Σάββατο 24 Μαΐου 2025

Η αντίσταση κατά αστυνομικών οργάνων - Η αντίσταση της δικαστικής εξουσίας στην κατάχρηση εξουσίας

 

 


Απαλλακτική απόφαση για παραβίαση μέτρων Covid-19, απείθειας και αντίστασης κατά αστυνομικών οργάνων

2668-4669/2025 ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΛΗΜ/ΚΕΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Σύνθεση

ΠΑΝΤΖΕΛΙΟΥΔΑΚΗ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ Πλημμελειοδίκης


ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΒΙΚΤΩΡΙΑ Αντεισαγγελέας Πλημμελειοδικών

Κατόπιν, η Εισαγγελέας έλαβε και πάλι τον λόγο και αφού ανέπτυξε την κατηγορία πρότεινε να κηρυχθούν αθώοι οι κατηγορούμενοι για την 1η, 2η, 3η και 4η πράξη, ενώ για την 5η πράξη της απλής φθοράς ξένης ιδιοκτησίας κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό που αφορά στον 3° κατηγορούμενο να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη λόγω έλλειψης έγκλησης.

 I. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 285 παρ. 1 περ. β` ΠΚ «Όποιος παραβιάζει τα μέτρα που έχει διατάξει ο νόμος ή η αρμόδια αρχή για να αποτραπεί η εισβολή ή η διάδοση μιας μεταδοτικής ασθένειας τιμωρείται:... β) με φυλάκιση ή χρηματική ποινή αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος μετάδοσης της ασθένειας σε αόριστο αριθμό ανθρώπων». Στην αντικειμενική υπόσταση του εν λόγω εγκλήματος ανήκουν τα εξής στοιχεία: α) Ο δράστης του εγκλήματος, ο οποίος ανάλογα με το περιεχόμενο των προβλεπόμενων μέτρων μπορεί να είναι οποιοσδήποτε (κοινό έγκλημα) ή μια ειδική κατηγορία προσώπων (γνήσιο ιδιαίτερο έγκλημα), β) το αντικείμενο του εγκλήματος, δηλαδή ο άνθρωπος του οποίου η ζωή και η υγεία κινδυνεύει από την παραβίαση των σχετικών προληπτικών μέτρων, γ) η πράξη της προσβολής του εννόμου αγαθού, με την οποία προσβάλλεται το έννομο αγαθό και εκδηλώνεται με τη μορφή της παραβίασης των μέτρων που έχει διατάξει ο νόμος ή η αρμόδια αρχή, για να αποτραπεί η εισβολή ή η διάδοση μιας μεταδοτικής ασθένειας, δ) το εξωτερικό σφάλμα και η σύνδεσή του με το αποτέλεσμα της πράξης, που είναι η εμφάνιση δυνατότητας συγκεκριμένου κοινού κινδύνου μετάδοσης της ασθένειας σε αόριστο αριθμό ανθρώπων. Το εν λόγω αδίκημα ανήκει στα εγκλήματα δυνητικής διακινδύνευσης ή άλλως αφηρημένα συγκεκριμένης διακινδύνευσης. Στη θεωρία έχουν αναπτυχθεί διάφορες απόψεις για τα εγκλήματα δυνητικής διακινδύνευσης. Κατά τον Μανωλεδάκη, για την κατάφαση ενός εγκλήματος δυνητικής διακινδύνευσης απαιτείται μια πράξη που δημιουργεί συγκεκριμένη δυνατότητα βλάβης, δηλαδή μια πράξη που το επόμενο -στη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων- βήμα, ενόψει των συγκεκριμένων συνθηκών κάθε περίπτωσης, θα είναι η δημιουργία κινδύνου (βλ. Μανωλεδάκη, Ποινικό δίκαιο, Επιτομή Γενικού Μέρους, δ`έκδοση, 1996, σελ. 277-278). Κατά τη Συμεωνίδου-Καστανίδου η δυνατότητα κινδύνου, που ενδιαφέρει μόνο σε συγκεκριμένο επίπεδο, προκαλείται από μια πράξη, όταν με αυτή έχουν αρχίσει να τίθενται οι όροι που θα επιτρέψουν την αυτοδύναμη πορεία προς την βλάβη, αλλά δεν έχουν τεθεί ακόμα όλοι οι όροι για την επέλευση του συγκεκριμένου αποτελέσματος (βλ. Συμεωνίδου-Καστανίδου Η διαβάθμιση του κινδύνου στα εγκλήματα διακινδύνευσης, Ποιν.Δικ. 2001, 638 επ. ). Κατά την Καϊάφα-Γκμπάντι, στα εγκλήματα αυτά πέρα από τη θεμελίωση μιας λειτουργικής πηγής κινδύνου για τα έννομα αγαθά χρειάζεται να έχουν πραγματωθεί και άλλοι αιτιακοί όροι, που στη συγκεκριμένη περίπτωση καθιστούν δυνατή ανά πάσα στιγμή την είσοδο του εννόμου αγαθού στην εστία κινδύνου ή την επέκταση της εστίας κινδύνου στο έννομο αγαθό, δηλαδή η εγγύτητα του εννόμου αγαθού στη λειτουργική πηγή του κινδύνου είναι αναγκαία προϋπόθεση της δυνατότητας κινδύνου (Καϊάφα-Γκμπάντι, Κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα, 4^έκδοση, Σάκκουλα 2005, σελ. 69-73). Με άλλα λόγια, κατά την άποψη Καϊάφα-Γκμπάντι, για να καταφαθεί η δυνατότητα κινδύνου θα πρέπει οι άλλοι αιτιακοί οροί να έχουν επέλθει ήδη, ενώ κατά την Συμεωνίδου-Καστανίδου αρκεί να μπορούν να πραγματωθούν ανά πάσα στιγμή. Βάσει των ανωτέρω θεωρητικών αναφορών της έννοιας της δυνητικής διακινδύνευσης, αν ένας άνθρωπος, ο οποίος δεν έχει διαγνωσθεί θετικός στον covid-19, εισέλθει σε χώρο που απαγορεύεται η είσοδος χωρίς την τήρηση προστατευτικών μέτρων (λ.χ. χωρίς πιστοποιητικό εμβολιασμού) δεν ενεργοποιείται η δυνατότητα πρόκλησης κινδύνου υπό καμία προσέγγιση της έννοιας του εγκλήματος της δυνητικής διακινδύνευσης του άρθρου 285 ΠΚ. Τα μέτρα προστασίας φυσικά και παραβιάζονται, δηλαδή υπάρχει μια «προπαρασκευή κινδύνου» αλλά η αρχική λειτουργική πηγή δυνατότητας πρόκλησης κινδύνου δεν υπάρχει στη συγκεκριμένη περίπτωση άλλως θα αντιμετωπίζαμε το ως άνω ποινικό αδίκημα ως αφηρημένης διακινδύνευσης και όχι ως δυνητικής διακινδύνευσης δηλαδή θα αντιμετωπίζαμε λ.χ. την είσοδο κάποιου σ` ένα super market χωρίς προστατευτική μάσκα ως εκ προοιμίου παραβίαση του άρθρου 285 ΠΚ (σε αντικειμενικό επίπεδο). Αντιθέτως, περίπτωση ελέγχου της κατάφασης ή μη της δυνατότητας πρόκλησης κινδύνου μετάδοσης της ασθένειας υπάρχει μόνο αν ο άνθρωπος αυτός νοσεί ή εν πάση περιπτώσει νοσούσε και βρίσκεται υπό καθεστώς κατ` οίκον περιορισμού για 14 ημέρες. Σ` αυτή την περίπτωση έχει τεθεί ήδη ο αρχικός όρος δυνατότητας πρόκλησης κινδύνου (η νόσηση του ιδίου ή στενής του επαφής), οπότε αν πλησιάσει κόσμο δημιουργείται ένας επιπλέον όρος, τον οποίο δεν μπορεί να ελέγξει, που επιτρέπει την αυτοδύναμη πορεία προς την βλάβη. Σ` αυτή τη περίπτωση, κατά την ορθότερη θεωρητική προσέγγιση της έννοιας των εγκλημάτων δυνητικής διακινδύνευσης (αυτή της Συμεωνίδου-Καστανίδου) και μόνο τότε υπάρχει η δυνατότητα πρόκλησης κινδύνου, ανεξαρτήτως αν οι υπόλοιποι στο χώρο φορούν μάσκες ή τηρούν γενικώς τα μέτρα προστασίας (βλ. ενδεικτικά ΣτρΘεσ (Πενταμελές) 450/2022, ΤΝΠ Νόμος).

