Διαδικασία
1. Η κα Sofia Pinto Coelho (η Προσφεύγουσα), υπήκοος Πορτογαλίας, προσέφυγε ενώπιον του
Δικαστηρίου την 14η Ιουλίου 2011 με την προσφυγή υπ’αριθμ. 48718/11 κατά της Δημοκρατίας
της Πορτογαλίας σύμφωνα με το άρθρο 34 της ΕΣΔΑ.
2. Η Προσφεύγουσα εκπροσωπήθηκε από τον R. S. Fernandes, δικηγόρο Λισαβόνας. Η
πορτογαλική κυβέρνηση (η Κυβέρνηση) εκπροσωπήθηκε από την εκπρόσωπό της, κα M. F. Da
Graca Carvalho, αναπληρώτρια γενική επίτροπο.
3. Η Προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η καταδίκη της για απείθεια παραβίασε το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ.
4. Την 11η Μαρτίου 2015, η Προσφυγή εστάλη στην Κυβέρνηση.
Τα γεγονότα
Ι. Τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης
5. Η Προσφεύγουσα γεννήθηκε το 1963 και κατοικεί στη Λισαβόνα.
6. Τυγχάνει δημοσιογράφος και ανταποκρίτρια δικαστικών υποθέσεων, για το πορτογαλικό
τηλεοπτικό κανάλι SIC (Sociedade Independente de Comunicacao S.A.).
Α. Το επίδικο ρεπορτάζ
7. Την 12η Νοεμβρίου 2005, το τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων των 8 μ.μ. μετέδωσε ένα ρεπορτάζ
της Προσφεύγουσας σχετικά με μία δικαστική υπόθεση. Το εν λόγω ρεπορτάζ αφορούσε, στο
πλαίσιο ποινικής διαδικασίας κατά περισσοτέρων κατηγορουμένων, στην καταδίκη από το
δικαστήριο της de Sintra του κου Ε., που έχει καταγωγή από το Πράσινο Ακρωτήριο και ηλικία 18
ετών κατά τον κρίσιμο χρόνο, σε φυλάκιση τεσσάρων και ημίσεως ετών για την κλοπή με
επιβαρυντικές περιστάσεις ενός κινητού τηλεφώνου [...].
8. Στο ρεπορτάζ της, η Προσφεύγουσα υποστήριζε την αθωότητα του νεαρού και κατέγγελνε την
καταδίκη του ως δικαστικό σφάλμα. Προς υποστήριξη της άποψής της, παρέπεμπε σε μαρτυρίες
διάφορων νομικών και προσώπων που είχαν συμμετάσχει στην επίδικη διαδικασία.
9. Καλύπτοντας πλάνα της αίθουσας του ακροατηρίου, στο οποίο συνεδρίασε δημόσια το
δικαστήριο της de Sintra, το ρεπορτάζ μετέδιδε, επίσης, αποσπάσματα ηχογραφήσεων της
ακρόασης στο ίδιο το δικαστήριο, συνοδευόμενα από υπότιτλους, ιδίως δε την εξέταση ενός
μάρτυρα κατηγορίας και δύο μαρτύρων υπεράσπισης. Για την αναμετάδοση των εν λόγω
αποσπασμάτων, οι φωνές των τριών δικαστών που απαρτούσαν το τμήμα του δικαστηρίου,
καθώς και εκείνες των μαρτύρων, είχαν παραμορφωθεί. Η Προσφεύγουσα συνόδευε τα
εν λόγω αποσπάσματα με σχόλιά της, με σκοπό να αποδειχθεί ότι ο κος Ε είχε καταδικασθεί παρά
το γεγονός ότι κανένα θύμα δεν τον είχε αναγνωρίσει και παρά το γεγονός ότι ο ίδιος υποστήριζε
ότι την ώρα που διενεργήθηκε η εν λόγω κλοπή εργαζόταν.
10. Για τη δημιουργία του εν λόγω ρεπορτάζ, η Προσφεύγουσα προσπάθησε να λάβει δηλώσεις
των δικαστών που είχαν συμμετάσχει στη δίκη, αλλά εκείνοι δεν θέλησαν να εκφράσουν τη γνώμη
τους.
11. Μετά τη μετάδοση του ρεπορτάζ, ο πρόεδρος του τμήματος που δίκασε την υπόθεση
προσέφυγε στην εισαγγελία καταγγέλλοντας την έλλειψη άδειας για τη μετάδοση των ηχητικών
αποσπασμάτων της ακρόασης και των εικονολήψεων του ακροατηρίου.
12. Τα πρόσωπα, των οποίων οι φωνές είχαν αναμεταδοθεί, δεν προσέφυγαν στα δικαστήρια για
προσβολή του δικαιώματός τους στο λόγο.
Β. Η ποινική διαδικασία (εσωτερική διαδικασία υπ’ αριθμ. 1985/05.6ΤΑΟΕR)
13. Σε μη προσδιορισθείσα ημερομηνία, η εισαγγελία του δικαστηρίου της Oeiras κίνησε ποινική
δίωξη για απείθεια (desobediencia) κατά της Προσφεύγουσας και άλλων τριών υπευθύνων του
δελτίου των 8 μ.μ. του τηλεοπτικού καναλιού SIC.
14. Με το από 4 Σεπτεμβρίου 2007 βούλευμα, η εισαγγελία παρουσίασε τις κατηγορίες της κατά
των ανωτέρω. Ειδικότερα, θεώρησε ότι οι κατηγορούμενοι είχαν μεταδώσει την ηχητική
καταγραφή της συνεδρίασης του δικαστηρίου του de Sintra κατά τη διάρκεια της ακροαματικής
διαδικασίας, χωρίς την άδειά του, παραβιάζοντας έτσι το άρθρο 88 παρ. 2 εδ. Β του κώδικα
ποινικής δικονομίας και το άρθρο 348 παρ. 1 εδ. Α του ποινικού κώδικα.
15. Η Προσφεύγουσα και οι λοιποί τρεις κατηγορούμενοι αιτήθηκαν το άνοιγμα της ανακριτικής
διαδικασίας ενώπιον του δικαστηρίου της ποινικής ανάκρισης του Oeira, αιτούμενοι, ειδικότερα,
την απαλλαγή τους από την ποινική δίωξη για έλλειψη στοιχείων (despacho de nao pronuncia).
Στο υπόμνημά της, η Προσφεύγουσα ισχυριζόταν, μεταξύ άλλων, ότι η μετάδοση ηχογράφησης
που διενεργείται από τις ίδιες τις δικαστικές αρχές μίας συνεδρίασης δεν τιμωρείται από το άρθρο
88 παρ. 2 εδ. Β του κώδικα ποινικής δικονομίας, αλλά τιμωρούνται μόνο οι λήψεις εικόνας και
ήχου σε απευθείας μετάδοση και η μετέπειτα μετάδοσή τους. Το ανακριτικό δικαστήριο του Oeiras
απέρριψε την αίτηση της Προσφεύγουσας με απόφασή του με ημερομηνία 14 Δεκεμβρίου 2007,
επικυρώνοντας τις εις βάρος της κατηγορίες της εισαγγελίας.
16. Η υπόθεση παραπέμφθηκε ενώπιον του δικαστηρίου του Oeiras. Σε μία μη προσδιορισθείσα
ημερομηνία, η Προσφεύγουσα υπέβαλε το υπόμνημα υπεράσπισής της (contestacao). Με το ως
άνω, αντέκρουε ότι είχε καταγράψει τη συνεδρίαση του δικαστηρίου και ισχυριζόταν ότι το
ρεπορτάζ της είχε ως σκοπό να καταγγείλει ένα σοβαρό δικαστικό σφάλμα, κάτι το οποίο
υπερίσχυε από κάθε παράνομη πράξη που ενδεχομένως να είχε διενεργήσει, ενόψει του
δικαιώματος στην ελευθερία ενός προσώπου. Θεωρούσε, επίσης, ότι η ερμηνεία από τα δικαστήρια
του άρθρου 88 παρ. 2 εδ. Β του κώδικα ποινικής δικονομίας παραβίαζε το δικαίωμα της ελευθερίας
του τύπου.
17. Με την από 6 Αυγούστου 2008 απόφασή του, το δικαστήριο του Oeiras έκρινε την
Προσφεύγουσα ένοχη για απείθεια,θεωρώντας ότι η ως άνω είχε παραβιάσει τη νόμιμη απαγόρευση
μετάδοσης άνευ άδειας του δικαστηρίου ηχογραφήσεως της συνεδρίασης του δικαστηρίου de
Sintra. Θεώρησε δε, ότι τα αποσπάσματα που είχαν μεταδοθεί δεν ήταν απαραίτητα στοιχεία για το
ρεπορτάζ της, ότι η ελευθερία του τύπου δεν ήταν απόλυτη και ότι, στο μέτρο που η
Προσφεύγουσα είχε σπουδάσει νομική και τύχαινε δημοσιογράφος ειδικευμένη σε θέματα
δικαστικών υποθέσεων, η ανωτέρω γνώριζε ότι η μετάδοσή τους ήταν απαγορευμένη από τον
νόμο. Το δικαστήριο καταδίκασε, ως εκ τούτου, την ανωτέρω σε ποινή αντίστοιχη με πρόστιμο 60
ημέρων ύψους 25 ευρώ ημερησίως, ήτοι σε 1.500 ευρώ, καθώς και στην πληρωμή των
δικαστικών εξόδων. Για τον καθορισμό της ποινής του, το δικαστήριο έλαβε, επίσης, υπόψη ότι η
Προσφεύγουσα είχε καταδικασθεί για απείθεια στο πλαίσιο μίας άλλης υπόθεσης.
18. Σε μία μη προσδιορισθείσα ημερομηνία, η Προσφεύγουσα κατέθεσε έφεση ενώπιον του
Εφετείου της Λισαβόνας. Με την ανωτέρω προσέβαλλε τα πραγματικά περιστατικά που είχαν
θεωρηθεί ως αποδεδειγμένα από το δικαστήριο του Oeiras, καθώς και την ερμηνεία του άρθρου
88 παρ. 2 εδ. Β του κώδικα ποινικής δικονομίας, επαναλαμβάνοντας ότι η απαγόρευση μετάδοσης
ηχογραφήσεων ή εικονολήψεων μίας συνεδρίασης δικαστηρίου ίσχυε μόνον όταν η υπόθεση είναι
εκκρεμής και όχι όταν έχει ολοκληρωθεί.
