Τρίτη 30 Αυγούστου 2016

Μια εισαγγελική "διάταξη" που προκαλεί ή προκλήθηκε - Νο2

 

1/2016 ΔΙΑΤ ΕΙΣΕΦ ΕΥΒΟΙΑΣ

Έννοια μήνυσης και έγκλησης και διαφορά μεταξύ αυτών (άρ. 42 παρ. 1 και 46 παρ. 1 ΚΠΔ). Παθών πρόσωπο στην έγκληση θεωρείται ο φορέας του εννόμου αγαθού, καθ'ού στρέφεται η αξιόποινη πράξη. Στο ποινικό αδίκημα της παράβασης καθήκοντος (259 ΠΚ) υποκείμενο της οποίας μπορεί να είναι, πλην άλλων κρατικών λειτουργών, και δικαστικός λειτουργός, φορέας του προστατευόμενου έννομου αγαθού είναι αποκλειστικά η πολιτεία, προς το συμφέρον της οποίας και της κοινωνίας έχουν ταχθεί να υπηρετούν οι υπάλληλοι με την ομαλή και απρόσκοπτη διεξαγωγή της δημόσιας υπηρεσίας και τη λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών και όχι οιοσδήποτε τρίτος, η περιουσία του οποίου ή άλλο έννομον αγαθόν τούτου έχουν αποκλεισθεί ως προστατευτέα έννομα αγαθά από την παραπάνω διάταξη. Κατά συνέπεια, η από μέρους του τελευταίου, μη όντος ``αμέσου`` παθόντος, καταμήνυση της ως άνω αξιόποινης πράξης προς την Αρχή, δεν θεωρείται ως ``έγκληση`` κατά την έννοια της προπαρατιθέμενης διάταξης του άρθρου 46 παρ. 1 ΚΠΔ, αλλά ως ``μήνυση`` (άρθρ. 42 παρ. 1 ΚΠΔ) και η αντιμετώπισή της σε περίπτωση απόρριψης από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών, γίνεται αναλόγως με τα οριζόμενα στο άρθρο 43 παρ. 2 και όχι του άρθρου 47 παρ. 1-2 ΚΠΔ.

ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΔΙΕΥΘΥΝΟΝΤΑ ΤΗΝ ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑ ΠΡΩΤΟΔΙΚΩΝ ΘΗΒΩΝ ΚΑΙ ΔΙ’ΑΥΤΟΥ ΣΤΟΥΣ ΑΝΤΕΙΣΑΓΓΕΛΕΙΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΕΔΡΟ ΤΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΤΟΥ 

ΚΟΙΝ. : ΔΙΕΥΘΥΝΟΝΤΑ ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑ ΠΡΩΤΟΔΙΚΩΝ ΧΑΛΚΙΔΑΣ ΚΑΙ ΔΙ’ ΑΥΤΟΥ ΣΤΟΥΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΙΣ ΚΑΙ ΑΝΤΕΙΣΑΓΓΕΛΕΙΣ ΤΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΤΟΥ

Επειδή κατά τον έλεγχο των φακέλων προκαταρκτικής εξέτασης, διαπιστώσαμε ότι σε μερικές περιπτώσεις (όπως π.χ. στις με ΑΒΜ: Β 2014/216, Β 2015/102, Β 2014/215, Α2014/1159 και Α20-14/1764 της εισαγγελίας πρωτοδικών Θηβών), εκδώσατε Διατάξεις σύμφωνα με το άρθρο 47 παρ. 1 και 2 ΚΠΔ, αντί πράξεων αρχειοθέτησης του άρθρου 43 παρ. 2 ΚΠΔ, θεωρώντας ότι οι υπό κρίση μηνυτήριες ή καταγγελτήριες αναφορές, συνιστούν ``εγκλήσεις`` κατά την έννοια του άρθρου 46 παρ. 1 ΚΠΔ και όχι ``μηνύσεις`` κατά το άρθρο 42 παρ. 1 ΚΠΔ, σας γνωρίζουμε εν συνόψει τα ακόλουθα: Κατά την έννοια του μεν άρθρου 42 παρ. 1 ΚΠΔ, ως μήνυση θεωρείται, η από οποιονδήποτε ιδιώτη εκτός του αδικηθέντος προς την αρχή καταγγελία αξιόποινης πράξης εξ επαγγέλματος κατά τους ορισμούς του άρθρου 36 ιδίου Κώδικα, διωκομένης, του δε άρθρου 46 παρ. 1 (ιδίου Κώδικα) ως έγκληση, η από μέρους του παθόντος γενομένη καταγγελία αξιόποινης πράξης, είτε κατ'έγκληση κατά τους ορισμούς των άρθρων 117 και 118 του Ποινικού Κώδικα, είτε εξ επαγγέλματος διωκομένης (Χωραφάς, Ποινικόν Δίκαιον, έκδ. 9η (1978), τόμος Α`, σελ. 151 επ., Μπουρόπουλος, Ερμηνεία του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας έκδ. Β` Τόμος Α` σελ. 62 και 76, Ζησιάδης, Ποινική Δικονομία έκδ. Γ` (1977), τομ. Α` σελ. 325 και 333, υπ'αριθ. 123/2011 ΔιατΕισΕφΠειρ (Κ. Σοφουλάκη) ΤΝΠ Νόμος). Με το ως άνω άρθρο 36 ΚΠΔ καθιερώνεται η αρχή της αυτεπάγγελτης ποινικής δίωξης, η οποία, μη υποκείμενη σε τύπο, γίνεται, μόλις ο αρμόδιος εισαγγελέας πληροφορηθεί την τέλεση του εγκλήματος, είτε κατόπιν μήνυσης ή αναφοράς δημοσίας αρχής ή ιδιώτη (άρθρ. 37-40 και 42), είτε κατόπιν οιασδήποτε "άλλης ειδήσεως" όπως εξ ιδίων πληροφοριών ή ιδίας αντίληψης, από επιστολή ή και της κοινής φήμης, όταν, εννοείται, στην τελευταία αυτή περίπτωση έχει ο εισαγγελέας σοβαρούς λόγους να πιστεύει ότι τελέστηκε έγκλημα (Μπουρόπουλος, όπου ανωτ. σελ. 57), παθών εκ του οποίου, ειρήσθω, είναι παν πρόσωπον είτε νομικό είτε φυσικό, είτε ικανό προς καταλογισμό είτε ακαταλόγιστο, το οποίο είναι φορέας του εννόμου αγαθού, καθ'ού στρέφεται η πράξη (ΟλΑΠ 336/1959, ΠοινΧρ1960, 155, ΑΠ 1946/2010, ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 870/2004, ΠοινΧρ2005, 411, Χωραφάς, όπου ανωτ., Μπουρόπουλος, Ερμ.ΚΠοιν Δ, σ.313, Μπέκας, ΣυστΕρμΠΚ, αρ. 118). Εξάλλου, κατά μεν το άρθρο 43 παρ. 2 ΚΠΔ, αν η μήνυση ή η αναφορά δεν στηρίζεται στο νόμο ή είναι προφανώς αβάσιμη στην ουσία της ή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών την θέτει στο αρχείο και υποβάλλοντας τη δικογραφία στον Εισαγγελέα Εφετών αναφέρει σε αυτόν τους λόγους για τους οποίους δεν άσκησε την ποινική δίωξη, κατά δε το άρθρο 47 παρ. 1 ΚΠΔ, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών εξετάζει την έγκληση που έλαβε και αν κρίνει ότι αυτή δεν στηρίζεται στο νόμο ή είναι προφανώς αβάσιμη στην ουσία της ή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης την απορρίπτει με διάταξη, η οποία περιλαμβάνει συνοπτική αιτιολογία. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 259 ΠΚ, υπάλληλος που με πρόθεση παραβαίνει τα καθήκοντα της υπηρεσίας του με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, αν η πράξη αυτή δεν τιμωρείται με άλλη ποινική διάταξη. Το έννομο αγαθό που προστατεύει η ανωτέρω ποινική διάταξη, υποκείμενο της οποίας μπορεί να είναι, πλην άλλων κρατικών λειτουργών και δικαστής (ΟλΑΠ 7/2008, ΤΝΠ ΔΣΑ), είναι η ομαλή και απρόσκοπτη διεξαγωγή της δημόσιας υπηρεσίας και η λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών αποκλειστικά προς το συμφέρον της πολιτείας και κοινωνίας, που έχουν ταχθεί να υπηρετούν οι υπάλληλοι, με χρηστότητα και καθαρότητα (βλ.ΟλΑΠ7/2008, ό.π., ΟλΑΠ 262/1961 ΤΝΠ Νόμος, Μπουρόπουλος, Ερμηνεία του Ποινικού Κώδικος, Ειδικόν Μέρος, β΄τεύχ. 1962, σελ.386, Γάφος, Ποινικόν Δίκαιον, Ειδικόν Μέρος Γ΄τευχ., 1961, σελ. 87, Ψαρούδα -Μπενάκη, «Τα αξιολογικά στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος», 1971, σελ. 236, Δέδες, Ποινικόν Δίκαιον, Ειδικόν Μέρος, Εγκλήματα περί την υπηρεσίαν, 1983, Μανωλεδάκης Ι. «Η διαλεκτική έννοια των εννόμων αγαθών», σελ. 87). Φορέας επομένως του προστατευόμενου εννόμου αγαθού στο συγκεκριμένο έγκλημα, είναι η πολιτεία και όχι οιοσδήποτε τρίτος, η περιουσία του οποίου ή άλλο έννομον αγαθόν τούτου έχουν αποκλεισθεί ως προστατευτέα έννομα αγαθά στη διάταξη του άρθρου 259 ΠΚ (Ψαρούδα-Μπενάκη, ό.π.), με συνέπεια, η από μέρους του τελευταίου, μη όντος ``αμέσου`` παθόντος, καταμήνυση της ως άνω αξιόποινης πράξης προς την Αρχή να μην θεωρείται ως ``έγκληση`` κατά την έννοια της προπαρατιθέμενης διάταξης του άρθρου 46 παρ. 1 ΚΠΔ, αλλά ως ``μήνυση``(άρθρ. 42 παρ. 1 ΚΠΔ) και η αντιμετώπισή της να γίνεται αναλόγως με τα οριζόμενα στο άρθρο 43 παρ. 2 ΚΠΔ. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω, μηνυτήριες αναφορές κατά δικαστικών λειτουργών για παράβαση της διάταξης του άρθρου 259 ΠΚ, ως οι, στην αρχή της παρούσας αναφερόμενες περιπτώσεις, που στρέφονται συλλήβδην κατά δικαστικών λειτουργών του Πρωτοδικείου Χαλκίδας, φέρουν τον χαρακτήρα ``μηνύσεων`` του άρθρου 42 παρ. 1 ΚΠΔ και ουχί ``εγκλήσεων`` του άρθρου 46 παρ. 1 ΚΠΔ και δέον, συντρεχούσης περιπτώσεως, να ακολουθείται εφεξής, η ορθή και ενδεδειγμένη διαδικασία αρχειοθέτησής τους που προβλέπεται στην παρ. 2 του άρθρου 43 ΚΠΔ. 

