Σάββατο 26 Ιουλίου 2025

ΧΑΡΤΗΣ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ




ΧΑΡΤΗΣ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ
ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ


ΠΡΟΟΙΜΙΟ

 
1. Ο Χάρτης Δεοντολογίας των Δικαστικών Λειτουργών του Συμβουλίου της Επικρατείας (εφεξής Χάρτης)
αφορά τους δικαστικούς λειτουργούς του Συμβουλίου της Επικρατείας και:
α)
Αποτυπώνει σε ενιαίο κείμενο, δημόσια προσβάσιμο, κατά τη διεθνώς πλέον τηρούμενη καλή πρακτική
ομοειδών δικαιοδοτικών θεσμών, βασικές αρχές δικαστικής δεοντολογίας και πρότυπα συμπεριφοράς που
απορρέουν από αυτές. Τα πρότυπα αυτά υφίστανται ήδη ως στοιχείο του δικαστικού λειτουργήματος, καθώς
αντλούνται από τις παραδόσεις του Δικαστηρίου, ορισμένα εμφανίζουν ιδιαίτερες πτυχές που συναρτώνται
με τη φυσιογνωμία της διοικητικής δίκης και αποσκοπούν στο να θωρακίσουν καλύτερα τις αξίες που
αναδεικνύονται μέσα από τις αρχές αυτές, οι οποίες συγκλίνουν εν τέλει στη διασφάλιση της θεμελιώδους
έννοιας του Κράτους Δικαίου, τόσο υπό την τυπική όσο και την ουσιαστική της διάσταση.
β) Προσφέρει πλαίσιο κατευθύνσεων στους δικαστικούς λειτουργούς για ζητήματα δεοντολογίας που
αντιμετωπίζουν, ώστε να επιδεικνύουν και να προάγουν υψηλό επίπεδο δικαστικής συμπεριφοράς,
απαραίτητης για την αποτελεσματική ανταπόκρισή τους στον ρόλο που τους αναθέτει ο συνταγματικός
νομοθέτης, καθώς και τη διατήρηση και ενίσχυση της εμπιστοσύνης της κοινωνίας στον θεσμό της
Δικαιοσύνης και του κύρους του δικαστικού λειτουργού ατομικά.
γ) Συμβάλλει στην καλύτερη κατανόηση του ρόλου του δικαστικού λειτουργού και των υψηλών απαιτήσεων
συμπεριφοράς που οφείλει να τηρεί, καθώς και της ιδιαίτερης φύσης των καθηκόντων του και των ορίων
που απορρέουν από αυτά, λειτουργεί δε, και υπό αυτή την οπτική, ως μέσο ενίσχυσης της εμπιστοσύνης της
κοινωνίας στο Συμβούλιο της Επικρατείας και στο δικαστικό σύστημα εν γένει. Έτσι επιτυγχάνεται η
ουσιαστική νομιμοποίηση της Δικαιοσύνης, με την αποδοχή του ρόλου της στη συνείδηση των πολιτών.

2. Ο Χάρτης δεν αποσκοπεί να περιγράψει συμπεριφορές «μη αποδεκτές» ούτε παρέχει εξαντλητικό
κατάλογο «δεοντολογικών» συμπεριφορών.
Καθορίζει πλαίσιο αρχών και προτύπων και εκθέτει καλές πρακτικές, προκειμένου να στηρίξει τον δικαστικό
λειτουργό, αλλά ταυτόχρονα να τον ενεργοποιήσει, καθιστώντας τον μέτοχο σύγχρονων προβληματισμών.
Εμπνέεται από τις μεγάλες αλλαγές που καταγράφονται τα τελευταία χρόνια σε σειρά κειμένων ηπίου
δικαίου διεθνών και ευρωπαϊκών οργανισμών, ιδίως του Συμβουλίου της Ευρώπης
. Τα κείμενα αυτά
εστιάζουν, πρωτίστως, στο επίπεδο της παρεχόμενης από τη Δικαιοσύνη δημόσιας υπηρεσίας και των
κανόνων για ορθολογική διαχείρισή της. Εστιάζουν, επίσης, στην ανάδειξη του σύγχρονου ρόλου του
δικαστικού λειτουργού στην κοινωνία και στην ανάγκη για διαρκή και ουσιαστική επιμόρφωσή του, στη
θεσμική επικοινωνία του με τις άλλες κρατικές εξουσίες, καθώς και με τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και
τους πολίτες, στην αυξανόμενη εισαγωγή στον δικαστικό χώρο των νέων τεχνολογιών πληροφορικής και
επικοινωνίας, στη σύγχρονη αντίληψη περί συλλογικότητας κατά την οργάνωση και λειτουργία του
δικαστικού συστήματος, στην αυξανόμενη διεκδίκηση για πληρέστερη ενημέρωση, σεβασμό και
εξυπηρέτηση των διαδίκων.
Το πλαίσιο αυτό θα βοηθήσει τον δικαστικό λειτουργό σε ζητήματα δεοντολογίας. Η λύση στα διλήμματα
δεοντολογίας που αντιμετωπίζει ο δικαστικός λειτουργός υπάγεται στην ατομική του ευθύνη και επιβάλλει
την αναζήτηση ισορροπίας μεταξύ των απαιτήσεων του δικαστικού λειτουργήματος και της νόμιμης
αξίωσής του για ανάπτυξη της προσωπικότητάς του και προστασία της ιδιωτικής του ζωής. Με τον Χάρτη
παρέχεται η δυνατότητα στον δικαστικό λειτουργό να ενεργεί και με την υποστήριξη, σε θεσμικό επίπεδο,
γνωμοδοτικού συμβουλίου δεοντολογίας.
Η αποτελεσματικότητα του Χάρτη, που αποτελεί προϊόν συλλογικής διαβούλευσης και αποτυπώνει την
αντίληψη των δικαστικών λειτουργών του Συμβουλίου της Επικρατείας για τη θέση και τον ρόλο τους σε
μία δημοκρατική κοινωνία, διασφαλίζεται στον βαθμό που κάθε δικαστικός λειτουργός ατομικά
ενστερνίζεται τις αρχές του ως οδηγό και πρότυπο συμπεριφοράς.
3. Με τον Χάρτη δεν θεσπίζονται κανόνες δικαίου, ούτε εισάγονται υποχρεώσεις ή δικαιώματα. Για τον λόγο
αυτόν, δεν στηρίζεται σε νομοθετική εξουσιοδότηση ούτε συνδέεται με τον Κανονισμό του Συμβουλίου της
Επικρατείας. Ο Χάρτης δεν αποτελεί, συνεπώς, κείμενο που μπορεί να προκαλέσει πειθαρχική διαδικασία
ούτε να αξιοποιηθεί εις βάρος του δικαστικού λειτουργού
. Τούτο δε, ανεξαρτήτως του ότι ο συνταγματικός
και ο κοινός νομοθέτης έχουν επιλέξει, για συγκεκριμένους κάθε φορά λόγους, να τυποποιήσουν ορισμένες
αρχές και πρότυπα συμπεριφοράς.
Ο Χάρτης επιχειρεί και σε πεδία νέα, θίγοντας και πτυχές που δεν έχουν ακόμη αποκτήσει σαφή και πάγια
χαρακτηριστικά και διασφαλίζει καλύτερα την αυτονομία του δικαστικού χώρου, αποτρέποντας μη
αναγκαίες ή αλυσιτελείς νομοθετικές παρεμβάσεις.
4. Πηγή έμπνευσης για τη σύνταξη του Χάρτη αποτέλεσαν ιδίως:
α) Το κείμενο των Αρχών της Bangalore για τη δικαστική δεοντολογία (The Bangalore Principles of Judicial
Conduct) του Ο.Η.Ε.
, που υιοθετήθηκαν στο πλαίσιο καταπολέμησης του διεθνούς εγκλήματος και
ενίσχυσης της εμπιστοσύνης των πολιτών στο δικαστικό σύστημα και αναθεωρήθηκαν το 2002, και η
απόφαση 2006/23 του Κοινωνικού και Οικονομικού Συμβουλίου των Ηνωμένων Εθνών, με την οποία
κλήθηκαν τα κράτη μέλη να υιοθετήσουν τις αρχές Bangalore και να θεσπίσουν κανόνες δικαστικής
δεοντολογίας
.
β) Η Magna Carta των Δικαστών που εξέδωσε το 2010 το Συμβουλευτικό Συμβούλιο των Ευρωπαίων
Δικαστών (Consultative Council of European Judges) του Συμβουλίου της Ευρώπης σχετικά με τη δικαστική
ανεξαρτησία και τη διαφάνεια κατά την παραγωγή του δικαιοδοτικού έργου
.
γ) Τα κείμενα αρχών δεοντολογίας που υιοθετήθηκαν στα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη (στην Ιταλία ήδη
από το 1994), στις Η.Π.Α. και τον Καναδά και αναδεικνύουν τους σύγχρονους προσανατολισμούς των
δικαστικών συστημάτων.
Στη σύνταξη κωδίκων ή προτύπων συμπεριφοράς για δικαστικούς λειτουργούς προτρέπουν, μεταξύ άλλων,
η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά της Διαφθοράς η οποία υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση των
Ηνωμένων Εθνών στις 31 Οκτωβρίου 2003 στη Νέα Υόρκη, το Συμβουλευτικό Συμβούλιο των Ευρωπαίων
Δικαστών, με τις 3/2002 και 21/2018 γνώμες του και η GRECO (Groupe d’États Contre la corruption), η
οποία με την από 24.9.2020 έκθεσή της [GrecoRC4(2019)25] συνέστησε στη χώρα μας την καθιέρωση
σαφών προτύπων επαγγελματικής συμπεριφοράς και ακεραιότητας και για τους δικαστικούς λειτουργούς.

