Σάββατο 14 Ιουνίου 2025

Επικοινωνία γονέα-τέκνου, υπό τα "μάτια" του Υφυπουργού Προστασίας του Πολίτη

 


 

3442/2021 ΕΦ ΑΘΗΝΩΝ (ΜΟΝ)
(Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)
Μεταρρύθμιση απόφασης με αίτημα τον περιορισμό του χρόνου της επικοινωνίας του πατέρα με το ανήλικο τέκνο του εξαιτίας βλαπτικής συμπεριφοράς του εφεσιβλήτου σε βάρος του ανηλίκου κατά τη διάρκεια του χρόνου επικοινωνίας του με αυτό. Ανταγωγή του πατέρα με αίτημα τη μεταρρύθμιση της ίδιας απόφασης με διεύρυνση του χρόνου της επικοινωνίας του με το ανήλικο. Αγωγή με αίτημα τη μεταρρύθμιση απόφασης που ορίζει τη γονική μέριμνα και την επικοινωνία ανηλίκου τέκνου λόγω μεταβολής των συνθηκών μπορεί να ασκηθεί κατά τελεσίδικης ή ανέκκλητης απόφασης. Για τον καθορισμό της επικοινωνίας του γονέα με το τέκνο είναι αδιάφορο για ποιο λόγο οι γονείς δεν ζουν μαζί και αν αυτός που αξιώνει την επικοινωνία είναι υπαίτιος για τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης των γονέων ή τη λύση του γάμου τους. Το Δικαστήριο δύναται να επιβάλει περιορισμούς στην άσκηση του δικαιώματος επικοινωνίας ή σε εξαιρετικές, ακραίες καταστάσεις να αποκλειστεί αυτή, εφόσον αυτό είναι αναγκαίο μόνο για το συμφέρον του τέκνου. Κριτήρια για την εξειδίκευση του συμφέροντος του ανηλίκου. Βλαπτική για τον ανήλικο συμπεριφορά, η οποία συνίστατο σε ύβρεις, υπονόμευση, έλλειψη σεβασμού και περιφρόνηση, σε απειλές και χρησιμοποίηση του ανήλικου για την μετάδοση εκφοβιστικών μηνυμάτων, σε έμμεση βία κατά πραγμάτων, σε απεύθυνση στο παιδί με διαφορετικό όνομα. Εξαφανίζει την υπ` αριθμ. 3833/2020 ΜΠΡ ΑΘ. Εν μέρει δεκτές η αγωγή και η ανταγωγή.
Ελέγχεται αναιρετικά με την υπ` αριθμ. 156/2023 ΑΠ.
 
 

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 3442/2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Τμήμα 9°

 Αποτελούμενο από τη Δικαστή: Κωνσταντίνα Παλούδη Πρόεδρο Εφετών, που όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διοικήσεως του Εφετείου Αθηνών, και από τη Γραμματέα, Μαρία Αναγνωστοπούλου.

 Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 8 Οκτωβρίου 2020 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: ……….. του ……… και της ………, κατοίκου ……. Αττικής, οδός …….., με ΑΦΜ …….., της Δ.Ο.Υ ….., ως ασκούσας την επιμέλεια του προσώπου του ανηλίκου αβάπτιστου άρρενος τέκνου της, κατοίκου ομοίως, δυνάμει της υπ`αρ. 97802018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου με την πληρεξούσια Δικηγόρο Αθανασία Βαζάκα.

 ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ………… του ………. και της ………., κατοίκου ……… Αττικής, οδός ………, τον οποίο εκπροσώπησε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Μαρίνος Παπαδόπουλος.

 Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με την από 15-7-2019 αγωγή της, προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που έχει κατατεθεί με αριθμό ………../2019 ζήτησε να γίνουν δεκτά τα όσα αναφέρονται σ’ αυτήν.

 Ο αντενάγων και ήδη εφεσίβλητος, με την από 17-10-2019 ανταγωγή του, προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που έχει κατατεθεί με αριθμό ………../2019, ζήτησε να γίνουν δεκτά τα όσα αναφέρονται σ’αυτήν.

 Το Δικαστήριο εκείνο αφού συνεκδίκασε τα ως άνω δικόγραφα εξέδωσε την υπ’αριθμ. 3833/2020 οριστική του απόφαση με την οποία δέχθηκε όσα έταξε σ ’αυτή.

 Την απόφαση αυτή προσέβαλε η εκκαλούσα με την από 11 Ιουνίου 2020 έφεσή της, προς το Δικαστήριο τούτο, που έχει κατατεθεί στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με αριθμ. κατ. ………./2020 και στο παρόν Δικαστήριο (Εφετείο Αθηνών) με ΓΑΚ ……/2020 και ΕΑΚ ………/2020

 Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.

 Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν.

 ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ

 ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

 Ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου φέρεται προς εκδίκαση η από 11/06/2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου …………/25-06-2020 έφεση της ενάγουσας -αντεναγόμενης …………. κατά της με αριθμό 3833/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των Οικογενειακών Διαφορών, άρθρ. 592 Κ.Πολ.Δ.). Περαιτέρω η υπό κρίση έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι (από τα στοιχεία της δικογραφίας) δεν προκύπτει η επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης άρθρο 518 παρ. 2 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία (άρθρα 533 παρ. 1 και 592 ΚΠολΔ).

 Η εκκαλούσα (ενάγουσα/αντεναγομένη) άσκησε την από 15-7-2019 αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Γεν. Αριθ. Κατ. …../2019 και Ειδ. Αριθ. Κατ. …../2019) ζητώντας την μερική ανάκληση άλλως μεταρρύθμιση της υπ` αριθμ. 9780/2018 τελεσίδικης απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών αιτούμενη τον περιορισμό του χρόνου της επικοινωνίας του εφεσιβλήτου (εναγομένου/αντενάγοντος) με το ανήλικο για τους λόγους που εκτενώς αναφέρονται στην αγωγή και αφορούν στην, κατά τους ισχυρισμούς της εκκαλούσας (ενάγουσας/αντεναγομένης), βλαπτική συμπεριφορά του εφεσιβλήτου (εναγομένου/ αντενάγοντος) σε βάρος του ανηλίκου κατά τη διάρκεια του χρόνου επικοινωνίας του με αυτόν (ανήλικο). Κατόπιν ασκήσεως της αγωγής αυτής ο εφεσίβλητος (αντενάγων/ εναγόμενος) ήγειρε ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου την από 17.10.2019 ανταγωγή του (με Γεν. Αριθ. Κατ.: ……/2019 και Ειδ. Αριθ. Κατ.: …../2019) με την οποία ζητούσε μερική ανάκληση/μεταρρύθμιση της ιδίας τελεσίδικης αποφάσεως (9780/2018) προ της συμπληρώσεως του τρίτου έτους ηλικίας του ανηλίκου με διεύρυνση του χρόνου της επικοινωνίας του με το ανήλικο για τους λόγους που εκτενώς αναφέρονται στην ανταγωγή του. Επί της αμέσως ανωτέρω αγωγής και ανταγωγής των διαδίκων εκδόθηκε κατ` αντιμωλία των διαδίκων, η εκκαλουμένη υπ` αριθμ. 3833/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκαν η αγωγή και η ανταγωγή, για το λόγο ότι η υπ` αριθμ. 9780/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών δεν είχε καταστεί τελεσίδικη και ως εκ τούτου δεν υπόκειτο σε μεταρρύθμιση, υπό την έννοια ότι περιστατικά, που έλαβαν χώρα προ της τελεσιδικίας της δεν δύνανται να θεμελιώσουν σχετική αξίωση, καθόσον είναι δυνατή η προβολή τους ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται η εκκαλούσα για τους αναφερόμενους στην υπό κρίση έφεση λόγους, αναγομένους στο σύνολό τους σε κακή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητά την εξαφάνιση, άλλως τη μεταρρύθμιση της εκκαλουμένης και δη να ρυθμιστεί το δικαίωμα επικοινωνίας του εφεσίβλητου με το ανήλικο τέκνο τους κατά τον αναφερόμενο στην έφεσή της τρόπο.

 Ι. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1520 του ΑΚ, ο γονέας με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο διατηρεί το δικαίωμα της προσωπικής επικοινωνίας με αυτό και σε περίπτωση διαφωνίας των γονέων του ανηλίκου, ως προς την άσκηση του ανωτέρω δικαιώματος, το δικαστήριο καθορίζει τον τρόπο κατά τον οποίο θα γίνεται η επικοινωνία. Για τον καθορισμό της επικοινωνίας του γονέα με το τέκνο είναι αδιάφορο για ποιο λόγο οι γονείς δεν ζουν μαζί και αν αυτός που αξιώνει την επικοινωνία είναι υπαίτιος για τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης των γονέων ή τη λύση του γάμου τους. Το άκρως προσωπικό αυτό δικαίωμα του γονέα για επικοινωνία με το ανήλικο τέκνο του απορρέει από το φυσικό δεσμό του αίματος και του αισθήματος στοργής προς αυτό, συντελεί δε στην ανάπτυξη του ψυχικού του κόσμου και την εν γένει προσωπικότητά του, γι` αυτό η άσκηση του αποβλέπει κυρίως στο καλώς εννοούμενο συμφέρον του τέκνου. Εξάλλου η ρύθμιση του ανωτέρω δικαιώματος επικοινωνίας λειτουργεί μέσα στο γενικότερο πλαίσιο διατάξεων που προβλέπουν την άσκηση του δικαιώματος, αλλά και του καθήκοντος των γονέων περί τη γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου τους (άρθρα 1510 επ. του ΑΚ), για την οποία ο νόμος (άρθρα 1511 και 1512 του ΑΚ) επιτάσσει η ρύθμιση αυτή να αποβλέπει πρωτίστως στο συμφέρον του τέκνου. Επομένως, και το δικαστήριο, όταν ρυθμίζει την άσκηση της προσωπικής επικοινωνίας του γονέα με το τέκνο του, πρέπει πάντοτε να αποφασίζει με οδηγό το καλώς εννοούμενο συμφέρον του τελευταίου, λαμβάνοντας υπόψη του τις προκύπτουσες συντρέχουσες συνθήκες και περιστάσεις κάτω από τις οποίες θα ασκείται η προσωπική αυτή επικοινωνία στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 1516/2005, ΝοΒ 2006/400, ΕφΘεσ 564/2008, Αρμ 2008/1836), επιβάλλοντας, εφόσον είναι αναγκαίο για την προστασία του συμφέροντος του τέκνου, περιορισμούς στην άσκησή της, οι οποίοι μπορούν να αναφέρονται στον τόπο και το χρόνο της επικοινωνίας, την παρουσία τρίτων προσώπων κατά τη διάρκεια της ή ακόμη να συνίστανται στη λήψη μέτρων που διαμορφώνουν την επικοινωνία με ιδιαίτερο τρόπο, λόγω ειδικών περιστάσεων. Εάν όμως, υφίστανται εξαιρετικές, ακραίες καταστάσεις ή η άσκηση του δικαιώματος επικοινωνίας γίνεται με τρόπο καταχρηστικό, είναι δυνατόν και να αποκλεισθεί η άσκησή του με δικαστική απόφαση, εφόσον πάντοτε αυτό είναι αναγκαίο μόνο για το συμφέρον του τέκνου, η σχετική δε δικαστική απόφαση, σε περίπτωση μεταβολής στο μέλλον των συνθηκών που οδήγησαν στον αποκλεισμό αυτό, μπορεί να μεταρρυθμιστεί με νέα απόφαση, η οποία θα άρει τον αποκλεισμό (ΑΠ 537/2012 ΝΟΜΟΣ - ΑΠ 896/2007 ΝΟΜΟΣ -ΑΠ 509/1992 αδ - ΕφΛαρ 575/2003 αδημ. - Πουλιάδης σε ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, Οικογενειακό Δίκαιο, άρθρο 1520 σελ. 231 επ - Ε. Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη, Το δικαίωμα επικοινωνίας στα πλαίσια του εκσυγχρονισμού Οικογενειακού Δικαίου Αρμ. 42, 1097-1103, ιδίως σελ 1098-1099, Contra ότι δεν νοείται πλήρης αποκλεισμός - ΑΠ 534/1991, ΕλΔ 32.1505, ΕφΘεσ 1560/2003, Αρμ 2003/1273, ΕφΑθ 2758/1998, ΕλΔ 39.1646,ΕφΘεσ 2322/1997, ΕλΔ 40.358, ΕφΑθ 4818/1997, ΕλΔ 39.879). Για τον προσδιορισμό του συμφέροντος του τέκνου λαμβάνονται υπόψη τόσο η υποκειμενική πλευρά του παιδιού, η ψυχική του διάθεση και στάση σε σχέση με την επικοινωνία, όσο και αντικειμενικά αξιολογικά κριτήρια. Η ψυχική στάση του παιδιού είναι μεταβλητή, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι έχει δευτερεύουσα σημασία. Η εκτίμηση της υποκειμενικής πλευράς του παιδιού συνδέεται κυρίως με την ανάγκη προστασίας του στο παρόν από την επιβάρυνση και τις συνακόλουθες δυσμενείς επιπτώσεις που θα συνεπάγεται γι` αυτό μια επικοινωνία που είναι αντίθετη προς τη θέλησή του. Από αντικειμενική άποψη σημαντικό ρόλο θα διαδραματίζει στη διαμόρφωση της σχετικής κρίσης προσδιορισμού του συμφέροντος του τέκνου η μακροπρόθεσμη - με βάση τη μελλοντική προοπτική - ανάγκη της διατήρησης της επαφής με τον άλλο γονέα και οι επιδράσεις που αυτή έχει στην εν γένει ανάπτυξη και εξέλιξη της προσωπικότητας του παιδιού. Σημαντικό κριτήριο για την εξειδίκευση του συμφέροντος του ανηλίκου αποτελεί η προσωπική του γνώμη, η αναζήτηση της οποίας εξαρτάται από την ωριμότητα αυτού, η οποία προϋποθέτει μια κάποια ηλικία (ΕφΑθ 1898/2000, ΕλλΔνη 42.455). Η. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1536 ΑΚ, αν από τότε που εκδόθηκε δικαστική απόφαση σχετική με τη γονική μέριμνα και την επικοινωνία ανήλικου τέκνου με τους γονείς του μεταβλήθηκαν οι συνθήκες, το δικαστήριο οφείλει, κατόπιν αίτησης ενός ή και των δύο γονέων, των πλησιέστερων συγγενών ή του εισαγγελέα, να προσαρμόσει την απόφασή του στις νέες συνθήκες με την ανάκληση ή μεταρρύθμιση της σύμφωνα με το συμφέρον του τέκνου (ΑΠ 1377/1996 ΕλλΔνη 38.1053, ΕφΘεσ 1715/2003 Αρμ. 2003.161 1, ΕφΘεσ 1560/2003 ό.π.). Με την εν λόγω διάταξη παραμερίζεται η σταθερότητα των δικαστικών αποφάσεων και δημιουργείται η δυνατότητα προσαρμογής τους στις νέες συνθήκες για χάρη του συμφέροντος του τέκνου, το οποίο αποτελεί το μόνο κριτήριο μεταβολής. Για την εφαρμογή της απαιτείται μεταβολή των συνθηκών, οι δε νέες συνθήκες μπορεί να αφορούν το πρόσωπο του τέκνου, των γονέων του ή γενικά του κοινωνικού περιβάλλοντος και πρέπει να επήλθαν μετά την τελεσιδικία της απόφασης. Περιστατικά αναγόμενα στο πρόσωπο των γονέων είναι η ενηλικίωση ανήλικου γονέα, ο νέος γάμος του γονέα, το σοβαρό πρόβλημα υγείας, η ανήθικη συμπεριφορά, η αδιαφορία ή η βάναυση συμπεριφορά του γονέα, ενώ περιστατικά σχετιζόμενα με το πρόσωπο του τέκνου είναι η μεγαλύτερη ηλικία του ή η ιδιάζουσα κατάσταση της υγείας του, που καθιστά απαραίτητη τη μητρική περίθαλψη και φροντίδα (ΕφΑθ 10059/2005 ΕλλΔνη 48.1121).

