Κάποια χρόνια μετά
διαμελισμένα
από παρατεταμένα λεπτά
Σαν έβγαλα από τα ενδότερα
ψυχής πονήματα, καταπονημένα
από την χρόνια νόσο
την επάρατο
Με λιτό σπαραγμό
ώθησα την αντανάκλαση
ενός πελώριου ευχαριστώ
στις συντρόφισσες
Εστεμμένη κατέληξε
η ιδεοψυχαναγκαστική νεύρωση
βάζοντας βέρες στα
επανασυγκολλυμένα πτώματα
Ήταν μοιραίο μετά από τόσα τραύματα
να επουλώνονται τα χέρια της αφοσίωσης
Και πλέον από ασφαλή συνθήκη
απατηλή ή επουράνια
ποιος άραγε ξέρει τι ξημερώνει
από τις σφαίρες που εποστρακίζονται
αναπολώ εκείνο το συναίσθημα
-το φλύαρο-
ξέρω, τόσα χρόνια, για μια σκανδάλη που σκούριασε;
που αναδύει τόσες κηδείες
μετρημένες στα δάκτυλα
που με αποκλείει ως επισκέπτη στα τάρταρα;
Πιστεύω σε έναν Θεό
που εκδικείται κατάματα