Ο ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΕΦΕΤΩΝ ΛΑΜΠΡΟΣ ΣΟΦΟΥΛΑΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΕΦΕΤΩΝ

Τετάρτη 24 Αυγούστου 2016

Μια εισαγγελική διάταξη που προκαλεί ή προκλήθηκε


Έχουν οι δικαστές ανάγκη τέτοιας 

mot a mot 

επίδειξης εξουσίας;

 
 3/2016 ΔΙΑΤΑΞΗ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΕΦΕΤΩΝ ΕΥΒΟΙΑΣ

Προσφυγή κατά κλητηρίου θεσπίσματος. Συνιστά οιονεί ένδικο μέσο. Αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος της ψευδούς καταμήνυσης (άρθ. 229 παρ. 1 ΠΚ). Για την ύπαρξη αιτιολογίας του υποκειμενικού στοιχείου, δεν είναι αναγκαία η παράθεση άλλων, σχετικών με τη γνώση των ψευδών περιστατικών της καταμήνυσης, αν ο καταμηνύων γνώριζε αναγκαίως την πραγματική κατάσταση από προσωπική του αντίληψη. Το ως άνω έγκλημα, είναι τετελεσμένο μόλις περιέλθει η μήνυση στην αρχή ή γίνει ανακοίνωση σ’αυτήν, ανεξάρτητα εάν στη συνέχεια ασκήθηκε ή όχι ποινική δίωξη κατά του μηνυομένου ή εκινήθη από την αρχή η διαδικασία της ποινικής δίωξης, αρκεί να είναι δυνατή η δίωξη (ποινική ή πειθαρχική) του μηνυομένου. Για την ψευδή καταμήνυση είναι νομικά αδιάφορο αν απαλλάχθηκε ο καταμηνυθείς. Η γνώση της ψευδότητας των καταγγελλομένων και σκοπός της καταδίωξης των μηνυομένων δικαστικών λειτουργών, προκύπτει ανενδοίαστα τόσον εκ του αδιάκοπου ρυθμού των εναντίον τους προπετών μηνύσεων που υποβάλλει η προσφεύγουσα, αφού επί απορρίψεως των πρώτων ως προφανώς αβασίμων, επανέρχεται εκ νέου με άλλες ανακυκλώνοντας τις αυτές κατ'ουσίαν αιτιάσεις, όσον και του αδιακρίτου της άσκησης τούτων.