 III. Τέλος, κατά την παράγραφο 3 του ως άνω άρθρου 334 ΚΠολΔ, η μεταβολή των συνθηκών λαμβάνεται υπόψη αν έγινε σε χρόνο στον οποίο αυτός που ζητά την μεταρρύθμιση της απόφασης, δεν μπορούσε να προβάλει την μεταβολή αυτή στην αρχική δίκη. Από τις ανωτέρω διατάξεις, προκύπτουν τα εξής: αν η μεταβολή, επήλθε σε χρόνο κατά τον οποίο ήταν δυνατό να προταθεί αυτή και δεν προτάθηκε, τότε καλύπτεται από το δεδικασμένο που θα προκύψει από την απόφαση, και δεν μπορεί να αποτελέσει τη βάση νέας αγωγής προς μεταρρύθμισή της. Ο τρόπος με τον οποίο θα προταθεί στο δικαστήριο η μεταβολή των συνθηκών (με παρεμπίπτουσα αγωγή, με τις προτάσεις ή με την άσκηση έφεσης κατά της οριστικής απόφασης), εξαρτάται από το χρόνο επέλευσης της μεταβολής αυτής στο στάδιο στο οποίο βρισκόταν η δίκη και από τη θέση που είχε σ' αυτήν ο διάδικος που επικαλείται τη μεταβολή. Σε περίπτωση επέλευσης της μεταβολής των συνθηκών μετά την έκδοση της οριστικής αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, πρέπει να ασκηθεί έφεση, εφόσον εντός της προθεσμίας άσκησής της επήλθε η μεταβολή και τα περιστατικά αυτά πρέπει να προταθούν με την έφεση κατά της οριστικής απόφασης (άρθρο 527 και 2 ΚΠολΔ), διαφορετικά δεν μπορεί μεταγενέστερα να ασκηθεί αγωγή με αίτημα τη μεταρρύθμιση της αποφάσεως αυτής. Αν έχει ασκηθεί έφεση, χρόνος κατά τον οποίο λαμβάνεται υπόψη η μεταβολή των συνθηκών είναι και ο χρόνος της τελευταίας συζήτησης στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, μέχρις ότου μπορούν να προταθούν παραδεκτά οψιγενείς ισχυρισμοί, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 269 παρ. 2 και 527 ΚΠολΔ). Μόνο αν η μεταβολή των συνθηκών επήλθε σε χρόνο κατά τον οποίο δεν ήταν δυνατή η προβολή της στην αρχική δίκη, όπως μετά την τελευταία συζήτηση στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο ή επήλθε μετά την προθεσμία ασκήσεως της εφέσεως, είναι δυνατόν να ζητηθεί με αγωγή η μεταρρύθμιση της αποφάσεως που επιδίκασε διατροφή λόγω μεταβολής των συνθηκών (ΟλΑΠ 2/1994 ΕλΔνη 35,352, ΕφΘεσ 1962/1990 Αρμ 1991,140).

 IV. Στην προκειμένη περίπτωση, η εκκαλούσα, με τον πρώτο λόγο της έφεσής της ισχυρίζεται ότι η εκκαλουμένη απόφαση εσφαλμένως δέχθηκε ότι κατά το χρόνο της ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου συζήτησης της από 15/7/2019 αγωγής της και της από 17/10/2019 ανταγωγής του εφεσίβλητου - εκκαλούντος, η υπό μεταρρύθμιση με αριθμό 9780/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών δεν είχε ακόμη τελεσιδικήσει. Πλην όμως όπως συνομολογεί ο εφεσίβλητος (εναγόμενος/αντενάγων) την υπ` αριθμ. 9780/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, επέδωσε στην εκκαλούσα (ενάγουσα/ αντεναγομένη) στις 14-9-2018 όπως αποδεικνύεται από την υπ` αριθμ. ……/14-9-2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή …………. την οποία προσκομίζει με επίκληση, επομένως κατά το χρόνο ασκήσεως της 15-7-2019 (Γεν. Αριθ. Κατ. …../2019 και Ειδ. Αριθ. Κατ. ……/2019) αγωγής της εκκαλούσας/ενάγουσας/ αντεναγομένης και της από 17-10-2019 ανταγωγής (με Γεν. Αριθ. Κατ.: ……/2019 και Ειδ. Αριθ. Κατ.: ……/2019) του εφεσιβλήτου/εναγομένου/αντενάγοντος, η υπό μερική ανάκληση/μεταρρύθμιση υπ` αριθμ. 9780/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών είχε καταστεί τελεσίδικη. Ως εκ τούτου η προσβαλλόμενη η απόφαση, η οποία έκρινε αντίθετα πρέπει, γενομένου δεκτού του πρώτου λόγου της υπό στοιχ. α` έφεσης, να εξαφανιστεί (άρθρ. 535 παρ 1 Κ.ΠολΔ.) και ακολούθως να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και περαιτέρω η ανωτέρω αγωγή και ανταγωγή να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητα αυτών.