5. Ο Χάρτης διέπει τόσο τα δικαστικά όσο και τα μη δικαστικά καθήκοντα που ασκούν οι δικαστικοί
λειτουργοί του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ως δικαστικά καθήκοντα θεωρούνται αφ’ ενός τα δικαιοδοτικά
και αφ’ ετέρου όσα αφορούν την οργάνωση και λειτουργία της Δικαιοσύνης, όπως η συμμετοχή σε
πειθαρχικά, υπηρεσιακά, δικαστικά συμβούλια ή συμβούλια επιθεώρησης.
Οι ρυθμίσεις του Χάρτη εφαρμόζονται, επίσης, στο πλαίσιο του ιδιωτικού και δημόσιου βίου των εν
ενεργεία ή αφυπηρετησάντων δικαστικών λειτουργών, στο μέτρο που αυτό είναι απολύτως αναγκαίο για τη
διασφάλιση του σεβασμού των αρχών και αξιών του παρόντος Χάρτη.
6. Οι αρχές δεοντολογίας συναρτώνται άμεσα με το συνεχώς μεταβαλλόμενο κοινωνικό περιβάλλον που
γεννά νέες συνθήκες και απαιτήσεις και, ως εκ τούτου, επικαιροποιούνται, κατόπιν εισήγησης του
συμβουλίου δεοντολογίας
, τηρουμένης της διαδικασίας διαβούλευσης, ώστε να ανταποκρίνονται στα
νεότερα δεδομένα και τις συνεχείς τεχνολογικές εξελίξεις.
Ο Χάρτης αναρτάται στον διαδικτυακό τόπο του ΟΣΔΔΥ-ΔΔ στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου.

ΜΕΡΟΣ Α΄: ΑΡΧΕΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι
ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ

1. Ο δικαστικός λειτουργός επιτελεί το λειτούργημά του και τα καθήκοντα που απορρέουν από
αυτό με βάση τον νόμο και τη συνείδησή του. Ασκεί τα καθήκοντά του με ευρύτητα πνεύματος,
κατανοώντας ευσυνειδήτως τον νόμο και αξιολογώντας τα πραγματικά περιστατικά κάθε
υπόθεσης χωρίς επιρροές, παρακινήσεις, πιέσεις, απειλές ή παρεμβάσεις, άμεσες ή έμμεσες, από
οποιαδήποτε πλευρά και για οποιονδήποτε λόγο
.
2. Είναι, και φαίνεται ότι είναι, ανεξάρτητος από τη νομοθετική και την εκτελεστική εξουσία,
καθώς και από άλλες μορφές εξουσίας ή επιρροής στην κοινωνία, όπως μέσα μαζικής
ενημέρωσης, μέσα κοινωνικής δικτύωσης, κοινωνικές οργανώσεις, επαγγελματικές ομάδες και
επιχειρηματικά συμφέροντα. Η σχέση της δικαστικής εξουσίας με τις δύο άλλες εξουσίες
στηρίζεται στον αμοιβαίο σεβασμό, τη θεσμική συνεργασία και την αναγνώριση του ρόλου
καθεμιάς.
3. Ο δικαστικός λειτουργός είναι ανεξάρτητος έναντι τόσο της κοινής γνώμης όσο και των
διαδίκων της συγκεκριμένης διαφοράς που δικάζει, τελεί, όμως, σε γνώση των διαφόρων
κοινωνικών αντιλήψεων.

4. Κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ο δικαστικός λειτουργός είναι ανεξάρτητος έναντι των
συναδέλφων του, οιουδήποτε βαθμού και θέσης, χωρίς να δέχεται οποιαδήποτε παρέμβαση,
εντολή, σύσταση ή υπόδειξη κατά τη διαμόρφωση της κρίσης του.

5. Οι ασκούντες καθήκοντα διεύθυνσης εγγυώνται προς τα έξω την ανεξαρτησία, την
αμεροληψία και την αποτελεσματικότητα της Δικαιοσύνης και προς τα έσω την ανεξαρτησία των
δικαστικών λειτουργών του Δικαστηρίου.
6. Για την ανάθεση μη δικαστικών καθηκόντων στον δικαστικό λειτουργό λαμβάνεται υπόψη η
συναίνεσή του. Ο δικαστικός λειτουργός ασκεί τα μη δικαστικά καθήκοντα που του έχουν
ανατεθεί με τρόπο ώστε να μην τίθεται υπό αμφισβήτηση η ανεξαρτησία και η αξιοπρέπειά του.
7. Εκφράζει πολιτικές, κοινωνικές, φιλοσοφικές, θρησκευτικές και λοιπές πεποιθήσεις, εντός και
εκτός δικαστηρίου, κατά τρόπο που αρμόζει στο λειτούργημά του και δεν κλονίζει την
εμπιστοσύνη της κοινωνίας στην ανεξαρτησία και αμεροληψία που διέπουν την άσκηση των
καθηκόντων του.
8. Ο δικαστικός λειτουργός αντιστέκεται σε κάθε άμεση ή έμμεση προσπάθεια, που εκδηλώνεται
εκτός της προβλεπόμενης από τον νόμο διαδικασίας και αποβλέπει στον επηρεασμό του, είτε
προέρχεται από τις άλλες δύο κρατικές εξουσίες ή άλλες μορφές εξουσίας ή επιρροής στην
κοινωνία ή τους διαδίκους, είτε ακόμα και από το δικαστικό σώμα. Όταν απειλείται η
ανεξαρτησία του, αναφέρεται στα αρμόδια θεσμικά όργανα.

Επεξηγήσεις-Καλές πρακτικές
α. Οι ασκούντες καθήκοντα διεύθυνσης, μέσω της ορθολογικής και αποτελεσματικής διοίκησης
του Δικαστηρίου, δημιουργούν τις κατάλληλες συνθήκες, ώστε οι δικαστικοί λειτουργοί να
μπορούν να επιτελούν τα καθήκοντά τους υπό καθεστώς ίσης μεταχείρισης και ανεξαρτησίας.
β. Μεριμνούν για τη δίκαιη κατανομή των υποθέσεων και γενικότερα των καθηκόντων επί τη
βάσει εκ των προτέρων καθοριζομένων αντικειμενικών και διαφανών κριτηρίων
. Η επίδειξη
εύνοιας προς ορισμένο δικαστικό λειτουργό μπορεί να θέσει εν αμφιβόλω την εσωτερική του
ανεξαρτησία.
γ. Στις συνθέσεις το δικαιοδοτικό έργο είναι προϊόν συλλογικής προσπάθειας, συνεργασίας και
αλληλοσεβασμού των διατυπούμενων απόψεων της πλειοψηφίας και της μειοψηφίας, οι οποίες
εκφράζονται με ελευθερία και ανεξαρτησία.
δ. Ο δικαστικός λειτουργός δεν επηρεάζεται από προσδοκίες επιδοκιμασίας ή πιθανότητες
αποδοκιμασίας
ούτε από τη δημοσιότητα, είτε ευνοϊκή είτε δυσμενή, σε σχέση τόσο με υποθέσεις
που χειρίζεται, όσο και με τη λειτουργία της Δικαιοσύνης γενικότερα.
ε. Η συμμετοχή του δικαστικού λειτουργού σε νομικά πρόσωπα ή ενώσεις προσώπων, καθώς και
η άσκηση ιδιωτικών δραστηριοτήτων δεν επιτρέπεται να επηρεάζει την ανεξαρτησία του.
στ. Ο δικαστικός λειτουργός ενημερώνεται εκ των προτέρων για τις εκδηλώσεις στις οποίες
καλείται να συμμετάσχει και λαμβάνει μέρος σε αυτές, εφόσον είναι συμβατές με τη δικαστική
ανεξαρτησία, την αξιοπρέπεια του λειτουργήματός του και τις γενικές αρχές που διέπουν την
άσκηση των καθηκόντων του.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ
ΑΜΕΡΟΛΗΨΙΑ

1. Ο δικαστικός λειτουργός εκτελεί τα δικαστικά του καθήκοντα χωρίς εύνοια, μεροληψία ή
προκατάληψη.

2. Κατά την άσκηση του δικαιοδοτικού έργου, η αμεροληψία αφορά τόσο τη διαδικασία της
δίκης όσο και τη λήψη της απόφασης.

3. Ο δικαστικός λειτουργός έχει επίγνωση της δυνητικής επίδρασης που μπορεί να έχουν οι
πεποιθήσεις του (πολιτικές, κοινωνικές, φιλοσοφικές, θρησκευτικές)
στην πρόσληψη των
γεγονότων κάθε υπόθεσης και στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου που τη διέπουν και
διαμορφώνει την κρίση του χωρίς να δεσμεύεται από αυτές.
4. Κατά τις δημόσιες συνεδριάσεις, τηρεί ίσες αποστάσεις φροντίζοντας να μην δημιουργεί την
εντύπωση ότι ευνοεί διάδικο ή ότι έχει διαμορφωμένη οριστική άποψη για την ενώπιόν του
υπόθεση.

5. Μεριμνά ώστε η συμπεριφορά του, εντός και εκτός δικαστηρίου, να διατηρεί και να ενισχύει
την εμπιστοσύνη της κοινωνίας, των προσώπων που ασκούν νομικά επαγγέλματα και των
διαδίκων, στην αμεροληψία τόσο του ιδίου όσο και του δικαστικού συστήματος. Την ίδια
μέριμνα επιδεικνύει και κατά την έκφραση των κάθε είδους πεποιθήσεών του.
6. Συμμετέχει στη δημόσια συζήτηση εκφράζοντας τις απόψεις του και είναι ανοιχτός στον
δημόσιο διάλογο. Κατά τη διατύπωση των απόψεών του, όμως, εκφράζεται με τη δέουσα, κατά
τις περιστάσεις, επιφύλαξη και διακριτικότητα ιδίως επί ζητημάτων που τίθενται σε εκκρεμείς
δίκες.