Ο Εισαγγελέας Εφετών Ευβοίας Αφού λάβαμε υπόψη την υπ'αριθμ. 1/21-3-2016 Προσφυγή της ..... του ..... , κατοίκου Χαλκίδας, κατά του υπ. αριθμ. ..... κλητηρίου θεσπίσματος του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Χαλκίδας, με το οποίο παραπέμπεται με απευθείας κλήση στο ακροατήριο του Α’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χαλκίδας κατά τη δικάσιμο της 20-4-2016 για να δικασθεί για τις αξιόποινες πράξεις της ψευδούς καταμήνυσης κατά συρροή και ψευδορκίας μάρτυρα (άρθρα 94 παρ. 1-2, 229 παρ. 1, 224 παρ. 2-1 ΠΚ), τις οποίες φέρεται ότι τέλεσε στη Χαλκίδα στις 1-7-2011 και 1-8-2012, εις βάρος των τότε αντεισαγγελέων πρωτοδικών Χαλκίδας, ....... ....... και ........... . Ι. Κατά το άρθρο 322 παρ. 1 ΚΠΔ, όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 33 παρ. 3 του νόμου 4055/2012 και την εν συνεχεία προσθήκη γ΄ εδαφίου μετά το εδάφιο β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 322, με το άρθρο 93 παρ. 2Β Ν. 4139/20-03-2012, ο κατηγορούμενος που κλητεύθηκε απευθείας με κλητήριο θέσπισμα στο ακροατήριο του τριμελούς πλημμελειοδικείου έχει δικαίωμα, αφού ενημερωθεί για την προανάκριση, να προσφύγει στον αρμόδιο εισαγγελέα εφετών μέσα σε δέκα ημέρες από την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος, και η προθεσμία δεν παρεκτείνεται εξαιτίας της απόστασης. Γι'αυτήν την προσφυγή συντάσσεται έκθεση ενώπιον του γραμματέα της εισαγγελίας πρωτοδικών ή του γραμματέα του ειρηνοδικείου της διαμονής του, ο οποίος έχει υποχρέωση να το αναφέρει τηλεγραφικά στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών υποβάλλοντας ταυτόχρονα την έκθεση που συντάχθηκε. Ο προσφεύγων υποχρεούται να καταθέσει παράβολο υπέρ του Δημοσίου ποσού τριακοσίων (300) ευρώ. Το ύψος του ποσού αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Αν δεν κατατεθεί το παράβολο, η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη από τον εισαγγελέα εφετών. Σε περίπτωση που ο εισαγγελέας εφετών κάνει δεκτή την προσφυγή διατάσσει και την επιστροφή του παραβόλου στον καταθέσαντα αυτό. Σε περίπτωση που η προσφυγή ασκείται από περισσότερους κατηγορουμένους, κατατίθεται μόνο ένα παράβολο. Εξάλλου, κατά την παράγραφο 2 του αυτού ως άνω άρθρου 322 ΚΠΔ, ο εισαγγελέας των εφετών έχει υποχρέωση να αποφασίσει μέσα σε δέκα ημέρες από τότε που θα φτάσει σ'αυτόν η έκθεση προσφυγής, απορρίπτοντας την προσφυγή ή διατάσσοντας προανάκριση ή και συμπλήρωση της προανάκρισης που προηγήθηκε, μετά την ολοκλήρωση της οποίας, ο εισαγγελέας εφετών ή απορρίπτει την προσφυγή ή διατάσσει την υποβολή της υπόθεσης στο δικαστικό συμβούλιο. Μπορεί επίσης να διατάξει την ενέργεια κυρίας ανάκρισης, μετά την ολοκλήρωση της οποίας εφαρμόζονται όσα προβλέπονται στο άρθρο 308 παρ. 3, χωρίς να επιτρέπεται όμως νέα προσφυγή. Η διάταξη του εισαγγελέα εφετών που απορρίπτει την προσφυγή επιδίδεται στον κατηγορούμενο σύμφωνα με τα άρθρα 155 κ.ε. ΚΠΔ. Αν από την επίδοση έως τη δικάσιμο που ορίστηκε αρχικά μεσολαβεί τουλάχιστον το μισό της προθεσμίας που χρειάζεται για την κλήτευση, ο κατηγορούμενος έχει υποχρέωση να εμφανιστεί σ'αυτήν για να δικαστεί χωρίς άλλη κλήτευση. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων με εκείνες των άρθρων 307 και 320 ΚΠΔ προκύπτει, ότι η προσφυγή κατά του κλητηρίου θεσπίσματος αποτελεί ειδικό ένδικο μέσο (ΟλΑΠ 1345/1988 ΠοινΧρΠΧ ΛΘ’ 311, ΑΠ 953/2002, ΠοινΔικ 2002, 2010), επί του οποίου αποφαίνεται ο ιεραρχικά ανώτερος του παραπέμψαντος εισαγγελέας, το οποίο σκοπό έχει την ανατροπή της παραπομπής στο ακροατήριο, δηλαδή της κρίσης του αρμόδιου Εισαγγελέα ότι συντρέχουν οι προς τούτο ουσιαστικές προϋποθέσεις (σοβαρές [επαρκείς] ενδείξεις ενοχής). ΙΙ. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το προσβαλλόμενο κλητήριο θέσπισμα επιδόθηκε στην κατηγορούμενη στις 9-3-2016 και αυτή άσκησε ενώπιον του Γραμματέως της εισαγγελίας πρωτοδικών Χαλκίδας την υπό κρίση προσφυγή της στις 21-3-2016, δηλ. εντός της προθεσμίας των δέκα ημερών, (οι δύο τελευταίες ημέρες είναι εξαιρετέες [Σάββατο-Κυριακή]), επικαλούμενη εσφαλμένη εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού και καταθέτοντας συγχρόνως το απαιτούμενο υπέρ του Δημοσίου παράβολο των τριακοσίων (300) ευρώ. Κατά συνέπεια, η προσφυγή, είναι τυπικά παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ'ουσίαν. III. Με το προσβαλλόμενο κλητήριο θέσπισμα αποδίδεται στην κατηγορούμενη, ότι στη Χαλκίδα Ευβοίας, την 7η-7-2011 και την 1η-8-2012, με περισσότερες πράξεις τέλεσε περισσότερα εγκλήματα που τιμωρούνται κατά το νόμο με πρόσκαιρες στερητικές της ελευθερίας ποινές. Ειδικότερα: Α) Στον ανωτέρω τόπο και χρόνους, εν γνώσει της καταμήνυσε άλλον ψευδώς ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη, με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι' αυτήν. Συγκεκριμένα, την 7η-7-2011 αφού εμφανίστηκε ενώπιον του αρμόδιου για την εγχείριση εγκλήσεων, Εισαγγελέα και Γραμματέα της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Χαλκίδας, κατέθεσε την από 7-7-2011 με Α.Β.Μ. Α 11/2377 έγκλησή της, μεταγενέστερα δε, την 1η-8-2012, αφού εμφανίστηκε ενώπιον του αρμόδιου Πταισματοδίκη Χαλκίδας, επιβεβαίωσε την από 7η-7-2011 μήνυσή της, καταμηνύοντας περαιτέρω ενώπιον της ανωτέρω αρχής μεταξύ άλλων και τους κάτωθι: ι) τον Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών ........... , ότι τέλεσε σε βάρος της την αξιόποινη πράξη της παράβασης καθήκοντος και ειδικότερα τον καταμήνυσε επί λέξει για τα εξής: «...Συγκεκριμένα ζητώ την ποινική δίωξη του Εισαγγελικού Λειτουργού κ. ............., ο οποίος με μήνυση, η οποία είχε ήδη αρχειοθετηθεί με διάταξη Εισαγγελέα από τις 17.5.10 σχημάτισε τη δικογραφία 208/68 για την οποία παραπέμφθηκα στο ακροατήριο του Β` Μονομελούς Πλημ/κείου Χαλκίδας. Όλοι οι συγκεκριμένοι υπάλληλοι καθώς και ο κ. ........... παρείχαν συνδρομή (με τις ενέργειές τους) στον Αρχ/κα ................ και τον βοηθούσαν τόσο στην ποινική καθώς και στην υπηρεσιακή του κατάσταση», 2) την Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών .............. , ότι τέλεσε σε βάρος της την αξιόποινη πράξη της παράβασης καθήκοντος και ειδικότερα την καταμήνυσε επί λέξει για τα εξής: «....Ακόμη ζητώ την ποινική δίωξη της Εισαγγελικής Λειτουργού ............... και σας παραπέμπω σε όσα αναλυτικά λέω στη μήνυσή μου για τις δικογραφίες τις οποίες είχε χρεωθεί και η συγκεκριμένη Εισαγγελέας είχε δημιουργήσει και στο παρελθόν πρόβλημα. Για το λόγο αυτό είχα κάνει αναφορά στο Υπουργείο και σας προσκομίζω και το συγκεκριμένο έγγραφο. Η κ. ......... παρείχε συνδρομή επίσης στον Αρχ/κα .................... με τις ενέργειες, τη συμπεριφορά της και στους αστυνομικούς που αναφέρονται στη δικογραφία Ζ08/287...’’, 3) τον Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών ................. , ότι τέλεσε σε βάρος της την αξιόποινη πράξη της παράβασης καθήκοντος και ειδικότερα τον καταμήνυσε επί λέξει για τα εξής: «...Επίσης ζητώ την ποινική δίωξη των Εισαγγελέων........και .......... , οι οποίοι επί χρόνια είχαν εις χείρας τους τη δικογραφία H09/308 και η οποία έχει πάει δύο φορές στην κ. ...... , Πταισματοδίκη Χαλκίδας, έχει επιστρέψει στην Εισαγγελία χωρίς κάποια εξέλιξη και προ μηνός ενημερώθηκα ότι τη συγκεκριμένη περίοδο βρίσκεται στην Εισαγγελία και έχει χρεωθεί σε συγκεκριμένη Εισαγγελέα....», 4) τον Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών ........................ , ότι τέλεσε σε βάρος της την αξιόποινη πράξη της παράβασης καθήκοντος και ειδικότερα τον καταμήνυσε επί λέξει για τα εξής: «...Επίσης ζητώ την ποινική δίωξη των Εισαγγελέων ............ και…....., οι οποίοι επί χρόνια είχαν εις χείρας τους τη δικογραφία H09/308 και η οποία έχει πάει δύο φορές στην κ. ............ , Πταισματοδίκη Χαλκίδας, έχει επιστρέψει στην Εισαγγελία χωρίς κάποια εξέλιξη και προ μηνός ενημερώθηκα ότι τη συγκεκριμένη περίοδο βρίσκεται στην Εισαγγελία και έχει χρεωθεί σε συγκεκριμένη Εισαγγελέα. Επίσης ζητώ την ποινική δίωξη του κ. ............ (εκ παραδρομής γίνεται αναφορά σε .............) και για τους λόγους που αναφέρονται στη μήνυσή μου και επίσης γιατί στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο ο κ. ..................... (εκ παραδρομής γίνεται αναφορά σε .................) εκτός από την Η09/308 είχε και την Η08/1235 σχετικά με την οποία αθώωσε όλους του κατ/νους χωρίς να θεμελιώσει την αθώωσή τους...». Η αλήθεια, όμως, την οποία γνώριζε η κατηγορουμένη, ήταν ότι όλα τα παραπάνω ήταν ψευδή, καθώς ουδέποτε οι ως άνω μηνυόμενοι τέλεσαν την καταγγελλόμενη αξιόποινη πράξη της παράβασης καθήκοντος, εκδοθείσας προς τούτο της από 16.10.2013 και με αριθμό 354/2013 Διάταξης του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Χαλκίδας περί της εν μέρει απόρριψης της εγκλήσεως, όσον αφορά τους ως άνω Εισαγγελικούς λειτουργούς, σκοπός δε της κατηγορουμένης ήταν να προκαλέσει την καταδίωξή τους για τις πράξεις αυτές. Β) Στον ανωτέρω τόπο και χρόνους, εξεταζόμενη ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση, κατέθεσε εν γνώσει της ψέματα και συγκεκριμένα εξεταζόμενη ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αφενός του αρμόδιου για την εγχείριση εγκλήσεων, Εισαγγελέα και Γραμματέα της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Χαλκίδας και αφετέρου του αρμόδιου Πταισματοδίκη Χαλκίδας, ήτοι ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση, επιβεβαίωσε το περιεχόμενο της ως άνω (υπό στοιχείο κατηγορητηρίου «Α») από 7-7-2011 και 1-8-2012 έγκλησής της, αν και γνώριζε ότι όλα τα διαλαμβανόμενα σ'αυτήν για τους ανωτέρω μηνυόμενους ήταν ψευδή, σύμφωνα με τα ανωτέρω (υπό στοιχείο κατηγορητηρίου «Α») αναλυτικώς αναφερθέντα. Ήτοι για παράβαση των άρθρων 1, 14, 16, 17, 18 εδ. β`, 26 παρ. 1 εδ. α`, 27, 51, 53, 57, 63, 79, 83, 94 παρ. 1, 2 224 παρ. 2-1, 227 παρ. 1 και 229 παρ. 1 ΠΚ. IV. Κατά τη διάταξη του άρθρου 229 παρ. 1ΠΚ, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους τιμωρείται όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι’αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι’αυτήν. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του υπ’αυτής προβλεπομένου εγκλήματος της ψευδούς καταμηνύσεως απαιτείται να έγινε μήνυση ή ανακοίνωση με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχή ότι τελέστηκε από άλλον αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση, το περιεχόμενο της μηνύσεως ή ανακοινώσεως να είναι αντικειμενικώς ψευδές και ο μηνύσας ή ανακοινώσας να είχε γνώση ότι είναι ψευδές και να έκανε τη μήνυση ή ανακοίνωση με σκοπό να προκληθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη σε βάρος εκείνου που καταμηνύεται, χωρίς να απαιτείται και πραγμάτωση του σκοπού αυτού. (ΑΠ 241/2015, ΑΠ 554/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για την ύπαρξη αιτιολογίας του υποκειμενικού στοιχείου, δεν είναι αναγκαία η παράθεση άλλων, σχετικών με τη γνώση αυτή περιστατικών, αν ο καταμηνύων γνώριζε αναγκαίως την πραγματική κατάσταση από προσωπική του αντίληψη (ΑΠ 430/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το ως άνω έγκλημα, είναι τετελεσμένο μόλις περιέλθει η μήνυση στην αρχή ή γίνει ανακοίνωση σ’αυτήν, ανεξάρτητα εάν στη συνέχεια ασκήθηκε ή όχι ποινική δίωξη κατά του μηνυομένου ή εκινήθη υπό της αρχής η διαδικασία της ποινικής δίωξης, αρκεί να είναι δυνατή η δίωξη του μηνυομένου (ΑΠ 555/2015, 587/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά το άρθρο 224 παρ. 2 ΠΚ, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους τιμωρείται όποιος ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση αρχής ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα, απαιτείται ο μάρτυρας να καταθέσει ενόρκως, ενώπιον αρχής που είναι αρμόδια για την ένορκη εξέτασή του, τα πραγματικά περιστατικά που κατέθεσε να είναι ψευδή και να υπάρχει άμεσος δόλος, ο οποίος συνίσταται στη γνώση αυτού, ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή ή ότι έχει γνώση των αληθινών, αλλά σκοπίμως τα αποκρύπτει ή αρνείται να τα καταθέσει (ΑΠ 241/2015, ΑΠ 554/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). V. Από τα συλλεγέντα στοιχεία της προκαταρκτικής εξέτασης, προκύπτουν τα ακόλουθα: Η εγκαλούσα - προσφεύγουσα, υπέβαλε στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών Χαλκίδας την από 07- 07-2011 μήνυσή της κατά των εκεί αναφερομένων προσώπων μεταξύ των οποίων και των διαλαμβανομένων στο πληττόμενο με αριθμό .......... κλητήριο θέσπισμα αντεισαγγελέων πρωτοδικών, ........... και .......... , για το αδίκημα της παράβασης καθήκοντος (259 ΠΚ), η οποία μετά τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης απερρίφθη ως προς αυτούς κατ'άρθρον 47 παρ. 1 ΚΠΔ, ως προφανώς αβάσιμη στην ουσία της με την υπ. αριθμ. 354/2013 διάταξη της εισαγγελέως πλημμελειοδικών Χαλκίδας, ενώ για τη δικαστική υπάλληλο .................. και τους αστυνομικούς ....... και ........ , εξήχθησαν αντίγραφα προς έλεγχο εκκρεμοδικίας και τυχόν συσχέτισή τους σε άλλη συναφή. Κατά της διάταξης αυτής, η εγκαλούσα δεν άσκησε προσφυγή επισημαίνουσα τυχόν εμφιλοχωρήσαντα δικαστικά σφάλματα ή νομικές πλημμέλειες, λόγος για τον οποίο άλλωστε προβλέπεται υπό το κράτος του ισχύοντος Συντάγματος ο δεύτερος βαθμός δικαιοδοσίας και η προσφυγή στα ανώτατα-ακυρωτικά δικαστήρια ή τον εισαγγελέα κατά περίπτωση, οπότε απέκτησε ισχύ οιονεί δεδικασμένου για τα όσα απεδέχθη (ΑΠ 995/2004, ΠΧ ΝΕ’ 730, ΑΠ 2004/2002, αδημ.). Πέραν τούτου, από την επισκόπηση του περιεχομένου της, προκύπτει, η “mot a mot” (λέξη προς λέξη) αντίκρουση μιάς εκάστης αιτίασης της ανωτέρω καθ’ενός εκάστου εκ των μηνυομένων εισαγγελικών λειτουργών κατά τρόπο μάλιστα αποστομωτικό, ώστε να θεωρείται αναμφίβολα εκ της προδήλου αναληθείας των καταγγελλομένων της, ότι αυτή τελούσε σε γνώση αυτών και κινήθηκε οπισθόβουλα για να προκαλέσει την ποινική ή πειθαρχική τους δίωξη, ασχέτως αν τελικά πέτυχε το σκοπό της (ΑΠ 555/2015, 587/2015, ο.π.), διαπράττοντας ούτω με πρόθεση και σε βαθμό σοβαρών τουλάχιστον ενδείξεων ενοχής (ΟλΑΠ 9/2001, ΠΧ ΝΑ’ 788) τα αποδιδόμενα σ'αυτή εγκλήματα της ψευδούς καταμήνυσης κατά συρροή και ψευδορκίας μάρτυρα που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις αναλυθείσες διατάξεις των άρθρων 94 παρ. 1-2, 229 παρ. 1, 224 παρ. 2-1 ΠΚ. Πρόκειται και εδώ για επιλεγείσα από την προαναφερόμενη τακτική, την οποία μετέρχεται επί σειρά ετών σε όλες τις υποθέσεις της, με τη συνδρομή βεβαίως των όπισθεν αυτής κρυπτομένων συνεργών της, που δεν στοχεύει απλώς στην παρέλκυση της διαδικασίας και στην αδρανοποίηση των μηχανισμών της δικαιοσύνης, με την υποβολή αλυσιδωτών αιτήσεων εξαιρέσεως κατά του συνόλου σχεδόν των υπηρετούντων στην εφετειακή περιφέρεια δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών πρώτου και δευτέρου βαθμού, αλλά αποβλέπει ευθέως και ανενδοιάστως στην καταδίωξή τους και επέκεινα στο διασυρμό και την καταρράκωση της υπόληψής τους προς κάμψη του σθένους τους και αποφυγή του τιμίου ελέγχου. Διότι ευθύς μετά την απόρριψη των άνω αιτήσεων, ή μηνύσεών της (ως εν προκειμένω), επιτίθεται εκ νέου κατά των κριτών αυτών, με υποβολή ψευδών και χαλκευμένων μηνύσεων και αναφορών, ωσάν άπαντες να έχουν συνασπισθεί κατ'αυτής, και επί νομίμου απορρίψεως και των τελευταίων αυτών από μέρους ανωτέρων δικαστικών οργάνων, με το ίδιο και περισσότερο μένος και υστερία τα αυτά επαναλαμβάνει και κατ΄ εκείνων, διαστρέφοντας σκοπίμως το αληθινό, και ανακυκλώνοντας μονίμως μια ατέρμονη διαδικασία, στοιχείο που καταδεικνύει περίτρανα, τόσο την ενδιάθετη βούληση (άμεσο δόλο) που περιλαμβάνει, ως προελέχθη, τη σαφή γνώση, ότι οι καταμηνύσεις της είναι ψευδείς, όσο και την προαναφερόμενη επιδίωξη πρόκλησης δίωξης των μηνυομένων (ΑΠ 72/2015, ΑΠ 430/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για να επιτύχει δε την “manumilitari” επιβολή της δικής της άποψης που συμπίπτει κατά κανόνα με τα προσωπικά της συμφέροντα, δεν ορρωδεί έναντι ουδενός ποινικού κανόνος ή οιουδήποτε άλλου ηθικού φραγμού ή αναστολής, αδιαφορώντας προκλητικά και ανερυθρίαστα για τις ποινικές συνέπειες των τελουμένων κατά συρροή από μέρους της αξιοποίνων πράξεων κατά των ως άνω λειτουργών του κράτους, γεγονός που προκύπτει, τόσον εκ του καταιγιστικού ρυθμού των εναντίον τους προπετών καταγγελιών, όσον και του αδιακρίτου της άσκησης τούτων. Αλλά, “ταις γεμούσαις πονηρών επιθυμιών ψυχαίς ουδέν έστι άλλον φάρμακον πλην νόμος’’ υπενθυμίζει ο Ισοκράτης. Ώστε, όχι μόνον δεν ευρίσκουν κανένα απολύτως νομικό και ουσιαστικό έρεισμα οι στην προσφυγή διαλαμβανόμενες αιτιάσεις της, αλλά επιρρωνύουν τα μάλλα τις προηγούμενες διαπιστώσεις μας, καθόσον, κατά τα ως άνω πρότυπα της σοφιστείας και στρεψοδικίας: α) ασκεί την παρούσα προσφυγή κατά του κλητηρίου θεσπίσματος ενώπιον του εισαγγελέα εφετών Ευβοίας, αλλά ταυτοχρόνως την ίδια ημερομηνία (21-3-2016) υποβάλλει προδήλως αόριστη και νόμω απαράδεκτη αίτηση εξαίρεσης κατ'αμφοτέρων των υπηρετούντων εισαγγελικών λειτουργών στην εισαγγελία εφετών (βλ. υπ. αριθμ. 19 και 20/2016 βουλεύματα του συμβουλίου εφετών), με προφανή σκοπό να παραλύσει τη διαδικασία προς αποφυγή των συνεπειών του νόμου ενόψει επικειμένης παραγραφής των πράξεων για τις οποίες κατηγορείται (1-7-2016), β) αναλίσκεται στο μεγαλύτερο μέρος του περιεχομένου της, για αποπροσανατολισμό και δημιουργία εντυπώσεων, με το να ψέξει και κακίσει κατά διαστροφήν του αληθούς πνεύματός της, την υπ΄αριθμ. 4262/2016 παραγγελία μας προς τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών, η οποία συνιστούσε βασική υπηρεσιακή υποχρέωση και θεμελιώδες εισαγγελικό καθήκον της εισαγγελίας μας για τα οποία δεν μπορούσε να υπάρξει ολιγωρία ή νυσταγμός ψυχής και πνεύματος, διότι αυτό πράγματι θα αποτελούσε παράβαση καθήκοντος βαρυτάτης μορφής, γ) Επιμένει ασκόπως σε λεπτομέρειες περί της πορείας και του σταδίου της προδικασίας εκ της σωρείας των λοιπών κατά δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών μηνύσεών της και αναφορών, ενώ για την ψευδή καταμήνυση είναι νομικά αδιάφορο αν απαλλάχθηκε ο καταμηνυθείς (ΑΠ 129/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1525/1991, Δ/νη 1992 472, ΑΠ 610/1983, ΠΧΛΓ 894), έστω και από την υποχρέωση καταβολής των δικαστικών εξόδων (ΑΠ1500/1991, Υπερ 1992, 556), δ) προσπαθεί να αντιλέξει, ότι δεν ενήργησε σκοπίμως και ότι οι μηνυθέντες εισαγγελικοί λειτουργοί με τις δικαιοδοτικές εναντίον της κρίσεις, έδωσαν λαβή για την υποβολή της κατ'αυτών μηνύσεως, χωρίς όμως και να μπορεί να πείσει για την καλοπιστία της, γιατί η απολυτότητα του περιεχομένου της υπό κρίση μήνυσής της από τη μια, σε συνδυασμό με τις αιτιολογημένες αντικρούσεις των αναληθώς καταγγελλομένων της, με την υπ' αριθ. 354/16.10.2013 εισαγγελική διάταξη, από την άλλη, τη διαψεύδουν πανηγυρικά, γιατί καταυγάζεται η από προσωπική της αντίληψη (ΑΠ 430/2015 ο.π.) γνώση της ψευδότητας των όσων καταμήνυσε εις βάρος αυτών με σκοπό την κίνηση ποινικής ή πειθαρχικής δίωξης εναντίον τους. ε) καταμηνύει τους δυο εκ των ανωτέρω εισαγγελικούς λειτουργούς για καθυστερήσεις στην επεξεργασία των δικών της υποθέσεων εν αντιθέσει με αυτές του αντιδίκου της αστυνομικού .............. , ενώ η ίδια έχει συμβάλλει σ'αυτό κωλυσιεργώντας, με την συνεχή υποβολή αβασίμων αιτήσεων εξαιρέσεως, υπερφίαλων υπομνημάτων, κλπ. στ) προβάλλει για την πρώτη πράξη της ψευδούς καταμήνυσης, αοριστία του κλητηρίου ως προς το σημείο που δεν περιέχει τα έναντι των ως ψευδών καταμηνυθέντων, αληθή περιστατικά, αλλά το αναφερόμενο είναι ανακριβές διότι παρατίθεται το στοιχείο αυτό, συνιστάμενο στο ότι οι μηνυόμενοι δεν τέλεσαν την καταγγελλόμενη πράξη της παράβασης καθήκοντος για την οποία ψευδώς και εν γνώσει της αναληθείας καταμηνύθηκαν από αυτή, παρεκτός του ότι, ο ισχυρισμός, αφορά την πληρότητα της αιτιολογίας της καταδικαστικής απόφασης για ψευδορκία μάρτυρα (ενδεικτικά ΑΠ 806/2001, ΠΧ ΝΒ 311), για το οποίο δεν πρόκειται, πέρα από το ότι το αδίκημα αυτό συντελέστηκε εν προκειμένω με την ένορκη ενώπιον του εισαγγελέα πρωτοδικών και πταισματοδίκη Χαλκίδας επιβεβαίωση της ψευδούς μήνυσης της ανωτέρω (ΑΠ 621/1993, Υπερ 1993, 1098, ΑΠ1625/1990, ΠΧΜΑ 699). και ζ) υποστηρίζει υποκρινόμενη, ότι δεν μπόρεσε να δώσει εξηγήσεις στην Πταισματοδίκη και αιτείται, την εδώ και τώρα επιστροφή της δικογραφίας, ενώ στην πραγματικότητα είναι εκείνη που παρά τις συνεχείς κλήσεις της για εξέταση, παρέλκυε τη διαδικασία και απέφευγε με διάφορες προφάσεις να εμφανισθεί για να αναλώσει πολύτιμο χρόνο σε όφελός της, ως προελέχθη. V. Με αυτά τα δεδομένα, κρίνεται ορθή η σε δίκη παραπομπή της κατηγορουμένης για τις πράξεις που τις αποδίδονται με το προσβαλλόμενο κλητήριο θέσπισμα του εισαγγελέα πλημμελειοδικών Χαλκίδας και επομένως η υπό κρίση προσφυγή της πρέπει να απορριφθεί ως νόμω και ουσία αβάσιμη, διαταχθεί δε η κατάπτωση του παραβόλου των 300 ευρώ που καταβλήθηκε από αυτή με το υπ'αριθμ. .... Για τους λόγους αυτούς Δεχόμαστε τύποις και απορρίπτουμε κατ΄ ουσίαν 