 V. Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων ήτοι του μάρτυρα της εκκαλούσας (ενάγουσας/αντεναγομένης) ………. (πατέρα της) και της μάρτυρα του εφεσιβλήτου (αντενάγοντος/ εναγομένου) ………….. (αδελφή του), που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται (οι καταθέσεις) στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του ιδίου Δικαστηρίου, τις προσκομιζόμενες από την εκκαλούσα υπ` αριθμ. ……./7-10-2020, ……./8-11-2019, ……../8-11-2019 ένορκες βεβαιώσεις που δόθηκαν ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών ……….. μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση του εφεσιβλήτου/ εναγομένου/ αντενάγοντος (βλ. υπ’ αριθμ. ……/2.10.2020, ……../4.11.2019 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Εφετείου Αθηνών ………..) καθώς και την προσκομιζόμενη από τον εφεσίβλητο υπ` αριθμ. ……./24-10-2019 ένορκη βεβαίωση που δόθηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ………. μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της εκκαλούσας (βλ. υπ` αριθμ. ……/21-10-2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Εφετείου Αθηνών ………..), αλλά και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα έστω και μη ειδικώς κατωτέρω μνημονευόμενα τα οποία προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ανάμεσα στα οποία έγγραφα που για πρώτη φορά στον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας γίνεται επίκληση και προσαγωγή εκ μέρους των διαδίκων όχι από πρόθεση στρεψοδικίας ή βαριά αμέλεια (άρθρο 529 του ΚΠολΔ) αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο πολιτικό γάμο στο δημοτικό κατάστημα του ….. της δημοτικής ενότητας ………… της Τήνου στις 25-8-2016. Από το γάμο τους αυτό απέκτησαν ένα άρρεν τέκνο που γεννήθηκε στις 2-1-2017. Η έγγαμη συμβίωσή τους δεν εξελίχθηκε ομαλά και από τις 18-7-2017 διασπάστηκε με την αποχώρηση της εκκαλούσας (ενάγουσας/αντεναγομένης) από την οικογενειακή εστία, η οποία έκτοτε διαμένει στην πατρική της οικία, που βρίσκεται στον …… Αττικής μαζί με το ανήλικο τέκνο της. Στη συνέχεια η επιμέλεια του προσώπου του ανηλίκου ανατέθηκε προσωρινά στην εκκαλούσα (ενάγουσα/αντεναγομένη) με την υπ` αριθμ. 360/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) κατόπιν αντίθετων αιτήσεων των διαδίκων, με την ίδια δε απόφαση ρυθμίστηκε προσωρινά το δικαίωμα επικοινωνίας του εφεσιβλήτου (εναγομένου/αντενάγοντος) με το τέκνο, ορίζοντας ότι η επικοινωνία του θα γίνεται πάντοτε με την παρουσία της μητέρας στον τόπο κατοικίας του ανηλίκου. Ακολούθως κατόπιν αντίθετων αγωγών των διαδίκων εκδόθηκε η με αριθμό 9780/2018 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (ειδική διαδικασία οικογενειακών διαφορών) με την οποία ανατέθηκε οριστικά η επιμέλεια του προσώπου του ανηλίκου στην εκκαλούσα (ενάγουσα/αντεναγομένη) και ρυθμίστηκε το δικαίωμα επικοινωνίας του εφεσίβλητου (εναγόμενου/αντενάγοντα με το ανήλικο τέκνο του μέχρι αυτό να συμπληρώσει το τρίτο έτος της ηλικίας του, ως εξής: Κάθε Τρίτη και Πέμπτη ημέρα της εβδομάδας, από ώρα 17.00 έως ώρα 19:00), κάθε 1ο και 3ο Σάββατο του μήνα, από ώρα 11:00 έως ώρα 14:00, και κάθε 2η και 4η Κυριακή του μήνα από ώρα 11:00 έως 14:00, ανεξαρτήτως των αργιών των Χριστουγέννων, του Πάσχα και των καλοκαιρινών διακοπών. Με την ίδια υπ’ αριθμ. 9780/2018 απόφαση ορίστηκε επιπρόσθετα (όπως είχε οριστεί και με την υπ’ αριθμ. 360/2018 ασφαλιστικών μέτρων) ότι η επικοινωνία του εφεσιβλήτου (εναγομένου/αντενάγοντος) θα γίνεται πάντοτε με την παρουσία της μητέρας στον τόπο κατοικίας του ανηλίκου. Εξάλλου η εκκαλούσα (ενάγουσα/ αντεναγομένη) είχε καταθέσει επιπρόσθετα εκτός της από 15-7-2019 (Γεν. Αριθ. Κατ. …../2019 και Ειδ. Αριθ. Κατ. …../2019) αγωγής της και την στηριζόμενη στην αγωγή από 29-7-2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ/……../2019) αίτηση για λήψη ασφαλιστικών μέτρων, ισχυριζόμενη ότι υφίστατο επείγουσα περίπτωση και αιτούμενη τον περιορισμό του χρόνου της επικοινωνίας του εφεσιβλήτου με το ανήλικο λόγω της, κατά τους ισχυρισμούς της στο δικόγραφο, βλαπτικής συμπεριφοράς του σε βάρος αυτού (ανηλίκου) μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της αγωγής της. Επί της αμέσως ανωτέρω από 29-7-2019 αιτήσεως της εκκαλούσας (ενάγουσας/αντεναγομένης) για την λήψη ασφαλιστικών μέτρων εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 4878/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με την οποία πιθανολογήθηκε ότι από τον Ιανουάριο του 2018, οπότε συζητήθηκε η από 16-9-2017 αγωγή της εκκαλούσας επί της οποίας εκδόθηκε η υπ` αριθμ. 9780/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, καθώς και μετά την έκδοση της απόφασης αυτής ο εφεσίβλητος κατά τις ημέρες και ώρες επικοινωνίας του με το ανήλικο τέκνο του εμφανίζει προς αυτό πιεστική και εριστική συμπεριφορά με εξάρσεις βίας, απευθύνει προς αυτό μειωτικούς χαρακτηρισμούς και λίαν απαξιωτικές εκφράσεις σε βάρος της μητέρας του (εκκαλούσας) και σε βάρος των γονέων αυτής (απώτερων ανιόντων μητρικής γραμμής) οι οποίες αναφέρονται ενδεικτικά στο αιτιολογικό της απόφασης (υπ` αριθμ. 4878/2019) πετάει σκουπίδια, νερά και σαπουνάδες στο πάτωμα του καθιστικού της οικίας της εκκαλούσας όπου επικοινωνεί με τον ανήλικο, χτυπάει τα πόδια του στο πάτωμα και τα χέρια του στο τραπέζι, προκαλεί κρότο με διάφορα παιχνίδια, προκαλεί τον ανήλικο να βγάζει τα μάτια από τα παιχνίδια κλπ. Επίσης με την ίδια απόφαση (4878/2019) πιθανολογήθηκε ότι ενώ ο εφεσίβλητος από τον Δεκέμβριο του 2017 και εξής ονόμαζε το ανήλικο με το όνομα ……., το οποίο ο ίδιος είχε επιλέξει, ένα χρόνο αργότερα και προ της συζητήσεως της από 19.3.2018 αγωγής της εκκαλούσας (μητέρας) στο ακροατήριο του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, στις 7-1-2019, με αίτημα να οριστεί το όνομα του ανηλίκου “……….” επειδή δεν είχε γίνει ακόμη η ονοματοδοσία και η βάφτιση αυτού, ο εφεσίβλητος με την από 21.12.2018 εξώδικη δήλωση του προς την εκκαλούσα ισχυρίστηκε πως οι διάδικοι, είχαν προ της διασπάσεως της έγγαμης συμβίωσης συμφωνήσει να δοθεί στο ανήλικο τέκνο το όνομα ………, και έκτοτε κατά τις ημέρες και ώρες επικοινωνίας του με το ανήλικο τέκνο του, αρχικά το προσφωνούσε με την διπλή ονομασία ……….. και στη συνέχεια μόνο με το όνομα «……..», όνομα το οποίο με επιτακτικό τόνο ζητούσε να επαναλάβει το τέκνο, οπότε και το επιβράβευε, ενώ αντίθετα συνιστούσε επιτακτικά στο ανήλικο να μην αποκρίνεται στο όνομα ……… (για το ζήτημα του ονόματος του ανηλίκου οράτε και την υπ` αριθμ. 12399/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με την οποία ορίστηκε το κύριο όνομα του ανηλίκου …….). Τέλος με την άνω υπ` αριθμ. 4878/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που εκδόθηκε κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων πιθανολογήθηκε ότι εξ αιτίας της προεκτεθείσας συμπεριφοράς του εφεσιβλήττου (εναγομένου/ αντενάγοντος) έχει δημιουργηθεί ανασφάλεια ως προς τις σχέσεις του ανηλίκου με τον πατέρα, τα συναισθήματά του απέναντι του, καθώς και φόβος και πανικός, που σχετίζεται με τις αντιδράσεις του εφεσιβλήτου (εναγομένου/ αντενάγοντος), με αποτέλεσμα να δυσανασχετεί έντονα να συναντήσει τον πατέρα του, αλλά και τα άτομα του στενού οικογενειακού περιβάλλοντος αυτού, διακατεχόμενο (το τέκνο) από έντονα συναισθήματα φόβου και υποταγής, παραμένοντας πλέον προσκολλημένος (ο ανήλικος), σε μεγάλο βαθμό στη μητέρα του, με την οποία έχει αναπτύξει ισχυρότατους δεσμούς, αφού δεν την έχει αποχωριστεί από τη γέννησή του, στη συνέχεια δε ρυθμίστηκε προσωρινά το δικαίωμα επικοινωνίας του εφεσιβλήτου (εναγομένου/ αντενάγοντος) με τον ανήλικο …….. ως εξής: (Α) Κάθε πρώτο (1ο) και τέταρτο (4ο) Σάββατο του μήνα, από ώρα 11.00 έως ώρα 12.00 και πρώτη (1η) και τέταρτη (4η) Κυριακή του μήνα από ώρα 11.00 έως ώρα 12.00. (Β) Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού: (α) Τον μήνα Ιούλιο, κάθε πρώτο (1ο) Σάββατο του μήνα από ώρα 11.00 έως ώρα 12.00 και κάθε δεύτερη Κυριακή του μήνα από ώρα 11.00 έως ώρα 12.00. (β) Τον μήνα Αύγουστο κάθε τρίτο (3ο) Σάββατο του μήνα από ώρα 11.00 έως ώρα 12.00 και κάθε τέταρτη (4η) Κυριακή του μήνα από ώρα 1 1.00 έως ώρα 12.00. (Γ) Για τις γιορτές των Χριστουγέννων - Πρωτοχρονιάς, για το χρονικό διάστημα, από την 22α Δεκεμβρίου εκάστου έτους έως 6η Ιανουάριου του επόμενου έτους, η επικοινωνία να γίνεται: α) Για την εορτή των Χριστουγέννων για τα μονά έτη κάθε προπαραμονή Χριστουγέννων από ώρα 11.00 έως ώρα 12.00 και παραμονή Χριστουγέννων από ώρα 11.00 έως ώρα 12.00 και για τα ζυγά έτη ανήμερα των Χριστουγέννων από ώρα 11.00 έως ώρα 12.00 και δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων από ώρα 11.00 έως ώρα 12.00. (β) Για την εορτή της πρωτοχρονιάς, για τα μονά έτη ανήμερα της πρωτοχρονιάς από ώρα 11.00 έως ώρα 12.00 και την δεύτερη ημέρα (02/01) του νέου έτους από ώρα 11.00 έως ώρα 12.00, και για τα ζυγά έτη την προπαραμονή πρωτοχρονιάς από ώρα 11.00 έως ώρα 12.00 και παραμονή πρωτοχρονιάς από ώρα 11.00 έως ώρα 12.00. (Δ) Για τις εορτές του Πάσχα για το χρονικό διάστημα από την Κυριακή των Βαΐων έως την Κυριακή του Θωμά η επικοινωνία να γίνεται: α) Για τα ζυγά έτη κάθε Μεγάλη Παρασκευή από ώρα 11.00 έως ώρα 12.00 και Παραμονή του Πάσχα από ώρα 11.00 έως ώρα 12.00 και για τα μονά έτη ανήμερα το Πάσχα από ώρα 11.00 έως ώρα 12.00 και τη δεύτερη ημέρα του Πάσχα από ώρα 11.00 έως ώρα 12.00. Με την ίδια απόφαση (υπ` αριθμ. 4878/2019) ορίστηκε επιπρόσθετα η επικοινωνία του εφεσιβλήτου με το ανήλικο τέκνο του θα γίνεται πάντοτε με την παρουσία της μητέρας του ανηλίκου στον τόπο κατοικίας του ανηλίκου. Η εκδηλούμενη βλαπτική συμπεριφορά του εφεσιβλήτου (εναγομένου/αντενάγοντος) σε βάρος του ανήλικου ………., αποδεικνύεται από τις καταθέσεις των μαρτύρων της εκκαλούσας (ενάγουσας/αντεναγομένης), ήτοι την κατάθεση του ……… (πατέρα της) κατά την ακροαματική διαδικασία στο πρωτόδικο Δικαστήριο, όπως η κατάθεση αυτή καταγράφεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (υπ’ αριθμ. 3833/9-3-2020) και στην υπ` αριθμ. ……/7.10.2020 ένορκη βεβαίωση του ιδίου μάρτυρα ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών ………, καθώς και από τις καταθέσεις των λοιπών μαρτύρων - τρίτων προσώπων -……….και ………. (βλ. ……/8.11.2019 και ……. /8.11.2019 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του ιδίου συμβολαιογράφου). Οι μάρτυρες αυτοί όσα καταθέτουν τα καταθέτουν από δική τους αντίληψη, αντίθετα με την μάρτυρα αδελφή του εφεσιβλήτου (εναγομένου/αντενάγοντα) ……., που ομοίως κατέθεσε κατά την ακροαματική διαδικασία στο πρωτόδικο Δικαστήριο, και η κατάθεση της καταγράφεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (υπ’ αριθμ. 3833/9-3-2020), η οποία όσα κατέθεσε τα γνωρίζει από τον εφεσίβλητο αδελφό της. Η αμφισβήτηση της αξιοπιστίας των καταθέσεων των μαρτύρων ……….. και …………. από τον εφεσίβλητο (εναγόμενο/ αντενάγοντα) που στηρίζεται στην ιδιότητα των μαρτύρων αυτών ως αστυνομικών υπηρετούντων στην προσωπική ασφάλεια του πατέρα της εκκαλούσας νυν Υφυπουργού Προστασίας του Πολίτη, καθώς και η αμφισβήτηση της αλήθειας των καταθέσεων αυτών με αιτιάσεις όπως η παράνομη παρακολούθηση της επικοινωνίας του εφεσίβλητου με τον ανήλικο ……….. ή η απαγορευμένη παραμονή των προσώπων αυτών στο χώρο επικοινωνίας, επειδή παρέμεναν στον κάτω όροφο της οικίας, από τον τόπο (όροφο) που διεξαγόταν η επικοινωνία του εφεσιβλήτου με τον ανήλικο, συνιστούν αντικρούσεις με έμμεσους ισχυρισμούς οι οποίοι ακόμη και αν υποτεθούν αληθινοί, δεν αναιρούν την αλήθεια των περιστατικών που καταθέτουν οι μάρτυρες αυτοί, αντίθετα την ενισχύουν. Κατά την κρίση επομένως του Δικαστηρίου αυτού, αποδεικνύεται ότι ο εφεσίβλητος εκδήλωνε μέχρι τον Μάρτιο του 2020 (8.3.2020), οπότε διέκοψε κάθε επικοινωνία με τον ανήλικο ……., κατά τον χρόνο επικοινωνίας του με αυτόν (όπως η επικοινωνία ρυθμιζόταν με την υπ` αριθμ. 9780/2018 και στη συνέχεια με την υπ` αριθ. 4878/2019 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών) την παρακάτω βλαπτική για τον ανήλικο συμπεριφορά, η οποία συνίστατο σε ύβρεις, υπονόμευση έλλειψης σεβασμού και περιφρόνηση, σε απειλές και χρησιμοποίηση του ανήλικου για την μετάδοση εκφοβιστικών μηνυμάτων, σε έμμεση βία κατά πραγμάτων, σε απεύθυνση στο παιδί με διαφορετικό όνομα (……) από το όνομα που το ονομάζουν υπόλοιποι (………..). Οι προσβλητικές της προσωπικότητας της εκκαλούσας και της πατρικής οικογένειάς της εκφράσεις και χαρακτηρισμοί, όπως «φίδια, απατεώνες, ξεφτίλες, κακοί, ψεύτες, κλέφτες, χαζοί, τσιγκούνηδες, τσιγκουναριά, γέροι, μπάτσος, η κακιά γριά, ξεδιάντροπη, “οι ψεύτες που πάνε εκκλησία”, “παλιόγρια”, “η γριά το ΤΙΠΟΤΑ”, κλπ., Οι περιφρονητικοί χαρακτηρισμοί, όπως “η χαζή μαμά που φοράει γυαλιά”, η μαμά η θεούσα κλπ. Οι προτροπές “δεν ακούμε τη μαμά, μόνο τον μπαμπά”, “μη λες μαμά, μπαμπά να λες”, “οι χαζοί λένε μαμά” κλπ., οι εκφοβισμοί και οι απειλές όπως “η μαμά σου λέει ψέματα”, “η μαμά σε πήρε από τον μπαμπά”, “η μαμά δεν σε αγαπάει”, “δεν ξέρω καμία μαμά”, “η κακιά γριά και ο μπάτσος που σε πήραν από το σπίτι του μπαμπά”, “η κακιά γριά και η μαμά που θέλουν να σε πάρουν από τον μπαμπά”, “η κακιά γριά, ο λύκος”, “ΟΞΩ”, “ΟΞΩ ΟΙ ΜΠΑΤΣΟΙ”, “αν πάω κάτω θα δεις τι θα γίνει”, “θα δεις τι θα πάθει η γριά”, κλπ., η έμμεσα βίαιη συμπεριφορά εκδηλούμενη με έντονα νευρικά γέλια, με προτροπές όπως “βαράμε, ρίχνουμε φάπα”, “σβήσε το καντήλι του μπάτσου”, “πυροβόλησε το πορτραίτο του μπάτσου”, με χτυπήματα στο πάτωμα και στο τραπέζι, με καταστροφή του χώρου επικοινωνίας (σκουπίδια, χαρακές σε έπιπλα, πέταγμα νερών στο πάτωμα κλπ.), η αλλαγή του ονόματος και η αμφισβήτηση της υπάρξεως του ανηλίκου με το όνομα αυτό με εκφράσεις όπως “ποιος είναι ο ……; Δεν ξέρω εγώ κανέναν ……..!!!!! ….. σε λένε", "όταν σε ρωτάνε τα παιδιά πως σε λένε τι λες; ……... Γιατί λες ………. Δεν έχω πει θα λες μόνο ………, μην μπερδεύεσαι!!!!”, “Δεν υπάρχει …….”, “δεν ξέρω εγώ κανέναν ……… κλπ., οι συγκρίσεις χρησιμοποιώντας το δίπολο καλός-κακός και η απαξίωση άλλων ανθρώπων προσδιοριζόμενων από το επάγγελμά τους, όπως “ο καλός παππούς”, “η καλή γιαγιά”, “η καλή θεία” και στον αντίποδα “η κακιά γριά”, “ο μπάτσος”, “έξω οι μπάτσοι” “ο μπαμπάς που είναι αφεντικό”, η μαμά που είναι χαζή γιατί φοράει γυαλιά”, “ο μπαμπάς είναι αφεντικό και έχει υπαλλήλους που κάνουν ότι τους διατάξει”, η απόρριψη των ανθρώπων που είναι υπάλληλοι, γεωργοί, σερβιτόροι κλπ., και τέλος, η εκμάθηση όλων αυτών στον ανήλικο ………., με τη μορφή επίμονων επαναλήψεων σε συνδυασμό με την επανειλημμένη και αναιτιολόγητη αφαίρεση των παιχνιδιών από το ανήλικο παιδί κατά την αποχώρηση του εφεσιβλήτου (πατέρα) μετά τη λήξη του χρόνου επικοινωνίας, συνιστούν και κατά την κρίση του Δικαστηρίου αυτού, βλαπτικές συμπεριφορές που αυταπόδεικτα δημιούργησαν στο νηπιακής ηλικίας παιδί ανασφάλεια ως προς τις σχέσεις και τα συναισθήματα προς τον εφεσίβλητο (πατέρα του), αλλά και αισθήματα φόβου, πανικού και υποταγής που σχετίζονται άμεσα με τις αντιδράσεις του εφεσιβλήτου (εναγομένου/ αντενάγοντος), έχοντας δε όλα αυτά σαν αποτέλεσμα ο ανήλικος να δυσανασχετεί έντονα να συναντήσει τον πατέρα του, αλλά και τα άτομα του στενού οικογενειακού περιβάλλοντος αυτού, διακατεχόμενος (ο ανήλικος) από έντονα συναισθήματα φόβου και υποταγής, παραμένοντας προσκολλημένος, σε μεγάλο βαθμό στη μητέρα του, με την οποία έχει αναπτύξει ισχυρότατους δεσμούς. Μάλιστα ο ίδιος ο εφεσίβλητος (εναγόμενος/αντενάγων) δεν αρνείται ορισμένα περιστατικά, στα οποία αναφέρεται και περιγράφει ο ίδιος στην από 14.11.2019 Προσθήκη και Αντίκρουση που κατέθεσε στη πρωτόδικη διαδικασία (σβήσιμο καντηλιού από τον ανήλικο με πιστόλι που εκτοξεύει νερό, πυροβολισμός από τον ανήλικο πορτραίτου με πιστόλι που εκτοξεύει φούσκες), ούτε αρνήθηκε ότι ονομάζει το παιδί μόνος αυτός με άλλο όνομα (βλ. κατάθεση αδελφής του εφεσιβλήτου (εναγομένου αντενάγοντος) στην πρωτόδικη διαδικασία όπως καταγράφεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδριάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου). Στη συνέχεια, μετά την έκδοση της εκκαλουμένης υπ` αριθμ. 3833/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία δημοσιεύθηκε στις 9-3-2020 ο εφεσίβλητος (εναγόμενος/αντενάγων) ήγειρε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 3-4-2020 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων (ΓΑΚ/ΕΑΚ/……./……/2020) με αίτημα εκδόσεως προσωρινής διαταγής, με την οποία ζητούσε την εκ νέου ρύθμιση του δικαιώματος της επικοινωνίας του με τον ανήλικο …….. μέχρι την έκδοση αποφάσεως επί της αιτήσεως του, διότι αυτό παρέμενε αρρύθμιστο μετά την έκδοση της εκκαλουμένης απόφασης και την συνεπεία αυτής λήξη της ισχύος της υπ` αριθμ. 4878/2019 απόφασης ασφαλιστικών μέτρων με την οποία ρυθμιζόταν προσωρινά το δικαίωμα της επικοινωνίας του με τον ……….. Σημειώνεται ότι προ της εγέρσεως της άνω από 3-4-2020 αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων η εκκαλούσα (ενάγουσα/αντεναγόμενη) προσκάλεσε  επανειλημμένα τον εφεσίβλητο (εναγόμενο/αντενάγοντα) με εξώδικη πρόσκληση και ηλεκτρονικές επιστολές (βλ. από 13.3.2020 εξώδικη πρόσκληση και από 1-4-2020 και 2-4-2020 ηλεκτρονικές επιστολές) να επικοινωνήσει με τον ανήλικο παιδί τους, στους χρόνους που οριζόταν με την τελευταία υπ` αριθμ. 4878/2019 απόφαση, αλλά ο εφεσίβλητος (εναγόμενος/ αντενάγων) είχε διακόψει την επικοινωνία του με τον ανήλικο …… από 8-3-2020. Στη συνέχεια επί της άνω από 3-4-2020 αιτήσεως (ΓΑΚ/ΕΑΚ/…../…/2020) του εκκαλούντος εκδόθηκε η από 6-4-2020 προσωρινή διαταγή, η οποία εκδόθηκε ερήμην της εκκαλούσας λόγω των εξαιρετικών μέτρων που είχαν ληφθεί στη δικαιοσύνη εξ αιτίας της πανδημίας του Covid-19 (ΚΥΑ 1074/2020) και ρυθμίστηκε η επικοινωνία του εφεσιβλήτου (εναγόμενου/αντενάγοντος) με τον ανήλικο …….. ηλικίας τότε τριών (3) ετών (γεννημένο στις 2.1.2017), ως εξής: α) Κάθε Τρίτη και Πέμπτη από ώρα 16.00 έως ώρα 19.00, και β) κάθε δεύτερη και τέταρτη Κυριακή εκάστου μηνός από ώρα 11.00 έως ώρα 14:00, παραλαμβάνοντας το από την οικία της μητέρας του και επιστρέφοντας το εκεί, κατά τις ορισθείσες ημέρες και ώρες. Η άνω από 6-4-2020 προσωρινή διαταγή επιδόθηκε στην εκκαλούσα (ενάγουσα/αντεναγομένη) την επόμενη ημέρα (7-4-2020) και την μεθεπόμενη ημέρα η εκκαλούσα υπέβαλε την από 8-4-2020 αίτησή της για την ανάκληση άλλως μεταρρύθμιση της από 6-4-2020 προσωρινής διαταγής ζητώντας ουσιαστικά την επαναφορά της ρυθμίσεως του δικαιώματος επικοινωνίας του εκκαλούντος με τον ανήλικο όπως οριζόταν στην υπ` αριθμ. 4878/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Επί της από 8-4-2020 αιτήσεως της εκκαλούσας εκδόθηκε η από 9-4-2020 προσωρινή διαταγή με την οποία ρυθμίστηκε το δικαίωμα επικοινωνίας του εφεσιβλήτου (εναγόμενου /αντεναγομένου) προσωρινά μέχρι την συζήτηση της άνω από 3-4-2020 αιτήσεως (ΓΑΚ/ΕΑΚ/…../……/2020) ως εξής: Κάθε πρώτο και τέταρτο Σάββατο του μήνα από ώρα 11.00 έως 12.00 και κάθε πρώτη και τέταρτη Κυριακή από ώρα 11.00 έως ώρα 12.00, στην κατοικία όπου διαμένει και παρουσία της μητέρας του. Η από 3-4-2020 αίτηση (ΓΑΚ/ΕΑΚ /…../……/2020) του εφεσιβλήτου (εναγομένου Παντενάγοντος) συζητήθηκε στο ακροατήριο του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων στις 24-6-2020 και το Δικαστήριο με απόφαση του διατήρησε την άνω από 6-4-2020 προσωρινή διαταγή. Πλην όμως η εκκαλούσα υπέβαλε αίτημα διορθώσεως της απόφασης διατήρησης της από 6-4-2020 προσωρινής διαταγής, θεωρώντας ότι δεν ήταν δυνατή η διατήρηση της εφόσον είχε παύσει η ισχύς της, ζήτησε δε επιπρόσθετα να εκδοθεί νέα προσωρινή διαταγή. Πράγματι εκδόθηκε η από 9-7-2020 προσωρινή διαταγή με τον οποία ρυθμίστηκε προσωρινά το δικαίωμα επικοινωνίας του εφεσιβλήτου (εναγομένου/αντενάγοντος) με τον ανήλικο ……….. ως εξής: Κάθε 10 Σάββατο και κάθε 1η Κυριακή του μήνα από ώρα 11.00 έως ώρα 12.00 και κάθε 4ο Σάββατο και κάθε 4η Κυριακή του μήνα από ώρα 11.00 έως ώρα 12.00, στο σπίτι που διαμένει το παιδί με την παρουσία της μητέρας. Περαιτέρω από το αποδεικτικό υλικό προέκυψε ότι ο ανήλικος εκδήλωσε άρνηση να επικοινωνήσει με τους γονείς του εφεσιβλήτου (απώτερους ανιόντες της πατρικής πλευράς) αλλά και με τον ίδιο τον εφεσίβλητο (εναγόμενοι αντενάγοντες την οποία εκδήλωσε ενώπιον των αστυνομικών οργάνων στις 23-5-2020 (βλ. υπ` αριθμ. πρωτ. …….. Αντίγραφο Αναφοράς Εποχούμενης Περιπολίας του Αστυνομικού Τμήματος …….), και ότι ο εφεσίβλητος (εναγόμενος/αντενάγων) θεωρώντας ότι στις 23-5-2020 παραβιάστηκε από δόλο της εκκαλούσας το δικαίωμα της επικοινωνίας των γονέων του, την επομένη (24-5-2020) ενέμεινε στην σύλληψη αυτής (εκκαλούσας) με την αυτόφωρη διαδικασία, με αλλεπάλληλες κλήσεις στην άμεση δράση και αναμένοντας τη σύλληψη αρκετές ώρες παραμένοντας έξω από την οικία που διαμένει το ανήλικο τέκνο με την εκκαλούσα (βλ. υπ` αριθ. πρωτ.: ……….. /Α.Μ.Υ.: 3220 έγγραφο της Διευθύνσεως Αμέσου Δράσης Αττικής). Παρόμοιο επεισόδιο δημιουργήθηκε στις 28-6-2020 όταν ο ανήλικος …………. αρνήθηκε να επικοινωνήσει με τον πατέρα του, να τον ακολουθήσει και να απομακρυνθεί από την μητέρα του (εκκαλούσα) και από το σπίτι που διαμένει (σε εκτέλεση της από 6-4-2020 προσωρινής διαταγής η οποία μεταρρυθμίστηκε στις 9-7-2020) και η αστυνομία μετά από κλήση του εφεσίβλητου/ενάγοντα συνέλαβε την εκκαλούσα για παραβίαση δικαστικής απόφασης στα πλαίσια της αυτόφωρης διαδικασίας (βλ. αριθμ. πρωτ. ………../28-6-2020 Αντίγραφο Αναφοράς Εποχούμενης του Αστυνομικού Τμήματος ……). Όπως περαιτέρω αποδείχθηκε την ημέρα εκείνη (28-6-2020) ο ανήλικος ……, αντιλαμβανόμενος την ένταση και την απομάκρυνση της μητέρας του εκδήλωσε έντονη ανησυχία (βλ. υπ’ αριθμ. …./3.7.2020 Ένορκη βεβαίωση). Την άρνηση του ανηλίκου ……… να επικοινωνήσει με τον εφεσίβλητο, δηλαδή να τον ακολουθήσει και να απομακρυνθεί από την μητέρα του επιρρωνύει και το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος στη συνέχεια συμφωνεί να επικοινωνεί με τον ανήλικο ……… σε δημόσιους χώρους (όπως πλατείες, παιδικές χαρές, δημιουργικούς χώρους κλπ) παρουσία της εκκαλούσας, σε χρόνους που θα ορίζονται από κοινού, στάση που δεν θα είχε λόγο να τηρήσει αν η μέχρι τότε επικοινωνία του με τον ανήλικο ήταν ομαλή ή και αβίαστη. Μάλιστα η εκκαλούσα, ενεργώντας προς το συμφέρον του ανηλίκου δεν ενέμεινε στην εφαρμογή της από 9-7-2020 προσωρινής διαταγής με την οποία ρυθμιζόταν προσωρινά το δικαίωμα επικοινωνίας του εφεσιβλήτου με τον ανήλικο ………., κάθε 1ο Σάββατο και κάθε 1η Κυριακή του μήνα από ώρα 11.00 έως ώρα 12.00 και κάθε 4ο Σάββατο και κάθε 4η Κυριακή του μήνα από ώρα 11.00 έως ώρα 12.00, στο σπίτι που διαμένει το παιδί με την παρουσία της μητέρας. Περαιτέρω προς το συμφέρον του ανηλίκου είναι η δυνατότητα της προσωπικής επικοινωνίας αυτού (ανηλίκου) με τον γονέα με τον οποίο δεν διαμένει και η δημιουργία ισχυρών δεσμών υπό την προϋπόθεση ότι η επικοινωνία αυτή θα διεξάγεται με ομαλό τρόπο και θα συνεισφέρει στην υγιή ψυχοσωματική ανάπτυξη αυτού (του ανηλίκου). Υπό τα δεδομένα δε της υπό κρίση υποθέσεως, πρέπει να διασφαλιστεί η ομαλή ανάπτυξη της προσωπικότητας του ……….. σε περιβάλλον που δεν θα είναι χειριστικό και εντασιακό σε βάρος του. Μια τέτοια διασφάλιση του ανηλίκου από την επανάληψη των άνω περιγραφόμενων και εκδηλούμενων σε βάρος του συμπεριφορών, πρέπει να διαρκεί μέχρι την ηλικία που ο ανήλικος θα μπορεί να εκδηλώνει και εκφράζει τα συναισθήματά του και αυτή η ηλικία κρίνεται ότι είναι το έκτο (6ο) έτος της ηλικίας του συμπληρωμένο. Πρέπει επομένως ο ανήλικος ……….., ενόψει και του ισχυρού δεσμού με την μητέρα του, να βρίσκεται καθημερινά σε επαφή με το περιβάλλον στο οποίο αισθάνεται ασφάλεια και προστασία, ενόψει των πιεστικών καταστάσεων στις οποίες έχει υποβληθεί και περιγράφονται ανωτέρω, διότι η ηλικία του δεν βοηθά στον μεταβολισμό τέτοιων συμπεριφορών και καταστάσεων, οι οποίες υπάρχει κίνδυνος να επαναληφθούν (βλ. υπ` αριθμ. …../2019 απόφαση, από 27.7.2019 Ιατρική Γνωμάτευση του ψυχιάτρου ………, του Νοσοκομείου ……..). Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου ενισχύεται και από το γεγονός, ότι όλες οι προηγηθείσες και αναφερόμενες ανωτέρω αποφάσεις (όπως και η υπ` αριθμ. 4532/2018 που επικαλείται ο εφεσίβλητος) ρύθμιζαν το δικαίωμα επικοινωνίας του εφεσιβλήτου/εναγομένου/αντενάγοντα με τον ανήλικο στο σταθερό και ασφαλές περιβάλλον της μητέρας στο οποίο η επικοινωνία διεξαγόταν ή έστω στο οποίο επέστρεφε ο ανήλικος …… μετά από λίγες ώρες απομάκρυνσης (από 6-4-2020 προσωρινή διαταγή). Το ίδιο ισχύει και για την υπ` αριθμ 1949/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) που επικαλείται ο εφεσίβλητος, η οποία αφορά στην ρύθμιση του δικαιώματος επικοινωνίας των απώτερων ανιόντων της πατρικής γραμμής και με την οποία απαγορεύεται ρητά η παρουσία του εφεσιβλήτου κατά τη διάρκεια της επικοινωνίας. Περαιτέρω η εκτενής αναφορά του ίδιου του εφεσιβλήτου για ύπαρξη συστήματος εικόνας και ήχου στην οικία του στον …….. Αττικής, ικανού σε κάθε περίπτωση να χρησιμοποιηθεί ως σύστημα παρακολούθησης των διαμενόντων στην οικία αυτή, καθιστά το περιβάλλον της οικίας ιδιόμορφο, σε σύγκριση με το συνηθισμένο Οικογενειακό περιβάλλον της μέσης ελληνικής οικογένειας. Πρέπει επομένως να διασφαλιστεί το δικαίωμα του ανηλίκου ………. για την ελεύθερη και υγιή ανάπτυξη της προσωπικότητάς του, στην οποία αρρήκτως περιλαμβάνεται η ομαλή επικοινωνία και η δημιουργία ισχυρών δεσμών με τον γονέα με τον οποίο δεν διαμένει (πατέρα του), σε ένα υγιές, ήπιο, συναισθηματικά ομαλό και ασφαλές περιβάλλον, με τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται το δικαίωμα του ανηλίκου για ισορροπημένη ψυχολογική ανάπτυξη ως μια ανεξάρτητη και υπεύθυνη προσωπικότητα.

