Πέμπτη 31 Ιουλίου 2025

Παράνομη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων ενώπιον Δικαστηρίου


 

 


907/2024 ΕΦ ΑΘΗΝΩΝ (ΜΟΝ) 


Εργατική διαφορά. Αξίωση ηθικής βλάβης λόγω προσβολής της προσωπικότητας από τη χωρίς δικαίωμα πρόσβαση σε ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα (αντίγραφα ποινικής δικογραφίας). Εφαρμοστέος νόμος από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Η έννοια και τα στοιχεία του εύλογου του επιδικαζόμενου ποσού της ηθική βλάβης. Μετά την αποβολή της πολιτικής αγωγής (κατά ΠΚ) δικαίωμα λήψης αντιγράφων από την ποινική δικογραφία μόνο “ως τρίτος”. Χρήση αντιγράφων της ποινικής δικογραφίας στην αστική δίκη από μη διάδικο της ποινικής δίκης συνιστά παράνομη επέμβαση σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Η δε παράδοση των αντιγράφων αυτών από τρίτο πρόσωπο προς το σκοπό προσκόμισης στην αστική δίκη συνιστά επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων με την έννοια της διάθεσης - ανακοίνωσης. Εξαίρεση όταν η χωρίς δικαίωμα επίκληση και προσκόμιση στην αστική δίκη ήταν το πρόσφορο και απολύτως αναγκαίο μέσο για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος (υπέρτερο έννομο συμφέρον). Απαράδεκτη η μεταβολή στο δεύτερο βαθμό των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την ένσταση καταχρηστικότητας. Μη επιτρεπτή η προβολή της ένστασης του 281 ΑΚ το πρώτον στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Αναστολή της λειτουργίας των δικαστηρίων λόγω covid-19 καταλαμβάνει και την καταχρηστική προθεσμία της έφεσης. Επί εξαφάνισης της πρωτόδικης απόφασης και εκδίκασης της ουσίας της υπόθεσης το εφετείο εφαρμόζει για το ουσία και το νόμω βάσιμο της αγωγής το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο της δημοσίευσης.
Απορρίπτει την έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 1.500/2019 ΜΠΡ ΑΘ απόφασης.
 
 

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

                                                                       Αριθμός απόφασης: 907/2024
                                                                  ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
                                                          3° ΤΜΗΜΑ- ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σαλώμη Μούζουρα, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε με διοικητική Πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Αθηνών και από τον Γραμματέα, Νικόλαο Καλαντζή.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 24η Οκτωβρίου 2023, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του καλούντος [εφεσίβλητου]: 

Του καθ’ ου η κλήση [εκκαλούντος]: 

Ο ενάγων- εφεσίβλητος και ήδη καλών με την από 16-12-2015 (με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης: ………/21-12-2015 και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης: ……../21-12-2015) αγωγή του προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτήν.

Το ως άνω πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξέδωσε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, την υπ’ αριθμ. 1500/22-7-2019 οριστική απόφασή του, με την οποία δικάζοντας κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, δέχθηκε εν μέρει την ως άνω αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο ανωτέρω εκκαλών με την από 2-11-2021 (με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης: ……../2-11-2021 και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης: ………./2-11-2021) έφεσή του, η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε με επιμέλειά του, στο παρόν Δικαστήριο (Εφετείο Αθηνών) με την (με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης: …../18-1-2022 και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης: ………/18-1-2022) πράξη της Γραμματέως του Δικαστηρίου αυτού, αρχικά για τη δικάσιμο της 12-4-2022, κατά την οποία η υπόθεση αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 6-12-2022, κατά την οποία η υπόθεση συζητήθηκε ερήμην του εφεσίβλητου και εκδόθηκε επ’ αυτής η υπ’ αριθ. 379/23-1-2023 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου [Μονομελούς Εφετείου Αθηνών - 3° Τμήμα Εργατικών Διαφορών], η οποία κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της έφεσης.

Ήδη ο καλών [εφεσίβλητος] επαναφέρει προς συζήτηση την από 2-11-2021 (με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης: ………/2-11-2021 και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης: ………/2-11 2021) έφεση, με την από 13-3-2023 κλήση του, η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε, στο παρόν Δικαστήριο [Εφετείο Αθηνών] με την (με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης: ……../20-3-2023 και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης: ……../20-3-2023) πράξη της Γραμματέως του Δικαστηρίου αυτού, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, με αύξοντα αριθμό πινακίου -….-, ζητώντας να γίνει δεκτή για τους λόγους που αναφέρονται σε αυτήν.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο Δικαστήριο, αλλά κατέθεσαν τις προβλεπόμενες από το άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ μονομερείς δηλώσεις και προκατέθεσαν προτάσεις.

                                                                     ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

                                                                    ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ


I. Κατά το άρθρο 495 § 1 ΚΠολΔ το ένδικο μέσο της έφεσης ασκείται με δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου που έχει εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, ενώ κατά το άρθρο 532 του ίδιου κώδικα αν λείπει κάποια από τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της έφεσης και ιδίως αν αυτή ασκήθηκε εκπροθέσμως το δευτεροβάθμιο δικαστήριο την απορρίπτει ως απαράδεκτη και αυτεπαγγέλτως. Περαιτέρω, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 144 § 1, 147 § 2 και 518 § 2 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η προθεσμία της έφεσης αν η εκκαλουμένη απόφαση δεν επιδοθεί από κάποιον από τους διαδίκους είναι δύο [2] έτη, που αρχίζει από τη δημοσίευση της απόφασης. Η προθεσμία αυτή είναι δυνατόν να υπόκειται σε αναστολή από το νόμο, όπως συνέβη με τη διάταξη του άρθρου 83 του ν. 4790/2021. Συγκεκριμένα το άρθρο αυτό όριζε ότι: «Διατάξεις για την επαναλειτουργία των πολιτικών δικαστηρίων και της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης. 1. α) Το χρονικό διάστημα από τις 7-11-2020 έως και την ημερομηνία λήξης της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της χώρας, δυνάμει της κοινής υπουργικής απόφασης του άρθρου 11 της από 11-3-2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου [ΦΕΚ Α’ 55], η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 2 του ν. 4682/2020 [ΦΕΚ Α` 76], δεν υπολογίζεται στις νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών και εξώδικων πράξεων, καθώς και άλλων ενεργειών ενώπιον των δικαστηρίων, συμβολαιογράφων ως υπαλλήλων του πλειστηριασμού, υποθηκοφυλακείων, κτηματολογικών γραφείων και άλλων τρίτων προσώπων, καθώς και στις προθεσμίες παραγραφής των συναφών αξιώσεων. Μετά τη λήξη του χρονικού διαστήματος του πρώτου εδαφίου, οι προθεσμίες αυτές τρέχουν για όσο χρονικό διάστημα υπολείπεται για να συμπληρωθεί η αντίστοιχη προβλεπόμενη από τον νόμο προθεσμία. Οι προθεσμίες που ανεστάλησαν κατά τα προηγούμενα εδάφια, δεν συμπληρώνονται, εάν δεν παρέλθουν επιπλέον δέκα [10] ημέρες από την προβλεπόμενη λήξη τους. Περαιτέρω κατά το άρθρο 49 του ν. 4963/2022 [ΦΕΚ Α` 149/30-7-2022] ορίσθηκε ότι «1. Κατά την αληθή έννοια του πρώτου εδαφίου της § 1 του άρθρου 74 του ν. 4690/2020 [ΦΕΚ Α` 104] και του πρώτου εδαφίου της περ. α` της § 1 του άρθρου 83 του ν. 4790/2021 [ΦΕΚ Α’ 48] ως προθεσμίες άσκησης ενδίκων βοηθημάτων και μέσων που ανεστάλησαν κατά το διάστημα από 13-3-2020 ως 31-5-2020 και από 7-11-2020 έως 5-4-2021, νοούνται και οι προθεσμίες της § 2 του άρθρου 518, της § 5 του άρθρου 545 και της § 3 του άρθρου 564 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, [ΦΕΚ Α` 182] ΚΠολΔ)».

II. Στην προκειμένη περίπτωση, μετά την έκδοση της υπ’ αριθ. 379/23-1-2023 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου [Μονομελούς Εφετείου Αθηνών - 3° Τμήμα Εργατικών Διαφορών], η οποία κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της από 2-11-2021 (με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης: ………./2-11-2021 και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης: ………/2-11-2021) έφεσης του εν μέρει ηττηθέντος πρωτοδίκως δεύτερου εναγομένου και ήδη εκκαλούντος, κατά της υπ’ αριθ. 1500/22-7-2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 23 § 3 του ν. 2472/1997 σε συνδ. με άρθρα 663 επ. ΚΠολΔ, ως τα άρθρα αυτά ίσχυαν πριν την κατάργησή τους με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015 [ΦΕΚ Α` 87/23-7-2015], με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο § 4 του ίδιου νόμου), επί της από 16-12-2015 (με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης: ………./21-12-2015 και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης: ……../ 21-12-2015) αγωγής του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου, η ένδικη έφεση νομίμως επαναφέρεται προς συζήτηση με την από 13-3-2023 (με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης: ……./20-3-2023 και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης: ……../20-3-2023) κλήση του εφεσίβλητου, ενώπιον του παρόντος αρμοδίου κατ’ άρθρο 19 περ. α` ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του ν. 3994/2011, Δικαστηρίου, αφού αυτή [ένδικη έφεση] ασκήθηκε, δηλαδή κατατέθηκε από τον εκκαλούντα στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών στις 2-11-2021, όπως προκύπτει από την παρά πόδας του εφετηρίου (με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης: ………/2-11-2021 και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης: ……../2-11-2021) έκθεση κατάθεσης της Γραμματέως του Δικαστηρίου αυτού (Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών) και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως σύμφωνα με τα άρθρα 511, 513 § 1 εδ. α` στοιχ. β`, 516 §1,517 εδ. α`, 518 § 1 ημιπ. α` και γ` συνδ. 144 επ., καθώς και 520 § 1 ΚΠολΔ, και συνεπώς, παραδεκτώς, κατ’ άρθρο 532 ΚΠολΔ, επειδή: Α] από τα στοιχεία της δικογραφίας, δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ούτε άλλωστε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοσή της, ενώ εξάλλου δεν παρήλθε γι’ αυτό η καταχρηστική προθεσμία των δύο [2] ετών από τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης [22-7-2019], σύμφωνα με το άρθρο 518 § 2 ΚΠολΔ, ως ισχύει μετά την τροποποίησή του από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015 [ΦΕΚ Α`87/23-7-2015], δεδομένου ότι: i] αφενός η εν λόγω διάταξη εφαρμόζεται για όσες αποφάσεις δημοσιεύτηκαν μετά την 1-1-2016 (βλ. ΟλΑΠ 10/2018) και ii] αφετέρου σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 74 § 1 εδ. α του ν. 4690/2020 και 83 § 1 εδ. α περ. α του ν. 4790/2021, όπως ερμηνεύθηκε από το άρθρο 49 του ν. 4963/2022 [ΦΕΚ Α` 149/30-7-2022], το χρονικό διάστημα της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της Χώρας σχετικά με τη λήψη έκτακτων μέτρων προστασίας της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού COVID-19, ήτοι από 13-3-2020 έως 31-5-2020 και από 7-11-2020 έως 5-4-2021, δεν υπολογίζεται στις νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών και εξώδικων πράξεων, μεταξύ των οποίων νοούνται και οι προθεσμίες της § 2 του άρθρου 518 ΚΠολΔ (βλ. ΕφΑΘ 1951/2023, ΕφΑΘ 1407/2023, ΜΕφΑΘ 865/2023, ΜΕφΑΘ 808/2023, ΜΕφΠατρ 201/2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), με την επισήμανση ότι η καταχρηστική προθεσμία (των δύο ετών) έφεσης τρέχει και κατά το χρονικό διάστημα από 1η  έως 31η Αυγούστου, αφού το άρθρο 518 § 2 ΚΠολΔ, δεν περιλαμβάνεται στο άρθρο 147 § 2 ΚΠολΔ (πρβλ. ΑΠ 984/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, από την επομένη της δημοσίευσης της εκκαλουμένης απόφασης [22-7-2019], άρχισε να τρέχει η ως άνω διετής καταχρηστική προθεσμία, η οποία, χωρίς την, κατά τα αναφερόμενα στην υπό στοιχείο I μείζονα σκέψη, προσωρινή αναστολή της λειτουργίας των δικαστηρίων της χώρας, θα έληγε 22-7-2021, λόγω, όμως, της ως άνω αναστολής και του, εξ αυτής, μη υπολογισμού των χρονικών διαστημάτων από 13-3-2020 έως 31-5-2020 (79 μέρες) και από 7-11-2020 έως 6-4-2021 (149 ημέρες) και συνολικά, χρονικού διαστήματος 228 ημερών [ήτοι 7 μηνών και 18 ημερών], σύμφωνα με τις προεκτεθείσες διατάξεις των άρθρων 74 § 1 εδ. α’ του Ν. 4690/2020 και 83 §1 εδ. α’ του Ν. 4790/2021, δεν είχε συμπληρωθεί αυτή (διετής προθεσμία) κατά την άσκηση της ένδικης έφεσης στις 2-11-2021 και Β] κατά την από 2-11-2019 άσκηση της ένδικης έφεσης (ήτοι κατάθεσή της στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών) καταβλήθηκε από τον εκκαλούντα το προσήκον παράβολο, ήτοι το υπ’ αριθ. ………… ηλεκτρονικό παράβολο του Δημοσίου, ποσού 100 ευρώ, κατ’ άρθρο 495 § 3 Α περ. γ` του ΚΠολΔ, όπως το άρθρο, που είχε τροποποιηθεί με τα άρθρο 50 § 1 ν. 3772/2009, 22 ν. 3811/2009, 12 § 2 ν. 4055/2012, 93 § 1 ν. 4139/2013, αντικαταστάθηκε εκ νέου από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015 [ΦΕΚ A 87/23-7-2015] με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 και τροποποιήθηκε με τα άρθρα 35 § 2 και 45 ν. 4446/2016 [ΦΕΚ Α` 240/22-12-2016] με έναρξη ισχύος από 23-1-2017, δεδομένου ότι η πρόθεση του δικονομικού νομοθέτη να περιορίσει το πεδίο εφαρμογής της καταβολής του παραβόλου επί τη βάση του είδους τις διαφορές και όχι με κριτήριο τη διαδικασία που αυτές εκδικάζονται (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη, «Η Έφεση- Ερμηνεία- Νομολογία», εκδ. 2015, αριθ. περιθ. 199δ, σελ. 57). Επομένως, η ένδικη έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν, ήτοι ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτήν (άρθρα 522 και 533 § 1 σε συνδ. με άρθρο 591 § 1 του ΚΠολΔ), κατά την ίδια με την πρωτοβάθμια ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 23 § 3 του ν. 2472/1997 σε συνδ. με άρθρα 663 έως 676 ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν από την κατάργησή τους με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του ν. 4335/2015).