19. Την 26η Μαΐου 2009, το Εφετείο της Λισαβόνας εξέδωσε την απόφασή του, επικυρώνοντας
την απόφαση του δικαστηρίου του Oeiras. Όσον αφορά στα πραγματικά περιστατικά, θεώρησε ότι
η Προσφεύγουσα γνώριζε ότι η μετάδοση των αποσπασμάτων υπόκειται σε άδεια του δικαστηρίου.
Θεώρησε εν συνεχεία ότι δεν υπήρξε παραβίαση της ελευθερίας του τύπου και ότι εν προκειμένω
υπήρχε ανάγκη να προστατευθούν τα δικαιώματα στον λόγο (direito a palavra) και στην ιδία
εικόνα.
20. Σε μία μη προσδιορισθείσα ημερομηνία, η Προσφεύγουσα προσέφυγε ενώπιον του
Συνταγματικού δικαστηρίου για την αντισυνταγματικότητα του άρθρου 88 παρ. 2 εδ. Β του
κώδικα ποινική δικονομίας.
21. Με απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2011, το Συνταγματικό δικαστήριο απέρριψε την
προσφυγή της Προσφεύγουσας, καταλήγοντας στο ότι:
« [...] για τη μετάδοση ηχογραφήσεων διά του τύπου, η προϋπόθεση παροχής άδειας εξηγείται,
τόσο από την ανάγκη προστασίας του δικαιώματος στον λόγο, όσο και από την ανάγκη
εξασφάλισης των θεμιτών σκοπών για την επίτευξη της δικαιοσύνης που αποσκοπούνται με την
ηχογράφηση. Ούτω, ενόψει της πλήρωσης των προϋποθέσεων προσδιορισμού της ηχογράφησης,
τα υπό κρίση συμφέροντα αφορούν, αφενός στην ιδιωτική σφαίρα του δηλούντος, ο οποίος ελέγχει
τις δηλώσεις του και τη χρήση τους, και αφετέρου στο συμφέρον της ορθής απονομής της
δικαιοσύνης, το οποίο πρέπει να εξασφαλίζει σε εκείνον που, λόγω νομικής υποχρέωσης, υπόκειται
σε καταγραφή του λόγου του στο πλαίσιο μίας δίκης, ότι ο δικαιούχος της ως άνω καταγραφής
εμποδίζει τη μετάδοσή τους για σκοπούς άλλους από εκείνους που προβλέπονται από τον νόμο.
Γι’αυτόν τον λόγο, δικαιολογείται η παροχή άδειας από τον δικαστή καθώς και η πρόβλεψη του
ποινικού αδικήματος της απείθειας.
Συνεπώς, δεν είναι υπερβολικό, εκείνος που υποχρεώθηκε να καταθέσει σύμφωνα με τον νόμο
ενώπιον δικαστηρίου κατά τη διάρκεια μίας ακρόασης και του οποίου οι δηλώσεις καταγράφηκαν
χωρίς να μπορεί να αιτηθεί την εξαίρεσή του, να αναμένει μία ενισχυμένη προστασία. Δεν είναι
δυσανάλογο, εκείνος που έλαβε τις δηλώσεις στο πλαίσιο εκκρεμούς δίκης να μπορεί ευλόγως να
ελέγχει τις ληφθείσες δηλώσεις βάσει νομικής υποχρέωσης ελέγχοντας τον σκοπό που έχουν δοθεί.
Η απαίτηση χορήγησης άδειας από το δικαστήριο για τη μετάδοση ηχογράφησης των δηλώσεων
που δόθηκαν στο πλαίσιο μιας δίκης, χωρίς κανέναν χρονικό περιορισμό, εξακολουθώντας, έτσι, να
ισχύει και μετά το πέρας της δίκης εντός της οποίας η ακρόαση έλαβε χώρα, δεν συνιστά
ακατάλληλο και υπερβολικό μέτρο. Δικαιολογείται στο όνομα της προστασίας του δικαιώματος
στον λόγο και για λόγους ορθής απονομής της δικαιοσύνης, κάτι το οποίο καθιστά θεμιτή την
επέμβαση που περιορίζει την ελευθερία της έκφρασης.
Η υποχρέωση χορήγησης άδειας από το δικαστήριο, εν προκειμένω, δεν παραβιάζει την αρχή της
αναλογικότητας, δεδομένου ότι περιορίζεται στο αναγκαίο μέτρο για την εξασφάλιση του
δικαιώματος στον λόγο και στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης.»
22. Το δικαστήριο καταλήγει ότι η ερμηνεία του άρθρου 88 παρ. 2 εδ. Β του κώδικα ποινικής
δικονομίας, σύμφωνα με την οποία απαγορεύεται η μετάδοση της ηχογράφησης μίας δικαστικής
συνεδριάσεως, χωρίς την άδεια του δικαστηρίου, είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα και δεν παραβιάζει
ειδικότερα το άρθρο 38 του Συντάγματος το οποίο εξασφαλίζει την ελευθερία του τύπου.
ΙΙ. Συναφές Εθνικό Δίκαιο
23. Εν προκειμένω, οι σχετικές διατάξεις εθνικού δικαίου κατά τον κρίσιμο χρόνο ήσαν οι εξής:
Άρθρο 38 του Συντάγματος
«1. Η ελευθερία του τύπου είναι εγγυημένη.
2. Η ελευθερία του τύπου έχει τις εξής συνιστάμενες:
α) Την ελευθερία της έκφρασης και δημιουργίας για τους δημοσιογράφους και τους συνεργάτες
αυτών, καθώς και τη συμμετοχή των πρώτων στον σχεδιασμό εκδοτικής γραμμής του μέσου
επικοινωνίας για το οποίο εργάζονται.
β) Κάθε δημοσιογράφος έχει πρόσβαση στις πηγές, υπό τις προβλεπόμενες από τον νόμο
προϋποθέσεις. Η ανεξαρτησία του και το επαγγελματικό απόρρητο προστατεύονται. Έχει, επίσης,
το δικαίωμα να εκλέγει μέλη των συντακτικών επιτροπών. (...)»
Άρθρο 88 του κώδικα ποινικής δικονομίας
«1. Τα όργανα του τύπου δύνανται, εντός των νόμιμων περιορισμών, να μεταδίδουν το
περιεχόμενο διαδικαστικών πράξεων που δεν καλύπτονται από το απόρρητο των ερευνών
(segredo de justica) (...)
2. Ωστόσο δεν επιτρέπεται, επί ποινή απλής απείθειας, η:
α) αναπαραγωγή των διαδικαστικών στοιχείων ή εγγράφων που κατατίθενται στον φάκελο μίας
δίκης έως την έκδοση απόφασης στον πρώτο βαθμό, εκτός εάν τα εν λόγω στοιχεία ελήφθησαν
μετά από κατάθεση αιτήσεως στην οποία αναφέρεται ο σκοπός της εν λόγω αίτησης ή εάν η
δικαστική αρχή που είναι αρμόδια για τη διαδικασία έδωσε ρητώς την άδειά της για την εν λόγω
αναπαραγωγή.
β) μετάδοση ή καταγραφή εικόνων ή ηχολήψεων που αφορούν στη διενέργεια οποιασδήποτε
διαδικαστικής πράξεως, κυρίως δε της ακρόασης, εκτός εάν δόθηκε άδεια μέσω διάταξης από τη
δικαστική αρχή που αναφέρεται στο προηγούμενο εδάφιο. Εντούτοις, δεν επιτρέπεται η μετάδοση
ή καταγραφή εικόνων ή ηχολήψεων που αφορούν σε πρόσωπο το οποίο εναντιώνεται στις ως
άνω. (...)»
Άρθρο 348 του ποινικού κώδικα
«1. Οποιοσδήποτε δεν συμμορφώνεται σε μία νόμιμη εντολή ή διαταγή που δίνεται ή προέρχεται
από αρχές ή κάποιον αρμόδιο δημόσιο λειτουργό, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης έως ενός έτους ή
με πρόστιμο έως 120 ημέρες προστίμου:
α) εάν κάποια νόμιμη διάταξη τιμωρεί εν προκειμένω την απλή απείθεια, (...)»
ΙΙΙ. Συναφές Διεθνές Δίκαιο
24. Η Σύσταση υπ’αριθμ. Rec (2003) 13 της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης
προς τις χώρες μέλη σχετικά με τη μετάδοση πληροφοριών από τα μέσα ενημέρωσης σε σχέση με
τις ποινικές διαδικασίες έχει ως εξής:
«(...) Υπενθυμίζοντας ότι τα μέσα ενημέρωσης έχουν το δικαίωμα να ενημερώνουν το κοινό για το
δικαίωμά του να λαμβάνει πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων και των πληροφοριών σχετικά με
ζητήματα δημοσίου ενδιαφέροντος, σε εφαρμογή του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ και ότι έχουν
επαγγελματική υποχρέωση να το διενεργούν.
Υπενθυμίζοντας ότι τα δικαιώματα του τεκμηρίου αθωότητας, της δίκαιης δίκης και του σεβασμού
του ιδιωτικού και οικογενειακού βίου, που προστατεύονται από τα άρθρα 6 και 8 της Σύμβασης,
αποτελούν βασικές απαιτήσεις που πρέπει να τηρούνται σε κάθε δημοκρατική κοινωνία.
Υπογραμμίζοντας τη σημασία των ρεπορτάζ που διενεργούνται από μέσα ενημέρωσης σχετικά με
ποινικές δίκες, ώστε να ενημερώνεται το κοινό, να προβάλλεται η αποτρεπτική λειτουργία του
ποινικού δικαίου και να επιτρέπεται στο κοινό η άσκηση εποπτείας επί της λειτουργίας του
συστήματος ποινικής δικαιοσύνης.
Ενόψει των ενδεχομένως συγκρουόμενων συμφερόντων που προστατεύονται από τα άρθρα 6, 8
και 10 της ΕΣΔΑ και της ανάγκης εξασφάλισης ισορροπίας μεταξύ των εν λόγω δικαιωμάτων σε
σχέση με τις περιστάσεις της εκάστοτε συγκεκριμένης περίπτωσης, λαμβανόμενου δεόντως υπόψη
του ρόλου ελέγχου του ΕΔΔΑ για την εξασφάλιση της συμμόρφωσης με τις δεσμεύσεις που
συνήφθησαν με την ΕΣΔΑ. (...)