Χαλκίδα 01-04-2016 

Ο ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΕΦΕΤΩΝ 

Λάμπρος Λ. Σοφουλάκης Εισαγγελέας Εφετών 

Σάββατο 20 Αυγούστου 2016

Δήλωση αποχής εισαγγελικού λειτουργού




ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ε’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου (κωλυομένης της Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Βιολέττας Κυτέα, σύμφωνα με την υπ’ αριθ.38/2016 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου), Αγγελική Αλειφεροπούλου, Δημήτριο Χονδρογιάννη, Διονυσία Μπιτζούνη και Ιωάννη Μπαλιτσάρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Καραγιάννη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Γεράσιμου Βάλσαμου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 27 Μαΐου 2016, προκειμένου να αποφανθεί για την από 24-5-2016 δήλωση αποχής της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ε. Σ.. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Παναγιώτης Καραγιάννης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεώργιου Μπόμπολη με αριθμό πρωτ.91/27-5-2016, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
"-Εισάγοντας, ενώπιον Σας, σύμφωνα με το άρθρο 23§4 του ΚΠΔ, ενώπιον του Δικαστηρίου Σας- που συνεδριάζει ως Συμβούλιο, την από 24/5/2016 δήλωση αποχής της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ε. Σ., εκθέτουμε τ’ ακόλουθα: -Σύμφωνα με το αρθρ. 23 του ΚΠΔ τα δικαστικά πρόσωπα που αναφέρονται σε αυτό οφείλουν να δηλώσουν αρμοδίως, τους τυχόν σοβαρούς λόγους ευπρέπειας που επιβάλλουν την αποχή τους από την άσκηση των καθηκόντων τους. Η αποχή του δικαστικού λειτουργού από την άσκηση των καθηκόντων του επιβάλλεται και όταν συντρέχουν σοβαροί λόγοι ευπρεπείας, καίτοι δεν συντρέχουν ευθέως λόγοι αποκλεισμού (αρ. 14) ή λόγοι εξαιρέσεως (αρ. 15). Ως σοβαροί λόγοι ευπρεπείας μπορεί να θεωρηθούν εκείνοι που μπορεί να κλονίσουν την εμπιστοσύνη των διαδίκων για το απολύτως αντικειμενικό, απροκατάληπτο και αδιάβλητο της κρίσεώς τους. Ο όρος "ευπρέπεια" περιέχει κρίση αντικειμενική, ενώ η "ευθιξία" είναι ιδιότητα του ατόμου. Η εξαντλητική απαρίθμηση των σοβαρών λόγων ευπρεπείας είναι αδύνατη γιατί το εάν και πότε υπάρχουν τέτοιοι λόγοι είναι ζήτημα πραγματικό, για το οποίο θα κρίνει κάθε φορά το αρμόδιο Δικαστήριο ή Συμβούλιο, που επιλαμβάνεται του θέματος, κατά τις κρατούσες δεοντολογικές αντιλήψεις. Γενικά, τέτοιοι λόγοι ευπρεπείας συντρέχουν, όταν η συμμετοχή του δικαστικού λειτουργού στην διαχείριση συγκεκριμένης υποθέσεως μπορεί να δώσει αφορμή σε δυσμενές για αυτόν σχόλιο για την αντικειμενική και ανεπηρέαστη, από ο,τιδήποτε και οποιονδήποτε, διερεύνηση της, σε τρόπο ώστε να τίθεται σε αμφιβολία η ελεύθερη και μη προκατειλημμένη κρίση του (ΑΠ441/15, ΑΠ429/15, ΑΠ151/11). -Στην προκείμενη περίπτωση, η ανωτέρω Αντεισαγγελέας σύμφωνα με το άρθρο 23§3 του ΚΠΔ, υπέβαλε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου την από 24/5/2016 δήλωσή της με το εξής περιεχόμενο: "..Με την υπ’ αριθ. πρωτ.2153/20-5-2016 έγγραφη παραγγελία Σας μου αναθέσατε τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 29§4 ΚΠΔ, όπως η παρ. 4 προστ. με το άρθρο 15§1 του Ν3472/2006 επί της από 10-5-2016 μηνυτήριας αναφοράς του Α. Β., κατοίκου Κηφισιάς, .... Με την εν λόγω μηνυτήρια αναφορά καταγγέλλεται, κατά τη διατύπωση αυτής, η πιθανολογούμενη τέλεση των αξιοποίνων πράξεων: α] δωροληψίας υπαλλήλου-δικαστικού λειτουργού [άρθρ.235,237 παρ.1 Π.Κ.], β] εμπορίας επιρροής [άρθρ.237 Α Π.Κ.], γ] απόπειρας εκβίασης [άρθρ.42, 385 Π.Κ.] και δ] παράβασης καθήκοντος [άρθρ.259 Π.Κ.], στις οποίες, κατά τους ισχυρισμούς του μηνυτή, φαίνεται να εμπλέκεται, εκτός των άλλων και η Πρόεδρος του Αρείου Πάγου και οι οποίες φέρονται να σχετίζονται άμεσα, μεταξύ άλλων, με τις δικαστικές διαδικασίες εκδόσεως συνεργατών του μηνυτή στην Κύπρο, εκ των οποίων ο Μ. Φ., όπως αναφέρεται σ’ αυτή, τυγχάνει Διευθυντής του Ομίλου Εταιριών Χ.. Εν όψει, όμως, του ότι στον ίδιο Όμιλο εργάζεται ο γιος μου και τον συνδέει με τον τελευταίο [Μ. Φ.] σχέση άμεσης υπαλληλικής εξάρτησης [είναι διευθυντής του], ασχέτως του ότι δεν γνωρίζω τον ίδιον, όσο και το μηνυτή και ούτε είχα ή έχω οποιαδήποτε φιλική ή κοινωνική σχέση μετ’ αυτών, καθαροί λόγοι ευπρέπειας, για να μη δοθεί αφορμή αμφισβήτησης για την αντικειμενικότητά και την ευθυκρισία μου και να μην τεθεί σε αμφιβολία το απροκατάληπτο της κρίσης μου, επιβάλλουν την αποχή από την άσκηση των καθηκόντων μου ως προς το χειρισμό της άνω μηνυτήριας αναφοράς και παρακαλώ να απέχω αυτών..". -Το επικαλούμενο από την εν λόγω Αντεισαγγελέα γεγονός, της άμεσης υπαλληλικής εξάρτησης του υιού της με τον Μ. Φ. -"άμεσο συνεργάτη" και "στέλεχος" του εγκαλούντος - επιβεβαιώνεται, τόσο από την προσκομιζόμενη από 25/5/2016 βεβαίωση της εταιρίας "C. HELLAS INC", όσο και από το περιεχόμενο της υποβληθείσας εγκλήσεως. -Ως εκ τούτου, η δήλωση της προαναφερομένης δικαστικής λειτουργού έχει ουσιαστική βασιμότητα, και από την περαιτέρω εμπλοκή της στο χειρισμό της εν λόγω υποθέσεως, συνειρμικά, μπορεί να δημιουργηθεί δυσπιστία για την ευθυκρισία και την αμεροληψία της, το δε συμφέρον της δικαιοσύνης και η διασφάλιση του κύρους αυτής επιβάλλει την αποχή αυτής, για σοβαρό λόγο ευπρέπειας, από την ενάσκηση των καθηκόντων της στην εν λόγω υπόθεση. -Κατ’ ακολουθίαν τούτων, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση δήλωση αποχής, κατά τα αναφερόμενα στο διατακτικό. Για τους λόγους αυτούς Προτείνουμε: Να γίνει δεκτή η από 24/5/2016 δήλωση αποχής της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ε. Σ. και ν’ αποφανθεί το Συμβούλιο Σας. ν’ απόσχει αυτή, από τον περαιτέρω χειρισμό της προαναφερθείσας από 10/5/2016 εγκλήσεως του Α. Β.. Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Μπόμπολης"
Αφού άκουσε
τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, η από 24-5-2016 δήλωση της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ε. Σ., η οποία απευθύνθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, με την οποία εκθέτει ότι σοβαροί λόγοι ευπρέπειας της επιβάλλουν να απόσχει από την άσκηση των καθηκόντων της κατά την διενέργεια προκαταρκτικής, κατά την, ως ισχύει, διάταξη του άρθρου 29 παρ. 4 του ΚΠΔ, εξετάσεως, που αφορά τις καταγγελλόμενες με την από 10-5-2016 μηνυτήρια αναφορά του Α. Β., κατοίκου Κηφισιάς, ..., αξιόποινες πράξεις, αρμοδίως εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, που συνεδριάζει ως Συμβούλιο κατά το άρθρο 23 παρ. 4 Κ.Ποιν.Δ., και πρέπει να εξετασθεί κατ’ ουσίαν.
Επειδή, συμφώνως προς το άρθρο 23 παρ. 3 του Κ.Ποιν.Δ., εκτός των αναφερομένων στο άρθρο 14 του ιδίου Κώδικα λόγων αποκλεισμού, με την συνδρομή κάποιου από τους οποίους τα δικαστικά πρόσωπα που αναφέρονται σ’ αυτό δεν δύνανται να ασκήσουν τα καθήκοντά τους, ως και του αναφερόμενου στο άρθρο 15 εδ. α του Κ.Ποιν.Δ. λόγου εξαιρέσεως, που επιβάλλει επίσης την αποχή αυτών από την ενάσκηση των καθηκόντων τους σε ορισμένη υπόθεση, περίπτωση τέτοιας αποχής εμφανίζεται, επίσης, και όταν σοβαροί λόγοι ευπρέπειας επιβάλλουν αυτήν. Ο όρος "ευπρέπεια" περιέχει κρίση αντικειμενική, ενώ η "ευθιξία" είναι ιδιότητα του ατόμου. Η εξαντλητική απαρίθμηση των σοβαρών λόγων ευπρεπείας είναι αδύνατη, γιατί το εάν και πότε υπάρχουν τέτοιοι λόγοι είναι ζήτημα πραγματικό, για το οποίο θα κρίνει κάθε φορά το αρμόδιο δικαστήριο ή συμβούλιο, που επιλαμβάνεται του θέματος, κατά τις κρατούσες δεοντολογικές αντιλήψεις. Γενικώς τέτοιοι λόγοι ευπρεπείας συντρέχουν, όταν η συμμετοχή του δικαστικού λειτουργού ή του εισαγγελέως στην άσκηση των καθηκόντων τους σε συγκεκριμένη υπόθεση μπορεί να δώσει αφορμή σε δυσμενή για αυτόν σχόλια για την αντικειμενική και ανεπηρέαστη, από ο,τιδήποτε και οποιονδήποτε, διερεύνησή της, σε τρόπο ώστε να τίθεται σε αμφιβολία η ελεύθερη και μη προκατειλημμένη κρίση του. Η άποψη αυτή συμπορεύεται και με την διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, με την οποία καθιερώνεται "το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη", όχι με την έννοια της ορθότητας της αποφάσεως, αλλά της έγκαιρης, ουσιαστικής και αδιάβλητης υπό διαδικαστικές (δικονομικές) εγγυήσεις, διεξαγωγής της δίκης, ώστε να είναι δυνατή η αντικειμενική αναζήτηση της αλήθειας και η έγκαιρη και αποτελεσματική προστασία του διαδίκου. Μία από τις εγγυήσεις αυτές είναι η ανεξαρτησία και αμεροληψία του δικαστικού προσώπου, το οποίο λειτουργεί σύμφωνα με τον εθνικό νόμο. Στην προκείμενη περίπτωση με την από 24-5-2016 δήλωση αποχής προς την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, η αιτούσα Αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου Ε. Σ., ζητεί να απόσχει, από την διενέργεια προκαταρκτικής, κατά την, ως ισχύει, διάταξη του άρθρου 29 παρ. 4 του ΚΠΔ, εξετάσεως, που αφορά τις καταγγελλόμενες με την από 10-5-2016 μηνυτήρια αναφορά του Α. Β., κατοίκου Κηφισιάς, ..., αξιόποινες πράξεις: α) της δωροληψίας υπαλλήλου - δικαστικού λειτουργού (άρθρ. 235, 237 παρ. 1 του ΠΚ), β) της εμπορίας επιρροής (άρθρ. 237 Α του ΠΚ), γ) απόπειρας εκβιάσεως (άρθρ. 42, 385 του ΠΚ) και δ) της παραβάσεως καθήκοντος (άρθρ. 259 του ΠΚ), την οποίαν (διενέργεια προκαταρκτικής αυτής εξετάσεως) της ανέθεσε με την υπ’ αριθμ. πρωτ. 2153/20-5-2016 έγγραφη παραγγελία της η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, για τον λόγο, ότι ο υιός της εργάζεται στον Όμιλο Εταιριών Χ., διευθυντής του οποίου τυγχάνει ο Μ. Φ., προς τον οποίον τελεί (ο υιός της) σε άμεση σχέση υπαλληλικής εξαρτήσεως και ο οποίος (Μ. Φ.) φέρεται να σχετίζεται αμέσως με δικαστικές διαδικασίες εκδόσεως στην Κύπρο συνεργατών του ως άνω μηνυτού. Εν όψει τούτων και δεδομένου, ότι από τα στοιχεία της δικογραφίας (βλ. την από 25-5-2016 βεβαίωση της εταιρείας C. (HELLAS) INC) προκύπτει, ότι ο υιός της ανωτέρω Αντεισαγγελέως, ονόματι Π. Σ. του Χ., πράγματι εργάζεται στην εταιρεία C. (HELLAS) INC, ότι διευθυντής αυτής υπήρξε ο ανωτέρω Μ. Φ., ότι ο τελευταίος φέρεται στην ανωτέρω μηνυτήρια αναφορά ως συνεργάτης του προαναφερομένου μηνυτού, και επίσης φέρεται ότι και αυτόν αφορούν οι καταγγελλόμενες πράξεις, ευλόγως μπορεί να θεωρηθεί, ότι οι επί της υποθέσεως αυτής ενέργειες και κρίσεις της ως άνω Αντεισαγγελέως δεν θα είναι αποτέλεσμα απροκατάληπτης και αδιάβλητης κρίσεως. Επομένως, το συμφέρον της δικαιοσύνης και η διασφάλιση του κύρους αυτής επιβάλλουν την αποχή της εν λόγω εισαγγελικού λειτουργού, για τον ως άνω, όντα πράγματι σοβαρό, λόγο ευπρέπειας, από την ενάσκηση των καθηκόντων της στην διενέργεια της εν λόγω προκαταρκτικής εξετάσεως. Κατ’ ακολουθίαν τούτων, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση δήλωση αποχής, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΕΧΕΤΑΙ την από 24-5-2016 δήλωση αποχής της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ε. Σ..
ΑΠΟΦΑΙΝΕΤΑΙ, ότι η ανωτέρω Αντεισαγγελεύς δεν θα διενεργήσει την προκαταρκτική εξέταση, που διέταξε και της ανέθεσε με την υπ’ αριθμ. πρωτ. 2153/20-5-2016 έγγραφη παραγγελία της η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου και αφορά τις καταγγελλόμενες, με την από 10-5-2016 μηνυτήρια αναφορά του Α. Β., κατοίκου Κηφισιάς, ..., αξιόποινες πράξεις: α) της δωροληψίας υπαλλήλου - δικαστικού λειτουργού (άρθρ. 235, 237 παρ. 1 του ΠΚ), β) της εμπορίας επιρροής (άρθρ. 237 Α του ΠΚ), γ) απόπειρας εκβιάσεως (άρθρ. 42, 385 του ΠΚ) και δ) της παραβάσεως καθήκοντος (άρθρ. 259 του ΠΚ).
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 1 Ιουνίου 2016. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 1 Ιουνίου 2016.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Τρίτη 16 Αυγούστου 2016

Εποχούμενη περιπολία

 

Αναβράζων επωφελούμενος
τη φωτιά της απόστασής σου
εγκάθετο συναίσθημα καρφιτσώθηκε
σαν βουντού στην καρδιά μου
οι χτύποι εξαερώθηκαν εν αναμονή
μιας επανασύνδεσης
και αυτό το τηλεφώνημα
προωθήθηκε σε άλλο αποδέκτη
καλωδιώθηκα με την εμμονή
σε κλήση που δεν απαντάται
τα νούμερα σαν γραφομηχανή
σε τυφλό σύστημα
που το βράδυ κοιμάται
διανυκτερεύων
πιθανόν στο εγγύς μέλλον
-και τι να εννοούσες;-
ποιος σου είπε ότι οι ψυχές
δεν επαναφορτίζονται



 

Δευτέρα 8 Αυγούστου 2016

Πως ξεπλένονται τα αδικήματα της Ελληνικής Εταιρείας Συμμετοχών και Περιουσίας Α.Ε.