 II. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 167 παρ. 1 εδ. α`του προϊσχύσαντος ΠΚ, Όποιος μεταχειρίζεται βία ή απειλή βίας για να εξαναγκάσει κάποια αρχή ή υπάλληλο να ενεργήσουν πράξη που ανάγεται στα καθήκοντά τους ή να παραλείψουν νόμιμη πράξη, καθώς και όποιος βιαιοπραγεί κατά υπάλληλου ή προσώπου που έχει προσληφθεί ή άλλου υπαλλήλου που έχει προστρέξει για να τον υποστηρίξει ενώ διαρκεί η νόμιμη ενέργειά του, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους". Κατά τη διάταξη του άρθρου 167 παρ. 1 του ισχύοντος ΠΚ Όποιος με βία ή απειλή βίας επιχειρεί να εξαναγκάσει κάποια αρχή ή υπάλληλο να ενεργήσει πράξη που ανάγεται στα καθήκοντά του ή να παραλείψει νόμιμη πράξη, καθώς και όποιος βιαιοπραγεί εναντίον του ή κατά προσώπου που έχει προσληφθεί ή άλλου υπαλλήλου που έχει προστρέξει για να τον υποστηρίξει κατά τη διάρκεια νόμιμης ενέργειας του (αντίσταση), τιμωρείται με φυλάκισή έως τρία έτη ή χρηματική ποινή". Από την αντιπαραβολή των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι είναι ταυτόσημες ως προς τα στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης, ενώ ως προς την ποινή ευμενέστερη είναι η διάταξη του ισχύοντος ΠΚ. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση της αξιόποινης πράξης της αντίστασης, στην περίπτωση που η ενέργεια του δράστη τείνει στην παράλειψη νόμιμης πράξης της αρχής ή του υπαλλήλου, απαιτείται η πράξη, σε παράλειψη της οποίας τείνει ο εξαναγκασμός, να είναι νόμιμη, δηλαδή να βρίσκεται μέσα στον κύκλο της κατά νόμο αρμοδιότητας της αρχής ή του υπαλλήλου και να συντρέχουν οι ουσιώδες τύποι που τάσσονται γι' αυτήν. Προσαπαιτείται η χρήση βίας ή απειλή βίας ή βιαιοπραγία κατά του υπαλλήλου, στην έννοια δε της βίας περιλαμβάνεται τόσο η σωματική όσο και η ψυχολογική, αλλά και κάθε είδους ενέργεια, που να μπορεί να διεγείρει στον υπάλληλο φόβο και να τον παρεμποδίσει στην εκτέλεση της υπηρεσιακής πράξης (ΑΠ 46/2018, ΑΠ 736/2023, ΤΝΠ Νόμος).

 ΙΙΙ. Ακόμη κατ` άρθρο 169 Π.Κ. "Με φυλάκιση ως έξι μήνες ή χρηματική ποινή τιμωρείται όποιος, ύστερα από νόμιμη πρόσκληση, αρνείται σε κάποιον από τους υπαλλήλους του άρθρου 13 παρ. α`, χωρίς αντίσταση, την υπηρεσία ή συνδρομή που οφείλεται κατά το νόμο ή την είσοδο σε οποιοδήποτε μέρος για να επιχειρηθεί κάποια νόμιμη υπηρεσιακή ενέργεια". Συνεπώς για την στοιχειοθέτηση της αξιόποινης πράξεως της απείθειας απαιτείται: α) ύπαρξη υποχρεώσεως σε παροχή υπηρεσίας, ως υπηρεσίας νοούμενης θετικής ενεργείας του προσκαλουμένου σε θετική πράξη του υπαλλήλου, β) νόμιμη πρόσκληση υπαλλήλου, ως τοιούτου νοούμενου εκείνου του άρθρου 13 στοιχ. α’ (και δεν περιλαμβάνονται και οι του άρθρου 363α), γ) άρνηση του προσκληθέντος χωρίς αντίσταση, η οποία (άρνηση) μπορεί να είναι είτε παθητική, είτε ενεργός λ.χ. με χειρονομίες και δ) δόλος, αρκεί και ενδεχόμενος που περιλαμβάνει την γνώση της ιδιότητος του προσώπου που απευθύνει την πρόσκληση και προς το οποίο απευθύνεται η άρνηση, καθώς και τη θέληση μη συμμορφώσεως (ΑΠ 418/2010, επίσημη ιστοσελίδα Αρείου Πάγου). Η διάταξη δε αυτή εφαρμόζεται επικουρικά σε περίπτωση που δεν είναι εφικτή η εφαρμογή της διάταξης 167 ΠΚ. Επομένως, δεν τυγχάνουν παράλληλης εφαρμογής μεταξύ τους οι εν λόγω διατάξεις, διότι το άρθρο167 ΠΚ απαιτεί την ύπαρξη αντίστασης, ενώ το άρθρο 169 ΠΚ αποκλείει ρητά την αντίσταση.

 IV. Από τη διάταξη του άρθρου 378 παρ.2 ΠΚ σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 27 παρ. 1 του Π.Κ., που προσδιορίζει την έννοια του δόλου, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του πλημμελήματος της φθοράς ξένου αντικειμένου απαιτείται αντικειμενικώς η καταστροφή, ή η βλάβη, ή η με οποιοδήποτε τρόπο αχρήστευση ξένου, ολικά ή μερικά, πράγματος και αν το αντικείμενο της φθοράς χρησιμεύει για το κοινό όφελος, η χρησιμότητα αυτού πρέπει να είναι άμεση. Τέτοια θεωρούνται και τα ακίνητα που είναι καθιερωμένα και χρήσιμα για το κοινό εν γένει, που έχει άμεση πρόσβαση σ` αυτά για την εξυπηρέτησή του, όπως είναι και τα πεζοδρόμια, και υποκειμενικώς γνώση του δράστη ότι το πράγμα είναι ξένο και θέληση (ή αποδοχή) της καταστροφής ή βλάβης κλπ του πράγματος αυτού, αρκεί δε και ενδεχόμενος δόλος. Καταστροφή του πράγματος υπάρχει όταν τούτο καθίσταται εντελώς διαρκώς άχρηστο για τον προορισμό του, αρκεί δε αυτή να είναι και μερική μόνο, η δε βλάβη συνίσταται είτε στη βλάβη της ουσίας του πράγματος είτε στη μείωση της χρησιμότητάς του. Το ανέφικτο δε της με οποιοδήποτε άλλο τρόπο χρήσης του πράγματος καλύπτει τις περιπτώσεις που το πράγμα, εκτός από την καταστροφή του ή τη βλάβη του, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί στο μέλλον από τον κύριο ή τον κάτοχό του. Το έγκλημα αυτό της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας, που αποβλέπει στην προστασία της ιδιοκτησίας, είναι υπαλλακτικώς μικτό και μπορεί να τελεσθεί με ένα από τους ως άνω τρόπους ενώ το προβλεπόμενο πλαίσιο ποινής φυλάκισης κυμαίνεται από δύο έτη μέχρι πέντε έτη και χρηματική ποινή, όπως ισχύει η διάταξη 378 παρ. 2 από 1.7.2019 (ΑΠ 612/2020, ΤΝΠ Νόμος).
 