 Κατόπιν αυτών, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση ως βάσιμη κατ` ουσίαν, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και εκδικαστούν οι από 15-07-2019 αγωγή και από 17-10-2019 ανταγωγή, να γίνουν αυτές εν μέρει δεκτές ως βάσιμες κατ` ουσίαν και να ρυθμιστεί το δικαίωμα επικοινωνίας του εφεσίβλητου - εναγομένου - αντενάγοντος με το ανήλικο τέκνο του, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο διατακτικό της παρούσας.

 Τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας θα συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων (άρθρα 178, 179, 183 ΚΠολΔ).

 ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 Δικάζει κατ` αντιμωλία των διαδίκων την από 11/06/2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου ……../25-06-2020 έφεση της ενάγουσας- αντεναγόμενης ……….. κατά της με αριθμό 3833/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των Οικογενειακών Διαφορών, άρθρ. 592 Κ.Πολ.Δ.)

 Δέχεται τυπικά και κατ` ουσίαν την έφεση.

 Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ` αριθμ. 3833/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.

 Κρατεί την υπόθεση και δικάζει κατ` ουσία την από 15/07/2019 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ………/2019 αγωγή της εκκαλούσας και την από 17/10/2019 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …../2019 ανταγωγή του εφεσίβλητου.

 Δέχεται εν μέρει αυτές.

 Ρυθμίζει το δικαίωμα επικοινωνίας του εφεσιβλήτου (εναγομένου-αντενάγοντος) με το ανήλικο τέκνο του, μέχρι την συμπλήρωση του έκτου (6ου) έτους ηλικίας του ανηλίκου, ως εξής: Την ημέρα Τρίτη της κάθε εβδομάδας από ώρα 16.00 έως ώρα 20.00, κάθε πρώτο (1ο) και τέταρτο (4ο) Σάββατο του μήνα από ώρα 10.00 έως ώρα 20.00 και κάθε πρώτη (1η) και τέταρτη (4η) Κυριακή του μήνα από ώρα 10.00 έως ώρα 20.00.

 Για τις εορτές των Χριστουγέννων/Πρωτοχρονιάς, για το χρονικό διάστημα, από την 22α/12 εκάστου έτους έως 6η/1 του επόμενου έτους, η επικοινωνία να γίνεται:

 (α) Για την εορτή των Χριστουγέννων για τα μονά έτη από 20/12 έως 24/12 κάθε ημέρα από ώρα 10.00 έως ώρα 20.00 και για τα ζυγά έτη από 25/12 έως 29/12 από ώρα 10.00 έως 20.00 (β) Για την εορτή της πρωτοχρονιάς, για τα μονά έτη από 1/1 έως 4/1 από ώρα 10.00 έως ώρα 20.00 καθημερινά και για τα ζυγά έτη από 4/1 έως 6/1 από ώρα 10.00 έως ώρα 20.00.

 Για τις εορτές του Πάσχα για το χρονικό διάστημα από το Σάββατο του Λαζάρου έως και την Κυριακή του Θωμά η επικοινωνία θα γίνεται:

 Για τα ζυγά έτη από Μεγάλη Τρίτη μέχρι και Μεγάλη Παρασκευή από ώρα 10.00 έως ώρα 20.00 καθημερινά και για τα μονά έτη από Μεγάλο Σάββατο μέχρι Τρίτη διακαινησίμου (μετά το Πάσχα) από ώρα 10.00 έως ώρα 20.00 καθημερινά.

 Κατά την διάρκεια του καλοκαιριού, που ορίζεται για το διάστημα από 1/7 έως 31/8 εκάστου έτους, η παραπάνω επικοινωνία αργεί, ορίζεται σε εξαιρετικά το δικαίωμα επικοινωνίας ως εξής:

 Τον μήνα Ιούλιο κατά τα μονά έτη από 1.7. έως και 7.7, από ώρα 10.00 έως ώρα 20.00 καθημερινά και τα ζυγά έτη από 10.7, έως 17.7. από ώρα 10.00 έως ώρα 20.00 καθημερινά. Τον μήνα Αύγουστο, τα μονά έτη από 1/8 έως και 7/8 κάθε μέρα από ώρα 10.00 έως 20.00 και τα ζυγά έτη από 10/8 έως και 17/8 κάθε μέρα από ώρα 10.00 έως ώρα 20.00

 Η επικοινωνία του εφεσίβλητου (εναγομένου-αντενάγοντος) με το ανήλικο τέκνο του θα γίνεται είτε στον τόπο κατοικίας του (………. στον ……. Αττικής), είτε σε εξωτερικούς κατάλληλους χώρους (π.χ. παιδότοποι, παιδικές χαρές, πλατείες, χώροι άθλησης και αναψυχής). Το ανήλικο θα το παραλαμβάνει ο εφεσίβλητος (πατέρας) από το σπίτι όπου διαμένει με την μητέρα του (εκκαλούσα) και θα το επιστρέφει σε αυτό.

 Απειλεί κατά της εκκαλούσας (ενάγουσας-αντεναγομένης) χρηματική ποινή διακοσίων (200,00) ευρώ για κάθε παράβαση της ανωτέρω διάταξης.

 Συμψηφίζει, στο σύνολό τους, τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων.

 Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα στις 29 Ιουλίου 2021 σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοί τους δικηγόροι.

 Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                                                                Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ





 Π.Κ. -Ρ.Κ.
 
 


Μία απόφαση του Αρείου Πάγου σε βάρος του νόμου της συνεπιμέλειας, υπό το βάρος των αστυνομικών της προσωπικής φρουράς μέλους της Κυβέρνησης

 

 


Όταν ο Άρειος Πάγος πρωτοτυπεί... εν αντιθέσει με τόσες άλλες περιπτώσεις, όπου πολύ χειρότερες, κακοποιητικές, συμπεριφορές, από τις περιγραφόμενες, δεν αρκούν ούτε καν για την αποφυγή της ισότιμης συνεπιμέλειας 

 

156/2023 ΑΠ 
(Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)
Ελάχιστο τεκμήριο χρόνου επικοινωνίας ανηλίκου τέκνου με τον γονέα, με τον οποίο δεν διαμένει. Δυνατή η απόκλιση από αυτό για εξαιρετικά σοβαρούς λόγους, αφορώντες το βέλτιστο συμφέρον του τέκνου. Επίδειξη βλαπτικής συμπεριφοράς από τον πατέρα προς το τέκνο. Μεταρρύθμιση απόφασης με την οποία ρυθμιζόταν η άσκηση του δικαιώματος επικοινωνίας. Επιβολή περιορισμών. Ορθή εφαρμογή του Νόμου από το Εφετείο. Απορρίπτει αναίρεση κατά της 3442/2021 ΕΦ ΑΘ (ΜΟΝ).
 
 

Αριθμός 156 / 2023

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A1` Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ευδοξία Κιουπτσίδου - Στρατουδάκη, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, Ιωάννα Κλάπα - Χριστοδουλέα, Χρήστο Κατσιάνη, Ασημίνα Υφαντή - Εισηγήτρια και Κανέλλα Τζαβέλλα - Δημαρά, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 24 Οκτωβρίου 2022, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: ...... του ....., κατοίκου ...... Αττικής, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μαρίνο Παπαδόπουλο με δήλωση κατ` άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσιβλήτου: ....... του ....., κατοίκου ...... Αττικής, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Αθανασία Βαζάκα και Ανδρέα Γαβαλά και κατέθεσε προτάσεις.
 

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 15/7/2019 αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου και την από 17/10/2019 ανταγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3833/2020 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 3442/2021 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 18/8/2021 αίτησή του.
 

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι της αναιρεσιβλήτου ζήτησαν την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

 ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
 

Με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των οικογενειακών διαφορών υπ' αριθμό 3442/2021 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και ανταγωγή και ρύθμισε το δικαίωμα επικοινωνίας του αναιρεσείοντος με το ανήλικο τέκνο του. Η αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ.1 ΚΠολΔ), είναι συνεπώς παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της ( άρθρο 577 αρ.3 ΚΠολΔ).
 

