/2007 κ.α.). Επιπροσθέτως, κατ’ ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 57 και 59 του Αστικού Κώδικα, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης μπορεί να επιδικάσει το Δικαστήριο και σε εκείνον του οποίου έχει προσβληθεί η προσωπικότητα, υπό οποιαδήποτε εκδήλωσή της (σωματική και πνευματική εργασία, ελευθερία, υγεία, τιμή κ.λπ.), από παράνομη πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια ή παράλειψη ενέργειας δημοσίου οργάνου (ΣτΕ 540/2021, 3292/2017, 410/2016, 1970/2009, 2536/2008, 4913/1998).  3. Επειδή, ο ν. 4270/2014 «Αρχές δημοσιονομικής διαχείρισης και εποπτείας (ενσωμάτωση της Οδηγίας 2011/85/ΕΕ) δημόσιο λογιστικό και άλλες διατάξεις» (Α΄ 143) - ο οποίος αντικατέστησε τον προγενέστερο νόμο 2362/1995 (Α΄ 247) και εφαρμόζεται για απαιτήσεις σε βάρος του Δημοσίου που γεννήθηκαν μετά την 1η.1.2015 (βλ. άρθρα 177 παρ. 1 περ. α΄ και 183 παρ. 2 περ. γ΄ του ιδίου νόμου) - ορίζει στο άρθρο 140 ότι: «1 Οποιαδήποτε απαίτηση κατά του Δημοσίου [...] παραγράφεται μετά την παρέλευση πενταετίας, εφόσον από άλλη γενική ή ειδική διάταξη δεν ορίζεται βραχύτερος χρόνος παραγραφής αυτής. 2. [...] 3. Η απαίτηση οποιουδήποτε των με σχέση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ' αυτού, που αφορά σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζεται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις παραγράφεται μετά την παρέλευση διετίας από τη γένεσή της. 4. [...]», στο άρθρο 141 ότι: «Η παραγραφή οποιασδήποτε απαίτησης κατά του Δημοσίου αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και είναι δυνατή η δικαστική της επιδίωξη, με την επιφύλαξη κάθε άλλης ειδικής διάταξης του νόμου αυτού [...]» και στο άρθρο 143 ότι: «Με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων, η παραγραφή των χρηματικών απαιτήσεων κατά του Δημοσίου διακόπτεται μόνο: α. [...] β. Με την υποβολή στην αρμόδια δημόσια αρχή αίτησης για την πληρωμή της απαίτησης, οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από τη χρονολογία που φέρει η έγγραφη απάντηση του διατάκτη ή της αρμόδιας για την πληρωμή της απαίτησης αρχής». Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 140 παρ. 3 του ν. 4270/2014, οι οποιασδήποτε φύσης μισθολογικές αξιώσεις των υπαλλήλων ή πάσης φύσης προσωπικού του Ελληνικού Δημοσίου, είτε αυτές βασίζονται σε παρανομία των οργάνων του, είτε στις διατάξεις για αδικαιολόγητο πλουτισμό, δηλαδή είτε πρόκειται για ευθεία αγωγή κατά του Δημοσίου, είτε πρόκειται για αγωγή αποζημίωσης κατά το άρθρο 105 του Εισ.Ν.Α.Κ., υπόκεινται σε διετή παραγραφή. Όπως δε έχει κριθεί (βλ. Α.Ε.Δ. 1/2012) για το προϊσχύον, όμοιου περιεχομένου με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 140 του ν. 4270/2014, άρθρο 90 παρ. 3 του ν. 2362/1995, η θέσπιση βραχυπρόθεσμης διετούς παραγραφής των απαιτήσεων των υπαλλήλων του Δημοσίου, δεν αντίκειται στην από το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας, αλλά ούτε και στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου (Π.Π.Π.) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.) (βλ. ΣτΕ 373/2018, 1823, 1652/2017, 2713-41, 3857-8, 4317/2015, 2756/2013 7μ., επίσης, πρβλ. Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου απόφαση της 3.10.2013, ………. κατά Ελλάδος, σκέψεις 34-54, σύμφωνα με την οποία οι ομοίου περιεχομένου διατάξεις ν.δ/ος 496/1974 «Περί Λογιστικού των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου», Α΄204, δεν αντίκεινται στις διατάξεις της Ε.Σ.Δ.Α.). Εξάλλου, από την συνδυασμένη ερμηνεία της ίδιας παρ. 3 του άρθρου 140 και του άρθρου 141 του ίδιου ν. 4270/2014 [ταυτόσημου περιεχομένου με το προϊσχύον άρθρο 91 του ν. 2362/1995] ο χρόνος έναρξης της παραγραφής των σχετικών αξιώσεων των υπαλλήλων του Δημοσίου είναι το χρονικό σημείο γένεσης της αξίωσης και όχι το τέλος του οικονομικού έτους κατά το οποίο γεννήθηκε η αξίωση αυτή και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξή της (πρβλ. Α.Ε.Δ. 32/2008). Τέλος, το άρθρο 75 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ., ν. 2717/1999, ΦΕΚ Α΄ 97), όπως η εν λόγω παρ. 2 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 19 του ν. 3900/2010 (ΦΕΚ Α΄ 213) και ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο 70 αυτού, από 1.1.2011, ορίζει ότι: «Τα κατά το ουσιαστικό δίκαιο έννομα αποτελέσματα της άσκησης της αγωγής επέρχονται, ως προς τον εναγόμενο, από την επίδοσή της σε αυτόν από τον ενάγοντα. Η παραγραφή, η οποία σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο διακόπηκε, αρχίζει πάλι μόνο από την τελεσιδικία της απόφασης ή την κατάργηση της δίκης». Κατά την έννοια της τελευταίας διάταξης, προκειμένου να διακοπεί η παραγραφή της χρηματικής αξίωσης του ενάγοντος, δεν αρκεί η κατάθεση του δικογράφου της αγωγής, αλλά απαιτείται και επίδοση αυτής στον εναγόμενο εκ μέρους του ενάγοντος. Η διακοπή της παραγραφής, πάντως, επέρχεται και με την επίδοση της αγωγής με επιμέλεια της Γραμματείας του Δικαστηρίου προς τον εναγόμενο (Βλ. ΟλΣτΕ 1531/2023). 4. Επειδή, εξάλλου, στο άρθρο 48 του ν.δ/τος 496/1974 «Περί Λογιστικού των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου» (Α’ 204) ορίζεται ότι: «1. Ο χρόνος παραγραφής των χρηματικών αξιώσεων κατά του ν.π.δ.δ. είναι πέντε ετών, εφ’ όσον δεν ορίζεται άλλως υπό του παρόντος. [...] 3. Ο χρόνος παραγραφής κατά του ν.π. αξιώσεων των υπαλλήλων τούτου των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου μετ’ αυτού συνδεομένων, εκ καθυστερουμένων αποδοχών ή άλλων πάσης φύσεως απολαυών, ή αποζημιώσεων εξ αδικαιολογήτου πλουτισμού είναι δύο ετών [...]», στο άρθρο 49 ότι: «Η παραγραφή άρχεται από του τέλους του οικονομικού έτους καθ’ ο εγεννήθη η αξίωσις και είναι δυνατή η δικαστική αυτής επιδίωξις» και στο άρθρο 51 ότι: «Φυλαττομένης της ισχύος των ειδικών διατάξεων, η παραγραφή των χρηματικών αξιώσεων κατά του ν.π. διακόπτεται μόνον: α) Διά της υποβολής της υποθέσεως εις το αρμόδιον δικαστήριον [...] β) Διά της υποβολής προς το ν.π. αιτήσεως περί πληρωμής της απαιτήσεως, οπότε η παραγραφή άρχεται εκ νέου από της χρονολογίας την οποίαν φέρει η έγγραφος απάντησις της αρμοδίας διά την αναγνώρισιν ή την πληρωμήν της απαιτήσεως, Αρχής. Εν περιπτώσει μη απαντήσεως η παραγραφή άρχεται μετά πάροδον εξαμήνου από της χρονολογίας υποβολής της αιτήσεως [...]» και στο άρθρο 52 εδ. γ΄ ότι: «Η παραγραφή λαμβάνεται υπ’ όψιν αυτεπαγγέλτως υπό των δικαστηρίων». 5. Επειδή, ο Κώδικας Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ., ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 3528/2007 (Α΄ 26), όπως οι επιμέρους διατάξεις αυτού ίσχυαν κατά τον κρίσιμο χρόνο, ορίζει στο άρθρο 104 ότι: “1. Αν συντρέχουν λόγοι δημόσιου συμφέροντος μπορεί να τίθεται σε αργία ο υπάλληλος, κατά του οποίου: α) Έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για αδίκημα το οποίο μπορεί να επισύρει την έκπτωση από την υπηρεσία. Ειδικά, προκειμένου για το αδίκημα της παράβασης καθήκοντος ο υπάλληλος μπορεί να τίθεται σε αργία εφόσον έχει παραπεμφθεί στο ακροατήριο για το αδίκημα αυτό. β) Έχει ασκηθεί πειθαρχική δίωξη για παράπτωμα, το οποίο μπορεί να επισύρει την ποινή της οριστικής παύσης …. 3. Η πράξη, με την οποία ο υπάλληλος τίθεται σε δυνητική αργία ή επαναφέρεται στα καθήκοντά του, εκδίδεται από τον οικείο Υπουργό ή το ανώτατο μονομελές όργανο διοίκησης των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή, αν δεν υπάρχει, από τον Πρόεδρο του συλλογικού οργάνου διοίκησης των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ύστερα από γνώμη του πειθαρχικού συμβουλίου. Για τη θέση του υπαλλήλου σε αργία απαιτείται προηγούμενη ακρόαση αυτού από το πειθαρχικό συμβούλιο.», στο άρθρο 106 ότι: «Το πειθαρχικό παράπτωμα συντελείται με υπαίτια πράξη ή παράλειψη του υπαλλήλου που μπορεί να του καταλογισθεί», στο άρθρο 107 ότι: «1. Πειθαρχικά παραπτώματα αποτελούν ιδίως: α) … β) κάθε παράβαση υπαλληλικού καθήκοντος που προσδιορίζεται από τις υποχρεώσεις που επιβάλλουν στον υπάλληλο οι κείμενες διατάξεις, εντολές και οδηγίες. Το υπαλληλικό καθήκον σε καμία περίπτωση δεν επιβάλλει στον υπάλληλο πράξη ή παράλειψη που να αντίκειται προς τις διατάξεις του Συντάγματος και των νόμων, υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 25 του παρόντος, γ) η παράβαση καθήκοντος κατά τον Ποινικό Κώδικα ή άλλους ειδικούς ποινικούς νόμους, δ) …, ε) η αναξιοπρεπής ή ανάρμοστη ή ανάξια για υπάλληλο συμπεριφορά εντός ή εκτός υπηρεσίας, … », στο άρθρο 109 ότι: «1. Οι πειθαρχικές ποινές που επιβάλλονται στους υπαλλήλους είναι: … η) η ποινή της οριστικής παύσης, η οποία μπορεί να επιβληθεί μόνο για τα ακόλουθα παραπτώματα: της παράβασης του άρθρου 107 παράγραφος 1α του παρόντος, της παράβασης καθήκοντος κατά τον Ποινικό Κώδικα ή άλλους ειδικούς νόμους … της χαρακτηριστικώς αναξιοπρεπούς ή ανάξιας για υπάλληλο διαγωγής εντός ή εκτός υπηρεσίας … », στο άρθρο 110 ότι: «1. Η δίωξη και η τιμωρία πειθαρχικών παραπτωμάτων αποτελεί καθήκον των πειθαρχικών οργάνων. Η παράβαση του καθήκοντος αυτού συνιστά το κατά την περ. κα΄ της παρ. 1 του άρθρου 107 του παρόντος πειθαρχικό παράπτωμα. 