Επιθυμώντας να προωθηθεί ένας εμπεριστατωμένος διάλογος σχετικά με την προστασία των
εμπλεκόμενων δικαιωμάτων και των συμφερόντων στα ρεπορτάζ που διενεργούνται από μέσα
ενημέρωσης σχετικά με τις ποινικές διαδικασίες, καθώς και να προωθηθούν ορθές πρακτικές σε
όλη την Ευρώπη, διασφαλίζοντας συγχρόνως την πρόσβαση των μέσων ενημέρωσης στις ποινικές
διαδικασίες. (...)
Συστήνει, αναγνωρίζοντας παράλληλα την ποικιλομορφία των εθνικών νομικών συστημάτων
σχετικά με την ποινική διαδικασία, στις κυβερνήσεις των κρατών μελών:
1) να λάβουν ή ενισχύσουν, αναλόγως, κάθε μέτρο που θεωρούν αναγκαίο για την εφαρμογή των
αρχών που περιλαμβάνονται στην παρούσα Σύσταση, εντός του ορίου των σχετικών
συνταγματικών διατάξεων.
2) να μεταδώσουν ευρέως την παρούσα Σύσταση και τις αρχές που περιλαμβάνονται στην
παρούσα, συνοδεύοντάς τις εφόσον είναι αναγκαίο από μία μετάφραση και,
3) να τις θέσουν κυρίως σε γνώση των δικαστικών και αστυνομικών αρχών και στη διάθεση των
οργανώσεων που εκπροσωπούν τους νομικούς και τους επαγγελματίες των μέσων ενημέρωσης.
Παράρτημα στη Σύσταση υπ’αριθμ. Rec (2003) 13 - Αρχές που αφορούν στη μετάδοση
πληροφοριών από τα μέσα ενημέρωσης σε σχέση με ποινικές διαδικασίες.
Αρχή 1 – Ενημέρωση του κοινού από τα μέσα ενημέρωσης
Το κοινό πρέπει να είναι σε θέση να λαμβάνει πληροφορίες σχετικά με τις δραστηριότητες των
δικαστικών και αστυνομικών αρχών μέσω των μέσων ενημέρωσης. Οι δημοσιογράφοι πρέπει,
συνεπώς, να είναι ελεύθεροι να μεταδίδουν και να σχολιάζουν θέματα σε σχέση με τη λειτουργία
του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης, με μόνους περιορισμούς εκείνους που προβλέπονται από
την εφαρμογή των ακόλουθων αρχών.
Αρχή 2 – Τεκμήριο αθωότητας
Ο σεβασμός του τεκμηρίου της αθωότητας αποτελεί ενιαίο μέρος του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη.
Συνεπώς, οι απόψεις και πληροφορίες που αφορούν σε εκκρεμούσες ποινικές διαδικασίες δύνανται
να κοινοποιούνται ή μεταδίδονται από τα μέσα ενημέρωσης, μόνον εφόσον δεν παραβιάζεται το
τεκμήριο αθωότητας του υπόπτου ή κατηγορουμένου. (...)
Αρχή 6 – Τακτική πληροφόρηση στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών
Στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών δημοσίου ενδιαφέροντος ή άλλων διαδικασιών που
προσελκύουν ιδιαίτερα το ενδιαφέρον του κοινού, οι δικαστικές ή αστυνομικές αρχές οφείλουν να
πληροφορούν τα μέσα ενημέρωσης για τις κύριες πράξεις τους, εφόσον δεν παραβιάζεται το
απόρρητο των ερευνών και των αστυνομικών ερευνών και ότι δεν καθυστερείται ή εμποδίζεται η
επέλευση των αποτελεσμάτων των διαδικασιών. Σε περίπτωση ποινικών διαδικασιών που διαρκούν
για μεγάλη περίοδο, η εν λόγω πληροφόρηση πρέπει να παρέχεται τακτικώς. (...)
Αρχή 8 – Προστασία του ιδιωτικού βίου στο πλαίσιο εκκρεμών ποινικών διαδικασιών
Η παροχή πληροφοριών για πρόσωπα που υποπτεύονται, κατηγορούνται ή έχουν καταδικασθεί,
καθώς και των άλλων διαδίκων στις ποινικές διαδικασίες πρέπει να σέβεται το δικαίωμά τους στην
προστασία του ιδιωτικού τους βίου, σύμφωνα με το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ. Μία ιδιαίτερη προστασία
πρέπει να παρέχεται στους διαδίκους που τυγχάνουν ανήλικοι ή που ανήκουν σε άλλη κατηγορία
ευαίσθητων προσώπων, στα θύματα, στους μάρτυρες και στις οικογένειες των προσώπων που
υποπτεύονται, κατηγορούνται ή έχουν καταδικασθεί. Σε κάθε περίπτωση, μία ιδιαίτερη προσοχή
πρέπει να δοθεί στη ζημία που μπορεί να προκληθεί στα ως άνω πρόσωπα από την κοινοποίηση
πληροφοριών που δίνουν τη δυνατότητα να εξακριβώνεται η ταυτότητα των ανωτέρω.»
Νομικά ζητήματα
Ι. Επικαλούμενη παραβίαση του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ
25. Η Προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η ποινική καταδίκη της για μη αδειοδοτημένη χρήση
καταγραφής της ακρόασης του δικαστηρίου παραβιάζει το δικαίωμά της στην ελευθερία της
έκφρασης, όπως προβλέπεται από το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ, και δη από τις ακόλουθες σχετικές
παραγράφους τις:
«Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης. Το δικαίωμα αυτό περιλαμβάνει την
ελευθερία της γνώμης όπως και την ελευθερία λήψης ή μετάδοσης πληροφοριών ή ιδεών, χωρίς
την επέμβαση δημόσιων αρχών και ασχέτως συνόρων. Το άρθρο αυτό δεν κωλύει τα Κράτη από
το να υποβάλλουν τις επιχειρήσεις ραδιοφωνίας, κινηματογράφου ή τηλεόρασης στους
κανονισμούς έκδοσης αδειών λειτουργίας.
2. Η άσκηση των ελευθεριών αυτών, συνεπαγομένων καθήκοντα και ευθύνες μπορεί να υπαχθεί
σε ορισμένες διατυπώσεις, όρους, περιορισμούς ή κυρώσεις, που προβλέπονται από τον νόμο και
αποτελούν τα αναγκαία μέτρα σε μία δημοκρατική κοινωνία για την εθνική ασφάλεια, την εδαφική
ακεραιότητα ή τη δημόσια ασφάλεια, την προάσπιση της τάξης και την πρόληψη του εγκλήματος,
την προστασία της υγείας ή της ηθικής, την προστασία της υπόληψης ή των δικαιωμάτων των
τρίτων, την παρεμπόδιση της κοινολογήσεως εμπιστευτικών πληροφοριών ή τη διασφάλιση του
κύρους και αμεροληψίας της δικαστικής αρχής.»
26. Η Κυβέρνηση αντιτίθεται σε αυτήν τη θέση.
Α. Παραδεκτό
27. Το Δικαστήριο κρίνει ότι η προσφυγή δεν τυγχάνει προδήλως αβάσιμη υπό την έννοια του
άρθρου 35 παρ. 3 α της ΕΣΔΑ και ότι δεν εμπίπτει σε κάποιον άλλον λόγο απαραδέκτου. Συνεπώς
οφείλει να την κηρύξει παραδεκτή.
Β. Επί της ουσίας της προσφυγής
1. Ισχυρισμοί των διαδίκων
28. Η Προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η καταδίκη της για τη μετάδοση αποσπασμάτων ηχητικής
καταγραφής της ακρόασης συνιστά παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασής της. Καταρχάς,
επισημαίνει ότι οι φωνές των μαρτύρων και των δικαστών είχαν παραμορφωθεί και ότι οι ως άνω
δεν είχαν ταυτοποιηθεί. Εκθέτει, εν συνεχεία, ότι το άρθρο 88 του κώδικα ποινικής δικονομίας
υποβάλλει τη χρήση μίας καταγραφής δικαστικής ακροάσεως στην άδεια του δικαστή που
προεδρεύει την υπόθεση, μόνον εάν η προβλεπόμενη χρήση λαμβάνει χώρα πριν από την έκδοση
της απόφασης. Υποστηρίζει ότι, εν προκειμένω, η χρήση αποσπασμάτων της καταγραφής είχε
σκοπό να καταγγείλει ένα δικαστικό σφάλμα, μία πράξη σοβαρή και δημοσίου ενδιαφέροντος, που
διενεργήθηκε από το ίδιο το δικαστήριο που θα ήταν αρμόδιο για τη χορήγηση της προηγούμενης
άδειας. Για εκείνην, η ποινική καταδίκη της για την έλλειψη αίτησης χορήγησης προηγούμενης
άδειας είναι δυσανάλογη. Η Προσφεύγουσα συμπεραίνει ότι, παρά τον επικαλούμενο θεμιτό σκοπό,
με την διά της προσβαλλόμενης απόφασης καταδίκη της, η οποία στηρίζεται σε τυπικούς λόγους,
και η οποία έκρινε ότι υπερισχύει το δικαίωμα στον λόγο των συμμετέχοντων έναντι του
δικαιώματός της στην ελευθερία έκφρασης, δεν επιτεύχθηκε μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ των
συγκρουόμενων συμφερόντων. Σύμφωνα με την ανωτέρω, το δικαίωμα πληροφόρησης υπερισχύει
έναντι των λοιπών υπό κρίση συμφερόντων.
29. Η Κυβέρνηση αναγνωρίζει ότι υφίσταται επέμβαση στο δικαίωμα στην ελεύθερη έκφραση της
Προσφεύγουσας. Σύμφωνα με την ανωτέρω, η ως άνω επέμβαση προβλέπεται από τον νόμο και
ακολουθεί θεμιτούς σκοπούς, ήτοι την προστασία των προσώπων που παρενέβησαν στην
ακροαματική διαδικασία, ιδίως δε του δικαιώματός τους στον λόγο και του δικαιώματός τους στον
σεβασμό του ιδιωτικού τους βίου. Πρόκειται, επίσης, να εξασφαλισθεί η ορθή απονομή της
δικαιοσύνης.
