Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2016

ΣτΕ: Το Διοικητικό Δικαστήριο δεν δεσμεύεται από αθωωτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου

Λαθρεμπορία. Πότε στοιχειοθετείται. Απαιτείται δόλος του υπαιτίου για την επιβολή της κύρωσης του πολλαπλού τέλους. Το διοικητικό δικαστήριο δεν δεσμεύεται από τυχόν προηγηθείσα αθωωτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, υποχρεούται όμως να τη συνεκτιμήσει. Το βούλευμα περί παύσης, λόγω παραγραφής, της ποινικής δίωξης, δεν δεσμεύει το διοικητικό δικαστήριο ούτε συνεκτιμάται. Αιτιολογημένα διαπιστώθηκε ότι έλαβαν χώρα εικονικές εξαγωγές καυσίμων, τα οποία διοχετεύτηκαν κατά λαθραίο τρόπο στην εσωτερική αγορά, χωρίς την καταβολή του αναλογούντος ειδικού φόρου κατανάλωσης. Περιστατικά. Αποδείχθηκε ο δόλος του εκκαλούντος, εκπροσώπου της εξαγωγικής εταιρείας, για την τέλεση των επίδικων λαθρεμπορικών παραβάσεων, ο οποίος συνίσταται στη γνώση της ανυπαρξίας της αλλοδαπής εταιρίας που φερόταν ως παραλήπτρια των καυσίμων. Το γεγονός ότι σε βάρος του εκκαλούντος δεν ασκήθηκε ποινική δίωξη δεν κλονίζει την ανωτέρω κρίση. Απορρίπτεται η αναίρεση (επικυρώνει την αριθμ. 88/2010 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης).
 
Αριθμός 3264/2014 
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ 
ΤΜΗΜΑ Β΄ 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 4 Ιουνίου 2014, με την εξής σύνθεση: Ε. Γαλανού, 
Αντιπρόεδρος, Προεδρεύουσα, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Α.-
Γ. Βώρος, Ε. Νίκα, Σύμβουλοι, Β. Μόσχου, Ι. Δημητρακόπουλος, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. 
Ζυγουρίτσα. 

Για να δικάσει την από 26 Μαΐου 2010 αίτηση: 

των: 1) .........................., οι οποίοι δεν παρέστησαν, αλλά ο δικηγόρος που υπογράφει 
την αίτηση νομιμοποιήθηκε με συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο, 

κατά του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος δεν παρέστη. 

Με την αίτηση αυτή οι αναιρεσείοντες επιδιώκουν να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 88/2010 απόφαση του 
Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης. 

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Παρέδρου Ι. 
Δημητρακόπουλου. 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου
κ α ι 

Α φ ο ύ  μ ε λ έ τ η σ ε  τ α  σ χ ε τ ι κ ά  έ γ γ ρ α φ α 
Σ κ έ φ θ η κ ε  κ α τ ά  τ ο  Ν ό μ ο 

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (υπ’ αριθμ. 
2656562-63/2010, 2656603-04/2010 ειδικά γραμμάτια παραβόλου, σειράς Α΄). 

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται παραδεκτώς η αναίρεση της 88/2010 απόφασης του 
Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία απορρίφθηκε έφεση των ήδη αναιρεσειόντων 
κατά της 3280/2000 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Με την εν λόγω 
πρωτόδικη απόφαση απορρίφθηκε προσφυγή των αναιρεσειόντων κατά της 272/96/1997 πράξης 
του Διευθυντή της Ε.Υ.Τ.Ε. Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας, με την οποία (α) αποδόθηκε στον 
πρώτον των αναιρεσειόντων, .............................., συμμετοχή σε 288 παραβάσεις λαθρεμπορίας 
υγρών καυσίμων, με το τέχνασμα των εικονικών εξαγωγών, του καταλογίστηκαν διαφυγόντες 
φόροι συνολικού ύψους 993.264.981 δραχμών, καθώς και πολλαπλά τέλη, κατ’ επιμερισμό, ποσού 
4.442.885.531 δρχ. και κηρύχθηκε αλληλέγγυα και εις ολόκληρον υπεύθυνος για την καταβολή 
του συνόλου των επιβληθέντων πολλαπλών τελών (ανερχόμενων στο οκταπλάσιο των 
αναλογούντων φόρων) και (β) κηρύχθηκε η δεύτερη των αναιρεσειόντων, εταιρεία ...........Α.Ε.Β.Ε., 
αστικώς συνυπεύθυνη για την πληρωμή του συνόλου των καταλογισθέντων για τις ίδιες 
παραβάσεις πολλαπλών τελών και λοιπών επιβαρύνσεων, συνολικού ποσού 8.939.434,739 
δρχ. 

3. Επειδή, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 89 παρ. 2 και 100 παρ. 1 του Τελωνειακού 
Κώδικα (ν. 1165/1918, ΦΕΚ Α΄ 73), για την επιβολή πολλαπλού τέλους απαιτείται, αφενός, η 
διαπίστωση της τέλεσης των πράξεων ή παραλείψεων, οι οποίες χαρακτηρίζονται ως τελωνειακές 
παραβάσεις και σκοπούν στη διαφυγή των αναλογούντων δασμών και φόρων, το δε η 
διαπίστωση ότι οι εν λόγω πράξεις ή παραλείψεις οφείλονται σε δόλο εκείνου, στον οποίο 
αποδίδεται η τέλεση λαθρεμπορίας, δηλαδή απαιτείται η γνώση του τελούντος τελωνειακή 
παράβαση ή συμμετέχοντος σε αυτή ότι με τις εν λόγω ενέργειες ή παραλείψεις του και την εν γένει 
συμπεριφορά του το Δημόσιο θα αποστερηθεί από τους οφειλόμενους δασμούς και φόρους (βλ. 
ΣτΕ 1713-1714/2014, 3921/2012 κ.ά.). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 
89 παρ. 2, 97 παρ. 3 και 8 του Τελωνειακού Κώδικα και 5 παρ. 2 του (κυρωθέντος με το άρθρο 
πρώτο του ν. 2717/1999, Α΄ 97) Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, προκύπτει ότι η διαδικασία 
διοικητικής βεβαίωσης της παράβασης που κατατείνει στην επιβολή του πολλαπλού τέλους είναι 
αυτοτελής και διακεκριμένη σε σχέση με την αντίστοιχη ποινική διαδικασία, η αυτοτέλεια δε αυτή 
έχει την έννοια ότι το διοικητικό δικαστήριο, όταν κρίνει για τη διοικητική παράβαση, δεν 
δεσμεύεται από τυχόν προηγηθείσα αθωωτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, υποχρεούται 
όμως να εκτιμήσει αυτήν κατά την διαμόρφωση της κρίσης του (βλ. ΣτΕ 1713-1714/2014, 
2067/2011 επταμ., 990/2004 Ολομ. κ.ά.). 

4. Επειδή, περαιτέρω, στο άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ ορίζεται ότι «Παν πρόσωπον κατηγορούμενον 
επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του […]». Το 
Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), ερμηνεύοντας τη διάταξη αυτή, 
έχει δεχθεί ότι απόφαση διοικητικού δικαστηρίου που έπεται τελικής (δηλαδή, αμετάκλητης: βλ. 
ΣτΕ 1311/2013, 2951/2013, 2957/2013 κ.ά.) αθωωτικής απόφασης ποινικού δικαστηρίου για το 
ίδιο πρόσωπο δεν πρέπει να την παραβλέπει και να θέτει εν αμφιβόλω την αθώωση, έστω και αν 
αυτή εχώρησε λόγω αμφιβολιών και, συνεπώς, το διοικητικό δικαστήριο υποχρεούται να απόσχει 
από τη διατύπωση κρίσης ή αιτιολογίας που να θέτει εν αμφιβόλω το αθωωτικό αποτέλεσμα της 
αμετακλήτως περαιωθείσας οικείας ποινικής διαδικασίας (βλ. ΣτΕ 1713-1714/2014). Ενόψει της 
ανωτέρω νομολογίας και των εκτεθέντων στην προηγούμενη σκέψη, το εκ των υστέρων 
επιλαμβανόμενο διοικητικό δικαστήριο, που κρίνει επί της διοικητικής παράβασης της λαθρεμπορίας 
δεν δεσμεύεται από την οικεία αμετάκλητη απαλλακτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, αλλά 
υποχρεούται να τη συνεκτιμήσει, στο πλαίσιο δε αυτό, δεν αποκλείεται να στηρίξει την κρίση του 
περί διάπραξης της αποδοθείσας παράβασης (και) σε στοιχεία, που δεν είχε λάβει υπόψη του το 
ποινικό δικαστήριο (βλ. ΣτΕ 1713-1714/2014, 2067/2011 επταμ.). Ειδικότερα, το διοικητικό 
δικαστήριο, κρίνοντας υπόθεση διοικητικής παράβασης λαθρεμπορίας, δεν δεσμεύεται από τυχόν 
αμετάκλητη απόφαση (ή βούλευμα) που παύει τη σχετική ποινική δίωξη εναντίον του 
προσφεύγοντος, λόγω παραγραφής του ποινικού αδικήματος της λαθρεμπορίας (πρβλ. ΕΔΔΑ 
decision 13.9.2007, 27521/04, Moullet κατά Γαλλίας), ούτε, άλλωστε, ενόψει της αιτιολογικής 
βάσης τέτοιας απόφασης (ή βουλεύματος), ανακύπτει ζήτημα συνεκτίμησής της από το διοικητικό 
δικαστήριο, στο πλαίσιο της κρίσης του για τη διάπραξη της επίμαχης διοικητικής παράβασης. 