III. Με την ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών από 16-12-2015 (με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης: ……./21-12-2015 και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης: ……/21-12-2015) αγωγή του ο ενάγων εξέθετε ότι με τον πρώτο εναγόμενο -μη διάδικο στην παρούσα δίκη- είχαν αντιδικία για διαφορές που ανάγονταν στη διαχείριση πολυκατοικίας και ότι με αφορμή την αντιδικία αυτή ο πρώτος εναγόμενος, εξετράπη στις ειδικότερα αναφερόμενες στην αγωγή προσωπικές προσβολές εναντίον του. Ότι ο δεύτερος εναγόμενος, για άγνωστους λόγους, ταυτίστηκε με τον πρώτο εναγόμενο και συντονίστηκε συνειδητά μαζί του, σε μεγάλο αριθμό ενεργειών προσβλητικών για το πρόσωπο αυτού [ενάγοντος]. Ότι ο πρώτος εναγόμενος είχε υποβάλει εναντίον του την από 21-4-2004 έγκληση με βάση την οποία ασκήθηκε σε βάρος του ποινική δίωξη και συντάχθηκε το από 7-12-2005 κατηγορητήριο του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο παραπέμφθηκε να δικασθεί ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών για τα αδικήματα της ηθικής αυτουργίας της ψευδορκίας μάρτυρα και υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης σε βάρος του πρώτου εναγομένου. Ότι κατά την εκδίκαση της υπόθεσης ο πρώτος εναγόμενος με απόφαση του Δικαστηρίου αποβλήθηκε εκ της πολιτικής αγωγής και ακολούθως το ποινικό Δικαστήριο κήρυξε αυτόν [ενάγοντα] αθώο της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα και ένοχο της πράξης της υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης. Ότι κατόπιν έφεσης η ανωτέρω υπόθεση εκδικάσθηκε ενώπιον του Εφετείου Αθηνών, το οποίο τον κήρυξε ένοχο της πράξης της υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης μειώνοντας την αρχική του ποινή και ότι τελικά η ποινή αυτή υπέκυψε σε παραγραφή δυνάμει του άρθρου 2 § 1 του Ν. 4043/2012. Ότι ακολούθως ο πρώτος εναγόμενος κατέστη κάτοχος της ποινικής δικογραφίας που σχηματίσθηκε, ήτοι i] της από 21-4-2004 έγκλησής του, ii] του από 7-12- 2005 κατηγορητηρίου του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αθηνών, iii] της υπ’ αριθ. 76274/2009 αναβλητικής απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και παρανόμως iν] της υπ’ αριθ. 7848/ 19-10-2010 καταδικαστικής απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ν] της υπ’ αριθ. 7079/27-6-2011 καταδικαστικής αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών και νi] της υπ’ αριθ. 383/2012 απορριπτικής απόφασης του Αρείου Πάγου. Ότι τα ανωτέρω έγγραφα, συνιστούν κατ’ άρθρο 2β του Ν. 2472/1997 ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα. Ότι ο πρώτος εναγόμενος μετά τη νόμιμη λήψη των άνω εγγράφων από τον φάκελο της ποινικής δικογραφίας που σχηματίστηκε στην Εισαγγελία Αθηνών, η οποία συνιστά σε κάθε περίπτωση «αρχείο», προέβη παρανόμως σε επεξεργασία τους. Ειδικότερα ότι ο πρώτος εναγόμενος στο διάστημα από 26-4-2012 έως τον Ιανουάριο 2016 παρέδωσε παρανόμως στον δεύτερο εναγόμενο, ο οποίος δεν δικαιούνταν να έχει οποιαδήποτε πρόσβαση σε προσωπικά δεδομένα αυτού [ενάγοντος]. Ότι ο δεύτερος εναγόμενος προέβη σε περαιτέρω παράνομη επεξεργασία και χρήση τους και συγκεκριμένα ότι στις 19-3-2015 κατά την ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών εκδίκαση της εναντίον του από 16-3-2010 αγωγής, ο δεύτερος εναγόμενος με επίκληση στις από 19-3-2015 προτάσεις του προσκόμισε στο ανωτέρω Δικαστήριο το σύνολο της ως άνω ποινικής δικογραφίας, χωρίς τη συναίνεση του, εν αγνοία του και με μοναδικό σκοπό τη μείωση της προσωπικότητας αυτού [ενάγοντος]. Επικαλούμενος ακολούθως ο ενάγων ότι λόγω της παράνομης και υπαίτιας προσβολής της προσωπικότητάς του, που τελεί σε άμεση και αιτιώδη συνάφεια με τις δόλιες και παράνομες ενέργειες των εναγομένων, υπέστη ηθική βλάβη, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής με την τροπή του σε έντοκο αναγνωριστικό, με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (άρθρο 223 § 1 εδ. β’ περ. α’, 294 εδ. α`, 295 § 1, 297 περ. α` ΚΠολΔ), ο ενάγων ζητούσε: 1] Να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να του καταβάλουν διαιρετώς, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη, α] ο μεν πρώτος εναγόμενος το ποσό των 40.000 ευρώ, β] ο δε δεύτερος εναγόμενος το ποσό των 30.000 ευρώ, το οποίο είναι εύλογο και δίκαιο λαμβανομένης υπόψη της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης του ίδιου και των εναγομένων, 2] Να απαγγελθεί σε βάρος εκάστου των ανωτέρω εναγομένων προσωπική κράτηση διάρκειας ενός (1) έτους ως μέσο εκτέλεσης της εκδοθησομένης απόφασης και 3] Να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινός εκτελεστή και 4] Να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην πληρωμή της δικαστικής του δαπάνης.

IV. Επί της ανωτέρω αγωγής, εκδόθηκε η εκκαλουμένη υπ’ αριθ. 1.500/22-7-2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών [διαδικασία εργατικών διαφορών], η οποία, δικάζοντας κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, αφού έκρινε επαρκώς ορισμένη και νόμιμη την ως άνω αγωγή, πλην των παρεπόμενων αιτημάτων i] για την απαγγελία προσωπικής κράτησης και ii] κήρυξης της απόφασης προσωρινώς εκτελεστής, τα οποία μετά την τροπή του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό απέρριψε ως μη νόμιμα και αφού απέρριψε ως μη νόμιμη την προβληθείσα από τους εναγόμενους ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος και ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη την προβληθείσα από τους εναγόμενους ένσταση εκκρεμοδικίας, δικάζοντας περαιτέρω κατ’ ουσίαν, έκανε εν μέρει δεκτή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη την ως άνω αγωγή όπως παραδεκτός περιορίσθηκε, αναγνώρισε ότι καθένας από τους εναγόμενους υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 1.500 ευρώ και συνολικά το ποσό των 3.000 ευρώ και καταδίκασε τους εναγόμενους στην καταβολή μέρους της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος, το ποσό της οποίας όρισε σε 250 ευρώ.

V. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη ο ανωτέρω εκκαλών με την ένδικη από 2-11-2021 (με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης: ………/2-11-2021 και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης: ……./2-11-2021) έφεσή του και με τους διαλαμβανόμενους σε αυτήν λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων ζητά να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, υπ’ αριθ. 1.500/22-7-2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, προκειμένου να απορριφθεί καθ’ ολοκληρίαν η εναντίον του από 16-12-2015 (με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης: ……./21-12-2015 και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης: ……../21-12-2015) αγωγή του ενάγοντος και να καταδικασθεί ο τελευταίος στη δικαστική του δαπάνη αμφότερων των βαθμών δικαιοδοσίας.