7. Φροντίζει να αποφεύγει οποιαδήποτε κατάσταση μπορεί να οδηγεί σε σύγκρουση προσωπικών
συμφερόντων ή να εκλαμβάνεται ευλόγως ως τέτοια.
8. Ο δικαστικός λειτουργός μεριμνά ώστε στην ιδιωτική του ζωή να μην τίθεται υπό
αμφισβήτηση η εικόνα της αμεροληψίας του ίδιου και της Δικαιοσύνης.

9. Επιδεικνύει τη δέουσα προσοχή προκειμένου να αποφεύγεται η εμπλοκή του σε καταστάσεις
και δραστηριότητες ικανές να δημιουργήσουν πραγματικό κίνδυνο να εξαιρεθεί από την άσκηση
των δικαιοδοτικών του καθηκόντων.

10. Θέτει υπόψη του προέδρου του οικείου σχηματισμού οποιαδήποτε κατάσταση ή σχέση θα
μπορούσε να δημιουργήσει την εντύπωση ότι δεν μπορεί να εκδικάσει την υπόθεση αμερόληπτα.

Επεξηγήσεις - καλές πρακτικές
α. Κατά τη δημόσια συνεδρίαση, φροντίζει να μην δημιουργεί, με τις ερωτήσεις και τις
αντιδράσεις του, στον διάδικο την αίσθηση άνισης μεταχείρισης, ούτε αφήνει να διαφαίνεται
διάθεση αποδοχής ή απόρριψης των απόψεων των πληρεξουσίων δικηγόρων και των
εκπροσώπων των δημοσίων αρχών, ούτε τις σχολιάζει κατά τρόπο που θέτει σε αμφισβήτηση την
αμεροληψία του.

β. Με τη συμπεριφορά του σε σχέση με κοινωνικές, πολιτικές, θρησκευτικές ή ιδεολογικές
ομάδες μεριμνά ώστε να μην κλονίζεται η εμπιστοσύνη της κοινωνίας στην αμερόληπτη άσκηση
των καθηκόντων του.
γ. Καταστάσεις ικανές να θέσουν υπό αμφισβήτηση την αμεροληψία του μπορεί να είναι:
i)
ιδιαίτερες προσωπικές ή συναλλακτικές σχέσεις του με παράγοντες της δίκης,
ii) ύπαρξη συμφέροντος του ιδίου ή των οικείων του στην έκβαση της διαφοράς,
iii) επαγγελματικές σχέσεις και δραστηριότητες των οικείων του,
iv) εμπλοκή του στην υπόθεση υπό άλλη ιδιότητα,
v) μη δικαστικά καθήκοντα ή άλλες ιδιωτικές του δραστηριότητες.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ
ΑΚΕΡΑΙΟΤΗΤΑ

1. Η συμπεριφορά του δικαστικού λειτουργού είναι αναγκαίο να επιβεβαιώνει την ικανότητά του
να ανταποκρίνεται στις υψηλές απαιτήσεις της θέσης του προκειμένου να ενισχύεται η
εμπιστοσύνη της κοινωνίας στην ακεραιότητα της Δικαιοσύνης. Προς τον σκοπό αυτό, ο
δικαστικός λειτουργός καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε η συμπεριφορά του να
θεωρείται άμεμπτη από τον μέσο συνετό πολίτη.
2. Επιδεικνύει εντιμότητα και αξιοπρέπεια, όχι μόνο κατά την άσκηση των καθηκόντων του,
αλλά και στη δημόσια και ιδιωτική ζωή του.
3. Αποφεύγει ενέργειες που δεν αρμόζουν στο κύρος του δικαστικού λειτουργήματος για να
επιτύχει τοποθέτηση, προαγωγή, ανάληψη διοικητικών καθηκόντων καθώς και επιλογή του σε
θέση εκτός του Δικαστηρίου.

4. Δεν εκμεταλλεύεται το κύρος της θέσης του για να αποκτά οφέλη ή να προωθεί συμφέροντα
προσωπικά, οικογενειακά ή τρίτων.
5. Διαχειρίζεται ορθολογικά τα μέσα που διατίθενται από την υπηρεσία για την άσκηση των
καθηκόντων του και εν γένει για τη λειτουργία του δικαστηρίου, με σεβασμό στους δημόσιους
πόρους.
6. Ο δικαστικός λειτουργός και τα μέλη της οικογένειάς του δεν αποδέχονται δώρα ή άλλα
πλεονεκτήματα, οποιασδήποτε μορφής, σε σχέση με πράξεις, παραλείψεις ή ενέργειες με αφορμή
την άσκηση των δικαστικών του καθηκόντων. Εκτός του πλαισίου των καθηκόντων αυτών, ο
δικαστικός λειτουργός μπορεί να αποδέχεται δώρα ή άλλα πλεονεκτήματα
, υπό την προϋπόθεση
ότι δεν δημιουργούν ή δεν είναι ικανά να δημιουργήσουν, υπό τις εκάστοτε περιστάσεις,
υπόνοιες μεροληψίας ή να κλονίσουν την εμπιστοσύνη στην ακεραιότητα και ανεξαρτησία του.
7. Ο δικαστικός λειτουργός τηρεί απαρεγκλίτως τη μυστικότητα των διασκέψεων, για τη
διασφάλιση της οποίας μεριμνά. Έχει υποχρέωση επαγγελματικής εχεμύθειας σε σχέση με
απόρρητες πληροφορίες ή προσωπικά δεδομένα που έχουν τεθεί υπόψη του στο πλαίσιο της
δίκης. Επιδεικνύει επαγγελματική διακριτικότητα σε σχέση με πληροφορίες που τίθενται υπόψη
του κατά την άσκηση των δικαστικών καθηκόντων του. Μεριμνά ώστε το προσωπικό που τον
επικουρεί να ακολουθεί την ίδια συμπεριφορά.