2. …», στο άρθρο 116 ότι: «Πειθαρχική εξουσία στους υπαλλήλους ασκούν: α) οι πειθαρχικώς προϊστάμενοί τους, β) το διοικητικό συμβούλιο νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου για τους υπαλλήλους του νομικού προσώπου, γ) …, δ) … ε) …», στο άρθρο 117 ότι: «1. … 2. … 3. Πειθαρχικώς προϊστάμενοι για τους υπαλλήλους νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου είναι: α) Ο διοικητής ή ο πρόεδρος του συλλογικού οργάνου, ο οποίος ασκεί διοίκηση, ο υποδιοικητής, ο γενικός γραμματέας ή ο αναπληρωτής γενικός γραμματέας, για όλους τους υπαλλήλους του νομικού προσώπου. …», στο άρθρο 118 ότι: « 6. Αν ο πειθαρχικώς προϊστάμενος, ο οποίος έχει επιληφθεί, κρίνει ότι το παράπτωμα επισύρει ποινή ανώτερη της αρμοδιότητας του, παραπέμπει την υπόθεση σε οποιονδήποτε ανώτερο αυτού πειθαρχικώς προϊστάμενο μέχρι και τον Υπουργό ή και το διοικητικό συμβούλιο του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, αν πρόκειται για υπάλληλο του νομικού προσώπου. Αν και ο Υπουργός ή το διοικητικό συμβούλιο νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου κρίνει ότι η προσήκουσα ποινή είναι ανώτερη και της δικής του αρμοδιότητας, παραπέμπει το θέμα στο πειθαρχικό συμβούλιο. …», στο άρθρο 122 ότι: «1. Η πειθαρχική δίωξη αρχίζει είτε με την κλήση του υπαλλήλου σε απολογία από το μονομελές πειθαρχικό όργανο είτε με την παραπομπή του στο υπηρεσιακό συμβούλιο. … 2. …», στο άρθρο 123 ότι: «1. Αν ο Υπουργός κρίνει ότι το πειθαρχικό παράπτωμα τιμωρείται με ποινή μεγαλύτερη της αρμοδιότητάς του, παραπέμπει την υπόθεση στο πειθαρχικό συμβούλιο. Για τους υπαλλήλους νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου η πειθαρχική υπόθεση παραπέμπεται για τον ίδιο λόγο στο πειθαρχικό συμβούλιο από το διοικητικό συμβούλιο του νομικού προσώπου. Η παραπομπή είναι υποχρεωτική όταν υπάρχει αιτιολογημένη πρόταση αρμόδιας υπηρεσίας.», στο άρθρο 126 ότι: «1. Ένορκη διοικητική εξέταση (ΕΔΕ) ενεργείται κάθε φορά που η υπηρεσία έχει σοβαρές υπόνοιες ή σαφείς ενδείξεις για τη διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος. Η εξέταση αυτή αποσκοπεί στη συλλογή στοιχείων για τη διαπίστωση της τέλεσης πειθαρχικού παραπτώματος και τον προσδιορισμό των προσώπων που τυχόν ευθύνονται, καθώς και στη διερεύνηση των συνθηκών κάτω από τις οποίες αυτό έχει τελεστεί. Η ένορκη διοικητική εξέταση δεν συνιστά έναρξη πειθαρχικής δίωξης. 2. Η ένορκη διοικητική εξέταση διατάσσεται από οποιονδήποτε πειθαρχικώς προϊστάμενο και ενεργείται από μόνιμο υπάλληλο με βαθμό τουλάχιστον Γ΄ του ίδιου Υπουργείου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και σε καμία περίπτωση κατώτερου βαθμού εκείνου στον οποίο αποδίδεται η πράξη. … 4. Η ένορκη διοικητική εξέταση ολοκληρώνεται με την υποβολή αιτιολογημένης έκθεσης του υπαλλήλου που την ενεργεί. Η έκθεση αυτή υποβάλλεται, με όλα τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν, στον πειθαρχικώς προϊστάμενο ο οποίος διέταξε τη διενέργεια της εξέτασης. Εφόσον με την έκθεση διαπιστώνεται η διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος από συγκεκριμένο υπάλληλο, ο πειθαρχικώς προϊστάμενος υποχρεούται να ασκήσει πειθαρχική δίωξη. … ». Τέλος, στο άρθρο 1 του ν. 3329/2005 (Α΄ 81) ορίζεται ότι: «1. Η Επικράτεια διαιρείται στις ακόλουθες επτά (7) Υγειονομικές Περιφέρειες: … Δ. Την 4η Υγειονομική Περιφέρεια Μακεδονίας και Θράκης, που προέκυψε από τη συγχώνευση δια απορροφήσεως της Υγειονομικής Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης, από την Α` Υγειονομική Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας. Έχει έδρα τη Θεσσαλονίκη, ασκεί το σύνολο των αρμοδιοτήτων των Υγειονομικών Περιφερειών Α` Κεντρικής Μακεδονίας και Ανατολικής Μακεδονίας - Θράκης και περιλαμβάνει: ….», στο άρθρο 11 ότι: « 2. α) Ο Διοικητής του Νοσοκομείου, ως πειθαρχικός προϊστάμενος, μπορεί να επιβάλει σε βάρος του ιατρικού προσωπικού του Νοσοκομείου, των Κέντρων Υγείας και των Περιφερειακών Ιατρείων της αρμοδιότητας του, τις ποινές της επίπληξης και του προστίμου μέχρι το ήμισυ των μηνιαίων αποδοχών. … γ) Το Διοικητικό Συμβούλιο του Νοσοκομείου και το Διοικητικό Συμβούλιο της Μονάδας Κοινωνικής Φροντίδας, ως συλλογικά πειθαρχικά όργανα, μπορούν να επιβάλουν σε βάρος του ιατρικού προσωπικού της αρμοδιότητας τους, τις ποινές της επίπληξης και του προστίμου μέχρι τις αποδοχές ενός μηνός. δ) Ο Διοικητής της Δ.Υ.ΠΕ., ως πειθαρχικός προϊστάμενος, μπορεί να επιβάλει σε βάρος του ιατρικού προσωπικού της Δ.Υ.ΠΕ. και όλων των εποπτευόμενων ΦΠΥΥΚΑ τις ποινές της επίπληξης και του προστίμου μέχρι το ήμισυ των μηνιαίων αποδοχών. Στην έδρα κάθε Δ.Υ.ΠΕ. συνιστάται, με απόφαση του Υπουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο αρμόδιο για πειθαρχικά θέματα των ιατρών, πλην των ειδικευομένων, όλων των εποπτευόμενων ΦΠΥΥΚΑ. Το Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο είναι πενταμελές και αποτελείται από: … Το Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο ασκεί πειθαρχική δικαιοδοσία σε πρώτο ή σε δεύτερο βαθμό. Όταν δικάζει σε πρώτο βαθμό, μπορεί να επιβάλει μόνο τις ποινές που προβλέπονται, υπό τα στοιχεία α ` έως και γ`, στην παρ. 1 του άρθρου 39 του ν. 2519/1997. … Το Κεντρικό Πειθαρχικό Συμβούλιο δικάζει σε πρώτο βαθμό τα πειθαρχικά αδικήματα που μπορεί να επισύρουν μέχρι και την ποινή της αφαίρεσης της άδειας άσκησης επαγγέλματος … », 6. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας, προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο ενάγων ήταν ιατρός και Συντονιστής Διευθυντής του Πνευμονολογικού-Ογκολογικού Τμήματος του εναγομένου νοσοκομείου “………….” μέχρι 31.12.2016 που λύθηκε η υπαλληλική του σχέση, λόγω συμπλήρωσης του ορίου ηλικίας (σχετ. η ………../1.12.2016 απόφαση του Υπουργού Υγείας, ΦΕΚ Γ’ …………). Με το ………/8.9.2015 έγγραφο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης γνωστοποιήθηκε στο Υπουργείο Υγείας η άσκηση ποινικής δίωξης μεταξύ άλλων ιατρών και κατά του ενάγοντος, για έκθεση εν στενή εννοία κατά παραυτουργία, η οποία παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Σύμφωνα δε με το κατηγορητήριο (……………) , ο ενάγων “υπό την ιδιότητα του ιατρού πνευμονολόγου-φυματιολόγου, Συντονιστή Διευθυντή της Πνευμονολογικής-Ογκολογικής Κλινικής του Α.Ν..... “…………”, δεν μερίμνησε ως όφειλε δυνάμει των αρ. 2 παρ. 3, 3, 4 του ν. 3418/2006 και 7 παρ. 9 του ν. 2889/2001, για την ασφαλή νοσηλεία της ασθενούς (…), πάσχουσας ..., και επέτρεψε την τοποθέτησή της στον … εξάκλινο μεικτό θάλαμο νοσηλείας της προαναφερόμενης κλινικής, δίχως να διερευνήσει προγενεστέρως, ως όφειλε δυνάμει των υπ’ αριθμ. ……./1998, …../24.12.2013 και …../29.4.2014 εγκυκλίων του Διοικητή του ανωτέρω νοσηλευτικού ιδρύματος, τη δυνατότητα νοσηλείας της σε κενή κλίνη άλλου Τμήματος του Παθολογικού Τομέα, με αποτέλεσμα να συννοσηλευθεί με πέντε (5) άλλους βαρέως πάσχοντες άρρενες ασθενείς, μονολότι απαιτούνταν, λόγω της σοβαρότητας της καταστάσεώς της, η τοποθέτηση σε θάλαμο γυναικών, μικρότερης δυναμικότητας και παρά το γεγονός ότι απαγορεύεται η συν-νοσηλεία στον ίδιο θάλαμο ασθενών διαφορετικού φύλου και ασθενών χειρουργημένων με εκείνους του Παθολογικού Τομέα, σύμφωνα και με την υπ’ αριθμ. ………/24-12-2013 εγκύκλιο και το υπ’ αριθμ. ……../21-8-2014 έγγραφο του Διοικητή του ανωτέρω νοσηλευτικού ιδρύματος. Απότοκο της συμπεριφοράς του κατηγορουμένου ήταν να τεθεί σε κίνδυνο η κατάσταση της υγείας και η ζωή της ασθενούς ένεκα της δυνατότητας αναπτύξεως δευτερογενούς λοιμώξεως.”. Ακολούθως, το Τμήμα Ιατρών Ε.Σ.Υ. του Υπουργείου Υγείας με το από 2.11.2015 έγγραφο απευθυνόμενο προς το εναγόμενο νοσοκομείο και την εναγόμενη …. Υγειονομική Περιφέρεια Μακεδονίας και Θράκης, καθώς και τον Γενικό Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης, διαβίβασε το προαναφερόμενο έγγραφο της Εισαγγελίας, προκειμένου να διενεργηθεί πειθαρχικός έλεγχος σε βάρος, μεταξύ άλλων, και του ενάγοντος. Κατόπιν τούτων, με το ………./16.11.2015 έγγραφό του ο Διοικητής της …. Υγειονομικής Περιφέρειας Μακεδονίας και Θράκης κάλεσε τον ενάγοντα να υποβάλει εγγράφως την απολογία του ως προς τις αποδιδόμενες με το κατηγορητήριο πράξεις και παραλείψεις, οι οποίες, κατά τα αναφερόμενα σε αυτό, συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του πειθαρχικού παραπτώματος της παράβασης καθήκοντος κατά τον Ποινικό Κώδικα και άλλους ειδικούς ποινικούς νόμους (άρθρο 107 παρ. 1 περ. γ’ του ν. 3528/2007). Ωστόσο, με την ………/8.1.2016 απόφαση του ίδιου ως άνω Διοικητή ανεστάλη η πειθαρχική διαδικασία σε βάρος του ενάγοντος έως την ολοκλήρωση της ποινικής δίκης και όχι πέραν του ενός έτους από την κοινοποίησή της σε αυτόν. Η απόφαση αυτή, όμως, ανακλήθηκε στην συνέχεια με την ……./23.6.2016 απόφασή του, διότι η μετ’ αναβολή δικάσιμος της ποινικής υπόθεσης ορίστηκε σε χρόνο μεταγενέστερο της ισχύος της απόφασης περί αναστολής της πειθαρχικής διαδικασίας. Ακολούθως, ο Διοικητής της 4ης Υ.