VI. Από τη διάταξη του άρθρου 533 § 2 του ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εφαρμόζει το νόμο που ίσχυε όταν δημοσιεύθηκε η πρωτόδικη απόφαση, προκύπτει ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, προκειμένου να κρίνει την ορθότητα της εκκληθείσας πρωτόδικης απόφασης, εφαρμόζει το νόμο που ίσχυε κατά το χρόνο της δημοσίευσης της πρωτόδικης απόφασης, και όχι τον ισχύοντα κατά την κατ’ έφεση δίκη νεότερο νόμο, εκτός εάν με αυτόν ορίζεται διαφορετικά ως προς την αναδρομική έναρξη της ισχύος του (ΟλΑΠ 7/2011, ΑΠ 271/2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εάν όμως το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κρίνοντας βάσιμο κάποιο λόγο έφεσης, εξαφανίσει την πρωτόδικη απόφαση και προβεί στην εκδίκαση της ουσίας της υπόθεσης, υποχρεούται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 533 § 2, 535 § 1 και 536 του ΚΠολΔ να εφαρμόσει για τη διάγνωση της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο δημοσίευσης της απόφασής του είτε έχει αναδρομική δύναμη, είτε δεν έχει αναδρομική δύναμη, εφόσον όμως στην τελευταία περίπτωση ο νόμος αυτός καταλαμβάνει χρονικά την επίδικη έννομη σχέση (ΟλΑΠ 16/2017, ΟλΑΠ 7/2011 ΑΠ 271/2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), πολλώ δε μάλλον εάν ρητώς ορίζεται στο μεταγενέστερο νόμο ότι οι ρυθμίσεις αυτού καταλαμβάνουν και τις εκκρεμείς υποθέσεις (ΑΠ 271/2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Με το ν. 2472/1997 «Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» (Α` 50) ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο η Οδηγία 95/46/ΕΚ, με την οποία επιχειρήθηκε η εναρμόνιση των κανόνων δικαίου που ρυθμίζουν στην ΕΕ τα της προστασίας των φυσικών προσώπων από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Ακολούθως, θεσπίσθηκε ο Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 «για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ» (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - ΓΚΠΔ/GDPR), που έχει βάσει των αρχών του ενωσιακού δικαίου άμεση εφαρμογή, και τέθηκε σε ισχύ στις 25-5-2018. Στη συνέχεια εκδόθηκε ο ν. 4624/2019, ο οποίος ισχύει από 29-8-2019 [ΦΕΚ 137/29-8-2019], σκοπός του οποίου είναι, σύμφωνα με το άρθρο 1 αυτού, α) η αντικατάσταση του νομοθετικού πλαισίου που ρυθμίζει τη συγκρότηση και λειτουργία της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, β) η λήψη μέτρων εφαρμογής του ως άνω Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016, και γ) η ενσωμάτωση στην εθνική νομοθεσία της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/680 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς της πρόληψης, διερεύνησης, ανίχνευσης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της απόφασης - πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ του Συμβουλίου. Με το άρθρο 84 του ως άνω νόμου 4624/2019, καταργήθηκε ο ν. 2472/1997, πλην των ρητά αναφερομένων στο άρθρο αυτό διατάξεών του, μεταξύ των οποίων και το άρθρο 2 του ν. 2472/1997, στο οποίο δίνεται η έννοια των κρίσιμων ορισμών που έχουν σχέση με τις ειδικές ρυθμίσεις για τη συλλογή και επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (ΑΠ 714/2022 ΝοΒ 2023.611). Ο ισχύον κατά το χρόνο δημοσίευσης της εκκαλουμένης απόφασης νόμος 2472/1997 «Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα», ο οποίος εκδόθηκε σε συμμόρφωση προς την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προστασία του ατόμου από την αυτοματοποιημένη επεξεργασία πληροφοριών προσωπικού χαρακτήρα της 28ης Ιανουαρίου 1981, που κυρώθηκε από την Ελλάδα με το ν. 2068/ 1992, και προς την 95/46/ΕΚ Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 24-10-1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, έχει σκοπό, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 αυτού, τη θέσπιση των προϋποθέσεων για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς προστασία των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των φυσικών προσώπων και ιδίως της ιδιωτικής ζωής. Στη διάταξη του άρθρου 2 του ανωτέρω νόμου, όπως αυτή ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο, δίνεται η έννοια των κρίσιμων ορισμών που έχουν σχέση με τις ειδικές ρυθμίσεις για τη συλλογή και επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Ειδικότερα, ορίζεται ότι: «Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου νοούνται ως: α) «Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα», κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων ... β) ... γ) «Υποκείμενο των δεδομένων», το φυσικό πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, δηλαδή μπορεί να προσδιορισθεί αμέσως ή εμμέσως, ιδίως βάσει αριθμού ταυτότητας ή βάσει ενός ή περισσοτέρων συγκεκριμένων στοιχείων που χαρακτηρίζουν την υπόστασή του από άποψη φυσική, βιολογική, ψυχική, οικονομική, πολιτιστική, πολιτική ή κοινωνική, δ) «Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» («επεξεργασία»), κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιείται από το Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο, με ή χωρίς τη βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων και εφαρμόζεται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διατήρηση ή αποθήκευση, η τροποποίηση, η εξαγωγή, η χρήση, η διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, η διασύνδεση, η δέσμευση (κλείδωμα), η διαγραφή, η καταστροφή, ε) «Αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» («αρχείο»), κάθε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είναι προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια, στ) ..., ζ) «Υπεύθυνος επεξεργασίας», οποιοσδήποτε καθορίζει το σκοπό και τον τρόπο επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός. Όταν ο σκοπός και ο τρόπος της επεξεργασίας καθορίζονται με διατάξεις νόμου ή κανονιστικές διατάξεις εθνικού ή κοινοτικού δικαίου, ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή τα ειδικά κριτήρια βάσει των οποίων γίνεται η επιλογή του, καθορίζονται αντίστοιχα από το εθνικό ή το κοινοτικό δίκαιο, η) ..., θ) «Τρίτος» κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, εκτός από το υποκείμενο των δεδομένων, τον υπεύθυνο επεξεργασίας και τα πρόσωπα που είναι εξουσιοδοτημένα να επεξεργάζονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, εφόσον ενεργούν υπό την άμεση εποπτεία ή για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας, ι) «Αποδέκτης» το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, στον οποίο ανακοινώνονται ή μεταδίδονται τα δεδομένα, ανεξαρτήτως αν είναι τρίτος ή όχι. Σημειωτέον ότι στην έννοια του τρίτου, ως προσώπου στο οποίο ανακοινώνονται ή μεταδίδονται τα δεδομένα, ήτοι του αποδέκτη, κατά το άρθρο 2 του άνω ν. 2472/1997, εντάσσεται και ο δικαστής και οι γραμματείς των δικαστηρίων. Αντίθετη εκδοχή, κατά την οποία δεν στοιχειοθετείται παραβίαση προσωπικών δεδομένων, όταν η ανακοίνωση γίνεται με την προσκόμιση εγγράφων που περιήλθαν στο δικαστή, το γραμματέα και, εν γένει, σε πρόσωπα θεσμικώς αρμόδια, ήτοι ειδικώς, συνταγματικώς και δικονομικώς εξουσιοδοτημένα, να εξετάζουν τέτοια δικόγραφα και να λαμβάνουν γνώση υποχρεωτικά του περιεχομένου τους, με την αιτιολογία ότι τα πρόσωπα αυτά δεν περιλαμβάνονται στην έννοια του «τρίτου», δεν δικαιολογείται ούτε από τη γραμματική διατύπωση του άρθρου 2 του ν. 2472/1997, κατά το οποίο, «τρίτος» είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, εκτός από το υποκείμενο των δεδομένων, τον υπεύθυνο επεξεργασίας και τα πρόσωπα που είναι εξουσιοδοτημένα να επεξεργάζονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, εφόσον ενεργούν υπό την άμεση εποπτεία ή για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας και "αποδέκτης" είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, στον οποίο ανακοινώνονται ή μεταδίδονται τα δεδομένα, ανεξαρτήτως αν είναι τρίτος ή όχι», οπότε ο όρος του τρίτου και εν προκειμένω του αποδέκτη, καλύπτει κάθε φυσικό πρόσωπο, εκτός από το υποκείμενο των δεδομένων, τον υπεύθυνο επεξεργασίας και τα εξουσιοδοτημένα από αυτόν πρόσωπα και, συνεπώς, καταλαμβάνει αναμφισβήτητα και τα ανωτέρω αναφερόμενα δικαστικά πρόσωπα, αλλά ούτε από την τελολογική ερμηνεία των διατάξεων του άνω νόμου, με τις οποίες θεσπίζονται οι προϋποθέσεις για την νόμιμη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, προς προστασία των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των φυσικών προσώπων και ιδίως της ιδιωτικής ζωής. Μόνο το γεγονός ότι τα δικαστικά πρόσωπα, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, έχουν αυστηρά προκαθορισμένους ρόλους, δεν εκφράζουν την προσωπική τους άποψη, δεν δικαιούνται να προβαίνουν σε σχολιασμό όσων εκτίθενται στο πλαίσιο της οικείας διαδικασίας και εκφέρουν την κρίση τους εντός του πλαισίου των καθηκόντων τους, αποκλειστικά, προς διευθέτηση της εννόμου σχέσεως που αφορά τα διάδικα μέρη, χωρίς να την ανακοινώνουν σε άλλους, δεν δικαιολογεί τη συσταλτική ερμηνεία του όρου «τρίτος», αφού και ο δικαστικός λειτουργός δεν παύει ως άνθρωπος να γίνεται κοινωνός μιας δυσμενούς παράστασης για το πρόσωπο που αφορούν οι ισχυρισμοί (ΑΠ 860/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ πρβλ. ΟλΑΠ 3/2021, για την έννοια του «τρίτου» στο αδίκημα της δυσφήμησης περιλαμβάνεται οποιοδήποτε, πλην του δυσφημουμένου, φυσικό πρόσωπο ή αρχή, όπως οι δικαστές, οι εισαγγελείς, οι υπάλληλοι του δικαστηρίου, οι δικηγόροι, οι δικαστικοί επιμελητές, τα μέλη πειθαρχικών συμβουλίων, επιτροπών, ανεξάρτητων αρχών κ.λπ., που έλαβαν γνώση με οποιονδήποτε τρόπο του δυσφημιστικού ισχυρισμού ή της διάδοσης, έστω και κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 3 § 1 του ανωτέρω νόμου 2472/1997, ορίζεται ότι: «Οι διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται στην εν όλω ή εν μέρει αυτοματοποιημένη επεξεργασία καθώς και στη μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε αρχείο». Με τη διάταξη του άρθρου 5 § 1 αυτού, ορίζεται ότι: «Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται μόνον όταν το υποκείμενο των δεδομένων έχει δώσει τη συγκατάθεσή του» (ΑΠ 129/2023, ΑΠ 73/2023, ΑΠ 63/2023, ΑΠ 37/2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σύμφωνα με το άρθρο 5 § 2 ε του ίδιου νόμου, «Κατ` εξαίρεση επιτρέπεται η επεξεργασία και χωρίς τη συγκατάθεση, όταν: ... ε) Η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του έννομου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο τρίτος ή οι τρίτοι, στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα και υπό τον όρο ότι τούτο υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες αυτών». Τέτοια περίπτωση συνδρομής υπέρτερου εννόμου συμφέροντος συνιστά, ιδίως, η περίπτωση κατά την οποία τα στοιχεία, που ζητούνται είναι αναγκαία για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου. Το παραπάνω επιχείρημα αντλείται από το άρθρο 7 § 2 γ του ν. 2472/1997 (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 34 § 1 του ν. 2915/2001), που αφορά την επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, αλλά εφαρμόζεται κατά μείζονα λόγο και στην επεξεργασία απλών προσωπικών δεδομένων, σύμφωνα με το οποίο, «Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η συλλογή και η επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων, καθώς και η ίδρυση και λειτουργία σχετικού αρχείου, ύστερα από άδεια της Αρχής, όταν συντρέχουν μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες προϋποθέσεις: ... γ) Η επεξεργασία αφορά δεδομένα που δημοσιοποιεί το ίδιο το υποκείμενο ή είναι αναγκαία για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου ή πειθαρχικού οργάνου». Προϋπόθεση για τη νόμιμη εφαρμογή της παραπάνω διάταξης είναι ότι τα δεδομένα, των οποίων ζητείται η χορήγηση ή για τα οποία πρόκειται η χρήση, πρέπει να είναι απολύτως αναγκαία και πρόσφορα για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου (αρχή της αναγκαιότητας) και δη ενόψει της συγκεκριμένης δίκης που εκκρεμεί. Η αναγκαιότητα δε υφίσταται όταν ο επιδιωκόμενος σκοπός δεν μπορεί να επιτευχθεί με άλλα ηπιότερα μέσα. Τα δεδομένα, επίσης, δεν πρέπει να είναι περισσότερα από όσα είναι απολύτως απαραίτητα για την υπεράσπιση του δικαιώματος (αρχή της αναλογικότητας). Επίσης, με τη διάταξη του άρθρου 22 § 4 του ίδιου νόμου 2472/1997, προβλέπονται ποινικές κυρώσεις, για όποιον χωρίς δικαίωμα επεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή ανακοινώνει ή καθιστά προσιτά τέτοια δεδομένα σε μη δικαιούμενα πρόσωπα. Τέλος, με τη διάταξη του άρθρου 23 § 1 του νόμου αυτού, με τίτλο, «αστική ευθύνη» ορίζεται, ότι «Φυσικό ή νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, που κατά παράβαση του παρόντος νόμου προκαλεί περιουσιακή βλάβη, υποχρεούται σε πλήρη αποζημίωση. Αν δε προκάλεσε ηθική βλάβη, υποχρεούται σε χρηματική ικανοποίηση. Η ευθύνη υπάρχει και όταν ο υπόχρεος όφειλε να γνωρίζει την πιθανότητα να επέλθει βλάβη σε άλλον». Από τις ανωτέρω διατάξεις, συνάγεται ότι, σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, εφαρμογή έχουν οι διατάξεις του ως άνω άρθρου 23 του ν. 2472/1997 και του ταυτάριθμου άρθρου της κοινοτικής οδηγίας 95/46/ΕΚ, από τις οποίες, σε συνδυασμό με τις αναλόγως εφαρμοζόμενες διατάξεις των άρθρων 57, 59, 299 και 932 του ΑΚ, συνάγεται ότι, σε περίπτωση που φυσικό ή νομικό πρόσωπο, κατά παράβαση των διατάξεων του ως άνω νόμου, προκαλεί ηθική βλάβη στο υποκείμενο των προσωπικών δεδομένων, η ευθύνη του πρώτου για χρηματική ικανοποίηση του τελευταίου είναι νόθος αντικειμενική και προϋποθέτει: α) συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη) που παραβιάζει τις διατάξεις του ν. 2472/1997 ή (και) των κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθεισών κανονιστικών πράξεων της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, β) ηθική βλάβη, γ) αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της συμπεριφοράς και της ηθικής βλάβης και δ) υπαιτιότητα, ήτοι γνώση ή υπαίτια άγνοια αφενός των περιστατικών που συνιστούν την παράβαση και αφετέρου της πιθανότητας να επέλθει ηθική βλάβη. Η ύπαρξη υπαιτιότητας τεκμαίρεται και, ως εκ τούτου, το πρόσωπο, που παραβιάζει τις εν λόγω διατάξεις, προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη του, έναντι του υποκειμένου των προσωπικών δεδομένων, που υπέστη ηθική βλάβη, από την παραβίαση, έχει το βάρος να αποδείξει ότι ανυπαιτίως αγνοούσε τα θεμελιωτικά του πταίσματός του πραγματικά γεγονότα, σύμφωνα και με την περί τούτου ρητή διάταξη του άρθρου 23 § 2 της ως άνω Οδηγίας (ΑΠ 860/2022, ΑΠ 1264/2020, ΑΠ 186/2020, ΑΠ 171/2019, ΑΠ 1740/2013, 637/2013 ΤΠΝ ΝΟΜΟΣ). Στην τελευταία αυτή διάταξη [άρθρου 23 § 2] ορίζεται ότι η κατά το άρθρο 932 ΑΚ χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης για παράβαση του νόμου τούτου ορίζεται κατ’ ελάχιστο στο ποσό των 2.000.000 δραχμών (ήδη 5.869,40 ευρώ), εκτός αν ζητήθηκε από τον ενάγοντα μικρότερο ποσό ή η παράβαση οφείλεται σε αμέλεια (ΑΠ 476/2009). Ο καθορισμός βέβαια με τη διάταξη αυτή ελάχιστου ποσού χρηματικής ικανοποίησης σκοπό έχει να διασφαλίσει την προστασία των πολιτών από ιδιαίτερα έντονες προσβολές της τιμής και της υπόληψής τους και εντάσσεται στα μέτρα που λαμβάνει η Πολιτεία, υλοποιώντας την επιβαλλόμενη από το άρθρο 2 § 1 του Συντάγματος υποχρέωσή της για σεβασμό και προστασία της αξίας του ανθρώπου. Όμως, η ρύθμιση αυτή αντιβαίνει στη διάταξη του άρθρου 25 § 1 εδ. δ` του Συντάγματος και την θεσμοθετούμενη με αυτήν αρχή της αναλογικότητας, καθόσον η καθιέρωση για τον καθορισμό του ελάχιστου ορίου χρηματικής ικανοποίησης στο, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ιδιαίτερα σημαντικό ποσό των 2.000.000 δραχμών, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το είδος και η βαρύτητα της προσβολής, δεν είναι εν στενή έννοια αναλογική, διότι η βλάβη που προκαλείται με την υποχρέωση καταβολής αυτού του χρηματικού ποσού είναι, στις περιπτώσεις ελαφρών εξ απόψεως είδους και βαρύτητας προσβολών, στις οποίες (περιπτώσεις) και αντιστοιχεί το εν λόγω κατώτατο όριο χρηματικής ικανοποίησης, δυσανάλογα επαχθέστερη από την επιδιωκόμενη ωφέλεια του σεβασμού και της προστασίας της αξίας του ανθρώπου, η τιμή και η υπόληψη του οποίου προσβλήθηκε. Συνεπώς, η εν λόγω διάταξη ως αντισυνταγματική είναι ανίσχυρη και δεν πρέπει να εφαρμόζεται από το δικαστήριο της ουσίας, με την έννοια του προσδιορισμού στο ότι δεσμεύεται από την ανωτέρω διάταξη, μολονότι το είδος και η βαρύτητα της προσβολής δεν δικαιολογούν τον καθορισμό του εν λόγω ποσού (ΟλΑΠ 6/2011, AΠ 252/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, εφόσον ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης επαφίεται στην ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, που σχηματίζεται, ύστερα από την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων χωρίς υπαγωγή σε νομική έννοια, το «εύλογο» του επιδικαζόμενου ποσού δεν αποτελεί αόριστη νομική έννοια και συνακόλουθα η σχετική κρίση δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, οπότε και δεν μπορεί να νοηθεί εσφαλμένη, κατά τούτο, εφαρμογή του νόμου, δηλαδή του άρθρου 932 του ΑΚ, αφού σχηματίζεται από την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών (άρθρο 561 § 1 του ΚΠολΔ). Σκοπός της ως άνω διάταξης, εξάλλου, είναι να επιτυγχάνεται μία υπό ευρεία έννοια αποκατάσταση του παθόντος για την ηθική του βλάβη, λόγω της αδικοπραξίας, ώστε αυτός να απολαύει μία δίκαιη και επαρκή ανακούφιση και παρηγοριά, χωρίς, από το άλλο μέρος, να εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία και να επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος της αποζημιώσεως για ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, που δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα. Με βάση το σκοπό αυτόν αντλούνται, στη συνέχεια, ως ουσιώδη χαρακτηριστικά της έννοιας του «ευλόγου» εκείνα τα στοιχεία, που αποτελούν τα πλέον πρόσφορα μέσα για την εκπλήρωση του εν λόγω σκοπού της διάταξης. Τέτοια στοιχεία είναι κυρίως: το είδος και η βαρύτητα της ηθικής προσβολής, η περιουσιακή, κοινωνική και προσωπική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, η βαρύτητα του πταίσματος του δράστη (στο βαθμό που επηρεάζει την ένταση της ηθικής βλάβης), η βαρύτητα του τυχόν συντρέχοντος πταίσματος του θύματος, οι όλες ειδικότερες συνθήκες πρόκλησης της ηθικής βλάβης. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να οδηγούν το δικαστή να σχηματίσει την, κατά το άρθρο 932 του Α.Κ., εύλογη κρίση του (όχι κατά τις υποκειμενικές του ανέλεγκτες αντιλήψεις) αλλά, κατ` εφαρμογή του αντικειμενικού μέτρου που θα εφάρμοζε και ο νομοθέτης, αν έθετε ο ίδιος τον κανόνα αποκατάστασης της ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης στην ατομική περίπτωση. Συνάγεται δε το αντικειμενικό αυτό μέτρο από τον ανωτέρω σκοπό του άρθρου 932 του ΑΚ και, μέσω αυτού, από την όλη κλίμακα των υπερκειμένων σκοπών του συστήματος αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας του ΑΚ. Επιβάλλεται, όμως, σε κάθε περίπτωση, να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού, η αρχή της αναλογικότητας ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρα 2 § 1 και 25 του ισχύοντος Συντάγματος), με την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια, όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, που αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Τούτο, διότι μια απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο, κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση, (όσον αφορά στον παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και στη δεύτερη (όσον αφορά στον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας τους, αφού το δικαστήριο, επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών, πρέπει, όπως προαναφέρθηκε, να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Ενόψει όλων αυτών, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς το ύψος του ποσού της επιδικασθείσας χρηματικής ικανοποίησης, πρέπει να ελέγχεται αναιρετικά, για το αν παραβιάζεται ευθέως ή εκ πλαγίου (άρθρο 559 του ΚΠολΔ, αναλόγως από τους αριθμούς 1 ή 19), η γενική αρχή και μάλιστα αυξημένης τυπικής ισχύος αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 2 § 1 και 25 του Συντάγματος), υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας (ΟλΑΠ 9/2015, ΑΠ 189/2023, ΑΠ 677/2022, ΑΠ 617/2022, ΑΠ 34/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επίσης, από τις ίδιες ως άνω διατάξεις συνάγεται ότι, η επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων για να είναι νόμιμη πρέπει να τηρεί συγκεκριμένους κανόνες, που προβλέπονται στο νόμο και ανάγονται σε αρχές επεξεργασίας, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και η αρχή της νομιμότητας του σκοπού και του τρόπου επεξεργασίας, καθώς και η αρχή της αναλογικότητας. Ειδικότερα, η επεξεργασία των δεδομένων πρέπει να εξυπηρετεί συγκεκριμένο νόμιμο σκοπό και επιπλέον τα προς επεξεργασία δεδομένα, πρέπει να είναι συναφή, πρόσφορα και όχι περισσότερα απ’ όσα κάθε φορά απαιτούνται ενόψει των σκοπών της επεξεργασίας. Περαιτέρω, για να είναι κατά το νόμο επιτρεπτή η επεξεργασία πληροφοριών για δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, οι οποίες περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε αρχείο από τον υπεύθυνο επεξεργασίας, απαιτείται, με την επιφύλαξη συνδρομής κάποιας εκ των προβλεπομένων στη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 2 του ως άνω νόμου εξαιρέσεων, η προηγούμενη παροχή έγγραφης συγκατάθεσης του υποκειμένου της επεξεργασίας, με ελεύθερη, ρητή, ειδική και σε πλήρη επίγνωση σχετική δήλωση βούλησης αυτού προς τον υπεύθυνο της επεξεργασίας. Εξάλλου, οι ποινικές κυρώσεις του νόμου αυτού δεν ευρίσκουν έδαφος εφαρμογής, όταν κάποιος κάνει χρήση των πληροφοριών που περιήλθαν σε γνώση του, χωρίς να ερευνήσει αυτός κάποιο άρθρο 3 του ως άνω νόμου προϋπόθεση του αρχείου (ΑΠ 860/2022, ΑΠ 474/2016, AΠ 1372/2015, ΑΠ 2053/2010, ΑΠ 2079/2007, επί ποινικών υποθέσεων). Όμως τα παραπάνω δεν ισχύουν, όταν οι πληροφορίες, οι οποίες περιήλθαν νομίμως σε γνώση του υπευθύνου επεξεργασίας και περιελήφθησαν ή πρόκειται να περιληφθούν σε τηρούμενο από τον υπεύθυνο επεξεργασίας αρχείο και για συγκεκριμένο σκοπό, έτυχαν περαιτέρω επεξεργασίας και ειδικότερα χρησιμοποιήθηκαν με οποιονδήποτε τρόπο ή διαβιβάσθηκαν σε τρίτο, χωρίς να συντρέχουν οι από το νόμο κατά τα ήδη προεκτεθέντα προϋποθέσεις για την κατά τα ως άνω περαιτέρω επεξεργασία αυτών, οπότε ο υπεύθυνος της επεξεργασίας αυτής ενέχεται κατά το άρθρο 23 § 2 του Ν. 2472/1997 σε καταβολή χρηματικής ικανοποίησης του παθόντος, υποκειμένου των δεδομένων, εφόσον ο τελευταίος από την παράνομη επεξεργασία αυτών υπέστη ηθική βλάβη (ΑΠ 860/2022, ΑΠ 186/2020, ΑΠ 1079/2018, ΑΠ 637/2013 ΤΠΝ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 216 § 1 ΚΠολΔ, με την οποία ορίζεται ότι το δικόγραφο της αγωγής, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στο άρθρο 118 ή 117, πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα, προκύπτει ότι η μη πλήρης αναφορά των περιστατικών αυτών καθιστά την αγωγή αόριστη και οδηγεί στην απόρριψή της ως απαράδεκτης, για έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης, η οποία αποτελεί και προϋπόθεση του παραδεκτού της (ΑΠ 1611/2008 Δ 2008.1131 - ΑΠ 187/2006 Δ 2006.907). Από τις ίδιες διατάξεις του ν. 2472/1997 συνάγεται ότι στην αγωγή, με την οποία ζητείται χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης κατά το άρθρο 23 του νόμου αυτού, για να είναι ορισμένη κατά την έννοια του άρθρου 216 § 1 ΚΠολΔ πρέπει, μεταξύ άλλων, να μνημονεύεται και ότι τα προσωπικά δεδομένα του ενάγοντος έχουν περιληφθεί ή πρόκειται να περιληφθούν σε αρχείο κατά την έννοια της παρ. ε’ του άρθρου 2 του ν. 2472/ 1997, δηλαδή σε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είναι προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια και να περιγράφονται τα κριτήρια αυτά, καθώς και σε ποια συγκεκριμένη, επεξεργασία υποβλήθηκαν τα προσωπικά δεδομένα του ενάγοντος, ώστε να κριθεί εάν η συμπεριφορά του εναγόμενου (φυσικού ή νομικού) προσώπου παραβιάζει τις διατάξεις του ν. 2472/1997 (ΑΠ 1770/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

VII. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσή του ο εκκαλών παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφασή του εσφαλμένα το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε, διότι έκρινε ορισμένη την αγωγή, ενώ κατά τους ισχυρισμούς του αυτή έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω της αοριστίας της διότι «i] Δεν προσδιοριζόταν (έστω ακροθιγώς) ποιά ήταν η ζημία που υπέστη ο εφεσίβλητος, ποιά η ηθική του βλάβη, με ποιόν εν γένει τρόπο εθίγη η προσωπικότητά του. ii] Δεν προσδιοριζόταν ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της μη νόμιμης συμπεριφοράς και της δικής του ζημίας».