5. Επειδή, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κρίθηκε ότι “[…] από το συνδυασμό των 
προπαρατιθέμενων διατάξεων των παραγράφων 2 του άρθρου 89 και 3 του άρθρου 97 του 
Τελωνειακού Κώδικα προς την παρ. 8 του ίδιου άρθρου 97 του εν λόγω Κώδικα […] καθώς και 
προς τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 5 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας […] προκύπτει ότι η 
διαδικασία διοικητικής βεβαίωσης της τελωνειακής παραβάσεως που κατατείνει στην επιβολή του 
πολλαπλού τέλους, είναι αυτοτελής και διακεκριμένη σε σχέση με την αντίστοιχη ποινική 
διαδικασία. Η αυτοτέλεια των δύο διαδικασιών έχει την έννοια ότι το διοικητικό δικαστήριο, όταν 
κρίνει για τη διοικητική παράβαση, δεν δεσμεύεται από τυχόν προηγηθείσα αθωωτική απόφαση 
του ποινικού δικαστηρίου και κατά μείζονα λόγο από τη μη άσκηση ποινικής δίωξης, υποχρεούται 
όμως να λάβει υπόψη του και να εκτιμήσει την απόφαση αυτή προς μόρφωση της κρίσης του […]”. 
Περαιτέρω, με την ίδια απόφαση έγιναν δεκτά και κρίθηκαν τα εξής: “Το χρονικό διάστημα από το 
μήνα Νοέμβριο του έτους 1993 έως το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 1994 κατατέθηκαν στο Στ΄ 
Τελωνείο Θεσσαλονίκης 106 συνολικά διασαφήσεις εξαγωγής υγρών καυσίμων, στις οποίες 
εμφανίζονταν ως εξαγωγείς η δεύτερη από τους εκκαλούντες εταιρία με την επωνυμία «.............», 
καθώς και οι εταιρίες με επωνυμία «..........................», «...........................» και «................. » και 
ως παραλήπτρια των εν λόγω καυσίμων είτε η εταιρία «....................» με έδρα το Σαντάνσκι της 
Βουλγαρίας, είτε η εταιρία «..............................................» με έδρα τη Σόφια της Βουλγαρίας. 
Ειδικότερα, από την δεύτερη από τους εκκαλούντες εταιρία με την επωνυμία «..........................» 
ως εξαγωγέα κατατέθηκαν 65 διασαφήσεις εξαγωγής υγρών καυσίμων (καύσιμα, τα οποία έφεραν 
ως τόπο καταγωγής την Ελλάδα και κατέχονταν σε φορολογική αποθήκη υπό καθεστώς 
αναστολής του ειδικού φόρου κατανάλωσης) […], στις οποίες αντιστοιχούν συνολικά 180 
τμηματικές εξαγωγές υγρών καυσίμων, ενώ από την εταιρία «..................», ως εξαγωγέα, 
κατατέθηκαν 37 διασαφήσεις εξαγωγής υγρών καυσίμων (καύσιμα, τα οποία είχαν εισαχθεί από 
τρίτες χώρες και η εν λόγω εταιρία, ως εγκεκριμένος αποθηκευτής, κατείχε σε φορολογική 
αποθήκη υπό καθεστώς αναστολής του ειδικού φόρου κατανάλωσης) […] στις οποίες αντιστοιχούν 
συνολικά 108 τμηματικές εξαγωγές υγρών καυσίμων. Τα προς εξαγωγή καύσιμα φορτώθηκαν από 
τις εγκαταστάσεις της εταιρίας «...............................» στο Καλοχώρι Θεσσαλονίκης σε βυτιοφόρα 
αυτοκίνητα της βουλγαρικής εταιρίας «.................." […], της οποίας κύριος μέτοχος, διαχειριστής 
και εκπρόσωπος ήταν ο .......................... […]. Μέχρι δε την έξοδό τους από τη χώρα και λόγω του 
προορισμού τους, τελούσαν υπό καθεστώς αναστολής επιβολής του ειδικού φόρου κατανάλωσης 
και των λοιπών δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων. Εξάλλου, ενόψει του ότι οι σχετικές μεταφορές 
καλύπτονταν από δελτία TIR, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην Τελωνειακή Σύμβαση «περί Διεθνούς 
Μεταφοράς Εμπορευμάτων δια δελτίων ΤΙR (Σύμβασις TIR)», η οποία κυρώθηκε με το ν. 1020 της 
4/9 Φεβρουαρίου 1980 (Φ.Ε.Κ. 32), τα βυτιοφόρα αυτοκίνητα, πριν την αναχώρησή τους, 
μολυβδοσφραγίστηκαν από το προαναφερόμενο τελωνείο προελεύσεως και στη συνέχεια 
παραδόθηκαν στους εντεταλμένους οδηγούς τους, προκειμένου να οδηγηθούν αρχικά στο 
τελωνείο εξόδου και στη συνέχεια στον τελικό προορισμό τους. Ωστόσο, έρευνα που διενεργήθηκε 
από υπαλλήλους της Ειδικής Υπηρεσίας Τελωνειακών Ερευνών (ΕΥΤΕ) Κεντρικής και Δυτικής 
Μακεδονίας, στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων τους, κατέδειξε [σύμφωνα με την τελωνειακή αρχή] 
ότι τόσο οι προαναφερόμενες εξαγωγές της εταιρίας «......................» και της εταιρίας «..........», 
όσο και οι λοιπές εξαγωγές των εταιριών «...........» και «..................» προς τις εταιρίες «.........» και 
«........................», ήταν εικονικές και ότι τα καύσιμα που αυτές αφορούσαν ουδέποτε εξήχθησαν 
από την Ελλάδα, αλλά, αντίθετα, διοχετεύτηκαν κατά λαθραίο τρόπο στην εσωτερική αγορά, 
σχετικά δε συντάχθηκε το 272/1996 πρωτόκολλο τελωνειακής παράβασης. Συγκεκριμένα, από την 
έρευνα που διενεργήθηκε, σύμφωνα με την άποψη της τελωνειακής Αρχής, διαπιστώθηκε ότι οι 
φερόμενες ως παραλήπτριες των καυσίμων εταιρίες, με έδρα τη Σόφια και το Σαντάνσκι 
Βουλγαρίας, ήταν ανύπαρκτες, καθόσον δεν βρέθηκαν καταχωρημένες στα ΕΒΕ της Σόφιας και του 
Σαντάνσκι […]. Ακόμη, διαπιστώθηκε ότι, ενώ τα προς εξαγωγή καύσιμα τελούσαν υπό καθεστώς 
διαμετακόμισης και αναστολής της επιβολής του ειδικού φόρου κατανάλωσης και των λοιπών 
επιβαρύνσεων, οι οδηγοί των βυτιοφόρων αυτοκινήτων με τα οποία αυτά μεταφέρονταν, κατόπιν 
συνεννόησης με τον ......................, ο οποίος φέρεται και ως το πρόσωπο που μεσολάβησε στην 
αγορά των καυσίμων από τις ως ανωτέρω εταιρίες (ενεργήσας για λογαριασμό των εταιριών 
αυτών), παρέκκλιναν της πορείας τους και οδηγούσαν τα οχήματά τους είτε στο χώρο του 
πρατηρίου υγρών καυσίμων με σήμα «......................» που διατηρούσε ο τελευταίος (...............) 
στο ..........χιλιόμετρο της εθνικής οδού .........................., όπου, στη συνέχεια, μετάγγιζαν τα 
καύσιμα σε ιδιόκτητα βυτιοφόρα οχήματα της δεύτερης από τους εκκαλούντες εταιρίας 
«..............» που οδηγούσαν έμπιστοι οδηγοί της ή στις υπόγειες και υπέργειες παράνομες δεξαμενές 
του πρατηρίου, προκειμένου να τα παραλάβουν αργότερα οχήματα της ίδιας εταιρίας, είτε σε χώρο 
έξω από τα διϋλιστήρια, από όπου, νυχτερινές ώρες, βούλγαροι μετάγγιζαν τα καύσιμα σε 
ιδιόκτητα αυτοκίνητα της ίδιας και πάλι εταιρίας. Τέλος, διαπιστώθηκε ότι παρά την μη 
πραγματοποίηση των εξαγωγών, οι τελευταίες, πλην της 2ης τμηματικής εξαγωγής της διασάφησης 
17377/1994 και της 1ης τμηματικής εξαγωγής της διασάφησης 18056/1994 της εταιρίας 
«........................», φέρονταν ως πιστοποιηθείσες από το αρμόδιο Τελωνείο Προμαχώνα (τελωνείο 
εξόδου). Αυτό δε επιτεύχθηκε μέσω της πλαστογράφησης τόσο της έντυπης σφραγίδας εξόδου επί 
των οικείων συνοδευτικών των καυσίμων τελωνειακών παραστατικών (άδεια φόρτωσης 
..................... και, σε κάποιες περιπτώσεις, ΣΔΕ) όσο και των υπογραφών και των ατομικών 
σφραγίδων των υπαλλήλων του Τελωνείου Προμαχώνα. Ειδικότερα, στην τελευταία αυτή 
διαπίστωση, η οποία μαζί με τις λοιπές δύο στηρίζει την εικονικότητα των εν λόγω εξαγωγών, οι 
ανωτέρω υπάλληλοι κατέληξαν, αφού πραγματοποίησαν κατ’ αρχήν έλεγχο των αντιτύπων των 
συνοδευτικών των προς εξαγωγή εμπορευμάτων τελωνειακών παραστατικών. […] Περαιτέρω, τα 
προαναφερόμενα συνδέθηκαν με έρευνα στο βουλγαρικό συνοριακό τελωνείο των Κουλάτων, από 
την οποία προέκυψε ότι σε όλες τις ως άνω περιπτώσεις, πλην τριών περιπτώσεων τμηματικών 
εξαγωγών, δεν αποδείχτηκε είσοδος των βυτιοφόρων αυτοκινήτων στο βουλγαρικό έδαφος και 
τελωνισμός των καυσίμων, καθώς και με συμπληρωματική έρευνα στα τρία συνοριακά τελωνεία 
Προμαχώνα, Ευζώνων, Δοϊράνης, από την οποία δεν αποδείχτηκε η μέσα σε εύλογο χρονικό 
διάστημα επανείσοδος των αυτοκινήτων αυτών. […] Ακόμη, η εικονικότητα θεωρήθηκε 
αποδεδειγμένη, μετά τη διαπίστωση, σε πολλές από τις προαναφερόμενες περιπτώσεις, της μη 
καταχώρησης στο βιβλίο εξόδου αυτοκινήτων του Τελωνείου Προμαχώνα ημερομηνίας εξόδου των 
βυτιοφόρων οχημάτων που μετέφεραν τα προς εξαγωγή καύσιμα. […] Κατόπιν αυτών, μεταξύ 
άλλων προσώπων, ο πρώτος από τους εκκαλούντες [.............................], πρόεδρος και διευθύνων 
σύμβουλος της δεύτερης από τους εκκαλούντες εταιρίας, ο οποίος, σύμφωνα με το από 296/30-6-
1992 πρακτικό του Δ.Σ. της εταιρίας (Φ.Ε.Κ. 3535/13-6-1992, τεύχος ανώνυμων εταιριών και 
εταιριών περιορισμένης ευθύνης), ασκούσε κατά τον επίδικο χρόνο τη διαχειριστική και 
εκπροσωπευτική εξουσία της εταιρίας, θεωρήθηκε υπαίτιος για 288 παραβάσεις λαθρεμπορίας 
(κατά την έννοια των συνδυασμένων διατάξεων της παρ. 5 του άρθρου 67 του ν. 2127/1993 και 
89 παρ. 2 και 100 παρ. 1 εδ. β΄ και παρ. 2 εδ. θ΄ του ν. 1165/1918) καυσίμων και ειδικότερα για 
180 παραβάσεις λαθρεμπορίας καυσίμων που φέρονταν ότι εξήχθησαν από την δεύτερη από τους 
εκκαλούντες εταιρία και για 108 παραβάσεις λαθρεμπορίας καυσίμων που φέρονταν ότι εξήχθησαν 
από την εταιρία «.......................». 
Συγκεκριμένα, κρίθηκε από την τελωνειακή Αρχή ότι με την αποφασιστική σύμπραξη του πρώτου 
από τους εκκαλούντες διαπράχθηκε, με τη χρήση του τεχνάσματος της εικονικής εξαγωγής και της 
με πρόθεση πρόκλησης σε τελωνειακούς υπαλλήλους της απόφασης τέλεσης του αδικήματος της 
πλαστογραφίας, η λαθραία διάθεση των καυσίμων σε καθεμία από τις ως ανωτέρω περιπτώσεις 
τμηματικών εξαγωγών της δεύτερης από τους εκκαλούντες εταιρίας και της εταιρίας «..............». 
[…] το Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης στο οποίο προσέφυγαν οι εκκαλούντες, αφού 
συνεκτίμησε όλα τα προαναφερόμενα στοιχεία του φακέλου, καθώς και όσα από τα στοιχεία 
που προσκόμισαν οι εκκαλούντες θεώρησε ως νόμιμα αποδεικτικά στοιχεία, έκρινε με την 
εκκαλούμενη απόφαση ότι στοιχειοθετείται στις επίμαχες 288 περιπτώσεις η αντικειμενική 
υπόσταση της λαθρεμπορίας και ότι αποδεικνύεται πλήρως ο δόλος του πρώτου εκκαλούντος, που 
συνίσταται στην υπό την ιδιότητα του διαχειριστή και εκπροσώπου της εταιρίας «..................» εν 
γνώσει συμμετοχή του στη χρησιμοποίηση του τεχνάσματος της εικονικής εξαγωγής και στην 
παράνομη διάθεση των επίδικων καυσίμων στο εσωτερικό της Χώρας και διαφυγή, προς ίδιο 
όφελος, του αναλογούντος ειδικού φόρου κατανάλωσης. Ενόψει αυτών, το πρωτοβάθμιο 
Δικαστήριο επικύρωσε την προσβαλλόμενη καταλογιστική πράξη κατά το μέρος που αφορά τους 
εκκαλούντες […]. [Ο]ι εκκαλούντες, οι οποίοι με την κρινόμενη έφεση και το παραδεκτώς 
κατατεθέν υπόμνημά τους αμφισβητούν την ορθότητα της κρίσης του Διοικητικού Πρωτοδικείου 
Θεσσαλονίκης σχετικά με τη συνδρομή του υποκειμενικού στοιχείου του δόλου στο πρόσωπο του 
πρώτου απ’ αυτούς, προβάλλουν ότι τούτο: α) δεν εκτίμησε ως όφειλε – υποχρεωτικά – τις 
αθωωτικές αποφάσεις των ποινικών Δικαστηρίων, τις οποίες είχαν προσκομίσει και επικαλεσθεί 
ενώπιόν του κατά τη διαμόρφωση της κρίσης του, […] και δ) παρέλειψε να διατάξει τη 
συμπλήρωση των αποδείξεων με την προσκόμιση στο φάκελο της δικογραφίας όλων των σχετικών 
εγγράφων της ποινικής δικογραφίας, από τα οποία προκύπτει ότι για τις επίδικες περιπτώσεις 
λαθρεμπορίας που αφορούν 288 τμηματικές εξαγωγές, η ΕΥΤΕ υπέβαλε την υπ’ αριθ. 
11423/Δ4/14.10.1996 μηνυτήρια αναφορά, η οποία διαβιβάσθηκε αρχικά προς τον κ. Εισαγγελέα 
πλημ/κών Θεσσαλονίκης και στη συνέχεια προς τον κ. Εισαγγελέα πλημ/κών Σερρών, ο οποίος 
άσκησε ποινική δίωξη και παραγγέλθηκε στον κ. Ανακριτή Σερρών Α τμήματος η διενέργεια κύριας 
ανακρίσεως. Κατά την διενέργεια της κύριας ανακρίσεως δεν απαγγέλθηκε σε βάρος του πρώτου 
από τους εκκαλούντες κατηγορία ούτε για λαθρεμπορία ούτε για πλαστογραφία. Προκειμένου δε, 
οι εκκαλούντες να αποδείξουν τους ισχυρισμούς τους αυτούς, επικαλούνται ήδη και προσκομίζουν 
παραδεκτώς σχετικά στοιχεία της ποινικής διαδικασίας τα οποία ανέκυψαν μετά τη συζήτηση της 
προσφυγής τους (7-6-1999). Ειδικότερα, επικαλούνται και προσκομίζουν: 1) την 3145/14.11.2000 
απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία κατ’ επικύρωση της 5825/30-3-2000 
απόφασης του τριμελούς πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, κηρύχθηκε ο πρώτος εκκαλών αθώος 
της εναντίον του ποινικής κατηγορίας για λαθρεμπορία και πλαστογραφία με χρήση σε τέσσερες (4) 
άλλες περιπτώσεις εμφανιζόμενων τμηματικών εξαγωγών(με βάση την 18987/24-8-1994 
διασάφηση εξαγωγής) στη Βουλγαρία, στις οποίες αφορά το 6141/Δ4/19.4.1995 μηνυτήριο 
έγγραφο της Ε.Υ.Τ.Ε., ενώ ένοχος για τα αντίστοιχα ποινικά αδικήματα κηρύχθηκε ο ................... 
Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης αυτής του Εφετείου, που κατέστη αμετάκλητη λόγω μη 
άσκησης ένδικου μέσου κατ’ αυτής, ο πρώτος εκκαλών «Δεν αποδείχθηκε ότι είχε οποιαδήποτε 
μορφή συμμετοχής στη λαθραία διακίνηση μέσα στην Ελλάδα των καυσίμων. Βέβαια είναι φανερό 
ότι η εταιρία που διευθύνει και η οποία ανέλαβε την εξαγωγή των καυσίμων πρέπει να μεριμνά 
ώστε η ποσότητα των καυσίμων που παραλαμβάνει να εξέρχεται από τη Χώρα με δική της 
επίβλεψη και όχι με την ανάθεση του έργου αυτού στην αγοράστρια ή σε ανεξάρτητο μεταφορέα, 
όπως έγινε στη συγκεκριμένη περίπτωση (σχετ. οι διατάξεις των άρθρων 1,2,3 του ν.2127/1993). 
Η αμελής όμως αυτή συμπεριφορά δε σημαίνει και συμμετοχή, με οποιαδήποτε μορφή, στο 
έγκλημα της λαθρεμπορίας. Ο ίδιος κατηγορούμενος (........................) δεν αποδείχθηκε ότι είχε και 
οποιαδήποτε συμμετοχή στην κατάρτιση και χρήση των πλαστών εγγράφων, αφού γι’ αυτό, 
άλλωστε, δεν είχε κανένα συμφέρον». 2) την 13255/2002 απόφαση του Τριμελούς 
Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία, κατόπιν της από 12.12.1997 έγκλησης των 
εκκαλούντων, καταδικάσθηκε ερήμην ο ............................... σε φυλάκιση 15 μηνών, διότι κρίθηκε 
ένοχος της τέλεσης σε βάρος τους, μεταξύ άλλων, του αδικήματος της ψευδούς ανωμοτί 
κατάθεσης κατ’ εξακολούθηση, αδικήματα που αφορούν το περιεχόμενο των ως άνω από 30-4-
1996 και από 27-5-1996 ανωμοτί κατάθεσεών του, οι οποίες λήφθηκαν υπόψη από το Διοικητικό 
Πρωτοδικείο. […]. Επίσης, οι εκκαλούντες επικαλούνται την 3972/1998 απόφαση του Τριμελούς 
Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, που είχαν προσκομίσει και πρωτοδίκως, η οποία αφορά το 
ζήτημα της λαθρεμπορίας των καυσίμων της 22679/1994 διασάφησης εξαγωγής της δεύτερης 
εκκαλούσας. Με την απόφαση αυτή καταδικάστηκε ο .................ερήμην, κατόπιν της από 17-6-
1996 έγκλησης των εκκαλούντων, σε φυλάκιση 12 μηνών για το αδίκημα της σε βάρος αυτών 
απάτης, διότι ψευδώς παρέστησε ότι αγόρασε τα καύσιμα της ως άνω διασάφησης προς εξαγωγή. 
[…] [Τ]ο Δικαστήριο, παρά το ότι δεν δεσμεύεται από την 13255/2002 απόφαση του Τριμελούς 
Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης περί καταδίκης του .......................... για ψευδείς ανωμοτί 
καταθέσεις (στις 30-4-1996 και 27-5-1996), ούτε από την 3972/1998 απόφαση του ίδιου ποινικού 
Δικαστηρίου περί καταδίκης αυτού για απάτη, εφόσον δεν προκύπτει ότι οι αποφάσεις αυτές 
κατέστησαν αμετάκλητες, κρίνει ότι οι καταθέσεις αυτού είναι επικουρικώς και μόνο ληπτέες 
υπόψη, ιδίως κατά το μέρος που δεν αμφισβητούνται από τους εκκαλούντες και δεν περιέχουν 
ουσιώδεις αντιφάσεις. Κατόπιν τούτων, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη και συνεκτιμά την 
3145/2000 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης και τα στοιχεία στα οποία αυτή στηρίχθηκε, 
καθώς και τα λοιπά νόμιμα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισαν οι εκκαλούντες πρωτοδίκως και 
κατ’ έφεση […] και τα εν γένει στοιχεία του φακέλου, […] που προσκομίστηκε ενώπιόν του από την 
εφεσίβλητη Τελωνειακή Αρχή, και δή το 242/21-2-2001 βούλευμα, σε απόσπασμα, του Συμβουλίου 
Εφετών Θεσσαλονίκης, το οποίο αφορά στις επίδικες 180 περιπτώσεις εμφανιζόμενων τμηματικών 
εξαγωγών, για τις οποίες η Ε.Υ.Τ.Ε. υπέβαλε την προαναφερθείσα στο δικόγραφο της έφεσης 
11423/Δ4/14.10.1996 μηνυτήρια αναφορά. Στο απόσπασμα του βουλεύματος αυτού, με το οποίο, 
κατά τους ισχυρισμούς των εκκαλούντων, παύθηκε η σε βάρος του πρώτου απ’ αυτούς ποινική 
δίωξη για άμεση συνέργεια σε λαθρεμπορία, στις εν λόγω περιπτώσεις, λόγω παραγραφής, ενώ δεν 
απαγγέλθηκε σε βάρος αυτού κατηγορία για πλαστογραφία ή χρήση πλαστών εγγράφων, 
περιέχονται οι νεότερες από 9-11-1998 και 8-10-1998 ένορκες καταθέσεις του ................και του 
........................., αντιστοίχως, ενώπιον του Ανακριτή Σερρών, τις οποίες επίσης επικαλούνται οι 
εκκαλούντες. Σύμφωνα με την από 9-11-1998 κατάθεση του ................, όπως η περιγραφή της 
γίνεται στο βούλευμα, αυτός επανέλαβε τις προαναφερόμενες καταθέσεις του σε σχέση με την 
πρωτοβουλία του εκκαλούντος .................................για τη σύναψη σύμβασης μίσθωσης των 
βυτιοφόρων της «...............» στην εταιρία «.............................» και την πραγματοποίηση της 
συμφωνίας αυτής με το φερόμενο ως εκπρόσωπο της τελευταίας εταιρίας ............................... 
Κατέθεσε, όμως, περαιτέρω, ότι συνεργάτης του .............................. και κύριος εμπνευστής του 
τεχνάσματος των εικονικών εξαγωγών, της υλοποίησης αυτών και της δωροδοκίας των 
τελωνειακών υπαλλήλων του Τελωνείου Προμαχώνα για την ψευδή βεβαίωση της εξόδου των 
βυτιοφόρων ήταν ο ................., γιατρός στη Θεσσαλονίκη, από τον οποίο έπαιρνε οδηγίες ο ίδιος 
(........................) και οι Βούλγαροι οδηγοί που προέβαιναν στη μετάγγιση των καυσίμων, τα οποία 
ακολούθως διοχετεύονταν σε διάφορα πρατήρια (δύο της «.....» στην Πυλαία και το Πανόραμα 
Θεσσαλονίκης, ενώ μεγάλες ποσότητες διοχετεύονταν στις εγκαταστάσεις του «Αγάντα» στην Ανω 
Ηλιούπολη Θεσσαλονίκης). Επίσης, κατέθεσε ότι οι Ελληνες οδηγοί, τους οποίους χρησιμοποίησε ο 
ίδιος (..............................) για τη διεκπεραίωση της φόρτωσης στο ΣΤ Τελωνείο, όποτε χρειαζόταν, 
δηλαδή στις περιπτώσεις που οι Βούλγαροι οδηγοί της «......................» δεν γνώριζαν την ελληνική 
γλώσσα και δεν μπορούσαν μόνοι τους να διεκπεραιώσουν τη φόρτωση, «πληρώνονταν από 
αυτόν με το ποσό των 5.000 δραχμών, κάθε φορά, γι’ αυτή τους την εργασία, χρήματα που ο ίδιος 
στη συνέχεια έπαιρνε από το λογαριασμό που η εταιρία «.............................» διατηρούσε στην 
εξαγωγική εταιρία πετρελαιοειδών «...........» (εκκαλούσα εταιρία), καθώς και ότι «απ’ ότι ξέρει, ο 
τότε υπάλληλος του Τελωνείου Προμαχώνα .................., που στο μεταξύ έχει πεθάνει, έφερνε 
σ’ επαφή τον .................με τον πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο της εταιρίας «.........» ..........., 
για τον οποίο πιστεύει ότι γνώριζε ότι γινόταν λαθρεμπορία καυσίμων με τη μέθοδο των εικονικών 
εξαγωγών και το κέρδος του ήταν ότι αυτός πραγματοποιούσε στον ..............μεγάλες πωλήσεις 
καυσίμων και είχε μεγάλο τζίρο». Εξάλλου, σύμφωνα με την από 8-10-1998 κατάθεση του 
..............................., απόσπασμα της οποίας περιέχεται στο βούλευμα, αυτός επανέλαβε και 
πάλι την προαναφερόμενη κατάθεσή του σχετικά με τις συνθήκες της σύναψης σύμβασης 
μίσθωσης των βυτιοφόρων της «.........................» στην «..............» με πρωτοβουλία του 
....................., με τη διαφορά ότι ως παρόντα στη συνάντηση στην Αλεξανδρούπολη με τον ........... 
ανέφερε τον ................................., ενώ επιβεβαίωσε, επικαλούμενος την προσωπική του αντίληψη, 
τη νεότερη κατάθεση του ................ σχετικά με το ότι πίσω από το όλο τέχνασμα των εικονικών 
εξαγωγών και των πλαστογραφιών βρισκόταν ο γιατρός ................ Ολα δε τα ανωτέρω στοιχεία 
κρίνονται επαρκή για τη μόρφωση πλήρους δικανικής πεποίθησης. Ειδικότερα, το Δικαστήριο 
λαμβάνει υπόψη και συνεκτιμά, υιοθετώντας και τις μη αμφισβητούμενες με την έφεση αιτιολογίες 
της εκκαλούμενης απόφασης, ότι Α) Η συνομολόγηση της ρήτρας FOT και η αναγραφή της στις 
επίδικες διασαφήσεις ουδεμία έννομη συνέπεια έχει στη δημοσίου δικαίου ευθύνη της εταιρίας 
«.........................», η οποία, ως εξαγωγέας των επίδικων καυσίμων, υπείχε ευθύνη μέχρι την έξοδό 
τους από τη Χώρα (άρθρο 162 του κανονισμού 2913/1992 του Συμβουλίου της 12ης Οκτωβρίου 
1992 «περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα» L 302/19-10-1992 και λοιπές διατάξεις 
που μνημονεύονται στην εκκαλούμενη απόφαση), γεγονός που γνώριζε ο πρώτος εκκαλών λόγω 
της μακρόχρονης εμπειρίας του στις εξαγωγές υγρών καυσίμων (τουλάχιστον 20 ετών κατά την 
εκκαλούμενη απόφαση και από το έτος 1959, όπως υποστήριξε ο ίδιος κατά την απολογία του που 
περιέχεται στην 3145/2000 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης). Β). O εκκαλών όχι μόνο δεν 
απέδειξε τη φυσική έξοδο των επίδικων καυσίμων, δοθέντος ότι δεν κατείχε το μοναδικό 
αποδεικτικό, δηλαδή το αντίτυπο με αριθμό 3 των επίδικων διασαφήσεων εξαγωγής των ως άνω 
εταιριών, αλλά ούτε και ενδιαφέρθηκε να αναζητήσει αυτό μετά τη δημοσιότητα που έλαβε χώρα 
κατόπιν της αποκάλυψης του τεχνάσματος στις 29-9-1994 (κατά την επ’ αυτοφώρω κατάληψη 
οδηγών να μεταγγίζουν καύσιμα στο πρατήριο του ......................), παρά μόνο αφού κλήθηκε προς 
τούτο με το 5888/9-7-1997 έγγραφο του ΣΤ΄ Τελωνείου Θεσσαλονίκης. Κατόπιν της κλήσης αυτής 
και της μη ανεύρεσης του αντιτύπου, επιδίωξε να δικαιολογήσει την αδυναμία προσκόμισής του 
επικαλούμενος παραλείψεις του Τελωνείου Προμαχώνα, ισχυρισμός, όμως, ο οποίος απορρίφθηκε 
ως αβάσιμος με την εκκαλούμενη απόφαση, αφού, άλλωστε, σύμφωνα με την από 8-10-1994 
κατάθεση του αρμόδιου υπαλλήλου του Τελωνείου Προμαχώνα .................. κατά τη διοικητική 
προανάκριση (βλ. και την όμοια ένορκη κατάθεση του ίδιου μάρτυρα στο 11ο φύλλο της 
3145/2000 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης), το Τελωνείο αυτό τηρούσε την επιβαλλόμενη 
από το νόμο και την πρακτική διαδικασία παράδοσης του αντιτύπου αυτού, με σχετική πράξη 
βεβαίωσης της εξόδου, στον οδηγό του βυτιοφόρου προς επιστροφή στον εξαγωγέα, όταν 
ολοκληρωνόταν η εξαγωγή. Επιπλέον, ο εκκαλών δεν ενημέρωσε το ΣΤ΄ Τελωνείο Θεσσαλονίκης 
για τη μη επιστροφή του ως άνω αντιτύπου εντός της προβλεπόμενης από το νόμο προθεσμίας 
(άρθρο 65 παρ. 3 του ν. 2127/1993), ούτε και μεταγενέστερα μέχρι την αποκάλυψη του 
τεχνάσματος. Το ότι γνώριζε την υποχρέωσή του αυτή συνομολογείται και με το από 1-8-1997 
απολογητικό του υπόμνημα, στο οποίο αναφέρεται ότι «Η υπαιτιότητα που βαρύνει την εταιρία 
που εκπροσωπώ είναι η μη τήρηση της υποχρέωσης ενημέρωσης του ΣΤ΄ Τελωνείου για τη μη 
επιστροφή στην εταιρία του αντιτύπου 3 των διασαφήσεων και επομένως της μη τακτοποίησης 
του καθεστώτος αναστολής». Γ) Η εκκαλούσα εταιρία δεν διέθετε έγγραφα στοιχεία, από τα οποία 
να προκύπτει η ύπαρξη καταρχήν νόμιμων συναλλαγών με την εταιρία «.......................», για 
τις επίδικες ποσότητες καυσίμων, όπως συμφωνητικό ή δελτίο παραγγελίας, δηλωτικό εισαγωγής 
συναλλάγματος έναντι αξίας αυτών, πληρεξούσιο έγγραφο προς τον ........................ κλπ. Οι 69 
αποδείξεις, εξάλλου, που προσκομίστηκαν στην Τελωνειακή Αρχή και ενώπιον του πρωτοβάθμιου 
Δικαστηρίου, από τις οποίες προκύπτει ότι η δεύτερη εκκαλούσα εταιρία έλαβε κάποια χρηματικά 
ποσά από τις εταιρίες «..................» και « ..........................», μέσω του .........................., με την 
αόριστη αιτιολογία «έναντι λογαριασμού εξαγωγών», ενόψει του ότι δεν αναφέρεται επ’ αυτών το 
τιμολόγιο πώλησης προς πίστωση του οποίου εκδόθηκαν καθώς και οι ποσότητες καυσίμων τις 
οποίες αφορούν, δεν είναι δυνατόν να αποτελέσουν από μόνες τους ικανά στοιχεία αποδείξεως του 
σύμφωνου με τις οικείες νομοθετικές διατάξεις οικονομικού κλεισίματος κάθε επιμέρους 
συναλλαγής, ενόψει, μάλιστα, και του ισχυρισμού των ίδιων των εκκαλούντων, ότι το τίμημα της 
πώλησης ήταν προκαταβλητέο, δηλαδή προηγείτο της έκδοσης των τιμολογίων πώλησης, όπως, 
ορθά, έγινε δεκτό και με την εκκαλούμενη απόφαση. Δ) Η συνεργασία της διοίκησης της 
εκκαλούσας εταιρίας με τον ...................... υπό τις ομολογούμενες από αυτήν συνθήκες, που είναι 
ταυτόσημες σε όλες τις 288 επίδικες περιπτώσεις τμηματικών φορτώσεων καθώς και σε άλλες που 
προηγήθηκαν αυτών (παράδοση του εμπορεύματος, άνευ ετέρου, στον ανωτέρω έμπορο υγρών 
καυσίμων, που δραστηριοποιείται στην Ελλάδα και αναλαμβάνει ο ίδιος τη μεταφορά του 
εμπορεύματος με οχήματα και οδηγούς που ορίζει, ελέγχει και πληρώνει αυτός, χωρίς τη λήψη εκ 
μέρους της διοίκησης της εκκαλούσας εταιρίας οποιουδήποτε μέτρου που να διασφαλίζει την 
πραγματοποίηση των εξαγωγών, χωρίς συμφωνητικό με την αλλοδαπή εταιρία, χωρίς να ζητηθεί 
πληρεξούσιο έγγραφο από τον ...................... και χωρίς να επιβεβαιωθεί με οποιονδήποτε τρόπο-
τηλεφωνικώς, με telex, fax - η άφιξη και παραλαβή των εμπορευμάτων στη Βουλγαρία, δεδομένης 
και της μη επιστροφής του αντιτύπου με αρθμό 3 των οικείων διασαφήσεων, δηλαδή και των 
διασαφήσεων που προηγούνται των επίδικων, σε συνδυασμό με τη μη ενημέρωση της Τελωνειακής 
Αρχής σε όλες τις περιπτώσεις για τη μη επιστροφή του αντιτύπου με αριθμό 3 των διασαφήσεων 
και, επομένως, για τη μη τακτοποίηση του καθεστώτος αναστολής), καταδεικνύει συμπεριφορά όχι 
απλώς αμελή, αλλά εντελώς αδικαιολόγητη για μια εταιρία, όπως η εκκαλούσα, που ως 
αναγνωρισμένη από το Κράτος εξαγωγική εταιρία και εγκεκριμένη αποθηκεύτρια πετρελαιοειδών, 
με μακροχρόνια εμπειρία, γνώριζε τους κινδύνους και τις ευθύνες της για την καταβολή, σε 
περίπτωση διαφυγής, του ειδικού φόρου κατανάλωσης. Πολύ περισσότερο αδικαιολόγητη 
παρίσταται η συμπεριφορά αυτή και πρέπει να θεωρηθεί ότι υπέκρυπτε άλλο σκοπό (διάθεση των 
καυσίμων στο εσωτερικό), ενόψει και του ότι, ο πρώτος εκκαλών, λόγω της μακρόχρονης 
γνωριμίας του με τον ................... (30 ετών) και της από το Μάϊο του έτους 1993 προμήθειας του 
πρατηρίου του τελευταίου με καύσιμα της εταιρίας «..........», γνώριζε κατά το χρόνο κατάθεσης 
των επίδικων διασαφήσεων την προηγούμενη λαθρεμπορική δραστηριότητα του .............. κατά 
τον Απρίλιο του έτους 1993, αφού κατά κοινή πείρα τα γεγονότα αυτά (κατηγορίες λαθρεμπορίας 
υγρών καυσίμων) διαδίδονται τάχιστα στους άμεσα ενδιαφερομένους και στους κύκλους εμπορίας 
πετρελαιοειδών. Και τούτο, γιατί είναι άτοπο να υποστηρίζεται με την από 1-8-1997 διοικητική 
απολογία του πρώτου εκκαλούντος ότι έλαβε γνώση αυθημερόν μέσω του τύπου της 
λαθρεμπορικής δράσης του ........................... στις 29-9-1994, ενώ δεν έλαβε γνώση της απόπειράς 
του για λαθρεμπορία τον Απρίλιο του έτους 1993, για την οποία του ασκήθηκε ποινική δίωξη και, 
επομένως, όπως υποστήριξε και η Τελωνειακή Αρχή, δόθηκε και σ’ αυτήν ευρεία δημοσιότητα. 
Πέραν των στοιχείων αυτών, τα οποία αρκούν και μόνα τους για να θεμελιώσουν τη δόλια 
προαίρεση του πρώτου εκκαλούντος για την τέλεση των επίδικων διακοσίων ογδόντα οκτώ (288) 
παραβάσεων λαθρεμπορίας, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη και συνεκτιμά ότι ο πρώτος εκκαλών, 
ως μέλος της διοίκησης της εταιρίας «..............», όφειλε να επιβεβαιώσει την ύπαρξη της εταιρίας 
«................», ενόψει και των επαναλαμβανόμενων (από τον Απρίλιο και στη συνέχεια Νοέμβριο του 
έτους 1993 ) πωλήσεων υγρών καυσίμων μέσω της εταιρίας του προς αυτήν. Τον έλεγχο αυτό 
μπορούσε ευχερώς να πραγματοποιήσει ο εκκαλών, συμβουλευόμενος τις επίσημες υπηρεσίες του 
Σαντάσκι, δοθέντος ότι, όπως δηλώνεται με την από 8-10-1998 ένορκη κατάθεση του ................. 
ενώπιον του Ανακριτή Σερρών, η εταιρία «.....................» διατηρούσε κατά τον κρίσιμο χρόνο στη 
Σόφια γραφείο με 10 άτομα προσωπικό. Την ύπαρξη, άλλωστε, του γραφείου αυτού επιβεβαιώνει 
και ο μάρτυρας των εκκαλούντων (υπάλληλος των εγκαταστάσεων της εταιρίας στο Καλοχώρι) 
...................... κατά την ένορκη κατάθεσή του ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου 
Θεσσαλονίκης, που εξέδωσε την προσκομιζόμενη 13255/2002 απόφαση, ο οποίος κατέθεσε ότι «ο 
κ. .....................είχε την ...................... Bουλγαρίας». Ομως, ο εκκαλών, μέχρι την κλήση του για 
απολογία στις επίδικες περιπτώσεις, δεν είχε στα χέρια του επίσημα στοιχεία που να βεβαιώνουν την 
ύπαρξη της βουλγαρικής εταιρίας και να ανατρέπουν την αντίθετη βεβαίωση της Ελληνικής 
πρεσβείας στη Σόφια. Κατά την κλήση του δε σε απολογία (βλ. την από 1-8-1997 διοικητική του 
απολογία και τα συνημμένα σ’ αυτήν έγγραφα) και στη συνέχεια ενώπιον του πρωτοβάθμιου 
Δικαστηρίου προσκόμισε στοιχεία (το από 14-4-1997 έγγραφο του Κέντρου Πληροφοριακής 
Εξυπηρέτησης στη Σόφια «......................» στη βουλγαρική, με συνημμένη ανεπικύρωτη 
μετάφραση, δηλαδή με μετάφραση που δεν πληροί τους όρους του άρθρου 146 παρ. 3 του Κ.Φ.Δ. 
και του αντίστοιχου άρθρου 172 του Κ.Δ.Δ. και για το οποίο έγγραφο δεν προκύπτει αν εκδόθηκε 
από ιδιώτη ή δημόσια αρχή, καθώς και απλή ανεπικύρωτη φωτοτυπία μετάφρασης, χωρίς το 
πρωτότυπο έγγραφο, του από 14-5-1996 πιστοποιητικού της φορολογικής υπηρεσίας του 
Σαντάσκι), τα οποία καταδεικνύουν τη γνώση του για την ανυπαρξία της εταιρίας «.......» και 
καθιστούν έτσι αναληθή τον περιεχόμενο στην από 1-8-1997 διοικητική απολογία ισχυρισμό περί 
του ότι δεν ζήτησε από τον .................... πληρεξούσιο έγγραφο, εφόσον είχε ελέγξει και 
εξακριβώσει την ύπαρξη της αλλοδαπής εταιρίας. Και τούτο διότι, από τα στοιχεία αυτά, που 
αφορούν τη μονοπρόσωπη εταιρία «..........................», προκύπτει ότι μεταξύ των ποικίλων 
δραστηριοτήτων της εν λόγω εταιρίας δεν περιλαμβάνεται η εισαγωγή και εμπορία πετρελαιοειδών. 
Τούτο, εξάλλου, έγινε δεκτό και με την 3145/2000 αθωωτική για τον εκκαλούντα απόφαση του 
Εφετείου Θεσσαλονίκης, το οποίο, εκτιμώντας τα αντίστοιχα στοιχεία που είχε προσκομίσει ενώπιόν 
του ο ......................... για την απόδειξη της ύπαρξης της εταιρίας «...................», έκρινε ότι 
«Εταιρία στην πόλη Σαντάσκι της Βουλγαρίας με αντικείμενο την εμπορία καυσίμων δεν υπάρχει. 
Τα προσκομιζόμενα από τον εν λόγω κατηγορούμενο (...............) πιστοποιητικά με παρόμοια 
εταιρική επωνυμία (.....................) αφορούν εταιρία που αντικείμενο έχει την εμπορία ειδών 
διατροφής και ποτών και όχι καυσίμων». Τέλος, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη και συνεκτιμά ότι 
με την από 8-10-1998 ένορκη κατάθεση του ................................... δηλώνεται ότι τα έτη 1992-
1993 ήταν ασύμφορη για τις εταιρείες πετρελαιοειδών της Βουλγαρίας η εισαγωγή καυσίμων από 
την Ελλάδα λόγω της επιβολής στις εισαγωγές αυτές πολύ μεγάλων δασμών από τη Βουλγαρία. 
Ενόψει, συνεπώς, της κατάθεσης αυτής, η οποία, αν και μνημονεύει την περίοδο των ετών 1992-
1993, αναφέρεται προφανώς, όπως προκύπτει από το όλο περιεχόμενό της, και στην περίοδο του 
έτους 1994, δηλαδή σε όλη τη χρονική περίοδο των επαναλαμβανόμενων εικονικών εξαγωγών της 
εταιρίας «.....................» προς τη Βουλγαρία (από το Νοέμβριο του έτους 1993 έως το Σεπτέμβριο 
του έτους 1994), ενισχύεται η κρίση του Δικαστηρίου τούτου για τη δόλια προαίρεση του 
εκκαλούντος, εφόσον δεν δικαιολογείται το πώς αυτός θεώρησε ως εύλογες τις επαναλαμβανόμενες 
πωλήσεις μεγάλων ποσοτήτων καυσίμων στη Βουλγαρία μέσα στο ανωτέρω χρονικό διάστημα των 
11 μηνών, τη στιγμή που μέσω του γραφείου του στη Σόφια γνώριζε επακριβώς το καθεστώς που 
υπήρχε στις εισαγωγές πετρελαιοειδών στη Βουλγαρία. Επιπλέον, η έλλειψη οποιασδήποτε εξήγησης 
που να αντικρούει την ως άνω κατάθεση του ........................ και να καθιστά ευλογοφανείς τις 
επαναλαμβανόμενες αυτές πωλήσεις, σε συνδυασμό με τις λοιπές περιστάσεις, οδηγεί στην κρίση ότι 
ο εκκαλών γνώριζε την εικονικότητα των πωλήσεων αυτών και ότι η υποβολή εκ μέρους της 
εταιρίας του των 66 συνολικά σχετικών διασαφήσεων (μεταξύ των οποίων και oι επίμαχες) είχε ως 
πραγματικό σκοπό τη λαθραία διάθεση των καυσίμων στο εσωτερικό της Χώρας, ενόψει της 
εξασφαλισμένης κάλυψης που προσέφεραν οι συμμετέχοντες στο τέχνασμα τελωνειακοί υπάλληλοι 
του Τελωνείου Προμαχώνα για τη νομιμοφάνεια των εξαγωγών και την τακτοποίηση, με παράνομες 
ενέργειες, των διασαφήσεων εξαγωγής στο ΣΤ΄Τελωνείο Θεσσαλονίκης. Κατ’ ακολουθίαν τούτων, 
το Δικαστήριο κρίνει ότι αποδεικνύεται πλήρως ο δόλος του εκκαλούντος για την τέλεση των 
επίδικων διακοσίων ογδόντα οκτώ (288) λαθρεμπορικών παραβάσεων, ο οποίος συνίσταται στην 
υπό την ιδιότητά του ως διαχειριστή και εκπροσώπου της δεύτερης εκκαλούσας γνώση της 
ανυπαρξίας της εταιρίας «..................» και πάντως της μη ύπαρξης αντισυμβαλλόμενης εταιρίας με 
κλάδο την εμπορία πετρελαιοειδών, στη γνώση της εικονικότητας των πωλήσεων προς αυτήν και 
στην εν γνώσει συμμετοχή του στη χρησιμοποίηση του τεχνάσματος των εικονικών εξαγωγών και 
στην παράνομη διάθεση των επίδικων καυσίμων στο εσωτερικό της Χώρας και διαφυγή του 
αναλογούντος ειδικού φόρου κατανάλωσης, με συμμετοχή, μεταξύ άλλων, στο λαθρεμπορικό 
όφελος και με γνώση των παράνομων ενεργειών της πλαστογραφίας των συνοδευτικών των 
καυσίμων φορτωτικών εγγράφων. Επομένως, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε όσα 
αντίθετα προβλήθηκαν ενώπιόν του και ιδίως ότι οι εκκαλούντες δεν υπείχαν ευθύνη, λόγω του ότι 
επιστράφηκαν τα πιστοποιούντα την έξοδο των καυσίμων συνοδευτικά έγγραφα, καθόσον, όπως 
ήδη αναλύθηκε, αυτά δεν είχαν συνταχθεί νομότυπα. Εξάλλου, το γεγονός ότι σε βάρος του 
πρώτου εκκαλούντος δεν ασκήθηκε ποινική δίωξη, για τις επίδικες 288 περιπτώσεις λαθρεμπορίας 
δεν κλονίζει την προπαρατιθέμενη κρίση, όπως αβάσιμα προβάλλεται με την κρινόμενη έφεση από 
τους εκκαλούντες. Τούτο διότι, λόγω της αυτοτέλειας της διοικητικής από την ποινική διαδικασία, 
κατά τα προεκτεθέντα, το δικαστήριο της ουσίας κατά τη διαπίστωση της συνδρομής του 
στοιχείου του δόλου στους φερόμενους ως υπαίτιους διάπραξης τελωνειακής παραβάσεως 
λαθρεμπορίας, δεν είναι υποχρεωμένο να εκτιμήσει ειδικά το γεγονός της μη ασκήσεως ποινικής 
διώξεως σε βάρος τους […], όταν, μάλιστα στη συγκεκριμένη περίπτωση αυτή παύθηκε, κατά τ’ 
ανωτέρω, λόγω παραγραφής. Περαιτέρω δε, η αντίθετη κρίση του Δικαστηρίου τούτου σε σχέση 
με την 3145/2000 αθωωτική απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, που δέχεται την αμέλεια της 
διοίκησης της εκκαλούσας εταιρίας, ανεξαρτήτως του ότι αφορά άλλη περίπτωση λαθρεμπορίας 
υγρών καυσίμων που συντελέστηκε από τους εκκαλούντες με μία μόνον διασάφηση εξαγωγής (με 
βάση την 18987/24-8-1994 διασάφηση εξαγωγής), (που είναι, όμως, ταυτόσημη ως προς τις 
συνθήκες τέλεσης με τις επίδικες 288 τον αριθμό περιπτώσεις), και ως εκ τούτου δεν δημιουργείται 
απ’ αυτήν τεκμήριο αθωότητας για την ένδικη υπόθεση υπέρ του πρώτου εκκαλούντος και δεν 
δεσμεύει το παρόν Δικαστήριο, όπως αβάσιμα υποστηρίζεται με την κρινόμενη έφεση και το 
παραδεκτώς κατατεθέν υπόμνημα επ’ αυτής από τους εκκαλούντες, δικαιολογείται και από το ότι 
ενώπιον του Εφετείου Θεσσαλονίκης δεν είχαν τεθεί υπόψη τα επιβαρυντικά για τον πρώτο από 
τους εκκαλούντες στοιχεία της διατήρησης γραφείου στη Σόφια, της γνώσης του ασύμφορου των 
εισαγωγών καυσίμων από την Ελλάδα στη Βουλγαρία και κυρίως της προσπάθειάς του να αποδείξει 
την ύπαρξη της εταιρίας «.........................» με στοιχεία όμοια μ’ αυτά που προσκόμισε ο 
.................. ενώπιον του ίδιου ποινικού Δικαστηρίου, από τη συνεκτίμηση των οποίων κατέληξε το 
ποινικό Δικαστήριο στην καταδίκη του .................καθώς και από την κατ’ επανάληψη στη 
συνέχεια διενέργεια των ίδιων παραβάσεων με τον ίδιο ακριβώς τρόπο σε πολλαπλάσιες 
περιπτώσεις, αν και είχε αποκαλυφθεί το τέχνασμα συντέλεσης τούτων. 