Στην προκειμένη περίπτωση από την κύρια αποδεικτική διαδικασία γενικά, τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, οι οποίοι εξετάστηκαν ενόρκως στο ακροατήριο, τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν δημόσια στο ακροατήριο, καθώς και το βιντεοληπτικό υλικό που προβλήθηκε, σε συνδυασμό με τις απολογίες των κατηγορουμένων, αποδείχτηκε και το Δικαστήριο πείσθηκε ότι: Οι κατηγορούμενοι την 17-11-2020 συμμετείχαν σε συγκέντρωση, η οποία έλαβε χώρα στη Θεσσαλονίκη για την επέτειο του Πολυτεχνείου, όπως συμβαίνει κάθε χρόνο. Λόγω της πανδημίας Covid -19 και των έκτακτων συνθηκών που επικρατούσαν την περίοδο εκείνη, είχε εκδοθεί την 14-11 -2020 η με αριθμό 1029/8/18/14-11-2020 απόφαση του Αρχηγού της Αστυνομίας, με την οποία, κατ’ επίκληση επιτακτικών λόγων αντιμετώπισης σοβαρού κινδύνου δημόσιας υγείας [κινδύνου διασποράς κορωνοϊού (CCMD-19)], θεσπίσθηκε η απαγόρευση όλων των δημόσιων συναθροίσεων στο σύνολο της Επικράτειας, στις οποίες συμμετέχουν τέσσερα ή περισσότερα άτομα, από 15 Νοεμβρίου 2020 και ώρα 6.00 π.μ. έως και τις 18 Νοεμβρίου 2020 ώρα 9.00 μ.μ. και προβλέφθηκε η επιβολή προστίμου 300 ευρώ σε περίπτωση παράβασης της εν λόγω απαγορεύσεως. Η απαγόρευση αυτή - αν και καθολική για το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα - κρίθηκε συνταγματική από την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας με την με αριθμό ΟλΣτε 1681/2022 απόφαση (με αντίθετη γνώμη μειοψηφίας μελών στου Δικαστηρίου). Πλην όμως, κατά την περίοδο εκείνη (το Νοέμβριο 2020) είχαν εκφραστεί αντίθετες απόψεις ως προς το ζήτημα της συνταγματικότητας από πλήθος επιστημόνων. Όπως αποδείχθηκε όλοι οι κατηγορούμενοι συμμετείχαν στην ως άνω συγκέντρωση έχοντας την πεποίθηση ότι έχουν το δικαίωμα αυτό, παρά την απαγόρευση δυνάμει της απόφασης του Αρχηγού της Αστυνομίας, καθώς θεωρούσαν εύλογα την απαγόρευση αυτή αντισυνταγματική. Έτσι συμμετείχαν στην προγραμματισμένη συγκέντρωση - η οποία δεν ήταν η μοναδική εκείνη την ημέρα - αυθόρμητα ο καθένας, λαμβάνοντας ατομικά μέτρα ασφαλείας (μάσκα και αποστάσεις). Από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι ο πρώτος κατηγορούμενος ... οργάνωσε την συγκεκριμένη συγκέντρωση, η οποία πραγματοποιήθηκε μέσω της οδού Τσιμισκή από το ύψος της Αγίας Σοφίας ως την Καρόλου Ντηλ όπου ανακόπηκε από αστυνομικό φραγμό, ούτε ότι ο ίδιος παρά τον αστυνομικό φραγμό καθοδήγησε τους συγκεντρωμένους με χαρακτηριστικές κινήσεις των χεριών να παραμείνουν στο σημείο και να μην συμμορφωθούν με τις υποδείξεις των αστυνομικών, όπως αναφέρεται στο κατηγορητήριο. Αντιθέτως, όπως αποδείχθηκε υπήρξε εντολή ανακοπής της πορείας και γι’ αυτό το λόγο αυτή ανακόπηκε από αστυνομικές δυνάμεις στο ύψος της οδού Καρόλου Ντηλ. Την ίδια στιγμή αστυνομικές δυνάμεις αναπτύχθηκαν και στο ύψος της Αγίας Σοφίας (όπως κατατέθηκε τόσο από τους μάρτυρες αστυνομικούς, όσο και από τους μάρτυρες υπεράσπισης, οι οποίοι ήταν και αυτόπτες μάρτυρες), με αποτέλεσμα να μην υπάρχει δυνατότητα οπισθοχώρησης των παρευρισκομένων, οι οποίοι εγκλωβίστηκαν από τις αστυνομικές δυνάμεις μεταξύ της οδού Καρόλου Ντηλ και Αγίας Σοφίας επί της οδού Τσιμισκή αναμένοντας να ανοίξει ο φραγμός. Όπως προέκυψε άτομα τα οποία βρίσκονταν στην κεφαλή της συγκέντρωσης επιχείρησαν να διαπραγματευτούν με τις αστυνομικές δυνάμεις ώστε να ανοίξει ο φραγμός επί της Καρόλου Ντηλ, ώστε να προχωρήσουν και στη συνέχεια να διαλυθούν, πλην όμως κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Στις συζητήσεις αυτές έλαβε μέρος και ο πρώτος κατηγορούμενος, όπως προκύπτει και από σχετικό βιντεοληπτικό υλικό, πλην όμως ουδόλως προέκυψε ότι ο ίδιος οργάνωσε το συγκεντρωμένο πλήθος ή ότι τους καθοδηγούσε να μην συμμορφωθούν στις υποδείξεις των αστυνομικών. Σημειώνεται εδώ, ότι σχετική ανάρτηση του πρώτου κατηγορουμένου σε γνωστό μέσο κοινωνικής δικτύωσης η οποία αναφέρθηκε από τον μάρτυρα αστυνομικό ... και αναφέρεται και στο κατηγορητήριο (ότι δηλαδή μέσω διαδικτύου διέγειρε σε απείθεια κατά νόμιμης διαταγής της αρχής) δεν δύναται να θεωρηθεί ως διέγερση σε ανυπακοή ως προς την απόφαση του Αρχηγού της αστυνομίας, καθώς όπως προκύπτει η απόφαση αυτή εκδόθηκε 14-11-2020 και είχε διάρκεια ισχύος από 15 Νοεμβρίου 2020 και ώρα 6.00 π.μ. έως και τις 18 Νοεμβρίου 2020 ώρα 9.00 μ.μ. ενώ η επίμαχη ανάρτηση του πρώτου κατηγορουμένου με την οποία καλούσε τους πολίτες να συμμετέχουν στην συγκέντρωση της 17-11-2020 έλαβε χώρα την 12-11-2020, δηλαδή δύο μέρες πριν την έκδοση της απόφασης αυτής περί απαγόρευσης των συναθροίσεων. Περαιτέρω, όπως προέκυψε από την αποδεικτική διαδικασία όλοι οι κατηγορούμενοι κατά την συμμετοχή τους στην συγκέντρωση, αρχικά φορούσαν μάσκες σύμφωνα με τις συστάσεις των ιατρών, ενώ κρατούσαν και αποστάσεις ασφαλείας (βλ. σχετικές φωτογραφίες - στιγμιότυπα της συγκέντρωσης οι οποίες δεν αμφισβητήθηκαν). Ακόμη, δεν προέκυψε ότι κάποιος από αυτούς νοσούσε κατά τη δεδομένη χρονική στιγμή ώστε οποιοσδήποτε κίνδυνος μετάδοσης της ασθένειας υπήρχε μόνο σε αφηρημένο επίπεδο, χωρίς να έχει ενεργοποιηθεί οποιαδήποτε πηγή κινδύνου που θα καθιστούσε δυνατή την περαιτέρω πρόκληση κινδύνου μετάδοσης της ασθένειας. Κατά συνέπεια προέκυψε ότι παραβιάστηκε μεν η με αριθμό 1029/8/18/14-11-2020 απόφαση του Αρχηγού της Αστυνομίας, με την οποία, κατ’ επίκληση επιτακτικών λόγων αντιμετώπισης σοβαρού κινδύνου δημόσιας υγείας [κινδύνου διασποράς κορωνοϊού (COVID-19)], θεσπίσθηκε η απαγόρευση όλων των δημόσιων συναθροίσεων στο σύνολο της Επικράτειας, στις οποίες συμμετέχουν τέσσερα ή περισσότερα άτομα, από 15 Νοεμβρίου 2020 και ώρα 6.00 π.μ. έως και τις 18 Νοεμβρίου 2020 ώρα 9.00 μ.μ. και προβλέφθηκε η επιβολή προστίμου 300 ευρώ σε περίπτωση παράβασης της εν λόγω απαγορεύσεως, πλην όμως δεν στοιχειοθετείται στην προκειμένη περίπτωση - πλην της διοικητικής παράβασης - το ποινικό αδίκημα της παραβίασης του άρθρου 285 παρ. 1 περ. β`του ΠΚ για την στοιχειοθέτηση του οποίου απαιτείται η δυνατότητα πρόκλησης κινδύνου και όχι απλώς η «προπαρασκευή» του. Επάλληλα με τα ανωτέρω, με την θέση σε ισχύ του Νέου Ποινικού Κώδικα (ν. 4619/2020, ΦΕΚ Α` 95/11.6.2019) καταργήθηκε το άρθρο 3 του προϊσχύοντος ΠΚ, που όριζε ότι «Νόμοι με προσωρινή ισχύ εφαρμόζονται και μετά την παύση της ισχύος τους σε πράξεις που τελέστηκαν όταν αυτοί ίσχυαν. Κατά τα λοιπά εφαρμόζεται η διάταξη της § 1 του προηγούμενου άρθρου», παράλληλα δε, σύμφωνα με το άρθρο 2 § 2 του Νέου Ποινικού Κώδικα, «Αν μεταγενέστερος νόμος χαρακτήρισε την πράξη μη αξιόποινη (ανέγκλητη), παύει η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε, καθώς και τα ποινικά επακόλουθά της, όπως και η εκτέλεση των μέτρων ασφαλείας». Στην προκειμένη περίπτωση η ισχύς της Δ1α/Γ.Π.οικ.: 71342 από 06.11.2020 Κ.Υ.Α., την οποία επικαλείται η απόφαση του Αρχηγού της Αστυνομίας και η οποία λογίζεται ως νόμος προσωρινής ισχύος, καθόσον αφενός μεν θεσπίστηκε για να ρυθμίσει μία έκτακτη και εξαιρετική, παροδική όμως, κατάσταση, αφετέρου δε καθοριζόταν η διάρκεια και η λήξη ισχύος της, ήτοι για το χρονικό διάστημα από το Σάββατο 7 Νοεμβρίου 2020 έως και τη Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2020 είχε παύσει να ισχύει κατά το χρόνο άσκησης της υπό κρίση διώξεως όπως επίσης περιορισμένης χρονικής διάρκειας ήταν και η απόφαση του Αρχηγού της αστυνομίας η οποία ίσχυσε από 15 έως 18 Νοεμβρίου. Κατά συνέπεια, δεν στοιχειοθετείται παράβαση του άρθρου 285 ΠΚ σε συνδυασμό με την με αριθμό 1029/8/18/14-11-2020 απόφαση του Αρχηγού της Αστυνομίας, καθώς η τελευταία είχε περιορισμένη χρονική ισχύ όπως και η Δ1α/Γ.Π.οικ.: 71342 από 06.11.2020 Κ.Υ.Α. βάσει της οποίας εκδόθηκε, ενώ κατ’ αρ.2 ΠΚ η πράξη έχει καταστεί ανέγκλητη με την κατάργηση του άρ. 3 του ΠΚ που όριζε ότι «Νόμοι με προσωρινή ισχύ εφαρμόζονται και μετά την παύση της ισχύος τους σε πράξεις που τελέστηκαν όταν αυτοί ίσχυαν (βλ. έτσι ΑΝΑΦ ΕΙΣΠΡ ΑΘΗΝΩΝ 815/2022, ΤΝΠ Νόμος).
 