VIII. Ο λόγος αυτός της έφεσης ο οποίος παραδεκτώς προβάλλεται πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, δεδομένου ότι από την επισκόπηση του περιεχομένου της προκύπτει η από 16-12-2015 (με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης: ………/21-12-2015 και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης: ……./21-12-2015) αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη, διότι, περιέχει τα στοιχεία, τα οποία, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στην υπό στοιχείο V μείζονα σκέψη της παρούσας, είναι αναγκαία για την νομική θεμελίωση του αιτήματός της και συγκεκριμένα διαλαμβάνει περιγραφή της δικαστικής αντιδικίας μεταξύ των διαδίκων, των προσωπικών δεδομένων του ενάγοντος και που αποτυπώνονται αυτά, τη συμπεριφορά [πράξεις] των εναγομένων που κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς παραβιάζει τις διατάξεις του ν. 2472/1997 και δη επεξεργασία των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων του ενάγοντος και της έλλειψης συγκατάθεσης του τελευταίου [ενάγοντος] για την επεξεργασία αυτή, το είδος της προσβολής που υπέστη ο ενάγων από τις παράνομες πράξεις των εναγομένων και δη την προσβολή της προσωπικότητάς του και τη συνεπεία αυτής ηθική του βλάβη καθώς και τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της επικαλούμενης συμπεριφοράς των εναγομένων και της ηθικής βλάβης του ενάγοντος -με την επισήμανση ότι σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στην υπό στοιχείο VI μείζονα σκέψη της παρούσας, η ύπαρξη υπαιτιότητας τεκμαίρεται αφού η ευθύνη του υπαιτίου για χρηματική ικανοποίηση είναι νόθος αντικειμενική-και ορισμένο αίτημα. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο, με την εκκαλουμένη απόφασή του με παρόμοιες σκέψεις έκρινε ορισμένη και συνακόλουθα παραδεκτή την ως άνω αγωγή, ορθώς το νόμο εφάρμοσε και συνεπώς, ο πρώτος λόγος της έφεσης με τον οποίο ο εκκαλών διατείνεται τα αντίθετα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

IX. Από την επανεκτίμηση όλων των εγγράφων, τα οποία νόμιμα επικαλούνται με τις προτάσεις τους και προσκομίζουν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οι διάδικοι της έκκλητης δίκης (βλ. ΟλΑΠ 23/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), προκειμένου να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλειφθεί κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς και να είναι αναγκαία η ειδική μνεία, τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι, υπήρξαν στο παρελθόν συνιδιοκτήτες οριζοντίων ιδιοκτησιών [διαμερισμάτων] της ευρισκόμενης στο ……. Αττικής, επί της οδού ………….. πολυκατοικίας και από το έτος 2003 βρίσκονται σε δικαστική διαμάχη μεταξύ τους με την υποβολή εκατέρωθεν εγκλήσεων και αγωγών λόγω διαφωνιών για θέματα που άπτονται της διαχείρισης της ανωτέρω πολυώροφης οικοδομής. Στο πλαίσιο της αντιδικίας αυτής ο πρώτος εναγόμενος -μη διάδικος στην παρούσα κατ’ έφεση δίκη- ………. κατέθεσε στις 22-4-2004 στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών σε βάρος i] της ………. χήρας ………. το γένος ……….. -μη διαδίκου στην παρούσα δίκη- και ii] του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου …….. την από 21-4-2004 έγκλησή του για την τέλεση σε βάρος του εκεί ειδικότερα αναφερόμενων αδικημάτων, λόγω πολεοδομικών παραβάσεων στην οριζόντια ιδιοκτησία των γονέων του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου. Στην έγκλησή του αυτή δήλωνε παράσταση πολιτικής αγωγής και πρότεινε ως μάρτυρα τον επίσης συνιδιοκτήτη οριζόντιας ιδιοκτησίας, δεύτερο εναγόμενο και ήδη εκκαλούντα ………... Κατόπιν της μήνυσης αυτής συντάχθηκε το από 7-12-2005 κατηγορητήριο του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αθηνών με το οποίο ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος: 1] της ………. χήρας ………. το γένος ……… -μη διαδίκου στην παρούσα δίκη- για την αξιόποινη πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα και 2] του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου ……….. για τις αξιόποινες πράξεις: α] της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα και β] της υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης και καλούνταν ως μάρτυρες του κατηγορητηρίου οι εναγόμενοι. Με βάση το ως άνω από 7-12-2005 κατηγορητήριο του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αθηνών οι ανωτέρω κατηγορούμενοι παραπέμφθηκαν να δικαστούν ως υπαίτιοι των ανωτέρω πράξεων ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, το οποίο με την υπ’ αριθ. 78489/19-10-2010 απόφασή του, δικάζοντας με παρόντες τους ανωτέρω κατηγορουμένους, έκανε δεκτές τις δια του συνηγόρου υπεράσπισής της προβληθείσες εκ μέρους της πρώτης κατηγορουμένης αντιρρήσεις για τη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής του ………… και διέταξε την αποβολή του τελευταίου ως πολιτικώς ενάγοντος και περαιτέρω έκρινε: i] τη μη διάδικο στην παρούσα δίκη, ……… χήρα ………. το γένος ……… αθώα για την αποδιδόμενη σε αυτήν αξιόποινη πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα και ii] τον ενάγοντα και ήδη εφεσίβλητο ………… αθώο για την αποδιδόμενη σε αυτόν αξιόποινη πράξη της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκίας μάρτυρα και ένοχο για την αποδιδόμενη σε αυτόν αξιόποινη πράξη της υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης και τον καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης δέκα [10] μηνών, την οποία ανέστειλε επί τριετία. Κατά της ανωτέρω οριστικής ποινικής απόφασης ο τότε κατηγορούμενος και ήδη ενάγων - εφεσίβλητος ………. άσκησε την υπ’ αριθ. ……./19-10-2010 έφεσή του, η οποία εκδικάσθηκε ενώπιον του Β’ Τριμελούς Εφετείου [Πλημμελημάτων] Αθηνών, το οποίο με την υπ’ αριθ. 7079/27-6-2011 απόφασή του, δικάζοντας με παρόντα τον εκκαλούντα, αφού την έκανε τυπικά δεκτή, απέρριψε τους αυτοτελείς ισχυρισμούς του και τον έκρινε ένοχο της πράξη της υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης με το ελαφρυντικό του τότε πρότερου εντίμου βίου και τον καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης πέντε [5] μηνών, την οποία ανέστειλε επί τριετία. Κατά της ανωτέρω τελεσίδικης ποινικής απόφασης ο τότε καταδικασθείς κατηγορούμενος και ήδη ενάγων - εφεσίβλητος ………… άσκησε την υπ’ αριθ. ………/16-9-2011 αίτηση αναίρεσης, που εκδικάσθηκε ενώπιον του Ζ` Ποινικού Τμήματος του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, το οποίο με την υπ’ αριθ. 383/17-2-2012 απόφασή του, απέρριψε την ανωτέρω αίτηση αναίρεσης. Εν συνεχεία η ανωτέρω ποινή φυλάκισης των πέντε [5] μηνών που του επιβλήθηκε με την ως άνω 7079/27-6-2011 απόφαση του Β ’ Τριμελούς Εφετείου [Πλημμελημάτων] Αθηνών, κατ’ εφαρμογή της § 1 του άρθρου 2 του Ν. 4043/2012 δεν εκτελέσθηκε και παραγράφηκε υπό όρο και κατ’ εφαρμογή της § 2 του ίδιου άρθρου του αυτού νόμου τέθηκε με Πράξη του αρμόδιου Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών στο αρχείο. Σύμφωνα δε το Τέταρτο Τμήμα του ισχύοντος τότε Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ήτοι το Π.Δ. 258/1986 [ΦΕΚ 121/8-8-1986], ως ίσχυε πριν την κατάργησή του από 1-7-2019, δυνάμει των άρθρων 585 και 586 του νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν. 4620/2019 [ΦΕΚ A 96/11-6-2019], το οποίο πραγματεύεται περί των διαδίκων στην ποινική δίκη, διάδικοι σε αυτήν [ποινική δίκη] τόσο προδικασία όσο και κύρια διαδικασία είναι ο κατηγορούμενος (άρθρ. 72-81), ο πολιτικώς ενάγων (άρθρ. 82-88) και ο αστικώς υπεύθυνος (άρθρα. 89-95) -ο Εισαγγελέας και ο δημόσιος κατήγορος είναι όργανα της Πολιτείας και όχι διάδικοι- και τα δικαιώματα των διαδίκων ρυθμίζονται στα άρθρ. 96-108 (βλ. Mix. Μαργαρίτη, Ερμηνεία Κώδικα Ποινικής Δικονομίας», εκδ. 2008, σελ. 164). Από τα ανωτέρω αποδεικνύεται ότι ο πρώτος εναγόμενος και μη διάδικος στην παρούσα κατ’ έφεση δίκη, ……………., ο οποίος υπέβαλε σε βάρος του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου την από 21-4-2004 έγκληση, νομίμως κατείχε τόσο αντίγραφο της έγκλησης αυτής, όσο και αντίγραφο του από 7-12-2005 υποβολής της ανωτέρω έγκλησης και το οποίο [κατηγορητήριο] αυτός [πρώτος εναγόμενος] έλαβε λόγω της δηλωθείσας στην προδικασία ιδιότητάς του ως πολιτικώς ενάγων μέχρι την αποβολή του, η οποία έλαβε χώρα κατά την εκδίκαση της υπόθεσης σε πρώτο βαθμό. Με αυτή λοιπόν την ιδιότητα, ο πρώτος εναγόμενος, μη διάδικος εν προκειμένω, νόμιμα κατείχε τα δύο ανωτέρω έγγραφα, τα οποία έλαβε από τον φάκελο της ποινικής δικογραφίας που σχηματίσθηκε και τηρούνταν στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών. Περαιτέρω, από την επισκόπηση των ανωτέρω ποινικών αποφάσεων προκύπτει ότι μετά την σε πρώτο βαθμό αποβολή του ως πολιτικώς ενάγοντος τόσο ο πρώτος εναγόμενος και μη διάδικος στην παρούσα κατ’ έφεση δίκη, …………., όσο και ο δεύτερος εναγόμενος και ήδη εκκαλών ………….. εξετάσθηκαν ενόρκως τόσο σε πρώτο, όσο και σε δεύτερο βαθμό ως μάρτυρες του κατηγορητηρίου και συνεπώς, δεν είχαν, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν την ιδιότητα του διαδίκου. Επομένως, αφού δεν ήταν διάδικοι στις ως άνω ποινικές δίκες δεν μπορούσαν μετά το τέλος αυτών να λάβουν αντίγραφα των ανωτέρω ποινικών αποφάσεων, παρά μόνο ως «τρίτοι», εάν επικαλούνταν και αποδείκνυαν το έννομο συμφέρον τους, υποβάλλοντας σχετική αίτηση και ελάμβαναν έγκριση από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 147 του ισχύοντος τότε ΚΠοινΔ, ως ίσχυε πριν την κατάργησή του από 1-7-2019, με το άρθρο πρώτο του Ν. 4620/2019 που ορίζει ότι «Αντίγραφα των ποινικών αποφάσεων, των διατάξεων, των πρακτικών, των βουλευμάτων, καθώς και κάθε εγγράφου της ποινικής διαδικασίας δίνονται μετά το τέλος της σε κάθε διάδικο της ποινικής δίκης, ενώ σε οποιονδήποτε άλλον που έχει συμφέρον δίνονται με αίτησή του και με έγκριση του προέδρου του δικαστηρίου ή του πταισματοδίκη» σε συνδυασμό με το άρθρο 22 § 2 περ. β` του τότε ισχύοντος Ν. 1756/1988 «Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών», [ΦΕΚ Α` 35], -ο οποίος καταργήθηκε με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 129 του Ν. 4938/2022 [ΦΕΚ Α’ 109/6-6-2022], δυνάμει του άρθρου 130 του αυτού νόμου-, που ορίζει ότι «Έχουν δικαίωμα να λάβουν γνώση, αντίγραφα ή αποσπάσματα: α) ... β) των εγγράφων, της ποινικής διαδικασίας, όσοι και όπως ορίζει το άρθρο 147 του κώδικα ποινικής δικονομίας». Ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση δεν αποδείχθηκε ότι ο πρώτος εναγόμενος -μη διάδικος στην παρούσα κατ’ έφεση δίκη- ……….. κατείχε νόμιμα και χωρίς να προβεί σε παράνομη επέμβαση σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα αντίγραφο των ανωτέρω ποινικών καταδικαστικών αποφάσεων, που εκδόθηκαν σε βάρος του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου ………., διότι από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε ότι για τη λήψη αντιγράφων από αυτόν τηρήθηκε η διαδικασία του άρθρου 147 του Κ.Π.Δ. σε συνδυασμό με το άρθρο 22 § 2 περ. β` του Ν. 1756/1988 (Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι τα έγγραφα της ποινικής δικογραφίας που προσκομίσθηκαν στην αστική δίκη, παρέδωσε ο πρώτος εναγόμενος -μη διάδικος στην παρούσα κατ’ έφεση δίκη ...................... στον δεύτερο εναγόμενο και ήδη εκκαλούντα ……………, προκειμένου ο τελευταίος να τα χρησιμοποιήσει στη δίκη που ανοίχθηκε με την από 16-3-2015 αγωγή του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου ………… εναντίον του, όπως και ο ίδιος συνομολογεί στις νομοτύπως κατατεθείσες ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου από 20-9-2018 έγγραφες προτάσεις του, αναιρώντας έτσι ο ίδιος τον όψιμο -προβληθέντα με την έφεση- αρνητικό ισχυρισμό του ότι «ο ………….. ουδέν παρέδωσε σε αυτόν [δεύτερο εναγόμενο], αλλά ότι τα έγγραφα αυτά τα έλαβε και τα χρησιμοποίησε (κατά τη δική του νομική εκτίμηση και κρίση) ο τότε πληρεξούσιος δικηγόρος τους ………….», απορριπτόμενου ως κατ’ ουσίαν αβάσιμου του τρίτου λόγου της ένδικης έφεσης. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος …………. άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών εναντίον του δεύτερου εναγόμενου και ήδη εκκαλούντος …….., την από 16-3-2010 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ……../2010) αγωγή, η οποία συζητήθηκε κατά τη δικάσιμο της 19-3-2015, κατά την οποία προς αντίκρουσή της ο δεύτερος εναγόμενος και ήδη εκκαλών με τις από 19-3-2015 έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε στο ακροατήριο του ως άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου επικαλέσθηκε επί λέξει τα ακόλουθα: «Επανερχόμενος στην απόδειξη των ανακριβειών που περιέχει η αγωγή σχετικά με τη συμμετοχή μου στις δύο συγκεκριμένες δίκες προσάγω και επικαλούμαι τις δύο οριστικές Αποφάσεις που δημοσιεύτηκαν σε μεταγενέστερες δικασίμους των δύο ως άνω Τριμελών Πλημμελειοδικείων από τις οποίες αποδεικνύεται ότι ήμουνα και στις δύο μάρτυρας και συνεπώς η παρέλκυση του ενάγοντος είχε άμεσο αντίκτυπο και στη δική μου ζωή και ψυχική ηρεμία. Για την πρώτη στο Τριμελές αφορούν οι αποφάσεις με αριθμούς 76274/2009 η οποία ανέβαλε, η οριστική 78489/2010 (Σχετ. 37, 38) και η αμετάκλητη 7079/2011 του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (βλ. ανωτ. σχετ. 6, 7) και για τη δεύτερη στο Δ` Τριμελές η οριστική με αριθμό 23449/2011 (Σχετ.39)» και προσκόμισε αντίγραφα των ανωτέρω αποφάσεων. Ωστόσο δεν αποδείχθηκε ότι η αξιόποινη πράξη της υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης για την οποία καταδικάσθηκε πρωτοδίκως ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος με την υπ’ αριθ. 78489/19-10-2010 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και εν συνεχεία αμετάκλητα με υπ’ αριθ. 7079/27-6-2011 απόφαση του Β` Τριμελούς Εφετείου [Πλημ/των] Αθηνών, σχετίζεται άμεσα με την ως άνω από 16-3-2010 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …../2010) αγωγή. Ειδικότερα, καίτοι δεν προσκομίζεται αντίγραφο της προαναφερόμενης αγωγής, από τα στοιχεία της δικογραφίας προέκυψε -δεν αμφισβητείται άλλωστε από τους διαδίκους- ότι επρόκειτο για αγωγή προσβολής της προσωπικότητας του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου με αίτημα τη χρηματική του ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, την οποία κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς του υπέστη από τη σε βάρος του αδικοπραξία και δη την επικαλούμενη τελεσθείσα σε βάρος του δυσφήμιση από τον τότε εναγόμενο και ήδη εκκαλούντα …………, δυσφήμηση η οποία κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς του έλαβε χώρα με την εκ μέρους του τελευταίου [εναγομένου] αποστολή της από 2-12-2009 επιστολής προς τη Διεύθυνση Εθιμοτυπίας του Ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών, καθώς και στην Πρεσβεία της Δημοκρατίας της Σλοβενίας, με την οποία ο εκεί εναγόμενος και ήδη εκκαλών ……… διέδωσε σε τρίτους και δη στα πρόσωπα που στελεχώνουν τις ως άνω υπηρεσίες ότι ο εκεί ενάγων και ήδη εφεσίβλητος ……….. χρησιμοποίησε αποσπάσματα από έγγραφα του Υπουργείου Εξωτερικών προκειμένου να παραπλανήσει τα Δικαστήρια και να επιτύχει αναβολές προφασιζόμενος απουσία του στο εξωτερικό. Επομένως, ο δεύτερος εναγόμενος και ήδη εκκαλών που είχε το δικονομικό βάρος (νόθος αντικειμενική ευθύνη) στην ένδικη υπόθεση, δεν απέδειξε ότι η χρήση των εγγράφων της ποινικής δικογραφίας σε βάρος του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου δια της προσκόμισης των ως άνω ποινικών αποφάσεων και δη i] της υπ’ αριθ. 76274/2009 αναβλητικής απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ii] της υπ’ αριθ. 78489/ 19-10-2010 οριστικής [καταδικαστικής] απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, iii] της υπ’ αριθ. 7079/2011 [καταδικαστικής] απόφασης του Β` Τριμελούς Εφετείου [Πλημ/των] Αθηνών και iν] και της υπ’ αριθ. 23449/2011 οριστικής απόφασης του Δ` Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ήταν αναγκαία για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος του και ότι η χρήση αυτών δια της επίκλησης με τις προτάσεις και της προσκομιδής τους στο Δικαστήριο της αστικής υπόθεσης ήταν το πρόσφορο και αναγκαίο μέσο προς αντίκρουση της από 16-3-2010 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ……../2010) αγωγής και απόκρουση των σε βάρος του αιτημάτων. Συνακόλουθα, αναφορικά με την παράνομη επέμβαση σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και δη των αντιγράφων των ως άνω ποινικών αποφάσεων, δεν αποδείχθηκε από τον δεύτερο εναγόμενο ότι δεν έγινε χρήση των ανωτέρω εγγράφων σε υπόθεση «άσχετη» κατ’αντικείμενο και ότι για το λόγο αυτό συνέτρεχε στην προκειμένη περίπτωση κάποιος λόγος εξαίρεσης που επέτρεπε την επεξεργασία των ανωτέρω προσωπικών δεδομένων του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου. Από τα προαναφερόμενα πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι τα ανωτέρω έγγραφα της ποινικής δικογραφίας εμπεριέχουν ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου, διότι αυτός αποτελεί το υποκείμενο των δεδομένων που περιλαμβάνονται σε αυτά και αφορούν σε ποινική δίωξη και καταδίκη του (άρθρο 2 περ. β` του Ν. 2472/1997). Επίσης, τα ανωτέρω ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου εντάσσονται-περιλαμβάνονται σε αρχείο προσωπικών δεδομένων, σύμφωνα με την έννοια των διατάξεων των άρθρων 2 εδ. ε` και 3 § 1 του Ν. 2472/ 1997, με αποτέλεσμα να υπάρχει εν προκειμένω και να στοιχειοθετείται η έννοια του αρχείου, που λειτουργεί ως «πύλη» εισόδου στο ρυθμιστικό πεδίο του ανωτέρω νόμου, καθώς τα αρχεία ποινικών αποφάσεων των ποινικών δικαστηρίων αποτελούν διαρθρωμένα σύνολα ευαίσθητων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια, εφόσον τηρούνται και είναι προσβάσιμα με συγκεκριμένα κριτήρια ταξινόμησης, βάσει του αύξοντος αριθμού του βιβλίου μηνύσεων, των αποφάσεων και των δικογραφιών και του έτους έκδοσης των αποφάσεων, αλλά και βάσει αλφαβητικού ευρετηρίου των εγκαλουμένων και μηνυομένων και περιέχουν πληροφορίες σχετικά με ποινικές διώξεις και καταδίκες των φυσικών προσώπων που αφορούν. Κατ’ ακριβολογία πρόκειται για τμήματα-υποσύνολα ενός συνολικού αρχείου ποινικών αποφάσεων της Ελληνικής Επικράτειας, που τηρείται στα επιμέρους ποινικά δικαστήρια σε όλη την Επικράτεια, με κριτήριο την έδρα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση. Συνακόλουθα, η παράδοση των ανωτέρω αντιγράφων που περιείχαν ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου από τον πρώτο εναγόμενο -μη διάδικο στην παρούσα δίκη- στον δεύτερο εναγόμενο και ήδη εκκαλούντα συνιστά επεξεργασία υπό την ειδικότερη έννοια της διάθεσης-ανακοίνωσης του άρθρου 2 στοιχ. δ` του Ν. 2472/1997 σε τρίτο πρόσωπο κατά την έννοια του άρθρου 2 στοιχ. θ` του Ν. 2472/1997, στο οποίο κατέστησαν προσιτά, ενέργεια απολύτως απαγορευμένη σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7 του ίδιου νόμου, καθόσον αφορά τα προαναφερθέντα ευαίσθητα δεδομένα του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου και απαιτείτο η προηγούμενη συγκατάθεσή του, την οποία δεν είχαν λάβει. Επίσης, η επίκληση και προσαγωγή των ανωτέρω αντιγράφων των ως άνω ποινικών καταδικαστικών αποφάσεων τόσο του πρωτοβάθμιου, όσο και του δευτεροβάθμιου ποινικού δικαστηρίου που εκδόθηκαν σε βάρος του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου αποτελεί επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα υπό την έννοια της χρήσης του άρθρου 2 στοιχ. δ` του Ν. 2472/1997 από τρίτο πρόσωπο, η οποία είναι ανεπίτρεπτη, αφού παραβιάσθηκε η διάταξη του άρθρου 7 § 1 του Ν. 2472/199, χωρίς να συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση κάποια από τις ουσιαστικές προϋποθέσεις επιτρεπτής επεξεργασίας που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 7 § 2 του ίδιου νόμου. Η παραβίαση αυτή των διατάξεων του Ν. 2472/1997 από τους εναγόμενους οφείλεται σε υπαιτιότητά τους (δόλο), διότι παραδόθηκαν από τον πρώτο εναγόμενο -μη διάδικο στην παρούσα δίκη- στον δεύτερο εναγόμενο και ήδη εκκαλούντα, ο οποίος προέβη σε χρήση τους, με σκοπό να προσβάλλει την προσωπικότητα του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου ως ατόμου, στην ειδικότερη έκφανση της τιμής και της υπόληψής του και όχι διότι ήταν αναγκαίο μέσο για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου, απορριπτόμενου του αντίθετου ισχυρισμού του ως αβασίμου. Πλέον δε τούτων, δια της παράνομης αυτής χρήσης των ως άνω εγγράφων με προσωπικά δεδομένα έλαβαν γνώση και τρίτα πρόσωπα, όπως οι δικηγόροι, οι γραμματείς και οι δικαστές που συγκροτούσαν τα δικαστήρια ενώπιον των οποίων αυτά προσκομίσθηκαν. Στην έννοια δε του «τρίτου», εφόσον τα σχετικά γεγονότα ήταν δυσφημιστικά για τον ενάγοντα και ήδη εφεσίβλητο κατά τις διατάξεις των άρθρων 362, 363 ΠΚ περιλαμβάνεται οποιοδήποτε, πλην του δυσφημουμένου, φυσικό πρόσωπο ή αρχή, επομένως και τα πρόσωπα, τα οποία έλαβαν γνώση του δυσφημιστικού ισχυρισμού ή της διάδοσης με οποιονδήποτε τρόπο, έστω και κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, όπως οι δικαστές, οι εισαγγελείς, οι υπάλληλοι του δικαστηρίου, οι δικηγόροι, οι δικαστικοί επιμελητές, τα μέλη πειθαρχικών συμβουλίων, επιτροπών, ανεξάρτητων αρχών κ.λπ., αρκεί το γεγονός να είναι επιλήψιμο γι` αυτόν, στον οποίο αποδίδεται (ΟλΑΠ 3/2021 ΝοΒ 2021.302). Εξ άλλου ο ισχυρισμός του δεύτερου εναγομένου και ήδη εκκαλούντος περί της φυσικής παρουσίας του ως μάρτυρα στις ποινικές δίκες σε βάρος του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου, ώστε αφενός γνώριζε την έκβαση της ποινικής διαδικασίας και την καταδίκη του τελευταίου [ενάγοντος] και αφετέρου οι καταδικαστικές αποφάσεις περιείχαν και ευαίσθητα δεδομένα του ίδιου, δηλαδή την μαρτυρία του, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, ούτε αναιρεί την υπαιτιότητά του και δεν αποτελεί νομιμοποιητικό λόγο των ως άνω παράνομων ενεργειών του, διότι ο Ν. 2472/1997 ρητά αναφέρει στο άρθρο 2 αυτού ότι οι ποινικές διώξεις και καταδίκες αποτελούν ευαίσθητα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για την επεξεργασία των οποίων θέτει τις αναγκαίες προϋποθέσεις, ενώ η ένταξη των σχετικών με ποινικές διώξεις ή καταδίκες δεδομένων στην κατηγορία των ευαίσθητων δεν βρίσκεται σε αντίθεση με την συνταγματική αρχή της δημοσιότητας των δικαστικών αποφάσεων (άρθρο 93 § 3 Σ), ήτοι η δημοσιότητα των δικαστικών αποφάσεων δεν αναιρεί την προστασία που παρέχεται με τον ανωτέρω νόμο, ενώ περαιτέρω η συνταγματική αρμοδιότητα των ποινικών δικαστηρίων να απαγγέλλουν τις αποφάσεις τους σε δημόσια συνεδρίαση δεν θίγεται από την απαγόρευση της επεξεργασίας των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων (ΑΠ 252/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως, από τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά αποδείχθηκε ότι στο πρόσωπο του δεύτερου εναγομένου και ήδη εκκαλούντος συντρέχουν εν προκειμένω όλες οι προϋποθέσεις για την στοιχειοθέτηση της αστικής εκ του άρθρου 23 του Ν. 2472/1997 ευθύνης σε βάρος του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου και ειδικότερα: i] συμπεριφορά που παραβιάζει τις προαναφερθείσες διατάξεις του Ν. 2472/1997, ήτοι παράνομη επεξεργασία των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου που εντάσσονται σε αρχείο, ii] στοιχειοθέτηση της έννοιας του αρχείου που λειτουργεί ως «πύλη» εισόδου στο ρυθμιστικό πεδίο του ανωτέρω νόμου και στα οποία εντάσσονται τα προσωπικά δεδομένα του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου, καθώς σύμφωνα με τις παραδοχές της προηγηθείσας νομικής σκέψης, τα αρχεία ποινικών αποφάσεων των ποινικών δικαστηρίων αποτελούν διαρθρωμένα σύνολα ευαίσθητων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, απορριπτόμενου ως κατ’ ουσίαν αβάσιμου του δεύτερου λόγου της ένδικης έφεσης. Εξ άλλου, ο δεύτερος εναγόμενος με την ανωτέρω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του, ήτοι τη χωρίς δικαίωμα χρήση των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου προσέβαλε την προσωπικότητα του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου ως προς την έκφανση της πληροφοριακής αυτοδιάθεσης και του απορρήτου της ιδιωτικής ζωής του, ήτοι κατ’ επέκταση την ιδιωτικότητά του, που αποτελούν στοιχεία της προσωπικότητάς του, γεγονός που επέφερε διατάραξη της ψυχικής του ηρεμίας. Εξάλλου, η διατάραξη της ψυχικής ηρεμίας του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου επήλθε από την παράνομη ως άνω επεξεργασία, χρήση και ανακοίνωση των ευαίσθητων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα αυτών και δεν θα επερχόταν εάν ο δεύτερος εναγόμενος δεν προέβαινε στην ενέργειά του αυτή. Επομένως, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος από την ανωτέρω, παράνομη και υπαίτια προσβολή των ευαίσθητων προσωπικών του δεδομένων δικαιούται χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη, ενόψει του ότι συντρέχει εν προκειμένω και το στοιχείο του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παράνομης και υπαίτιας ενέργειας και της επελθούσας ηθικής βλάβης. Άλλωστε, για την επιδίκαση της ηθικής βλάβης κατά τη διάταξη του άρθρου 23 του Ν. 2472/1997, δεν απαιτείται πέραν από την απόδειξη της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς που αντιβαίνει στις διατάξεις του ανωτέρω νόμου να γίνει επίκληση και να αποδειχθεί και περαιτέρω επίπτωση της παράνομης επεξεργασίας των δεδομένων και σε άλλα επί μέρους στοιχεία είτε στην περιουσία του ενάγοντος είτε και σε άλλες προστατευόμενες εκδηλώσεις της προσωπικότητας, όπως η τιμή και η υπόληψη, κ.λπ., ενόψει του ότι με την απόδειξη της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς ουσιαστικά αποδεικνύεται και η ηθική βλάβη, καθώς η παράνομη συμπεριφορά που αντιβαίνει στις διατάξεις του ανωτέρω νόμου συνιστά προσβολή της προσωπικότητας, αφού προσβάλλεται το υποκείμενο ως προς την έκφανση της πληροφοριακής αυτοδιάθεσης και του απορρήτου της ιδιωτικής ζωής του. Ενόψει δε του είδους του θιγόμενου αγαθού, του μεγέθους της προσβολής, μετά τη συνεκτίμηση των συνθηκών κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα η αδικοπρακτική συμπεριφορά του δεύτερου εναγομένου και ήδη εκκαλούντος, του βαθμού υπαιτιότητας του τελευταίου [πρόθεση] καθώς και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων μερών, η καταβλητέα εύλογη χρηματική ικανοποίηση πρέπει να ορισθεί στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων [1.500] ευρώ, μη εφαρμοζόμενης ως αντισυνταγματικής της διάταξης του άρθρου 23 § 2 του Ν. 2472 /1997 σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στην υπό στοιχείο VI μείζονα σκέψη της παρούσας. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση έκρινε ομοίως και αναγνώρισε ότι ο δεύτερος εναγόμενος και ήδη εκκαλών υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα και ήδη εφεσίβλητο ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής του βλάβης το ποσό των 1.500 ευρώ, δεν παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας, δεδομένου ότι το ποσό αυτό, κατά την κοινή πείρα, τη δικαστηριακή πρακτική και τη συνείδηση για το δίκαιο, συνήθως επιδικάζεται σε παρόμοιες περιπτώσεις χρηματικής ικανοποίησης με βάση τα αναφερόμενα στην απόφαση προσδιοριστικά κριτήρια για τον καθορισμό αυτής. Επομένως, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο τέταρτος λόγος της ένδικης έφεσης κατά το σκέλος του, με το οποίο ο εκκαλών, με την επίκληση των διατάξεων των άρθρων 2 § 1, 25 § 1 του Συντάγματος και 932 ΑΚ, παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο καθ’ υπέρβαση της διακριτικής του ευχέρειας, κατά την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων του ουσιαστικού δικαίου και κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας με την εκκαλουμένη απόφαση αναγνώρισε στον ενάγοντα ως εύλογη χρηματική του ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από την σε βάρος του παράνομη επεξεργασία, το ανωτέρω ποσό.