30. Εντούτοις, η Προσφεύγουσα, ελλείψει σχετικής αίτησης στον δικαστή για τη χορήγηση
προηγούμενης άδειας για τη μετάδοση των αποσπασμάτων της καταγραφής της ακρόασης, δεν
έδωσε την ευκαιρία στον δικαστή να βρει μία ισορροποία μεταξύ, αφενός του δικαιώματος στην
ελεύθερη έκφραση και αφετέρου της προστασίας του δικαιώματος στον λόγο των υποκειμένων
των σχετικών δηλώσεων και του συμφέροντος στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Η Κυβέρνηση
αναγνωρίζει ότι κανένας από τους καταθέσαντες μάρτυρες δεν υπέβαλε μήνυση κατά της χρήσης
(άνευ αδείας) της καταγραφής. Θεωρεί ωστόσο ότι, ενόψει του υποχρεωτικού χαρακτήρα της
ηχητικής καταγραφής για τον σκοπό ενδεχόμενης μελλοντικής προσφυγής, οι δικαστικές αρχές
πρέπει να προστατεύουν το περιεχόμενο των εν λόγω καταγραφών κατά χρήσεων εκτός της
διαδικασίας, δικαιολογώντας, ούτω, την ανάγκη χορήγησης προηγούμενων αδειών ακόμη και μετά
την έκδοση της απόφασης. Η Κυβέρνηση θεωρεί, επίσης, ότι η Προσφεύγουσα μπορούσε να
παρουσιάσει το ρεπορτάζ της, περιγράφοντας το περιεχόμενο των δηλώσεων που δόθηκαν στο
πλαίσιο της ακροαματικής διαδικασίας, χωρίς να κάνει χρήση των επίδικων ηχολήψεων. Η
Κυβέρνηση καταλήγει ότι δεν υφίσταται παραβίαση του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ.
2. Κρίση του Δικαστηρίου
31. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η Προσφεύγουσα καταδικάσθηκε στην πληρωμή προστίμου, για
τη χρήση στο ρεπορτάζ της αποσπασμάτων της καταγραφής μίας ακρόασης δικαστηρίου.
Υφίσταται, συνεπώς, λόγος να προσδιορισθεί, εάν η εν λόγω ποινική καταδίκη της συνιστά
επέμβαση στην άσκηση της ελεύθερης έκφρασης που «προβλέπεται από τον νόμο», δικαιολογείται
από έναν ή περισσότερους νόμιμους σκοπούς ενόψει της παρ. 2 του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ και είναι
«αναγκαία, σε μία δημοκρατική κοινωνία».
α) Επί της ύπαρξης επέμβασης
32. Τα μέρη συμφωνούν στο γεγονός ότι η καταδίκη της Προσφεύγουσας συνιστά επέμβαση στο
δικαίωμα της ως άνω στην ελεύθερη έκφραση, όπως προστατεύεται από το άρθρο 10 παρ. 1 της
ΕΣΔΑ. Το Δικαστήριο κρίνει, επίσης, ότι η επέμβαση στο δικαίωμα της Προσφεύγουσας στην
ελεύθερη έκφραση είναι αδιαμφισβήτητη.
β) «Προβλεπόμενη από τον νόμο»
33. Δεν αμφισβητείται από τα μέρη ότι η επέμβαση προβλέπεται από τον νόμο, ήτοι από το άρθρο
88 του πορτογαλικού κώδικα ποινικής δικονομίας. Το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν υφίσταται λόγος
για αντίθετη κρίση.
γ) Νόμιμος σκοπός
34. Η Προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί το γεγονός ότι η επίδικη καταδίκη ακολουθεί νόμιμους
σκοπούς. Η Κυβέρνηση επισημαίνει δε, ότι αφορά στην προστασία της ορθής απονομής της
δικαιοσύνης και των δικαιωμάτων των άλλων. Το δε Δικαστήριο σημειώνει ότι τα εθνικά
δικαστήρια θεώρησαν ότι η καταδίκη της Προσφεύγουσας δικαιολογείτο από την προστασία του
δικαιώματος στον λόγο τρίτου. Το συνταγματικό δικαστήριο έκρινε ότι η ορθή απονομή της
δικαιοσύνης εμπλεκόταν επίσης εν προκειμένω, δεδομένου ότι η καταγραφή μίας ακρόασης
δικαστηρίου περιέχει δηλώσεις προσώπων που υποχρεώνονται από τον νόμο να καταθέσουν
ενώπιον του δικαστηρίου, το οποίο είναι συνεπώς ο προστάτης των εν λόγω δηλώσεων. Οι εν
λόγω σκοποί αντιστοιχούν στην προστασία της «εξουσίας και της αμεροληψίας της δικαστικής
αρχής» και στην προστασία «της φήμης (και) των δικαιωμάτων άλλων» (βλ. Ernst και λοιποί κατά
Βελγίου, no 33400/96, § 98, 15 Ιουλίου 2003, και Dupuis και λοιποί κατά Γαλλίας, no 1914/02, §
32, 7 Ιουνίου 2007). Το Δικαστήριο κρίνει συνεπώς τους εν λόγω σκοπούς ως νόμιμους.
35. Μένει να ελεγχθεί ότι η επέμβαση ήταν «αναγκαία σε μία δημοκρατική κοινωνία».
δ) «Αναγκαία σε μία δημοκρατική κοινωνία»
ι. Οι γενικές αρχές
36. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η ελευθερία της έκφρασης αποτελεί ένα από τα βασικά θεμέλια
σε μία δημοκρατική κοινωνία και ότι οι εγγυήσεις που παρέχονται στον Τύπο είναι ιδιαίτερης
σημασίας (βλ. μεταξύ άλλων Jersild κατά Δανίας, 23 Σεπτεμβρίου 1994, § 31, serie A no 298, Worm
κατά Αυστρίας, 29 Αυγούστου 1997, § 47, Recueil des arrets et decisions 1997-V, και Fressoz και
Roire κατά Γαλλίας [GC], no 29183/95, § 45, ΕΔΔΑ 1999-I ).
37. Ο Τύπος παίζει σημαντικό ρόλο σε μία δημοκρατική κοινωνία: εάν και δεν πρέπει να υπερβαίνει
ορισμένα όρια, ενόψει κυρίως της προστασίας της υπόληψης και των δικαιωμάτων των άλλων,
καθώς και της ανάγκης αποφυγής της κοινοποίησης εμπιστευτικών πληροφοριών, υποχρεώνεται
ωστόσο να διαδίδει, στο πλαίσιο των καθηκόντων και των ευθυνών του, πληροφορίες και ιδέες για
κάθε θέμα δημοσίου ενδιαφέροντος (De Haes και Gijsels κατά Βελγίου, 24 Φεβρουαρίου 1997, §
37, Recueil 1997-I, Bladet Tromso και Stensaas κατά Νορβηγίας [GC], no 21980/93, § 62, ΕΔΔΑ
1999-III, Thoma κατά Λουξεμβούργου, no 38432/97, §§ 43-45, ΕΔΔΑ 2001-III, και Tourancheau
και July κατά Γαλλίας, no 53886/00, § 65, 24 Νοεμβρίου 2005) .
38. Ειδικότερα, δεν δύναται να θεωρηθεί ότι οι υποθέσεις που εξετάζουν τα δικαστήρια δεν
μπορούν πριν ή ακόμη και κατά τη διάρκειά της εξέτασής τους, να συζητηθούν σε άλλα μέρη, είτε
στο πλαίσιο ειδικευμένων περιοδικών, είτε στον γενικό Τύπο ή από το ίδιο το κοινό. Δεν είναι μόνο
αποστολή του Τύπου να μεταδίδει τέτοιες πληροφορίες και ιδέες, καθόσον το κοινό έχει επίσης
δικαίωμα να τις λαμβάνει. Ωστόσο, πρέπει να ληφθεί υπόψη το δικαίωμα του καθενός σε μία δίκαιη
δίκη, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, κάτι το οποίο, στην ποινική δικαιο-
σύνη, συμπεριλαμβάνει και το δικαίωμα σε αμερόληπτο δικαστήριο (Tourancheau και July, ο.π.,
παρ. 66) . Όπως το Δικαστήριο έχει ήδη σημειώσει, «οι δημοσιογράφοι που συντάσσουν άρθρα
σχετικά με εκκρεμούσες ποινικές διαδικασίες πρέπει να το θυμούνται, καθώς τα όρια του
αποδεκτού σχολιασμού δεν μπορούν να επεκταθούν και σε δηλώσεις που ενδέχεται, εσκεμμένως ή
όχι, να ελαττώσουν τις πιθανότητες για ένα πρόσωπο να επωφεληθεί μίας δίκαιης δίκης ή να
υπονομεύσει την εμπιστοσύνη του κοινού σχετικά με τον ρόλο των δικαστηρίων στην απονομή
της ποινικής δικαιοσύνης» (ibidem, Worm, ο.π., § 50, Campos Damaso κατά Πορτογαλίας, no
17107/05, § 31, 24 Απριλίου 2008, Pinto Coelho κατά Πορτογαλίας, no 28439/08, § 33, 28
Ιουνίου 2011, και Ageyevy κατά Ρωσίας, no 7075/10, §§ 224-225, 18 Απριλίου 2013) .
39. Συναφώς, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι στο πλαίσιο του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ, οι
συμβαλλόμενες χώρες διαθέτουν ορισμένη διακριτική ευχέρεια ως προς την εκτίμηση του
αναγκαίου και του εύρους μίας επέμβασης στην προστατευόμενη από αυτήν τη διάταξη ελευθερία
της έκφρασης (Tammer κατά Εσθωνίας, no 41205/98, § 60, ΕΔΔΑ 2001-I, Pedersen και
Baadsgaard κατά Δανίας [GC], no 49017/99, § 68, ΕΔΔΑ 2004-XI, και Haldimann και λοιποί κατά
Ελβετίας, no 21830/09, § 53, ΕΔΔΑ 2015) .
40. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι το άρθρο 10 παρ. 2 της ΕΣΔΑ δεν επιτρέπει περιορισμούς του
δικαιώματος ελεύθερης έκφρασης στο πλαίσιο ζητημάτων δημοσίου ενδιαφέροντος (Wingrove
κατά Ηνωμένο Βασίλειο, 25 Νοεμβρίου 1996, § 58, Recueil 1996-V, Surek κατά Τουρκίας (no 1)
[GC], no 26682/95, § 61, ΕΔΔΑ 1999-IV, Dupuis και λοιποί, ο.π., § 40, και Stoll κατά Ελβετίας [GC],
no 69698/01, § 106, ΕΔΔΑ 2007-V) .
