27/2023 ΑΠ
(Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)
Αστικώς ανεύθυνο δημοσίων υπαλλήλων. Περιλαμβάνει και την ευθύνη αυτών από προσβολές της προσωπικότητας τρίτων. Τα μέλη του Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγορικού Συλλόγου δεν νομιμοποιούνται παθητικά σε αγωγή προσβολής προσωπικότητας. Αγωγή κατά του προσωπικώς υπεύθυνου οργάνου του Δημοσίου ή ΝΠΔΔ. Υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων.
Απορρίπτει αναίρεση κατά της 2800/2018 ΕΦ ΘΕΣΣ (ΤΡΙΜ).
Αριθμός 27/2023
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A1` Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννα Κλάπα - Χριστοδουλέα, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, Χρήστο Κατσιάνη, Ασημίνα Υφαντή, Κανέλλα Τζαβέλλα - Δημαρά και Στέφανο - Σπυρίδωνα Πανταζόπουλο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 21 Νοεμβρίου 2022, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: ........ του ......, κατοίκου ......., ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως λόγω της δικηγορικής του ιδιότητας και κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) ........ του ......, κατοίκου ........, 2) ........ του ......., κατοίκου ......., 3) ....... του ......, 4) ........ του ......, κατοίκων ......., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ευάγγελο Σταμκόπουλο και κατέθεσαν προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 22/10/2012 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 7876/2014 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 2800/2018 του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 8/1/2021 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο αναιρεσείων ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Υπόκειται προς κρίση η από 8-1-2021 αίτηση για αναίρεση της εκδοθείσας αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία υπ` αριθμ. 2800/2018 τελεσίδικης απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θεσ/κης. Με την προσβαλλόμενη απόφαση απερρίφθη η από 2-5-2017 έφεση του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος κατά της υπ` αριθμ. 7876/2014 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσ/κης, η οποία είχε απορρίψει την από 22-10-2012 αγωγή του για προσβολή της προσωπικότητάς του, κατά των εναγομένων, νυν αναιρεσιβλήτων, ελλείψει παθητικής τους νομιμοποίησης. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3, 566 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με άρθρο 74 παρ. 1 ν. 4690/2020, όπως "ερμηνεύθηκε" με το άρθρο 49 του ν. 4963/2022). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να εξεταστεί το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, απορριπτομένου του ισχυρισμού των αναιρεσίβλητων ως προς το μη παραδεκτό της ένδικης αναίρεσης συνεπεία μη καταβολής του απαιτούμενου κατά το άρθρο 495 ΚΠολΔ για την άσκησή της παραβόλου κατά το χρόνο κατάθεσής της στη γραμματεία του δικαστηρίου που εξέδωσε την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ως μη νομίμου, διότι δεν προκαλείται απαράδεκτο του ενδίκου μέσου, όταν τούτο (παράβολο) προσκομίζεται μεταγενέστερα της κατάθεσης του ενδίκου μέσου, αλλά πριν από τη συζήτησή του (ΑΠ 933/2019, 341/2015). Από τη διάταξη του άρθρου 68 του ΚΠολΔ με την οποία ορίζεται ότι δικαστική προστασία έχει δικαίωμα να ζητήσει όποιος έχει άμεσο έννομο συμφέρον σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 216 παρ.1 στοιχ. α του ιδίου κώδικα, κατά την οποία το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, μεταξύ άλλων, σαφή έκθεση των γεγονότων που την θεμελιώνουν και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, προκύπτει ότι η νομιμοποίηση των διαδίκων, τόσο η ενεργητική, όσο και η παθητική αναφορικά με την επίδικη έννομη σχέση καθορίζεται κατά κανόνα από το ουσιαστικό δίκαιο, τόσο ως προς το αντικείμενο αυτής, όσο και ως προς τους φορείς της (δικαιούχο και υπόχρεο). Κατά συνέπεια, η από το δικαστήριο της ουσίας εσφαλμένη κρίση ότι ο ενάγων νομιμοποιείται ενεργητικά και ο εναγόμενος νομιμοποιείται παθητικά στην άσκηση της αγωγής ελέγχεται από τον αριθμ. 