6. Επειδή, οι αναιρεσείοντες προβάλλουν ότι η ως άνω κρίση του δικάσαντος Διοικητικού Εφετείου 
περί αυτοτέλειας της διοικητικής από την ποινική διαδικασία και περί καταλογισμού στον πρώτο 
από αυτούς (.................) των επίδικων διοικητικών παραβάσεων παραβιάζει το κατά το άρθρο 
6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ τεκμήριο αθωότητάς του, που απορρέει (α) από την παύση, λόγω παραγραφής, 
της ασκηθείσας σε βάρος του ποινικής δίωξης για τις ένδικες περιπτώσεις λαθρεμπορίας και (β) από 
την 3145/2000 αθωωτική απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Σύμφωνα με όσα έγιναν 
ερμηνευτικώς δεκτά στη σκέψη 4, ο λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, αφενός, διότι το 
βούλευμα περί παύσης, λόγω παραγραφής, της ασκηθείσας σε βάρος του ....................ποινικής 
δίωξης, για τις επίμαχες περιπτώσεις λαθρεμπορίας, ουδόλως δέσμευε (ούτε, εξάλλου, χρειαζόταν 
να συνεκτιμηθεί από) το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο, στο πλαίσιο της κρίσης του περί διάπραξης ή 
μη από αυτόν των ένδικων διοικητικών παραβάσεων και, αφετέρου, διότι η προαναφερόμενη 
αμετάκλητη αθωωτική απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, πέραν του ότι δεν αφορά σε κάποια 
από τις ένδικες περιπτώσεις λαθρεμπορίας (αλλά σε άλλες περιπτώσεις, έστω παρόμοιες), δεν ήταν 
επίσης δεσμευτική για το Διοικητικό Εφετείο, το οποίο, άλλωστε, τη συνεκτίμησε, καταλήγοντας σε 
διαφορετική κρίση, με βάση και στοιχεία που, όπως βεβαιώνεται στην αναιρεσιβαλλομένη, δεν είχαν 
τεθεί υπόψη του ποινικού δικαστηρίου. 