ιι. Εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση
41. Εν προκειμένω, το δικαίωμα της Προσφεύγουσας να πληροφορεί το κοινό και το δικαίωμα του
κοινού να λαμβάνει τις πληροφορίες συγκρούονται με το δικαίωμα στον σεβασμό του ιδιωτικού
βίου των προσώπων που κατέθεσαν, καθώς και με την εξουσία και αμεροληψία του δικαστικού
συστήματος. Σε υποθέσεις όπως η παρούσα, οι οποίες απαιτούν την εξισορρόπηση του
δικαιώματος στον σεβασμό του ιδιωτικού βίου και στο δικαίωμα ελευθερίας της έκφρασης, το
Δικαστήριο θεωρεί ότι το αποτέλεσμα της προσφυγής δεν δύναται κατ’αρχήν να διαφοροποιείται
αναλόγως εάν έχει βασισθεί στο άρθρο 8 της ΕΣΔΑ από το υποκείμενο του ρεπορτάζ ή στο άρθρο
10 από το πρόσωπο που το δημιούργησε. Πράγματι, τα εν λόγω δικαιώματα τυγχάνουν a priori
ίσου σεβασμού (Hachette Filipacchi Associes (ICI PARIS) κατά Γαλλίας, no 12268/03, § 41, 23
Ιουλίου 2009, Timciuc κατά Ρουμανίας (δεκ.), no 28999/03, § 144, 12 Οκτωβρίου 2010, και
Mosley κατά Ηνωμένου Βασιλείου, no 48009/08, § 111, 10 Μαϊου 2011, Haldimann κλπ, ο.π, § 54,
Von Hannover κατά Γερμανίας (no 2) [GC], nos 40660/08 και 60641/08, § 106, ΕΔΔΑ 2012, και
Axel Springer AG κατά Γερμανίας [GC], no 39954/08, § 87, 7 Φεβρουαρίου 2012) . Ως εκ τούτου,
το περιθώριο εκτίμησης οφείλει κατ’αρχήν να είναι το ίδιο στις δύο περιπτώσεις. Το Δικαστήριο
οφείλει ειδικότερα να προσδιορίσει εάν οι σκοποί της εξασφάλισης του δικαιώματος στον λόγο
τρίτου και στη διασφάλιση της ορθής απονομής της δικαιοσύνης παρουσίαζαν κάποια «σχετική και
επαρκή» δικαιολογία για την επέμβαση.
42. Εάν η εξισορρόπηση μεταξύ των δύο δικαιωμάτων από τις εθνικές αρχές έλαβε χώρα σύμφωνα
με τα κριτήρια που έχει θέσει η νομολογία του Δικαστηρίου, πρέπει να υπάρχουν σοβαροί λόγοι για
να υπερισχύσει η γνώμη της ανωτέρω έναντι εκείνης των εθνικών δικαστηρίων (Palomo Sanchez
και λοιποί κατά Ισπανίας [GC], nos 28955/06, 28957/06, 28959/06 και 28964/06, § 57, ΕΔΔΑ
2011, MGN Limited κατά Ηνωμένο Βασίλειο, no 39401/04, §§ 150 και 155, 18 Ιανουαρίου 2011,
και Haldimann και λοιποί, ό.π, § 55) .
α) Σχετικά με τη συμμετοχή του ρεπορτάζ σε διάλογο δημοσίου ενδιαφέροντος
43. Το Δικαστήριο πρέπει πρώτα να ορίσει εάν το επίμαχο ρεπορτάζ αφορούσε θέμα δημοσίου
ενδιαφέροντος. Συναφώς, το Δικαστήριο σημειώνει ότι το κοινό έχει, γενικώς, δημόσιο ενδιαφέρον
να πληροφορείται σχετικά με τις ποινικές δίκες (Dupuis και λοιποί κατά Γαλλίας, ό.π., § 42) . Η
Επιτροπή των Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης έχει, από την πλευρά του, υιοθετήσει τη
Σύσταση Rec(2003)13 σχετικά με τη διάδοση πληροφοριών από τα μέσα ενημέρωσης σε σχέση με
τις ποινικές δίκες. Η Σύσταση υπενθυμίζει ότι τα μέσα ενημέρωσης έχουν το δικαίωμα να
ενημερώνουν το κοινό ως προς το δικαίωμα του τελευταίου να λαμβάνει τις πληροφορίες και
υπογραμμίζει τη σημασία των ρεπορτάζ που δημιουργούνται σχετικά με τις ποινικές διαδικασίες για
την πληροφόρηση του κοινού και δίνουν τη δυνατότητα στον ως άνω να ασκεί ένα δικαίωμα
επίβλεψης επί της λειτουργίας του συστήματος της ποινικής δικαιοσύνης. Μεταξύ των αρχών που
θέτει η εν λόγω Σύσταση, βρίσκεται, κυρίως, το δικαίωμα του κοινού να λαμβάνει τις πληροφορίες
μέσω των μέσων ενημέρωσης σχετικά με τις δραστηριότητες των δικαστικών και αστυνομικών
αρχών, κάτι το οποίο προϋποθέτει για τους δημοσιογράφους το δικαίωμα να μπορούν ελεύθερα να
λογοδοτούν σχετικά με τη λειτουργία του ποινικού συστήματος δικαιοσύνης.
44. Το Δικαστήριο σημειώνει ότι η αφορμή του επίμαχου ρεπορτάζ είναι η δικαστική διαδικασία, η
οποία οδήγησε στην ποινική καταδίκη διάφορων κατηγορούμενων. Η κίνηση της Προσφεύγουσας
αποσκοπούσε στο να καταγγείλει ένα δικαστικό σφάλμα το οποίο, κατά τη γνώμη της, είχε λάβει
χώρα έναντι ενός από τους καταδικασθέντες. Το Δικαστήριο δέχεται ότι ως εκ τούτου, ένα τέτοιου
είδους ρεπορτάζ αφορά σε θέμα δημοσίου ενδιαφέροντος.
β) Σχετικά με τη συμπεριφορά της Προσφεύγουσας
45. Το Δικαστήριο θεωρεί ότι οποιοσδήποτε, συμπεριλαμβανομένων των δημοσιογράφων, ασκεί
την ελευθερία της έκφρασής του επιβαρύνεται με «υποχρεώσεις και ευθύνες», των οποίων το
εύρος εξαρτάται από την ιδιότητά του και από το τεχνικό μέσο που χρησιμοποιήθηκε (βλ. mutatis
mutandis, Handyside κατά Ηνωμένου Βασιλείου, 7 Δεκεμβρίου 1976, § 49 in fine, serie A no 24) .
Εν προκειμένω, οι εθνικοί δικαστές έκριναν ότι η δημιουργός του ρεπορτάζ, που τυγχάνει έμπειρη
δημοσιογράφος και δη με γνώσεις περί του δικαίου, δεν μπορούσε να αγνοεί ότι η διάδοση του
αποσπάσματος της καταγραφής της συνεδρίασης ήταν υποκείμενη σε λήψη προηγούμενης
δικαστικής άδειας. Αναγνωρίζοντας τον βασικό ρόλο του Τύπου σε μία δημοκρατική κοινωνία, το
Δικαστήριο τονίζει ότι οι δημοσιογράφοι δεν δύνανται κατ’αρχήν να αποδεσμεύονται, μέσω της
προστασίας που τους προσφέρει το άρθρο 10, από την υποχρέωσή τους να σέβονται τους κοινούς
ποινικούς νόμους.
46. Η έλλειψη παράνομης συμπεριφοράς εκ μέρους της Προσφεύγουσας στο πλαίσιο της
χορήγησης της καταγραφής δεν είναι απαραίτητα προσδιοριστική κατά την εκτίμηση του
ζητήματος εάν συμμορφώθηκε στις υποχρεώσεις και ευθύνες της (Stoll, ό.π, § 144) . Σε κάθε
περίπτωση, ήταν σε θέση να προβλέψει, ως δημοσιογράφος, ότι η διάδοση του επίμαχου ρεπορτάζ
απαγορευόταν από το άρθρο 348 του ποινικού κώδικα. Όσον αφορά στη συμπεριφορά της
Προσφεύγουσας εν προκειμένω, το Δικαστήριο σημειώνει ότι το μέσο λήψης από εκείνην των
καταγραφών της συνεδρίασης δεν ήταν παράνομο, και ότι, ως προς τη μορφή του ρεπορτάζ, οι
φωνές των δικαστών και των μαρτύρων είχαν παραμορφωθεί, ώστε να μην είναι δυνατή η
εξακρίβωση της ταυτότητάς τους από το κοινό. Όσον αφορά στις ενστάσεις της Κυβέρνησης ως
προς τη μορφή του επίμαχου ρεπορτάζ, υφίσταται λόγος να υπενθυμιστεί ότι πέραν από το
περιεχόμενο των εκφρασμένων ιδεών και των πληροφοριών, το άρθρο 10 προστατεύει και τη
μορφή της έκφρασής τους. Συνεπώς, δεν δύναται ούτε το Δικαστήριο ούτε και τα εθνικά
δικαστήρια να υποκατασταθούν στον Τύπο και να ορίσουν ποια τεχνική λογοδοσίας πρέπει να
ακολουθείται από τους δημοσιογράφους (βλ. παραδείγματος χάριν Jersild, ό.π., § 31, και De Haes
και Gijsels, ό.π., § 48) .
47. Το Δικαστήριο έχει λάβει υπόψη την πρόθεση των ανωτέρω εθνικών δικαστηρίων και των
συμβαλλομένων χωρών του Συμβουλίου να αντιδρούν με σθένος στην αρνητική επίδραση που
μπορούν να έχουν τα μέσα ενημέρωσης πάνω στους πολιτικούς εναγομένους και στους
κατηγορούμενους, ελαττώνοντας καθ’ αυτόν τον τρόπο την εγγύηση του τεκμηρίου της
αθωότητας. Η παρ. 2 του άρθρου 10 θέτει, εξάλλου, όρια στην άσκηση του δικαιώματος στην
ελεύθερη έκφραση. Το μόνο που απομένει είναι να προσδιοριστεί εάν, στην προκειμένη περίπτωση,
το συμφέρον πληροφόρησης του κοινού υπερίσχυε των «υποχρεώσεων και ευθυνών» που
βαραίνουν την Προσφεύγουσα λόγω της έλλειψης αδειοδότησης της μετάδοσης της καταγραφής.