Ακόμη όπως αποδείχθηκε, όταν ανακόπηκε η πορεία στο ύψος της Καρόλου Ντηλ και έγινε αναστροφή αυτής προς την Αγίας Σοφίας οι συγκεντρωμένοι διαπίστωσαν ότι υπήρχε αστυνομικός φραγμός και στο ύψος της Αγίας Σοφίας ο οποίος εμπόδιζε την περαιτέρω κίνησή τους. Όπως κατατέθηκε σχετικά και από τους μάρτυρες υπεράσπισης οι οποίοι ήταν παρόντες στο περιστατικό, άλλοι ως συμμετέχοντες στην συγκέντρωση και άλλοι περαστικοί από το σημείο, οι συγκεντρωμένοι εγκλωβίστηκαν από τις αστυνομικές δυνάμεις περιμετρικά, ενώ σε κάποιους από τους συγκεντρωμένους βεβαιώθηκαν πρόστιμα για την παράβαση της ως άνω απόφασης του Αρχηγού της Αστυνομίας. Οι δεύτερος και τρίτος των κατηγορουμένων προέκυψε ότι βρέθηκαν μπροστά στις δυνάμεις της αστυνομίας κατά την αναστροφή της πορείας προς την οδό Αγίας Σοφίας και ουδέποτε προσκλήθηκαν από τις αστυνομικές δυνάμεις να αποχωρήσουν για να τους βεβαιωθεί σχετικό πρόστιμο. Αντιθέτως προέκυψε ότι μετά την αναστροφή της συγκέντρωσης αστυνομικές δυνάμεις προσπάθησαν να αποσπάσουν από το πλήθος συγκεκριμένα άτομα, με βίαιο τρόπο και χωρίς προηγουμένως να έχει προηγηθεί κάποια νόμιμη πρόσκληση αυτών για την βεβαίωση των στοιχείων τους ή για την βεβαίωση προστίμου. Άλλωστε μάρτυρες αστυνομικοί κατέθεσαν ότι έλαβαν εντολή από ανωτέρους τους να συλλάβουν συγκεκριμένα άτομα, χωρίς να υπάρχει ακόμη συγκεκριμένη κατηγορία σε βάρος τους. Στο πλαίσιο αυτό όπως αποδείχθηκε αστυνομικές δυνάμεις μετά από εντολή ανωτέρου τους απέσπασαν τον δεύτερο κατηγορούμενο (όπως προέκυψε και από το βίντεο που επισκοπήθηκε) ο οποίος κατά την βίαιη απόσπασή του έπεσε κάτω και επίσης του βγήκε η μάσκα. Κατά την επιχείρηση απόσπασης του τρίτου κατηγορουμένου από το πλήθος υπήρξε αναστάτωση καθώς επιχείρησαν σε βάρος του τρεις αστυνομικοί ενώ ο ίδιος κατέληξε στο έδαφος και τρίτοι παρευρισκόμενοι στο σημείο μεταξύ των οποίων και ο πατέρας του κατηγορουμένου προσπάθησαν να τους χωρίσουν και να τους πείσουν να ακολουθήσουν τη διαδικασία για την επιβολή του σχετικού προστίμου. Ο πατέρας του τρίτου κατηγορουμένου, επιχείρησε να βοηθήσει τον υιό του κρατώντας τον και ρωτώντας τις αστυνομικές δυνάμεις για ποιο λόγο τον κρατούν. Μετά το επεισόδιο αυτό κατά το οποίο δεν αποδείχθηκε ότι ο τρίτος κατηγορούμενος επιτέθηκε στους αστυνομικούς με λακτίσματα όπως αναφέρεται στο κατηγορητήριο, αντιθέτως αποδείχθηκε ότι ο ίδιος αιφνιδιάστηκε από την επιχείρηση των αστυνομικών δυνάμεων σε βάρος του, ο ίδιος μαζί με τον πατέρα του, αφού εκτονώθηκε η έκρυθμη κατάσταση, κατευθύνθηκαν πεζή στο σημείο στο οποίο γινόταν η βεβαίωση των προστίμων. Κατά το χρονικό αυτό σημείο ακόμη προκύπτει ότι ο τρίτος κατηγορούμενος δεν είχε ακόμη συλληφθεί, γεγονός το οποίο ενισχύει την πεποίθηση του Δικαστηρίου ότι δεν είχαν προηγηθεί λακτίσματα και συνεπώς αντίσταση του κατηγορουμένου. Σημειώνεται ότι, το Δικαστήριο πείσθηκε ότι δεν υπήρξαν λακτίσματα από τον δεύτερο και τρίτο κατηγορούμενο σε βάρος των αστυνομικών και από την επισκόπηση του βιντεοληπτικού υλικού σε συνδυασμό με τις αντικρουόμενες καταθέσεις των μαρτύρων αστυνομικών. Ειδικότερα παρότι ο μάρτυρας ...καταθέτει προανακριτικά ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος κλώτσησε στα πόδια τον Ταξίαρχο ... ενώ αυτός προηγουμένως τον είχε προσκαλέσει να προσέλθει οικειοθελώς για να του βεβαιωθεί σχετικό πρόστιμο από την επισκόπηση του βιντεοληπτικού υλικού προέκυψε ότι κατόπιν υπόδειξης του Ταξίαρχου οι αστυνομικές δυνάμεις κινήθηκαν σε βάρος των συγκεκριμένων κατηγορουμένων ώστε να αποσπαστούν από το πλήθος, χωρίς προηγουμένως να έχει προηγηθεί οποιαδήποτε πρόσκληση αυτών για να τους βεβαιωθεί πρόστιμο και χωρίς να κλωτσήσουν ή να απωθήσουν βίαια τους αστυνομικούς οι οποίοι άλλωστε υπερτερούσαν σε δύναμη και εξοπλισμό τη δεδομένη στιγμή. Επίσης ενώ ο μάρτυρας ... προανακριτικά ανέφερε ότι οι εκ των κατηγορουμένων ... και ………………………………… προσκλήθηκαν από τους αστυνομικούς και αρνήθηκαν να τους ακολουθήσουν ώστε να τους βεβαιωθεί το σχετικό πρόστιμο, κατά την κατάθεση ενώπιον του Δικαστηρίου ο μάρτυρας δεν θυμόταν κάτι σχετικό με τους συγκεκριμένους κατηγορούμενους αλλά αναφερόταν κυρίως στον πρώτο κατηγορούμενο για τον οποίο ωστόσο δεν είχε καταθέσει κάτι προανακριτικά (...: «Ήμασταν εκεί με εντολές του επικεφαλής μας και με εντολή του επικεφαλής μας που μας υπέδειξε το συγκεκριμένο άτομο, μας είπε ότι πρέπει να το συλλάβουμε. - Ποιον σας υπέδειξαν; - Τον κ. ... Οπότε τον προσεγγίσαμε, του δηλώσαμε την ιδιότητά μας, και εν συνεχεία του είπαμε ότι πρέπει να μας ακολουθήσει και συνεργάστηκε.» και σε άλλο σημείο «Αρχικά, αφού δηλώσαμε τη δική μας ιδιότητα μας είπαν ότι δεν κάναμε τίποτε, γιατί να γίνει αυτό;" και τέτοια πράγματα. Αλλά στην συνέχεια μας ακολούθησαν κανονικά. Στο τέλος δηλαδή συνεργάστηκαν (εννοεί οι ... και ...), οι οποίοι ωστόσο όπως κατέθεσε δεν συνελήφθησαν στο ίδιο σημείο). Αναφέρθηκε δε στους τρεις αυτούς κατηγορουμένους μόνο μετά από σχετική ερώτηση του Δικαστηρίου, γεγονός το οποίο ενισχύει την κρίση του Δικαστηρίου ότι στην πραγματικότητα κανείς από τους κατηγορουμένους δεν κλήθηκε από τους αστυνομικούς ώστε να τους βεβαιωθεί το προβλεπόμενο πρόστιμο, αλλά επιχειρήθηκε αιφνίδια η βίαιη απόσπασή τους από το πλήθος. Περαιτέρω, ενώ ο τρίτος κατηγορούμενος πορευόταν μαζί με τον πατέρα του προς το σημείο επιβολής προστίμων, μετά το ως άνω επεισόδιο με τις αστυνομικές δυνάμεις, εντελώς αιφνίδια δόθηκε εντολή να συλληφθεί καθώς ένας εκ των αστυνομικών οι οποίοι συμμετείχαν στην αμέσως προηγούμενη επιχείρηση απόσπασης ατόμων από την πορεία και συγκεκριμένα ο ... δήλωσε ότι ο τρίτος κατηγορούμενος του έσπασε προηγουμένως τον φορητό του πομποδέκτη. Όπως κατέθεσε προανακριτικά ενόρκως ο αστυνομικός αναφερόμενος στον τρίτο κατηγορούμενο στην προσπάθεια να του πιάσει το χέρι και να τον απομακρύνει από τα λοιπά άτομα «αυτός αντιστάθηκε σθεναρά, τραβώντας βίαια την θήκη του υπηρεσιακού φορητού πομποδέκτη με αποτέλεσμα αυτός να πέσει κάτω». Στην κατάθεσή του ωστόσο ενώπιον του Δικαστηρίου ενώ αρχικά κατέθεσε ότι δεν κατάλαβε πως του έφυγε ο πομποδέκτης στη συνέχεια αποδίδει το σπάσιμο αυτού σε ενέργεια του τρίτου κατηγορουμένου. (...: «στην μάχη επάνω δεν είχα καταλάβει, μέχρι να τον αποσπάσουμε ότι είχα χάσει εγώ τον πομποδέκτη μου», «Μου τράβηξε επίσης τον εξοπλισμό μου, μου έκοψε και τον θώρακα τον προστατευτικό που φοράμε το λουρί, τον συλλάβαμε, καταφέραμε να τον δεσμεύσουμε, τον οδηγήσαμε, επιβεβαιώθηκε πρόστιμο και οδηγήθηκε στο Αστυνομικό Μέγαρο για τις υπόλοιπες νόμιμες διαδικασίες», και «αν ο φερόμενος ως κατηγορούμενος δεν μου έσκιζε τον εξοπλισμό μου και δεν με κλοτσούσε, δεν θα τον συλλαμβάναμε. Πολλοί αποκόπηκαν βίαια από το πλήθος, τους βεβαιώθηκε το πρόστιμο και αποχώρησαν, χωρίς να απαιτήσουν τίποτα ούτε αυτοί ούτε οι συνάδελφοι. Αυτός ο συγκεκριμένος γι` αυτό το λίγο συνελήφθη»). Η κατάθεση αυτή δεν κρίνεται πειστική από το Δικαστήριο το οποίο καταλήγει στην κρίση ότι ο πομποδέκτης δεν αφαιρέθηκε από συγκεκριμένο άτομο και ιδίως από τον τρίτο κατηγορούμενο (σε βάρος του οποίου όπως επίσης αποδείχθηκε δεν βεβαιώθηκε σχετικό πρόστιμο) όπως αναπόδεικτα κατέθεσε ο μάρτυρας αλλά έπεσε και έσπασε λόγω της έντασης που υπήρξε μεταξύ των διαδηλωτών και των αστυνομικών δυνάμεων τη δεδομένη χρονική στιγμή. Ανεξαρτήτως των ανωτέρω πλεοναστικά αναφερόμενων, ο πομποδέκτης του αστυνομικού δεν μπορεί να θεωρηθεί πράγμα το οποίο χρησιμεύει για το κοινό όφελος, η χρησιμότητα του οποίου είναι άμεση σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην μείζονα σκέψη της παρούσας. Επομένως, πρέπει ως προς την πράξη αυτή να γίνει ορθός νομικός χαρακτηρισμός από φθορά πράγματος που χρησιμοποιείται για το κοινό όφελος (378 παρ.2 ΠΚ ) σε απλή φθορά ξένης ιδιοκτησίας μικρής αξίας και να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη σε βάρος του τρίτου κατηγορουμένου λόγω έλλειψης έγκλησης (378 παρ.1 εδ.β σε συνδ. με 381 ΠΚ).
 

Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει ο πρώτος κατηγορούμενος να κηρυχθεί αθώος για τις πράξεις τις οποίες κατηγορείται (183 ΠΚ και 285 παρ.1β ΠΚ) καθώς επίσης όλοι οι κατηγορούμενοι πρέπει να κηρυχθούν αθώοι σύμφωνα με το παραπάνω σκεπτικό για το αδίκημα που προβλέπεται στο άρθρο 285 παρ.1β ΠΚ). Περαιτέρω πρέπει να κηρυχθούν αθώοι οι ... και ... για την πράξη της αντίστασης (167 παρ.1 ΠΚ) καθώς όπως αποδείχθηκε δεν άσκησαν βία σε βάρος των αστυνομικών με σκοπό να υποχρεώσουν αυτούς σε παράλειψη κάποιας νόμιμης ενέργειας καθώς αφενός δεν προσκλήθηκαν προηγουμένως από αυτούς να τους ακολουθήσουν ώστε να γίνει έλεγχος και να τους βεβαιωθεί πρόστιμο, αφετέρου δεν προέκυψε ότι εκείνη τη στιγμή της έντασης οι αστυνομικοί επιχειρούσαν να συλλάβουν τον τρίτο κατηγορούμενο, καθώς ο τελευταίος συνελήφθη αργότερα με αφορμή τον σπασμένο πομποδέκτη του αστυνομικού μετά τα επεισόδια. Για τον ίδιο λόγο - για το γεγονός δηλαδή ότι δεν προηγήθηκε νόμιμη πρόσκληση για την βεβαίωση προστίμου και άρνηση αυτών να συμπράξουν για να τους βεβαιωθεί το σχετικό πρόστιμο - πρέπει να κηρυχθούν αθώοι οι 2ος, 3ος, 4ος, 5ος και 6ος των κατηγορουμένων για το αδίκημα της απείθειας.

 

Δευτέρα 18 Μαρτίου 2024

Ακαταδίωκτο δημοσίων υπαλλήλων και μελών Δικηγορικών Συλλόγων

 

27/2023 ΑΠ

(Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

Αστικώς ανεύθυνο δημοσίων υπαλλήλων. Περιλαμβάνει και την ευθύνη αυτών από προσβολές της προσωπικότητας τρίτων. Τα μέλη του Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγορικού Συλλόγου δεν νομιμοποιούνται παθητικά σε αγωγή προσβολής προσωπικότητας. Αγωγή κατά του προσωπικώς υπεύθυνου οργάνου του Δημοσίου ή ΝΠΔΔ. Υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων.

Απορρίπτει αναίρεση κατά της 2800/2018 ΕΦ ΘΕΣΣ (ΤΡΙΜ).

 

Αριθμός 27/2023

 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

 

A1` Πολιτικό Τμήμα

 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννα Κλάπα - Χριστοδουλέα, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, Χρήστο Κατσιάνη, Ασημίνα Υφαντή, Κανέλλα Τζαβέλλα - Δημαρά και Στέφανο - Σπυρίδωνα Πανταζόπουλο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

 

 Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 21 Νοεμβρίου 2022, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

 Του αναιρεσείοντος: ........ του ......, κατοίκου ......., ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως λόγω της δικηγορικής του ιδιότητας και κατέθεσε προτάσεις.

 

 Των αναιρεσιβλήτων: 1) ........ του ......, κατοίκου ........, 2) ........ του ......., κατοίκου ......., 3) ....... του ......, 4) ........ του ......, κατοίκων ......., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ευάγγελο Σταμκόπουλο και κατέθεσαν προτάσεις.

 

 Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 22/10/2012 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 7876/2014 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 2800/2018 του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 8/1/2021 αίτησή του.