7. Επειδή, κατά τα προεκτεθέντα, το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο δέχθηκε, μεταξύ άλλων, ότι η ήδη 
αναιρεσείουσα εταιρία “[…] δεν διέθετε έγγραφα στοιχεία, από τα οποία να προκύπτει η ύπαρξη 
καταρχήν νόμιμων συναλλαγών με την εταιρία «...............................», για τις επίδικες ποσότητες 
καυσίμων, όπως συμφωνητικό ή δελτίο παραγγελίας, δηλωτικό εισαγωγής συναλλάγματος έναντι 
αξίας αυτών, πληρεξούσιο έγγραφο προς τον ......................κλπ. Οι 69 αποδείξεις, εξάλλου, που 
προσκομίστηκαν στην Τελωνειακή Αρχή και ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, από τις 
οποίες προκύπτει ότι η δεύτερη εκκαλούσα εταιρία έλαβε κάποια χρηματικά ποσά από τις εταιρίες 
«..................» και «.................», μέσω του ...................................., με την αόριστη αιτιολογία 
«έναντι λογαριασμού εξαγωγών», ενόψει του ότι δεν αναφέρεται επ’ αυτών το τιμολόγιο πώλησης 
προς πίστωση του οποίου εκδόθηκαν καθώς και οι ποσότητες καυσίμων τις οποίες αφορούν, δεν 
είναι δυνατόν να αποτελέσουν από μόνες τους ικανά στοιχεία αποδείξεως του σύμφωνου με τις 
οικείες νομοθετικές διατάξεις οικονομικού κλεισίματος κάθε επιμέρους συναλλαγής, ενόψει, 
μάλιστα, και του ισχυρισμού των ίδιων των εκκαλούντων, ότι το τίμημα της πώλησης ήταν 
προκαταβλητέο, δηλαδή προηγείτο της έκδοσης των τιμολογίων πώλησης, όπως, ορθά, έγινε 
δεκτό και με την εκκαλούμενη απόφαση.” Με την υπό κρίση αίτηση προβάλλεται ότι η 
αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση είναι πλημμελώς αιτιολογημένη, όσον αφορά την ανωτέρω εκτίμηση 
των προσκομισθεισών 69 αποδείξεων είσπραξης χρηματικών χρηματικών ποσών από τη δεύτερη 
αναιρεσείουσα, “[…] διότι, ενώ δέχεται ότι το τίμημα ήταν προκαταβλητέο και προηγείτο της 
έκδοσης του τιμολογίου πώλησης, εν τούτοις, αντιφατικά, δέχεται ότι οι 69 αποδείξεις δεν 
αποτελούν ικανά στοιχεία απόδειξης, διότι σε αυτές δεν αναφέρεται το τιμολόγιο πώλησης, το 
οποίο, όμως, εκδιδόταν μεταγενέστερα της είσπραξης του τιμήματος και επομένως δεν ήταν 
δυνατό να αναγράφεται στις αποδείξεις είσπραξης.” Ο λόγος πρέπει να απορριφθεί, αφενός, ως 
αβάσιμος, διότι η ανωτέρω κρίση του δικάσαντος Διοικητικού Εφετείου περί της αποδεικτικής αξίας 
των επίμαχων εγγράφων (αποδείξεων είσπραξης χρηματικών ποσών) έγινε κατ’ εκτίμηση (της 
αοριστίας) του περιεχομένου τους, μεταξύ άλλων από την άποψη της αντιστοίχησής τους με 
τιμολόγια πώλησης, η δε λήψη υπόψη, στο πλαίσιο αυτό, του ισχυρισμού των ήδη αναιρεσειόντων 
ότι το τίμημα της πώλησης ήταν προκαταβλητέο, δηλαδή καταβαλλόταν πριν από την έκδοση των 
τιμολογίων, δεν ενέχει αντίφαση, ως έχουσα την έννοια ότι επρόκειτο (και για το λόγο αυτό) περί 
στοιχείων απρόσφορων να αποδείξουν την πραγματοποίηση των επίδικων συναλλαγών και, 
αφετέρου, ως απαράδεκτος, στο μέτρο που πλήττει ευθέως την αναιρετικά ανέλεγκτη εκτίμηση 
των αποδείξεων και τις περί τα πράγματα κρίσεις του δικαστηρίου της ουσίας. 

8. Επειδή, τέλος, προβάλλεται ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση είναι πλημμελώς αιτιολογημένη, 
διότι, ενώ κρίνει “[…] ότι οι από 30/4/96 και 23/5/96 ανωμοτί καταθέσεις του ........................... 
είναι επικουρικώς και μόνο ληπτέες υπόψη, ιδίως κατά το μέρος που δεν αμφισβητούνται από τους 
εκκαλούντες και δεν περιέχουν ουσιώδεις αντιφάσεις, […] εν τούτοις, αντιφατικά δέχεται το 
περιεχόμενο της από 9.11.1998 ένορκης κατάθεσης του ................., ενώπιον του Ανακριτή 
Σερρών, προκειμένου να θεμελιώσει κατά κύριο λόγο την από δόλο τέλεση από τον 1ο από εμάς 
της επίδικης λαθρεμπορίας. Τούτο πράττει, καίτοι μεταξύ των καταθέσεων της 30/4/96 και 
23/5/96, από την μία, και της κατάθεσης της 9/11/98, από την άλλη, του αυτού προσώπου 
υπάρχει σωρεία ουσιωδών αντιφάσεων, εξαιτίας των οποίων, κατά κύριο λόγο, αναιρείται το 
περιεχόμενο των καταθέσεων της 30/4/96 και 23/5/96. […] Η αιτιολογία αυτή της προσβαλλόμενης 
απόφασης είναι πλημμελής, διότι […] καταλήγει στην άποψη δια το αληθές περιεχόμενο των 
καταθέσεων […] χωρίς να αναφέρει τα στοιχεία από τα οποία προέκυψε αυτό το αληθές 
περιεχόμενο.”. O λόγος πρέπει να απορριφθεί, το μεν, ως αβάσιμος, διότι δεν προκύπτει αντίφαση 
μεταξύ, αφενός, της ανωτέρω κρίσης του δικάσαντος Διοικητικού Εφετείου περί της αποδεικτικής 
βαρύτητας καταθέσεων του ................ και, ιδίως, των τμημάτων αυτών που δεν αμφισβητούνταν 
από τους ήδη αναιρεσείοντες και δεν περιείχαν ουσιώδεις αντιφάσεις και, αφετέρου, της λήψης 
υπόψη του περιεχομένου της από 9.11.1998 ένορκης κατάθεσης του ίδιου προσώπου ενώπιον του 
Ανακριτή Σερρών, το δε, ως απαράδεκτος, στο μέτρο που πλήττει ευθέως την αναιρετικά 
ανέλεγκτη εκτίμηση των επίμαχων αποδείξεων και τις σχετικές ουσιαστικές κρίσεις του Διοικητικού 
Εφετείου, οι οποίες δεν έχρηζαν ειδικότερης αιτιολογίας, δεδομένου, άλλωστε, ότι οι αναιρεσείοντες 
δεν υποστηρίζουν ότι είχαν προβάλει ενώπιόν του συναφείς ειδικούς ισχυρισμούς που έμειναν 
αναπάντητοι ή δεν αντιμετωπίστηκαν επαρκώς στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. 