Με το άρθρο 184 (παρ. 1) του Ν. 4389/2016, ιδρύθηκε η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «Ελληνική Εταιρεία Συμμετοχών και Περιουσίας Α.Ε.» [«Hellenic Corporation of Assets and Participations», («H.C.A.P.»)].
Με την παρ. 7 του άρθρου 192 του ιδίου νόμου, προβλέπεται, "Εφόσον οι αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου λαμβάνονται σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του παρόντος νόμου, του Εσωτερικού Κανονισμού και της ισχύουσας νομοθεσίας, λογίζεται ότι είναι σύμφωνες με το σκοπό της Εταιρείας, όπως αυτός προβλέπεται στο άρθρο 185. Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου δεν υπέχουν αστική ευθύνη έναντι τρίτων για πράξεις ή παραλείψεις κατά την άσκηση των καθηκόντων τους παρά μόνο για δόλο ή βαρεία αμέλεια. Στο μέτρο που απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου έχει καταστεί αντικείμενο ελέγχου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου είναι δεσμευτική σε κάθε αστικό και ποινικό δικαστήριο αποκλειστικά για τα θέματα που έχουν ελεγχθεί από το Ελεγκτικό Συνέδριο με βάση στοιχεία που έχουν υποβληθεί. Σε κάθε περίπτωση μήνυσης, έγκλησης, καταγγελίας ή αναφοράς για πράξεις ή παραλείψεις των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρείας κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, επιλαμβάνεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου αυτοπροσώπως, ο οποίος, αν κρίνει ότι τα παραπάνω χρήζουν προκαταρκτικής εξέτασης, την εκτελεί αυτοπροσώπως ή την αναθέτει σε έναν εκ των Αντιεισαγγελέων του Αρείου Πάγου". Μάλιστα η φράση, «,ο οποίος, αν κρίνει ότι τα παραπάνω χρήζουν προκαταρκτικής εξέτασης, την εκτελεί αυτοπροσώπως ή την αναθέτει σε έναν εκ των Αντιεισαγγελέων του Αρείου Πάγου.», στο τέλος του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 7, τέθηκε όπως προστέθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου όγδοου του ν. 4393/2016 από τη δημοσίευση του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ήτοι από 06/06/2016, σύμφωνα με το άρθρο δέκατο τρίτο του ιδίου νόμου.
Περαιτέρω, με το άρθρο 20 του Ν. 4411/2016, η παρ. 8 του άρθρου 192 του N. 4389/2016 (Α' 94) αναριθμήθηκε σε 9 και προστέθηκε νέα παράγραφος 8 ως εξής: "Οι εμπειρογνώμονες, τα μέλη Συμβουλίων Εμπειρογνωμόνων ή τα μέλη άλλων γνωμοδοτικών οργάνων της Εταιρείας και των άμεσων θυγατρικών της δεν υπέχουν αστική ή ποινική ευθύνη για γνωμοδοτήσεις τους, εφόσον οι τελευταίες έχουν συνταχθεί σύμφωνα με τις προβλεπόμενες από το νόμο διαδικασίες ή τα οριζόμενα στους εσωτερικούς κανονισμούς και τα καταστατικά τους, γεγονός που τεκμαίρεται αν έχει ακολουθήσει θετικός έλεγχος του Ελεγκτικού Συνεδρίου".
Δηλαδή, με λίγα λόγια, η Ελληνική Εταιρεία Συμμετοχών και Περιουσίας Α.Ε., η οποία, σημειωτέον, δεν ανήκει στο δημόσιο ή ευρύτερο δημόσιο τομέα, και της οποίας θυγατρικές εταιρείες είναι -εν αναμονή και άλλων μορφωμάτων- το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, το Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας Δημοσίου, η Εταιρεία Ακινήτων Δημοσίου, και η Εταιρεία Δημοσίων Συμμετοχών Α.Ε., δηλαδή το σύνολο της δημόσιας περιουσίας, είναι ανέλεγκτη, όχι μόνον αστικά, αλλά και ποινικά. Συγκεκριμένα, για πράξεις ή παραλείψεις των μελών του Δ.Σ. της εν λόγω Εταιρείας, και των θυγατρικών της προφανώς, επιλαμβάνεται αποκλειστικά ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, δηλαδή δικαστικός λειτουργός που επιλέγεται από την εκάστοτε Κυβέρνηση, ο οποίος, έτσι, αποκτά αποκλειστική αρμοδιότητα άσκησης ή μη ποινικής δίωξης για πράξεις ή παραλείψεις αποκλειστικά κυβερνητικής επιρροής, και ο οποίος, περαιτέρω, διενεργεί προκαταρκτική εξέταση, κατά την ανέλεγκτη κρίση του. Περαιτέρω, ειδικά σε ό,τι αφορά στους εμπειρογνώμονες και τα μέλη άλλων γνωμοδοτικών οργάνων της Εταιρείας και των άμεσων θυγατρικών της, ορίζεται εκ των προτέρων ότι δεν υπέχουν ποινική ευθύνη για τις γνωμοδοτήσεις τους, δηλαδή -όπως γίνεται αντιληπτό- υποδηλώνεται αμνηστία αδικημάτων, και δη κακουργημάτων, που κανονικά θα επέσειαν ποινή ισοβίου καθείρξεως.
Οι εν λόγω διατάξεις, που ομοιάζουν στην νομοτεχνική τους υφή, ουχί αυστηρότητα, με τον Κώδικα Χαμουραμπί, είναι καρμπόν διατάξεων των κατά καιρούς νόμων Χαρ. Αθανασίου, και είναι εκτός από αντισυνταγματικές και προδήλως ύποπτες, και προσβλητικές για την υπόσταση μίας Αριστερής Κυβερνήσεως.
Με τη σύσταση/απόκτηση νομικής προσωπικότητας της Εταιρείας τα παρακάτω νομικά πρόσωπα θεωρούνται άμεσες θυγατρικές αυτής και ενσωματώνονται κατά πλήρη κατοχή, νομή και κυριότητα σ’ αυτή.
α.   Το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ)
β.   Το Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας δημοσίου (ΤΑΙΠΕΔ)
γ.   Η Εταιρεία Ακινήτων Δημοσίου (ΕΤΑΔ ΑΕ)
δ.   Η Εταιρεία Δημοσίων Συμμετοχών ΑΕ (ΕΔΗΣ), η οποία συστήνεται τώρα
Η  Εταιρεία  μπορεί να ιδρύει και άλλες θυγατρικές για την επίτευξη των σκοπών της.
Με τη σύσταση/απόκτηση νομικής προσωπικότητας της Εταιρείας τα παρακάτω νομικά πρόσωπα θεωρούνται άμεσες θυγατρικές αυτής και ενσωματώνονται κατά πλήρη κατοχή, νομή και κυριότητα σ’ αυτή.
α.   Το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ)
β.   Το Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας δημοσίου (ΤΑΙΠΕΔ)
γ.   Η Εταιρεία Ακινήτων Δημοσίου (ΕΤΑΔ ΑΕ)
δ.   Η Εταιρεία Δημοσίων Συμμετοχών ΑΕ (ΕΔΗΣ), η οποία συστήνεται τώρα
Η  Εταιρεία  μπορεί να ιδρύει και άλλες θυγατρικές για την επίτευξη των σκοπών της.
Με τη σύσταση/απόκτηση νομικής προσωπικότητας της Εταιρείας τα παρακάτω νομικά πρόσωπα θεωρούνται άμεσες θυγατρικές αυτής και ενσωματώνονται κατά πλήρη κατοχή, νομή και κυριότητα σ’ αυτή.
α.   Το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ)
β.   Το Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας δημοσίου (ΤΑΙΠΕΔ)
γ.   Η Εταιρεία Ακινήτων Δημοσίου (ΕΤΑΔ ΑΕ)
δ.   Η Εταιρεία Δημοσίων Συμμετοχών ΑΕ (ΕΔΗΣ), η οποία συστήνεται τώρα
Η  Εταιρεία  μπορεί να ιδρύει και άλλες θυγατρικές για την επίτευξη των σκοπών της.

Σάββατο 6 Αυγούστου 2016

Θέσφατο



Ενίοτε αμφέβαλλες
για το πόσο μοιραίο ήταν το ταξίδι μας
πριν αποβιβαστούμε
τα αίματα σέρναν το ναυάγιο
μία δολοφονία, δύο θύματα
νεκρώσιμη ακολουθία, τα κύματα
και οι στάχτες κόλλυβα στους συνοδοιπόρους
σ'ένα απέραντο γαλάζιο
χάθηκε και η θεία ύπαρξη
σ'αγαπώ, θάλασσα, που με πνίγεις όταν το χρειάζομαι
και με ξεβράζεις στα βράχια όταν επιπλέω
κι από πάνω η θεότητα, θεατής των επίγειων θαυμάτων
να σου υπενθυμίζει πως δεν είναι θέσφατο
ότι το ταξίδι αυτό ήταν και το μοιραίο

Κυριακή 31 Ιουλίου 2016

Όνειρα θερινής νυκτός σε συναστρία


Σ'εκείνα τα φωτεινά διαλείμματα
μεταξύ του πεζού και του αιωρούμενου
ανάμεσα σε άστρα και συναστρίες
ανακατεύοντας θύμησες και λαγνείες
στο εξωγήινο μετέωρο βλέμμα σου
διέκρινα κάτι ανθρώπινο
κάτι σαν να με αγαπούσες
και αν ήταν εγωίστρια η φύση σου
υπεράνω η ύπαρξή σου
επηρμένη η αύρα σου
και το τουπέ σου δεν σου'πε
πως ζούμε σε κόσμους παράλληλους
στα γεωμετρικά σχήματα των συναισθημάτων μας
μια τεθλασμένη γωνία αναζητούσα
να θάψω τον έρωτα στα όνειρά μου
και αν ξυπνήσω από νοσταλγία
για εκείνα που δεν έζησα
ένα ακατάδεκτο παράπονο θα σβήσει τις τύψεις:
σε αγάπησα περισσότερο απ'όσο μ'αγαπούσες

Τετάρτη 29 Ιουνίου 2016

Ο ήχος των ματιών σου


Στο πρώτο άκουσμα
νήπιου κλάμα απόηχος
στον κρίσιμο στίχο
ενηλικιώθηκα
στο ντουέτο
της κυνικότητάς σου
πολύ σοβαρά με πήραν
οι τύψεις και τα παράπονα
δεν ήμουν εγώ για συγκινήσεις
χαμένη αθωότητα η κρίσιμη λέξη
χωρίς ομοιοκαταληξία
αφού δεν υπήρχε στο λεξιλόγιο
και πήρες λίγη έπαρση
αναμενόμενη, μα καθόλου αθώα
το ερώτημα είναι εάν την έχασες στο δρόμο
ή γεννήθηκες ένοχη από κούνια
ο ήχος των ματιών σου με παραπλάνησε
δεν είχα μάτια να κοιτάξω
τυφλός αλλά ενάρετος
ίσως γι'αυτό σε αγάπησα
ίσως γι'αυτό να πάψω τώρα
που τα μάτια σου ηχούν στην καρδιά μου
στο ξαναλέω, δεν είμαι εγώ για συγκινήσεις

Παρασκευή 24 Ιουνίου 2016

Μηδέν αρνητικό



Υποτίμησα την βροχή
σαν ο κατακλυσμός
άφησε τα σημάδια του
στα απόνερα της αγάπης σου
υποτίμησα και την έλλειψη
σαν ο έρωτας αντικαταστάθηκε
από εκδίκηση στην αφέλειά μου
και να που επιπλέω
στις στάχτες της ένθερμης πλημμύρας σου
και να που κάτω από τις σταγόνες
καταπίνοντας δύναμη από τη λειψυδρία
διατρέχοντας με αγωνία τον σισύφειο αγώνα σου
στην έναρξη του κοντέρ
που γράφει μηδέν αρνητικό
στο τέλος επιβιώνω από μετάγγιση άγονου έρωτα