X. Στη διαδικασία των διαφορών από αμοιβές για την παροχή εργασίας ενώπιον του μονομελούς πρωτοδικείου, εφαρμόζονται οι διατάξεις, που ρυθμίζουν τη διαδικασία ενώπιον των ειρηνοδικείων, οπότε δεν είναι υποχρεωτική η κατάθεση εγγράφων προτάσεων και οι διάδικοι οφείλουν να προτείνουν όλους τους αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς τους, όπως είναι (και) οι ενστάσεις, προφορικώς, κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, επί πλέον οι ισχυρισμοί αυτοί πρέπει να καταχωρισθούν στα πρακτικά, με σαφή (έστω συνοπτική) έκθεση των γεγονότων, που τους θεμελιώνουν (άρθρα 262, 256 § 1 εδ. (δ) ΚΠολΔ), εκτός αν τα σχετικά γεγονότα περιέχονται στις έγγραφες προτάσεις, που (τυχόν) έχουν κατατεθεί στο ακροατήριο (άρθρα 591 §1 εδ. (β), 677 681, 115 § 3 ΚΠολΔ, όπως ίσχυσαν πριν από το άρθρο 1 - άρθρο τέταρτο ν. 4335/2015 [ΦΕΚ Α` 87/23-7-2015]- βλ. ΑΠ 226/2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τα άρθρα 262 § 1 και 269 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι, για την πληρότητα ένστασης ή αντένστασης και το παραδεκτό αυτής από άποψης χρόνου προβολής της, απαιτείται τα πραγματικά περιστατικά που τη στηρίζουν να προβάλλονται με επάρκεια κατά την πρώτη στον πρώτο βαθμό συζήτηση της υπόθεσης από τον ενιστάμενο ή αντενιστάμενο και συγχρόνως να διατυπώνεται από αυτόν και αίτημα απόρριψης για την αιτία αυτή της αγωγής ή της ένστασης (ΑΠ 136/2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ με περαιτέρω παραπομπή σε ΑΠ 215/2011, 1773/2011, 1372/2010, 624/2003).

XI. Στην προκειμένη περίπτωση με τον τέταρτο λόγο της ένδικης έφεσης ο εκκαλών ισχυρίζεται το πρώτον ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ότι η αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, είναι καταχρηστική διατεινόμενος ότι ο ίδιος [εκκαλών] έχει υποχρεωθεί και έχει καταβάλλει τα ποσά που κάποιες αποφάσεις έχουν επιδικάσει στον ενάγοντα και ήδη εφεσίβλητο, καθώς και ότι ο τελευταίος «σπάει» κάθε υπόθεση σε περισσότερες και ασκεί αγωγές τόσο εναντίον του ίδιου [εκκαλούντος] όσο και κατά του …………, με τον εξής τρόπο: για την ίδια υπόθεση, για την οποία πιθανόν ο ………….. να άσκησε αγωγή ή έγκληση σε βάρος του, αντιδρά ασκώντας: α] πρώτη αγωγή αποζημίωσης για την κατάθεση της ίδιας της αγωγής (ή της έγκλησης) σε βάρος του, β] δεύτερη αγωγή αποζημίωσης για τα αναφερόμενα στις «Προτάσεις», γ] τρίτη αγωγή αποζημίωσης για τα σχετικά έγγραφα που προσκομίσθηκαν με τις προτάσεις, επικαλούμενος παραβίαση των διατάξεων περί προσωπικών δεδομένων και πρόκληση δικής του ζημίας, λόγω της προσκόμισης «ένορκης βεβαίωσης» ή «ποινικής απόφασης», δ] τέταρτη αγωγή για τις προτάσεις στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, ε] πέμπτη αγωγή για την προσκόμιση σχετικών εγγράφων στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο και ούτω καθεξής.