8. Μετά την αφυπηρέτησή του, ο δικαστικός λειτουργός επιδεικνύει συμπεριφορά συμβατή με το
κύρος της θέσης που κατείχε.
Επεξηγήσεις-Καλές πρακτικές
α. Πάγια και απαρέγκλιτη πρακτική συνιστά η μη αποδοχή εκ μέρους των δικαστικών
λειτουργών δώρων ή άλλων πλεονεκτημάτων σε σχέση ή επ’ ευκαιρία των υποθέσεων που
χειρίζονται. Η αποδοχή δώρου, φιλοξενίας ή προσφοράς γεύματος ή άλλου κατά περίπτωση
οφέλους που παρέχεται στον δικαστικό λειτουργό για λόγους εθιμοτυπικούς (όπως επ’ ευκαιρία
συμμετοχής σε συνέδρια, διαλέξεις, σεμινάρια ή άλλες δημόσιες εκδηλώσεις, ή εκπροσώπησης
του δικαστηρίου σε διεθνή fora), δεν δημιουργεί, κατ’ αρχήν, ζητήματα σχετικά με τις αρχές που
διέπουν τη συμπεριφορά του, εφ’ όσον δεν υπερβαίνουν σε αξία όρια γενικώς αποδεκτά.

β. Ο δικαστικός λειτουργός επιδεικνύει ιδιαίτερη προσοχή στην αποδοχή δώρων ή άλλων κατά
περίπτωση πλεονεκτημάτων που του προσφέρονται υπό την δικαστική του ιδιότητα, έστω και εάν
φαινομενικά δεν συνδέονται με την άσκηση των δικαστικών του καθηκόντων, λαμβάνοντας
υπόψη τις ειδικότερες περιστάσεις υπό τις οποίες δίδονται, ώστε να μην τίθεται σε κίνδυνο η
εικόνα αμεροληψίας και η ακεραιότητά του.
γ. Μετά την αφυπηρέτησή του, ο δικαστικός λειτουργός αποφεύγει να αναλαμβάνει, ως
σύμβουλος ή δικηγόρος, υποθέσεις στην εκδίκαση των οποίων είχε μετάσχει κατά την περίοδο
που ήταν εν ενεργεία ή υποθέσεις άμεσα σχετιζόμενες με αυτές.
Απέχει από ενέργειες που θα
μπορούσαν να δημιουργήσουν την εντύπωση ότι εκμεταλλεύεται πληροφορίες που απέκτησε
κατά το χρόνο που ήταν στην υπηρεσία. Δεν χρησιμοποιεί το κύρος της θέσης που κατείχε ή τις
γνωριμίες με δικαστικούς λειτουργούς ή το δικαστικό προσωπικό κατά τρόπο ώστε να τίθεται σε
πλεονεκτική θέση έναντι των λοιπών δικηγόρων ή να θέτει υπό αμφισβήτηση το κύρος και την
αμεροληψία των πρώην συναδέλφων του.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV
ΕΥΠΡΕΠΕΙΑ

1. Ο δικαστικός λειτουργός αποφεύγει συμπεριφορά που μπορεί να βλάψει την εικόνα της
Δικαιοσύνης, την εμπιστοσύνη και τον σεβασμό που η κοινωνία τρέφει στον θεσμό.
2. Μεριμνά η προσωπική, οικογενειακή και κοινωνική ζωή του να είναι αξιοπρεπής και να
συμβαδίζει με το κύρος της θέσης του.

3. Κατά την άσκηση των καθηκόντων του ο δικαστικός λειτουργός μεριμνά για την παράστασή
του, επιδεικνύει υπομονή, νηφαλιότητα, ευγένεια και συμπεριφέρεται με σεβασμό προς όλους.
4. Διευθύνει τη διαδικασία στο ακροατήριο με ηρεμία και σοβαρότητα, ακούει με προσοχή όλα
τα μέρη και αποφεύγει σχόλια και παρεμβάσεις άσχετες με την υπόθεση, καθώς και
παρατηρήσεις, εκφράσεις και χειρονομίες απαξιωτικές, προσβλητικές ή άστοχες.
Όταν
απαιτείται, επιδεικνύει αυστηρότητα στην επιβολή της τάξης, προκειμένου να διασφαλισθεί η
εύρυθμη εξέλιξη της διαδικασίας σε κλίμα ευπρέπειας, ισότητας και ευταξίας.

 
ΚΕΦΑΛΑΙΟ V
ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΝ

1. Κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ο δικαστικός λειτουργός τηρεί την αρχή της ίσης
μεταχείρισης
σύμφωνα με το Σύνταγμα, τις διεθνείς συμβάσεις και τον νόμο χωρίς να
επηρεάζεται από προδιαμορφωμένες απόψεις, στερεότυπα και προκαταλήψεις.

2. Έχει επίγνωση και κατανοεί την πολυμορφία της κοινωνίας και δεν αποδέχεται διακρίσεις
βασιζόμενες, μεταξύ άλλων, σε φύλο, φυλή, χρώμα, γλώσσα, θρησκεία, πολιτικές ή άλλες
πεποιθήσεις, εθνική ή κοινωνική προέλευση, σωματική και πνευματική ικανότητα, κατάσταση
υγείας, ηλικία, οικογενειακή κατάσταση, σεξουαλικό προσανατολισμό.
3. Καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να αποτρέπονται συμπεριφορές με
χαρακτήρα σεξιστικό, ρατσιστικό ή εν γένει δηλωτικό των προαναφερόμενων διακρίσεων.

4. Δεν συμμετέχει σε νομικό πρόσωπο ή ένωση προσώπων, που, εν γνώσει του, προβαίνει σε,
απαγορευμένες από το δίκαιο, διακρίσεις ούτε συμμετέχει σε εκδηλώσεις, δημόσιες ή ιδιωτικές,
που προωθούν τέτοιες διακρίσεις.
5. Αποκρούει τον μισαλλόδοξο λόγο και τη ρητορική μίσους σε όλες τις εκφάνσεις της δημόσιας
και ιδιωτικής του ζωής.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ

1. Ο δικαστικός λειτουργός έχει δικαίωμα και υποχρέωση να επιμορφώνεται, ώστε να διατηρεί
και εμπλουτίζει τις γνώσεις και δεξιότητες που είναι αναγκαίες για την αποτελεσματική άσκηση
των καθηκόντων του.
2. Ασκεί κατά προτεραιότητα τα δικαστικά καθήκοντα. Δεν αναλαμβάνει μη δικαστικά
καθήκοντα και ιδιωτικές δραστηριότητες που ενδέχεται να επηρεάζουν την επιμελή άσκηση των
δικαστικών καθηκόντων.
3. Ασκεί τα δικαστικά καθήκοντα με επιμέλεια και διεκπεραιώνει τις υποθέσεις που χειρίζεται σε
εύλογο χρόνο που είναι ανάλογος του βαθμού δυσκολίας κάθε υπόθεσης. Επιδεικνύει την δέουσα
προσοχή σε κάθε υπόθεση που χειρίζεται και συντάσσει αποφάσεις σαφείς, κατανοητές, λιτές και
τεκμηριωμένες.