Παρασκευή 17 Ιουνίου 2016

Περί Δικαιοσύνης

Έκθαμβοι, εμβρόντητοι, αιωρούμενοι από τα σύννεφα, ή και έκπτωτοι, μείναμε όσοι ακούσαμε τις δηλώσεις του Αναπληρωτή Υπουργού Υγείας, Παύλου Πολάκη, σχετικά με τους δικαστές του παραδικαστικού κυκλώματος.
Δικαιολογείται, όμως, αυτή η ιδιαίτερη ευαισθησία ή και υποκρισία, αυτή η εκκωφαντική ενόχληση, από τέτοιες δηλώσεις;
Δικαιούται ένας Αναπληρωτής Υπουργός Υγείας να έχει άποψη περί της δικαιοσύνης, περί των παραδικαστικών κυκλωμάτων, περί παντός επιστητού;
Στην Ελλάδα, του παρόντος, ή και του παρελθόντος, περισσεύει η υποκρισία και κανείς δεν κοιτάει τα "μούτρα" του.
Η Δικαιοσύνη νοσεί, η δικαιοσύνη παλεύει καθημερινά, από τη μία μεριά με τις αντίξοες συνθήκες απονομής της, από την άλλη με τις ισχυρές δυνάμεις που εξοπλίζουν μεμονωμένες φατρίες εντός του δικαστικού χώρου με το προνόμιο των προαγωγών, των μεταθέσεων, του μη ελέγχου σκανδαλωδών αθωωτικών ή και καταδικαστικών αποφάσεων, για τις οποίες τα Μ.Μ.Ε. πολλές φορές σιωπούν, άλλοτε από εντολή, και άλλοτε υπό την λογική ότι οι δικαστικές αποφάσεις και οι δικαστές είναι υπεράνω κριτικής.
Ο θεσμός της επιθεώρησης δικαστών έχει ατονήσει, κατ'άλλους έχει εκμαυλιστεί. Οι αναφορές κατά δικαστικών λειτουργών συνήθως τίθενται στο αρχείο, παρεκτός εάν κάποια ειδική συνθήκη υπάρχει. Ο νόμος δεν επιτρέπει να λαμβάνει αντίγραφα του φακέλου ο καταγγέλλων, ούτε καν του απαλλακτικού πορίσματος, και έτσι η "ένθεη" κρίση του εκάστοτε Προϊσταμένου της Επιθεώρησης δεν ελέγχεται. Με την πρόφαση ότι ο δικαστικός χώρος έχει και πρέπει να απολαμβάνει αυτοκάθαρση.
Στο περιθώριο οι "αδύναμοι" δικαστές και εισαγγελείς, που χρεώνονται όγκο υποθέσεων, που δεν έχουν ερείσματα, που ενώ έχουν το αίσθημα του φόβου, γενναία προσηλώνονται στο καθήκον. Αυτοί οι αφανείς ήρωες, μεγάλοι στον μικρόκοσμο της Δικαιοσύνης, περισώζουν την χαμένη τιμή της.
Ποια η έννοια του επίορκου δικαστή; Ποια η έννοια του παραδικαστικού κυκλώματος;
Δεν είναι μόνο όσοι αποδεδειγμένα είναι αργυρώνητοι, οι γνωστοί δωροφάγοι βασιλείς, και αυτοί που κατ'επιλογήν και από τα χέρια επίορκων συλλειτουργών, και όχι μόνον, εκμαυλίζονται.
Είναι και όσοι, με όποιο τίμημα, κάποια αντιπαροχή, ίσως και λόγω του άγραφου νόμου του ισχυρού, που κάποτε θα ανταποδώσει, με ό,τι αποτιμάται ως "επαρκές" στη συνείδησή τους, αλλοιώνουν την αλήθεια, τη διαστρεβλώνουν, εκδίδουν δικαστικές αποφάσεις τερατουργήματα. Με μία λέξη άδικες, που προκαλούν, που απογοητεύουν, που δεν αντέχουν στη δική μας συνείδηση.
Και στον αντίλογο, με ποιες εγγυήσεις θα ελεγχθούν οι δικαστικοί λειτουργοί (μεταξύ και αυτών και οι αμόλυντοι, που ναι υπάρχουν, και στο Βερολίνο, αλλά και εν Ελλάδι), μέσα σε ένα σάπιο σύστημα;
Γιατί απόψεις περί "ξεσκαρταρίσματος" δικαστικών λειτουργών, υπό καθεστώς ψυχολογίας της μάζας, μπορεί να οδηγήσουν τους κακοπροαίρετους σε μαζικό αφανισμό των αντιφρονούντων, φασιστικής ρητορικής και εμπνεύσεως.
Κακά τα ψέματα, όμως, η υποκρισία, η άνευ όρων προάσπιση του κύρους της δικαιοσύνης, η λογική "αν έχεις στοιχεία, πήγαινέ τα στον εισαγγελέα", είναι εξίσου μαζική, είναι εξίσου φασιστική, είναι εν τη γενέση της και κατ'αποτέλεσμα άδικη. Γιατί όλοι ξέρουν, όλοι παρατηρούν, όλοι μιλάνε στους διαδρόμους, διαχρονικά, για το παρά - περί και ενδοδικαστικό, αλλά οι γενναιότεροι σιωπούν και οι πιο προκλητικοί διαβεβαιώνουν περί του αντιθέτου ή συγκαλύπτουν.
Ας ξεκινήσουμε με την πάταξη της διαφθοράς από τις υποθέσεις που απασχολούν την επικαιρότητα. Ας προκληθούν όσοι δικαστικοί λειτουργοί ή συλλειτουργοί της δικαιοσύνης, ή πολίτες να καταγγείλουν, και ας έχουν ανοιχτά τα μάτια τους οι Δικαστές του Βερολίνου, να μην τυφλωθούν από την υποκρισία.
Γιατί δεν πρέπει να φοβόμαστε αυτούς που πράττουν κακό, αλλά τους καλούς που ξέρουν και σιωπούν.
Και -μην ξεχάσουμε- κύριε Υπουργέ της Δικαιοσύνης το αδίκημα της περιύβρισης αρχής έχει καταργηθεί. Επιβιώνει, ακόμη και για τους αξιωματικούς της εθνικής ηθικής διαπαιδαγώγησης της χούντας, η περιύβριση νεκρού, και -πιστέψτε μας- η Δικαιοσύνη είναι ζωντανή και θα αντιδράσει χωρίς τη δική σας παρέμβαση.

Πέμπτη 16 Ιουνίου 2016

Η μη καταχρηστική προσφυγή στη Δικαιοσύνη δεν συνιστά εκβίαση



Εκβίαση- κηρύσσεται αθώος ο εκκαλών κατηγορούμενος για την πράξη της απόπειρας εκβίασης κατά συρροή σε βάρος της πολιτικώς ενάγουσας ανώνυμης εταιρίας, διότι νόμιμα προέβη στην κατάθεση μηνύσεων και αγωγών σε βάρος του νόμιμου εκπροσώπου της εγκαλούσας και άλλων μελών της τελευταίας με κύρια επιδίωξη τον προσδιορισμό του ύψους της οφειλής του προς την εγκαλούσα και όχι τον πορισμό παράνομου περιουσιακού οφέλους με τον εξαναγκασμό των νομίμων εκπροσώπων της τελευταίας να προβούν σε παράλειψη διεκδικήσεως των νομίμων αξιώσεων της εταιρίας έναντι του κατηγορουμένου από την προμήθεια καυσίμων και λοιπών πετρελαιοειδών προϊόντων και να ζημιωθεί έτσι η περιουσία της πολιτικώς ενάγουσας. Εξάλλου, η προσφυγή στη δικαιοσύνη δεν μπορεί να χαρακτηριστεί παράνομη άσκηση βίας ή απειλή κακού με σκοπό την πρόκληση περιουσιακής ζημίας άλλου παρά μόνο όταν δεν υπάρχει νόμιμη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή αξίωση και ο προσφεύγων ασκεί το δικαίωμα του αυτό καταχρηστικά.

ΤριμΕφΑΘ 10506/2012

Πρόεδρος: Ελευθερία Συμσερίδη-Τσόπελα. 
Δικαστές: Κ. Λιάρου, Ε. Αναστασιάδου. 
Εισαγγελέας: Χρ. Παπαγεωργίου. 