XII. Ο λόγος αυτός της έφεσης πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως απαράδεκτος διότι ο εκκαλών ο οποίος είχε πρωτοδίκως υποβάλλει ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος στηριζόμενη σε άλλα πραγματικά περιστατικά και η οποία απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση ως μη νόμιμη -και κατά τούτο δεν πλήττεται η εκκαλουμένη με σχετικό λόγο έφεσης-, επιχειρεί το πρώτον ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου να μεταβάλει τα συγκροτούντο την ως άνω ένσταση πραγματικά περιστατικά, τέτοια όμως μεταβολή είναι ανεπίτρεπτη. Σε κάθε περίπτωση ακόμη κι εάν εκληφθεί ως υποβολή νέας ένστασης καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, αυτή είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, διότι δεν είχε υποβληθεί στον πρώτο βαθμό και υποβάλλεται το πρώτον ενώπιον του Εφετείου.

XIII. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι έφεσης προς έρευνα, πρέπει η υπό κρίση από 2-11-2021 (με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης: ……/2-11-2021 και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης: ……/2-11-2021) έφεση να απορριφθεί κατ’ ουσίαν στο σύνολό της. Τα δικαστικά έξοδα του παρόντος (δεύτερου) βαθμού δικαιοδοσίας του εφεσίβλητου πρέπει, κατόπιν του σχετικού νόμιμου αιτήματος του, να επιβληθούν σε βάρος του ηττηθέντος εκκαλούντος, σύμφωνα με τα άρθρα 183 ημιπ. α` περ. α` και 191 § 2 ΚΠολΔ, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό. Τέλος, αφού η έφεση απορρίφθηκε (κατ’ ουσίαν), ο εκκαλών ηττήθηκε ολικά και ως εκ τούτου, πρέπει σύμφωνα με το άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ, όπως το άρθρο 495 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015 [ΦΕΚ Α`87/23-7-2015] που εφαρμόζεται για τα κατατεθειμένα από την 1-1-2016 ένδικα μέσα και μετά την τροποποίησή του με τα άρθρα 35 § 2 και 45 του ν. 4446/2016 [ΦΕΚ Α` 240/22-12-2016] με έναρξη ισχύος από 23-1-2017, χωρίς να ενδιαφέρει η επί της ουσίας κρίση του παρόντος (δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου) επί της αγωγής (ΑΠ 532/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος για την έφεση αυτή υπ’ αριθ. …………… ηλεκτρονικού παράβολου ποσού 100 ευρώ, στο Δημόσιο Ταμείο.

                                                                               ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ’ ουσίαν την από 2-11-2021 (με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης: ……./2-11-2021 και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης: ……/2-11-2021) έφεση κατά της υπ’ αριθ. 1.500/22-7-2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του υπ’ αριθ. ………… ηλεκτρονικού παραβόλου ποσού 100 ευρώ, που κατατέθηκε για την άσκηση της ένδικης έφεσης.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον ανωτέρω εκκαλούντα στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία [έξοδα] ορίζει στο ποσό των εξακοσίων [600] ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, την 4η Μαρτίου 2024, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

                                                Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                  Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
                                           Σαλώμη Μούζουρα                                           Νικόλαος Καλαντζής

Σάββατο 26 Ιουλίου 2025

ΧΑΡΤΗΣ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ




ΧΑΡΤΗΣ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ
ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ


ΠΡΟΟΙΜΙΟ

 
1. Ο Χάρτης Δεοντολογίας των Δικαστικών Λειτουργών του Συμβουλίου της Επικρατείας (εφεξής Χάρτης)
αφορά τους δικαστικούς λειτουργούς του Συμβουλίου της Επικρατείας και:
α)
Αποτυπώνει σε ενιαίο κείμενο, δημόσια προσβάσιμο, κατά τη διεθνώς πλέον τηρούμενη καλή πρακτική
ομοειδών δικαιοδοτικών θεσμών, βασικές αρχές δικαστικής δεοντολογίας και πρότυπα συμπεριφοράς που
απορρέουν από αυτές. Τα πρότυπα αυτά υφίστανται ήδη ως στοιχείο του δικαστικού λειτουργήματος, καθώς
αντλούνται από τις παραδόσεις του Δικαστηρίου, ορισμένα εμφανίζουν ιδιαίτερες πτυχές που συναρτώνται
με τη φυσιογνωμία της διοικητικής δίκης και αποσκοπούν στο να θωρακίσουν καλύτερα τις αξίες που
αναδεικνύονται μέσα από τις αρχές αυτές, οι οποίες συγκλίνουν εν τέλει στη διασφάλιση της θεμελιώδους
έννοιας του Κράτους Δικαίου, τόσο υπό την τυπική όσο και την ουσιαστική της διάσταση.
β) Προσφέρει πλαίσιο κατευθύνσεων στους δικαστικούς λειτουργούς για ζητήματα δεοντολογίας που
αντιμετωπίζουν, ώστε να επιδεικνύουν και να προάγουν υψηλό επίπεδο δικαστικής συμπεριφοράς,
απαραίτητης για την αποτελεσματική ανταπόκρισή τους στον ρόλο που τους αναθέτει ο συνταγματικός
νομοθέτης, καθώς και τη διατήρηση και ενίσχυση της εμπιστοσύνης της κοινωνίας στον θεσμό της
Δικαιοσύνης και του κύρους του δικαστικού λειτουργού ατομικά.
γ) Συμβάλλει στην καλύτερη κατανόηση του ρόλου του δικαστικού λειτουργού και των υψηλών απαιτήσεων
συμπεριφοράς που οφείλει να τηρεί, καθώς και της ιδιαίτερης φύσης των καθηκόντων του και των ορίων
που απορρέουν από αυτά, λειτουργεί δε, και υπό αυτή την οπτική, ως μέσο ενίσχυσης της εμπιστοσύνης της
κοινωνίας στο Συμβούλιο της Επικρατείας και στο δικαστικό σύστημα εν γένει. Έτσι επιτυγχάνεται η
ουσιαστική νομιμοποίηση της Δικαιοσύνης, με την αποδοχή του ρόλου της στη συνείδηση των πολιτών.

2. Ο Χάρτης δεν αποσκοπεί να περιγράψει συμπεριφορές «μη αποδεκτές» ούτε παρέχει εξαντλητικό
κατάλογο «δεοντολογικών» συμπεριφορών.
Καθορίζει πλαίσιο αρχών και προτύπων και εκθέτει καλές πρακτικές, προκειμένου να στηρίξει τον δικαστικό
λειτουργό, αλλά ταυτόχρονα να τον ενεργοποιήσει, καθιστώντας τον μέτοχο σύγχρονων προβληματισμών.
Εμπνέεται από τις μεγάλες αλλαγές που καταγράφονται τα τελευταία χρόνια σε σειρά κειμένων ηπίου
δικαίου διεθνών και ευρωπαϊκών οργανισμών, ιδίως του Συμβουλίου της Ευρώπης
. Τα κείμενα αυτά
εστιάζουν, πρωτίστως, στο επίπεδο της παρεχόμενης από τη Δικαιοσύνη δημόσιας υπηρεσίας και των
κανόνων για ορθολογική διαχείρισή της. Εστιάζουν, επίσης, στην ανάδειξη του σύγχρονου ρόλου του
δικαστικού λειτουργού στην κοινωνία και στην ανάγκη για διαρκή και ουσιαστική επιμόρφωσή του, στη
θεσμική επικοινωνία του με τις άλλες κρατικές εξουσίες, καθώς και με τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και
τους πολίτες, στην αυξανόμενη εισαγωγή στον δικαστικό χώρο των νέων τεχνολογιών πληροφορικής και
επικοινωνίας, στη σύγχρονη αντίληψη περί συλλογικότητας κατά την οργάνωση και λειτουργία του
δικαστικού συστήματος, στην αυξανόμενη διεκδίκηση για πληρέστερη ενημέρωση, σεβασμό και
εξυπηρέτηση των διαδίκων.
Το πλαίσιο αυτό θα βοηθήσει τον δικαστικό λειτουργό σε ζητήματα δεοντολογίας. Η λύση στα διλήμματα
δεοντολογίας που αντιμετωπίζει ο δικαστικός λειτουργός υπάγεται στην ατομική του ευθύνη και επιβάλλει
την αναζήτηση ισορροπίας μεταξύ των απαιτήσεων του δικαστικού λειτουργήματος και της νόμιμης
αξίωσής του για ανάπτυξη της προσωπικότητάς του και προστασία της ιδιωτικής του ζωής. Με τον Χάρτη
παρέχεται η δυνατότητα στον δικαστικό λειτουργό να ενεργεί και με την υποστήριξη, σε θεσμικό επίπεδο,
γνωμοδοτικού συμβουλίου δεοντολογίας.
Η αποτελεσματικότητα του Χάρτη, που αποτελεί προϊόν συλλογικής διαβούλευσης και αποτυπώνει την
αντίληψη των δικαστικών λειτουργών του Συμβουλίου της Επικρατείας για τη θέση και τον ρόλο τους σε
μία δημοκρατική κοινωνία, διασφαλίζεται στον βαθμό που κάθε δικαστικός λειτουργός ατομικά
ενστερνίζεται τις αρχές του ως οδηγό και πρότυπο συμπεριφοράς.
3. Με τον Χάρτη δεν θεσπίζονται κανόνες δικαίου, ούτε εισάγονται υποχρεώσεις ή δικαιώματα. Για τον λόγο
αυτόν, δεν στηρίζεται σε νομοθετική εξουσιοδότηση ούτε συνδέεται με τον Κανονισμό του Συμβουλίου της
Επικρατείας. Ο Χάρτης δεν αποτελεί, συνεπώς, κείμενο που μπορεί να προκαλέσει πειθαρχική διαδικασία
ούτε να αξιοποιηθεί εις βάρος του δικαστικού λειτουργού
. Τούτο δε, ανεξαρτήτως του ότι ο συνταγματικός
και ο κοινός νομοθέτης έχουν επιλέξει, για συγκεκριμένους κάθε φορά λόγους, να τυποποιήσουν ορισμένες
αρχές και πρότυπα συμπεριφοράς.
Ο Χάρτης επιχειρεί και σε πεδία νέα, θίγοντας και πτυχές που δεν έχουν ακόμη αποκτήσει σαφή και πάγια
χαρακτηριστικά και διασφαλίζει καλύτερα την αυτονομία του δικαστικού χώρου, αποτρέποντας μη
αναγκαίες ή αλυσιτελείς νομοθετικές παρεμβάσεις.
4. Πηγή έμπνευσης για τη σύνταξη του Χάρτη αποτέλεσαν ιδίως:
α) Το κείμενο των Αρχών της Bangalore για τη δικαστική δεοντολογία (The Bangalore Principles of Judicial
Conduct) του Ο.Η.Ε.
, που υιοθετήθηκαν στο πλαίσιο καταπολέμησης του διεθνούς εγκλήματος και
ενίσχυσης της εμπιστοσύνης των πολιτών στο δικαστικό σύστημα και αναθεωρήθηκαν το 2002, και η
απόφαση 2006/23 του Κοινωνικού και Οικονομικού Συμβουλίου των Ηνωμένων Εθνών, με την οποία
κλήθηκαν τα κράτη μέλη να υιοθετήσουν τις αρχές Bangalore και να θεσπίσουν κανόνες δικαστικής
δεοντολογίας
.
β) Η Magna Carta των Δικαστών που εξέδωσε το 2010 το Συμβουλευτικό Συμβούλιο των Ευρωπαίων
Δικαστών (Consultative Council of European Judges) του Συμβουλίου της Ευρώπης σχετικά με τη δικαστική
ανεξαρτησία και τη διαφάνεια κατά την παραγωγή του δικαιοδοτικού έργου
.
γ) Τα κείμενα αρχών δεοντολογίας που υιοθετήθηκαν στα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη (στην Ιταλία ήδη
από το 1994), στις Η.Π.Α. και τον Καναδά και αναδεικνύουν τους σύγχρονους προσανατολισμούς των
δικαστικών συστημάτων.
Στη σύνταξη κωδίκων ή προτύπων συμπεριφοράς για δικαστικούς λειτουργούς προτρέπουν, μεταξύ άλλων,
η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά της Διαφθοράς η οποία υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση των
Ηνωμένων Εθνών στις 31 Οκτωβρίου 2003 στη Νέα Υόρκη, το Συμβουλευτικό Συμβούλιο των Ευρωπαίων
Δικαστών, με τις 3/2002 και 21/2018 γνώμες του και η GRECO (Groupe d’États Contre la corruption), η
οποία με την από 24.9.2020 έκθεσή της [GrecoRC4(2019)25] συνέστησε στη χώρα μας την καθιέρωση
σαφών προτύπων επαγγελματικής συμπεριφοράς και ακεραιότητας και για τους δικαστικούς λειτουργούς.

5. Ο Χάρτης διέπει τόσο τα δικαστικά όσο και τα μη δικαστικά καθήκοντα που ασκούν οι δικαστικοί
λειτουργοί του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ως δικαστικά καθήκοντα θεωρούνται αφ’ ενός τα δικαιοδοτικά
και αφ’ ετέρου όσα αφορούν την οργάνωση και λειτουργία της Δικαιοσύνης, όπως η συμμετοχή σε
πειθαρχικά, υπηρεσιακά, δικαστικά συμβούλια ή συμβούλια επιθεώρησης.
Οι ρυθμίσεις του Χάρτη εφαρμόζονται, επίσης, στο πλαίσιο του ιδιωτικού και δημόσιου βίου των εν
ενεργεία ή αφυπηρετησάντων δικαστικών λειτουργών, στο μέτρο που αυτό είναι απολύτως αναγκαίο για τη
διασφάλιση του σεβασμού των αρχών και αξιών του παρόντος Χάρτη.
6. Οι αρχές δεοντολογίας συναρτώνται άμεσα με το συνεχώς μεταβαλλόμενο κοινωνικό περιβάλλον που
γεννά νέες συνθήκες και απαιτήσεις και, ως εκ τούτου, επικαιροποιούνται, κατόπιν εισήγησης του
συμβουλίου δεοντολογίας
, τηρουμένης της διαδικασίας διαβούλευσης, ώστε να ανταποκρίνονται στα
νεότερα δεδομένα και τις συνεχείς τεχνολογικές εξελίξεις.
Ο Χάρτης αναρτάται στον διαδικτυακό τόπο του ΟΣΔΔΥ-ΔΔ στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου.

ΜΕΡΟΣ Α΄: ΑΡΧΕΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι
ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ

1. Ο δικαστικός λειτουργός επιτελεί το λειτούργημά του και τα καθήκοντα που απορρέουν από
αυτό με βάση τον νόμο και τη συνείδησή του. Ασκεί τα καθήκοντά του με ευρύτητα πνεύματος,
κατανοώντας ευσυνειδήτως τον νόμο και αξιολογώντας τα πραγματικά περιστατικά κάθε
υπόθεσης χωρίς επιρροές, παρακινήσεις, πιέσεις, απειλές ή παρεμβάσεις, άμεσες ή έμμεσες, από
οποιαδήποτε πλευρά και για οποιονδήποτε λόγο
.
2. Είναι, και φαίνεται ότι είναι, ανεξάρτητος από τη νομοθετική και την εκτελεστική εξουσία,
καθώς και από άλλες μορφές εξουσίας ή επιρροής στην κοινωνία, όπως μέσα μαζικής
ενημέρωσης, μέσα κοινωνικής δικτύωσης, κοινωνικές οργανώσεις, επαγγελματικές ομάδες και
επιχειρηματικά συμφέροντα. Η σχέση της δικαστικής εξουσίας με τις δύο άλλες εξουσίες
στηρίζεται στον αμοιβαίο σεβασμό, τη θεσμική συνεργασία και την αναγνώριση του ρόλου
καθεμιάς.
3. Ο δικαστικός λειτουργός είναι ανεξάρτητος έναντι τόσο της κοινής γνώμης όσο και των
διαδίκων της συγκεκριμένης διαφοράς που δικάζει, τελεί, όμως, σε γνώση των διαφόρων
κοινωνικών αντιλήψεων.

4. Κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ο δικαστικός λειτουργός είναι ανεξάρτητος έναντι των
συναδέλφων του, οιουδήποτε βαθμού και θέσης, χωρίς να δέχεται οποιαδήποτε παρέμβαση,
εντολή, σύσταση ή υπόδειξη κατά τη διαμόρφωση της κρίσης του.

5. Οι ασκούντες καθήκοντα διεύθυνσης εγγυώνται προς τα έξω την ανεξαρτησία, την
αμεροληψία και την αποτελεσματικότητα της Δικαιοσύνης και προς τα έσω την ανεξαρτησία των
δικαστικών λειτουργών του Δικαστηρίου.
6. Για την ανάθεση μη δικαστικών καθηκόντων στον δικαστικό λειτουργό λαμβάνεται υπόψη η
συναίνεσή του. Ο δικαστικός λειτουργός ασκεί τα μη δικαστικά καθήκοντα που του έχουν
ανατεθεί με τρόπο ώστε να μην τίθεται υπό αμφισβήτηση η ανεξαρτησία και η αξιοπρέπειά του.
7. Εκφράζει πολιτικές, κοινωνικές, φιλοσοφικές, θρησκευτικές και λοιπές πεποιθήσεις, εντός και
εκτός δικαστηρίου, κατά τρόπο που αρμόζει στο λειτούργημά του και δεν κλονίζει την
εμπιστοσύνη της κοινωνίας στην ανεξαρτησία και αμεροληψία που διέπουν την άσκηση των
καθηκόντων του.
8. Ο δικαστικός λειτουργός αντιστέκεται σε κάθε άμεση ή έμμεση προσπάθεια, που εκδηλώνεται
εκτός της προβλεπόμενης από τον νόμο διαδικασίας και αποβλέπει στον επηρεασμό του, είτε
προέρχεται από τις άλλες δύο κρατικές εξουσίες ή άλλες μορφές εξουσίας ή επιρροής στην
κοινωνία ή τους διαδίκους, είτε ακόμα και από το δικαστικό σώμα. Όταν απειλείται η
ανεξαρτησία του, αναφέρεται στα αρμόδια θεσμικά όργανα.