 

 Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο αναιρεσείων ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

 

 ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 Υπόκειται προς κρίση η από 8-1-2021 αίτηση για αναίρεση της εκδοθείσας αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία υπ` αριθμ. 2800/2018 τελεσίδικης απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θεσ/κης. Με την προσβαλλόμενη απόφαση απερρίφθη η από 2-5-2017 έφεση του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος κατά της υπ` αριθμ. 7876/2014 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσ/κης, η οποία είχε απορρίψει την από 22-10-2012 αγωγή του για προσβολή της προσωπικότητάς του, κατά των εναγομένων, νυν αναιρεσιβλήτων, ελλείψει παθητικής τους νομιμοποίησης. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3, 566 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με άρθρο 74 παρ. 1 ν. 4690/2020, όπως "ερμηνεύθηκε" με το άρθρο 49 του ν. 4963/2022). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να εξεταστεί το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, απορριπτομένου του ισχυρισμού των αναιρεσίβλητων ως προς το μη παραδεκτό της ένδικης αναίρεσης συνεπεία μη καταβολής του απαιτούμενου κατά το άρθρο 495 ΚΠολΔ για την άσκησή της παραβόλου κατά το χρόνο κατάθεσής της στη γραμματεία του δικαστηρίου που εξέδωσε την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ως μη νομίμου, διότι δεν προκαλείται απαράδεκτο του ενδίκου μέσου, όταν τούτο (παράβολο) προσκομίζεται μεταγενέστερα της κατάθεσης του ενδίκου μέσου, αλλά πριν από τη συζήτησή του (ΑΠ 933/2019, 341/2015). Από τη διάταξη του άρθρου 68 του ΚΠολΔ με την οποία ορίζεται ότι δικαστική προστασία έχει δικαίωμα να ζητήσει όποιος έχει άμεσο έννομο συμφέρον σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 216 παρ.1 στοιχ. α του ιδίου κώδικα, κατά την οποία το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, μεταξύ άλλων, σαφή έκθεση των γεγονότων που την θεμελιώνουν και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, προκύπτει ότι η νομιμοποίηση των διαδίκων, τόσο η ενεργητική, όσο και η παθητική αναφορικά με την επίδικη έννομη σχέση καθορίζεται κατά κανόνα από το ουσιαστικό δίκαιο, τόσο ως προς το αντικείμενο αυτής, όσο και ως προς τους φορείς της (δικαιούχο και υπόχρεο). Κατά συνέπεια, η από το δικαστήριο της ουσίας εσφαλμένη κρίση ότι ο ενάγων νομιμοποιείται ενεργητικά και ο εναγόμενος νομιμοποιείται παθητικά στην άσκηση της αγωγής ελέγχεται από τον αριθμ. 1 του όρθρου 559 (ή τον αριθμό 1 του άρθρου 560) του ΚΠολΔ προβλεπόμενο λόγο αναίρεσης, διότι προϋποθέτει παραβίαση από το ίδιο δικαστήριο κανόνα ουσιαστικού δικαίου (ΟλΑΠ 18/2005, ΑΠ 1002/2017, 1383/2010). Κατά τη διάταξη δε του άρθρ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνον αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006, 4/2005). Με το λόγο αναίρεσης από το άρθρ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ (παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου) ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κλπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ` ουσίαν (ΟλΑΠ 27, 28/1998). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ` αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται με βάση το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία (ΟλΑΠ 1/1999). Δεν υπάρχει, όμως, ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες (ΑΠ 622/1983). Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες (ΑΠ 413/1993). Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (ΟλΑΠ 861/1984). Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς, και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΑΠ 1547/1997). Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές, με βάση τις οποίες διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν αιτιολογία της απόφασης, ώστε στο πλαίσιο της ερευνώμενης διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 να επιδέχεται αυτή μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης του άρθρ. 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος (ΑΠ 465/1988). Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, εκ του περιεχομένου του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις απορρίπτεται ως απαράδεκτος, εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 1987/2007). Εξ άλλου, το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ ορίζει ότι για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του Δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το Δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης, που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος, μαζί δε με το Δημόσιο ευθύνεται σε ολόκληρο και το υπαίτιο πρόσωπο, με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων για την ευθύνη των υπουργών. Από το σκοπό της διάταξης του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, ερμηνευόμενης ενόψει και του άρθρου 1 (παρ.2 περ. η`) του ν. 1406/1983, με το οποίο ο νομοθέτης απέβλεψε στο να υπαγάγει στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, κατά την πρόβλεψη του άρθρου 94 παρ.1 του Συντάγματος, όλες τις διοικητικές διαφορές ουσίας, που, στα πλαίσια της δημόσιας δράσης της Διοίκησης, γεννώνται από την ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση, συνάγεται ότι, παρά την συσταλτική διατύπωσή της, αφού αναφέρεται σε παράνομες πράξεις ή παραλείψεις κατά την ενάσκηση της δημόσιας εξουσίας, η έννοιά της είναι ότι η αστική ευθύνη του Δημοσίου για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του, προβλέπεται στις περιπτώσεις ευθύνης του Δημοσίου όχι μόνο από εκτελεστές διοικητικές πράξεις των οργάνων του ή παραλείψεις προς έκδοση τέτοιων πράξεων, αλλά και από υλικές ενέργειες ή πράξεις ή παραλείψεις, που έλαβαν χώρα σε συνάρτηση προς την οργάνωση και λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας ή εξ αιτίας τους και δεν συνδέονται με την ιδιωτική διαχείριση της περιουσίας του Δημοσίου, ούτε οφείλονται σε προσωπικό πταίσμα οργάνου που ενήργησε εκτός του κύκλου των υπηρεσιακών του καθηκόντων. Για να στοιχειοθετηθεί δε αστική ευθύνη του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, απαιτείται παράνομη πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια ή παράλειψη υλικής ενέργειας οργάνων του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου κατά την άσκηση της ανατεθειμένης σε αυτά δημόσιας εξουσίας, επίκληση και απόδειξη συγκεκριμένης ζημίας, καθώς και αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης πράξης ή παράλειψης ή υλικής ενέργειας ή παράλειψης υλικής ενέργειας και της επελθούσας ζημίας. Από τις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 ΕισΝΑΚ προκύπτει, περαιτέρω, ότι στις περιπτώσεις που για τις μνημονευόμενες πράξεις, παραλείψεις ή υλικές ενέργειες ενάγεται, ως προσωπικώς υπεύθυνο προς αποζημίωση, όχι το Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου (Εισ.Ν.ΑΚ 106) αλλά το όργανο (του Δημοσίου ή του ΝΠΔΔ) που προκάλεσε τη ζημία, όταν η προσωπική ευθύνη των οργάνων του δημοσίου ή του νπδδ δεν έχει αποκλεισθεί, ανήκει στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων να κρίνουν επί της αγωγής αυτής, γιατί στις περιπτώσεις που η αγωγή δεν στηρίζεται στην ευθύνη του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, η διαφορά είναι ιδιωτικού δικαίου (ΑΕΔ 5/1995 και 53/1995, ΑΠ 302/2009). Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 85 παρ. 1 του υπαλληλικού κώδικα, που είχε κωδικοποιηθεί με το π.δ. 611/1977 και ίσχυε μέχρι την 9-4-1999, όταν άρχισε να ισχύει ο νεότερος υπαλληλικός κώδικας που κυρώθηκε με το ν. 2683/1999 και ίσχυσε μέχρι την 8-2-2007, οπότε άρχισε να ισχύει πλέον ο δημοσιοϋπαλληλικός κώδικας, που κυρώθηκε με το ν. 3528/2007, ο δημόσιος υπάλληλος ευθύνεται έναντι του δημοσίου για κάθε θετική ζημία που προξένησε σ` αυτό από δόλο ή βαρειά αμέλεια κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, καθώς επίσης για τις αποζημιώσεις, στις οποίες υποβλήθηκε έναντι τρίτων ένεκα παρανόμων πράξεων ή παραλείψεων αυτού, που έγιναν επίσης από δόλο η βαρειά αμέλεια. Δεν ευθύνεται όμως ο υπάλληλος έναντι τρίτων για τις ίδιες πράξεις ή παραλείψεις του. Η διάταξη του προαναφερθέντος άρθρου 85 παρ. 1 του Υ.Κ. του έτους 1977 είχε πλήρη εφαρμογή στις αναφερόμενες κατηγορίες υπαλλήλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (άρθρα 2 παρ. 1 περ. δ` και 86 του αυτού Κώδικα). Εξάλλου, και με το άρθρο 2 παρ. 2 του Υ.Κ του έτους 1999, ορίσθηκε ότι "υπάλληλοι ή λειτουργοί του κράτους ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, οι οποίοι, κατά συνταγματική ή νομοθετική πρόβλεψη, διέπονται από ειδικές γι` αυτούς διατάξεις, και οι υπάλληλοι των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, υπάγονται σε εκείνες τις διατάξεις του παρόντος Κώδικα, στις οποίες παραπέμπουν οι ειδικοί νόμοι που τους διέπουν". Δηλαδή, και υπό την ισχύ του Υ.