1 του όρθρου 559 (ή τον αριθμό 1 του άρθρου 560) του ΚΠολΔ προβλεπόμενο λόγο αναίρεσης, διότι προϋποθέτει παραβίαση από το ίδιο δικαστήριο κανόνα ουσιαστικού δικαίου (ΟλΑΠ 18/2005, ΑΠ 1002/2017, 1383/2010). Κατά τη διάταξη δε του άρθρ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνον αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006, 4/2005). Με το λόγο αναίρεσης από το άρθρ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ (παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου) ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κλπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ` ουσίαν (ΟλΑΠ 27, 28/1998). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ` αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται με βάση το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία (ΟλΑΠ 1/1999). Δεν υπάρχει, όμως, ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες (ΑΠ 622/1983). Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες (ΑΠ 413/1993). Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (ΟλΑΠ 861/1984). Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς, και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΑΠ 1547/1997). Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές, με βάση τις οποίες διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν αιτιολογία της απόφασης, ώστε στο πλαίσιο της ερευνώμενης διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 να επιδέχεται αυτή μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης του άρθρ. 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος (ΑΠ 465/1988). Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, εκ του περιεχομένου του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις απορρίπτεται ως απαράδεκτος, εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 1987/2007). Εξ άλλου, το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ ορίζει ότι για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του Δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το Δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης, που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος, μαζί δε με το Δημόσιο ευθύνεται σε ολόκληρο και το υπαίτιο πρόσωπο, με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων για την ευθύνη των υπουργών. Από το σκοπό της διάταξης του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, ερμηνευόμενης ενόψει και του άρθρου 1 (παρ.2 περ. η`) του ν. 1406/1983, με το οποίο ο νομοθέτης απέβλεψε στο να υπαγάγει στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, κατά την πρόβλεψη του άρθρου 94 παρ.1 του Συντάγματος, όλες τις διοικητικές διαφορές ουσίας, που, στα πλαίσια της δημόσιας δράσης της Διοίκησης, γεννώνται από την ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση, συνάγεται ότι, παρά την συσταλτική διατύπωσή της, αφού αναφέρεται σε παράνομες πράξεις ή παραλείψεις κατά την ενάσκηση της δημόσιας εξουσίας, η έννοιά της είναι ότι η αστική ευθύνη του Δημοσίου για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του, προβλέπεται στις περιπτώσεις ευθύνης του Δημοσίου όχι μόνο από εκτελεστές διοικητικές πράξεις των οργάνων του ή παραλείψεις προς έκδοση τέτοιων πράξεων, αλλά και από υλικές ενέργειες ή πράξεις ή παραλείψεις, που έλαβαν χώρα σε συνάρτηση προς την οργάνωση και λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας ή εξ αιτίας τους και δεν συνδέονται με την ιδιωτική διαχείριση της περιουσίας του Δημοσίου, ούτε οφείλονται σε προσωπικό πταίσμα οργάνου που ενήργησε εκτός του κύκλου των υπηρεσιακών του καθηκόντων. Για να στοιχειοθετηθεί δε αστική ευθύνη του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, απαιτείται παράνομη πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια ή παράλειψη υλικής ενέργειας οργάνων του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου κατά την άσκηση της ανατεθειμένης σε αυτά δημόσιας εξουσίας, επίκληση και απόδειξη συγκεκριμένης ζημίας, καθώς και αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης πράξης ή παράλειψης ή υλικής ενέργειας ή παράλειψης υλικής ενέργειας και της επελθούσας ζημίας. Από τις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 ΕισΝΑΚ προκύπτει, περαιτέρω, ότι στις περιπτώσεις που για τις μνημονευόμενες πράξεις, παραλείψεις ή υλικές ενέργειες ενάγεται, ως προσωπικώς υπεύθυνο προς αποζημίωση, όχι το Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου (Εισ.Ν.ΑΚ 106) αλλά το όργανο (του Δημοσίου ή του ΝΠΔΔ) που προκάλεσε τη ζημία, όταν η προσωπική ευθύνη των οργάνων του δημοσίου ή του νπδδ δεν έχει αποκλεισθεί, ανήκει στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων να κρίνουν επί της αγωγής αυτής, γιατί στις περιπτώσεις που η αγωγή δεν στηρίζεται στην ευθύνη του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, η διαφορά είναι ιδιωτικού δικαίου (ΑΕΔ 5/1995 και 53/1995, ΑΠ 302/2009). Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 85 παρ. 1 του υπαλληλικού κώδικα, που είχε κωδικοποιηθεί με το π.δ. 611/1977 και ίσχυε μέχρι την 9-4-1999, όταν άρχισε να ισχύει ο νεότερος υπαλληλικός κώδικας που κυρώθηκε με το ν. 2683/1999 και ίσχυσε μέχρι την 8-2-2007, οπότε άρχισε να ισχύει πλέον ο δημοσιοϋπαλληλικός κώδικας, που κυρώθηκε με το ν. 3528/2007, ο δημόσιος υπάλληλος ευθύνεται έναντι του δημοσίου για κάθε θετική ζημία που προξένησε σ` αυτό από δόλο ή βαρειά αμέλεια κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, καθώς επίσης για τις αποζημιώσεις, στις οποίες υποβλήθηκε έναντι τρίτων ένεκα παρανόμων πράξεων ή παραλείψεων αυτού, που έγιναν επίσης από δόλο η βαρειά αμέλεια. Δεν ευθύνεται όμως ο υπάλληλος έναντι τρίτων για τις ίδιες πράξεις ή παραλείψεις του. Η διάταξη του προαναφερθέντος άρθρου 85 παρ. 1 του Υ.Κ. του έτους 1977 είχε πλήρη εφαρμογή στις αναφερόμενες κατηγορίες υπαλλήλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (άρθρα 2 παρ. 1 περ. δ` και 86 του αυτού Κώδικα). Εξάλλου, και με το άρθρο 2 παρ. 2 του Υ.Κ του έτους 1999, ορίσθηκε ότι "υπάλληλοι ή λειτουργοί του κράτους ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, οι οποίοι, κατά συνταγματική ή νομοθετική πρόβλεψη, διέπονται από ειδικές γι` αυτούς διατάξεις, και οι υπάλληλοι των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, υπάγονται σε εκείνες τις διατάξεις του παρόντος Κώδικα, στις οποίες παραπέμπουν οι ειδικοί νόμοι που τους διέπουν". Δηλαδή, και υπό την ισχύ του Υ.Κ. του έτους 1999, για να εφαρμοσθούν οι διατάξεις του σε υπαλλήλους, που διέπονται από ειδικές διατάξεις, κατά συνταγματική ή νομοθετική πρόβλεψη, πρέπει: α) να γίνεται ρητή παραπομπή από τις ειδικές διατάξεις, που διέπουν ορισμένη κατηγορία υπαλλήλων ή λειτουργών, στις διατάξεις του Υ.Κ ή β) να υπάρχει κενό νόμου από τις ειδικές διατάξεις και να μην αποκλείεται η αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του Υ.Κ., όπως όταν με ειδική ρύθμιση νόμου εξαιρούνται από την υπαγωγή τους σε συγκεκριμένη διάταξη του ανωτέρω Υ.Κ. του έτους 1999. Οι ανωτέρω προϋποθέσεις εξέλιπαν με το ν. 3528/2007, αφού στο άρθρο 2 αυτού με τον τίτλο "έκταση εφαρμογής" ορίζεται στην παρ. 2 ότι "υπάλληλοι ή λειτουργοί του Κράτους ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, οι οποίοι, κατά συνταγματική ή νομοθετική πρόβλεψη, διέπονται από ειδικές διατάξεις υπάγονται στις διατάξεις του παρόντος για όσα θέματα δεν ρυθμίζονται από τις ειδικές γι` αυτούς διατάξεις", ενώ με την παρ. 6 του ως άνω άρθρου 38 ορίζεται ότι "ειδικές διατάξεις για την προσωπική αστική ευθύνη των δημοσίων υπαλλήλων έναντι των τρίτων διατηρούνται σε ισχύ". Τουτέστιν, οι διατάξεις του Υ.Κ., όπως αυτή του άρθρου 85 παρ. 1 του Υ.