Επεξηγήσεις-Καλές πρακτικές
α. Οι ασκούντες καθήκοντα διεύθυνσης, μέσω της ορθολογικής και αποτελεσματικής διοίκησης
του Δικαστηρίου, δημιουργούν τις κατάλληλες συνθήκες, ώστε οι δικαστικοί λειτουργοί να
μπορούν να επιτελούν τα καθήκοντά τους υπό καθεστώς ίσης μεταχείρισης και ανεξαρτησίας.
β. Μεριμνούν για τη δίκαιη κατανομή των υποθέσεων και γενικότερα των καθηκόντων επί τη
βάσει εκ των προτέρων καθοριζομένων αντικειμενικών και διαφανών κριτηρίων
. Η επίδειξη
εύνοιας προς ορισμένο δικαστικό λειτουργό μπορεί να θέσει εν αμφιβόλω την εσωτερική του
ανεξαρτησία.
γ. Στις συνθέσεις το δικαιοδοτικό έργο είναι προϊόν συλλογικής προσπάθειας, συνεργασίας και
αλληλοσεβασμού των διατυπούμενων απόψεων της πλειοψηφίας και της μειοψηφίας, οι οποίες
εκφράζονται με ελευθερία και ανεξαρτησία.
δ. Ο δικαστικός λειτουργός δεν επηρεάζεται από προσδοκίες επιδοκιμασίας ή πιθανότητες
αποδοκιμασίας
ούτε από τη δημοσιότητα, είτε ευνοϊκή είτε δυσμενή, σε σχέση τόσο με υποθέσεις
που χειρίζεται, όσο και με τη λειτουργία της Δικαιοσύνης γενικότερα.
ε. Η συμμετοχή του δικαστικού λειτουργού σε νομικά πρόσωπα ή ενώσεις προσώπων, καθώς και
η άσκηση ιδιωτικών δραστηριοτήτων δεν επιτρέπεται να επηρεάζει την ανεξαρτησία του.
στ. Ο δικαστικός λειτουργός ενημερώνεται εκ των προτέρων για τις εκδηλώσεις στις οποίες
καλείται να συμμετάσχει και λαμβάνει μέρος σε αυτές, εφόσον είναι συμβατές με τη δικαστική
ανεξαρτησία, την αξιοπρέπεια του λειτουργήματός του και τις γενικές αρχές που διέπουν την
άσκηση των καθηκόντων του.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ
ΑΜΕΡΟΛΗΨΙΑ

1. Ο δικαστικός λειτουργός εκτελεί τα δικαστικά του καθήκοντα χωρίς εύνοια, μεροληψία ή
προκατάληψη.

2. Κατά την άσκηση του δικαιοδοτικού έργου, η αμεροληψία αφορά τόσο τη διαδικασία της
δίκης όσο και τη λήψη της απόφασης.

3. Ο δικαστικός λειτουργός έχει επίγνωση της δυνητικής επίδρασης που μπορεί να έχουν οι
πεποιθήσεις του (πολιτικές, κοινωνικές, φιλοσοφικές, θρησκευτικές)
στην πρόσληψη των
γεγονότων κάθε υπόθεσης και στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου που τη διέπουν και
διαμορφώνει την κρίση του χωρίς να δεσμεύεται από αυτές.
4. Κατά τις δημόσιες συνεδριάσεις, τηρεί ίσες αποστάσεις φροντίζοντας να μην δημιουργεί την
εντύπωση ότι ευνοεί διάδικο ή ότι έχει διαμορφωμένη οριστική άποψη για την ενώπιόν του
υπόθεση.

5. Μεριμνά ώστε η συμπεριφορά του, εντός και εκτός δικαστηρίου, να διατηρεί και να ενισχύει
την εμπιστοσύνη της κοινωνίας, των προσώπων που ασκούν νομικά επαγγέλματα και των
διαδίκων, στην αμεροληψία τόσο του ιδίου όσο και του δικαστικού συστήματος. Την ίδια
μέριμνα επιδεικνύει και κατά την έκφραση των κάθε είδους πεποιθήσεών του.
6. Συμμετέχει στη δημόσια συζήτηση εκφράζοντας τις απόψεις του και είναι ανοιχτός στον
δημόσιο διάλογο. Κατά τη διατύπωση των απόψεών του, όμως, εκφράζεται με τη δέουσα, κατά
τις περιστάσεις, επιφύλαξη και διακριτικότητα ιδίως επί ζητημάτων που τίθενται σε εκκρεμείς
δίκες.

7. Φροντίζει να αποφεύγει οποιαδήποτε κατάσταση μπορεί να οδηγεί σε σύγκρουση προσωπικών
συμφερόντων ή να εκλαμβάνεται ευλόγως ως τέτοια.
8. Ο δικαστικός λειτουργός μεριμνά ώστε στην ιδιωτική του ζωή να μην τίθεται υπό
αμφισβήτηση η εικόνα της αμεροληψίας του ίδιου και της Δικαιοσύνης.

9. Επιδεικνύει τη δέουσα προσοχή προκειμένου να αποφεύγεται η εμπλοκή του σε καταστάσεις
και δραστηριότητες ικανές να δημιουργήσουν πραγματικό κίνδυνο να εξαιρεθεί από την άσκηση
των δικαιοδοτικών του καθηκόντων.

10. Θέτει υπόψη του προέδρου του οικείου σχηματισμού οποιαδήποτε κατάσταση ή σχέση θα
μπορούσε να δημιουργήσει την εντύπωση ότι δεν μπορεί να εκδικάσει την υπόθεση αμερόληπτα.

Επεξηγήσεις - καλές πρακτικές
α. Κατά τη δημόσια συνεδρίαση, φροντίζει να μην δημιουργεί, με τις ερωτήσεις και τις
αντιδράσεις του, στον διάδικο την αίσθηση άνισης μεταχείρισης, ούτε αφήνει να διαφαίνεται
διάθεση αποδοχής ή απόρριψης των απόψεων των πληρεξουσίων δικηγόρων και των
εκπροσώπων των δημοσίων αρχών, ούτε τις σχολιάζει κατά τρόπο που θέτει σε αμφισβήτηση την
αμεροληψία του.

β. Με τη συμπεριφορά του σε σχέση με κοινωνικές, πολιτικές, θρησκευτικές ή ιδεολογικές
ομάδες μεριμνά ώστε να μην κλονίζεται η εμπιστοσύνη της κοινωνίας στην αμερόληπτη άσκηση
των καθηκόντων του.
γ. Καταστάσεις ικανές να θέσουν υπό αμφισβήτηση την αμεροληψία του μπορεί να είναι:
i)
ιδιαίτερες προσωπικές ή συναλλακτικές σχέσεις του με παράγοντες της δίκης,
ii) ύπαρξη συμφέροντος του ιδίου ή των οικείων του στην έκβαση της διαφοράς,
iii) επαγγελματικές σχέσεις και δραστηριότητες των οικείων του,
iv) εμπλοκή του στην υπόθεση υπό άλλη ιδιότητα,
v) μη δικαστικά καθήκοντα ή άλλες ιδιωτικές του δραστηριότητες.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ
ΑΚΕΡΑΙΟΤΗΤΑ

1. Η συμπεριφορά του δικαστικού λειτουργού είναι αναγκαίο να επιβεβαιώνει την ικανότητά του
να ανταποκρίνεται στις υψηλές απαιτήσεις της θέσης του προκειμένου να ενισχύεται η
εμπιστοσύνη της κοινωνίας στην ακεραιότητα της Δικαιοσύνης. Προς τον σκοπό αυτό, ο
δικαστικός λειτουργός καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε η συμπεριφορά του να
θεωρείται άμεμπτη από τον μέσο συνετό πολίτη.
2. Επιδεικνύει εντιμότητα και αξιοπρέπεια, όχι μόνο κατά την άσκηση των καθηκόντων του,
αλλά και στη δημόσια και ιδιωτική ζωή του.
3. Αποφεύγει ενέργειες που δεν αρμόζουν στο κύρος του δικαστικού λειτουργήματος για να
επιτύχει τοποθέτηση, προαγωγή, ανάληψη διοικητικών καθηκόντων καθώς και επιλογή του σε
θέση εκτός του Δικαστηρίου.

4. Δεν εκμεταλλεύεται το κύρος της θέσης του για να αποκτά οφέλη ή να προωθεί συμφέροντα
προσωπικά, οικογενειακά ή τρίτων.
5. Διαχειρίζεται ορθολογικά τα μέσα που διατίθενται από την υπηρεσία για την άσκηση των
καθηκόντων του και εν γένει για τη λειτουργία του δικαστηρίου, με σεβασμό στους δημόσιους
πόρους.
6. Ο δικαστικός λειτουργός και τα μέλη της οικογένειάς του δεν αποδέχονται δώρα ή άλλα
πλεονεκτήματα, οποιασδήποτε μορφής, σε σχέση με πράξεις, παραλείψεις ή ενέργειες με αφορμή
την άσκηση των δικαστικών του καθηκόντων. Εκτός του πλαισίου των καθηκόντων αυτών, ο
δικαστικός λειτουργός μπορεί να αποδέχεται δώρα ή άλλα πλεονεκτήματα
, υπό την προϋπόθεση
ότι δεν δημιουργούν ή δεν είναι ικανά να δημιουργήσουν, υπό τις εκάστοτε περιστάσεις,
υπόνοιες μεροληψίας ή να κλονίσουν την εμπιστοσύνη στην ακεραιότητα και ανεξαρτησία του.
7. Ο δικαστικός λειτουργός τηρεί απαρεγκλίτως τη μυστικότητα των διασκέψεων, για τη
διασφάλιση της οποίας μεριμνά. Έχει υποχρέωση επαγγελματικής εχεμύθειας σε σχέση με
απόρρητες πληροφορίες ή προσωπικά δεδομένα που έχουν τεθεί υπόψη του στο πλαίσιο της
δίκης. Επιδεικνύει επαγγελματική διακριτικότητα σε σχέση με πληροφορίες που τίθενται υπόψη
του κατά την άσκηση των δικαστικών καθηκόντων του. Μεριμνά ώστε το προσωπικό που τον
επικουρεί να ακολουθεί την ίδια συμπεριφορά.

8. Μετά την αφυπηρέτησή του, ο δικαστικός λειτουργός επιδεικνύει συμπεριφορά συμβατή με το
κύρος της θέσης που κατείχε.
Επεξηγήσεις-Καλές πρακτικές
α. Πάγια και απαρέγκλιτη πρακτική συνιστά η μη αποδοχή εκ μέρους των δικαστικών
λειτουργών δώρων ή άλλων πλεονεκτημάτων σε σχέση ή επ’ ευκαιρία των υποθέσεων που
χειρίζονται. Η αποδοχή δώρου, φιλοξενίας ή προσφοράς γεύματος ή άλλου κατά περίπτωση
οφέλους που παρέχεται στον δικαστικό λειτουργό για λόγους εθιμοτυπικούς (όπως επ’ ευκαιρία
συμμετοχής σε συνέδρια, διαλέξεις, σεμινάρια ή άλλες δημόσιες εκδηλώσεις, ή εκπροσώπησης
του δικαστηρίου σε διεθνή fora), δεν δημιουργεί, κατ’ αρχήν, ζητήματα σχετικά με τις αρχές που
διέπουν τη συμπεριφορά του, εφ’ όσον δεν υπερβαίνουν σε αξία όρια γενικώς αποδεκτά.

β. Ο δικαστικός λειτουργός επιδεικνύει ιδιαίτερη προσοχή στην αποδοχή δώρων ή άλλων κατά
περίπτωση πλεονεκτημάτων που του προσφέρονται υπό την δικαστική του ιδιότητα, έστω και εάν
φαινομενικά δεν συνδέονται με την άσκηση των δικαστικών του καθηκόντων, λαμβάνοντας
υπόψη τις ειδικότερες περιστάσεις υπό τις οποίες δίδονται, ώστε να μην τίθεται σε κίνδυνο η
εικόνα αμεροληψίας και η ακεραιότητά του.
γ. Μετά την αφυπηρέτησή του, ο δικαστικός λειτουργός αποφεύγει να αναλαμβάνει, ως
σύμβουλος ή δικηγόρος, υποθέσεις στην εκδίκαση των οποίων είχε μετάσχει κατά την περίοδο
που ήταν εν ενεργεία ή υποθέσεις άμεσα σχετιζόμενες με αυτές.
Απέχει από ενέργειες που θα
μπορούσαν να δημιουργήσουν την εντύπωση ότι εκμεταλλεύεται πληροφορίες που απέκτησε
κατά το χρόνο που ήταν στην υπηρεσία. Δεν χρησιμοποιεί το κύρος της θέσης που κατείχε ή τις
γνωριμίες με δικαστικούς λειτουργούς ή το δικαστικό προσωπικό κατά τρόπο ώστε να τίθεται σε
πλεονεκτική θέση έναντι των λοιπών δικηγόρων ή να θέτει υπό αμφισβήτηση το κύρος και την
αμεροληψία των πρώην συναδέλφων του.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV
ΕΥΠΡΕΠΕΙΑ

1. Ο δικαστικός λειτουργός αποφεύγει συμπεριφορά που μπορεί να βλάψει την εικόνα της
Δικαιοσύνης, την εμπιστοσύνη και τον σεβασμό που η κοινωνία τρέφει στον θεσμό.
2. Μεριμνά η προσωπική, οικογενειακή και κοινωνική ζωή του να είναι αξιοπρεπής και να
συμβαδίζει με το κύρος της θέσης του.

3. Κατά την άσκηση των καθηκόντων του ο δικαστικός λειτουργός μεριμνά για την παράστασή
του, επιδεικνύει υπομονή, νηφαλιότητα, ευγένεια και συμπεριφέρεται με σεβασμό προς όλους.
4. Διευθύνει τη διαδικασία στο ακροατήριο με ηρεμία και σοβαρότητα, ακούει με προσοχή όλα
τα μέρη και αποφεύγει σχόλια και παρεμβάσεις άσχετες με την υπόθεση, καθώς και
παρατηρήσεις, εκφράσεις και χειρονομίες απαξιωτικές, προσβλητικές ή άστοχες.
Όταν
απαιτείται, επιδεικνύει αυστηρότητα στην επιβολή της τάξης, προκειμένου να διασφαλισθεί η
εύρυθμη εξέλιξη της διαδικασίας σε κλίμα ευπρέπειας, ισότητας και ευταξίας.

 
ΚΕΦΑΛΑΙΟ V
ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΝ

1. Κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ο δικαστικός λειτουργός τηρεί την αρχή της ίσης
μεταχείρισης
σύμφωνα με το Σύνταγμα, τις διεθνείς συμβάσεις και τον νόμο χωρίς να
επηρεάζεται από προδιαμορφωμένες απόψεις, στερεότυπα και προκαταλήψεις.

2. Έχει επίγνωση και κατανοεί την πολυμορφία της κοινωνίας και δεν αποδέχεται διακρίσεις
βασιζόμενες, μεταξύ άλλων, σε φύλο, φυλή, χρώμα, γλώσσα, θρησκεία, πολιτικές ή άλλες
πεποιθήσεις, εθνική ή κοινωνική προέλευση, σωματική και πνευματική ικανότητα, κατάσταση
υγείας, ηλικία, οικογενειακή κατάσταση, σεξουαλικό προσανατολισμό.
3. Καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να αποτρέπονται συμπεριφορές με
χαρακτήρα σεξιστικό, ρατσιστικό ή εν γένει δηλωτικό των προαναφερόμενων διακρίσεων.

4. Δεν συμμετέχει σε νομικό πρόσωπο ή ένωση προσώπων, που, εν γνώσει του, προβαίνει σε,
απαγορευμένες από το δίκαιο, διακρίσεις ούτε συμμετέχει σε εκδηλώσεις, δημόσιες ή ιδιωτικές,
που προωθούν τέτοιες διακρίσεις.
5. Αποκρούει τον μισαλλόδοξο λόγο και τη ρητορική μίσους σε όλες τις εκφάνσεις της δημόσιας
και ιδιωτικής του ζωής.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ

1. Ο δικαστικός λειτουργός έχει δικαίωμα και υποχρέωση να επιμορφώνεται, ώστε να διατηρεί
και εμπλουτίζει τις γνώσεις και δεξιότητες που είναι αναγκαίες για την αποτελεσματική άσκηση
των καθηκόντων του.
2. Ασκεί κατά προτεραιότητα τα δικαστικά καθήκοντα. Δεν αναλαμβάνει μη δικαστικά
καθήκοντα και ιδιωτικές δραστηριότητες που ενδέχεται να επηρεάζουν την επιμελή άσκηση των
δικαστικών καθηκόντων.
3. Ασκεί τα δικαστικά καθήκοντα με επιμέλεια και διεκπεραιώνει τις υποθέσεις που χειρίζεται σε
εύλογο χρόνο που είναι ανάλογος του βαθμού δυσκολίας κάθε υπόθεσης. Επιδεικνύει την δέουσα
προσοχή σε κάθε υπόθεση που χειρίζεται και συντάσσει αποφάσεις σαφείς, κατανοητές, λιτές και
τεκμηριωμένες.