Κατά το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο λόγος αυτός αναφέρεται σε ακυρότητες, δικαιώματα και απαράδεκτα από το δικονομικό μόνο και όχι το ουσιαστικό δίκαιο, δικονομικές δηλαδή ενέργειες που ρυθμίζουν την έναρξη και εξέλιξη της έννομης σχέσεως της δίκης και κατατείνουν στην έκδοση δικαστικής αποφάσεως επί της αιτουμένης έννομης προστασίας (ΟλΑΠ 12/2000). Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 562 παρ. 2 και 3 ΚΠολΔ προκύπτει ότι είναι απαράδεκτος λόγος αναιρέσεως, που στηρίζεται σε ισχυρισμό ο οποίος δεν προτάθηκε ή δεν προτάθηκε νομίμως στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορούσε να προταθεί στο δικαστήριο της ουσίας β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση και γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημοσία τάξη. Η διάταξη αυτή, που αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής, ότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της αποφάσεως του δικαστηρίου της ουσίας, με βάση την πραγματική και νομική κατάσταση που όφειλε να λάβει υπόψη του ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού όλων των λόγων αναιρέσεως, η συνδρομή της οποίας πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο. Πρέπει δηλαδή να αναφέρεται στο αναιρετήριο, ότι ο ισχυρισμός που στηρίζει τον προβαλλόμενο λόγο αναιρέσεως, είχε προταθεί στο δικαστήριο της ουσίας και να καθορίζεται τόσο το περιεχόμενό του, όσο και ο νόμιμος τρόπος που προτάθηκε ή επαναφέρθηκε στο δικαστήριο της ουσίας. Το γεγονός δε ότι ο σχετικός ισχυρισμός έπρεπε να ληφθεί υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο δεν σημαίνει και ότι ο κανόνας είναι δημοσίας τάξεως, διότι ναι μεν η εφαρμογή του νόμου είναι έργο αυτεπάγγελτης ενέργειας του δικαστή, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι όλοι οι νόμοι είναι δημοσίας τάξεως, αφού στην έννοια της δημοσίας τάξεως περιλαμβάνονται οι κανόνες με τους οποίους η πολιτεία προστατεύει θεμελιώδεις αξίες και αντιλήψεις του εννόμου βίου, πολιτειακές, ηθικές, οικονομικές και κοινωνικές, η προσβολή των οποίων δεν είναι ανεκτή από την κρατούσα γενική περί δικαίου συνείδηση. Αλλά και οι λόγοι που ανάγονται στη δημόσια τάξη είναι παραδεκτοί το πρώτον στον Άρειο Πάγο, εφόσον τα πραγματικά περιστατικά που τους στηρίζουν προβλήθηκαν στο δικαστήριο της ουσίας και αυτό προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του (ΑΠ 654/2007, ΑΠ827/2002).
 

Συνεπώς, ο ισχυρισμός που στηρίζει τον λόγο αναιρέσεως πρέπει να παρατίθεται στο αναιρετήριο όπως προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας και να αναφέρεται ο τρόπος και ο χρόνος προτάσεως ή επαναφοράς του στο εφετείο, ώστε να μπορεί να κριθεί από το αναιρετήριο αν αυτός ήταν νόμιμος και παραδεκτός, αφού μη νόμιμοι, αόριστοι και απαράδεκτοι ισχυρισμοί δεν είναι για τους λόγους αυτούς ουσιώδεις και δεν ασκούν επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 1399/2017, ΑΠ 1401/2008, ΑΠ 1334/2005). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, συνισταμένη στο ότι το Εφετείο παρά το νόμο δεν κήρυξε απαράδεκτο το αίτημα της ένδικης αγωγής της αναιρεσίβλητης για ανάκληση άλλως μεταρρύθμιση της υπ`αριθμ.9780/2018 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ώστε να ρυθμισθεί το δικαίωμα επικοινωνίας του αναιρεσείοντος με το ανήλικο τέκνο του μέχρι τη συμπλήρωση του έκτου έτους της ηλικίας του, αντί μέχρι τη συμπλήρωση του τρίτου έτους της ηλικίας αυτού, που είχε ορισθεί με την ως άνω απόφαση. Ο αναιρετικός αυτός λόγος είναι απαράδεκτος λόγω της αοριστίας του, διότι δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι το απαράδεκτο αυτό το πρότεινε ο αναιρεσείων στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, καθορίζοντας και τον νόμιμο τρόπο προτάσεώς του και ότι το επανέφερε νόμιμα στο Εφετείο, ώστε βάσει του αναιρετηρίου να μπορεί να κριθεί το παραδεκτό της προτάσεώς του, ενόψει και του ότι ο εν λόγω ισχυρισμός δεν υπάγεται στις προβλεπόμενες από το άρθρο 562 αριθ.2 ΚΠολΔ εξαιρέσεις.
 

Οι διατάξεις του άρθρου 1520 ΑΚ, όπως αντικαταστάθηκαν με τις διατάξεις του άρθρου 13 του Ν. 4800/21.05.2021 και οι οποίες (διατάξεις), δυνάμει του άρθρου 18 του ίδιου Νόμου, εφαρμόζονται και στις εκκρεμείς υποθέσεις επί των οποίων δεν έχει εκδοθεί, μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος (16.09.2021), αμετάκλητη δικαστική απόφαση, όπως στην προκειμένη υπόθεση, ορίζουν τα εξής: " Ο γονέας με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο, έχει το δικαίωμα και την υποχρέωση της, κατά το δυνατό, ευρύτερης επικοινωνίας με αυτό, στην οποία περιλαμβάνονται τόσο η φυσική παρουσία και επαφή του με το τέκνο, όσο και η διαμονή του τέκνου στην οικία του. Ο γονέας με τον οποίο διαμένει το τέκνο οφείλει να διευκολύνει και να προωθεί την επικοινωνία του τέκνου με τον άλλο γονέα σε τακτή χρονική βάση. Ο χρόνος επικοινωνίας του τέκνου με φυσική παρουσία με τον γονέα, με τον οποίο δεν διαμένει, τεκμαίρεται στο ένα τρίτο (1/3) του συνολικού χρόνου, εκτός αν ο γονέας αυτός ζητά μικρότερο χρόνο επικοινωνίας, ή επιβάλλεται να καθορισθεί μικρότερος ή μεγαλύτερος χρόνος επικοινωνίας για λόγους που αφορούν στις συνθήκες διαβίωσης ή στο συμφέρον του τέκνου, εφόσον, σε κάθε περίπτωση, δεν διαταράσσεται η καθημερινότητα του τέκνου. Αποκλεισμός ή περιορισμός της επικοινωνίας είναι δυνατός μόνο για εξαιρετικά σοβαρούς λόγους, ιδίως όταν ο γονέας με τον οποίον δεν διαμένει το τέκνο, κριθεί ακατάλληλος να ασκεί το δικαίωμα επικοινωνίας. Για τη διαπίστωση της ακαταλληλότητας του γονέα το δικαστήριο μπορεί να διατάξει κάθε πρόσφορο μέσο, ιδίως την εκπόνηση εμπεριστατωμένης έκθεσης κοινωνικών λειτουργών ή ψυχιάτρων ή ψυχολόγων. Οι γονείς δεν έχουν το δικαίωμα να εμποδίζουν την επικοινωνία του τέκνου με τους ανώτερους ανιόντες και τους αδελφούς του, εκτός αν συντρέχει σπουδαίος λόγος. Οι γονείς δεν έχουν το δικαίωμα να εμποδίζουν την επικοινωνία του τέκνου με τρίτους που έχουν αναπτύξει μαζί του κοινωνικοσυναισθηματική σχέση οικογενειακής φύσης, εφόσον με την επικοινωνία εξυπηρετείται το συμφέρον του τέκνου. Τα σχετικά με την επικοινωνία ζητήματα καθορίζονται ειδικότερα είτε με έγγραφη συμφωνία των γονέων είτε από το δικαστήριο. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται και η παρ. 4 του άρθρου 1511. Όταν συντρέχει περίπτωση κακής ή καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος επικοινωνίας, ο άλλος γονέας ή κάθε ένας από τους γονείς, αν πρόκειται για επικοινωνία με τρίτο, μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο τη μεταρρύθμιση της επικοινωνίας.". Με τις ανωτέρω διατάξεις καθιερώνεται ελάχιστο τεκμήριο χρόνου επικοινωνίας του τέκνου με τον γονέα, με τον οποίο δεν διαμένει, που συμβάλλει στην ενίσχυση των μεταξύ τους δεσμών και σχέσεων, στην ομαλή ψυχική και πνευματική ανάπτυξη του τέκνου και στην ολοκλήρωση της προσωπικότητάς του. Η ρύθμιση του δικαιώματος επικοινωνίας από το δικαστήριο γίνεται με γνώμονα πάντοτε το συμφέρον του τέκνου. Τούτο αποτελεί αόριστη νομική έννοια και γενική ρήτρα, που εξειδικεύεται ανάλογα με τις συνθήκες κάθε περιπτώσεως. Για να κριθεί τι αποτελεί συμφέρον του ανηλίκου, στη συγκεκριμένη περίπτωση, θα εκτιμηθούν τα περιστατικά που διαπιστώθηκαν βάσει αξιολογικών κριτηρίων που αντλεί το δικαστήριο από τους κανόνες της λογικής και τα διδάγματα της κοινής πείρας και σχετικά με το πρόσωπο του ανηλίκου, θα ληφθούν υπόψη και τα πορίσματα της εξελικτικής ψυχολογίας και παιδοψυχιατρικής. Για τη διαπίστωσή του δε, θα ληφθούν υπόψη και θα αξιολογηθούν όλα τα επωφελή για το ανήλικο στοιχεία και περιστάσεις, χωρίς να επιδρά στην απόφαση κανένας από τους διαφορετικούς παράγοντες που συνοδεύουν το πρόσωπο κάθε γονέα, η τυχόν υπαιτιότητα του γονέα στη διακοπή της συμβιώσεως, οι προκύπτουσες συντρέχουσες συνθήκες και περιστάσεις κάτω από τις οποίες θα ασκείται αυτή η προσωπική επικοινωνία. Το δικαστήριο, επίσης, με την απόφασή του μπορεί να επιβάλει, εφόσον είναι αναγκαίο για την προστασία του συμφέροντος του τέκνου, περιορισμούς στην άσκηση της επικοινωνίας, οι οποίοι μπορούν να αναφέρονται στον τόπο και τον χρόνο της επικοινωνίας, την παρουσία τρίτων προσώπων κατά τη διάρκειά της ή ακόμη να συνίστανται στη λήψη μέτρων που διαμορφώνουν την επικοινωνία με ιδιαίτερο τρόπο, λόγω ειδικών περιστάσεων (ΑΠ 1023/2020, ΑΠ1286/2018, ΑΠ 58/2017). Κατά δε το άρθρο 1536 ΑΚ, αν από τότε που εκδόθηκε απόφαση σχετική με τη γονική μέριμνα μεταβλήθηκαν οι συνθήκες, το δικαστήριο οφείλει, ύστερα από αίτηση ενός ή και των δύο γονέων, των πλησιέστερων συγγενών του τέκνου ή του εισαγγελέα, να προσαρμόσει την απόφασή του στις νέες συνθήκες ανακαλώντας ή μεταρρυθμίζοντας αυτήν, σύμφωνα με το συμφέρον του τέκνου, και ιδίως να αποδώσει στους γονείς την άσκηση της γονικής μέριμνας που τους είχε αφαιρεθεί (ΑΠ1589/2011, ΑΠ1166/2010).
 

Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Με το λόγο αυτό ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βασίμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κλπ, ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ` ουσίαν (ΟλΑΠ 27/1998). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ` ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν εμφανή την παράβαση. Τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΟλΑΠ 8/2018, ΟλΑΠ 7/2006, ΑΠ 1186/2021).