9. Επειδή, τούτων έπεται ότι η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί. 

Δ ι ά   τ α ύ τ α 

Απορρίπτει την υπό κρίση αίτηση. 

Διατάσσει την κατάπτωση του καταβληθέντος παραβόλου. 

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 10 Ιουνίου 2014 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια 
συνεδρίαση της 1ης Οκτωβρίου του ίδιου έτους. 

Η Προεδρεύουσα Αντιπρόεδρος                                                                  Η Γραμματέας 
  
  Ε. Γαλανού                                                                                                Α. Ζυγουρίτσα 


Ν.Σ.

Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2016

Μία δόση από σεροτονίνη


Ξέχασα να σβήσω από τον τοίχο
ένα σύνθημα που διαπερνούσε
την μόνωση της εγκατάλειψης
μου κρατούσε παρέα
κάτι βράδια που κάναν μεροκάματο
τη νοσταλγία σου
πάνω στο ψυγείο ένα σημείωμα
από χέρι παιδικό, της μητέρας ποίησης
το καθοδήγησε να μου γράφει τα βράδια
"σ'αυτό το υπόγειο μπαίνει φως
μόνο απ'τα μάτια σου"
καρφιτσωμένη πάνω του
μια ενοχλητική υπενθύμιση
"κλείσε τα φώτα στους εφιάλτες"
μεταξύ του παραλογισμού
επέλεξα την αγάπη σου 
σαν ξημερώσει, σε βαθειά κατάψυξη
περιέσωσα λίγη τρέλα
και τα σημειώματα παρανάλωμα
σ'έναν έρωτα που δεν ήταν γραμμένος
"για πρωινό μία δόση από σεροτονίνη"
 

Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2015

Εξοστρακίστηκε


Άπειρο βλέμμα
επ'άπειρον
στο απειροελάχιστο
σ'ένα δευτερολεπτικό
συναπάντημα
εκεί που συγκρούστηκαν
οι ήχοι της καρδιάς μας
βγαλμένοι από πάπυρο
σε κόσμο ανάπηρο
σε μάτια χυδαία
που δεν κατανόησαν
πως σ'αγάπησα φευγαλέα
η νότα κουρδίστηκε
να παίζει στον ίδιο τόνο
το κορμί δεν ζυγίστηκε
να πουλάει στον χρόνο
εξορίστηκε η αφοσίωση
σε νησί ανιάτων
της αγάπης οι αμαρτωλοί
όστρακα αθανάτων
σαν βουτήξεις εκεί στ'αβαθή
επανάφερέ με στη λήθη
σε αγάπησα πιο βαθειά
και μάρτυράς μου, η (ή) λύπη (ει;)
  
 

Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2015

Ο ουρανοδίκης


Δεν άντεξα
φόρεσα τη μάσκα
όπλισα το καλάσνικοφ
βγήκα για περίπατο
στο άβατο του πεπρωμένου
είχα τρεις ζωές
να πάρω ή να χάσω
τι έχω να χάσω
αν θα πεθάνω μια ώρα αρχύτερα
τι κι αν στο κούτελο θα γράφει δολοφόνος
με πολύ δόλο, έτσι χωρίς τσιγκουνιά
να ρίχνεις με δύναμη
αγκιλωμένος ο δείκτης στη σκανδάλη
και μετά από πάνω
να ελέγξεις αν ο θύτης ξεψιχάει
και τότε στο κούτελο, η χαριστική
εκεί που η συνείδηση χάθηκε
όταν η ετυμηγορία
δωροδοκείτο εξ επαγγέλματος
σαν ο δικαστής έγινε ουρανοδίκης

Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2015

Reincarnation


Ποτέ σαν και τότε
μην ορκίζεσαι
για άδοτους όρκους
ποτέ σαν και τώρα
μην χαραμίζεις
την αιώνια ώρα
σ'έναν κόσμο
τοποθετημένος από τύχη
σαν η σύλληψη πέρασε
τα απόρθητα τείχη
εν μέσω θυσίας αναπόφευκτης
και συ, σε θεάρεστο έργο,
έτσι λένε οι φήμες,
ακατάλληλες
δεν υπήρξες ποτέ σαν με κοιτάς
με σαρκοβόρα μάτια
επέκεινα
πέφτω σε κώμα
στο δικό σου σώμα
ψυχή μου, ακόμα
πόσο αργεί η μετενσάρκωση
και ίσως γυρίσω
στον τρόμο αν ζήσω
τι να ζητήσω
αν τώρα λυγίσω
σ'αγαπάω ανώφελα
 

Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2015

Ιατροδικαστική Γνωμοδότηση της Ι.Υ. Λαμίας για τις νευροεκφυλιστικές παθήσεις του εγκεφάλου



Ακολουθεί η Ιατροδικαστική Γνωμοδότηση, Επιστημονικού Ενδιαφέροντος, των Νευροεκφυλιστικών Παθήσεων του Εγκεφάλου της Προϊσταμένης της Ι.Υ. Λαμίας και Ιατροδικαστού Β΄ Τάξεως, κ. Αποστολίας Ακριβούση                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                   Θέμα: Ιατροδικαστική Γνωμοδότηση, Επιστημονικού Ενδιαφέροντος, των Νευροεκφυλιστικών  Παθήσεων του Εγκεφάλου.

Οι Νευροεκφυλιστικές παθήσεις του εγκεφάλου, είναι συνήθως αποτέλεσμα της εκφύλισης των νευρώνων του εγκεφάλου. Συχνότερες παθήσεις είναι : νόσος Alzheimer, αγγειακή άνοια, μετωποκροταφικές άνοιες, νόσος του Parkinson κτλ. Η διαδικασία εξέτασης για τη διάγνωση  Νευροεκφυλιστικού νοσήματος, ξεκινά από μία βασική Νευροψυχιατρική εκτίμηση, Νευρολογική εξέταση, εκτίμηση των νοητικών λειτουργιών, εξέταση της παρούσας ψυχικής κατάστασης. Προς τούτο, και προς την Πειραματική συνεκτίμηση των ως άνω αναφερομένων, τα βήματα είναι τα κάτωθι:
Α.Παρακλινική διερεύνηση
1) Εξετάσεις αίματος για τον αποκλεισμό δευτεροπαθών ανοιών.
2) Ειδικές εξετάσεις αίματος (γονίδια Alzheimer, αλλήλιο ApoE4 κ.α.).
3) Πρωτοποριακές εξετάσεις στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό (ανίχνευση παθολογικών πρωτεϊνών-Αβ αμυλοειδές, Tau πρωτεΐνες, Phosphotau πρωτεΐνη).
4) Ανατομική (ειδικά πρωτόκολλα MRI) ή λειτουργική απεικόνιση εγκεφάλου (HMPAO SPECT, DAT scan και Τομογραφία εκπομπής Ποζιτρονίων-PET scan).
B.Νευροψυχολογική αξιολόγηση (τυποποιημένες νευροψυχολογικές δοκιμασίες που ελέγχουν την μνήμη και τις άλλες νοητικές λειτουργίες).
Γ.Παρακολούθηση ασθενών.
                                                                                                    Η Εκτελούσα Χρέη Προϊσταμένου
                                                                                                                της Ι.Υ. Λαμίας
                                                                            Αποστολία Α. Ακριβούση- Ιατροδικαστής Β' Τάξεως

Υ.Γ. Αυτά τα ολίγα για τα διάσπαρτα "λαμόγια" της Ψυχιατρικής, τους επίορκους ψυχιάτρους, που γνωματεύουν κατά παραγγελία ... ανάλογα με τις έκνομες επιδιώξεις των εντολέων τους. Αυτοί οι επίορκοι σύντομα θα λογοδοτήσουν στη Δικαιοσύνη!
Συγχαρητήρια στην κ. Αποστολία Ακριβούση για την επιστημονική της ευθύτητα και εγκυρότητα, και για την συνεισφορά της στην πάταξη της Διαφθοράς, απ'όπου κι εάν προέρχεται. 

Τα θύματα της έκρηξης (δολιοφθοράς) του Σινούκ σας οφείλουν τη "ζωή" τους στον κόσμο της αιωνιότητας!


πηγή: http://www.iatrodikastikiypiresialamias.gr/images/files/Arthro3.pdf

Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 2015

Ημίθεα ύπαρξη






Το κρύο έφτασε μέχρι τις κλειδώσεις

ερμητικά κλειδωμένες οι ερινύες

σκότος ολούθε και ολάκερο

πως να μαζέψω λίγη ζέστη

από την κρυψώνα

οι σκέψεις τρίζανε

λιθοβολημένες από την αυθορμησία

σκεπτικός κι ο ουρανός

και τα μάτια σου

και η καρδιά μου να τρεμοπαίζει
από δέος

δεν θέλω να σε χάσω, μα το Δία

Θεός αν είσαι σκότωσε

την ημίθεα φύση μου

απάλλαξέ με από το αιώνιο μαρτύριο

δώσε μια ελπίδα, γενναιόδωρη

πως θα πεθάνω απ'αγάπη

Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2015

Ολομέλεια ΑΠ 1/2015 : Παράβαση νόμου περί ναρκωτικών

Ποινική Δικονομία. Μεταβολή κατηγορίας. Χειροτέρευση θέσεως κατηγορουμένου. Παράβαση νόμου περί ναρκωτικών. Κακουργηματική μορφή. Τέλεση κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια ή καθ'υποτροπή. Ποινική μεταχείριση του δράστη. Διαχρονικό δίκαιο. Διακίνηση ναρκωτικών. Εννοια - στοιχεία. Διακεκριμένη μορφή. Μικρή και μεγάλη διακίνηση - περιουσιακό όφελος. Σε περίπτωση διακίνησης ναρκωτικών από περισσότερους του ενός δράστες, δεν λαμβάνεται υπόψη το όφελος που απέβλεψε ο κάθε δράστης, αλλά το σύνολο του οφέλους που επιδιώχθηκε από την ίδια πράξη διακίνησης. Ερμηνεία άρθρου 23 ν. 4139/2013. Αναδρομικότητα επιεικέστερου νόμου. Κρίση για τις επιεικέστερες ποινικές διατάξεις. Ποινικοί νόμοι εν μέρει ηπιότεροι και εν μέρει αυστηρότεροι. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο που εκδικάζει, μετά από έφεση του κατηγορουμένου, υπόθεση διακίνησης ναρκωτικών ουσιών κατ'επάγγελμα, ανεξάρτητα από το εάν η αρχική δίωξη που είχε γίνει υπό την ισχύ του ν. 3459/2006, αφορούσε τα άρθρα 23 ή 23Α του νόμου τούτου, μπορεί και οφείλει να ερευνήσει εάν το προσδοκώμενο όφελος από τη διακίνηση των ναρκωτικών υπερβαίνει το ποσό των 75.000 ευρώ, σε καταφατική δε περίπτωση να το προσθέσει στο σκεπτικό και διατακτικό της αποφάσεώς του, ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας ορθά το επιεικέστερο για τον κατηγορούμενο άρθρο 23 παρ. 2 ν. 4139/2013, αρκεί να μην επιβάλει μεγαλύτερη χρηματική ποινή.

Αριθμός 1/2015

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΕ B΄ ΤΑΚΤΙΚΗ ΠΟΙΝΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της Β΄ Τακτικής Ποινικής Ολομέλειας: Αθανάσιο Κουτρομάνο, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Πάσσο, Αικατερίνη Βασιλακόπουλου-Κατσαβριά, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Κωνσταντίνο Τσόλα, Εμμανουήλ Κλαδογένη, Χρυσούλα Παρασκευά, Βασίλειο Καπελούζο, Παναγιώτη Χατζηπαναγιώτη, Ιωσήφ Τσαλαγανίδη-Εισηγητή, Αγγελική Αλειφεροπούλου, Γεώργιο Κοντό, Βασίλειο Πέππα, Γεώργιο Λέκκα, Μαρία Χυτήρογλου, Ειρήνη Καλού, Χαράλαμπο Μαχαίρα, Αλτάνα Κοκκοβού, Δημήτριο Γεώργα, Ιωάννη Μαγγίνα, Δήμητρα Κοκοτίνη, και Διονυσία Μπιτζούνη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Μαΐου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικόλαου Παντελή (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) N. S. του M., κατοίκου ... και ήδη κρατούμενου στις Φυλακές Λάρισας, που εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Δημήτριο Τσοβόλα και Μιχαήλ Δημητρακόπουλο και 2) A. S. του G., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Μιχαήλ Δημητρακόπουλο, περί αναιρέσεως της 2584/2013 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με συγκατηγορούμενους τους: 1) T. A. του G. και 2) Σ. Α. του Μ..

Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ'αυτή. Οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 1 Νοεμβρίου 2013 και 4 Νοεμβρίου 2013 δύο αιτήσεις αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1311/2013.

Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 1329/2014 απόφαση του Ζ΄ Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, που παρέπεμψε την υπόθεση στην Β΄ Τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου αυτού.

Αφού άκουσε τους πληρεξούσιους δικηγόρους των αναιρεσειόντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε τα εξής: Με την υπ'αριθμ. 1329/2014 απόφαση του Ζ΄ Ποινικού Τμήματος, παραπέμφθηκαν στην Τακτική Ολομέλεια του δικαστηρίου σας, τα εξής ζητήματα που σχετίζονται με συναφείς λόγους αναιρέσεως των N. S. και A. S., και ειδικότερα το εάν:

α) Συνιστά εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 2 παρ. 1 του Π.Κ. και 23 παρ. 2 του Ν. 4139/2013, ταυτόχρονα δε και ανεπίτρεπτη μεταβολή κατηγορίας και χειροτέρευση της θέσης του κατηγορουμένου, με συνέπεια να ιδρύονται οι από τα άρθρα 510 παρ. 1 στοιχεία Ε, Α και Η Κ.Π.Δ αντίστοιχοι λόγοι αναιρέσεως, η από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο που επιλαμβάνεται, μετά από έφεση του κατηγορουμένου, της εκδίκασης υπόθεσης διακίνησης ναρκωτικών κατ’ επάγγελμα προσθήκη στο σκεπτικό και το διατακτικό της απόφασης του ότι το προσδοκώμενο όφελος του υπαιτίου από την πράξη υπερβαίνει το ποσό των 75.000 ευρώ, καίτοι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που είχε εκδικάσει την υπόθεση υπό την ισχύ του άρθρου 23 του Ν. 3459/2006 (Κ.Ν.Ν.), δεν είχε διαλάβει οποιαδήποτε σχετική σκέψη περί τούτου, ούτε στο σκεπτικό ούτε στο διατακτικό της απόφασής του, β) συνιστά εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης και επομένως συγκροτεί τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχείο Ε του Κ.Π.Δ. αναιρετικό λόγο, η παραδοχή ότι στην περίπτωση διακίνησης ναρκωτικών με την επιβαρυντική περίπτωση του άρθρου 23 του Ν. 4139/2013, δηλαδή της κατ'επάγγελμα τέλεσης και με προσδοκώμενο όφελος ανώτερο των 75.000 ευρώ, το τελευταίο υπολογίζεται μια φορά μόνο και αντιστοιχεί σε όλους τους συμμέτοχους, χωρίς να επιμερίζεται ανάλογα με τον αριθμό τους.