Κ. του έτους 1977 και ήδη του άρθρου 38 παρ. 1 του Υ.Κ των ετών 1999 και 2007 ισχύουν πλέον στο σύνολο σχεδόν των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων (ΟλΑΠ 3/2009) του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά σε ειδικές διατάξεις, από τις οποίες αυτοί τυχόν διέπονται. Σύμφωνα με το άρθρο Τρίτο του ως άνω ισχύοντος δημοσιοϋπαλληλικού κώδικα (ν. 3528/2007), η ισχύς του άρχισε από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, και οι διατάξεις του για την αστική ευθύνη ρυθμίζουν και όσες περιπτώσεις έλαβαν χώρα υπό το προγενέστερο νομοθετικό καθεστώς, εφόσον η υπόθεση φέρεται προς εκδίκαση μετά την ισχύ του νέου κώδικα. Με το ανωτέρω δε άρθρο 38 του δημοσιοϋπαλληλικού κώδικα καθιερώνεται το αστικώς ανεύθυνο των δημοσίων υπαλλήλων έναντι τρίτων (ΑΠ 294/2008, ΑΠ 2208/2007) και περιορίζεται το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, το οποίο, όπως προεκτέθηκε, στο δεύτερο εδάφιό του ορίζει ότι "Μαζί με το δημόσιο ευθύνεται εις ολόκληρον και το υπαίτιο πρόσωπο". Το δε αστικώς ανεύθυνο έναντι τρίτων των κατά το άρθρο 38 υπαγόμενων στο δημοσιοϋπαλληλικό κώδικα προσώπων περιλαμβάνει και την ευθύνη αυτών από προσβολές της προσωπικότητας τρίτων. Γενικότερα δε, κατά των προσώπων αυτών δεν μπορεί να ασκηθεί αστική αγωγή για προσβολή εκ μέρους τους της προσωπικότητας τρίτων κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, ενώ η ευθύνη των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου κατ` εφαρμογήν των διατάξεων των άρθρων 105 και 106 του Εισ.Ν.Α.Κ. είναι αντικειμενική, δηλ. ανεξάρτητη από υπαιτιότητα των οργάνων τους (Σ.τ.Ε. 1326/2017, 3292/2017). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 57 ΑΚ, σε περίπτωση παράνομης προσβολής της προσωπικότητας, ο προσβληθείς έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, ενώ δεν αποκλείεται αξίωση αποζημίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες.. Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 59 αυτού, στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο μπορεί, ύστερα από αίτηση του προσβληθέντος, "να καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού που έχει προσβληθεί. Η ικανοποίηση συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού...". Εξάλλου, στον προϊσχύσαντα Κώδικα περί Δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954) ορίζονταν τα ακόλουθα: άρθρο 1 "Ο Δικηγόρος είναι άμισθος Δημόσιος υπάλληλος" (πρβλ. άρθρο 1 παρ. 1 ν. 4194/2013 "ο δικηγόρος είναι δημόσιος λειτουργός"), άρθρο 66 παρ.1 "Αρμόδιον προς εκδίκασιν των πειθαρχικών παραπτωμάτων είναι το Πειθαρχικόν Συμβούλων του Δικηγορικού Συλλόγου εις ον ανήκεν ο εγκαλούμενος Δικηγόρος, καθ` ον χρόνον υπέπεσεν εις το δι` ο εγκαλείται παράπτωμα, ή του Δικηγορικού Συλλόγου του τόπου της τελέσεως, προτιμωμένου του καταρξαμένου της διώξεως", άρθρο 194 παρ. 1 "Οι Δικηγόροι Σύλλογοι είναι νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου", ενώ στα άρθρα 239 και 240 καθοριζόταν ο τρόπος συγκρότησης των πρωτοβάθμιων Πειθαρχικών Συμβουλίων. Παρόμοιες διατάξεις περιέχονται και στον ήδη ισχύοντα Κώδικα Δικηγόρων ( άρθρα 1 παρ.1, 89 παρ.1, 91, 147 ν. 4194/2013). Από τα πιο πάνω συνάγεται ότι ο τρίτος που ισχυρίζεται ότι βλάπτεται στην προσωπικότητά του από τις πράξεις των οργάνων (δημόσιων υπαλλήλων ή λειτουργών) ενός νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου που έλαβαν χώρα κατά την άσκηση των ανατειθεμένων σ` αυτά καθηκόντων και εφόσον δεν υπάρχει ειδική διάταξη που να ορίζει την προσωπική τους ευθύνη από την ως άνω δραστηριότητά τους, δεν μπορεί να στραφεί ατομικά κατά των προσώπων που απαρτίζουν το ως άνω όργανο, αλλά ορίζεται μόνον ευθύνη του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου του οποίου είναι νόμιμα όργανα, κατά του οποίου και μόνον μπορεί να στραφεί ως παθητικά νομιμοποιούμενο πρόσωπο ο βλαβείς τρίτος. Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή κατά το άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, προκύπτει ότι ο ενάγων με την επίδικη αγωγή του προσάπτει σε βάρος των εναγόμενων προσώπων παράνομες και υπαίτιες πράξεις και παραλείψεις, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ως μελών του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης το έτος 1992, που αποτελεί όργανο αυτού, εξαιτίας των οποίων υπέστη προσβολή της προσωπικότητάς του με την επιβολή σ` αυτόν πειθαρχικής ποινής (παύση ενός μηνός, η οποία εξέλιπε με την υπ` αριθμ. ....../1993 απόφαση του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων) για το εκεί δήθεν τελεσθέν απ` αυτόν πειθαρχικό παράπτωμα, και ζήτησε, μεταξύ των άλλων και άρση της προβολής της προσωπικότητάς του. Το Εφετείο απορρίπτοντας την έφεση του αναιρεσείοντος και επικυρώνοντας την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου η οποία είχε απορρίψει την αγωγή του ως παθητικώς ανομιμοποίητη δέχθηκε κατ`εφαρμογή των προαναφερθεισών διατάξεων ότι "...εφόσον δεν υφίσταται είτε στον Κώδικα περί Δικηγόρων είτε σε κάποια άλλη ειδική διάταξη νόμου πρόβλεψη για την προσωπική αστική ευθύνη των οργάνων των δικηγορικών συλλόγων έναντι των τρίτων, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, δεν νομιμοποιούνται παθητικά οι εναγόμενοι για την άσκηση εναντίον τους της υπό κρίση αγωγής. Μόνο δε παθητικά νομιμοποιούμενο είναι το ν.π.δ.δ. του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, κατά του οποίου.. θα μπορούσε να στραφεί ο ενάγων με σχετική αγωγή του ενώπιον των αρμόδιων διοικητικών δικαστηρίων ...". Με αυτά που δέχθηκε και έκρινε το Εφετείο και ειδικότερα ότι οι εναγόμενοι ατομικώς, που αποτέλεσαν μέλη του κατά το έτος 1992 πειθαρχικού συμβουλίου οργάνου του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσ/κης, που είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, δεν νομιμοποιούνται παθητικά στην ένδικη αγωγή του ενάγοντος, δεν έσφαλε ως προς την ορθή εφαρμογή των κανόνων δικαίου σχετικά με την έλλειψη της διαδικαστικής προϋπόθεσης της παθητικής νομιμοποίησης αυτών και ότι νομιμοποιείται παθητικά το ως άνω νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, η δε αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έχει νόμιμη βάση και δη την απαιτούμενη αιτιολογία, γιατί καλύπτεται χωρίς λογικά κενά και αντιφάσεις και με πληρότητα και σαφήνεια, χωρίς να χρειαζόταν οποιαδήποτε άλλη περαιτέρω παραδοχή, το πραγματικό των εφαρμοστέων εδώ κανόνων ουσιαστικού δικαίου που προαναφέρθηκαν, τους οποίους η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παραβίασε εκ πλαγίου με ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες, συνολικά εκτιμώμενες, ενώ δεν ήταν αναγκαία η παράθεση και άλλων αιτιολογιών. Επομένως, τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τον αναιρεσείοντα με τον πρώτο, δεύτερο και τρίτο από τον αρ. 1, 8 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγους αναίρεσης είναι ουσία αβάσιμα και απορριπτέα. Περαιτέρω, πρέπει η ένδικη αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από τον αναιρεσείοντα παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ) και να συμψηφιστεί μεταξύ των διαδίκων που κατέθεσαν προτάσεις η δικαστική δαπάνη, λόγω του δυσερμήνευτου του εφαρμοσθέντος κανόνος δικαίου κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό (άρθρα 179 εδ. α και 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 8-1-2021 αίτηση για αναίρεση της υπ` αριθμ. 2800/2018 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θεσ/κης.
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από τον αναιρεσείοντα, για την άσκηση της ένδικης αίτησης αναίρεσης παραβόλου.
Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τη δικαστική δαπάνη.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 6 Δεκεμβρίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 9 Ιανουαρίου 2023.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