Κ. του έτους 1999, για να εφαρμοσθούν οι διατάξεις του σε υπαλλήλους, που διέπονται από ειδικές διατάξεις, κατά συνταγματική ή νομοθετική πρόβλεψη, πρέπει: α) να γίνεται ρητή παραπομπή από τις ειδικές διατάξεις, που διέπουν ορισμένη κατηγορία υπαλλήλων ή λειτουργών, στις διατάξεις του Υ.Κ ή β) να υπάρχει κενό νόμου από τις ειδικές διατάξεις και να μην αποκλείεται η αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του Υ.Κ., όπως όταν με ειδική ρύθμιση νόμου εξαιρούνται από την υπαγωγή τους σε συγκεκριμένη διάταξη του ανωτέρω Υ.Κ. του έτους 1999. Οι ανωτέρω προϋποθέσεις εξέλιπαν με το ν. 3528/2007, αφού στο άρθρο 2 αυτού με τον τίτλο "έκταση εφαρμογής" ορίζεται στην παρ. 2 ότι "υπάλληλοι ή λειτουργοί του Κράτους ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, οι οποίοι, κατά συνταγματική ή νομοθετική πρόβλεψη, διέπονται από ειδικές διατάξεις υπάγονται στις διατάξεις του παρόντος για όσα θέματα δεν ρυθμίζονται από τις ειδικές γι` αυτούς διατάξεις", ενώ με την παρ. 6 του ως άνω άρθρου 38 ορίζεται ότι "ειδικές διατάξεις για την προσωπική αστική ευθύνη των δημοσίων υπαλλήλων έναντι των τρίτων διατηρούνται σε ισχύ". Τουτέστιν, οι διατάξεις του Υ.Κ., όπως αυτή του άρθρου 85 παρ. 1 του Υ.Κ. του έτους 1977 και ήδη του άρθρου 38 παρ. 1 του Υ.Κ των ετών 1999 και 2007 ισχύουν πλέον στο σύνολο σχεδόν των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων (ΟλΑΠ 3/2009) του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά σε ειδικές διατάξεις, από τις οποίες αυτοί τυχόν διέπονται. Σύμφωνα με το άρθρο Τρίτο του ως άνω ισχύοντος δημοσιοϋπαλληλικού κώδικα (ν. 3528/2007), η ισχύς του άρχισε από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, και οι διατάξεις του για την αστική ευθύνη ρυθμίζουν και όσες περιπτώσεις έλαβαν χώρα υπό το προγενέστερο νομοθετικό καθεστώς, εφόσον η υπόθεση φέρεται προς εκδίκαση μετά την ισχύ του νέου κώδικα. Με το ανωτέρω δε άρθρο 38 του δημοσιοϋπαλληλικού κώδικα καθιερώνεται το αστικώς ανεύθυνο των δημοσίων υπαλλήλων έναντι τρίτων (ΑΠ 294/2008, ΑΠ 2208/2007) και περιορίζεται το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, το οποίο, όπως προεκτέθηκε, στο δεύτερο εδάφιό του ορίζει ότι "Μαζί με το δημόσιο ευθύνεται εις ολόκληρον και το υπαίτιο πρόσωπο". Το δε αστικώς ανεύθυνο έναντι τρίτων των κατά το άρθρο 38 υπαγόμενων στο δημοσιοϋπαλληλικό κώδικα προσώπων περιλαμβάνει και την ευθύνη αυτών από προσβολές της προσωπικότητας τρίτων. Γενικότερα δε, κατά των προσώπων αυτών δεν μπορεί να ασκηθεί αστική αγωγή για προσβολή εκ μέρους τους της προσωπικότητας τρίτων κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, ενώ η ευθύνη των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου κατ` εφαρμογήν των διατάξεων των άρθρων 105 και 106 του Εισ.Ν.Α.Κ. είναι αντικειμενική, δηλ. ανεξάρτητη από υπαιτιότητα των οργάνων τους (Σ.τ.Ε. 1326/2017, 3292/2017). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 57 ΑΚ, σε περίπτωση παράνομης προσβολής της προσωπικότητας, ο προσβληθείς έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, ενώ δεν αποκλείεται αξίωση αποζημίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες.. Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 59 αυτού, στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο μπορεί, ύστερα από αίτηση του προσβληθέντος, "να καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού που έχει προσβληθεί. Η ικανοποίηση συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού...". Εξάλλου, στον προϊσχύσαντα Κώδικα περί Δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954) ορίζονταν τα ακόλουθα: άρθρο 1 "Ο Δικηγόρος είναι άμισθος Δημόσιος υπάλληλος" (πρβλ. άρθρο 1 παρ. 1 ν. 4194/2013 "ο δικηγόρος είναι δημόσιος λειτουργός"), άρθρο 66 παρ.1 "Αρμόδιον προς εκδίκασιν των πειθαρχικών παραπτωμάτων είναι το Πειθαρχικόν Συμβούλων του Δικηγορικού Συλλόγου εις ον ανήκεν ο εγκαλούμενος Δικηγόρος, καθ` ον χρόνον υπέπεσεν εις το δι` ο εγκαλείται παράπτωμα, ή του Δικηγορικού Συλλόγου του τόπου της τελέσεως, προτιμωμένου του καταρξαμένου της διώξεως", άρθρο 194 παρ. 1 "Οι Δικηγόροι Σύλλογοι είναι νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου", ενώ στα άρθρα 239 και 240 καθοριζόταν ο τρόπος συγκρότησης των πρωτοβάθμιων Πειθαρχικών Συμβουλίων. Παρόμοιες διατάξεις περιέχονται και στον ήδη ισχύοντα Κώδικα Δικηγόρων ( άρθρα 1 παρ.1, 89 παρ.1, 91, 147 ν. 4194/2013). Από τα πιο πάνω συνάγεται ότι ο τρίτος που ισχυρίζεται ότι βλάπτεται στην προσωπικότητά του από τις πράξεις των οργάνων (δημόσιων υπαλλήλων ή λειτουργών) ενός νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου που έλαβαν χώρα κατά την άσκηση των ανατειθεμένων σ` αυτά καθηκόντων και εφόσον δεν υπάρχει ειδική διάταξη που να ορίζει την προσωπική τους ευθύνη από την ως άνω δραστηριότητά τους, δεν μπορεί να στραφεί ατομικά κατά των προσώπων που απαρτίζουν το ως άνω όργανο, αλλά ορίζεται μόνον ευθύνη του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου του οποίου είναι νόμιμα όργανα, κατά του οποίου και μόνον μπορεί να στραφεί ως παθητικά νομιμοποιούμενο πρόσωπο ο βλαβείς τρίτος. Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή κατά το άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, προκύπτει ότι ο ενάγων με την επίδικη αγωγή του προσάπτει σε βάρος των εναγόμενων προσώπων παράνομες και υπαίτιες πράξεις και παραλείψεις, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ως μελών του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης το έτος 1992, που αποτελεί όργανο αυτού, εξαιτίας των οποίων υπέστη προσβολή της προσωπικότητάς του με την επιβολή σ` αυτόν πειθαρχικής ποινής (παύση ενός μηνός, η οποία εξέλιπε με την υπ` αριθμ. ....../1993 απόφαση του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων) για το εκεί δήθεν τελεσθέν απ` αυτόν πειθαρχικό παράπτωμα, και ζήτησε, μεταξύ των άλλων και άρση της προβολής της προσωπικότητάς του. Το Εφετείο απορρίπτοντας την έφεση του αναιρεσείοντος και επικυρώνοντας την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου η οποία είχε απορρίψει την αγωγή του ως παθητικώς ανομιμοποίητη δέχθηκε κατ`εφαρμογή των προαναφερθεισών διατάξεων ότι "...εφόσον δεν υφίσταται είτε στον Κώδικα περί Δικηγόρων είτε σε κάποια άλλη ειδική διάταξη νόμου πρόβλεψη για την προσωπική αστική ευθύνη των οργάνων των δικηγορικών συλλόγων έναντι των τρίτων, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, δεν νομιμοποιούνται παθητικά οι εναγόμενοι για την άσκηση εναντίον τους της υπό κρίση αγωγής. Μόνο δε παθητικά νομιμοποιούμενο είναι το ν.π.δ.δ. του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, κατά του οποίου.. θα μπορούσε να στραφεί ο ενάγων με σχετική αγωγή του ενώπιον των αρμόδιων διοικητικών δικαστηρίων ...". Με αυτά που δέχθηκε και έκρινε το Εφετείο και ειδικότερα ότι οι εναγόμενοι ατομικώς, που αποτέλεσαν μέλη του κατά το έτος 1992 πειθαρχικού συμβουλίου οργάνου του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσ/κης, που είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, δεν νομιμοποιούνται παθητικά στην ένδικη αγωγή του ενάγοντος, δεν έσφαλε ως προς την ορθή εφαρμογή των κανόνων δικαίου σχετικά με την έλλειψη της διαδικαστικής προϋπόθεσης της παθητικής νομιμοποίησης αυτών και ότι νομιμοποιείται παθητικά το ως άνω νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, η δε αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έχει νόμιμη βάση και δη την απαιτούμενη αιτιολογία, γιατί καλύπτεται χωρίς λογικά κενά και αντιφάσεις και με πληρότητα και σαφήνεια, χωρίς να χρειαζόταν οποιαδήποτε άλλη περαιτέρω παραδοχή, το πραγματικό των εφαρμοστέων εδώ κανόνων ουσιαστικού δικαίου που προαναφέρθηκαν, τους οποίους η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παραβίασε εκ πλαγίου με ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες, συνολικά εκτιμώμενες, ενώ δεν ήταν αναγκαία η παράθεση και άλλων αιτιολογιών. Επομένως, τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τον αναιρεσείοντα με τον πρώτο, δεύτερο και τρίτο από τον αρ. 1, 8 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγους αναίρεσης είναι ουσία αβάσιμα και απορριπτέα. Περαιτέρω, πρέπει η ένδικη αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από τον αναιρεσείοντα παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ) και να συμψηφιστεί μεταξύ των διαδίκων που κατέθεσαν προτάσεις η δικαστική δαπάνη, λόγω του δυσερμήνευτου του εφαρμοσθέντος κανόνος δικαίου κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό (άρθρα 179 εδ. α και 183 ΚΠολΔ).

 ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 Απορρίπτει την από 8-1-2021 αίτηση για αναίρεση της υπ` αριθμ. 2800/2018 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θεσ/κης.

 Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από τον αναιρεσείοντα, για την άσκηση της ένδικης αίτησης αναίρεσης παραβόλου.

 Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τη δικαστική δαπάνη.

 ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 6 Δεκεμβρίου 2022.

 ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 9 Ιανουαρίου 2023.

 Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ                                                                            Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

 

Κυριακή 31 Δεκεμβρίου 2023

Έχει ο Θεός

 

Έχει ο Θεός
 
 

Διχαζόμουν
σε παρατεταμένα όνειρα
μεταξύ φθοράς κι αφθονίας
πόσο βαριά τα τρόφιμα
που προκαλούν τόση ναυτία
Έπρεπε να πληρώσουμε
και δύο κιλά τροφεία
Έτσι υπολογίζαμε και τα συναισθήματα
σε μονάδα μέτρησης ανθρώπων
Αν και είχαμε κατακτήσει
τις συνήθειες των ζώων
Δεσποζόμενων από την μανία της καταδίωξης
Ακαταλαβίστικα σαν μιλούσαμε
σε διαλόγους λειψυδρίας
Βάλαμε άγκιστρο στον φόβο
Ακολουθώντας μια ματαιόδοξη ιδέα
Και να που φτάσαμε
σ' ένα ταξίδι αταξίδευτο
μπαρκάροντας για το άγνωστο
σημαδεύοντας το ανθρώπινο
Είναι ανθρώπινο συναίσθημα ο φόβος
Απόδειξη πως ήσουν άνθρωπος
Και κατοικούσες επίγεια
Είναι ανθρώπινο δημιούργημα το λάθος
Ένδειξη πως επιζητούσες το τέλειο
Πριν μάθεις το κατ' εικόνα και καθ' ομοίωση
Ο Θεός ακούει τις προσευχές σου
αρκεί να έχουν ανθρώπινο αέρα
για την απελευθέρωση
Σ' αυτό το ταξίδι είναι προσηνή τα κύματα

Το τελευταίο αντίο

 

Το τελευταίο αντίο
 

 

Μέτρησα τις πιθανότητες
τους έδωσα μια σπίθα ελπίδας
πυρομανής η διάθεση για ζωή
στο έρεβος ενός ακατάπαυστου πένθους
χάθηκαν τα χρόνια που τα χαμόγελα
αγκαλιάζονταν χέρι χέρι με την αισιοδοξία
και λαμπύριζαν οι φρούδες ελπίδες
σήμερα δέχθηκα τηλεφώνημα
από το προορισμένο καταφύγιο
ακύρωσε την πτήση
την ώρα, την άφιξη
το στεφάνι για το τελευταίο ταξίδι
επενέβη ο Θεός, μάλλον η ψευδαίσθησή του
Επίταξε να είναι πολεμοχαρείς οι τύψεις
Πάντα με βασάνιζε, ο τιμωρός Άγιος
Ίσως και αυτή τη φορά
βάλει το χεράκι του
να μην κοπεί το σχοινί απ' τα βράχια
Πάντα θα είναι χαραγμένο όμως
ένα όνομα σ' αυτές τις πλαγιές,
ένα σύνθημα για το υπερπέραν:
Ο πόνος νικήθηκε από την δειλία

Κεριά

 

Κεριά 
 

 

Εντάξει, μπορείς τώρα να κλάψεις
Δεν ήταν κηροπήγια, αγάπη μου
Ούτε βρισκόμασταν σε αντικρυστές θέσεις
Δεν ήμασταν βασιλείς
στην αυτοκρατορία των αισθήσεων
Που και που
Σχιζοκοιτώντας το πορτρέτο σου
Κατηγορούσα τον φωτογράφο
Που σε έκανε απόρθητη
Μα να έχει τζάμια η ομορφιά
Να μην αντικατοπτρίζεται η αγάπη σου
Μούφα μου' παν στα παλαιοπωλεία
Φιμέ στα συνεργεία που ξενυχτούσα για πάρτη σου
Ψάχνοντας, εναγωνίως, ανταλλακτικά
Συμβατά με τα πάθη σου
Το' ξερα ότι αυτός ο έρωτας
ήταν καταδικασμένος να καεί στις στάχτες του
Ένα ατύχημα, από τύχη
Και ξύπνησα πενθώντας πάνω στα μανουάλια σου
Όπως και να το κάνεις, τα κεριά λιώνουν κάποτε
Αυτή τη φορά, με εγκαύματα

Μικρή μου τύψη

 Μικρή μου τύψη




Σ' ευχαριστώ, μικρή μου τύψη
που ακούς τα κύματα της απόγνωσης
Σ' εκλιπαρώ, μην τσαλακώνεις άλλο
τα όνειρα, σαν άγραφα ποιήματα
πεταμένα στη σκόνη της λήθης
Είπαμε να μιλήσουμε για αγάπη
αλλά χαθήκαμε σε δρόμους παράλυσης
με εύρετρα κάτι ψοφίμια
Στον γυρισμό η γάτα αποβαλσαμώθηκε
Το καράβι ανήκε σε ενηλίκους
Τα παιδικά μάτια σου
έψαχναν κοκκινοσκουφίτσες για λύκους
Ποιος σου είπε ότι τα ιδιαίτερα,
δεν είναι αξιαγάπητα
στην επιστήμη της ψυχής και της τύχης
Μια υπομανία σε έσωσε
από την υπόνοια της παράνοιας
ή της παρανόησης των ζώντων και τεθνεώτων

Σάββατο 4 Νοεμβρίου 2023

Το ταξίδι

Το ταξίδι
 

 
 
 
Κάποια χρόνια μετά
διαμελισμένα
από παρατεταμένα λεπτά
αγωνίας και εγκατάλειψης
Σαν έβγαλα από τα ενδότερα
ψυχής πονήματα, καταπονημένα
από την χρόνια νόσο
την επάρατο
Με λιτό σπαραγμό
ώθησα την αντανάκλαση
ενός πελώριου ευχαριστώ
στις συντρόφισσες
Εστεμμένη κατέληξε
η ιδεοψυχαναγκαστική νεύρωση
βάζοντας βέρες στα
επανασυγκολλυμένα πτώματα
Ήταν μοιραίο μετά από τόσα τραύματα
να επουλώνονται τα χέρια της αφοσίωσης
Και πλέον από ασφαλή συνθήκη
απατηλή ή επουράνια
ποιος άραγε ξέρει τι ξημερώνει
από τις σφαίρες που εποστρακίζονται
αναπολώ εκείνο το συναίσθημα
-το φλύαρο-
ξέρω, τόσα χρόνια, για μια σκανδάλη που σκούριασε;
που αναδύει τόσες κηδείες
μετρημένες στα δάκτυλα
που με αποκλείει ως επισκέπτη στα τάρταρα;
Πιστεύω σε έναν Θεό
που εκδικείται κατάματα

Must red-read

Επικοινωνία γονέα-τέκνου, υπό τα "μάτια" του Υφυπουργού Προστασίας του Πολίτη

    3442/2021 ΕΦ ΑΘΗΝΩΝ (ΜΟΝ) (Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Μεταρρύθμιση απόφασης με αίτημα τον περιορισμό του χρόνου της επικοινωνίας του πατέρα με...