ΠΕ. Μακεδονίας και Θράκης, αφού έλαβε υπόψη του ότι το ως άνω αποδιδόμενο στον ενάγοντα πειθαρχικό παράπτωμα επισύρει ποινή μεγαλύτερη αυτής της αρμοδιότητάς του, με το ΕΜΠ………./23.6.2016 παραπεμπτήριο έγγραφο παρέπεμψε την εν λόγω υπόθεση στο Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο. Εκ παραλλήλου δε κινήθηκε σε βάρος του ενάγοντος πειθαρχικός έλεγχος και για έτερη υπόθεση που αφορούσε την εισαγωγή στο νοσοκομείο ενός ασθενούς. Ειδικότερα, διενεργήθηκε Ένορκη Διοικητική Εξέταση, σύμφωνα με το από 27.1.2016 πόρισμα της οποίας, ο ενάγων ρύθμισε, κατά παρέκκλιση της …./15.11.2013 εγκυκλίου του Α.Ν.Θ. “……….”, την εισαγωγή στο νοσοκομείο αλλοδαπού ασθενούς, χωρίς να έχει προηγουμένως νοσηλευτεί στο Α.Ν.Θ. “……….” και χωρίς αριθμό μητρώου, ούτε σχετικό παραπεμπτικό ή διακομιστήριο, ήταν ανασφάλιστος και μόνιμος κάτοικος εξωτερικού και μάλιστα τρίτης χώρας, εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ακολούθως, ο Διοικητής της … Υ.ΠΕ. Μακεδονίας και Θράκης, έλαβε υπόψη του ότι οι αποδιδόμενες στον ενάγοντα ως άνω πράξεις στοιχειοθετούν τα εξής πειθαρχικά παραπτώματα: α) της παράβασης υπαλληλικού καθήκοντος που προσδιορίζεται από τις υποχρεώσεις που επιβάλλουν στον υπάλληλο οι κείμενες διατάξεις εντολές και οδηγίες (άρθρο 107 παρ. 1 περ. Β ν. 3528/2007, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 3 παρ. 4 κεφ. 2 του ν. 4325/2015), β) της αναξιοπρεπούς ή ανάρμοστης ή ανάξιας για τον υπάλληλο συμπεριφοράς εντός ή εκτός υπηρεσίας (άρθρο 107 παρ. 1 περ. ε ν. 3528/2007, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 3 παρ. 4 κεφ. 2 του ν. 4325/2015) και γ) παράβαση διατάξεων της οικείας υπηρεσιακής μονάδας (άρθρο 77 παρ. 1 εδ. Στ ν. 2071/1992), τα οποία επισύρουν ποινή μεγαλύτερη της αρμοδιότητάς του, με το ΕΜΠ……../22.8.2016 έγγραφό του, παρέπεμψε την υπόθεση στο Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο. Ακολούθως, το Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο κατά την συνεδρίαση της ………../15.12.2016 συνεκδίκασε τις ως άνω δύο πειθαρχικές υποθέσεις ενώ γνωμοδότησε επί του υποβληθέντος, με το ………./27.9.2016 έγγραφο του Υπουργού και Αναπληρωτή Υπουργού Υγείας, ερωτήματος για τη δυνητική θέση σε αργία του ενάγοντος λόγω άσκησης πειθαρχικής δίωξης για το παράπτωμα της παράβασης καθήκοντος κατά τον ποινικό κώδικα ή άλλους ποινικούς νόμους, που μπορεί να επισύρει την ποινή της οριστικής παύσης σύμφωνα με το άρθρο 109 παρ. η’ ν. 3528/2007. Το Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο κάλεσε τον ενάγοντα σε απολογία και αφού έλαβε υπόψη του τα στοιχεία του φακέλου, γνωμοδότησε θετικά ως προς την θέση του ενάγοντος σε δυνητική αργία με την αιτιολογία ότι “συντρέχουν λόγοι θέσης του ιατρού σε αργία για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος αφού οι πράξεις και παραλείψεις του συνάπτονται αμέσως με την άσκηση των καθηκόντων του ως ιατρού και δη Διευθυντή Τμήματος”. Περαιτέρω, αφού έκρινε ότι στοιχειοθετούνται σε βάρος του ενάγοντος τα κάτωθι πειθαρχικά παραπτώματα: α) της παράβασης του υπαλληλικού καθήκοντος που προσδιορίζεται από τις υποχρεώσεις από τις υποχρεώσεις που επιβάλλουν στον υπάλληλο οι κείμενες διατάξεις εντολές και οδηγίες όπως προβλέπεται από το άρθρο 107 παρ. 1 περ. Β του ν. 3528/2007, β) της χαρακτηριστικώς αναξιοπρεπούς ή ανάρμοστης ή ανάξιας για τον υπάλληλο διαγωγή εντός ή εκτός υπηρεσίας όπως προβλέπεται από το άρθρο 107 παρ. 2 περ. Δ του ν. 3528/2007, γ) της παράβασης των διατάξεων της οικείας υπηρεσιακής μονάδας, όπως προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 77 παρ. 1 εδ στο του ν. 2071/1992 και δ) της παράβασης καθήκοντος κατά τον ποινικό κώδικα ή άλλους ειδικούς ποινικούς νόμους, όπως αυτό προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 107 παρ. 1 περ. Γ του ν. 3528/2007, παρέπεμψε και τις δύο (2) πειθαρχικές υποθέσεις ενώπιον του Κεντρικού Πειθαρχικού Συμβουλίου, με την αιτιολογία ότι τα αποδιδόμενα πειθαρχικά παραπτώματα επισύρουν ποινή μεγαλύτερη αυτής της αρμοδιότητάς του. Εν συνεχεία, με την ………../19.1.2017 απόφαση του Υπουργού και του Αναπληρωτή Υπουργού Υγείας, ο ενάγων ετέθη σε δυνητική αργία, η οποία, όμως, ανακλήθηκε με την ………../14.2.2017 απόφαση με την αιτιολογία ότι την 31.12.2016 λύθηκε αυτοδίκαια η υπαλληλική σχέση του ενάγοντος λόγω συμπλήρωσης του ορίου ηλικίας. Το δε Κεντρικό Πειθαρχικό Συμβούλιο, στο οποίο παραπέμφθηκαν οι πειθαρχικές υποθέσεις, κατά την συνεδρίαση της 15ης.3.2017, έκρινε ότι σύμφωνα με τις εφαρμοστέες διατάξεις ο ενάγων έπρεπε να παραπεμφθεί ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου από το Διοικητικό Συμβούλιο του νοσοκομείου και εν συνεχεία ανέπεμψε την πειθαρχική υπόθεση στο Δ.Σ. του νοσοκομείου, για να προβεί στις νόμιμες ενέργειες κατ’ άρθρο 123 παρ. 1 του ν. 3528/2007, με την υπόμνηση ότι λόγω της λύσης της υπαλληλικής σχέσης του ενάγοντος την 31.12.2016, λόγω συνταξιοδότησής του, η πειθαρχική του δίωξη καθίσταται άνευ αντικειμένου. 7. Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή, όπως αναπτύσσεται με τα από 7.4.2023 και 12.4.2023 νομίμως κατατεθέντα υπομνήματα, ο ενάγων ισχυρίζεται ότι εξαιτίας παράνομων ενεργειών και πράξεων των εναγομένων, συναρτωμένων με τις πειθαρχικές του διώξεις και την επιβολή σε βάρος του του μέτρου της δυνητικής αργίας, υπέστη ηθική βλάβη, συνισταμένη στη προσβολή της προσωπικότητάς του ως επιστήμονα και επαγγελματία, του κύρους του και της ηθικής του υπόστασης. Με βάση αυτά, ο ενάγων υποστηρίζει ότι θεμελιώνεται αδικοπρακτική ευθύνη των εναγομένων, κατ’ άρθρα 105-106 ΕισΝΑΚ, αξιώνοντας ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική του βλάβη (κατ’ άρθρα 932, 57 και 59 ΑΚ), ποσό 100.000 ευρώ. Αντιθέτως, τα εναγόμενα ζητούν με τα κατατεθέντα υπομνήματά τους την απόρριψη της αγωγής. 8. Επειδή, από το συνδυασμό των διατάξεων που αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας προκύπτει ότι η αξίωση ικανοποίησης για ηθική βλάβη που υπέστη υπάλληλος του Δημοσίου, Ο.Τ.Α. ή Ν.Π.Δ.Δ. από παράνομες πράξεις ή παραλείψεις οργάνων του που αφορούν στην υπηρεσιακή του κατάσταση, εμπίπτει στην έννοια της χρηματικής αξίωσης που συνδέεται με την υπηρεσιακή κατάσταση του υπαλλήλου, εφόσον η ηθική βλάβη προκαλείται από αδικοπραξία που συνάπτεται με θέμα υπηρεσιακής του μεταχείρισης (πρβλ ΣτΕ 3472/2007 Ολομ.). Ενόψει τούτων, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη ότι η ιστορική βάση στην οποία στηρίζει την αξίωσή του προς αποζημίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ο ενάγων συνίσταται στις πειθαρχικές διώξεις και θέση του σε αργία, καθώς το σύνολο των αιτιάσεών του περί παρανομίας των οργάνων των εναγομένων αφορούν στη νομιμότητα των δύο (2) ως άνω ενεργειών της Διοίκησης, ήτοι συνδέονται με την υπηρεσιακή κατάσταση και μεταχείριση του συγκεκριμένου δημοσίου υπαλλήλου (πρβλ ΣτΕ 1760/2009, 4029/2010, 1065/2017, 2107/2017,ΔΕφΑθ 3258/2022, ΔΠρΑθ 7341/2022, 12416/2022). Επομένως, η εν λόγω αξίωση κατά του Ελληνικού Δημοσίου υπόκειται στη διετή παραγραφή του άρθρου 90 παρ. 3 του ν. 2362/1995 και ήδη του άρθρου 140 παρ. 3 του ν. 4270/2014, όσον αφορά δε την αξίωση του ενάγοντος κατά του πρώτου και δεύτερου εκ των εναγομένων, ομοίως υπόκειται στη διετή παραγραφή του άρθρου 48 παρ. 3 του ν.δ/τος 496/1974. Η δε ερειδόμενη στις ως άνω πειθαρχικές ενέργειες αξίωση του ενάγοντος, ανεξαρτήτως της κατ’ ουσίαν βασιμότητάς της, γεννήθηκε και κατέστη δικαστικώς επιδιώξιμη στις 3.5.2017, ημερομηνία κατά την οποία επιδόθηκε σ' αυτόν -κι ως εκ τούτου, έλαβε γνώση- (βλ. το ΕΜΠ……./3.5.2017 έγγραφο της 4ης Υγειονομικής Περιφέρειας Μακεδονίας και Θράκης σε συνδυασμό με το ………/26.4.2017 έγγραφο του Κ.Π.Σ.) το Πρακτικό της Συνεδρίασης της 15ης.3.2017 του Κεντρικού Πειθαρχικού Συμβουλίου Ιατρών Ε.Σ.Υ., με το οποίο αναπέμφθηκαν οι πειθαρχικές υποθέσεις στο Διοικητικό Συμβούλιο του νοσοκομείου “………..”, λόγω μη τήρησης της νόμιμης πειθαρχικής διαδικασίας. Ενόψει των ανωτέρω, παρέπεται ότι οι αξιώσεις του ενάγοντος είχαν, σε κάθε περίπτωση, υποπέσει στη διετή παραγραφή του εφαρμοστέου, εν προκειμένω, νομοθετικού καθεστώτος (άρθρο 140 παρ. 3 του ν. 4270/2014 σε συνδυασμό με το άρθρο 48 παρ. 3 του ν.δ/τος 496/1974) κατά τον χρόνο άσκησης στις 7.12.2021 πολλώ δε μάλλον επίδοσης της κρινόμενης αγωγής στους εναγομένους με επιμέλεια της γραμματείας του Δικαστηρίου τον Νοέμβριο του 2022 (σχετ. τα από 24.11.2022, 10.11.2022 και 4.11.2022 αποδεικτικά επίδοσης των επιμελητών Δικαστηρίων), δεδομένου ότι από τα στοιχεία δεν προκύπτει ούτε εξάλλου επικαλείται ο ενάγων ότι προέβη σε επίδοση της αγωγής. 9. Επειδή, κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί, αλλά, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων, να απαλλαγεί ο ενάγων από τα δικαστικά έξοδα των εναγομένων (άρθρο 275 παρ.1 εδ.ε του Κ.Δ.Δ.). Δ Ι Α  Τ Α Υ Τ Α Απορρίπτει την αγωγή. Απαλλάσσει τον ενάγοντα από τα δικαστικά έξοδα των εναγομένων.   Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Θεσσαλονίκη στις 5.3.2024 όπου και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, στις 28.3.2024. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ  Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Α.Σ.-Ρ.Κ.