Επειδή, από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπεράσπισης, που εξετάστηκαν 
ενόρκως στο Δικαστήριο τούτο, την ανώμοτη κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, τα πρακτικά 
της πρωτοβάθμιας δίκης, που αναγνώσθηκαν, καθώς και από τα έγγραφα, που αναγνώσθηκαν και 
αναφέρονται στα πρακτικά, και την όλη αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκε ότι: Κατά τη διάταξη 
του αρθρ. 385 παρ. 1 περ. β` του ΠΚ, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση του με αρθρ. 1 παρ. 10 
του ν. 2408/1996, «όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, 
εξαναγκάζει κάποιον με βία ή με απειλή σε πράξη ή παράλειψη ή ανοχή από την οποία επέρχεται 
ζημία στην περιουσία του εξαναγκαζόμενου ή άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών 
μηνών, αν δεν μεταχειρίσθηκε βία ή απειλή βλάβης της επιχείρησης, του επαγγέλματος, του 
λειτουργήματος του ή άλλης δραστηριότητας που ασκεί εξαναγκαζόμενος ή άλλος προσφέρθηκε 
να παρέχει ή παρέχει προστασία για την αποτροπή πρόκλησης τέτοιας βλάβης από τρίτον με 
φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη συγκρότηση της 
αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της εκβιάσεως απαιτείται εξαναγκασμός κάποιου σε 
πράξη, παράλειψη ή ανοχή βλαπτική για την περιουσία του, με βία ή με απειλή ικανή να αποκλείσει 
την αυτοπροαίρετη απόφαση του. Ο εξαναγκασμός πρέπει να γίνεται με σωματική βία ή με απειλή, 
δια της οποίας περιάγεται ο άλλος σε τρόμο ή ανησυχία, στρέφεται δε η βία ή η απειλή κατά της 
ελευθερίας της περιουσιακής διαθέσεως με σκοπό να καμφθεί η θέληση του εξανάγκαζα μενού και 
να οδηγηθεί αυτός σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή. Τέτοιος σκοπός υπάρχει όταν ο δράστης 
γνωρίζει ότι το περιουσιακό όφελος που επιδιώκει δεν αποτελεί έκφραση του παρεχόμενου από τα 
αρθρ. 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος και 361 του ΑΚ, στο πρόσωπο δικαιώματος της 
βουλήσεως του και τις ελευθερίες στις συναλλαγές. Η απειλή μπορεί να είναι ρητή και άμεση, να έχει 
διατυπωθεί προφορικώς ή εγγράφως ή και εμμέσως να έχει μεταβιβαστεί και με άλλον, αρκεί να 
είναι ικανή να αποκλείσει το αυτοπροαίρετο της αποφάσεως του εξαναγκαζόμενου. Δεν αποκλείεται 
δε και μια προειδοποίηση ή σύσταση να περιέχει η υποκρυπτόμενη απειλή. Είναι αδιάφορο αν 
αυτός που διατύπωσε την απειλή ήταν αποφασισμένος να την πραγματοποιήσει ή αν η απειλή ήταν 
πραγματοποιήσιμη ή όχι, αρκεί ότι δια της απειλής εξαναγκάσθηκε σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή 
εκείνος κατά του οποίου στράφηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση η απειλή. Για την υποκειμενική 
υπόσταση του ίδιου εγκλήματος απαιτείται δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση, έστω και με 
την έννοια του ενδεχόμενου δόλου (της αμφιβολίας) των στοιχείων που συγκροτούν την 
αντικειμενική υπόσταση του ενλόγω εγκλήματος και τη θέληση ή αποδοχή πραγματώσεως αυτής 
(βασικός δόλος) και επιπροσθέτως σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο 
περιουσιακό όφελος (υπερχειλής δόλος) ανεξαρτήτως της επιτεύξεως του οφέλους. Αν η απειλή δεν 
επέφερε το σκοπούμενο αποτέλεσμα του εξαναγκασμού σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή του 
απειλούμενου ή την επέλευση της ζημίας στην περιουσία αυτού ή άλλου, το έγκλημα της 
εκβιάσεως δεν ολοκληρώνεται, αλλά, σύμφωνα με τη διάταξη του αρθρ. 42 παρ. 1 του ΠΚ, υπάρχει 
απόπειρα εκβιάσεως, δηλαδή πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως της. Ειδικότερα, 
απόπειρα υπάρχει όταν η μη πλήρης πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως της εκβίασης δεν 
υπέκυψε στη βία ή την απειλή και ως εκ τούτου δεν επήλθε η περιουσιακή ζημία, η οποία, όπως 
προαναφέρθηκε, τελεί σε σχέση ολικής αντιστοιχίας με το επιδιωκόμενο παράνομο περιουσιακό 
όφελος, διότι στην περίπτωση αυτή η επέλευση της περιουσιακής ζημίας δεν αποτρέπεται με τη 
βούληση εκείνου που αποπειράται να εξαναγκάσει (ΑΠ 463/2012,1450/2010 Νόμος). Ομως στην 
κοινωνική και οικονομική ζωή, όπου κυριαρχούν οι βασικές αρχές της αυτονομίας της βουλήσεως 
και της ελευθερίας στις συναλλαγές, η άσκηση πίεσης με ορισμένου είδους «απειλές», για να 
επιτευχθεί οικονομικό όφελος αυτού που «απειλεί», στο οποίο δεν έχει νόμιμη αξίωση, με βλάβη 
αυτού που «απειλείται» είναι πράξη συνήθης (π.χ, απεργία εργαζομένων, αν δεν δοθεί αύξηση 
αποδοχών ή για να περικοπούν οι αποδοχές). Οι περιπτώσεις αυτές αποτελούν συνήθεις τρόπους 
συμπεριφοράς. Εν προκειμένω, ο κατηγορούμενος, ήδη από το έτος 1985 δραστηριοποιείτο στο 
χώρο της εμπορίας υγρών καυσίμων, ανέπτυξε δε ένα δίκτυο λιανικής πωλήσεως που 
εκμεταλλευόταν είτε η εταιρία με την επωνυμία «.......», στην οποία ο ίδιος ήταν κύριος μέτοχος, 
πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος είτε άλλα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, τα οποία 
χρησιμοποιούσε για την άσκηση της εμπορίας ως παρένθετα. Στα πλαίσια της εμπορίας του, 
συνεργαζόταν ήδη από το έτος 1998 με την πολιτικώς ενάγουσα, η συνεργασία όμως 
διαταράχθηκε, όταν η τελευταία του ανακοίνωσε ότι η οφειλή του ίδιου και γενικά του υπό έλεγχο 
αυτού ομίλου, στις 31.8.2004 ανερχόταν στο συνολικό ποσό των 5.321 ευρώ. Ο κατηγορούμενος 
αμφισβήτησε το ύψος της οφειλής του, ισχυριζόμενος ότι είχε δώσει επιταγές ευκολίας και ότι 
οφείλει μόνο το ποσό των 3.700 ευρώ, αρχικά δε εκδήλωσε τη θέληση του να καταβάλει το ποσό 
αυτό, το οποίο όμως δεν δέχθηκε η πολιτικώς ενάγουσα. Προ αυτής της διαφωνίας ως προς το 
ύψος της οφειλής του, σε συνάντηση που είχε με το νόμιμο εκπρόσωπο της τελευταίας, Ν.Μ., στο 
γραφείο του τελευταίου, συνοδευόμενος από δικηγόρο, δήλωσε σ` αυτόν ότι θα προσφύγει στη 
δικαιοσύνη καταθέτοντας μηνύσεις και αγωγές προκειμένου να επιλυθεί η μεταξύ τους οικονομική 
διαφορά. Πράγματι, ο κατηγορούμενος κατέθεσε μηνύσεις και αγωγές σε βάρος του νομίμου 
εκπροσώπου της πολιτικώς ενάγουσας και άλλων μελών της τελευταίας, για τις πράξεις της 
απάτης, πλαστογραφίας και της εκβίασης. Στην κατάθεση αυτών των μηνύσεων, προέβη με κύρια 
επιδίωξη των προσδιορισμό του ύψους της οφειλής του. Αυτό συμβαίνει συνήθως, αφού πολλές 
αστικές υποθέσεις ποινικοποιούνται μετά από έγκληση, προκειμένου να υπάρξει ικανοποίηση του 
μηνυτή στο αστικό μέρος της υπόθεσης. Για τις ενλόγω μηνύσεις που κατέθεσε ο κατηγορούμενος 
ασκήθηκαν ποινικές διώξεις σε βάρος των μηνυομένων, απαγγέλθηκαν κατηγορίες και μετά το 
πέρας της ανάκρισης οι κατηγορούμενοι απαλλάχθηκαν με βουλεύματα. Πρέπει να λεχθεί ότι 
ουδεμία προσβολή της ελευθερίας της βουλήσεως και ουδεμία κάμψη της βουλήσεως του άλλου με 
βία ή απειλή είναι επιτρεπτή εάν επιτυγχάνεται προκειμένου να αποκτηθεί περιουσιακό όφελος 
χωρίς νόμιμη, ληξιπρόθεσμη και απαιτητή αξίωση, που υπάγεται από την έννομη τάξη στην άμεση 
εξουσία ενός προσώπου. Ο παράνομος εξαναγκασμός με βία και απειλή σε πράξη, παράλειψη ή 
ανοχή που προξενεί περιουσιακή ζημία πρέπει να έχει ως προϋπόθεση, για να χαρακτηρισθεί 
παράνομος, η άσκηση της βίας ή η απειλή του κακού προς τον επιδιωκόμενο σκοπό μπορεί να 
θεωρηθεί αξιόμεμπτη. Η προσφυγή όμως στη δικαιοσύνη δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί αξιόμεμπτη 
πράξη. Το αντίθετο θα ίσχυε μόνον όταν ο δράστης που επιδιώκει περιουσιακό όφελος, για το 
οποίο δεν έχει ληξιπρόθεσμη και απαιτητή αξίωση, προβαίνει σε νόμιμη επαπειλούμενη πράξη, αλλά 
δεν έχει από την έννομη τάξη την εξουσία άσκησης του δικαιώματος, επειδή γίνεται εκμετάλλευση 
του δικαιώματος κατά τρόπο αντίθετο στα χρηστά ήθη και εν προκειμένω, ούτε οι αγωγές ούτε οι 
μηνύσεις κρίθηκαν καταχρηστικές. Άλλωστε, όταν κάποιος απευθύνει προς άλλον προειδοποίηση 
ότι θα επιδιώξει την επίλυση της μεταξύ τους οικονομικής διαφοράς, με κάθε νόμιμο προβλεπόμενο 
μέσο, δεν υπάρχει απειλή ούτε εκβίαση, αλλά σύσταση στο πλαίσιο ενάσκησης δικαιώματος. Εν 
προκειμένω, όπως προαναφέρθηκε, ο κατηγορούμενος αμφισβητούσε το ύψος της οφειλής του 
προς την πολιτικώς ενάγουσα, καθώς ισχυριζόταν ότι κάποιες επιταγές που είχε δώσει σ` αυτήν 
ήταν επιταγές ευκολίας και συνεπώς, ισχυριζόταν ότι οφείλει μικρότερο ποσό και θα ξεκινήσει 
δικαστικό αγώνα γι` αυτό. Αξίζει δε εδώ να επισημανθεί ότι στην από 3.8.2011 λογιστική 
πραγματογνωμοσύνη, που διενεργήθηκε, κατόπιν της υπ` αριθμ. ... διάταξης της 24ης τακτικής 
ανακρίτριας Πλημμελειοδικών Αθηνών, μεταξύ άλλων, αναφέρονται τα εξής: Η «Μ.» σε πλήθος 
περιπτώσεων, κατέθετε η ίδια χρήματα στους τραπεζικούς λογαριασμούς των πελατών της για την 
πληρωμή αξιόγραφων τους. Οι καταθέσεις αυτές ξεπερνούν τα 5000.000 ευρώ. Η πρακτική αυτή 
να εξοφλεί η ίδια αξιόγραφα των πελατών της και μετά να τους χρεώνει με το ποσό της κατάθεσης, 
είναι, αν μη τι άλλο ανορθόδοξη και η αιτιολογία που δόθηκε στον έλεγχο από την εγκαλούσα 
εταιρία, ότι οι επιταγές αυτές είχαν χρησιμοποιηθεί ως πλαφόν στις τράπεζες και θα έπρεπε να 
καλύψουν όλες τις επιταγές του συγκεκριμένου εκδότη, δεν γίνεται αποδεκτή διότι θα επαρκούσε 
μόνον αν αυτό συνέβαινε μόνο μία φορά και όχι σε τέτοια έκταση και σε τέτοια ποσά. Εξάλλου, 
από τον έλεγχο εταιρίες είχαν κατατεθεί σε πλαφόν σε διάφορες τράπεζες και δεν είχαν 
χρησιμοποιηθεί για πληρωμές τρίτων, προμηθευτών κλπ.». Στο πόρισμα δε ελέγχου της άνω 
πραγματογνωμοσύνης αναφέρεται: «Όσον αφορά το χρεωστικό υπόλοιπο του υπό έλεγχο ομίλου 
προς την εγκαλούσα εταιρία, ο έλεγχος αυτός δεν κατέστη δυνατόν να καταλήξει σε βέβαιο 
αποτέλεσμα λόγω των αναφερομένων προβλημάτων. Επιπροσθέτως, οι συμψηφιστικές εγγραφές 
που μονομερώς και χωρίς έγκριση ή εντολή έκανε η «Μ» μεταφέροντας υπόλοιπο της «Ε.Ο.» σε 
άλλες εταιρίες δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη από τον έλεγχο και θεωρούνται ως μη γενόμενες». 

 Επομένως, ο κατηγορούμενος βάσιμα αμφισβητούσε το ύψος της οφειλής του και νόμιμα προέβη 
στις παραπάνω ενέργειες, χωρίς με αυτές να επιδιώκει να εκβιάσει τον εγκαλούντα, με σκοπό να 
αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος από την εγκαλούσα εταιρία με απειλή βλάβης αυτής 
αλλά και της προσωπικής φήμης και υπόληψης των νομίμων εκπροσώπων της. Τέλος πρέπει να 
σημειωθεί ότι, όσον αφορά το αστικό μέρος της μεταξύ των διαδίκων οικονομικής διαφοράς, δεν 
έχει κριθεί οριστικά και αμετάκλητα το υπόλοιπο του οφειλόμενου στην πολιτικώς ενάγουσα 
ποσού εκ μέρους του κατηγορούμενου, καθόσον επί ασκηθείσας ανακοπής κατά της σε βάρος του 
εκδοθείσας διαταγής πληρωμής έγινε δεκτή η από 20.10.2009 αίτηση αναιρέσεως και εκδόθηκε η 
υπ` αριθμ. 713/2012 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε η υπ` αριθμ. 5438/2008 
απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με το σκεπτικό ότι «...καθίσταται αβέβαιο αν όντως το ποσό της 
διαταγής πληρωμής αποτελεί μέρος του ποσού που εγγράφως αναγνωρίσθηκε οφειλόμενο ή 
φέρεται ως τελικό υπόλοιπο (και) των συναλλαγών που ακολούθησαν την αναγνώριση». Κατόπιν 
αυτών, δεν στοιχειοθετείται τόσο η αντικειμενική όσο και η υποκειμενική υπόσταση του 
εγκλήματος της απόπειρας εκβίασης, και ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί αθώος.

Must red-read

Ακαταδίωκτο δημοσίων υπαλλήλων και μελών Δικηγορικών Συλλόγων

  27/2023 ΑΠ (Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Αστικώς ανεύθυνο δημοσίων υπαλλήλων. Περιλαμβάνει και την ευθύνη αυτών από προσβολές της προσωπικότ...