γ) Επί του ασκηθέντος ελέγχου από τα εθνικά δικαστήρια
48. Το Δικαστήριο οφείλει, συνεπώς, να αναλύσει τον τρόπο κατά τον οποίον το Συνταγματικό
δικαστήριο εξισορρόπησε τα συμφέροντα στην προκειμένη περίπτωση. Φαίνεται ότι το
Συνταγματικό δικαστήριο θεώρησε ότι η απαίτηση λήψης δικαστικής άδειας για τη μετάδοση της
ηχητικής καταγραφής των δηλώσεων που ειπώθηκαν κατά τη διάρκεια του ακροατηρίου δεν
συνιστούσε μία παραβιαστική και υπέρμετρη λύση. Για το ανώτατο δικαστήριο, η ως άνω
δικαιολογείται στο όνομα της προστασίας του λόγου τρίτου και της ορθής απονομής της
δικαιοσύνης, κάτι το οποίο νομιμοποιεί την επέμβαση στην ελευθερία της έκφρασης της
Προσφεύγουσας. Για το Συνταγματικό δικαστήριο, δεν τίθεται λόγος για περιορισμό στην άσκηση
της ελευθερίας του τύπου εν προκειμένω, αλλά μόνο σε συγκεκριμένο τρόπο άσκησης αυτής: τη
μετάδοση μίας ηχητικής καταγραφής συνεδρίασης δικαστηρίου. Το Δικαστήριο σημειώνει, επίσης,
ότι τα δικαστήρια δικαιολόγησαν την καταδίκη της Προσφεύγουσας χωρίς να επικαλεστούν την
ανάγκη εξασφάλισης του κύρους της δικαστικής εξουσίας αλλά ούτε και τα όρια της άσκησης της
εν λόγω εξουσίας, σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 2 της ΕΣΔΑ.
49. Εντούτοις, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι κατά τον χρόνο της μετάδοσης του επίμαχου
ρεπορτάζ, η υπόθεση είχε ήδη δικασθεί, όπως αναγνωρίζει και το Συνταγματικό δικαστήριο. Ως εκ
τούτου, το Δικαστήριο συμπεραίνει ότι, όπως και στην υπόθεση Dupuis και λοιποί κατά Γαλλίας
(ό.π.), η Κυβέρνηση δεν αποδεικνύει πώς, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, η μετάδοση των
ηχητικών αποσπασμάτων μπορούσε να έχει αρνητική επίδραση επί του συμφέροντος της ορθής
απονομής της δικαιοσύνης.
50. Κατά την εξέταση της ανάγκης της επέμβασης σε μία δημοκρατική κοινωνία ενόψει της
«προστασίας της υπόληψης ή των δικαιωμάτων τρίτων», το Δικαστήριο μπορεί να οδηγηθεί να
ελέγξει εάν οι εθνικές αρχές εξασφάλισαν μία δίκαιη ισορροπία ανάμεσα σε δύο προστατευόμενες
από την ΕΣΔΑ αρχές, οι οποίες ενδέχεται να συγκρούονται σε ορισμένες υποθέσεις: ήτοι, αφενός,
στην ελευθερία της έκφρασης, όπως προστατεύεται από το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ και, αφετέρου, στο
δικαίωμα στον σεβασμό του ιδιωτικού βίου, όπως προστατεύεται από τις διατάξεις του άρθρου 8
(Ηachette Filipacchi Associes κατά Γαλλίας, no 71111/01, § 43, 14 Ιουνίου 2007, MGN Limited,
ό.π., § 142, και Axel Springer AG, ό.π., § 84) . Ως προς αυτό το θέμα, το Δικαστήριο σημειώνει ότι
το ακροατήριο στην προκειμένη περίπτωση ήταν δημόσιο και κανένας εκ των ενδιαφερόμενων
μερών δεν παραπονέθηκε για κάποια επικαλουμένη παραβίαση του δικαιώματός του στον λόγο.
Στο μέτρο που η Κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι η μη αδειοδοτημένη μετάφραση των ηχητικών
αποσπασμάτων μπορούσε να αποτελεί παραβίαση του δικαιώματος στον λόγο τρίτου, το
Δικαστήριο σημειώνει ότι τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα είχαν κατά το πορτογαλικό δίκαιο δικαίωμα
προσφυγής για την αποκατάσταση της βλάβης τους, το οποίο όμως δεν άσκησαν. Εντούτοις, αυτοί
είναι που έχουν κατ’αρχήν τη μέριμνα της υπεράσπισης του εν λόγω δικαιώματός τους. Το
Δικαστήριο σημειώνει, επίσης, ότι οι φωνές των συμμετέχοντων στο ακροατήριο είχαν
παραμορφωθεί, εμποδίζοντας έτσι την ταυτοποίησή τους. Θεωρεί δε ότι το άρθρο 10 παρ. 2 της
ΕΣΔΑ δεν προβλέπει περιορισμούς στην ελευθερία της έκφρασης που να βασίζονται στο δικαίωμα
στον λόγο, καθώς για το τελευταίο δεν προβλέπεται αντίστοιχη προστασία με εκείνη του
δικαιώματος στην υπόληψη. Συνεπώς, ο δεύτερος θεμιτός σκοπός που επικαλείται η Κυβέρνηση
χάνει κατ’ ανάγκη τη δύναμή του υπό τις περιστάσεις της επίδικης υπόθεσης. Περαιτέρω, το
Δικαστήριο δεν αντιλαμβάνεται πώς το δικαίωμα στον λόγο θα μπορούσε να εμποδίσει τη
μετάδοση ηχητικών αποσπασμάτων ενός ακροατηρίου όταν, εν προκειμένω, το ακροατήριο ήταν
δημόσιο. Συμπεραίνει, συνεπώς, ότι η Κυβέρνηση δεν δικαιολόγησε επαρκώς την επιβληθείσα στην
Προσφεύγουσα ποινή λόγω μετάδοσης των καταγραφών της συνεδρίασης του δικαστηρίου,
καθώς και ότι τα δικαστήρια δεν δικαιολόγησαν τον περιορισμό στο δικαίωμα ελεύθερης έκφρασης
της Προσφεύγουσας υπό το πρίσμα της παρ. 2 του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ.
δ) Επί της αναλογικότητας της επιβληθείσας ποινής
51. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει, τέλος, ότι η φύση και το βάρος των επιβληθεισών ποινών είναι
επίσης στοιχεία τα οποία πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την εξέταση της αναλογικότητας μίας
επέμβασης (βλ. παραδείγματος χάριν Surek, ό.π, § 64, δεύτερο εδάφιο, Lindon, Otchakovsky-
Laurens και July κατά Γαλλίας [GC], nos 21279/02 και 36448/02, § 59, ΕΔΔΑ 2007 IV, και Stoll,
ό.π., § 153) .
52. Το ως άνω οφείλει, επίσης, να μεριμνήσει ότι η εν λόγω ποινή δεν συνιστά μία μορφή
λογοκρισίας που να αποτρέπει τα μέσα ενημέρωσης από το να εκφράζουν κριτικές. Στο πλαίσιο
συζητήσεων θεμάτων δημοσίου ενδιαφέροντος, αυτού του είδους ποινές θα απέτρεπαν τους
δημοσιογράφους από το να συμβάλλουν στον δημόσιο διάλογο που ενδιαφέρει την κοινότητα. Με
αυτόν τον τρόπο, η ποινή θα εμπόδιζε την εκπλήρωση της υποχρέωσης ενημέρωσης και ελέγχου
των μέσων ενημέρωσης (βλ. mutatis mutandis, Barthold κατά Γερμανίας, 25 Μαρτίου 1985, § 58,
serie A no 90, Lingens κατά Αυστρίας, 8 Ιουλίου 1986, § 44, serie A no 103, Monnat κατά
Ελβετίας, no 73604/01, § 70, ΕΔΔΑ 2006 X, και Stoll, ό.π., § 154) .
53. Το Δικαστήριο σημειώνει ότι εν προκειμένω η Προσφεύγουσα είχε καταδικαστεί στην πληρωμή
προστίμου ύψους 1.500 ευρώ και στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων. Ακόμη κι αν το ποσό
μπορεί να φανεί χαμηλό, το Δικαστήριο θεωρεί ότι δεν αναιρεί το γεγονός ότι έχει αποτρεπτικό
αποτέλεσμα, ενόψει της βαρύτητας της προβλεπόμενης ποινής (Campos Damaso, ό.π, § 39) . Σε
αυτό το πλαίσιο, δεν αποκλείεται η καταδίκη αυτή καθ’ εαυτή να έχει περισσότερη βαρύτητα σε
σχέση με το χαμηλό ύψος της επιβαλλόμενης ποινής (βλ. παραδείγματος χάριν, Jersild, ό.π, § 35,
εδάφιο πρώτο, Lopes Gomes da Silva κατά Πορτογαλίας, no 37698/97, § 36, ΕΔΔΑ 2000 X,
Dammann κατά Ελβετίας, no 77551/01, § 57, 25 Απριλίου 2006, και Stoll, ό.π, § 154).
54. Ενόψει όλων των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει εν προκειμένω ότι το επιβληθέν πρόστιμο
τυγχάνει δυσανάλογο σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό.
ιιι. Συμπέρασμα
55. Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, προκύπτει ότι η καταδίκη της Προσφεύγουσας δεν
δικαιολογείται από μία «επείγουσα κοινωνική ανάγκη». Οι λόγοι της καταδίκης ήταν μεν «βάσιμοι»,
ωστόσο δεν ήταν «επαρκείς» για να δικαιολογηθεί τέτοιου είδους επέμβαση στο δικαίωμα της
ελεύθερης έκφρασης της Προσφεύγουσας.
56. Συνεπώς, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ.
ΙΙ. Επί της εφαρμογής του άρθρου 41 της ΕΣΔΑ [...]
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
1. Δηλώνει ομόφωνα παραδεκτή την προσφυγή.
2. Κρίνει, με έξι ψήφους έναντι μίας, ότι υφίσταται παραβίαση του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ.
3. Κρίνει με έξι ψήφους έναντι μίας, ότι:
α) Το εναγόμενο κράτος οφείλει στην Προσφεύγουσα, εντός τριών μηνών από την ημερομηνία που
καταστεί η παρούσα απόφαση οριστική, σύμφωνα με το άρθρο 44 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, τα εξής ποσά:
ι) 1.500 ευρώ (χίλια πεντακόσια ευρώ), καθώς και κάθε ποσό που οφείλεται ως φόρος, για την
υλική ζημία,
ιι) 4.623,84 ευρώ (τέσσερις χιλιάδες εξακόσια είκοσι τρία ευρώ και οβδόντα τέσσερα λεπτά) καθώς
και κάθε ποσό που οφείλεται από την Προσφεύγουσα ως φόρος, για δαπάνες και έξοδα,
β) Από τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας και έως την εξόφληση, τα ως άνω ποσά αυξάνονται με
απλό τόκο με επιτόκιο ίσο με εκείνο του δανεισμού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας
προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες.