 

Σάββατο 24 Μαΐου 2025

Η αντίσταση κατά αστυνομικών οργάνων - Η αντίσταση της δικαστικής εξουσίας στην κατάχρηση εξουσίας

 

 


Απαλλακτική απόφαση για παραβίαση μέτρων Covid-19, απείθειας και αντίστασης κατά αστυνομικών οργάνων

2668-4669/2025 ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΛΗΜ/ΚΕΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Σύνθεση

ΠΑΝΤΖΕΛΙΟΥΔΑΚΗ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ Πλημμελειοδίκης


ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΒΙΚΤΩΡΙΑ Αντεισαγγελέας Πλημμελειοδικών

Κατόπιν, η Εισαγγελέας έλαβε και πάλι τον λόγο και αφού ανέπτυξε την κατηγορία πρότεινε να κηρυχθούν αθώοι οι κατηγορούμενοι για την 1η, 2η, 3η και 4η πράξη, ενώ για την 5η πράξη της απλής φθοράς ξένης ιδιοκτησίας κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό που αφορά στον 3° κατηγορούμενο να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη λόγω έλλειψης έγκλησης.

 I. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 285 παρ. 1 περ. β` ΠΚ «Όποιος παραβιάζει τα μέτρα που έχει διατάξει ο νόμος ή η αρμόδια αρχή για να αποτραπεί η εισβολή ή η διάδοση μιας μεταδοτικής ασθένειας τιμωρείται:... β) με φυλάκιση ή χρηματική ποινή αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος μετάδοσης της ασθένειας σε αόριστο αριθμό ανθρώπων». Στην αντικειμενική υπόσταση του εν λόγω εγκλήματος ανήκουν τα εξής στοιχεία: α) Ο δράστης του εγκλήματος, ο οποίος ανάλογα με το περιεχόμενο των προβλεπόμενων μέτρων μπορεί να είναι οποιοσδήποτε (κοινό έγκλημα) ή μια ειδική κατηγορία προσώπων (γνήσιο ιδιαίτερο έγκλημα), β) το αντικείμενο του εγκλήματος, δηλαδή ο άνθρωπος του οποίου η ζωή και η υγεία κινδυνεύει από την παραβίαση των σχετικών προληπτικών μέτρων, γ) η πράξη της προσβολής του εννόμου αγαθού, με την οποία προσβάλλεται το έννομο αγαθό και εκδηλώνεται με τη μορφή της παραβίασης των μέτρων που έχει διατάξει ο νόμος ή η αρμόδια αρχή, για να αποτραπεί η εισβολή ή η διάδοση μιας μεταδοτικής ασθένειας, δ) το εξωτερικό σφάλμα και η σύνδεσή του με το αποτέλεσμα της πράξης, που είναι η εμφάνιση δυνατότητας συγκεκριμένου κοινού κινδύνου μετάδοσης της ασθένειας σε αόριστο αριθμό ανθρώπων. Το εν λόγω αδίκημα ανήκει στα εγκλήματα δυνητικής διακινδύνευσης ή άλλως αφηρημένα συγκεκριμένης διακινδύνευσης. Στη θεωρία έχουν αναπτυχθεί διάφορες απόψεις για τα εγκλήματα δυνητικής διακινδύνευσης. Κατά τον Μανωλεδάκη, για την κατάφαση ενός εγκλήματος δυνητικής διακινδύνευσης απαιτείται μια πράξη που δημιουργεί συγκεκριμένη δυνατότητα βλάβης, δηλαδή μια πράξη που το επόμενο -στη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων- βήμα, ενόψει των συγκεκριμένων συνθηκών κάθε περίπτωσης, θα είναι η δημιουργία κινδύνου (βλ. Μανωλεδάκη, Ποινικό δίκαιο, Επιτομή Γενικού Μέρους, δ`έκδοση, 1996, σελ. 277-278). Κατά τη Συμεωνίδου-Καστανίδου η δυνατότητα κινδύνου, που ενδιαφέρει μόνο σε συγκεκριμένο επίπεδο, προκαλείται από μια πράξη, όταν με αυτή έχουν αρχίσει να τίθενται οι όροι που θα επιτρέψουν την αυτοδύναμη πορεία προς την βλάβη, αλλά δεν έχουν τεθεί ακόμα όλοι οι όροι για την επέλευση του συγκεκριμένου αποτελέσματος (βλ. Συμεωνίδου-Καστανίδου Η διαβάθμιση του κινδύνου στα εγκλήματα διακινδύνευσης, Ποιν.Δικ. 2001, 638 επ. ). Κατά την Καϊάφα-Γκμπάντι, στα εγκλήματα αυτά πέρα από τη θεμελίωση μιας λειτουργικής πηγής κινδύνου για τα έννομα αγαθά χρειάζεται να έχουν πραγματωθεί και άλλοι αιτιακοί όροι, που στη συγκεκριμένη περίπτωση καθιστούν δυνατή ανά πάσα στιγμή την είσοδο του εννόμου αγαθού στην εστία κινδύνου ή την επέκταση της εστίας κινδύνου στο έννομο αγαθό, δηλαδή η εγγύτητα του εννόμου αγαθού στη λειτουργική πηγή του κινδύνου είναι αναγκαία προϋπόθεση της δυνατότητας κινδύνου (Καϊάφα-Γκμπάντι, Κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα, 4^έκδοση, Σάκκουλα 2005, σελ. 69-73). Με άλλα λόγια, κατά την άποψη Καϊάφα-Γκμπάντι, για να καταφαθεί η δυνατότητα κινδύνου θα πρέπει οι άλλοι αιτιακοί οροί να έχουν επέλθει ήδη, ενώ κατά την Συμεωνίδου-Καστανίδου αρκεί να μπορούν να πραγματωθούν ανά πάσα στιγμή. Βάσει των ανωτέρω θεωρητικών αναφορών της έννοιας της δυνητικής διακινδύνευσης, αν ένας άνθρωπος, ο οποίος δεν έχει διαγνωσθεί θετικός στον covid-19, εισέλθει σε χώρο που απαγορεύεται η είσοδος χωρίς την τήρηση προστατευτικών μέτρων (λ.χ. χωρίς πιστοποιητικό εμβολιασμού) δεν ενεργοποιείται η δυνατότητα πρόκλησης κινδύνου υπό καμία προσέγγιση της έννοιας του εγκλήματος της δυνητικής διακινδύνευσης του άρθρου 285 ΠΚ. Τα μέτρα προστασίας φυσικά και παραβιάζονται, δηλαδή υπάρχει μια «προπαρασκευή κινδύνου» αλλά η αρχική λειτουργική πηγή δυνατότητας πρόκλησης κινδύνου δεν υπάρχει στη συγκεκριμένη περίπτωση άλλως θα αντιμετωπίζαμε το ως άνω ποινικό αδίκημα ως αφηρημένης διακινδύνευσης και όχι ως δυνητικής διακινδύνευσης δηλαδή θα αντιμετωπίζαμε λ.χ. την είσοδο κάποιου σ` ένα super market χωρίς προστατευτική μάσκα ως εκ προοιμίου παραβίαση του άρθρου 285 ΠΚ (σε αντικειμενικό επίπεδο). Αντιθέτως, περίπτωση ελέγχου της κατάφασης ή μη της δυνατότητας πρόκλησης κινδύνου μετάδοσης της ασθένειας υπάρχει μόνο αν ο άνθρωπος αυτός νοσεί ή εν πάση περιπτώσει νοσούσε και βρίσκεται υπό καθεστώς κατ` οίκον περιορισμού για 14 ημέρες. Σ` αυτή την περίπτωση έχει τεθεί ήδη ο αρχικός όρος δυνατότητας πρόκλησης κινδύνου (η νόσηση του ιδίου ή στενής του επαφής), οπότε αν πλησιάσει κόσμο δημιουργείται ένας επιπλέον όρος, τον οποίο δεν μπορεί να ελέγξει, που επιτρέπει την αυτοδύναμη πορεία προς την βλάβη. Σ` αυτή τη περίπτωση, κατά την ορθότερη θεωρητική προσέγγιση της έννοιας των εγκλημάτων δυνητικής διακινδύνευσης (αυτή της Συμεωνίδου-Καστανίδου) και μόνο τότε υπάρχει η δυνατότητα πρόκλησης κινδύνου, ανεξαρτήτως αν οι υπόλοιποι στο χώρο φορούν μάσκες ή τηρούν γενικώς τα μέτρα προστασίας (βλ. ενδεικτικά ΣτρΘεσ (Πενταμελές) 450/2022, ΤΝΠ Νόμος).

 II. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 167 παρ. 1 εδ. α`του προϊσχύσαντος ΠΚ, Όποιος μεταχειρίζεται βία ή απειλή βίας για να εξαναγκάσει κάποια αρχή ή υπάλληλο να ενεργήσουν πράξη που ανάγεται στα καθήκοντά τους ή να παραλείψουν νόμιμη πράξη, καθώς και όποιος βιαιοπραγεί κατά υπάλληλου ή προσώπου που έχει προσληφθεί ή άλλου υπαλλήλου που έχει προστρέξει για να τον υποστηρίξει ενώ διαρκεί η νόμιμη ενέργειά του, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους". Κατά τη διάταξη του άρθρου 167 παρ. 1 του ισχύοντος ΠΚ Όποιος με βία ή απειλή βίας επιχειρεί να εξαναγκάσει κάποια αρχή ή υπάλληλο να ενεργήσει πράξη που ανάγεται στα καθήκοντά του ή να παραλείψει νόμιμη πράξη, καθώς και όποιος βιαιοπραγεί εναντίον του ή κατά προσώπου που έχει προσληφθεί ή άλλου υπαλλήλου που έχει προστρέξει για να τον υποστηρίξει κατά τη διάρκεια νόμιμης ενέργειας του (αντίσταση), τιμωρείται με φυλάκισή έως τρία έτη ή χρηματική ποινή". Από την αντιπαραβολή των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι είναι ταυτόσημες ως προς τα στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης, ενώ ως προς την ποινή ευμενέστερη είναι η διάταξη του ισχύοντος ΠΚ. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση της αξιόποινης πράξης της αντίστασης, στην περίπτωση που η ενέργεια του δράστη τείνει στην παράλειψη νόμιμης πράξης της αρχής ή του υπαλλήλου, απαιτείται η πράξη, σε παράλειψη της οποίας τείνει ο εξαναγκασμός, να είναι νόμιμη, δηλαδή να βρίσκεται μέσα στον κύκλο της κατά νόμο αρμοδιότητας της αρχής ή του υπαλλήλου και να συντρέχουν οι ουσιώδες τύποι που τάσσονται γι' αυτήν. Προσαπαιτείται η χρήση βίας ή απειλή βίας ή βιαιοπραγία κατά του υπαλλήλου, στην έννοια δε της βίας περιλαμβάνεται τόσο η σωματική όσο και η ψυχολογική, αλλά και κάθε είδους ενέργεια, που να μπορεί να διεγείρει στον υπάλληλο φόβο και να τον παρεμποδίσει στην εκτέλεση της υπηρεσιακής πράξης (ΑΠ 46/2018, ΑΠ 736/2023, ΤΝΠ Νόμος).

 ΙΙΙ. Ακόμη κατ` άρθρο 169 Π.Κ. "Με φυλάκιση ως έξι μήνες ή χρηματική ποινή τιμωρείται όποιος, ύστερα από νόμιμη πρόσκληση, αρνείται σε κάποιον από τους υπαλλήλους του άρθρου 13 παρ. α`, χωρίς αντίσταση, την υπηρεσία ή συνδρομή που οφείλεται κατά το νόμο ή την είσοδο σε οποιοδήποτε μέρος για να επιχειρηθεί κάποια νόμιμη υπηρεσιακή ενέργεια". Συνεπώς για την στοιχειοθέτηση της αξιόποινης πράξεως της απείθειας απαιτείται: α) ύπαρξη υποχρεώσεως σε παροχή υπηρεσίας, ως υπηρεσίας νοούμενης θετικής ενεργείας του προσκαλουμένου σε θετική πράξη του υπαλλήλου, β) νόμιμη πρόσκληση υπαλλήλου, ως τοιούτου νοούμενου εκείνου του άρθρου 13 στοιχ. α’ (και δεν περιλαμβάνονται και οι του άρθρου 363α), γ) άρνηση του προσκληθέντος χωρίς αντίσταση, η οποία (άρνηση) μπορεί να είναι είτε παθητική, είτε ενεργός λ.χ. με χειρονομίες και δ) δόλος, αρκεί και ενδεχόμενος που περιλαμβάνει την γνώση της ιδιότητος του προσώπου που απευθύνει την πρόσκληση και προς το οποίο απευθύνεται η άρνηση, καθώς και τη θέληση μη συμμορφώσεως (ΑΠ 418/2010, επίσημη ιστοσελίδα Αρείου Πάγου). Η διάταξη δε αυτή εφαρμόζεται επικουρικά σε περίπτωση που δεν είναι εφικτή η εφαρμογή της διάταξης 167 ΠΚ. Επομένως, δεν τυγχάνουν παράλληλης εφαρμογής μεταξύ τους οι εν λόγω διατάξεις, διότι το άρθρο167 ΠΚ απαιτεί την ύπαρξη αντίστασης, ενώ το άρθρο 169 ΠΚ αποκλείει ρητά την αντίσταση.