Το άρθρο 7 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος ορίζει ότι "Έγκλημα δεν υπάρχει ούτε ποινή επιβάλλεται χωρίς νόμο που να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης και να ορίζει τα στοιχεία της. Ποτέ δεν επιβάλλεται ποινή βαρύτερη από εκείνη που προβλεπόταν κατά την τέλεση της πράξης". Εξάλλου με το άρθρο 2 παρ. 1 του ΠΚ, καθιερώνεται η αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου νόμου, αφού ορίζεται με αυτό ότι "Αν από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν δύο ή περισσότεροι νόμοι, εφαρμόζεται αυτός που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις. Ως ηπιότερος νόμος κατά την έννοια του ως άνω άρθρου 2 παρ. 1 ΠΚ, θεωρείται εκείνος, ο οποίος, όπως ίσχυσε, περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις. Προς τούτο γίνεται σύγκριση των περισσοτέρων αυτών διατάξεων στο σύνολο των προϋποθέσεών τους. Εάν από τη σύγκριση αυτή προκύψει ότι ο κατηγορούμενος, όπως κατηγορείται, επιβαρύνεται το ίδιο από όλους τους νόμους, τότε εφαρμοστέος είναι ο νόμος που ίσχυσε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, διαφορετικά εφαρμόζεται ο νεότερος επιεικέστερος νόμος. Περαιτέρω με το άρθρο 470 εδάφιο α Κ.Π.Δ. ορίζεται, ότι "στην περίπτωση που ασκήθηκε ένδικο μέσο εναντίον καταδικαστικής απόφασης από εκείνον που καταδικάσθηκε ή υπέρ αυτού, δεν μπορεί να γίνει χειρότερη η θέση του ούτε να ανακληθούν τα ευεργετήματα που δόθηκαν με την απόφαση που προσβάλλεται". Από τη διάταξη αυτή, η παράβαση της οποίας συνιστά υπέρβαση εξουσίας και ιδρύει τον υπό του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η Κ.Π.Δ. προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως, προκύπτει, ότι τέτοια χειροτέρευση της θέσεως του ασκήσαντος το ένδικο μέσο της εφέσεως κατά της πρωτοβάθμιας καταδικαστικής αποφάσεως επέρχεται είτε με την επαύξηση των ποινικών κυρώσεων σε βάρος του καταδικασθέντος (πραγματική χειροτέρευση), είτε με την επιβάρυνση της νομικής του μεταχείρισης, δηλαδή κυρίως εάν αναγνωρίζεται βαρύτερη ενοχή του από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο (νομική χειροτέρευση), η οποία διαπιστώνεται από τη σύγκριση του περιεχομένου των διατακτικών, αφενός της αποφάσεως που προσβάλλεται με το ένδικο μέσο και αφετέρου αυτής που εκδίδεται από το δικαστήριο του ενδίκου μέσου, όχι όμως και όταν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αποσαφηνίζει, συμπληρώνει και προσδιορίζει ακριβέστερα, σύμφωνα με τα πορίσματα της ακροαματικής διαδικασίας, τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την πράξη ή όταν, με βάση τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν, προσδίδει στην πράξη τον προσήκοντα νομικό χαρακτηρισμό, εφόσον αυτός στηρίζεται στα ίδια γεγονότα της ποινικής δίωξης που ασκήθηκε, ή όταν διορθώνεται και βελτιώνεται κάποιο ιστορικό στοιχείο, που δεν μεταβάλει ουσιωδώς την κατηγορία.

Με τη διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 του Ν. 3459/2006 (ΚΝΝ) ορίζεται ότι "με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα (10) ετών και με χρηματική ποινή δύο χιλιάδων εννιακοσίων (2.900) μέχρι διακοσίων ενενήντα χιλιάδων (290.000) ευρώ τιμωρείται όποιος, μεταξύ των άλλων, αγοράζει, πωλεί ή κατέχει ναρκωτικά, ενώ με το άρθρο 23 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι "με ισόβια κάθειρξη και με χρηματική ποινή είκοσι εννέα χιλιάδων τετρακοσίων δώδεκα (29.412) ευρώ μέχρι πεντακοσίων ογδόντα οκτώ χιλιάδων διακοσίων τριάντα πέντε ευρώ τιμωρείται ο παραβάτης των άρθρων 20, 21 και 22 αν είναι υπότροπος ή ενεργεί κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια, ή ενεργεί με σκοπό να προκαλέσει την χρήση ναρκωτικών ουσιών από ανηλίκους ή χρησιμοποιεί με οποιοδήποτε τρόπο ανήλικα πρόσωπα κατά την τέλεση των παραπάνω πράξεων, ή μετέρχεται κατά την τέλεση των πράξεων αυτών ή προς τον σκοπό διαφυγής του την χρήση όπλων ή οι περιστάσεις τέλεσης μαρτυρούν ότι είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος. Ως υπότροπος θεωρείται όποιος έχει καταδικασθεί αμετάκλητα για παράβαση του νόμου περί ναρκωτικών σε βαθμό κακουργήματος εντός της προηγούμενης δεκαετίας ή σε βαθμό πλημμελήματος εντός της προηγουμένης πενταετίας". Εξάλλου με το άρθρο 10 του Ν. 3727/2008 προστέθηκε στον Ν. 3459/2006 (Κ.Ν.Ν) νέο άρθρο ως άρθρο 23 Α, με την παράγραφο 1 του οποίου ορίζεται ότι "οι προβλεπόμενες για τις πράξεις του πρώτου εδαφίου του άρθρου 23 ποινές επιβάλλονται και όταν η πράξη αφορά μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών, καθώς και στην περίπτωση που αφορά ναρκωτικά τα οποία βλάπτουν τα μέγιστα την υγεία δηλαδή από εκείνα που προβλέπονται στο άρθρο 1, εάν η χρήση τους είτε προκάλεσε σημαντικές βλάβες σε τρίτο πρόσωπο και ειδικότερα τις προβλεπόμενες από το άρθρο 310 Π.Κ. σωματικές βλάβες είτε προκάλεσε τέτοιες σωματικές βλάβες στην υγεία πολλών ατόμων". Με το άρθρο 100 του Ν. 4139/2013 (Φ.Ε.Κ Α 74 /20-3-2013) ορίστηκε ότι από την έναρξη ισχύος του (20-3-2013), καταργείται ο Ν. 3459/2006 (εκτός από τα άρθρα 1 παρ. 1, 58 και 61 αυτού), εφεξής δε οι παραβάσεις διακίνησης ναρκωτικών ρυθμίζονται με τις διατάξεις του νόμου αυτού, τα αντίστοιχα άρθρα του οποίου έχουν ως εξής : Αρθρο 20 "1. Όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 21, 22 και 23, διακινεί παράνομα ναρκωτικά, τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον οκτώ (8) ετών και με χρηματική ποινή μέχρι τριακόσιες χιλιάδες (300.000) ευρώ. 2. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 29, ως έγκλημα διακίνησης ναρκωτικών νοείται κάθε πράξη με την οποία συντελείται η κυκλοφορία ναρκωτικών ουσιών ή πρόδρομων ουσιών που αναφέρονται στους πίνακες της παραγράφου 2 του άρθρου 1 και ιδίως η εισαγωγή, η εξαγωγή, η διαμετακόμιση, η πώληση, η αγορά, η προσφορά, η διανομή, η διάθεση, η αποστολή, η παράδοση, η αποθήκευση, η παρακατάθεση, η παρασκευή, η κατοχή ...". Άρθρο 23 παρ. 2 "Με ισόβια κάθειρξη, καθώς και με χρηματική ποινή από πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ μέχρι ένα εκατομμύριο (1.000.000) ευρώ τιμωρείται ο δράστης των πράξεων των άρθρων 20 και 22: α) όταν κατ'επάγγελμα χρηματοδοτεί την τέλεση κάποιας πράξης διακίνησης ή κατ' επάγγελμα διακινεί ναρκωτικές ουσίες και το προσδοκώμενο όφελος του δράστη στις ανωτέρω περιπτώσεις υπερβαίνει το ποσό των εβδομήντα πέντε χιλιάδων (75.000) ευρώ, β) όταν μετέρχεται κατά την τέλεση των πράξεων αυτών ή προς το σκοπό διαφυγής του τη χρήση όπλων, όπως αυτά ορίζονται στο άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 2168/1993". Από την αντιπαραβολή και σύγκριση των ως άνω διατάξεων διακίνησης ναρκωτικών ουσιών κατ'επάγγελμα, συνάγεται ότι ο νομοθέτης, με το άρθρο 23 παρ. 2 του νέου Ν. 4139/2013, για την ιδιαίτερα διακεκριμένη περίπτωση διακίνησης ναρκωτικών ουσιών κατ'επάγγελμα, που τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη, όπως και με το Ν. 3459/2006 (ισόβια κάθειρξη και με χρηματική ποινή 29.412 μέχρι 588.235 ευρώ), προβλέπει μεν αυστηρότερη χρηματική ποινή, πλην όμως εισάγει, με την νέα αυτή διάταξη, επιεικέστερη για τον κατηγορούμενο προϋπόθεση, γιατί, πλην της επιβαρυντικής περίστασης της κατ'επάγγελμα διακίνησης ναρκωτικών, που υπήρχε και στην προηγούμενη διάταξη, για την αυστηρότερη τιμώρησή της, απαιτεί "το προσδοκώμενο όφελος" από την διακίνηση, να υπερβαίνει το ποσό των εβδομήντα πέντε χιλιάδων (75.000) ευρώ", ρύθμιση σαφώς ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο. Το προσδοκώμενο όμως όφελος δεν αποτελεί πρόσθετο στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης της ιδιαίτερα διακεκριμένης αυτής περίπτωσης διακίνησης ναρκωτικών ή πρόσθετη επιβαρυντική περίσταση του άρθρου 23 παρ. 2 του Ν. 4139/2013, αλλά διευκρίνιση προϋπόθεσης που προϋπήρχε σιωπηρά και στις περιπτώσεις της κατ' επάγγελμα διακίνησης ναρκωτικών των άρθρων 23 και 23Α του Ν. 3459/2006, δοθέντος ότι το στοιχείο του οφέλους αποτελούσε αναπόσπαστο στοιχείο τους, ως άγραφο, τρόπον τινά, στοιχείο της αντικειμενικής τους υπόστασης (περί των στοιχείων αυτών βλέπετε Χ. Μυλωνόπουλου Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, έκδοση 2007, σελίδα 128), ενόψει του ότι ο σκοπός οφέλους αποτελεί κατά το άρθρο 13 εδάφιο στ του Π.Κ., βασικό στοιχείο της τέλεσης μιας πράξης κατ'επάγγελμα.

Συνεπώς το δευτεροβάθμιο δικαστήριο που επιλαμβάνεται, μετά από έφεση του κατηγορουμένου, της εκδίκασης υπόθεσης διακίνησης ναρκωτικών ουσιών κατ' επάγγελμα (αγοράς, κατοχής, πώλησης κ.λπ.), ανεξάρτητα από το εάν η αρχική δίωξη (και εκδίκαση της υπόθεσης στον πρώτο βαθμό), που είχε γίνει υπό την ισχύ του Ν. 3459/2006, αφορούσε τα άρθρα 23 ή 23Α του νόμου τούτου, μπορεί και οφείλει να ερευνήσει και το εάν το προσδοκώμενο όφελος από την διακίνηση, υπερβαίνει το ποσό των 75.000 ευρώ, σε καταφατική δε περίπτωση να το προσθέσει στο σκεπτικό και διατακτικό της απόφασής του, ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας ορθά το επιεικέστερο για τον κατηγορούμενο άρθρο 23 παρ. 2 του Ν. 4139/2013, αρκεί να μην επιβάλλει μεγαλύτερη χρηματική ποινή, ως προς την οποία είναι και μόνο αυστηρότερη για τον κατηγορούμενο η ως άνω διάταξη, χωρίς έτσι να καθιστά χειρότερη την θέση του καταδικασθέντος κατηγορουμένου, ούτε μεταβάλλει ανεπίτρεπτα την κατηγορία, αφού το δικαστήριο δεν προσθέτει νέα επιβαρυντική περίπτωση, αλλά απλώς διευκρινίζει προϋπόθεση που υπήρχε και πριν, χωρίς να έχει διατυπωθεί ρητά στο γράμμα του ν. 3459/2006. Η αντίθετη άποψη σύμφωνα με την οποία το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί να ερευνήσει το στοιχείο του προσδοκώμενου οφέλους, μόνο όταν είχε ασκηθεί αρχικά ποινική δίωξη και είχε εκδοθεί καταδικαστική απόφαση από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο για παράβαση του άρθρου 23Α του Ν. 3459/2006, δηλαδή για διακίνηση μεγάλης ποσότητας ναρκωτικών, δεν στηρίζεται στο γράμμα του νόμου, ούτε είναι σύμφωνη με την βούληση του νομοθέτη ο οποίος με την προσθήκη αυτή θέλησε να αποκλείσει την καταδίκη σε ισόβια κάθειρξη, σε ποινή δηλαδή δυσανάλογη με την αντικειμενική απαξία της πράξης, στις περιπτώσεις διακίνησης ναρκωτικών πολύ μικρής αξίας, σημειώνοντας στην αιτιολογική έκθεση επί του άρθρου 23 παρ. 2 του Ν. 4139/2013 ότι "η αποκλειστικώς προβλεπόμενη για τις περιπτώσεις αυτές ποινή της ισόβιας κάθειρξης, έγκειται ακριβώς στα στοιχεία της ιδιαίτερης επικινδυνότητας που ενσωματώνουν οι υπαλλακτικά προβλεπόμενες τυποποιήσεις της κατ’ επάγγελμα τέλεσης με αυξημένο οικονομικό όφελος και της χρήσης όπλων με σκοπό την διαφυγή. Ειδικότερα, η επικινδυνότητα του δράστη της περίπτωσης α της παραγρ. 2 θα πρέπει να προκύπτει, πέραν της κατ'επάγγελμα τέλεσης, σωρευτικά και από την μεγάλη ποσότητα των διακινούμενων ναρκωτικών, η οποία προσδιορίζεται, για λόγους αντικειμενικότητας και ομοιόμορφης εφαρμογής του νόμου, από το ύψος του οικονομικού οφέλους που αντικειμενικά είναι πρόσφορο να προσποριστεί στον δράστη από την διακίνηση της συγκεκριμένης ποσότητας των ναρκωτικών. Ετσι αποφεύγεται η χρήση αόριστων εννοιών όπως λόγου χάριν ο όρος "ιδιαίτερα μεγάλη ποσότητα", που ενέχουν κινδύνους διαφορετικού προσδιορισμού της μεγάλης ποσότητας από διάφορα δικαστήρια ...".

Συνεπώς, από την αιτιολογική έκθεση του Ν. 4139/2013, προκύπτει ότι ο νομοθέτης θέλησε να οριοθετήσει τις περιπτώσεις μικρής και μεγάλης διακίνησης ναρκωτικών, θεσπίζοντας ένα αντικειμενικό κριτήριο για τον διαχωρισμό τους και την ομοιόμορφη εφαρμογή του νόμου, το κριτήριο της αντικειμενικής αξίας και συνακόλουθα του προσδοκώμενου οφέλους, καταργώντας το κριτήριο της μεγάλης ποσότητας που υπήρχε στο άρθρο 23 Α του Ν. 3459/2006, το οποίο έκρινε ότι ήταν αόριστο και μπορούσε να ερμηνευθεί διαφορετικά από κάθε δικαστήριο και όχι να αποκλείσει την περίπτωση της ποινής της ισόβιας κάθειρξης στις περιπτώσεις κατ'επάγγελμα διακίνησης ναρκωτικών σημαντικής αξίας, ανεξάρτητα από το εάν αυτές είχαν χαρακτηρισθεί υπό την ισχύ του νόμου ως μεγάλες ή όχι. Η ex lege οριοθέτηση της μικρής από την μεγάλη διακίνηση ναρκωτικών, με κριτήριο το σκοπούμενο περιουσιακό όφελος, απαντά και στο δεύτερο των ερωτημάτων που τίθενται εν προκειμένω. Ειδικότερα το περιουσιακό όφελος, δεν ανήκει στην κατηγορία των προσωποπαγών εννόμων αγαθών, και συνακόλουθα δεν μπορεί να συνδεθεί με συγκεκριμένα πρόσωπα (βλ. σχετικά Χ .Μυλωνόπουλου Εγκλήματα σχετικά με τα υπομνήματα, σελίδα 100).

Συνεπώς, σε περίπτωση διακίνησης ναρκωτικών από περισσότερους του ενός δράστες, δεν λαμβάνεται υπόψη το όφελος που απέβλεψε ο κάθε δράστης, αλλά το σύνολο του οφέλους που επιδιώχθηκε από την ίδια πράξη διακίνησης. Η ερμηνεία αυτή είναι σύμφωνη και με την λογική των πραγμάτων, αφού δεν είναι δυνατόν ο νομοθέτης να απέβλεπε στο όφελος κάθε δράστη ατομικά, υποχρεώνοντας τον εφαρμοστή του νόμου να διεισδύσει σε εσωτερικές συμφωνίες μεταξύ των περισσοτέρων δραστών, ως προς τη διανομή του, οι οποίες και δυσαπόδεικτες είναι και επιτρέπουν την περιγραφή του νόμου με τον τεμαχισμό του οφέλους ανάλογα με τις επιδιώξεις των δραστών. Υπέρ της αποδοχής της άποψης αυτής συνηγορεί και το ότι έτσι η ειδική υπόσταση του εγκλήματος παραμένει σταθερή, ανεξάρτητα από τον αριθμό των δραστών, αφού το σκοπούμενο περιουσιακό όφελος από την διακίνηση προσδιορίζεται από τον ίδιο τον νομοθέτη, και όχι από τον εφαρμοστή του δικαίου, ο οποίος για την εξεύρεσή του θα έπρεπε να πολλαπλασιάζει κάθε φορά τον αριθμό 75.000 επί τον αριθμό των δραστών, κάτι το οποίο ασφαλώς δεν θέλησε ο νομοθέτης, ούτε προκύπτει το τοιούτο από το γράμμα του νόμου.