4. Κρίνει με έξι ψήφους έναντι μίας, ότι η διαπίστωση της παραβίασης του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ
αρκεί για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης της Προσφεύγουσας.
5. Απορρίπτει, ομόφωνα, το αίτημα για δίκαιη ικανοποίηση ως προς το επιπλέον.
ΣΥΜΦΩΝΗ ΓΝΩΜΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΟΥ DE GAETANO
1. Η παρούσα υπόθεση και η διαπίστωση της παραβίασης του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ, στην οποία
οδηγήθηκε το Δικαστήριο, θυμίζουν σφόδρα ότι οι νόμιμες απαγορεύσεις και περιορισμοί, των
οποίων ο σκοπός είναι καθαρά «συμβολικός» (και όχι «χρηστικός»), συνάδουν δύσκολα με τις
αρχές που θέτει η ΕΣΔΑ και τις ελευθερίες που αυτή εγγυάται. Όσον αφορά ειδικότερα στο άρθρο
10 παρ. 2 «η αρχή τις δικαστικής εξουσίας» δεν θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως μία ανεξάρτητη
αρχή αποδεσμευμένη από τα πραγματικά περιστατικά.
2. Εν προκειμένω, δεν προκύπτει ότι οι ηχητικές καταγραφές των ενδιαφερόμενων προσώπων
διενεργήθηκαν κρυφά ή κατά παράβαση του κανονισμού των δικαστηρίων που προορίζεται να
εξασφαλίσει τον έλεγχο στο ακροατήριο και τον σεβασμό των κανόνων ευπρέπειας ενώπιον του
δικαστηρίου ή ότι ελήφθησαν κατά παράνομο τρόπο. Πράγματι, οι εν λόγω καταγραφές
παρουσιάζουν έναν επίσημο χαρακτήρα και ήταν κανονικά στη διάθεση των διαδίκων. Σε κάθε
περίπτωση, ακόμη κι αν είχαν ληφθεί με παράνομο τρόπο - κάτι το οποίο δεν συνέβη εν
προκειμένω - το γεγονός ότι ένας δημοσιογράφος παραβίασε τον νόμο πρέπει μεν να ληφθεί
υπόψη, αλλά δεν είναι και αποφασιστικός παράγοντας για τη διαπίστωση εάν ενήργησε υπεύθυνα
σύμφωνα με τους σκοπούς του άρθρου 10 (Pentikainen κατά Φιλανδίας [GC], no 11822/10, § 90)
. Το Συνταγματικό δικαστήριο συμπέρανε ότι η διάταξη του νόμου που απαιτεί τη λήψη
προηγούμενης άδειας του δικαστηρίου στο ακροατήριο του οποίου έγιναν επισήμως οι καταγραφές
δεν παραβίαζει την εγγυημένη από το άρθρο 38 παρ. 2 β του Συντάγματος ελευθερία της
Προσφεύγουσας. Το ως άνω στήριξε τη γενική απαγόρευση της μετάδοσης χωρίς προηγούμενη
άδεια στην ανάγκη προστασίας του δικαιώματος στον λόγο - ήτοι το δικαίωμα στον λόγο των
τριών δικαστών του δικαστηρίου de Sintra και των μαρτύρων που εξετάσθηκαν - και της
διασφάλισης της «ορθής απονομής της δικαιοσύνης». Το γεγονός ότι οι φωνές είχαν
παραμορφωθεί, ότι οι καταθέσεις είχαν γίνει σε δημόσιο ακροατήριο και ότι μπορούσαν, συνεπώς,
να είχαν ηχογραφηθεί και αναπαραχθεί από τους φορείς χωρίς δικαστική άδεια και ότι η δίκη είχε
ολοκληρωθεί τη στιγμή της τηλεοπτικής μετάδοσης του ντοκιμαντέρ δεν φαίνεται να είχαν κανένα
βάρος στην απόφαση του Συνταγματικού δικαστηρίου.
3. Όπως σημειώνει το Δικαστήριο στην παρ. 48 της παρούσας απόφασης, οι εθνικές αρχές δεν
επικαλέστηκαν ρητώς την ανάγκη εγγύησης της εξουσίας της δικαστικής αρχής, αλλά εάν το είχαν
επικαλεστεί, όφειλαν να αποδείξουν ότι η ανάγκη προστασίας της εν λόγω «εξουσίας»
εξυπηρετούσε ένα συγκεκριμένο συμφέρον που συνδέεται με την ορθή απονομή της δικαιοσύνης
υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης. Με άλλα λόγια, έπρεπε να αποδειχθεί ότι η
προηγούμενη άδεια που δεν έλαβε η Προσφεύγουσα όχι μόνο δεν επωφελούσε την αφηρημένη
έννοια της «εξουσίας» των δικαστηρίων ή της δικαιοσύνης, αλλά και ότι ήταν πράγματι αναγκαία
για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης στην παρούσα υπόθεση. Τούτο δεν είχε αποδειχθεί στην
προκειμένη περίπτωση.
ΑΝΤΙΘΕΤΗ ΓΝΩΜΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΟΥ ZUPANI
Δυστυχώς δεν μπορώ να συνταχθώ με την πλειοψηφία στη συγκεκριμένη περίπτωση, δηλαδή στο
συμπέρασμα ύπαρξης παραβάσεως.
Ι. Δεν συνηθίζω να ξεκινώ με μία ιδιαίτερα γραμματική ερμηνεία της ΕΣΔΑ, αλλά στην προκειμένη
περίπτωση, η αναφορά στις τελευταίες διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 2 τυγχάνει ιδιαίτερα
ενδιαφέρουσα. Παραπέμπει στον περιορισμό της ελευθερίας της έκφρασης (ελευθερία του Τύπου),
όταν πρόκειται να «εξασφαλιστεί το κύρος και η αμεροληψία της δικαστικής εξουσίας».
Το ιστορικό της παρούσας υπόθεσης είναι το αποτέλεσμα του άρθρου 88 παρ. 2 β του
πορτογαλικού κώδικα ποινικής δικονομίας, το οποίο απαγορεύει ρητώς τη μετάδοση ή καταγραφή
εικόνων ή ηχολήψεων που αφορούν στη διενέργεια κάθε δικονομικής πράξεως, κυρίως της
ακρόασης, χωρίς την προηγούμενη άδεια της ενδιαφερόμενης δικαστικής αρχής. Δεν
αντιλαμβάνομαι πώς η εν λόγω απαγόρευση θα μπορούσε να είναι πιο ρητή.
Οι πράξεις της δημοσιογράφου, εν προκειμένω, αποτελούν ευθεία παράβαση της εν λόγω
προϋπόθεσης προηγούμενης άδειας. Η ως άνω δεν επιχείρησε καν να τη ζητήσει και μετέδωσε
τηλεοπτικά ό,τι συνέβη κατά τη διάρκεια της δημόσιας ακρόασης της υπόθεσης, για την οποία
ήταν σφόδρα και σαφώς μεροληπτική. Επίσης, αυτό το είδος παραδοσιακού ρεπορτάζ στερείται,
ειλικρινά, επαγγελματισμού. Η λήψη θέσης σε εκκρεμή δικαστική υπόθεση, χωρίς να έχει ιδιαίτερα
οικειοποιηθεί με αυτήν, είναι αυτή καθ’ εαυτή αντίθετη με τη δημοσιογραφική δεοντολογία. Εάν η
δημοσιογράφος μπορεί να έχει τις προσωπικές πεποιθήσεις της όσον αφορά στην ενοχή ή
αθωότητα ενός κατηγορούμενου, είναι εντελώς απαράδεκτο να ενσωματώνει τις, προφανώς
προκατελειμμένες, προσωπικές απόψεις της στη λογοδοσία της υποθέσεως. Αυτά όσον αφορά στα
κίνητρα της Προσφεύγουσας.
ΙΙ. Το άρθρο 348 του πορτογαλικού ποινικού κώδικα ποινικοποιεί την παραβίαση μίας νόμιμης
εντολής ενός αρμοδίου δημοσίου οργάνου για ένα συγκεκριμένο ζήτημα - κάτι το οποίο ορίζει ως
«απείθεια». Η ποινή δεν είναι υψηλή, ωστόσο η ποινική κύρωση επιβάλλεται και πρέπει, σύμφωνα
με την αρχή της νομιμότητας που βαρύνει την εισαγγελία και το δικαστήριο, να υπόκειται σε δίωξη
και να εφαρμόζεται από το εθνικό δικαστήριο.
Περαιτέρω, μαθαίνουμε στην παρ. 17 της αποφάσεως ότι δεν ήταν η πρώτη φορά που η εν λόγω
δημοσιογράφος είχε τελέσει τέτοιο αδίκημα. Πριν τα επίμαχα γεγονότα, είχε ήδη καταδικαστεί για
ένα παρόμοιο αδίκημα στο πλαίσιο μίας άλλης υποθέσεως που κρίθηκε στην Πορτογαλία. Αυτό το
στοιχείο είχε ευλόγως ληφθεί υπόψη, ως επιβαρυντική περίσταση, κατά την επιμέτρηση της
επιβαλλόμενης ποινής. Τούτο είναι αποκαλυπτικό της ασεβούς συμπεριφοράς της δημοσιογράφου
σε σχέση με τα δικαστήρια.
Επίσης, η ενδιαφερόμενη είχε ευλόγως καταδικαστεί την 6η Αυγούστου 2008 και το Εφετείο της
Λισαβόνας επικύρωσε την απόφαση στις 26 Μαΐου 2009. Το εν λόγω δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι η
αιτούσα γνώριζε ότι έπρεπε να λάβει άδεια του δικαστηρίου, πόσο μάλλον ενόψει του γεγονότος
ότι είχε σπουδάσει νομική. Η απόφαση του Εφετείου, η οποία είναι ενδιαφέρουσα, υπογραμμίζει τα
επίμαχα δικαιώματα της προσωπικότητας, ήτοι το δικαίωμα στην προστασία του λόγου και της
εικόνας των συμμετέχοντων που είχαν μεταδοθεί τηλεοπτικά.
Αργότερα, την 15η Φεβρουαρίου 2011, το πορτογαλικό Συνταγματικό δικαστήριο έκρινε την
υπόθεση. Και εκείνο επέμεινε στα δικαιώματα στην προσωπικότητα σχετικά με τον λόγο και την
προστασία της ιδιωτικής σφαίρας των εν λόγω προσώπων, των οποίων οι δηλώσεις
δημοσιεύθηκαν από την Προσφεύγουσα για λόγους διαφορετικούς από εκείνους που προβλέπονται
από τον νόμο.