 Με τον δεύτερο λόγο της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, συνισταμένη στο ότι το Εφετείο παραβίασε ευθέως τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1536 και 1520 ΑΚ, ρυθμίζοντας την επικοινωνία του αναιρεσείοντος με το ανήλικο τέκνο του, το πρώτον, για χρονικό διάστημα διπλάσιο από εκείνο της υπό μεταρρύθμιση αποφάσεως. Από την παραδεκτή, κατ`άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Εφετείο δέχθηκε τα ακόλουθα : Οι διάδικοι από τον γάμο τους απέκτησαν ένα άρρεν τέκνο που γεννήθηκε στις 2-1-2017. Η έγγαμη συμβίωση δεν εξελίχθηκε ομαλά και από τις 18-7-2017 διασπάστηκε με την αποχώρηση της ενάγουσας από την οικογενειακή στέγη, η οποία έκτοτε διαμένει στην πατρική της οικία μαζί με το ανήλικο τέκνο της.... Με την 9780/2018 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ανατέθηκε οριστικά η επιμέλεια του προσώπου του ανηλίκου στην ενάγουσα και ρυθμίστηκε το δικαίωμα επικοινωνίας του εναγομένου με το ανήλικο μέχρι αυτό να συμπληρώσει το τρίτο έτος της ηλικίας του ως εξής.... Με την 4878/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών πιθανολογήθηκε ότι από τον Ιανουάριο του 2018 καθώς και μετά την έκδοση της υπ`αριθμ.9780/2018 αποφάσεως ο εναγόμενος κατά τις ημέρες και ώρες επικοινωνίας με το ανήλικο τέκνο του εμφανίζει προς αυτό πιεστική και εριστική συμπεριφορά με εξάρσεις βίας, απευθύνει προς αυτό μειωτικούς χαρακτηρισμούς και απαξιωτικές εκφράσεις σε βάρος της μητέρας του και των γονέων της, πετάει σκουπίδια, νερά, σαπουνάδες στο πάτωμα της οικίας της ενάγουσας όπου επικοινωνεί με το ανήλικο, χτυπάει τα πόδια του στο πάτωμα και τα χέρια του στο τραπέζι, προκαλεί κρότο με διάφορα παιχνίδια, προκαλεί τον ανήλικο να βγάζει τα μάτια από τα παιχνίδια.... Επίσης με την ίδια απόφαση πιθανολογήθηκε ότι ο εναγόμενος, ενώ από τον Δεκέμβριο του 2017 ονόμαζε το ανήλικο με το όνομα ........, το οποίο ο ίδιος είχε επιλέξει, ένα χρόνο αργότερα κατά τις ημέρες και ώρες επικοινωνίας του με το ανήλικο, αρχικά το προσφωνούσε με διπλή ονομασία .......... και στη συνέχεια μόνο με το όνομα ......., το οποίο με επιτακτικό τόνο ζητούσε να επαναλάβει το τέκνο, οπότε και το επιβράβευε, ενώ αντίθετα συνιστούσε επιτακτικά στο ανήλικο να μην αποκρίνεται στο όνομα ......... Ότι εξαιτίας αυτής της συμπεριφοράς του εναγομένου πιθανολογήθηκε ότι έχει δημιουργηθεί ανασφάλεια ως προς τις σχέσεις του ανηλίκου με τον πατέρα του, τα συναισθήματά του απέναντί του, φόβος και πανικός σε σχέση με τις αντιδράσεις του εναγομένου, με αποτέλεσμα να δυσανασχετεί έντονα να συναντήσει τον πατέρα του, αλλά και τα άτομα του οικογενειακού περιβάλλοντος αυτού, διακατεχόμενο το ανήλικο από έντονα συναισθήματα φόβου και υποταγής, παραμένοντας προσκολλημένο σε μεγάλο βαθμό στη μητέρα του, με την οποία έχει αναπτύξει ισχυρότατους δεσμούς, αφού δεν την έχει αποχωριστεί από τη γέννησή του... Κατά την κρίση αυτού του δικαστηρίου, αποδεικνύεται ότι ο εναγόμενος εκδήλωνε μέχρι τον Μάρτιο του 2020, οπότε διέκοψε κάθε επικοινωνία με τον ανήλικο, κατά τον χρόνο επικοινωνίας του με αυτόν την παρακάτω βλαπτική για τον ανήλικο συμπεριφορά, η οποία συνίστατο σε ύβρεις, υπονόμευση, έλλειψη σεβασμού, περιφρόνηση, σε απειλές και χρησιμοποίηση του ανήλικου για την μετάδοση εκφοβιστικών μηνυμάτων, σε έμμεση βία κατά πραγμάτων, σε απεύθυνση στο παιδί με διαφορετικό όνομα (........) από το όνομα που το ονομάζουν οι υπόλοιποι (........). Οι προσβλητικές της προσωπικότητας της ενάγουσας και της πατρικής της οικογένειας εκφράσεις και χαρακτηρισμοί, όπως φίδια, απατεώνες, ξεφτίλες, κακοί, ψεύτες, κλέφτες, χαζοί, τσιγκούνηδες, τσιγκουναριά, γέροι, μπάτσος, η κακιά γριά, ξεδιάντροπη, οι ψεύτες που πάνε εκκλησία, παλιόγρια, η γριά το τίποτα. Οι περιφρονητικοί χαρακτηρισμοί, όπως η χαζή μαμά που φοράει γυαλιά, η μαμά η θεούσα, οι προτροπές δεν ακούμε τη μαμά, μόνο τον μπαμπά, μη λες μαμά, μπαμπά να λες, οι χαζοί λένε μαμά , οι εκφοβισμοί και οι απειλές, όπως η μαμά σου λέει ψέματα, η μαμά σε πήρε από τον μπαμπά, η μαμά δεν σε αγαπάει, δεν ξέρω καμία μαμά, η κακιά γριά και ο μπάτσος που σε πήραν από το σπίτι του μπαμπά, η κακιά γριά και η μαμά που θέλουν να σε πάρουν από τον μπαμπά, η κακιά γριά, ο λύκος, ΟΞΩ, ΟΞΩ ΟΙ ΜΠΑΤΣΟΙ, αν πάω κάτω θα δεις τι θα γίνει, θα δεις τι θα πάθει η γριά , η έμμεσα βίαιη συμπεριφορά εκδηλούμενη με έντονα νευρικά γέλια, με προτροπές, όπως βαράμε, ρίχνουμε φάπα, σβήσε το καντήλι του μπάτσου, πυροβόλησε το πορτραίτο του μπάτσου, με χτυπήματα στο πάτωμα και στο τραπέζι, με καταστροφή του χώρου επικοινωνίας (σκουπίδια, χαρακές σε έπιπλα, πέταγμα νερών στο πάτωμα), η αλλαγή του ονόματος και η αμφισβήτηση της υπάρξεως του ανηλίκου με το όνομα αυτό με εκφράσεις, όπως ποιος είναι ο ......, δεν ξέρω εγώ κανέναν ......., ..... σε λένε, όταν σε ρωτάνε τα παιδιά πως σε λένε τι λες; ......... Γιατί λες ......., δεν έχω πει θα λες μόνο ......, μην μπερδεύεσαι, δεν υπάρχει ......., οι συγκρίσεις χρησιμοποιώντας το δίπολο καλός-κακός και η απαξίωση άλλων ανθρώπων προσδιοριζομένων από το επάγγελμά τους, όπως ο καλός παππούς, η καλή γιαγιά, η καλή θεία και στον αντίποδα η κακιά γριά, ο κακός μπάτσος, έξω οι μπάτσοι, ο μπαμπάς που είναι αφεντικό και έχει υπαλλήλους που κάνουν ότι τους διατάξει, η μαμά που είναι χαζή γιατί φοράει γυαλιά , η απόρριψη των ανθρώπων που είναι υπάλληλοι, γεωργοί, σερβιτόροι και τέλος η εκμάθηση όλων αυτών στον ανήλικο με τη μορφή επίμονων επαναλήψεων σε συνδυασμό με την επανειλημμένη και αναιτιολόγητη αφαίρεση των παιχνιδιών από το ανήλικο κατά την αποχώρηση του εναγομένου, μετά τη λήξη του χρόνου επικοινωνίας, συνιστούν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, βλαπτικές συμπεριφορές που αυταπόδεικτα δημιούργησαν στο νηπιακής ηλικίας παιδί ανασφάλεια ως προς τις σχέσεις και τα συναισθήματα προς τον πατέρα του, αλλά και αισθήματα φόβου, πανικού και υποταγής που σχετίζονται άμεσα με τις αντιδράσεις του εναγομένου, έχοντας δε όλα αυτά σαν αποτέλεσμα ο ανήλικος να δυσανασχετεί έντονα να συναντήσει τον πατέρα του, αλλά και τα άτομα του στενού οικογενειακού περιβάλλοντος αυτού, διακατεχόμενος από έντονα συναισθήματα φόβου και υποταγής, παραμένοντας προσκολλημένος, σε μεγάλο βαθμό στη μητέρα του, με την οποία έχει αναπτύξει ισχυρότατους δεσμούς. Μάλιστα ο ίδιος ο εναγόμενος δεν αρνείται ορισμένα περιστατικά, στα οποία αναφέρεται και περιγράφει, όπως σβήσιμο καντηλιού από τον ανήλικο με πιστόλι που εκτοξεύει νερό, πυροβολισμός από τον ανήλικο πορτραίτου με πιστόλι που εκτοξεύει φούσκες, ούτε αρνήθηκε ότι ονομάζει το παιδί μόνον αυτός με άλλο όνομα.... Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο ανήλικος εκδήλωσε άρνηση να επικοινωνήσει με τον πατέρα του και τους γονείς αυτού, την οποία εκδήλωσε και ενώπιον των αστυνομικών οργάνων στις 23-5-2020, ο δε εναγόμενος, θεωρώντας ότι παραβιάστηκε από δόλο της ενάγουσας το δικαίωμα της επικοινωνίας των γονέων του, την επομένη (24-5-2020) ενέμεινε στη σύλληψη της ενάγουσας με την αυτόφωρη διαδικασία, με αλλεπάλληλες κλήσεις στην άμεση δράση και αναμένοντας τη σύλληψη αρκετές ώρες παραμένοντας έξω από την οικία που διαμένει το ανήλικο με την ενάγουσα. Παρόμοιο επεισόδιο δημιουργήθηκε στις 28-6-2020 όταν ο ανήλικος αρνήθηκε να επικοινωνήσει με τον πατέρα του, να τον ακολουθήσει και να απομακρυνθεί από τη μητέρα του και η αστυνομία μετά από κλήση του εναγομένου συνέλαβε την ενάγουσα για παραβίαση δικαστικής αποφάσεως στα πλαίσια της αυτόφωρης διαδικασίας. Εκείνη την ημέρα ο ανήλικος, αντιλαμβανόμενος την ένταση και την απομάκρυνση της μητέρας του, εκδήλωσε έντονη ανησυχία. Την άρνηση του ανηλίκου να επικοινωνήσει με τον εναγόμενο, δηλ. να τον ακολουθήσει και να απομακρυνθεί από τη μητέρα του επιρρωνύει και το γεγονός ότι ο εναγόμενος στη συνέχεια συμφωνεί να επικοινωνεί με τον ανήλικο σε δημόσιους χώρους, παρουσία της ενάγουσας, σε χρόνους που θα ορίζονται από κοινού, στάση που δεν θα είχε λόγο να τηρήσει αν η μέχρι τότε επικοινωνία του με το ανήλικο ήταν ομαλή και αβίαστη... Περαιτέρω προς το συμφέρον του ανηλίκου είναι η δυνατότητα της προσωπικής επικοινωνίας του με τον γονέα με τον οποίο δεν διαμένει και η δημιουργία ισχυρών δεσμών υπό την προϋπόθεση ότι η επικοινωνία αυτή θα διεξάγεται με ομαλό τρόπο και θα συνεισφέρει στην υγιή ψυχοσωματική ανάπτυξη αυτού. Υπό τα δεδομένα της υπό κρίση υποθέσεως, πρέπει να διασφαλισθεί η ομαλή ανάπτυξη της προσωπικότητας του ...... σε περιβάλλον που δεν θα είναι χειριστικό και εντασιακό σε βάρος του. Μια τέτοια διασφάλιση του ανηλίκου από την επανάληψη των άνω περιγραφόμενων και εκδηλούμενων σε βάρος του συμπεριφορών πρέπει να διαρκεί μέχρι την ηλικία που ο ανήλικος θα μπορεί να εκδηλώνει και εκφράζει τα συναισθήματά του και αυτή η ηλικία κρίνεται ότι είναι το έκτο (6ο) έτος της ηλικίας του συμπληρωμένο. Πρέπει επομένως ο ανήλικος, ενόψει και του ισχυρού δεσμού με τη μητέρα του, να βρίσκεται καθημερινά σε επαφή με το περιβάλλον στο οποίο αισθάνεται ασφάλεια και προστασία, ενόψει των πιεστικών καταστάσεων στις οποίες έχει υποβληθεί, διότι η ηλικία του δεν βοηθά στον μεταβολισμό τέτοιων συμπεριφορών και καταστάσεων, οι οποίες υπάρχει κίνδυνος να επαναληφθούν. Η κρίση αυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι όλες οι προαναφερόμενες αποφάσεις ρύθμιζαν το δικαίωμα επικοινωνίας του εναγομένου με το ανήλικο στο σταθερό και ασφαλές περιβάλλον της μητέρας στο οποίο η επικοινωνία διεξαγόταν ή έστω στο οποίο επέστρεφε ο ανήλικος μετά από λίγες ώρες απομάκρυνσης. ...Πρέπει επομένως να διασφαλιστεί το δικαίωμα του ανηλίκου για την ελεύθερη και υγιή ανάπτυξη της προσωπικότητάς του, στην οποία αρρήκτως περιλαμβάνεται η ομαλή επικοινωνία και η δημιουργία ισχυρών δεσμών με τον πατέρα του, σε ένα υγιές, ήπιο, συναισθηματικά ομαλό και ασφαλές περιβάλλον, με τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται το δικαίωμα του ανηλίκου για ισορροπημένη ψυχολογική ανάπτυξη ως μια ανεξάρτητη και υπεύθυνη προσωπικότητα . Έτσι που έκρινε και με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως τις προαναφερθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1536 και 1520 ΑΚ, όπως το τελευταίο ισχύει μετά την αντικατάστασή του με τον Ν 4800/2021, κατά την εξειδίκευση της, αποτελούσας στοιχείο εφαρμογής των διατάξεων αυτών, αόριστης νομικής έννοιας του συμφέροντος του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων, σε σχέση με τη γενόμενη μεταρρύθμιση της αποφάσεως που είχε ρυθμίσει το δικαίωμα επικοινωνίας του αναιρεσείοντος με το ανήλικο τέκνο του μέχρι αυτό να συμπληρώσει το τρίτο έτος της ηλικίας του. Τούτο δε διότι οι προαναφερόμενες ουσιαστικές παραδοχές του Εφετείου πληρούσαν το πραγματικό των εν λόγω διατάξεων και δικαιολογούσαν την εφαρμογή τους και την απόκλιση για εξαιρετικά σοβαρούς λόγους, αφορώντες το βέλτιστο συμφέρον του τέκνου, και από την κατ` αρχήν προβλεπόμενη ρύθμιση του νέου άρθρου 1520 εδ. γ ΑΚ. Ειδικότερα, το Εφετείο, με βάση τα ως άνω ανελέγκτως γενόμενα δεκτά και λαμβάνοντας υπόψη όλες τις σε βάρος του ανηλίκου συμπεριφορές του αναιρεσείοντος πατέρα του, που έλαβαν χώρα μετά τη δημοσίευση της υπ`αριθμό 9780/2018 αποφάσεως του ΜΠΑθ, με την οποία είχε ρυθμισθεί το δικαίωμα επικοινωνίας του αναιρεσείοντος με το ανήλικο μέχρι αυτό να συμπληρώσει το τρίτο έτος της ηλικίας του, έκρινε ότι το καλώς εννοούμενο συμφέρον του τέκνου επιβάλλει να γίνεται η επικοινωνία του με τον πατέρα του κατά τον ορισθέντα τρόπο, ώστε να μην διαταραχθεί η καθημερινότητά του και να διασφαλισθεί η ομαλή ανάπτυξη της προσωπικότητας του ανηλίκου, σε περιβάλλον που δεν θα είναι χειριστικό και εντασιακό σε βάρος του, η διασφάλισή του δε από την επανάληψη των προαναφερόμενων και εκδηλούμενων σε βάρος του συμπεριφορών πρέπει να διαρκέσει μέχρι την ηλικία που ο ανήλικος θα μπορεί να εκδηλώνει και εκφράζει τα συναισθήματά του και αυτή η ηλικία έκρινε ότι είναι το έκτο έτος της ηλικίας του συμπληρωμένο. Επομένως, ο δεύτερος αναιρετικός λόγος από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο ο αναιρεσείων υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος.

 Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. α` του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει. Για να είναι δε ορισμένος ο λόγος αυτός αναιρέσεως πρέπει να προσδιορίζεται στο αναιρετήριο το αποδεικτικό αυτό μέσο, που παρανόμως λήφθηκε υπόψη και ο λόγος για τον οποίο δεν έπρεπε να ληφθεί, ο ισχυρισμός προς απόδειξη του οποίου έχει ληφθεί υπόψη το αποδεικτικό μέσο που δεν επιτρέπει ο νόμος, να προβάλλεται δε ισχυρισμός ότι το απαράδεκτο αυτό προτάθηκε από τον αναιρεσείοντα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις αναφερόμενες στο άρθρο 562 παρ. 2 του ΚΠολΔ εξαιρετικές περιπτώσεις (ΑΠ 873/2019, ΑΠ 374/2019, ΑΠ 1017/2018, ΑΠ 809/2017).

 Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 11α του άρθρου 559 ΚΠολΔ, συνισταμένη στο ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη τις υπ`αριθ. ........ και ...../8-11-2019 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ....... και ......., αστυνομικών της προσωπικής φρουράς του πατέρα της αναιρεσίβλητης, οι οποίοι βρίσκονταν παράνομα στο χώρο, όπου γινόταν η επικοινωνία του αναιρεσείοντος με το ανήλικο τέκνο του. Ο αναιρετικός αυτός λόγος είναι απαράδεκτος, διότι, ενώ ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι το μη επιτρεπτό των ως άνω ενόρκων βεβαιώσεων προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας, από την επισκόπηση των προτάσεών του στο Εφετείο προκύπτει ότι δεν προτάθηκε τέτοιος ισχυρισμός, αφού αμφισβήτησε την αξιοπιστία των μαρτυρικών καταθέσεων που περιέχονται σε άλλες ένορκες βεβαιώσεις και δη στις υπ`αριθ. ........ και ......./29-8- 2019.

 Κατ`ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον δεν υπάρχει άλλος αναιρετικός λόγος προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως. Δικαστικά έξοδα δεν επιδικάζονται ελλείψει σχετικού αιτήματος της αναιρεσίβλητης. Τέλος δεν γίνεται λόγος περί του κατ`άρθρο 495 αριθ.3 ΚΠολΔ παραβόλου, διότι πρόκειται για οικογενειακή διαφορά του άρθρου 592 αριθ.3 ΚΠολΔ και ο αναιρεσείων απαλλάσσεται από την καταβολή του.

 ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 Απορρίπτει την από 18-8-2021 αίτηση για αναίρεση της υπ` αριθ. 3442/2021 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.

 ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 5 Δεκεμβρίου 2022.

 ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 27 Ιανουαρίου 2023.

 H ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ                                                                                                  Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ



 Α.Σ.-Ρ.Κ.
 
 


Η ποινική διαμεσολάβηση στα εγκλήματα ενδοοικογενειακής βίας και απειλής

 

 


 

756/2024 ΑΠ (ΠΟΙΝ)

(Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)
Ενδοοικογενειακή απειλή. Αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση. Η εκδήλωση της απειλής πρέπει να περιήγαγε τον άλλον σε τρόμο ή ανησυχία, χωρίς να ερευνάται εάν η απειλή αυτή είναι γενικώς ικανή να προκαλέσει τούτο. Η άσκηση ποινικής δίωξης, χωρίς να τηρηθεί η διαδικασία της ποινικής διαμεσολάβησης, προκαλεί μεν απόλυτη ακυρότητα, πλην όμως, αυτή, εφόσον αφορά στην προδικασία, μπορεί να προταθεί μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή.
Απορρίπτει αναίρεση κατά της 2610/2023 ΕΦ ΑΘ (ΠΟΙΝ).
 
 

                                                                                         Αριθμός 756/2024
                                                                            ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
                                                                                       ΣΤ` ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ελένη Κατσούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεωργία Κατσιμαγκλή, Παναγιώτα Πασσίση, Κωνσταντίνα Νάκου και Λεωνίδα Χατζησταύρου-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Απριλίου 2024, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Αγγελή (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ......... του ....., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ..., για αναίρεση της 2610/2023 απόφασης απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών.

Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ` αυτή, και o αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεσή της για τους λόγους που περιλαμβάνονται στην από 15-9-2023 αίτησή του αναίρεσης, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ........./2023.

Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά,

                                                                         ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση, με αριθμό ........./2023 αίτηση του αναιρεσείοντος, .......... του ....., κατοίκου ..., με δήλωσή του ενώπιον της γραμματέως του Εφετείου Αθηνών, στις 15-9-2023, για αναίρεση της υπ` αριθμ. ... απόφασης του Γ` Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 464, 466 παρ. 1, 473 παρ. 2, 3, 474 παρ. 1, 4, 504 παρ. 1 και 505 ΚΠΔ). Είναι, συνεπώς, αυτή παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ` ουσίαν.