 IV. Από τη διάταξη του άρθρου 378 παρ.2 ΠΚ σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 27 παρ. 1 του Π.Κ., που προσδιορίζει την έννοια του δόλου, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του πλημμελήματος της φθοράς ξένου αντικειμένου απαιτείται αντικειμενικώς η καταστροφή, ή η βλάβη, ή η με οποιοδήποτε τρόπο αχρήστευση ξένου, ολικά ή μερικά, πράγματος και αν το αντικείμενο της φθοράς χρησιμεύει για το κοινό όφελος, η χρησιμότητα αυτού πρέπει να είναι άμεση. Τέτοια θεωρούνται και τα ακίνητα που είναι καθιερωμένα και χρήσιμα για το κοινό εν γένει, που έχει άμεση πρόσβαση σ` αυτά για την εξυπηρέτησή του, όπως είναι και τα πεζοδρόμια, και υποκειμενικώς γνώση του δράστη ότι το πράγμα είναι ξένο και θέληση (ή αποδοχή) της καταστροφής ή βλάβης κλπ του πράγματος αυτού, αρκεί δε και ενδεχόμενος δόλος. Καταστροφή του πράγματος υπάρχει όταν τούτο καθίσταται εντελώς διαρκώς άχρηστο για τον προορισμό του, αρκεί δε αυτή να είναι και μερική μόνο, η δε βλάβη συνίσταται είτε στη βλάβη της ουσίας του πράγματος είτε στη μείωση της χρησιμότητάς του. Το ανέφικτο δε της με οποιοδήποτε άλλο τρόπο χρήσης του πράγματος καλύπτει τις περιπτώσεις που το πράγμα, εκτός από την καταστροφή του ή τη βλάβη του, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί στο μέλλον από τον κύριο ή τον κάτοχό του. Το έγκλημα αυτό της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας, που αποβλέπει στην προστασία της ιδιοκτησίας, είναι υπαλλακτικώς μικτό και μπορεί να τελεσθεί με ένα από τους ως άνω τρόπους ενώ το προβλεπόμενο πλαίσιο ποινής φυλάκισης κυμαίνεται από δύο έτη μέχρι πέντε έτη και χρηματική ποινή, όπως ισχύει η διάταξη 378 παρ. 2 από 1.7.2019 (ΑΠ 612/2020, ΤΝΠ Νόμος).
 

Στην προκειμένη περίπτωση από την κύρια αποδεικτική διαδικασία γενικά, τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, οι οποίοι εξετάστηκαν ενόρκως στο ακροατήριο, τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν δημόσια στο ακροατήριο, καθώς και το βιντεοληπτικό υλικό που προβλήθηκε, σε συνδυασμό με τις απολογίες των κατηγορουμένων, αποδείχτηκε και το Δικαστήριο πείσθηκε ότι: Οι κατηγορούμενοι την 17-11-2020 συμμετείχαν σε συγκέντρωση, η οποία έλαβε χώρα στη Θεσσαλονίκη για την επέτειο του Πολυτεχνείου, όπως συμβαίνει κάθε χρόνο. Λόγω της πανδημίας Covid -19 και των έκτακτων συνθηκών που επικρατούσαν την περίοδο εκείνη, είχε εκδοθεί την 14-11 -2020 η με αριθμό 1029/8/18/14-11-2020 απόφαση του Αρχηγού της Αστυνομίας, με την οποία, κατ’ επίκληση επιτακτικών λόγων αντιμετώπισης σοβαρού κινδύνου δημόσιας υγείας [κινδύνου διασποράς κορωνοϊού (CCMD-19)], θεσπίσθηκε η απαγόρευση όλων των δημόσιων συναθροίσεων στο σύνολο της Επικράτειας, στις οποίες συμμετέχουν τέσσερα ή περισσότερα άτομα, από 15 Νοεμβρίου 2020 και ώρα 6.00 π.μ. έως και τις 18 Νοεμβρίου 2020 ώρα 9.00 μ.μ. και προβλέφθηκε η επιβολή προστίμου 300 ευρώ σε περίπτωση παράβασης της εν λόγω απαγορεύσεως. Η απαγόρευση αυτή - αν και καθολική για το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα - κρίθηκε συνταγματική από την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας με την με αριθμό ΟλΣτε 1681/2022 απόφαση (με αντίθετη γνώμη μειοψηφίας μελών στου Δικαστηρίου). Πλην όμως, κατά την περίοδο εκείνη (το Νοέμβριο 2020) είχαν εκφραστεί αντίθετες απόψεις ως προς το ζήτημα της συνταγματικότητας από πλήθος επιστημόνων. Όπως αποδείχθηκε όλοι οι κατηγορούμενοι συμμετείχαν στην ως άνω συγκέντρωση έχοντας την πεποίθηση ότι έχουν το δικαίωμα αυτό, παρά την απαγόρευση δυνάμει της απόφασης του Αρχηγού της Αστυνομίας, καθώς θεωρούσαν εύλογα την απαγόρευση αυτή αντισυνταγματική. Έτσι συμμετείχαν στην προγραμματισμένη συγκέντρωση - η οποία δεν ήταν η μοναδική εκείνη την ημέρα - αυθόρμητα ο καθένας, λαμβάνοντας ατομικά μέτρα ασφαλείας (μάσκα και αποστάσεις). Από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι ο πρώτος κατηγορούμενος ... οργάνωσε την συγκεκριμένη συγκέντρωση, η οποία πραγματοποιήθηκε μέσω της οδού Τσιμισκή από το ύψος της Αγίας Σοφίας ως την Καρόλου Ντηλ όπου ανακόπηκε από αστυνομικό φραγμό, ούτε ότι ο ίδιος παρά τον αστυνομικό φραγμό καθοδήγησε τους συγκεντρωμένους με χαρακτηριστικές κινήσεις των χεριών να παραμείνουν στο σημείο και να μην συμμορφωθούν με τις υποδείξεις των αστυνομικών, όπως αναφέρεται στο κατηγορητήριο. Αντιθέτως, όπως αποδείχθηκε υπήρξε εντολή ανακοπής της πορείας και γι’ αυτό το λόγο αυτή ανακόπηκε από αστυνομικές δυνάμεις στο ύψος της οδού Καρόλου Ντηλ. Την ίδια στιγμή αστυνομικές δυνάμεις αναπτύχθηκαν και στο ύψος της Αγίας Σοφίας (όπως κατατέθηκε τόσο από τους μάρτυρες αστυνομικούς, όσο και από τους μάρτυρες υπεράσπισης, οι οποίοι ήταν και αυτόπτες μάρτυρες), με αποτέλεσμα να μην υπάρχει δυνατότητα οπισθοχώρησης των παρευρισκομένων, οι οποίοι εγκλωβίστηκαν από τις αστυνομικές δυνάμεις μεταξύ της οδού Καρόλου Ντηλ και Αγίας Σοφίας επί της οδού Τσιμισκή αναμένοντας να ανοίξει ο φραγμός. Όπως προέκυψε άτομα τα οποία βρίσκονταν στην κεφαλή της συγκέντρωσης επιχείρησαν να διαπραγματευτούν με τις αστυνομικές δυνάμεις ώστε να ανοίξει ο φραγμός επί της Καρόλου Ντηλ, ώστε να προχωρήσουν και στη συνέχεια να διαλυθούν, πλην όμως κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Στις συζητήσεις αυτές έλαβε μέρος και ο πρώτος κατηγορούμενος, όπως προκύπτει και από σχετικό βιντεοληπτικό υλικό, πλην όμως ουδόλως προέκυψε ότι ο ίδιος οργάνωσε το συγκεντρωμένο πλήθος ή ότι τους καθοδηγούσε να μην συμμορφωθούν στις υποδείξεις των αστυνομικών. Σημειώνεται εδώ, ότι σχετική ανάρτηση του πρώτου κατηγορουμένου σε γνωστό μέσο κοινωνικής δικτύωσης η οποία αναφέρθηκε από τον μάρτυρα αστυνομικό ... και αναφέρεται και στο κατηγορητήριο (ότι δηλαδή μέσω διαδικτύου διέγειρε σε απείθεια κατά νόμιμης διαταγής της αρχής) δεν δύναται να θεωρηθεί ως διέγερση σε ανυπακοή ως προς την απόφαση του Αρχηγού της αστυνομίας, καθώς όπως προκύπτει η απόφαση αυτή εκδόθηκε 14-11-2020 και είχε διάρκεια ισχύος από 15 Νοεμβρίου 2020 και ώρα 6.00 π.μ. έως και τις 18 Νοεμβρίου 2020 ώρα 9.00 μ.μ. ενώ η επίμαχη ανάρτηση του πρώτου κατηγορουμένου με την οποία καλούσε τους πολίτες να συμμετέχουν στην συγκέντρωση της 17-11-2020 έλαβε χώρα την 12-11-2020, δηλαδή δύο μέρες πριν την έκδοση της απόφασης αυτής περί απαγόρευσης των συναθροίσεων. Περαιτέρω, όπως προέκυψε από την αποδεικτική διαδικασία όλοι οι κατηγορούμενοι κατά την συμμετοχή τους στην συγκέντρωση, αρχικά φορούσαν μάσκες σύμφωνα με τις συστάσεις των ιατρών, ενώ κρατούσαν και αποστάσεις ασφαλείας (βλ. σχετικές φωτογραφίες - στιγμιότυπα της συγκέντρωσης οι οποίες δεν αμφισβητήθηκαν). Ακόμη, δεν προέκυψε ότι κάποιος από αυτούς νοσούσε κατά τη δεδομένη χρονική στιγμή ώστε οποιοσδήποτε κίνδυνος μετάδοσης της ασθένειας υπήρχε μόνο σε αφηρημένο επίπεδο, χωρίς να έχει ενεργοποιηθεί οποιαδήποτε πηγή κινδύνου που θα καθιστούσε δυνατή την περαιτέρω πρόκληση κινδύνου μετάδοσης της ασθένειας. Κατά συνέπεια προέκυψε ότι παραβιάστηκε μεν η με αριθμό 1029/8/18/14-11-2020 απόφαση του Αρχηγού της Αστυνομίας, με την οποία, κατ’ επίκληση επιτακτικών λόγων αντιμετώπισης σοβαρού κινδύνου δημόσιας υγείας [κινδύνου διασποράς κορωνοϊού (COVID-19)], θεσπίσθηκε η απαγόρευση όλων των δημόσιων συναθροίσεων στο σύνολο της Επικράτειας, στις οποίες συμμετέχουν τέσσερα ή περισσότερα άτομα, από 15 Νοεμβρίου 2020 και ώρα 6.00 π.μ. έως και τις 18 Νοεμβρίου 2020 ώρα 9.00 μ.μ. και προβλέφθηκε η επιβολή προστίμου 300 ευρώ σε περίπτωση παράβασης της εν λόγω απαγορεύσεως, πλην όμως δεν στοιχειοθετείται στην προκειμένη περίπτωση - πλην της διοικητικής παράβασης - το ποινικό αδίκημα της παραβίασης του άρθρου 285 παρ. 1 περ. β`του ΠΚ για την στοιχειοθέτηση του οποίου απαιτείται η δυνατότητα πρόκλησης κινδύνου και όχι απλώς η «προπαρασκευή» του. Επάλληλα με τα ανωτέρω, με την θέση σε ισχύ του Νέου Ποινικού Κώδικα (ν. 4619/2020, ΦΕΚ Α` 95/11.6.2019) καταργήθηκε το άρθρο 3 του προϊσχύοντος ΠΚ, που όριζε ότι «Νόμοι με προσωρινή ισχύ εφαρμόζονται και μετά την παύση της ισχύος τους σε πράξεις που τελέστηκαν όταν αυτοί ίσχυαν. Κατά τα λοιπά εφαρμόζεται η διάταξη της § 1 του προηγούμενου άρθρου», παράλληλα δε, σύμφωνα με το άρθρο 2 § 2 του Νέου Ποινικού Κώδικα, «Αν μεταγενέστερος νόμος χαρακτήρισε την πράξη μη αξιόποινη (ανέγκλητη), παύει η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε, καθώς και τα ποινικά επακόλουθά της, όπως και η εκτέλεση των μέτρων ασφαλείας». Στην προκειμένη περίπτωση η ισχύς της Δ1α/Γ.Π.οικ.: 71342 από 06.11.2020 Κ.Υ.Α., την οποία επικαλείται η απόφαση του Αρχηγού της Αστυνομίας και η οποία λογίζεται ως νόμος προσωρινής ισχύος, καθόσον αφενός μεν θεσπίστηκε για να ρυθμίσει μία έκτακτη και εξαιρετική, παροδική όμως, κατάσταση, αφετέρου δε καθοριζόταν η διάρκεια και η λήξη ισχύος της, ήτοι για το χρονικό διάστημα από το Σάββατο 7 Νοεμβρίου 2020 έως και τη Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2020 είχε παύσει να ισχύει κατά το χρόνο άσκησης της υπό κρίση διώξεως όπως επίσης περιορισμένης χρονικής διάρκειας ήταν και η απόφαση του Αρχηγού της αστυνομίας η οποία ίσχυσε από 15 έως 18 Νοεμβρίου. Κατά συνέπεια, δεν στοιχειοθετείται παράβαση του άρθρου 285 ΠΚ σε συνδυασμό με την με αριθμό 1029/8/18/14-11-2020 απόφαση του Αρχηγού της Αστυνομίας, καθώς η τελευταία είχε περιορισμένη χρονική ισχύ όπως και η Δ1α/Γ.Π.οικ.: 71342 από 06.11.2020 Κ.Υ.Α. βάσει της οποίας εκδόθηκε, ενώ κατ’ αρ.2 ΠΚ η πράξη έχει καταστεί ανέγκλητη με την κατάργηση του άρ. 3 του ΠΚ που όριζε ότι «Νόμοι με προσωρινή ισχύ εφαρμόζονται και μετά την παύση της ισχύος τους σε πράξεις που τελέστηκαν όταν αυτοί ίσχυαν (βλ. έτσι ΑΝΑΦ ΕΙΣΠΡ ΑΘΗΝΩΝ 815/2022, ΤΝΠ Νόμος).
 