4. Επιδεικνύει πνεύμα συνεργασίας, ομαδικότητας και συναδελφικότητας και συμβάλλει, με τη
συμπεριφορά και το έργο του, στην εύρυθμη λειτουργία της υπηρεσίας.
5. Οι ασκούντες καθήκοντα διεύθυνσης κατανοούν ότι η ορθολογική οργάνωση και λειτουργία
του Δικαστηρίου αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση ώστε να διασφαλίζεται το δικαίωμα όλων σε
δίκαιη δίκη. Προς τον σκοπό αυτό, ασκούν τα καθήκοντά τους βάσει των αρχών της νομιμότητας,
της αποτελεσματικότητας και της διαφάνειας που διέπουν τη λειτουργία μιας δημόσιας
υπηρεσίας.
6. Επιφυλάσσουν δίκαιη μεταχείριση, χωρίς να επιδεικνύουν εύνοια ή μεροληψία, σε όλους όσοι
βρίσκονται υπό τη διεύθυνσή τους και παρέχουν υποστήριξη και καθοδήγηση, όταν οι τελευταίοι
το ζητούν, στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

Καλές πρακτικές
α. Οι ασκούντες καθήκοντα διεύθυνσης ενθαρρύνουν και διευκολύνουν την επιμόρφωση των
δικαστικών λειτουργών, λαμβανομένων υπόψη των υπηρεσιακών αναγκών.
β. Ο δικαστικός λειτουργός χρησιμοποιεί τα μέσα της σύγχρονης τεχνολογίας που παρέχει η
υπηρεσία με σκοπό την αποτελεσματική άσκηση των καθηκόντων του και εκπαιδεύεται
κατάλληλα στη χρήση των μέσων αυτών.
γ. Οι ασκούντες καθήκοντα διεύθυνσης λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα για την ορθολογική
διαχείριση του όγκου των υποθέσεων, την αντιμετώπιση των καθυστερήσεων πριν από το στάδιο
της απόφασης και εν γένει για την εύρυθμη λειτουργία της υπηρεσίας.
δ. Συνιστάται για την αποτελεσματική λειτουργία του Δικαστηρίου ο ορθολογικός
προγραμματισμός των εργασιών και των αδειών των δικαστικών λειτουργών και του
προσωπικού, η οργάνωση τακτικών συναντήσεων με τους δικαστικούς λειτουργούς και το
προσωπικό και η διαρκής μέριμνα για την άμεση αντιμετώπιση των αναφυομένων προβλημάτων.
ε. Οι ασκούντες καθήκοντα διεύθυνσης διασφαλίζουν ότι η ανάθεση μη δικαστικών, και δη
αμειβόμενων, καθηκόντων γίνεται βάσει ανοιχτών και διαφανών διαδικασιών, ώστε να
παρέχονται ίσες ευκαιρίες, σε όλους όσοι διαθέτουν τα νόμιμα προσόντα, να εκδηλώσουν
ενδιαφέρον.

στ. Οι ασκούντες καθήκοντα διεύθυνσης λαμβάνουν υπόψη, κατά τη χρέωση των υποθέσεων και
γενικότερα κατά την ανάθεση δικαστικών καθηκόντων, ότι ο δικαστικός λειτουργός πρέπει να
έχει ελεύθερο χρόνο για την προσωπική του ζωή.

 
ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII
ΑΥΤΟΣΥΓΚΡΑΤΗΣΗ

1. Ο δικαστικός λειτουργός, όπως κάθε πολίτης, έχει το δικαίωμα να εκφράζει δημόσια τη γνώμη
του. Ασκεί το δικαίωμά του αυτό με σύνεση, μετριοπάθεια και διακριτικότητα, ώστε να μην
θίγεται το κύρος της Δικαιοσύνης και η εμπιστοσύνη της κοινωνίας στην ανεξαρτησία,
αμεροληψία και ακεραιότητα του θεσμού (αυτοσυγκράτηση).
2. Η αυτοσυγκράτηση του δικαστικού λειτουργού δεν τον καταδικάζει σε σιωπή. Αντιθέτως, εν
όψει του παιδευτικού ρόλου του στην επεξήγηση του δικαίου και της θέσης της Δικαιοσύνης στο
Κράτος Δικαίου
, ενθαρρύνεται η συμμετοχή του στον επιστημονικό διάλογο και τις
εκπαιδευτικές δραστηριότητες (αρθρογραφία, διαλέξεις, συνέδρια, επιμορφώσεις, διδασκαλία).
3. Αποφεύγει να σχολιάζει δημοσίως αποφάσεις του ιδίου ή συναδέλφων του, κατά τρόπο που
δεν συνάδει με το λειτούργημά του.

4. Αποφεύγει να απαντά ατομικά σε επιθέσεις κατά του ιδίου ή των αποφάσεών του από
οπουδήποτε και αν προέρχονται. Τα αρμόδια όργανα του Δικαστηρίου και η δικαστική ένωση
μπορεί να υποκαθιστούν τον δικαστικό λειτουργό που δέχεται επιθέσεις, μέσω ανακοινώσεων και
δημοσίων δηλώσεων.

5. Μετά την αφυπηρέτησή του ο δικαστικός λειτουργός επιδεικνύει αυτοσυγκράτηση στη
συμπεριφορά και τις δηλώσεις του σε σχέση με τις υποθέσεις που δικάσθηκαν από το Δικαστήριο
κατά την περίοδο που υπηρετούσε σε αυτό.
6. Μέσα κοινωνικής δικτύωσης: Η χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης από τον δικαστικό
λειτουργό ως ιδιώτη συνιστά έκφανση του δικαιώματος έκφρασης. Ο δικαστικός λειτουργός
επιδεικνύει ιδιαίτερη προσοχή όταν κάνει χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης λόγω της
διάρκειας των αναρτήσεων, ακόμη και αν διαγραφούν,
καθώς και της δυνατότητας ταχύτατης
διάδοσης σε ευρύτατο κύκλο προσώπων, ακόμη και αν αφορούν αναρτήσεις σε ιδιωτικό
‘προφίλ’.
Έχει, επίσης, επίγνωση των κινδύνων που ελλοχεύουν από τις τεχνολογικές
δυνατότητες ταυτοποίησης, διασταύρωσης, απεριόριστης διατήρησης και περαιτέρω
επεξεργασίας των δεδομένων περιεχομένου, αλλά και των δεδομένων επικοινωνίας του, από
εξουσιοδοτημένους ή μη εξουσιοδοτημένους τρίτους χωρίς τη συναίνεσή του. Για τους λόγους
αυτούς, κατά τη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης ο δικαστικός λειτουργός τηρεί τις
αρχές δεοντολογίας και τα πρότυπα συμπεριφοράς του παρόντος Χάρτη, ανεξαρτήτως εάν η
χρήση αυτή γίνεται με ή χωρίς δήλωση της δικαστικής ιδιότητας ή των στοιχείων της ταυτότητάς
του.