Κατά το άρθρο 7 παρ. 2 του ν. 3500/2006, το μέλος της οικογένειας το οποίο προκαλεί τρόμο ή ανησυχία σε άλλο μέλος της οικογένειας, απειλώντας το με βία ή με άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη, τιμωρείται με φυλάκιση. Με αυτή τη διάταξη του νομοθετήματος χαρακτηρίζεται ως ιδιώνυμο έγκλημα η απειλή, όταν δράστες και παθόντες είναι μέλη της ίδιας οικογένειας, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρ. 1 παρ. 2 του παραπάνω νόμου. Κατά το άρθρο 333 παρ.1 ΠΚ, "Όποιος προκαλεί σε άλλον τρόμο ή ανησυχία απειλώντας τον με βία ή άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή με χρηματική ποινή". Το έγκλημα αυτό, που ανήκει στα υπαλλακτικώς μικτά εγκλήματα, προστατεύει το συναίσθημα της ασφάλειας του καθενός για τον σχηματισμό ελευθερίας βούλησης ή πραγματοποίησης αυτής και με την τέλεσή του ο δράστης στρέφεται κατά της προσωπικής ελευθερίας. Στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του πλημμελήματος της απειλής είναι όχι η άσκηση βίας αλλά η απειλή άσκησης βίας ή τέλεσης άλλης παράνομης πράξης ή παράλειψης, η οποία απειλή μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο, ήτοι προφορικώς, εγγράφως, διά νευμάτων ή άλλων απειλητικών κινήσεων και πρέπει να απευθύνεται κατά του απειλούμενου ή προσώπου συνδεόμενου στενά με αυτόν. Περαιτέρω, η εκδήλωση αυτής της απειλής πρέπει να περιήγαγε τον άλλον σε τρόμο ή ανησυχία, χωρίς να ερευνάται εάν η απειλή αυτή είναι γενικώς ικανή να προκαλέσει τούτο. Αν ο απειληθείς δεν περιήλθε σε τρόμο ή ανησυχία, διότι δεν την έλαβε σοβαρά υπόψη, η πράξη δεν τελέσθηκε. Για την υποκειμενική υπόσταση, απαιτείται γνώση του υπαιτίου ότι η απειλούμενη ενέργεια είναι βία ή άλλη παράνομη πράξη και θέληση του δράστη να προκαλέσει στον παθόντα φόβο ή ανησυχία, ενώ αρκεί και ο ενδεχόμενος δόλος. Μεταξύ της διάταξης του ΠΚ, που αναφέρεται στην απειλή και στο άρθρο 7 του ν. 3500/2006 υπάρχει φαινομενική συρροή, αφού η διάταξη του τελευταίου νόμου υπερισχύει της αντίστοιχης διάταξης του ΠΚ ως ειδικότερη (ΑΠ 905/2018, ΑΠ 1294/2016). Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία όταν αναφέρονται σ` αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη (Ολ. ΑΠ 1/2005). Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της απόφασης, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Όσον αφορά στον δόλο, που απαιτείται κατ` άρθρο 26 του ΠΚ, για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, που συνίσταται, σύμφωνα με το άρθρο 27 του ίδιου Κώδικα, στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που, κατά τον νόμο, απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξης, δεν υπάρχει ανάγκη, κατά τούτο, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι αυτός ενυπάρχει στην παραγωγή των περιστατικών και προκύπτει από αυτή. Όταν όμως αξιώνονται πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος και συγκεκριμένα είτε η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξης (άμεσος δόλος), είτε η επιδίωξη ορισμένου περαιτέρω σκοπού (έγκλημα υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης), ο δόλος απαιτεί ιδιαίτερη αιτιολογία. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο, προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική του κρίση, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 του ΚΠΔ, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ` είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά. Πρέπει, όμως, να προκύπτει με βεβαιότητα ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά κατ` επιλογή, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για τον σχηματισμό της δικανικής κρίσης, ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης γιατί δεν εξαίρονται τα λοιπά. Δεν αποτελεί δε λόγο αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (ΑΠ 482/2023, ΑΠ 452/2023). Εξάλλου, εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει στον νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Τέλος, περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διάταξης αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό του σκεπτικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης (Ολ. ΑΠ 1/2020, ΑΠ 29/2021).

Στην προκείμενη περίπτωση, το Γ` Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών, με την προαναφερόμενη υπ` αριθμ. ... απόφασή του, αφού εκτίμησε και αξιολόγησε τα αναφερόμενα, ως προς το είδος τους, αποδεικτικά μέσα (καταθέσεις μαρτύρων, αναγνωσθέντα έγγραφα, απολογία κατηγορουμένου), δέχτηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: "...ο εγκαλών τυγχάνει υιός του κατηγορούμενου, τον οποίος απέκτησε από το γάμο του με τη μάρτυρα κατηγορίας ........., με την οποία ο γάμος τους λύθηκε μετά την αποχώρηση του κατηγορούμενου από τη κοινή οικογενειακή τους οικία στο ........... και επί της οδού ..., το έτος 2010. Η οικία αυτή είναι συνιδιοκτησίας του κατηγορούμενου και της πρώην συζύγου του, ενώ σε αυτήν εξακολουθούν να διαμένουν η τελευταία αυτή μαζί με τον εγκαλούντα υιό τους, το νέο της σύντροφο και τη σύντροφο του υιού τους. Πρόκειται για σπίτι πολυτελούς κατασκευής και πολλών τετραγωνικών, η συντήρηση του οποίου και η κάλυψη των διάφορων εξόδων, δανείων και λογαριασμών ΔΕΚΟ απαιτεί την καταβολή αρκετά μεγάλων χρηματικών ποσών, γεγονός το οποίο έχει πυροδοτήσει έτι περαιτέρω τις ήδη τεταμένες σχέσεις του πρώην ζεύγους, με το κατηγορούμενο αντιπαρατιθέμενο έναντι της πρώην συζύγου του και του υιού τους. Τούτο προκύπτει από τις μέχρι σήμερα συνεχιζόμενες αντιδικίες τους με τις εκκρεμείς δίκες και τις κοινοποιήσεις εξωδίκων αλλά και την άρνηση διευθέτησης των εκκρεμών μεταξύ τους οικονομικών ζητημάτων, από κοινή επιχειρηματική δραστηριότητα υπό εταιρική μορφή, τραπεζικό δανεισμό και εξυπηρέτηση ληξιπρόθεσμων οφειλών. Στη προκειμένη περίπτωση προκύπτει ότι στις 28/7/2019 κοινοποιήθηκε από το Δήμο .......... ότι θα προβούν σε διακοπή της ύδρευσης λόγω μεγάλης οφειλής ανεξόφλητων λογαριασμών και παράλληλα συνεργείο του Δήμου βρισκόταν προς τούτο στην εν λόγω ως άνω οικία όπου διαμένουν ο εγκαλών και η μητέρα του και πρώην σύζυγος του κατηγορούμενου. Οι τελευταίοι προσέτρεξαν στο Δήμο και ζήτησαν να τους δοθεί κάποιο χρονικό περιθώριο ώστε να διευθετηθεί το θέμα και να μπορέσουν να ρυθμίσουν το χρέος. Πράγματι έγινε ρύθμιση του χρέους με τη συναίνεση και του κατηγορούμενου, στο όνομα του οποίου ήταν η παροχή της ύδρευσης και στις 13/9/2019 η .......... προέβη σε αίτηση ρύθμισης της ανεξόφλητης οφειλής αναλαμβάνοντας εξ ολοκλήρου την εξόφλησή της μεταφέροντας τον μετρητή υδροδότησης στο όνομά της (βλ. υπ` αριθμ. πρωτ. ........../13-9-2019 αίτηση προς Δήμο ...........). Πλην, όμως, το γεγονός αυτό της επαπειλούμενης διακοπής της ύδρευσης και το υπέρογκο ποσό της οφειλής πυροδότησε ξανά τη μεταξύ τους ένταση καθότι αρχικά ο κατηγορούμενος απέστειλε στο Δήμο την από 9/7/2019 εξώδικη δήλωση, πρόσκληση και διαμαρτυρία, η οποία κοινοποιήθηκε στις 12/7/2019 και παραλήφθηκε από την Υπηρεσία του Δήμου ........... στις 17/7/2019 (αριθμ. πρωτ. ........), αιτούμενος τη διακοπή της παροχής ύδρευσης και διαμαρτυρόμενος έντονα για την όχλησή του για την οφειλή καθόσον αν και η κατανάλωση αφορά χρονικό διάστημα από το έτος 2011 και εντεύθεν ο ίδιος δεν διαμένει στην οικία αυτή από το έτος 2010. Στις 30/7/2019 και ενώ ο εγκαλών και η μητέρα του .......... μόλις γύριζαν από τα γραφεία του Δήμου .......... όπου είχαν πάει προκειμένου να βρεθεί τρόπος διακανονισμού του χρέους και να αποφύγουν τη διακοπή της υδροδότησης της οικίας τους, μεσούσης και της καλοκαιρινής περιόδου, σύμφωνα με το προηγηθέν προειδοποιητήριο του Δήμου .........., ο κατηγορούμενος διερχόμενος έξωθεν της οικίας τους και εξερχόμενος ολιγόλεπτα από το όχημά του, τους απείλησε ότι θα τους κάψει όλους ζωντανούς σαν τα ποντίκια. Η απειλή αυτή, σε συνδυασμό με το εξώδικο, που είχε κοινοποιήσει ο ίδιος προς το Δήμο, αιτούμενος τη διακοπή της υδροδότησης και του οποίου ο εγκαλών είχε λάβει γνώση στο πλαίσιο της προσπάθειας διευθέτησης της υπόθεσης και εξεύρεσης συμβιβαστικής λύσης με το Δήμο, εμποίησε φόβο στον εγκαλούντα για την ασφάλεια της μητέρας του και της Συντρόφου του, που διέμεναν στην οικία αυτή σε ώρες απουσίας του από εκεί, θεωρώντας τον κατηγορούμενο ικανό να πραγματοποιήσει την απειλή του αυτή, λόγω και προηγούμενης συμπεριφοράς του (ήδη είχε ασκηθεί ξανά εις βάρος του ποινική δίωξη για ενδοοικογενειακή απειλή εις βάρος της τότε συζύγου του το έτος 2010) αλλά και των κακών μεταξύ τους σχέσεων καθώς και του γεγονότος ότι η απειλή του αυτή συνέπεσε χρονικά με τον κίνδυνο έλλειψης υδροδότησης και κατά συνέπεια πυρασφάλειας του σπιτιού, γεγονότα τα οποία ο ίδιος ο κατηγορούμενος γνώριζε αφού είχε αιτηθεί τη διακοπή της υδροδότησης και χωρίς να υπάρχει άλλος λόγος βρέθηκε στον χώρο έξωθεν της οικίας τους ακριβώς την ημέρα που θα πραγματοποιείτο η διακοπή της υδροδότησης. Ο κατηγορούμενος, ως υπερασπιστική γραμμή ακολουθεί την άρνηση της κατηγορίας και για την ενίσχυση της υπερασπιστικής του γραμμής επικαλείται άλλοθι για το οποίο καταθέτει σχετικώς ο προτεινόμενος από αυτόν μάρτυρας υπεράσπισης. Πλην, όμως, η μαρτυρία του τελευταίου δεν κρίνεται πειστική από το Δικαστήριο, καθότι δεν ηδύνατο να εξηγήσει πώς θυμόταν επακριβώς, τρία χρόνια μετά τον επίδικο χρόνο, όταν κλήθηκε από τον κατηγορούμενο να προσέλθει ως μάρτυρας υπεράσπισης, ότι το συγκεκριμένο χρονικό σημείο βρισκόταν με τον κατηγορούμενο και κοινό τους φίλο για καφέ στην Αθήνα. Η επίκληση, δε, από τον μάρτυρα της τήρησης αρχείου με πρόχειρα σημειώματα για τα ραντεβού και τις συναντήσεις του καθ` όλες τις ημέρες του χρόνου δεν μπορεί να γίνει πιστευτή από το Δικαστήριο, δεδομένων και των πολλών αντιφάσεων που ο μάρτυρας αυτός υπέπεσε στην προσπάθειά του να δικαιολογήσει την επί σειρά ετών τήρηση αρχείου με πρόχειρα σημειώματα για γεγονότα άνευ σημασίας (όπως είναι ένα ραντεβού για καφέ στο πλαίσιο φιλικής συναναστροφής έστω και με επαγγελματικούς συνεργάτες). Από τα παραπάνω αποδεικνύεται στο βαθμό της απαιτούμενης πλήρους δικανικής πεποίθησης ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε την πράξη για την οποία κατηγορείται, ήτοι της ενδοοικογενειακής απειλής εις βάρος του υιού του .............., απειλώντας τον με τη φράση "Θα σας κάψω όλους σα τα ποντίκια" και προκαλώντας του τρόμο και ανησυχία για την ασφάλεια της μητέρας του και της συντρόφου του, που έμεναν στην οικία κατά τη διάρκεια της απουσίας του, δεδομένης και της επαπειλούμενης διακοπής υδροδότησης της οικίας με προηγηθείσες ενέργειες του κατηγορούμενου. Πρέπει, κατά συνέπεια, ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος της πράξης αυτής". Στη συνέχεια, το ανωτέρω Δικαστήριο κήρυξε τον αναιρεσείοντα ένοχο της αποδιδόμενης σ` αυτόν πράξης, της ενδοοικογενειακής απειλής (άρθρ. 1 παρ.1, 2 εδ. α`, 7 παρ. 2 ν. 3500/2006 σε συνδυασμό με 333 ΠΚ) και, αφού του αναγνώρισε το ελαφρυντικό του πρότερου σύννομου βίου (άρθρ. 84 παρ. 2 στοιχ. α` ΠΚ), του επέβαλε ποινή φυλάκισης έξι (6) μηνών, που ανέστειλε επί τριετία, με το ακόλουθο διατακτικό: "Στο ......... Αττικής, την 30/07/2019, απείλησε άλλο μέλος της οικογένειάς του, με βία ή άλλη παράνομη πράξη και συγκεκριμένα, ευρισκόμενος έξωθεν της επί της οδού ..., περιοχή ..., οικίας, στην οποία διαμένει ο εγκαλών υιός του, ............, τον απείλησε με την φράση: "Θα σας κάψω όλους σαν τα ποντίκια", προκαλώντας σ` αυτόν με αυτόν τον τρόπο, τρόμο και ανησυχία". Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας, κατά παραδεκτή αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ` αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της ανωτέρω αξιόποινης πράξης, για την οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1 παρ.1, 2 εδ. α`, 7 παρ. 2 ν. 3500/2006 και 333 ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, με αιτιολογική επάρκεια, γίνεται δεκτό στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι ο κατηγορούμενος απηύθυνε προς τον παθόντα γιο του ............., ενόσω ο τελευταίος βρισκόταν με τη μητέρα του και πρώην σύζυγο του κατηγορουμένου, .........., την απειλητική φράση "Θα σας κάψω όλους σα τα ποντίκια", προκαλώντας σ` αυτόν τρόμο και ανησυχία για την ασφάλεια της μητέρας του και της συντρόφου του, που διέμεναν στην ίδια οικία, κατά τη διάρκεια της απουσίας του, ενόψει και της επαπειλούμενης διακοπής υδροδότησης της οικίας, που έλαβε χώρα με προηγηθείσες ενέργειες του κατηγορούμενου. Όπως προεκτέθηκε, αρκεί ότι η ανωτέρω απειλή περιήγαγε τον απειλούμενο σε τρόμο ή ανησυχία, χωρίς να ερευνάται εάν η απειλή αυτή είναι γενικώς ικανή να προκαλέσει τούτο, ενώ είναι νομικά αδιάφορο εάν και τα πρόσωπα, για την ασφάλεια των οποίων ο παθών ανησύχησε και τρομοκρατήθηκε, περιήλθαν και αυτά σε τρόμο και ανησυχία, παρά τις περί του αντιθέτου αιτιάσεις του αναιρεσείοντος. Εξάλλου, από την αναφορά στο προοίμιο του σκεπτικού ότι το Δικαστήριο, για να καταλήξει στην καταδικαστική του κρίση, έλαβε υπόψη όλα τα αναγνωσθέντα στο ακροατήριο έγγραφα, προκύπτει, χωρίς καμία αμφιβολία, ότι λήφθηκε υπόψη και συνεκτιμήθηκε και το υπ` αριθμ. 3668/2020 αμετάκλητο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, βάσει του οποίου ο αναιρεσείων είχε απαλλαγεί για τα αποδοθέντα σε βάρος του αδικήματα της απάτης και της υπεξαίρεσης, κατόπιν σχετικής μηνυτήριας αναφοράς της συζύγου του. Όλες δε οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι απαράδεκτες, διότι, υπό την επίφαση της έλλειψης επαρκούς αιτιολογίας και της εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου, προσβάλλουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Επομένως ο πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ` και Ε` του ΚΠΔ, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των παραπάνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρ. 7 παρ. 2 του ν. 3500/2006 και 333 ΠΚ είναι αβάσιμος και απορριπτέος.