Με την ερμηνεία αυτή του οφέλους άλλωστε συντάχθηκε και η νομολογία του δικαστηρίου σας, όταν με βάση την νομοθετική μεταρρύθμιση που έγινε αρχικά με τον Ν. 2408/1996 και στη συνέχεια με τον Ν. 2721/1999, ορισμένα εγκλήματα περί τα υπομνήματα και τα περιουσιακά δίκαια, κατετάγησαν στην κατηγορία των κακουργημάτων ή των πλημμελημάτων, με αποκλειστικό κριτήριο την χρηματική αποτίμηση της ζημίας ή του προσδοκώμενου οφέλους. Ειδικότερα με την υπ'αριθμ. 509/2000 απόφαση του δικαστηρίου σας, είχε κριθεί ότι για τον κακουργηματικό χαρακτήρα της χρήσης πλαστού εγγράφου με βάση το σκοπούμενο όφελος του υπαιτίου ή την βλάβη του παθόντος (ανώτερου των 25.000.000 δραχμών), λαμβανόταν υπόψη το όφελος που επιδιώχθηκε ή η βλάβη που προκλήθηκε από την χρήση του πλαστού εγγράφου συνολικά, ανεξάρτητα από τον αριθμό των αυτουργών ή των παθόντων. Την απόφαση αυτή ακολούθησε σειρά άλλων αποφάσεων, όπως οι 632/2002, 1995/2004 και 1344/2006, με συνέπεια να έχει δημιουργηθεί, σχετικά με το ζήτημα αυτό, πάγια σχεδόν νομολογία.

Κατ'ακολουθία των προεκτεθέντων, πρέπει οι παραπεμφθέντες στην Τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου Σας, πρώτος και δεύτερος λόγοι αναιρέσεως του N. S. και πρώτος, δεύτερος και τρίτος λόγοι αναιρέσεως της A.S., κατά της υπ'αριθμ. 2584/2013 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με τους οποίους οι ως άνω παραπονούνται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, υπέρβαση εξουσίας και απόλυτη ακυρότητα, οι οποίοι (λόγοι) απορρίφθηκαν ως αβάσιμοι από την πλειοψηφήσασα γνώμη της υπ'αριθμ. 1329/2014 απόφασης του Ζ΄ ποινικού τμήματος, να απορριφθούν επίσης ως ουσιαστικά αβάσιμοι.

Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: Να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι οι παραπεμφθέντες στην Τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου Σας, πρώτος και δεύτερος λόγοι αναιρέσεως του N.S. και πρώτος, δεύτερος και τρίτος λόγοι αναιρέσεως της A.S., κατά της υπ'αριθμ. 2584/2013 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, υπέρβασης εξουσίας και απόλυτης ακυρότητας.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Εισάγονται στη Β΄ Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 23 παρ. 1 και 2 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 1756/1988) και 3 παρ. 2 ν. 3810/1957 οι περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και υπερβάσεως εξουσίας (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε`, Η` Κ.Π.Δ.) πρώτος και δεύτερος λόγοι της από 1 Νοεμβρίου 2014 αιτήσεως του N. S. του M. και οι περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, υπερβάσεως εξουσίας και απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε`, Η`, Α` Κ.Π.Δ.) πρώτος, δεύτερος και τρίτος λόγοι της από 4 Νοεμβρίου 2014 αιτήσεως της A. S. του G. για αναίρεση της 2584/2013 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.

Η υπόθεση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια με την υπ'αριθμ. 1329/2014 απόφαση του Ζ΄ Ποινικού Τμήματος, επειδή το ζήτημα περί εφαρμογής ή μη του άρθρου 23 παρ. 2 εδ. α` περ. β` ν. 4139/2013 σε υπόθεση που είχε εκδικασθεί σε πρώτο βαθμό υπό την ισχύ του άρθρου 23 ν. 3459/2006 ελήφθη με πλειοψηφία μιας ψήφου.

Κατά το άρθρο 7 παρ. 1 του Συντάγματος: "Έγκλημα δεν υπάρχει ούτε ποινή επιβάλλεται χωρίς νόμο που να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης και να ορίζει τα στοιχεία της. Ποτέ δεν επιβάλλεται ποινή βαρύτερη από εκείνη που προβλεπόταν κατά την τέλεση της πράξης". Κατά το άρθρο 7 παρ. 1 της ΕΣΔΑ: "1. Ουδείς δύναται να καταδικασθή διά πράξιν ή παράλειψιν η οποία, καθ` ην στιγμήν διεπράχθη, δεν απετέλει αδίκημα συμφώνως προς το εθνικόν ή διεθνές δίκαιον. Ούτε και επιβάλλεται βαρυτέρα ποινή από εκείνην η οποία επεβάλλετo κατά την στιγμήν της διαπράξεως του αδικήματος". Κατά το άρθρο 15 του ΔΣΑΠΔ του ΟΗΕ, που κυρώθηκε με το ν. 2462/1997: "Κανείς δεν καταδικάζεται για πράξεις ή παραλείψεις, οι οποίες δεν ήταν αξιόποινες κατά το εσωτερικό ή το διεθνές δίκαιο τη στιγμή της διάπραξής τους. Επίσης δεν επιβάλλεται βαρύτερη ποινή από εκείνην που προβλεπόταν κατά τη χρονική στιγμή της διάπραξης του ποινικού αδικήματος. Εάν, μετά τη διάπραξή του ο νόμος προβλέπει την επιβολή ελαφρύτερης ποινής, ο δράστης επωφελείται από αυτήν". Κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 1 του ΠΚ, με το οποίο καθιερώνεται η αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου ποινικού νόμου, που ίσχυσε από την τέλεση της πράξεως μέχρι το χρόνο της αμετακλήτου εκδικάσεως της υποθέσεως, επιεικέστερος νόμος θεωρείται εκείνος, ο οποίος με την εφαρμογή του, δηλαδή με βάση τις προβλεπόμενες προϋποθέσεις, επιφέρει στη συγκεκριμένη περίπτωση ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο ποινική μεταχείριση. Προς τούτο γίνεται σύγκριση των περισσοτέρων διατάξεων στο σύνολο των προϋποθέσεων που προβλέπονται από καθεμιά από αυτές. Εάν από τη σύγκριση αυτή προκύψει ότι ο κατηγορούμενος, με βάση το αποδιδόμενο σ'αυτόν έγκλημα, επιβαρύνεται το ίδιο από όλους τους νόμους, τότε εφαρμοστέος είναι ο νόμος που ίσχυε κατά το χρόνο τελέσεως της πράξεως, διαφορετικά εφαρμόζεται ο νεότερος επιεικέστερος νόμος. Σύμφωνα δε α) με την αρχή της νομιμότητας (άρθρο 7 του Σ.), β) με την αρχή της ισότητας (άρθρο 4 του Σ.) και γ) με το προαναφερθέν άρθρο 15 παρ. 1 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που έχει, κατά το άρθρο 28 του Συντάγματος, υπερνομοθετική τυπική ισχύ, καθιερώνεται η αναδρομική εφαρμογή του επιεικέστερου νόμου. Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Ε` του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ'αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που έχει δεχθεί ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως. Εξάλλου, από τη διάταξη του αριθ. 510 παρ. 1 στοιχ. Η` του ΚΠΔ θεσπίζεται ως λόγος αναιρέσεως της αποφάσεως και η υπέρβαση εξουσίας, η οποία υπάρχει όταν το δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίδει ο νόμος. Η υπέρβαση εξουσίας εμφανίζεται υπό την θετική και αρνητική μορφή. Θετική υπέρβαση υπάρχει, όταν το δικαστήριο της ουσίας απεφάσισε για ζήτημα που δεν υπαγόταν στη δικαιοδοσία του, ενώ αρνητική, όταν παρέλειψε να αποφασίσει για ζήτημα που είχε υποχρέωση στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 470 εδ. α` του ΚΠΔ, επί ενδίκου μέσου, που ασκήθηκε εναντίον καταδικαστικής απόφασης, από εκείνον που καταδικάστηκε ή υπέρ αυτού, δεν επιτρέπεται να γίνει χειρότερη η θέση του, ούτε να ανακληθούν τα ευεργετήματα που δόθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται η αρχή της μη χειροτερεύσεως της θέσεως του κατηγορουμένου, με οποιονδήποτε τρόπο, αμέσως ή εμμέσως, και δη είτε με την επαύξηση των ποινικών κυρώσεων σε βάρος του καταδικασθέντος (πραγματική χειροτέρευση), είτε με την επιβάρυνση της νομικής μεταχειρίσεως αυτού, δηλαδή κυρίως εάν αναγνωρίζεται βαρύτερη ενοχή του από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ή αν καταδικάζεται για πράξη για την οποία δεν είχε ασκηθεί ποινική δίωξη, ούτε είχε καταδικασθεί στον πρώτο βαθμό (νομική χειροτέρευση), διαπιστούμενη με τη σύγκριση του περιεχομένου των διατακτικών, αφενός της αποφάσεως που προσβάλλεται με το ένδικο μέσο και αφετέρου αυτής που εκδίδεται από το δικαστήριο του ένδικου μέσου. Ωστόσο, δεν υφίσταται υπέρβαση εξουσίας, όταν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αποσαφηνίζει, συμπληρώνει και προσδιορίζει ακριβέστερα, σύμφωνα με τα πορίσματα της ακροαματικής διαδικασίας, τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την πράξη, ή όταν, με βάση τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν, προσδίδει στην πράξη τον προσήκοντα νομικό χαρακτηρισμό, εφόσον αυτός στηρίζεται στα ίδια γεγονότα της ποινικής διώξεως που έχει ασκηθεί, ή όταν διορθώνεται και βελτιώνεται κάποιο ιστορικό στοιχείο, που δεν μεταβάλλει ουσιωδώς την κατηγορία. Κατά τη διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 περ. β, ζ του ν. 1729/1987, όπως κωδικοποιήθηκε σε νέο άρθρο 20 διά του ν. 3459/2006 (ΚΝΝ), ορίζεται ότι "τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος, με κάθειρξη τουλάχιστον 10 ετών και χρηματική ποινή δύο χιλιάδων εννιακοσίων (2.900) μέχρι διακοσίων ενενήντα χιλιάδων (290.000) ευρώ, όποιος, πλην άλλων περιπτώσεων, αγοράζει, αποθηκεύει, κατέχει ή πωλεί σε τρίτους με οποιονδήποτε τρόπο ναρκωτικά". Κατά τις διατάξεις των άρθρων 23 και 23Α του ν. 1729/1987, όπως το πρώτο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 του ν. 2161/1993 και κωδικοποιήθηκε σε νέο άρθρο 23 διά του ν. 3459/2006 (ΚΝΝ) και το δεύτερο προστέθηκε με το άρθρο 10 του ν. 3727/2008, με τίτλο "επιβαρυντικές περιστάσεις", ο οποίος ισχύει από 18-12-2008, ορίζεται ότι "τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος, με ισόβια κάθειρξη και με χρηματική ποινή 29.412 μέχρι 588.235 ευρώ, ο παραβάτης των άρθρων 20, 21 και 22, αν είναι υπότροπος ή ενεργεί κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια ή ενεργεί με σκοπό να προκαλέσει τη χρήση ναρκωτικών ουσιών από ανηλίκους ή ..." (23). "Οι προβλεπόμενες για τις πράξεις του πρώτου εδαφίου του άρθρου 23 ποινές επιβάλλονται και όταν η πράξη αφορά μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών" (23Α). Οι πράξεις που αποδίδονται στους αναιρεσείοντες - κατηγορουμένους ανάγονται στο χρονικό διάστημα από τον Οκτώβριο 2007 έως τον Ιούνιο 2008, σε χρόνο δηλαδή κατά τον οποίο δεν είχε προστεθεί το άρθρο 23Α ν. 3459/2006, και για το λόγο αυτό η ποινική δίωξη που ασκήθηκε και η κατηγορία που απαγγέλθηκε σε βάρος τους αφορούσε την παράβαση των άρθρων 20 και 23 ν. 3459/2006, για παράβαση δε των άρθρων αυτών καταδικάσθηκαν αμφότεροι με την 2423/2009 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών. Όμως, κατά το χρόνο εκδόσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως (14-6-2013) είχε ήδη εκδοθεί ο νέος νόμος περί ναρκωτικών 4139/2013, με το άρθρο 100 του οποίου ορίζεται ότι από την έναρξη της ισχύος του (20-3-2013) καταργείται ο ανωτέρω ν. 3459/2006 (εκτός από τα άρθρα 1 παρ. 1, 58 και 61 αυτού) και ρυθμίζονται οι παραβάσεις διακίνησης ναρκωτικών με νέες διατάξεις. Ειδικότερα, διατηρούνται τα ενδιαφέροντα τη συγκεκριμένη ένδικη υπόθεση άρθρα 20 και 23 με τους ίδιους αριθμούς και τίθενται, όπως παρακάτω: "Άρθρο 20. Διακίνηση ναρκωτικών. 1. Όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 21, 22 και 23, διακινεί παράνομα ναρκωτικά, τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον οκτώ (8) ετών και με χρηματική ποινή μέχρι τριακόσιες χιλιάδες (300.000) ευρώ. 2. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 29, ως έγκλημα διακίνησης ναρκωτικών νοείται κάθε πράξη με την οποία συντελείται η κυκλοφορία ναρκωτικών ουσιών ή πρόδρομων ουσιών που αναφέρονται στους πίνακες της παραγράφου 2 του άρθρου 1 και ιδίως η εισαγωγή, ... η πώληση, η αγορά, ..., η κατοχή, ..., η πώληση νοθευμένων ειδών μονοπωλίου ναρκωτικών ουσιών, ... 3. Αν περισσότερες πράξεις διακίνησης αφορούν την ίδια ποσότητα ναρκωτικών συντρέχει μόνο ένα έγκλημα διακίνησης. Κατά την επιμέτρηση της ποινής λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των επί μέρους πράξεων διακίνησης, το είδος, η συνολική ποσότητα και η καθαρότητα του ναρκωτικού, καθώς και η βαρύτητα των σχετικών επιπτώσεων στην υγεία .... Άρθρο 23 παρ. 2: Με ισόβια κάθειρξη, καθώς και με χρηματική ποινή από πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ μέχρι ένα εκατομμύριο (1.000.000) ευρώ τιμωρείται ο δράστης των πράξεων των άρθρων 20 και 22: α) όταν κατ` επάγγελμα χρηματοδοτεί την τέλεση κάποιας πράξης διακίνησης ή κατ'επάγγελμα διακινεί ναρκωτικές ουσίες και το προσδοκώμενο όφελος του δράστη στις ανωτέρω περιπτώσεις υπερβαίνει το ποσό των εβδομήντα πέντε χιλιάδων (75.000) ευρώ". Από την αντιπαραβολή και σύγκριση των όρων των διατάξεων διακινήσεως ναρκωτικών ουσιών κατ' επάγγελμα των δύο νόμων, συνάγεται ότι ο νομοθέτης, ενόψει της εκδόσεως της Αποφάσεως - Πλαισίου 2004/757/ΔΕΥ του Συμβουλίου της ΕΕ, που προτείνει ποινικές κυρώσεις για τα βασικά εγκλήματα διακινήσεως ναρκωτικών αισθητά χαμηλότερες από τις αντίστοιχες της ελληνικής νομοθεσίας, θέλοντας να περιορίσει τον μεγάλο αριθμό ισοβιτών στην Ελλάδα και επισημαίνοντας στην αιτιολογική έκθεση του νέου ν. 4139/2013 ότι το ποσοστό κρατουμένων στις ελληνικές φυλακές με καταδίκες για ναρκωτικά ανέρχεται σε 40% περίπου και συνιστά κύριο αίτιο υπερφορτώσεως των ελληνικών φυλακών, σε σύγκριση με άλλες χώρες της ΕΕ (βλ. εισηγητική έκθεση νέου νόμου 4139/2013), με το άρθρο 23 του νέου ν. 4139/2013 για τη διακεκριμένη περίπτωση διακινήσεως ναρκωτικών ουσιών κατ'επάγγελμα, που τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη, όπως και με το ν. 3459/2006 (ισόβια κάθειρξη και χρηματική ποινή 29.412 μέχρι 588.235 ευρώ), προβλέπει στο νέο νόμο αυστηρότερη μεν ως άνω χρηματική ποινή, πλην εισάγει τη νέα αυτή διάταξη, επιεικέστερη για τον κατηγορούμενο, γιατί, πλην της επιβαρυντικής περιστάσεως της κατ'επάγγελμα τελέσεως πράξεων διακινήσεως ναρκωτικών, που υπήρχε και στην προηγούμενη διάταξη, εισάγει για την παραπάνω αυστηρότερη ποινή (με ισόβια κάθειρξη και χρηματική ποινή από πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ μέχρι ένα εκατομμύριο (1.000.000) ευρώ) και πρόσθετο στοιχείο, ως νέα αναγκαία πρόσθετη προϋπόθεση και όχι ως επιβαρυντική περίσταση, "το προσδοκώμενο όφελος (του κατ` επάγγελμα διακινητή δράστη στις ανωτέρω περιπτώσεις) να υπερβαίνει το ποσό των εβδομήντα πέντε χιλιάδων (75.000) ευρώ", διάταξη σαφώς ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο, αφού απαιτεί για την επιβολή της ποινής της ισοβίου καθείρξεως συνδρομή επί πλέον της κατ'επάγγελμα τελέσεως, σωρευτικά, ως πρόσθετου όρου, όχι της μεγάλης ποσότητας ναρκωτικών (άρθρο 23Α ν. 3459/2006, που καταργεί), -η οποία κατά την εισηγητική έκθεση κρίνεται αόριστη έννοια-, αλλά του προσδοκώμενου οφέλους άνω των 75.000 ευρώ, ενώ απαλείφει τις διαζευκτικά προβλεπόμενες στο παλαιότερο άρθρο 23 περιστάσεις υπότροπου ή ενέργειας κατά συνήθεια ή ενέργειας με σκοπό να προκαλέσει τη χρήση ναρκωτικών ουσιών από ανηλίκους.