Επεξηγήσεις-Καλές πρακτικές
α. Στους κινδύνους από τη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης περιλαμβάνονται, ιδίως, η
έκθεση σε παρενόχληση, η αλίευση προσωπικών δεδομένων (phishing), οι εκβιασμoί, καθώς και
ο αυξημένος κίνδυνος υπονόμευσης της εικόνας του δικαστικού λειτουργού ατομικώς ή και του
συνόλου του δικαστικού σώματος λόγω της δημοσιοποίησης δεδομένων μέσω αναρτήσεων
(posts), δημοσιεύσεων, σχολίων, ετικετών (tags), ενδείξεων επιδοκιμασίας ή αποδοκιμασίας
(likes/dislikes), φωτογραφιών κ.λπ.
β. Ο δικαστικός λειτουργός προσέχει ιδιαιτέρως το περιεχόμενο της ανάρτησής του. Φροντίζει
για την περιοδική αναθεώρηση και εκκαθάριση των δραστηριοτήτων του [σχόλια, δημοσιεύσεις,
ετικέτες, likes, shares κ.λπ.].
Οι ενδείξεις επιδοκιμασίας, αποδοκιμασίας, ενδιαφέροντος (follow)
ή άρσης ενδιαφέροντος (unfollow) συνιστούν δημόσια διαδικτυακή επικοινωνία, η οποία ενέχει
σημαντικούς κινδύνους, επειδή δεν είναι πλήρης και «ζωντανή», περιορίζεται δε σε αόριστες
ενδείξεις, οι οποίες είναι δεκτικές παρερμηνειών και δημιουργίας εντυπώσεων δυνητικού
επηρεασμού του δικαστικού λειτουργού ή καταχρηστικής προώθησης συμφερόντων του ιδίου ή
τρίτων.
Συνιστάται στον δικαστικό λειτουργό να περιορίζει την πρόσβαση στον λογαριασμό του
σε περιορισμένο και αξιόπιστο κύκλο επαφών
, καθώς επίσης να αποκλείει την εύρεση του
λογαριασμού του στα αποτελέσματα των μηχανών αναζήτησης στο διαδίκτυο.

γ. Ελέγχει τα σχόλια στις αναρτήσεις του και διαγράφει αυτά που θεωρεί ως διαγραπτέα. Σκόπιμη
είναι η δήλωση αποποίησης ευθύνης για τα σχόλια των τρίτων (disclaimer) ή η αναφορά ότι τα
σχόλια απηχούν αποκλειστικά τη γνώμη του συντάκτη τους.

δ. Γνωρίζει και ελέγχει περιοδικά τις ρυθμίσεις προστασίας της ιδιωτικότητας στις πλατφόρμες
των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
ε. Μεριμνά, ώστε να μην συμπράττει, έστω και ακούσια, στη διάδοση ψευδών ειδήσεων και
καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να αποτρέπει τη διάδοση τέτοιων ειδήσεων.
στ. Οι διαδικτυακές «φιλίες» (friendships) ή άλλες διαδικτυακές σχέσεις και συνδέσεις (likes,
follows κ.λπ.) δεν εξομοιώνονται αναγκαία με τις φιλίες της πραγματικής ζωής. Υπό ορισμένες,
όμως, περιστάσεις μπορεί να δημιουργήσουν την εντύπωση επηρεασμού ή μεροληψίας του
δικαστικού λειτουργού.

 
ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII
ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ-ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

1. Η παροχή στο κοινό πληροφοριών σχετικά με το γενικότερο έργο του Δικαστηρίου, τον τρόπο
οργάνωσης και λειτουργίας του, καθώς και την πορεία εκκρεμών υποθέσεων ευρύτερου
ενδιαφέροντος
και η δημιουργία εν γένει συνθηκών φιλικών κατά την επικοινωνία του
Δικαστηρίου με τον πολίτη, ενισχύει τη διαφάνεια της Δικαιοσύνης και την εμπιστοσύνη της
κοινωνίας στον θεσμό και τους φορείς του.
2. Τα αρμόδια όργανα του Δικαστηρίου μεριμνούν για την παροχή των πληροφοριών αυτών,
μέσω της ιστοσελίδας του, των μέσων μαζικής ενημέρωσης ή με κάθε άλλο πρόσφορο μέσο.
3. Όταν δημοσιοποιούνται πληροφορίες σχετικά με εκκρεμείς ή περαιωμένες υποθέσεις
λαμβάνεται μέριμνα ώστε να μην θίγονται τα δικαιώματα των διαδίκων και να μην διακυβεύεται
η σύννομη διεξαγωγή των δικαστικών διαδικασιών.

Καλές πρακτικές
α. Ετήσιες εκθέσεις πεπραγμένων με περίληψη των γενικότερου ενδιαφέροντος αποφάσεων που
εκδόθηκαν, δημοσιευμένες στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου, συμβάλλουν στην ενημέρωση των
πολιτών για τον τρόπο λειτουργίας της Δικαιοσύνης, όπως επίσης και η δημοσίευση
πληροφοριών σχετικά με τον τρόπο πρόσβασης στη Δικαιοσύνη.
β. Πληροφορίες στα μέσα μαζικής ενημέρωσης σχετικά με εκκρεμείς υποθέσεις ή
δημοσιευθείσες αποφάσεις παρέχονται υπό την εποπτεία αρμόδιου δικαστικού λειτουργού.
γ. Λαμβάνεται μέριμνα ώστε οι δικαστικοί λειτουργοί να έχουν πρόσβαση σε επίκαιρη,
αποδελτιωμένη και ανωνυμοποιημένη, όπου απαιτείται, νομολογία του Συμβουλίου της
Επικρατείας στα ζητήματα της εξαίρεσης, της σύγκρουσης συμφερόντων και του πειθαρχικού
δικαίου.