Με τον δεύτερο λόγο της αίτησης αναίρεσης, ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι το Εφετείο υπέπεσε στην πλημμέλεια της υπέρβασης εξουσίας (άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Θ` ΚΠΔ), διότι καταδικάστηκε για την ανωτέρω αξιόποινη πράξη, μολονότι δεν είχε υποβληθεί η απαιτούμενη έγκληση από την σύντροφο του παθόντος και εγκαλούντος, την οποία φέρεται ότι αφορούσε η απευθυνθείσα απειλητική φράση και η οποία δεν περιλαμβάνεται στα πρόσωπα της οικογένειας, κατά την έννοια του άρθρου 1 του ν. 3500/2006. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος και απορριπτέος προεχόντως διότι στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, καθόσον το Δικαστήριο δεν καταδίκασε τον αναιρεσείοντα για απειλή στρεφόμενη κατά της ανωτέρω συντρόφου του παθόντος, αλλά για απειλή στρεφόμενη κατά του τελευταίου.

Με τον τρίτο λόγο της αίτησης αναίρεσης, ο αναιρεσείων προβάλλει την πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο (άρθρ. 171 παρ.2, 510 παρ. 1 στοιχ. Α` ΚΠΔ), διότι, όπως ισχυρίζεται, μολονότι, κατά την εκδίκαση της υπόθεσης, ζήτησε την εξέταση και δεύτερου μάρτυρα υπεράσπισης, του .........., η Πρόεδρος του Δικαστηρίου αυθαιρέτως απέρριψε δύο φορές αυτό το αίτημά του. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος και απορριπτέος, προεχόντως διότι, από την επισκόπηση των πρακτικών της απόφασης, τα οποία δεν διορθώθηκαν, ούτε προσβάλλονται ως πλαστά, δεν προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος ζήτησε από το Δικαστήριο την εξέταση του ανωτέρω προσώπου ως μάρτυρα υπεράσπισης. Στη διάταξη του άρθρου 175 παρ. 2 του ΚΠΔ, ορίζεται ότι: "Η ακυρότητα της κλήσης στο ακροατήριο ή του κλητηρίου θεσπίσματος και του καταλόγου των μαρτύρων, η ακυρότητα της επίδοσης ή της κοινοποίησής τους, καθώς και η ακυρότητα που αναφέρεται στο άρθρο 167 καλύπτονται, αν εκείνος που κλητεύθηκε στη δίκη εμφανισθεί και δεν προβάλλει αντιρρήσεις για την πρόοδό της μέχρι να αρχίσει για πρώτη φορά η αποδεικτική διαδικασία στο ακροατήριο. Μπορεί όμως, το δικαστήριο να αναβάλει τη συζήτηση, αν κρίνει ότι από την ακυρότητα, μολονότι δεν προτάθηκε, είναι δυνατό να παραβιαστούν τα δικαιώματα υπεράσπισης του κατηγορουμένου ή του παριστάμενου προς υποστήριξη της κατηγορίας". Από την παραπάνω διάταξη, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 174 παρ. 2 του ΚΠΔ συνάγεται ότι η ακυρότητα της κλήσης στο ακροατήριο του κατηγορουμένου ή του κλητηρίου θεσπίσματος, η ακυρότητα της επίδοσης ή της κοινοποίησής τους, καθώς και κάθε ακυρότητα που αναφέρεται στη μη τήρηση των προθεσμιών εμφάνισης στο ακροατήριο, είναι σχετική και αφορά σε διαδικαστική πράξη, που κατ` ανάγκη επιδρά στο κύρος της διαδικασίας στο ακροατήριο και στην καταδικαστική απόφαση που τυχόν εκδοθεί, αν δεν καλυφθεί και καλύπτεται αν ο κατηγορούμενος, που κλητεύθηκε στη δίκη, εμφανισθεί και δεν προβάλει αντιρρήσεις για την πρόοδό της. Αν προταθεί εγκαίρως ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου η μη επίδοση ή η ακυρότητα της κλήσης ή του κλητηρίου θεσπίσματος και, εκ του λόγου αυτού, προβληθεί αντίρρηση προόδου της διαδικασίας και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο την απορρίψει, ο κατηγορούμενος, αν εμμένει σε αυτήν, πρέπει να επαναφέρει στο εφετείο την πρόταση της μη επίδοσης ή της ακυρότητας και την αντίρρησή του κατά της προόδου της διαδικασίας ή να την προβάλει το πρώτον, αν καταδικάστηκε ερήμην στον πρώτο βαθμό, διαλαμβάνοντας στην τυχόν ασκηθείσα έφεσή του ειδικό λόγο έφεσης περί αυτού. Αυτό αποτελεί την προϋπόθεση για να μπορεί να προτείνει παραδεκτά και πάλι στο Εφετείο τον σχετικό ισχυρισμό του και τούτο θα γίνει πριν την εξέταση οποιουδήποτε αποδεικτικού μέσου, διαφορετικά είναι απαράδεκτος (ΑΠ 425/2023, ΑΠ 1777/2017, ΑΠ 1341/2015).

Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 1 περ. β` του ΚΠΔ, "Απόλυτη ακυρότητα υπάρχει: 1. Αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν : α)... β) την κίνηση της ποινικής δίωξης από τον εισαγγελέα και την υποχρεωτική συμμετοχή του στη διαδικασία στο ακροατήριο και σε πράξεις της προδικασίας που ορίζονται στο νόμο", κατά δε τη διάταξη του άρθρου 174 παρ. 1 του ίδιου κώδικα "Η απόλυτη ακυρότητα λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας ακόμη και στον Άρειο Πάγο. Αν η απόλυτη ακυρότητα αναφέρεται σε πράξεις της προδικασίας μπορεί να ληφθεί υπόψη αυτεπαγγέλτως ή να προταθεί ωσότου γίνει αμετάκλητη η παραπομπή στο ακροατήριο", κατά δε το άρθρο 176 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα, "Aρμόδιο να κηρύξει την ακυρότητα των πράξεων της προδικασίας είναι το δικαστικό συμβούλιο, ενώ των πράξεων της διαδικασίας στο ακροατήριο, κύριας και προπαρασκευαστικής, το δικαστήριο που αναλαμβάνει την εκδίκαση της κατηγορίας....".

Επίσης, στο άρθρο 322 παρ. 1 του εν λόγω Κώδικα ορίζεται ότι: "Ο κατηγορούμενος που κλητεύθηκε απευθείας με κλητήριο θέσπισμα στο ακροατήριο του τριμελούς πλημμελειοδικείου έχει δικαίωμα, είτε αυτοπροσώπως είτε μέσω αντιπροσώπου, να προσφύγει στον αρμόδιο εισαγγελέα εφετών μέσα σε δέκα ημέρες από την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος". Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι οι απόλυτες ακυρότητες της προδικασίας προτείνονται μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και, ειδικότερα, επί μεν παραπομπής με απευθείας κλήση μέχρι την πάροδο της προθεσμίας προσφυγής του άνω άρθρου 322 παρ. 1 ΚΠΔ, επί δε παραπομπής με βούλευμα, μέχρις ότου αυτό καταστεί αμετάκλητο, διαφορετικά καλύπτονται, με αποτέλεσμα να μη μπορούν να ληφθούν υπόψη ούτε αυτεπαγγέλτως και η προβολή τους να καθίσταται μετά ταύτα απαράδεκτη (ΑΠ 582/2021, ΑΠ 1701/2019). Περαιτέρω, εφόσον προβληθεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο ακυρότητα της προδικασίας μη καλυφθείσα και αυτή απορριφθεί από το δικαστήριο, η ίδια ακυρότητα θα πρέπει να προταθεί με ειδικό λόγο έφεσης, ώστε να δύναται να επαναφερθεί και να κριθεί εκ νέου από το Εφετείο στο πλαίσιο της διάταξης του άρθρου 502 παρ. 2 του ΚΠΔ, ενώ, αν ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε ερήμην στον πρώτο βαθμό, πρέπει επίσης να την προβάλει, το πρώτον με το εφετήριο, διαλαμβάνοντας στην ασκηθείσα έφεσή του ειδικό λόγο περί αυτού, άλλως καλύπτεται και δεν μπορεί να προταθεί στο ακροατήριο του Εφετείου (ΑΠ 754/2014, ΑΠ 1711/2009).

Τέλος, με τις διατάξεις των άρθρων 11, 12 και 13 του ν. 3500/2006 (όπως τα δύο πρώτα ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους με τα άρθρα 123, 124 και 138 παρ. 1 του ν. 5090/2024), θεσπίσθηκε ο θεσμός της ποινικής διαμεσολάβησης σε εγκλήματα ενδοοικογενειακής βίας. Αφετηρία της διαδικασίας ποινικής διαμεσολάβησης είναι είτε η έναρξη της προκαταρκτικής εξέτασης, μετά από έγκληση του παθόντος ή καταγγελία τρίτου, είτε η κίνηση της διαδικασίας του αυτοφώρου. Πρώτη ενέργεια του Εισαγγελέα είναι η διερεύνηση της δυνατότητας ποινικής διαμεσολάβησης. Αρχικώς, πρέπει να εξασφαλισθεί ότι τα διάδικα μέρη θα συμφωνήσουν να συνδιαλλαγούν, διαφορετικά η ποινική διαδικασία θα ακολουθείται σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις. Από τις προβλέψεις των ως άνω διατάξεων του ν. 3500/2006 και τους σκοπούς στους οποίους ο νόμος αυτός αποβλέπει, προκύπτει ότι η προηγούμενη διερεύνηση από τον αρμόδιο εισαγγελέα της δυνατότητας ποινικής διαμεσολάβησης, πριν ακολουθήσει την ποινική διαδικασία, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, έχει αναχθεί από τον νόμο σε ειδική δικονομική προϋπόθεση, για την έγκυρη άσκηση της προβλεπόμενης επί των ανωτέρω παραβάσεων ποινικής δίωξης. Αν δεν τηρηθεί η διαδικασία αυτή, δεν μπορεί να ασκηθεί ποινική δίωξη και η τυχόν ασκηθείσα πάσχει από απόλυτη ακυρότητα (άρθρ. 171 παρ. 1 περ. β` ΚΠΔ), η οποία αφορά στην προδικασία και πρέπει, κατά την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 174 παρ. 1 ΚΠΔ, να προτείνεται μέχρι να καταστεί αμετάκλητη η παραπομπή (ΑΠ 2055/2019, ΑΠ 497/2019).

Στην προκείμενη περίπτωση, από την επιτρεπτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Με βάση την από 30-7-2019 ένορκη εξέταση του μάρτυρα ........... του ..........., που επέχει θέση έγκλησης, ασκήθηκε ποινική δίωξη από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών σε βάρος του κατηγορουμένου, πατέρα του εγκαλούντος, για την αξιόποινη πράξη της ενδοοικογενειακής απειλής (άρθρ. 7 παρ. 2 ν. 3500/2006 σε συνδυασμό με 333 ΠΚ) και παραπέμφθηκε αυτός για να δικαστεί στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Η υπόθεση προσδιορίσθηκε προς εκδίκαση στις 30-5-2022 και η επίδοση του κλητήριου θεσπίσματος διενεργήθηκε στις 22-3-2022. Κατά την εκδίκαση της υπόθεσης στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ο κατηγορούμενος δεν εμφανίσθηκε και με την υπ` αριθμ. ΔΤ 1692/2022 απόφαση του Δ` Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών καταδικάσθηκε για την ανωτέρω πράξη σε ποινή φυλάκισης οκτώ (8) μηνών, που ανεστάλη επί τριετία. Κατά της απόφασης αυτής ο κατηγορούμενος άσκησε την από 8-6-2022 έφεση, παραπονούμενος μόνο για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Κατά την εκδίκαση της έφεσης, ενώπιον του Γ` Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών, ο παριστάμενος κατηγορούμενος, διά του πληρεξούσιου δικηγόρου του, πρόβαλε ένσταση απόλυτης ακυρότητας της ασκηθείσας εναντίον του ποινικής δίωξης, διότι, ενώ η αποδιδόμενη σε βάρος του πράξη ήταν αυτή της ενδοοικογενειακής απειλής (άρθρ. 7 παρ. 2 ν. 3500/2006 σε συνδυασμό με 333 ΠΚ), ασκήθηκε εναντίον του ποινική δίωξη, χωρίς να προηγηθεί η προβλεπόμενη στα άρθρα 11 και 12 του ν. 3500/2006 διαδικασία ποινικής διαμεσολάβησης. Το Εφετείο, με παρεμπίπτουσα απόφασή του, απέρριψε την ανωτέρω ένσταση του κατηγορουμένου ως απαράδεκτη, με την αιτιολογία ότι αυτός ουδέποτε, μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή του στο ακροατήριο, πρότεινε την ως άνω ακυρότητα της ποινικής δίωξης και της προδικασίας εν γένει, ούτε ζήτησε την έναρξη της ποινικής διαμεσολάβησης, επιπλέον δε, αυτός δεν είχε προβάλει την ως άνω αιτίαση με ιδιαίτερο λόγο έφεσης. Με τον τέταρτο λόγο της αίτησης αναίρεσης ο αναιρεσείων εκθέτει ότι: α) ο τόπος κατοικίας του μέχρι και την ημερομηνία, που έγινε η επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος (22-3-2022) ήταν η Λεμεσός της Κύπρου, γι` αυτό δεν εκλήθη νομίμως στη διεύθυνση ... ....... Αττικής, όπου αναζητήθηκε, δεν έλαβε γνώση της κλήτευσής του και έτσι δικάστηκε πρωτοδίκως ερήμην, β) ουδέποτε, μέχρι την ως άνω επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος, κλήθηκε για την παροχή εξηγήσεων από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, ούτε προκειμένου να προβεί σε δήλωση περί ποινικής διαμεσολάβησης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3500/2006. Ενόψει αυτών, ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε από το Εφετείο ο ως άνω ισχυρισμός του με την προαναφερόμενη αιτιολογία, διότι, μέχρι τη συζήτηση της έφεσης (15-6-2023), δεν υφίστατο αρμόδιο δικαστήριο για την εξέταση της νομιμότητας της προδικασίας, σε σχέση με τις παραλείψεις του Εισαγγελέα να κληθεί προς παροχή εξηγήσεων και να υποβάλει δήλωση περί ποινικής διαμεσολάβησης, γ) συνακόλουθα, η απόρριψη από το Εφετείο της ένστασής του ακυρότητας της ποινικής δίωξης στερείται νόμιμης αιτιολογίας. Όμως, ο λόγος αυτός, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` ΚΠΔ είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Ειδικότερα, όπως προεκτέθηκε, α) η άσκηση ποινικής δίωξης, χωρίς να τηρηθεί η διαδικασία της ποινικής διαμεσολάβησης, προκαλεί μεν απόλυτη ακυρότητα, πλην όμως, αυτή, εφόσον αφορά στην προδικασία, μπορεί να προταθεί μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή και, στην προκειμένη περίπτωση, μέχρι την πάροδο της προθεσμίας προσφυγής, κατά το άρθρο 322 παρ. 1 ΚΠΔ. β) Στην έφεσή του ο αναιρεσείων δεν πρόβαλε ειδικό λόγο για μη νόμιμη επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος, λόγω της επίδοσής του σε διεύθυνση όπου δεν διέμενε, ούτε βέβαια πρόβαλε σχετικό ισχυρισμό ενώπιον του Εφετείου. Επομένως, απαραδέκτως προβάλλονται οι ανωτέρω αιτιάσεις για την ακυρότητα της κλήτευσής του. γ) Εφόσον ο αναιρεσείων θεωρούσε ότι υπήρχε απόλυτη ακυρότητα της προδικασίας, που δεν είχε καλυφθεί, θα έπρεπε να την είχε προβάλει με ειδικό λόγο έφεσης, ώστε να μπορεί να προτείνει τον σχετικό ισχυρισμό του παραδεκτά στο Εφετείο. Όμως, όπως προαναφέρθηκε, αυτός δεν πρόβαλε τέτοιο λόγο έφεσης.
Συνεπώς, το Εφετείο απέρριψε με την προσήκουσα αιτιολογία την ως άνω ένσταση ακυρότητας της ποινικής δίωξης, που υποβλήθηκε από τον κατηγορούμενο. Κατόπιν αυτών και μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα, κατ` άρθρο 578 παρ. 1 του ΚΠΔ, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

                                                                            ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την υπ` αριθμ. ........../2023 αίτηση του αναιρεσείοντος, ............του ......, κατοίκου ..., για αναίρεση της υπ` αριθμ. 2610/15-6-2023 απόφασης του Γ` Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών.

Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Μαΐου 2024.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 23 Μαΐου 2024.

                                                   Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ                                      Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Must red-read

Επικοινωνία γονέα-τέκνου, υπό τα "μάτια" του Υφυπουργού Προστασίας του Πολίτη

    3442/2021 ΕΦ ΑΘΗΝΩΝ (ΜΟΝ) (Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Μεταρρύθμιση απόφασης με αίτημα τον περιορισμό του χρόνου της επικοινωνίας του πατέρα με...