Ακόμη όπως αποδείχθηκε, όταν ανακόπηκε η πορεία στο ύψος της Καρόλου Ντηλ και έγινε αναστροφή αυτής προς την Αγίας Σοφίας οι συγκεντρωμένοι διαπίστωσαν ότι υπήρχε αστυνομικός φραγμός και στο ύψος της Αγίας Σοφίας ο οποίος εμπόδιζε την περαιτέρω κίνησή τους. Όπως κατατέθηκε σχετικά και από τους μάρτυρες υπεράσπισης οι οποίοι ήταν παρόντες στο περιστατικό, άλλοι ως συμμετέχοντες στην συγκέντρωση και άλλοι περαστικοί από το σημείο, οι συγκεντρωμένοι εγκλωβίστηκαν από τις αστυνομικές δυνάμεις περιμετρικά, ενώ σε κάποιους από τους συγκεντρωμένους βεβαιώθηκαν πρόστιμα για την παράβαση της ως άνω απόφασης του Αρχηγού της Αστυνομίας. Οι δεύτερος και τρίτος των κατηγορουμένων προέκυψε ότι βρέθηκαν μπροστά στις δυνάμεις της αστυνομίας κατά την αναστροφή της πορείας προς την οδό Αγίας Σοφίας και ουδέποτε προσκλήθηκαν από τις αστυνομικές δυνάμεις να αποχωρήσουν για να τους βεβαιωθεί σχετικό πρόστιμο. Αντιθέτως προέκυψε ότι μετά την αναστροφή της συγκέντρωσης αστυνομικές δυνάμεις προσπάθησαν να αποσπάσουν από το πλήθος συγκεκριμένα άτομα, με βίαιο τρόπο και χωρίς προηγουμένως να έχει προηγηθεί κάποια νόμιμη πρόσκληση αυτών για την βεβαίωση των στοιχείων τους ή για την βεβαίωση προστίμου. Άλλωστε μάρτυρες αστυνομικοί κατέθεσαν ότι έλαβαν εντολή από ανωτέρους τους να συλλάβουν συγκεκριμένα άτομα, χωρίς να υπάρχει ακόμη συγκεκριμένη κατηγορία σε βάρος τους. Στο πλαίσιο αυτό όπως αποδείχθηκε αστυνομικές δυνάμεις μετά από εντολή ανωτέρου τους απέσπασαν τον δεύτερο κατηγορούμενο (όπως προέκυψε και από το βίντεο που επισκοπήθηκε) ο οποίος κατά την βίαιη απόσπασή του έπεσε κάτω και επίσης του βγήκε η μάσκα. Κατά την επιχείρηση απόσπασης του τρίτου κατηγορουμένου από το πλήθος υπήρξε αναστάτωση καθώς επιχείρησαν σε βάρος του τρεις αστυνομικοί ενώ ο ίδιος κατέληξε στο έδαφος και τρίτοι παρευρισκόμενοι στο σημείο μεταξύ των οποίων και ο πατέρας του κατηγορουμένου προσπάθησαν να τους χωρίσουν και να τους πείσουν να ακολουθήσουν τη διαδικασία για την επιβολή του σχετικού προστίμου. Ο πατέρας του τρίτου κατηγορουμένου, επιχείρησε να βοηθήσει τον υιό του κρατώντας τον και ρωτώντας τις αστυνομικές δυνάμεις για ποιο λόγο τον κρατούν. Μετά το επεισόδιο αυτό κατά το οποίο δεν αποδείχθηκε ότι ο τρίτος κατηγορούμενος επιτέθηκε στους αστυνομικούς με λακτίσματα όπως αναφέρεται στο κατηγορητήριο, αντιθέτως αποδείχθηκε ότι ο ίδιος αιφνιδιάστηκε από την επιχείρηση των αστυνομικών δυνάμεων σε βάρος του, ο ίδιος μαζί με τον πατέρα του, αφού εκτονώθηκε η έκρυθμη κατάσταση, κατευθύνθηκαν πεζή στο σημείο στο οποίο γινόταν η βεβαίωση των προστίμων. Κατά το χρονικό αυτό σημείο ακόμη προκύπτει ότι ο τρίτος κατηγορούμενος δεν είχε ακόμη συλληφθεί, γεγονός το οποίο ενισχύει την πεποίθηση του Δικαστηρίου ότι δεν είχαν προηγηθεί λακτίσματα και συνεπώς αντίσταση του κατηγορουμένου. Σημειώνεται ότι, το Δικαστήριο πείσθηκε ότι δεν υπήρξαν λακτίσματα από τον δεύτερο και τρίτο κατηγορούμενο σε βάρος των αστυνομικών και από την επισκόπηση του βιντεοληπτικού υλικού σε συνδυασμό με τις αντικρουόμενες καταθέσεις των μαρτύρων αστυνομικών. Ειδικότερα παρότι ο μάρτυρας ...καταθέτει προανακριτικά ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος κλώτσησε στα πόδια τον Ταξίαρχο ... ενώ αυτός προηγουμένως τον είχε προσκαλέσει να προσέλθει οικειοθελώς για να του βεβαιωθεί σχετικό πρόστιμο από την επισκόπηση του βιντεοληπτικού υλικού προέκυψε ότι κατόπιν υπόδειξης του Ταξίαρχου οι αστυνομικές δυνάμεις κινήθηκαν σε βάρος των συγκεκριμένων κατηγορουμένων ώστε να αποσπαστούν από το πλήθος, χωρίς προηγουμένως να έχει προηγηθεί οποιαδήποτε πρόσκληση αυτών για να τους βεβαιωθεί πρόστιμο και χωρίς να κλωτσήσουν ή να απωθήσουν βίαια τους αστυνομικούς οι οποίοι άλλωστε υπερτερούσαν σε δύναμη και εξοπλισμό τη δεδομένη στιγμή. Επίσης ενώ ο μάρτυρας ... προανακριτικά ανέφερε ότι οι εκ των κατηγορουμένων ... και ………………………………… προσκλήθηκαν από τους αστυνομικούς και αρνήθηκαν να τους ακολουθήσουν ώστε να τους βεβαιωθεί το σχετικό πρόστιμο, κατά την κατάθεση ενώπιον του Δικαστηρίου ο μάρτυρας δεν θυμόταν κάτι σχετικό με τους συγκεκριμένους κατηγορούμενους αλλά αναφερόταν κυρίως στον πρώτο κατηγορούμενο για τον οποίο ωστόσο δεν είχε καταθέσει κάτι προανακριτικά (...: «Ήμασταν εκεί με εντολές του επικεφαλής μας και με εντολή του επικεφαλής μας που μας υπέδειξε το συγκεκριμένο άτομο, μας είπε ότι πρέπει να το συλλάβουμε. - Ποιον σας υπέδειξαν; - Τον κ. ... Οπότε τον προσεγγίσαμε, του δηλώσαμε την ιδιότητά μας, και εν συνεχεία του είπαμε ότι πρέπει να μας ακολουθήσει και συνεργάστηκε.» και σε άλλο σημείο «Αρχικά, αφού δηλώσαμε τη δική μας ιδιότητα μας είπαν ότι δεν κάναμε τίποτε, γιατί να γίνει αυτό;" και τέτοια πράγματα. Αλλά στην συνέχεια μας ακολούθησαν κανονικά. Στο τέλος δηλαδή συνεργάστηκαν (εννοεί οι ... και ...), οι οποίοι ωστόσο όπως κατέθεσε δεν συνελήφθησαν στο ίδιο σημείο). Αναφέρθηκε δε στους τρεις αυτούς κατηγορουμένους μόνο μετά από σχετική ερώτηση του Δικαστηρίου, γεγονός το οποίο ενισχύει την κρίση του Δικαστηρίου ότι στην πραγματικότητα κανείς από τους κατηγορουμένους δεν κλήθηκε από τους αστυνομικούς ώστε να τους βεβαιωθεί το προβλεπόμενο πρόστιμο, αλλά επιχειρήθηκε αιφνίδια η βίαιη απόσπασή τους από το πλήθος. Περαιτέρω, ενώ ο τρίτος κατηγορούμενος πορευόταν μαζί με τον πατέρα του προς το σημείο επιβολής προστίμων, μετά το ως άνω επεισόδιο με τις αστυνομικές δυνάμεις, εντελώς αιφνίδια δόθηκε εντολή να συλληφθεί καθώς ένας εκ των αστυνομικών οι οποίοι συμμετείχαν στην αμέσως προηγούμενη επιχείρηση απόσπασης ατόμων από την πορεία και συγκεκριμένα ο ... δήλωσε ότι ο τρίτος κατηγορούμενος του έσπασε προηγουμένως τον φορητό του πομποδέκτη. Όπως κατέθεσε προανακριτικά ενόρκως ο αστυνομικός αναφερόμενος στον τρίτο κατηγορούμενο στην προσπάθεια να του πιάσει το χέρι και να τον απομακρύνει από τα λοιπά άτομα «αυτός αντιστάθηκε σθεναρά, τραβώντας βίαια την θήκη του υπηρεσιακού φορητού πομποδέκτη με αποτέλεσμα αυτός να πέσει κάτω». Στην κατάθεσή του ωστόσο ενώπιον του Δικαστηρίου ενώ αρχικά κατέθεσε ότι δεν κατάλαβε πως του έφυγε ο πομποδέκτης στη συνέχεια αποδίδει το σπάσιμο αυτού σε ενέργεια του τρίτου κατηγορουμένου. (...: «στην μάχη επάνω δεν είχα καταλάβει, μέχρι να τον αποσπάσουμε ότι είχα χάσει εγώ τον πομποδέκτη μου», «Μου τράβηξε επίσης τον εξοπλισμό μου, μου έκοψε και τον θώρακα τον προστατευτικό που φοράμε το λουρί, τον συλλάβαμε, καταφέραμε να τον δεσμεύσουμε, τον οδηγήσαμε, επιβεβαιώθηκε πρόστιμο και οδηγήθηκε στο Αστυνομικό Μέγαρο για τις υπόλοιπες νόμιμες διαδικασίες», και «αν ο φερόμενος ως κατηγορούμενος δεν μου έσκιζε τον εξοπλισμό μου και δεν με κλοτσούσε, δεν θα τον συλλαμβάναμε. Πολλοί αποκόπηκαν βίαια από το πλήθος, τους βεβαιώθηκε το πρόστιμο και αποχώρησαν, χωρίς να απαιτήσουν τίποτα ούτε αυτοί ούτε οι συνάδελφοι. Αυτός ο συγκεκριμένος γι` αυτό το λίγο συνελήφθη»). Η κατάθεση αυτή δεν κρίνεται πειστική από το Δικαστήριο το οποίο καταλήγει στην κρίση ότι ο πομποδέκτης δεν αφαιρέθηκε από συγκεκριμένο άτομο και ιδίως από τον τρίτο κατηγορούμενο (σε βάρος του οποίου όπως επίσης αποδείχθηκε δεν βεβαιώθηκε σχετικό πρόστιμο) όπως αναπόδεικτα κατέθεσε ο μάρτυρας αλλά έπεσε και έσπασε λόγω της έντασης που υπήρξε μεταξύ των διαδηλωτών και των αστυνομικών δυνάμεων τη δεδομένη χρονική στιγμή. Ανεξαρτήτως των ανωτέρω πλεοναστικά αναφερόμενων, ο πομποδέκτης του αστυνομικού δεν μπορεί να θεωρηθεί πράγμα το οποίο χρησιμεύει για το κοινό όφελος, η χρησιμότητα του οποίου είναι άμεση σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην μείζονα σκέψη της παρούσας. Επομένως, πρέπει ως προς την πράξη αυτή να γίνει ορθός νομικός χαρακτηρισμός από φθορά πράγματος που χρησιμοποιείται για το κοινό όφελος (378 παρ.2 ΠΚ ) σε απλή φθορά ξένης ιδιοκτησίας μικρής αξίας και να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη σε βάρος του τρίτου κατηγορουμένου λόγω έλλειψης έγκλησης (378 παρ.1 εδ.β σε συνδ. με 381 ΠΚ).
 

Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει ο πρώτος κατηγορούμενος να κηρυχθεί αθώος για τις πράξεις τις οποίες κατηγορείται (183 ΠΚ και 285 παρ.1β ΠΚ) καθώς επίσης όλοι οι κατηγορούμενοι πρέπει να κηρυχθούν αθώοι σύμφωνα με το παραπάνω σκεπτικό για το αδίκημα που προβλέπεται στο άρθρο 285 παρ.1β ΠΚ). Περαιτέρω πρέπει να κηρυχθούν αθώοι οι ... και ... για την πράξη της αντίστασης (167 παρ.1 ΠΚ) καθώς όπως αποδείχθηκε δεν άσκησαν βία σε βάρος των αστυνομικών με σκοπό να υποχρεώσουν αυτούς σε παράλειψη κάποιας νόμιμης ενέργειας καθώς αφενός δεν προσκλήθηκαν προηγουμένως από αυτούς να τους ακολουθήσουν ώστε να γίνει έλεγχος και να τους βεβαιωθεί πρόστιμο, αφετέρου δεν προέκυψε ότι εκείνη τη στιγμή της έντασης οι αστυνομικοί επιχειρούσαν να συλλάβουν τον τρίτο κατηγορούμενο, καθώς ο τελευταίος συνελήφθη αργότερα με αφορμή τον σπασμένο πομποδέκτη του αστυνομικού μετά τα επεισόδια. Για τον ίδιο λόγο - για το γεγονός δηλαδή ότι δεν προηγήθηκε νόμιμη πρόσκληση για την βεβαίωση προστίμου και άρνηση αυτών να συμπράξουν για να τους βεβαιωθεί το σχετικό πρόστιμο - πρέπει να κηρυχθούν αθώοι οι 2ος, 3ος, 4ος, 5ος και 6ος των κατηγορουμένων για το αδίκημα της απείθειας.

 

Δευτέρα 18 Μαρτίου 2024

Ακαταδίωκτο δημοσίων υπαλλήλων και μελών Δικηγορικών Συλλόγων

 

27/2023 ΑΠ

(Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

Αστικώς ανεύθυνο δημοσίων υπαλλήλων. Περιλαμβάνει και την ευθύνη αυτών από προσβολές της προσωπικότητας τρίτων. Τα μέλη του Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγορικού Συλλόγου δεν νομιμοποιούνται παθητικά σε αγωγή προσβολής προσωπικότητας. Αγωγή κατά του προσωπικώς υπεύθυνου οργάνου του Δημοσίου ή ΝΠΔΔ. Υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων.

Απορρίπτει αναίρεση κατά της 2800/2018 ΕΦ ΘΕΣΣ (ΤΡΙΜ).

 

Αριθμός 27/2023

 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

 

A1` Πολιτικό Τμήμα

 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννα Κλάπα - Χριστοδουλέα, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, Χρήστο Κατσιάνη, Ασημίνα Υφαντή, Κανέλλα Τζαβέλλα - Δημαρά και Στέφανο - Σπυρίδωνα Πανταζόπουλο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

 

 Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 21 Νοεμβρίου 2022, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

 Του αναιρεσείοντος: ........ του ......, κατοίκου ......., ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως λόγω της δικηγορικής του ιδιότητας και κατέθεσε προτάσεις.

 

 Των αναιρεσιβλήτων: 1) ........ του ......, κατοίκου ........, 2) ........ του ......., κατοίκου ......., 3) ....... του ......, 4) ........ του ......, κατοίκων ......., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ευάγγελο Σταμκόπουλο και κατέθεσαν προτάσεις.

 

 Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 22/10/2012 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 7876/2014 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 2800/2018 του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 8/1/2021 αίτησή του.

 

 Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο αναιρεσείων ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

 

 ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 Υπόκειται προς κρίση η από 8-1-2021 αίτηση για αναίρεση της εκδοθείσας αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία υπ` αριθμ. 2800/2018 τελεσίδικης απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θεσ/κης. Με την προσβαλλόμενη απόφαση απερρίφθη η από 2-5-2017 έφεση του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος κατά της υπ` αριθμ. 7876/2014 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσ/κης, η οποία είχε απορρίψει την από 22-10-2012 αγωγή του για προσβολή της προσωπικότητάς του, κατά των εναγομένων, νυν αναιρεσιβλήτων, ελλείψει παθητικής τους νομιμοποίησης. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3, 566 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με άρθρο 74 παρ. 1 ν. 4690/2020, όπως "ερμηνεύθηκε" με το άρθρο 49 του ν. 4963/2022). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να εξεταστεί το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, απορριπτομένου του ισχυρισμού των αναιρεσίβλητων ως προς το μη παραδεκτό της ένδικης αναίρεσης συνεπεία μη καταβολής του απαιτούμενου κατά το άρθρο 495 ΚΠολΔ για την άσκησή της παραβόλου κατά το χρόνο κατάθεσής της στη γραμματεία του δικαστηρίου που εξέδωσε την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ως μη νομίμου, διότι δεν προκαλείται απαράδεκτο του ενδίκου μέσου, όταν τούτο (παράβολο) προσκομίζεται μεταγενέστερα της κατάθεσης του ενδίκου μέσου, αλλά πριν από τη συζήτησή του (ΑΠ 933/2019, 341/2015). Από τη διάταξη του άρθρου 68 του ΚΠολΔ με την οποία ορίζεται ότι δικαστική προστασία έχει δικαίωμα να ζητήσει όποιος έχει άμεσο έννομο συμφέρον σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 216 παρ.1 στοιχ. α του ιδίου κώδικα, κατά την οποία το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, μεταξύ άλλων, σαφή έκθεση των γεγονότων που την θεμελιώνουν και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, προκύπτει ότι η νομιμοποίηση των διαδίκων, τόσο η ενεργητική, όσο και η παθητική αναφορικά με την επίδικη έννομη σχέση καθορίζεται κατά κανόνα από το ουσιαστικό δίκαιο, τόσο ως προς το αντικείμενο αυτής, όσο και ως προς τους φορείς της (δικαιούχο και υπόχρεο). Κατά συνέπεια, η από το δικαστήριο της ουσίας εσφαλμένη κρίση ότι ο ενάγων νομιμοποιείται ενεργητικά και ο εναγόμενος νομιμοποιείται παθητικά στην άσκηση της αγωγής ελέγχεται από τον αριθμ. 1 του όρθρου 559 (ή τον αριθμό 1 του άρθρου 560) του ΚΠολΔ προβλεπόμενο λόγο αναίρεσης, διότι προϋποθέτει παραβίαση από το ίδιο δικαστήριο κανόνα ουσιαστικού δικαίου (ΟλΑΠ 18/2005, ΑΠ 1002/2017, 1383/2010). Κατά τη διάταξη δε του άρθρ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνον αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006, 4/2005). Με το λόγο αναίρεσης από το άρθρ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ (παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου) ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κλπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ` ουσίαν (ΟλΑΠ 27, 28/1998). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ` αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται με βάση το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία (ΟλΑΠ 1/1999). Δεν υπάρχει, όμως, ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες (ΑΠ 622/1983). Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες (ΑΠ 413/1993). Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (ΟλΑΠ 861/1984). Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς, και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΑΠ 1547/1997). Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές, με βάση τις οποίες διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν αιτιολογία της απόφασης, ώστε στο πλαίσιο της ερευνώμενης διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 να επιδέχεται αυτή μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης του άρθρ. 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος (ΑΠ 465/1988). Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, εκ του περιεχομένου του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις απορρίπτεται ως απαράδεκτος, εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 1987/2007). Εξ άλλου, το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ ορίζει ότι για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του Δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το Δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης, που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος, μαζί δε με το Δημόσιο ευθύνεται σε ολόκληρο και το υπαίτιο πρόσωπο, με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων για την ευθύνη των υπουργών. Από το σκοπό της διάταξης του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, ερμηνευόμενης ενόψει και του άρθρου 1 (παρ.2 περ. η`) του ν. 1406/1983, με το οποίο ο νομοθέτης απέβλεψε στο να υπαγάγει στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, κατά την πρόβλεψη του άρθρου 94 παρ.1 του Συντάγματος, όλες τις διοικητικές διαφορές ουσίας, που, στα πλαίσια της δημόσιας δράσης της Διοίκησης, γεννώνται από την ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση, συνάγεται ότι, παρά την συσταλτική διατύπωσή της, αφού αναφέρεται σε παράνομες πράξεις ή παραλείψεις κατά την ενάσκηση της δημόσιας εξουσίας, η έννοιά της είναι ότι η αστική ευθύνη του Δημοσίου για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του, προβλέπεται στις περιπτώσεις ευθύνης του Δημοσίου όχι μόνο από εκτελεστές διοικητικές πράξεις των οργάνων του ή παραλείψεις προς έκδοση τέτοιων πράξεων, αλλά και από υλικές ενέργειες ή πράξεις ή παραλείψεις, που έλαβαν χώρα σε συνάρτηση προς την οργάνωση και λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας ή εξ αιτίας τους και δεν συνδέονται με την ιδιωτική διαχείριση της περιουσίας του Δημοσίου, ούτε οφείλονται σε προσωπικό πταίσμα οργάνου που ενήργησε εκτός του κύκλου των υπηρεσιακών του καθηκόντων. Για να στοιχειοθετηθεί δε αστική ευθύνη του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, απαιτείται παράνομη πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια ή παράλειψη υλικής ενέργειας οργάνων του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου κατά την άσκηση της ανατεθειμένης σε αυτά δημόσιας εξουσίας, επίκληση και απόδειξη συγκεκριμένης ζημίας, καθώς και αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης πράξης ή παράλειψης ή υλικής ενέργειας ή παράλειψης υλικής ενέργειας και της επελθούσας ζημίας. Από τις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 ΕισΝΑΚ προκύπτει, περαιτέρω, ότι στις περιπτώσεις που για τις μνημονευόμενες πράξεις, παραλείψεις ή υλικές ενέργειες ενάγεται, ως προσωπικώς υπεύθυνο προς αποζημίωση, όχι το Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου (Εισ.Ν.ΑΚ 106) αλλά το όργανο (του Δημοσίου ή του ΝΠΔΔ) που προκάλεσε τη ζημία, όταν η προσωπική ευθύνη των οργάνων του δημοσίου ή του νπδδ δεν έχει αποκλεισθεί, ανήκει στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων να κρίνουν επί της αγωγής αυτής, γιατί στις περιπτώσεις που η αγωγή δεν στηρίζεται στην ευθύνη του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, η διαφορά είναι ιδιωτικού δικαίου (ΑΕΔ 5/1995 και 53/1995, ΑΠ 302/2009). Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 85 παρ. 1 του υπαλληλικού κώδικα, που είχε κωδικοποιηθεί με το π.δ. 611/1977 και ίσχυε μέχρι την 9-4-1999, όταν άρχισε να ισχύει ο νεότερος υπαλληλικός κώδικας που κυρώθηκε με το ν. 2683/1999 και ίσχυσε μέχρι την 8-2-2007, οπότε άρχισε να ισχύει πλέον ο δημοσιοϋπαλληλικός κώδικας, που κυρώθηκε με το ν. 3528/2007, ο δημόσιος υπάλληλος ευθύνεται έναντι του δημοσίου για κάθε θετική ζημία που προξένησε σ` αυτό από δόλο ή βαρειά αμέλεια κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, καθώς επίσης για τις αποζημιώσεις, στις οποίες υποβλήθηκε έναντι τρίτων ένεκα παρανόμων πράξεων ή παραλείψεων αυτού, που έγιναν επίσης από δόλο η βαρειά αμέλεια. Δεν ευθύνεται όμως ο υπάλληλος έναντι τρίτων για τις ίδιες πράξεις ή παραλείψεις του. Η διάταξη του προαναφερθέντος άρθρου 85 παρ. 1 του Υ.Κ. του έτους 1977 είχε πλήρη εφαρμογή στις αναφερόμενες κατηγορίες υπαλλήλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (άρθρα 2 παρ. 1 περ. δ` και 86 του αυτού Κώδικα). Εξάλλου, και με το άρθρο 2 παρ. 2 του Υ.Κ του έτους 1999, ορίσθηκε ότι "υπάλληλοι ή λειτουργοί του κράτους ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, οι οποίοι, κατά συνταγματική ή νομοθετική πρόβλεψη, διέπονται από ειδικές γι` αυτούς διατάξεις, και οι υπάλληλοι των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, υπάγονται σε εκείνες τις διατάξεις του παρόντος Κώδικα, στις οποίες παραπέμπουν οι ειδικοί νόμοι που τους διέπουν". Δηλαδή, και υπό την ισχύ του Υ.Κ. του έτους 1999, για να εφαρμοσθούν οι διατάξεις του σε υπαλλήλους, που διέπονται από ειδικές διατάξεις, κατά συνταγματική ή νομοθετική πρόβλεψη, πρέπει: α) να γίνεται ρητή παραπομπή από τις ειδικές διατάξεις, που διέπουν ορισμένη κατηγορία υπαλλήλων ή λειτουργών, στις διατάξεις του Υ.Κ ή β) να υπάρχει κενό νόμου από τις ειδικές διατάξεις και να μην αποκλείεται η αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του Υ.Κ., όπως όταν με ειδική ρύθμιση νόμου εξαιρούνται από την υπαγωγή τους σε συγκεκριμένη διάταξη του ανωτέρω Υ.Κ. του έτους 1999. Οι ανωτέρω προϋποθέσεις εξέλιπαν με το ν. 3528/2007, αφού στο άρθρο 2 αυτού με τον τίτλο "έκταση εφαρμογής" ορίζεται στην παρ. 2 ότι "υπάλληλοι ή λειτουργοί του Κράτους ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, οι οποίοι, κατά συνταγματική ή νομοθετική πρόβλεψη, διέπονται από ειδικές διατάξεις υπάγονται στις διατάξεις του παρόντος για όσα θέματα δεν ρυθμίζονται από τις ειδικές γι` αυτούς διατάξεις", ενώ με την παρ. 6 του ως άνω άρθρου 38 ορίζεται ότι "ειδικές διατάξεις για την προσωπική αστική ευθύνη των δημοσίων υπαλλήλων έναντι των τρίτων διατηρούνται σε ισχύ". Τουτέστιν, οι διατάξεις του Υ.Κ., όπως αυτή του άρθρου 85 παρ. 1 του Υ.Κ. του έτους 1977 και ήδη του άρθρου 38 παρ. 1 του Υ.Κ των ετών 1999 και 2007 ισχύουν πλέον στο σύνολο σχεδόν των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων (ΟλΑΠ 3/2009) του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά σε ειδικές διατάξεις, από τις οποίες αυτοί τυχόν διέπονται. Σύμφωνα με το άρθρο Τρίτο του ως άνω ισχύοντος δημοσιοϋπαλληλικού κώδικα (ν. 3528/2007), η ισχύς του άρχισε από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, και οι διατάξεις του για την αστική ευθύνη ρυθμίζουν και όσες περιπτώσεις έλαβαν χώρα υπό το προγενέστερο νομοθετικό καθεστώς, εφόσον η υπόθεση φέρεται προς εκδίκαση μετά την ισχύ του νέου κώδικα. Με το ανωτέρω δε άρθρο 38 του δημοσιοϋπαλληλικού κώδικα καθιερώνεται το αστικώς ανεύθυνο των δημοσίων υπαλλήλων έναντι τρίτων (ΑΠ 294/2008, ΑΠ 2208/2007) και περιορίζεται το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, το οποίο, όπως προεκτέθηκε, στο δεύτερο εδάφιό του ορίζει ότι "Μαζί με το δημόσιο ευθύνεται εις ολόκληρον και το υπαίτιο πρόσωπο". Το δε αστικώς ανεύθυνο έναντι τρίτων των κατά το άρθρο 38 υπαγόμενων στο δημοσιοϋπαλληλικό κώδικα προσώπων περιλαμβάνει και την ευθύνη αυτών από προσβολές της προσωπικότητας τρίτων. Γενικότερα δε, κατά των προσώπων αυτών δεν μπορεί να ασκηθεί αστική αγωγή για προσβολή εκ μέρους τους της προσωπικότητας τρίτων κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, ενώ η ευθύνη των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου κατ` εφαρμογήν των διατάξεων των άρθρων 105 και 106 του Εισ.Ν.Α.Κ. είναι αντικειμενική, δηλ. ανεξάρτητη από υπαιτιότητα των οργάνων τους (Σ.τ.Ε. 1326/2017, 3292/2017). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 57 ΑΚ, σε περίπτωση παράνομης προσβολής της προσωπικότητας, ο προσβληθείς έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, ενώ δεν αποκλείεται αξίωση αποζημίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες.. Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 59 αυτού, στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο μπορεί, ύστερα από αίτηση του προσβληθέντος, "να καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού που έχει προσβληθεί. Η ικανοποίηση συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού...". Εξάλλου, στον προϊσχύσαντα Κώδικα περί Δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954) ορίζονταν τα ακόλουθα: άρθρο 1 "Ο Δικηγόρος είναι άμισθος Δημόσιος υπάλληλος" (πρβλ. άρθρο 1 παρ. 1 ν. 4194/2013 "ο δικηγόρος είναι δημόσιος λειτουργός"), άρθρο 66 παρ.1 "Αρμόδιον προς εκδίκασιν των πειθαρχικών παραπτωμάτων είναι το Πειθαρχικόν Συμβούλων του Δικηγορικού Συλλόγου εις ον ανήκεν ο εγκαλούμενος Δικηγόρος, καθ` ον χρόνον υπέπεσεν εις το δι` ο εγκαλείται παράπτωμα, ή του Δικηγορικού Συλλόγου του τόπου της τελέσεως, προτιμωμένου του καταρξαμένου της διώξεως", άρθρο 194 παρ. 1 "Οι Δικηγόροι Σύλλογοι είναι νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου", ενώ στα άρθρα 239 και 240 καθοριζόταν ο τρόπος συγκρότησης των πρωτοβάθμιων Πειθαρχικών Συμβουλίων. Παρόμοιες διατάξεις περιέχονται και στον ήδη ισχύοντα Κώδικα Δικηγόρων ( άρθρα 1 παρ.1, 89 παρ.1, 91, 147 ν. 4194/2013). Από τα πιο πάνω συνάγεται ότι ο τρίτος που ισχυρίζεται ότι βλάπτεται στην προσωπικότητά του από τις πράξεις των οργάνων (δημόσιων υπαλλήλων ή λειτουργών) ενός νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου που έλαβαν χώρα κατά την άσκηση των ανατειθεμένων σ` αυτά καθηκόντων και εφόσον δεν υπάρχει ειδική διάταξη που να ορίζει την προσωπική τους ευθύνη από την ως άνω δραστηριότητά τους, δεν μπορεί να στραφεί ατομικά κατά των προσώπων που απαρτίζουν το ως άνω όργανο, αλλά ορίζεται μόνον ευθύνη του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου του οποίου είναι νόμιμα όργανα, κατά του οποίου και μόνον μπορεί να στραφεί ως παθητικά νομιμοποιούμενο πρόσωπο ο βλαβείς τρίτος. Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή κατά το άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, προκύπτει ότι ο ενάγων με την επίδικη αγωγή του προσάπτει σε βάρος των εναγόμενων προσώπων παράνομες και υπαίτιες πράξεις και παραλείψεις, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ως μελών του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης το έτος 1992, που αποτελεί όργανο αυτού, εξαιτίας των οποίων υπέστη προσβολή της προσωπικότητάς του με την επιβολή σ` αυτόν πειθαρχικής ποινής (παύση ενός μηνός, η οποία εξέλιπε με την υπ` αριθμ. ....../1993 απόφαση του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων) για το εκεί δήθεν τελεσθέν απ` αυτόν πειθαρχικό παράπτωμα, και ζήτησε, μεταξύ των άλλων και άρση της προβολής της προσωπικότητάς του. Το Εφετείο απορρίπτοντας την έφεση του αναιρεσείοντος και επικυρώνοντας την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου η οποία είχε απορρίψει την αγωγή του ως παθητικώς ανομιμοποίητη δέχθηκε κατ`εφαρμογή των προαναφερθεισών διατάξεων ότι "...εφόσον δεν υφίσταται είτε στον Κώδικα περί Δικηγόρων είτε σε κάποια άλλη ειδική διάταξη νόμου πρόβλεψη για την προσωπική αστική ευθύνη των οργάνων των δικηγορικών συλλόγων έναντι των τρίτων, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, δεν νομιμοποιούνται παθητικά οι εναγόμενοι για την άσκηση εναντίον τους της υπό κρίση αγωγής. Μόνο δε παθητικά νομιμοποιούμενο είναι το ν.π.δ.δ. του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, κατά του οποίου.. θα μπορούσε να στραφεί ο ενάγων με σχετική αγωγή του ενώπιον των αρμόδιων διοικητικών δικαστηρίων ...". Με αυτά που δέχθηκε και έκρινε το Εφετείο και ειδικότερα ότι οι εναγόμενοι ατομικώς, που αποτέλεσαν μέλη του κατά το έτος 1992 πειθαρχικού συμβουλίου οργάνου του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσ/κης, που είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, δεν νομιμοποιούνται παθητικά στην ένδικη αγωγή του ενάγοντος, δεν έσφαλε ως προς την ορθή εφαρμογή των κανόνων δικαίου σχετικά με την έλλειψη της διαδικαστικής προϋπόθεσης της παθητικής νομιμοποίησης αυτών και ότι νομιμοποιείται παθητικά το ως άνω νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, η δε αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έχει νόμιμη βάση και δη την απαιτούμενη αιτιολογία, γιατί καλύπτεται χωρίς λογικά κενά και αντιφάσεις και με πληρότητα και σαφήνεια, χωρίς να χρειαζόταν οποιαδήποτε άλλη περαιτέρω παραδοχή, το πραγματικό των εφαρμοστέων εδώ κανόνων ουσιαστικού δικαίου που προαναφέρθηκαν, τους οποίους η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παραβίασε εκ πλαγίου με ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες, συνολικά εκτιμώμενες, ενώ δεν ήταν αναγκαία η παράθεση και άλλων αιτιολογιών. Επομένως, τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τον αναιρεσείοντα με τον πρώτο, δεύτερο και τρίτο από τον αρ. 1, 8 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγους αναίρεσης είναι ουσία αβάσιμα και απορριπτέα. Περαιτέρω, πρέπει η ένδικη αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από τον αναιρεσείοντα παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ) και να συμψηφιστεί μεταξύ των διαδίκων που κατέθεσαν προτάσεις η δικαστική δαπάνη, λόγω του δυσερμήνευτου του εφαρμοσθέντος κανόνος δικαίου κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό (άρθρα 179 εδ. α και 183 ΚΠολΔ).

 ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 Απορρίπτει την από 8-1-2021 αίτηση για αναίρεση της υπ` αριθμ. 2800/2018 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θεσ/κης.

 Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από τον αναιρεσείοντα, για την άσκηση της ένδικης αίτησης αναίρεσης παραβόλου.

 Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τη δικαστική δαπάνη.

 ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 6 Δεκεμβρίου 2022.

 ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 9 Ιανουαρίου 2023.

 Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ                                                                            Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

 

Must red-read

Sea

  Sea       To gaze— is to wait for hope, to lose myself among the masts. Yet the sea— returns the color of memory, casting it back in waves...