Το Συνταγματικό δικαστήριο υπογράμμισε ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον στοιχείο της υπόθεσης: τα
πρόσωπα που κατέθεσαν στην υπόθεση ήταν υποχρεωμένα να το πράξουν, επί ποινή (poena
inobedientiae), και συνεπώς δεν είχαν την επιλογή να αποσύρουν τις δηλώσεις τους, οι οποίες εν
προκειμένω παρανόμως είχαν δημοσιευθεί προς όλους τους τηλεθεατές της Πορτογαλίας. Το
Συνταγματικό δικαστήριο, με την άποψη του οποίου συντάσσομαι, εξέτασε, επίσης, το ζήτημα της
αναλογικότητας της ενδεχόμενης επίπτωσης στην ελευθερία του Τύπου. Δήλωσε δε, ότι η ποινική
καταδίκη της δημοσιογράφου δεν ήταν δυσανάλογη ενόψει της ανάγκης προστασίας, τόσο,
αφενός, του δικαιώματος στην προσωπικότητα των προσώπων όσον αφορά στον λόγο και στην
εικόνα τους, όσο και, αφετέρου, στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης.
ΙΙΙ. Πριν αναφερθώ στην απλή εξήγηση του άρθρου 10 παρ. 2 in fine της ΕΣΔΑ, θα ήθελα να
αναφέρω μία ιδιαίτερα σημαντική διάκριση που ετέθη από τον H.L.A. Hart στο βιβλίο του «The
Concept of Law». Πρόκειται για τη διάκριση μεταξύ των επιβλητικών και των εφαρμοστικών
κανόνων.
Όσον αφορά στους επιβλητικούς κανόνες, πρόκειται για επιτάσσουσες εντολές που βρίσκονται
στην κορυφή της πυραμίδας των νόμων. Οι εν λόγω κανόνες ομοιάζουν με την κατηγορηματική
προσταγή του Emmanuel Kant. Πρέπει να τους ερμηνεύει κανείς γραμματικά. Η τελολογική
ερμηνεία σε αυτήν την περίπτωση δεν είναι δυνατή. Οι κανόνες αυτοί τυγχάνουν υπέρτατες
εντολές στην έννομη τάξη. Αντιπροσωπεύουν υπέρτατες αξίες και σκοπούς που ακολουθεί ο
νομοθέτης. Κάθε άλλο στοιχείο της έννομης τάξης πρέπει να απορρέει από αυτούς.
Από την άλλη, υφίστανται και οι εφαρμοστικοί κανόνες. Οι εν λόγω κανόνες, κυριολεκτικά,
εξυπηρετούν τους επιβλητικούς κανόνες, τους εφαρμόζουν και πρέπει να ερμηνεύονται
αντιστοίχως. Εδώ, η τελολογική ερμηνεία είναι αποδεκτή, εφόσον το τελικό αποτέλεσμα της
ερμηνείας εξυπηρετεί τους οριζόμενους από τους προαναφερόμενους επιβλητικούς κανόνες
σκοπούς.
Η ΕΣΔΑ βρίσκεται όχι μόνο στην κορυφή των διεθνών συμβάσεων αλλά και υπέρ των εθνικών
νόμων, εν προκειμένω των 47 Χωρών μελών της ΕΣΔΑ. Κατ’αρχήν, δεν υφίσταται κάτι πιο
«επιβλητικό» στην Ευρώπη. Γι’αυτόν τον λόγο, είναι, κατά τη γνώμη μου, απαράδεκτο να
παραμελούνται οι τελευταίες διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 10 σχετικά με την ελευθερία της
έκφρασης. Οι όροι είναι σαφείς και κατανοητοί: το κύρος της δικαστικής εξουσίας πρέπει να
προστατεύεται και η απαγορευτική διάταξη της ΕΣΔΑ δεν πρέπει σχετικοποιείται.
ΙV. Αυτό μας οδηγεί στην περίφημη «εξέταση της αναλογικότητας», αντίστοιχη με τα αμερικανικά
«ορθολογικά κριτήρια». Δεν χρειάζεται να συνεχιστεί περαιτέρω η σύγκριση μεταξύ των δύο
δογμάτων, παρά μόνο για να αναφερθεί ότι τα κριτήρια της ορθολογίας διαφοροποιούνται
αναλόγως με τις «ύποπτες ταξινομήσεις», αντίθετα με την ευρωπαϊκή εξέταση της αναλογικότητας.
Πέραν τούτου, το ζήτημα εδώ είναι εάν η ΕΣΔΑ έχει προβλέψει την προσφυγή στο κριτήριο της
αναλογικότητας. Αναλύοντας την παρ. 2 του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ, αναγνωρίζουμε τους κλασικούς
όρους που παραπέμπουν στην «πρόβλεψη από τον νόμο» και στην «ανάγκη σε μία δημοκρατική
κοινωνία».
Εντούτοις, η ανάλυση της αναλογικότητας που βρίσκουμε στις παρ. 48, 49 και 50 της απόφασης
εξετάζουν το επίμαχο ζήτημα αποκλειστικά κατά τρόπο εφαρμοστικό. Στην παρ. 49, η πλειοψηφία
αναφέρει μεν την αρνητική επίδραση της εν λόγω μετάδοσης στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης,
ωσάν όμως ο δηλωθείς σκοπός της ΕΣΔΑ να ήταν κατά κάποιο τρόπο δευτερεύων σε σχέση με την
ελευθερία της έκφρασης (εν προκειμένω ελευθερία του Τύπου).
Στην παρ. 50, το Δικαστήριο προβαίνει σε μία ρητή εξισορρόπηση μεταξύ των δικαιωμάτων. Από
την μία μεριά θέτει την ελευθερία της έκφρασης και από την άλλη το δικαίωμα στην προστασία του
ιδιωτικού βίου.
Σε αυτό το πλαίσιο, η πλειοψηφία τονίζει ότι κανένας εκ των συμμετέχοντων στη δίκη δεν
επικαλέστηκε το ζήτημα της προστασίας του ιδιωτικού του βίου. Αυτό που τεκμαίρεται εν
προκειμένω - αλυσιτελώς - είναι ότι δεν υπήρξε προσβολή του ιδιωτικού βίου των εν λόγω
συμμετέχοντων (μαρτύρων και άλλων προσώπων που βρέθηκαν στο δικαστήριο). Τούτο όμως
είναι άστοχο, μία διανοητική aberratio ictus , καθώς ενώπιον του Δικαστηρίου, όπως και ενώπιον
του εθνικού δικαστηρίου στην Πορτογαλία, δεν ετέθη θέμα προστασίας των δικαιωμάτων στην
προσωπικότητα.
Η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ είναι - όπως το τονίσαμε - επιβλητική. Η ΕΣΔΑ
προβλέπει την εξέταση της αναλογικότητας και φαίνεται να εξετάζεται το ζήτημα της εξασφάλισης
της εξουσίας της δικαστικής αρχής ως κάτι το σχετικό και το εφαρμοστικό, αντί για κάτι το
επιβλητικό. Αυτή είναι μία ελκυστική παγίδα στην οποία υπέπεσε η πλειοψηφία με το σκεπτικό της.
Παρόλο που η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 10 παραπέμπει προφανώς στην αναλογικότητα και
στην εξισορρόπηση των αξιών, η αναφορά των τελικών όρων στην προστασία της εξουσίας και
της αμεροληψίας της δικαστικής αρχής είναι επιβλητική. Πρέπει κανείς να λαμβάνει υπόψη ότι η
ΕΣΔΑ δεν περιέχει καμία αναφορά στην αναλογικότητα. Το Δικαστήριο κατέληξε σε αυτήν την
έννοια από τις διατάξεις των παρ. 2 των άρθρων 9, 10 και 11 αντιστοίχως, παράγραφοι οι οποίες
αφορούν σε εξαιρέσεις των παραγράφων 1 των εν λόγω άρθρων. Η διατύπωση των εν λόγω
διατάξεων δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη.
Το πνεύμα της ΕΣΔΑ σίγουρα δεν ήταν να σχετικοποιήσει το περιεχόμενο των παραγράφων 1 των
εν λόγω άρθρων.
Η πρόθεση ήταν να περιγράψει «επιβλητικά» - όπως θα έλεγε ο H.L.A. Hart – τις εξαιρέσεις κατά
τρόπο εντελώς απαγορευτικό. Με άλλα λόγια, δεν είμαστε ελεύθεροι να ερμηνεύουμε οποιοδήποτε
στοιχείο της ΕΣΔΑ ως καθαρά εφαρμοστικό, ούτε και τους όρους των εν λόγω παραγράφων 2.
Κατά λογική ακολουθία, η αναφορά στην προστασία της εξουσίας της δικαστικής αρχής, όπως
προκύπτει ξεκάθαρα από την εξεταζόμενη υπόθεση, δεν πρέπει να ερμηνεύεται ως κάτι το
δευτερεύον. Η ΕΣΔΑ καθιστά απολύτως υποχρεωτική την προστασία του κύρους και της
αμεροληψίας της δικαστικής εξουσίας, κατά τρόπο επιβλητικό και όχι εφαρμοστικό, ως μία
επιβλητική εξαίρεση στην ελευθερία του Τύπου, και γενικότερα στην ελευθερία της έκφρασης.
Υπό αυτήν την έννοια, η ανάλυση της αναλογικότητας την οποία βρίσκουμε στις παρ. 51 έως 54
της Απόφασης έχει αντιστραφεί, εφόσον παρουσιάζεται ως εφαρμοστική, ωσάν η προστασία των
δικαιωμάτων της προσωπικότητας να ήταν το μόνο ζήτημα που χρήζει σχετικοποίησης σε σχέση
με την ελευθερία της έκφρασης.
Τούτο δεν αρμόζει καθόλου με το πνεύμα της ΕΣΔΑ. Όποια και να είναι η συνταγματική ανάλυση
που έλαβε χώρα στην Πορτογαλία, σε αυτό το Δικαστήριο οι αξίες που όφειλαν να σταθμιστούν
ήταν η ελευθερία της έκφρασης και η προστασία του κύρους της δικαστικής εξουσίας.
Εάν είχε γίνει αυτό, πιστεύω πως το αποτέλεσμα της στάθμισης θα ήταν διαφορετικό.