4. Επιδεικνύει πνεύμα συνεργασίας, ομαδικότητας και συναδελφικότητας και συμβάλλει, με τη
συμπεριφορά και το έργο του, στην εύρυθμη λειτουργία της υπηρεσίας.
5. Οι ασκούντες καθήκοντα διεύθυνσης κατανοούν ότι η ορθολογική οργάνωση και λειτουργία
του Δικαστηρίου αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση ώστε να διασφαλίζεται το δικαίωμα όλων σε
δίκαιη δίκη. Προς τον σκοπό αυτό, ασκούν τα καθήκοντά τους βάσει των αρχών της νομιμότητας,
της αποτελεσματικότητας και της διαφάνειας που διέπουν τη λειτουργία μιας δημόσιας
υπηρεσίας.
6. Επιφυλάσσουν δίκαιη μεταχείριση, χωρίς να επιδεικνύουν εύνοια ή μεροληψία, σε όλους όσοι
βρίσκονται υπό τη διεύθυνσή τους και παρέχουν υποστήριξη και καθοδήγηση, όταν οι τελευταίοι
το ζητούν, στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

Καλές πρακτικές
α. Οι ασκούντες καθήκοντα διεύθυνσης ενθαρρύνουν και διευκολύνουν την επιμόρφωση των
δικαστικών λειτουργών, λαμβανομένων υπόψη των υπηρεσιακών αναγκών.
β. Ο δικαστικός λειτουργός χρησιμοποιεί τα μέσα της σύγχρονης τεχνολογίας που παρέχει η
υπηρεσία με σκοπό την αποτελεσματική άσκηση των καθηκόντων του και εκπαιδεύεται
κατάλληλα στη χρήση των μέσων αυτών.
γ. Οι ασκούντες καθήκοντα διεύθυνσης λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα για την ορθολογική
διαχείριση του όγκου των υποθέσεων, την αντιμετώπιση των καθυστερήσεων πριν από το στάδιο
της απόφασης και εν γένει για την εύρυθμη λειτουργία της υπηρεσίας.
δ. Συνιστάται για την αποτελεσματική λειτουργία του Δικαστηρίου ο ορθολογικός
προγραμματισμός των εργασιών και των αδειών των δικαστικών λειτουργών και του
προσωπικού, η οργάνωση τακτικών συναντήσεων με τους δικαστικούς λειτουργούς και το
προσωπικό και η διαρκής μέριμνα για την άμεση αντιμετώπιση των αναφυομένων προβλημάτων.
ε. Οι ασκούντες καθήκοντα διεύθυνσης διασφαλίζουν ότι η ανάθεση μη δικαστικών, και δη
αμειβόμενων, καθηκόντων γίνεται βάσει ανοιχτών και διαφανών διαδικασιών, ώστε να
παρέχονται ίσες ευκαιρίες, σε όλους όσοι διαθέτουν τα νόμιμα προσόντα, να εκδηλώσουν
ενδιαφέρον.

στ. Οι ασκούντες καθήκοντα διεύθυνσης λαμβάνουν υπόψη, κατά τη χρέωση των υποθέσεων και
γενικότερα κατά την ανάθεση δικαστικών καθηκόντων, ότι ο δικαστικός λειτουργός πρέπει να
έχει ελεύθερο χρόνο για την προσωπική του ζωή.

 
ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII
ΑΥΤΟΣΥΓΚΡΑΤΗΣΗ

1. Ο δικαστικός λειτουργός, όπως κάθε πολίτης, έχει το δικαίωμα να εκφράζει δημόσια τη γνώμη
του. Ασκεί το δικαίωμά του αυτό με σύνεση, μετριοπάθεια και διακριτικότητα, ώστε να μην
θίγεται το κύρος της Δικαιοσύνης και η εμπιστοσύνη της κοινωνίας στην ανεξαρτησία,
αμεροληψία και ακεραιότητα του θεσμού (αυτοσυγκράτηση).
2. Η αυτοσυγκράτηση του δικαστικού λειτουργού δεν τον καταδικάζει σε σιωπή. Αντιθέτως, εν
όψει του παιδευτικού ρόλου του στην επεξήγηση του δικαίου και της θέσης της Δικαιοσύνης στο
Κράτος Δικαίου
, ενθαρρύνεται η συμμετοχή του στον επιστημονικό διάλογο και τις
εκπαιδευτικές δραστηριότητες (αρθρογραφία, διαλέξεις, συνέδρια, επιμορφώσεις, διδασκαλία).
3. Αποφεύγει να σχολιάζει δημοσίως αποφάσεις του ιδίου ή συναδέλφων του, κατά τρόπο που
δεν συνάδει με το λειτούργημά του.

4. Αποφεύγει να απαντά ατομικά σε επιθέσεις κατά του ιδίου ή των αποφάσεών του από
οπουδήποτε και αν προέρχονται. Τα αρμόδια όργανα του Δικαστηρίου και η δικαστική ένωση
μπορεί να υποκαθιστούν τον δικαστικό λειτουργό που δέχεται επιθέσεις, μέσω ανακοινώσεων και
δημοσίων δηλώσεων.

5. Μετά την αφυπηρέτησή του ο δικαστικός λειτουργός επιδεικνύει αυτοσυγκράτηση στη
συμπεριφορά και τις δηλώσεις του σε σχέση με τις υποθέσεις που δικάσθηκαν από το Δικαστήριο
κατά την περίοδο που υπηρετούσε σε αυτό.
6. Μέσα κοινωνικής δικτύωσης: Η χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης από τον δικαστικό
λειτουργό ως ιδιώτη συνιστά έκφανση του δικαιώματος έκφρασης. Ο δικαστικός λειτουργός
επιδεικνύει ιδιαίτερη προσοχή όταν κάνει χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης λόγω της
διάρκειας των αναρτήσεων, ακόμη και αν διαγραφούν,
καθώς και της δυνατότητας ταχύτατης
διάδοσης σε ευρύτατο κύκλο προσώπων, ακόμη και αν αφορούν αναρτήσεις σε ιδιωτικό
‘προφίλ’.
Έχει, επίσης, επίγνωση των κινδύνων που ελλοχεύουν από τις τεχνολογικές
δυνατότητες ταυτοποίησης, διασταύρωσης, απεριόριστης διατήρησης και περαιτέρω
επεξεργασίας των δεδομένων περιεχομένου, αλλά και των δεδομένων επικοινωνίας του, από
εξουσιοδοτημένους ή μη εξουσιοδοτημένους τρίτους χωρίς τη συναίνεσή του. Για τους λόγους
αυτούς, κατά τη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης ο δικαστικός λειτουργός τηρεί τις
αρχές δεοντολογίας και τα πρότυπα συμπεριφοράς του παρόντος Χάρτη, ανεξαρτήτως εάν η
χρήση αυτή γίνεται με ή χωρίς δήλωση της δικαστικής ιδιότητας ή των στοιχείων της ταυτότητάς
του.

Επεξηγήσεις-Καλές πρακτικές
α. Στους κινδύνους από τη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης περιλαμβάνονται, ιδίως, η
έκθεση σε παρενόχληση, η αλίευση προσωπικών δεδομένων (phishing), οι εκβιασμoί, καθώς και
ο αυξημένος κίνδυνος υπονόμευσης της εικόνας του δικαστικού λειτουργού ατομικώς ή και του
συνόλου του δικαστικού σώματος λόγω της δημοσιοποίησης δεδομένων μέσω αναρτήσεων
(posts), δημοσιεύσεων, σχολίων, ετικετών (tags), ενδείξεων επιδοκιμασίας ή αποδοκιμασίας
(likes/dislikes), φωτογραφιών κ.λπ.
β. Ο δικαστικός λειτουργός προσέχει ιδιαιτέρως το περιεχόμενο της ανάρτησής του. Φροντίζει
για την περιοδική αναθεώρηση και εκκαθάριση των δραστηριοτήτων του [σχόλια, δημοσιεύσεις,
ετικέτες, likes, shares κ.λπ.].
Οι ενδείξεις επιδοκιμασίας, αποδοκιμασίας, ενδιαφέροντος (follow)
ή άρσης ενδιαφέροντος (unfollow) συνιστούν δημόσια διαδικτυακή επικοινωνία, η οποία ενέχει
σημαντικούς κινδύνους, επειδή δεν είναι πλήρης και «ζωντανή», περιορίζεται δε σε αόριστες
ενδείξεις, οι οποίες είναι δεκτικές παρερμηνειών και δημιουργίας εντυπώσεων δυνητικού
επηρεασμού του δικαστικού λειτουργού ή καταχρηστικής προώθησης συμφερόντων του ιδίου ή
τρίτων.
Συνιστάται στον δικαστικό λειτουργό να περιορίζει την πρόσβαση στον λογαριασμό του
σε περιορισμένο και αξιόπιστο κύκλο επαφών
, καθώς επίσης να αποκλείει την εύρεση του
λογαριασμού του στα αποτελέσματα των μηχανών αναζήτησης στο διαδίκτυο.

γ. Ελέγχει τα σχόλια στις αναρτήσεις του και διαγράφει αυτά που θεωρεί ως διαγραπτέα. Σκόπιμη
είναι η δήλωση αποποίησης ευθύνης για τα σχόλια των τρίτων (disclaimer) ή η αναφορά ότι τα
σχόλια απηχούν αποκλειστικά τη γνώμη του συντάκτη τους.

δ. Γνωρίζει και ελέγχει περιοδικά τις ρυθμίσεις προστασίας της ιδιωτικότητας στις πλατφόρμες
των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
ε. Μεριμνά, ώστε να μην συμπράττει, έστω και ακούσια, στη διάδοση ψευδών ειδήσεων και
καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να αποτρέπει τη διάδοση τέτοιων ειδήσεων.
στ. Οι διαδικτυακές «φιλίες» (friendships) ή άλλες διαδικτυακές σχέσεις και συνδέσεις (likes,
follows κ.λπ.) δεν εξομοιώνονται αναγκαία με τις φιλίες της πραγματικής ζωής. Υπό ορισμένες,
όμως, περιστάσεις μπορεί να δημιουργήσουν την εντύπωση επηρεασμού ή μεροληψίας του
δικαστικού λειτουργού.

 
ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII
ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ-ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

1. Η παροχή στο κοινό πληροφοριών σχετικά με το γενικότερο έργο του Δικαστηρίου, τον τρόπο
οργάνωσης και λειτουργίας του, καθώς και την πορεία εκκρεμών υποθέσεων ευρύτερου
ενδιαφέροντος
και η δημιουργία εν γένει συνθηκών φιλικών κατά την επικοινωνία του
Δικαστηρίου με τον πολίτη, ενισχύει τη διαφάνεια της Δικαιοσύνης και την εμπιστοσύνη της
κοινωνίας στον θεσμό και τους φορείς του.
2. Τα αρμόδια όργανα του Δικαστηρίου μεριμνούν για την παροχή των πληροφοριών αυτών,
μέσω της ιστοσελίδας του, των μέσων μαζικής ενημέρωσης ή με κάθε άλλο πρόσφορο μέσο.
3. Όταν δημοσιοποιούνται πληροφορίες σχετικά με εκκρεμείς ή περαιωμένες υποθέσεις
λαμβάνεται μέριμνα ώστε να μην θίγονται τα δικαιώματα των διαδίκων και να μην διακυβεύεται
η σύννομη διεξαγωγή των δικαστικών διαδικασιών.

Καλές πρακτικές
α. Ετήσιες εκθέσεις πεπραγμένων με περίληψη των γενικότερου ενδιαφέροντος αποφάσεων που
εκδόθηκαν, δημοσιευμένες στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου, συμβάλλουν στην ενημέρωση των
πολιτών για τον τρόπο λειτουργίας της Δικαιοσύνης, όπως επίσης και η δημοσίευση
πληροφοριών σχετικά με τον τρόπο πρόσβασης στη Δικαιοσύνη.
β. Πληροφορίες στα μέσα μαζικής ενημέρωσης σχετικά με εκκρεμείς υποθέσεις ή
δημοσιευθείσες αποφάσεις παρέχονται υπό την εποπτεία αρμόδιου δικαστικού λειτουργού.
γ. Λαμβάνεται μέριμνα ώστε οι δικαστικοί λειτουργοί να έχουν πρόσβαση σε επίκαιρη,
αποδελτιωμένη και ανωνυμοποιημένη, όπου απαιτείται, νομολογία του Συμβουλίου της
Επικρατείας στα ζητήματα της εξαίρεσης, της σύγκρουσης συμφερόντων και του πειθαρχικού
δικαίου.

δ. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ασκούντες νομικά επαγγέλματα, καθώς και οι πολίτες,
σχετικά με την πρόσβαση στο Δικαστήριο και τη λειτουργία του, λαμβάνονται υπόψη και
αξιολογούνται προς τον σκοπό της συνεχούς βελτίωσης της υπηρεσίας.


ΜΕΡΟΣ Β΄
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ

1. Οι δικαστικοί λειτουργοί του Συμβουλίου της Επικρατείας μπορούν να υποβάλλουν
ερωτήματα επί συγκεκριμένων ζητημάτων δεοντολογίας που αντιμετωπίζουν σε γνωμοδοτικό
συμβούλιο που λειτουργεί προς τον σκοπό αυτό. Ερωτήματα μπορούν να υποβάλλουν και
δικαστικοί λειτουργοί που έχουν αφυπηρετήσει, εάν αντιμετωπίζουν ζητήματα δεοντολογίας που
μπορεί να έχουν αντίκτυπο στο κύρος της Δικαιοσύνης.
2. Το συμβούλιο είναι τριμελές και συγκροτείται με απόφαση του Προέδρου του Συμβουλίου της
Επικρατείας.
Απαρτίζεται από έναν αντιπρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως πρόεδρο,
έναν Σύμβουλο της Επικρατείας, οι οποίοι ορίζονται με τους αναπληρωτές τους από την
Ολομέλεια, και έναν δικαστικό λειτουργό που υποδεικνύεται με τον αναπληρωτή του από την
Ένωση Δικαστικών Λειτουργών του Συμβουλίου της Επικρατείας. Τα μέλη ορίζονται με διετή
θητεία και έχουν υποχρέωση εχεμύθειας. Το συμβούλιο υποστηρίζεται γραμματειακά, σύμφωνα
με τα οριζόμενα στον Κανονισμό Λειτουργίας του Συμβουλίου της Επικρατείας.

3. Το συμβούλιο:
α) διατυπώνει γραπτές γνωμοδοτήσεις επί των ερωτημάτων που του υποβάλλονται σχετικά με
την εφαρμογή του Χάρτη,
β) εισηγείται στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας την επικαιροποίηση του Χάρτη,
γ) δημοσιοποιεί στο ΟΣΔΔΥ-ΔΔ ετήσια έκθεση πεπραγμένων, καθώς και τις γνωμοδοτήσεις που
εκδίδει, καταλλήλως ανωνυμοποιημένες και με τις αναγκαίες προσαρμογές ώστε να
διασφαλίζεται το απόρρητο των πληροφοριών που περιέχονται στα ερωτήματα.

δ) συμμετέχει σε διεθνή fora που αφορούν τη δεοντολογία των δικαστικών λειτουργών.
4. Οι γνωμοδοτήσεις δεν είναι δεσμευτικές. Οι θέσεις που διατυπώνει το συμβούλιο στις
γνωμοδοτήσεις του δεν μπορεί να αποτελέσουν αφορμή για να ασκηθεί πειθαρχική δίωξη κατά
του δικαστικού λειτουργού που υπέβαλε το ερώτημα ούτε να χρησιμοποιηθούν σε βάρος του σε
περίπτωση που έχει αρχίσει πειθαρχική διαδικασία.

5. Το συμβούλιο δεν εκφέρει γνώμη επί ζητημάτων που αποτελούν αντικείμενο εκκρεμών
διοικητικών ή δικαστικών διαδικασιών.






Σαρκαστικά

 


Σαρκαστικά 
 
Η εμβιότητα είναι πεπερασμένη
κι έτσι νιώσαμε καλά
κι εκείνοι καλύτερα
Αυτό το μαχαίρι ήταν προορισμένο
να σφάζει τις σάρκες της αδικίας
αλλά προσανατολίστηκε σε σώμα
αβίωτο
Εκείνα τα βράδια της καταχνιάς
φεγγοβολούσαν έρμαιες ερινύες
σαρκαστικά αποζητούσαν εκδίκηση
Και γω με μνήμη αποσχιστική
έμπηξα ένα "Μάταια"
για να δολοφονήσω την ασυδοσία
Έζησαν και αυτοί καλά
κι εκείνοι καλύτερα
Ισταμένη και καθήμενη

Must red-read

Sea

  Sea       To gaze— is to wait for hope, to lose myself among the masts. Yet the sea— returns the color of memory, casting it back in waves...