Από όλα τα παραπάνω συνάγονται περαιτέρω τα ακόλουθα:

Στις περιπτώσεις στις οποίες καθένας από τους συγκρινόμενους ποινικούς νόμους είναι εν μέρει ηπιότερος και εν μέρει αυστηρότερος από τον άλλο ως προς την επιβλητέα ποινή, ο δικαστής κατ'άρθρο 2 παρ. 1 ΠΚ θα πρέπει να επιβάλει ποινή και να κάνει επιμέτρηση και τελικά να εφαρμόσει αυτόν που οδηγεί στη μικρότερη επιβλητέα ποινή. Σε περίπτωση δε που ο νέος νόμος προβλέπει ως προϋπόθεση επιβολής της ποινής ορισμένο όρο, νέο ή πρόσθετο, ή σωρευτικά νέα επιβαρυντική περίσταση, που δεν απαιτούσε ο προγενέστερος, κατά μεν τη συζήτηση της υποθέσεως σε πρώτο βαθμό, θα εφαρμοστεί οπωσδήποτε ο νεότερος νόμος και το δικαστήριο, (όπως και το δικαστικό συμβούλιο παραπομπής σε δίκη), μπορεί να εφαρμόσει τον ήδη ισχύοντα κατά την εκδίκαση νεότερο νόμο και να προσθέσει το νέο ή πρόσθετο όρο ή την επιβαρυντική περίσταση σε βάρος του κατηγορουμένου, αν συντρέχουν στην ουσία. Ειδικότερα, υπό την ισχύ του ν. 3459/2006, για την επιβολή της ποινής της ισοβίου καθείρξεως στη διακεκριμένη περίπτωση της διακίνησης ναρκωτικών ουσιών ήταν αναγκαία η κατ'επάγγελμα τέλεση της πράξεως ή η διακίνηση μεγάλης ποσότητας. Μετά όμως την κατάργηση των άρθρων 23 και 23Α ν. 3459/2006 με το άρθρο 100 ν. 4139/2013 και την αντικατάστασή τους με το άρθρο 23 παρ. 2 ν. 4139/2013 για την επιβολή της ως άνω ποινής δεν αρκεί πλέον ο υπαίτιος να διακινεί ναρκωτικά κατ'επάγγελμα, αλλά απαιτείται και το πρόσθετο στοιχείο ότι το παράνομο περιουσιακό όφελος που επιδίωξε αυτός από τη διακίνηση υπερβαίνει το ποσό των 75.000 ευρώ. Η διάταξη, δηλαδή, του άρθρου 23 παρ. 2 ν. 4139/2013, κατά το μέρος αυτής, με το οποίο θεσπίζεται πρόσθετη προϋπόθεση για την επιβολή της ποινής της ισοβίου καθείρξεως στη διακεκριμένη περίπτωση της διακινήσεως ναρκωτικών ουσιών, δηλαδή, εκτός από την κατ'επάγγελμα τέλεση της πράξεως και το συνολικό προσδοκώμενο όφελος των 75.000 ευρώ, είναι ευνοϊκότερη των προηγούμενων ρυθμίσεων και εφαρμόζεται και για τις πράξεις που τελέστηκαν πριν από την έναρξη εφαρμογής της ως προς την περιοριστική της ελευθερίας ποινή. Τούτο, δε, γιατί ο νέος νόμος προβλέπει μεν αυστηρότερη χρηματική ποινή, πλην όμως είναι επιεικέστερος για τον κατηγορούμενο, δεδομένου ότι στην παλαιότερη ρύθμιση δεν προβλέπονταν ποσοτικά όρια.

Συνεπώς, πράξεις διακίνησης ναρκωτικών που τελέστηκαν κατ'επάγγελμα προ της ισχύος του ν. 4139/2013 και είχαν προσδοκώμενο όφελος ανώτερο των 75.000 ευρώ διατηρούν και υπό το νέο νομοθετικό καθεστώς το χαρακτήρα της διακεκριμένης περίπτωσης διακινήσεως ναρκωτικών ουσιών και τη δυνατότητα επιβολής της ποινής της ισοβίου καθείρξεως (πρβλ. Ολομ. ΑΠ 5/2008 για ανάλογο ζήτημα χρηματικού οφέλους).

Κατά συνέπεια, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο που εκδικάζει, μετά από έφεση του κατηγορουμένου, υπόθεση διακίνησης ναρκωτικών ουσιών κατ'επάγγελμα, ανεξάρτητα από το εάν η αρχική δίωξη (και εκδίκαση της υποθέσεως στον πρώτο βαθμό), που είχε γίνει υπό την ισχύ του ν. 3459/2006, αφορούσε τα άρθρα 23 ή 23Α του νόμου τούτου, μπορεί και οφείλει να ερευνήσει εάν το προσδοκώμενο όφελος από τη διακίνηση των ναρκωτικών υπερβαίνει το ποσόν των 75.000 ευρώ, σε καταφατική δε περίπτωση να το προσθέσει στο σκεπτικό και διατακτικό της αποφάσεώς του, ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας ορθά το επιεικέστερο για τον κατηγορούμενο άρθρο 23 παρ. 2 ν. 4139/2013, αρκεί να μην επιβάλει μεγαλύτερη χρηματική ποινή, ως προς την οποία και μόνο είναι αυστηρότερη για τον κατηγορούμενο η ως άνω διάταξη, χωρίς έτσι να καθίσταται χειρότερη η θέση του καταδικασθέντος κατηγορουμένου, ούτε να μεταβάλλεται ανεπίτρεπτα η κατηγορία, αφού το δικαστήριο δεν προσθέτει ούτε νέα προϋπόθεση του αξιοποίνου ούτε νέα επιβαρυντική περίσταση, αλλά απλώς διευκρινίζει το προσδοκώμενο όφελος, που έτσι και αλλιώς ενυπάρχει στην έννοια της κατ' επάγγελμα τελέσεως του εγκλήματος της διακινήσεως ναρκωτικών ουσιών. Η αντίθετη εκδοχή, σύμφωνα με την οποία το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί να ερευνήσει το στοιχείο του προσδοκώμενου οφέλους, μόνο όταν είχε ασκηθεί αρχικά ποινική δίωξη και είχε εκδοθεί καταδικαστική απόφαση από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο για παράβαση του άρθρου 23Α ν. 3459/2006, δηλαδή για διακίνηση μεγάλης ποσότητας ναρκωτικών ουσιών, δεν στηρίζεται στο γράμμα του νόμου, ούτε είναι σύμφωνη με τη βούληση του νομοθέτη, ο οποίος με την προσθήκη αυτή θέλησε να αποκλείσει την καταδίκη στην ποινή της ισοβίου καθείρξεως, σε ποινή δηλαδή (θεωρούμενη από το Νομοθέτη) δυσανάλογη με την αντικειμενική απαξία της πράξεως, στις περιπτώσεις διακινήσεως ναρκωτικών ουσιών μικρής αξίας. Μάλιστα δε στην αιτιολογική έκθεση για το άρθρο 23 παρ. 2 ν. 4139/2013 αναφέρονται κατά λέξιν τα ακόλουθα: "Η αποκλειστικώς προβλεπομένη για τις περιπτώσεις αυτές ποινή της ισόβιας κάθειρξης έγκειται ακριβώς στα στοιχεία της ιδιαίτερης επικινδυνότητας που ενσωματώνουν οι υπαλλακτικά προβλεπόμενες τυποποιήσεις της κατ'επάγγελμα τέλεσης με αυξημένο οικονομικό όφελος και της χρήσης όπλων με σκοπό την διαφυγή ... Ειδικότερα, η επικινδυνότητα του δράστη της περίπτωσης α` της παρ. 2 θα πρέπει να προκύπτει, πέραν της κατ'επάγγελμα τέλεσης, σωρευτικά και από τη μεγάλη ποσότητα των διακινούμενων ναρκωτικών, η οποία προσδιορίζεται, για λόγους αντικειμενικότητας και ομοιόμορφης εφαρμογής του νόμου, από το ύψος του οικονομικού οφέλους που αντικειμενικά είναι πρόσφορο να προσποριστεί στο δράστη από τη διακίνηση της συγκεκριμένης ποσότητας των ναρκωτικών. Έτσι αποφεύγεται η χρήση αόριστων εννοιών, όπως λόγου χάριν ο όρος "ιδιαίτερα μεγάλη ποσότητα", που ενέχουν κινδύνους διαφορετικού προσδιορισμού της μεγάλης ποσότητας από τα δικαστήρια ...".

Συνεπώς, και από την αιτιολογική έκθεση του ν. 4139/2013 προκύπτει ότι ο Νομοθέτης θέλησε να οριοθετήσει τις περιπτώσεις μικρής και μεγάλης ποσότητας διακινούμενων ναρκωτικών ουσιών, θεσπίζοντας ένα αντικειμενικό κριτήριο για το διαχωρισμό τους και την ομοιόμορφη εφαρμογή του νόμου, αυτό της αξίας των ναρκωτικών και συνακόλουθα του προσδοκώμενου οφέλους από τη διακίνησή τους, καταργώντας το κριτήριο της "μεγάλης ποσότητας" που υπήρχε στο άρθρο 23Α Ν. 3459/2006, το οποίο θεώρησε ότι ήταν αόριστο και μπορούσε να ερμηνευθεί διαφορετικά από κάθε δικαστήριο, και όχι να αποκλείσει την περίπτωση της ποινής της ισοβίου καθείρξεως στην περίπτωση της κατ' επάγγελμα διακινήσεως ναρκωτικών ουσιών σημαντικής αξίας, ανεξάρτητα από το εάν είχαν χαρακτηρισθεί οι οικείες ποσότητες υπό την ισχύ του προηγούμενου νόμου μεγάλες ή όχι.

Περαιτέρω, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, όταν η διακίνηση ναρκωτικών ουσιών διαπράττεται από περισσότερους από έναν δράστες "από κοινού", το προσδοκώμενο όφελος, το οποίο υπερβαίνει το ποσό των 75.000 ευρώ, θα προσδιορισθεί μια φορά και θα αντιστοιχεί σε όλους μαζί τους δράστες, (ανεξάρτητα από τη μορφή της συμμετοχής εκάστου και ανεξάρτητα πόσοι εξ αυτών είναι γνωστής ταυτότητας σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση και πόσοι εξ αυτών έχουν συλληφθεί ή έχουν παραπεμφθεί σε δίκη), χωρίς το όφελος να επιμερίζεται μεταξύ τους. Αντίθετη εκδοχή θα οδηγούσε σε άτοπα αποτελέσματα, αφού, για να εμπίπτουν όλοι οι δράστες στην εν λόγω επιβαρυντική περίσταση, θα έπρεπε το συνολικό ποσό του οφέλους να υπερβαίνει το γινόμενο του ποσού των 75.000 ευρώ επί τον αριθμό των δραστών. Πέραν τούτου, ο εφαρμοστής του δικαίου θα ήταν υποχρεωμένος να διεισδύει στις εσωτερικές συμφωνίες μεταξύ των περισσοτέρων δραστών ως προς τη διανομή του οφέλους, οι οποίες, κατά τα δεδομένα της κοινής πείρας και λογικής, είναι άδηλες έναντι των τρίτων και δικαστικώς αναπόδεικτες.

Στην προκειμένη περίπτωση, κατά την εκδίκαση της υποθέσεως ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου (7-6-2013) είχε ήδη δημοσιευθεί ο ν. 4139/2013, με τον οποίο καταργήθηκε στο σύνολό του ο ν. 3459/2006, με τις εξαιρέσεις που αναφέρθηκαν παραπάνω, και ρυθμίσθηκαν οι παραβάσεις διακινήσεως ναρκωτικών με νέες διατάξεις, και εκτέθηκαν ήδη παραπάνω αυτές που ενδιαφέρουν την ένδικη υπόθεση. Πριν την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών ο πρώτος κατηγορούμενος και ήδη πρώτος αναιρεσείων προέβαλε τον αυτοτελή ισχυρισμό περί μη εφαρμογής νόμου που δεν ίσχυε πριν την τέλεση της πράξεως και περί εφαρμογής του νεότερου επιεικέστερου νόμου. Ειδικότερα, ισχυρίσθηκε ότι δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής στην περίπτωσή του η διάταξη του άρθρου 23 ν. 3459/2006, εφόσον καταργήθηκε, ούτε όμως και να τύχει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 23 παρ. 2 περ. α` ν. 4139/2013, εφόσον με αυτήν διαπλάσσεται ένα νέο αδίκημα, αυτό της κατ' επάγγελμα διακινήσεως ναρκωτικών ουσιών με προσδοκώμενο όφελος άνω των 75.000 ευρώ, για το οποίο δεν του είχε ασκηθεί ποινική δίωξη, ούτε του απαγγέλθηκε κατηγορία, ούτε ως επιβαρυντική περίσταση προστέθηκε το στοιχείο αυτό κατά την εκδίκαση της υποθέσεως ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, αφού άλλωστε δεν είχε ψηφισθεί τότε ο νεότερος νόμος 4139/2013, και κατά συνέπεια η συμπεριφορά του εμπίπτει πλέον στο πεδίο εφαρμογής του βασικού εγκλήματος του άρθρου 20 του νέου νόμου, που τιμωρεί την πράξη της διακινήσεως με ποινή καθείρξεως 8 - 20 έτη και χρηματική ποινή μέχρι 300.000 ευρώ. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό ως μη νόμιμο, γιατί δέχθηκε ότι ναι μεν ο ν. 4139/2013 είναι πράγματι επιεικέστερος, εφόσον για την επιβολή της ποινής της ισοβίου καθείρξεως απαιτεί πλέον της κατ'επάγγελμα τελέσεως της πράξεως και την προσδοκία οφέλους άνω των 75.000 ευρώ, πλην όμως στην προκειμένη περίπτωση δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι το συνολικό (επιτευχθέν και προδοκώμενο) όφελος από τη διακίνηση ναρκωτικών ουσιών ανερχόταν σε 85.240 ευρώ, που υπερβαίνει το υπό του νόμου τασσόμενο όριο των 75.000 ευρώ.

Κατ'ακολουθίαν των όσων προεκτέθηκαν στις μείζονες σκέψεις και σε συνδυασμό με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ορθά το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ερμήνευσε και εφάρμοσε την ουσιαστικού δικαίου ποινική διάταξη του άρθρου 23 παρ. 2 περ. α` ν. 4139/2013, ως ευμενέστερη εκείνης του άρθρου 23 ν. 3459/2006, με βάση την οποία είχε ασκηθεί σε βάρος των κατηγορουμένων ποινική δίωξη για αγορά, κατοχή και πώληση ναρκωτικών ουσιών κατ' επάγγελμα και κατ'εξακολούθηση, και δεν κατέστησε με την κρίση του αυτή χείρονα τη θέση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων, και συνακόλουθα δεν προκλήθηκε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, και επομένως οι με την 1329/2014 απόφαση του Ζ΄ Τμήματος παραπεμφθέντες στην Ολομέλεια από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε` και Η` Κ.Π.Δ. περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και υπερβάσεως εξουσίας πρώτος και δεύτερος λόγοι της από 1 Νοεμβρίου 2014 αιτήσεως του N. S. του M. και οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε`, Η` και Α` Κ.Π.Δ. περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, υπερβάσεως εξουσίας και απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο πρώτος, δεύτερος και τρίτος λόγοι της από 4 Νοεμβρίου 2014 αιτήσεως της A. S. του G., με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη 2584/2013 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, είναι αβάσιμοι.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει τους πρώτο και δεύτερο λόγους της από 1 Νοεμβρίου 2014 αιτήσεως του N. S. του M. και τους πρώτο, δεύτερο και τρίτο λόγους της από 4 Νοεμβρίου 2014 αιτήσεως της A. S. του G. για αναίρεση της 2584/2013 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Ιουνίου 2015.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 10 Σεπτεμβρίου 2015.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Ρ.Κ.


 

Must red-read

Ακαταδίωκτο δημοσίων υπαλλήλων και μελών Δικηγορικών Συλλόγων

  27/2023 ΑΠ (Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Αστικώς ανεύθυνο δημοσίων υπαλλήλων. Περιλαμβάνει και την ευθύνη αυτών από προσβολές της προσωπικότ...