δ. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ασκούντες νομικά επαγγέλματα, καθώς και οι πολίτες,
σχετικά με την πρόσβαση στο Δικαστήριο και τη λειτουργία του, λαμβάνονται υπόψη και
αξιολογούνται προς τον σκοπό της συνεχούς βελτίωσης της υπηρεσίας.


ΜΕΡΟΣ Β΄
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ

1. Οι δικαστικοί λειτουργοί του Συμβουλίου της Επικρατείας μπορούν να υποβάλλουν
ερωτήματα επί συγκεκριμένων ζητημάτων δεοντολογίας που αντιμετωπίζουν σε γνωμοδοτικό
συμβούλιο που λειτουργεί προς τον σκοπό αυτό. Ερωτήματα μπορούν να υποβάλλουν και
δικαστικοί λειτουργοί που έχουν αφυπηρετήσει, εάν αντιμετωπίζουν ζητήματα δεοντολογίας που
μπορεί να έχουν αντίκτυπο στο κύρος της Δικαιοσύνης.
2. Το συμβούλιο είναι τριμελές και συγκροτείται με απόφαση του Προέδρου του Συμβουλίου της
Επικρατείας.
Απαρτίζεται από έναν αντιπρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως πρόεδρο,
έναν Σύμβουλο της Επικρατείας, οι οποίοι ορίζονται με τους αναπληρωτές τους από την
Ολομέλεια, και έναν δικαστικό λειτουργό που υποδεικνύεται με τον αναπληρωτή του από την
Ένωση Δικαστικών Λειτουργών του Συμβουλίου της Επικρατείας. Τα μέλη ορίζονται με διετή
θητεία και έχουν υποχρέωση εχεμύθειας. Το συμβούλιο υποστηρίζεται γραμματειακά, σύμφωνα
με τα οριζόμενα στον Κανονισμό Λειτουργίας του Συμβουλίου της Επικρατείας.

3. Το συμβούλιο:
α) διατυπώνει γραπτές γνωμοδοτήσεις επί των ερωτημάτων που του υποβάλλονται σχετικά με
την εφαρμογή του Χάρτη,
β) εισηγείται στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας την επικαιροποίηση του Χάρτη,
γ) δημοσιοποιεί στο ΟΣΔΔΥ-ΔΔ ετήσια έκθεση πεπραγμένων, καθώς και τις γνωμοδοτήσεις που
εκδίδει, καταλλήλως ανωνυμοποιημένες και με τις αναγκαίες προσαρμογές ώστε να
διασφαλίζεται το απόρρητο των πληροφοριών που περιέχονται στα ερωτήματα.

δ) συμμετέχει σε διεθνή fora που αφορούν τη δεοντολογία των δικαστικών λειτουργών.
4. Οι γνωμοδοτήσεις δεν είναι δεσμευτικές. Οι θέσεις που διατυπώνει το συμβούλιο στις
γνωμοδοτήσεις του δεν μπορεί να αποτελέσουν αφορμή για να ασκηθεί πειθαρχική δίωξη κατά
του δικαστικού λειτουργού που υπέβαλε το ερώτημα ούτε να χρησιμοποιηθούν σε βάρος του σε
περίπτωση που έχει αρχίσει πειθαρχική διαδικασία.

5. Το συμβούλιο δεν εκφέρει γνώμη επί ζητημάτων που αποτελούν αντικείμενο εκκρεμών
διοικητικών ή δικαστικών διαδικασιών.






Σαρκαστικά

 


Σαρκαστικά 
 
Η εμβιότητα είναι πεπερασμένη
κι έτσι νιώσαμε καλά
κι εκείνοι καλύτερα
Αυτό το μαχαίρι ήταν προορισμένο
να σφάζει τις σάρκες της αδικίας
αλλά προσανατολίστηκε σε σώμα
αβίωτο
Εκείνα τα βράδια της καταχνιάς
φεγγοβολούσαν έρμαιες ερινύες
σαρκαστικά αποζητούσαν εκδίκηση
Και γω με μνήμη αποσχιστική
έμπηξα ένα "Μάταια"
για να δολοφονήσω την ασυδοσία
Έζησαν και αυτοί καλά
κι εκείνοι καλύτερα
Ισταμένη και καθήμενη

Αποσιώπηση λόγων εξαίρεσης: Ανακριτής Ναρκωτικών κατηγορεί Ανακρίτρια Ναρκωτικών / Όταν το δάσος καίγεται και το κλαράκι συνθλίβεται

 


Η ενίοτε τυπολατρική και επιλεκτική , άστοχη κατ' αποτέλεσμα, εφαρμογή του άρ. 39 ΚΠΔ 

 

19/2020 ΕΦ ΠΕΙΡΑΙΑ (ΠΟΙΝ)  

(Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)


Δικαστές. Αποσιώπηση λόγου εξαίρεσης από δικαστικό λειτουργό. Υπεξαγωγή εγγράφου. Στοιχεία του εγκλήματος. Επιεικέστερος ποινικός νόμος. Επιεικέστερη η διάταξη του ά. 254 του νεότερου ΠΚ περί αποσιώπησης λόγου εξαίρεσης, λόγω μικρότερης επαπειλούμενης ποινής. Φθορά ευτελούς αξίας από τον προγενέστερο ΠΚ. Φθορά ξένης ιδιοκτησίας κατά το νέο άρθρο 378 του νέου ΠΚ. Κατάργηση πταισμάτων υπό το καθεστώς του νέου ΠΚ. Φθορά ξένης ιδιοκτησίας ευτελούς αξίας κατά τον προγενέστερο ΠΚ που τιμωρείτο ως πταίσμα, τιμωρείται, πλέον, από το νέο ΠΚ ως πλημμέλημα όταν το πράγμα είναι μικρής αξίας. Το πταίσμα, δε, υπό το καθεστώς του νέου ΠΚ δεν υφίσταται ως μορφή εγκλήματος και πράξεις που έχουν τελεστεί στο παρελθόν υπό τη μορφή πταίσματος θεωρούνται πλέον ανέγκλητες. Πραγματικά περιστατικά. Διατήρηση κοινωνικής σχέσης, η οποία και δεν οδήγησε, εντέλει, σε ιδιαίτερη, συναισθηματική σχέση, μεταξύ Δικαστή - Ανακρίτριας που χειριζόταν υπόθεση ναρκωτικών και ψυχιάτρου που εμφανίστηκε εμπλεκόμενος και αυτός στην υπόθεση των ναρκωτικών με τη μορφή της απλής συνέργειας. Καίτοι είχε υποχρέωση η ως άνω Δικαστής να δηλώσει αυτοεξαίρεση, ωστόσο δεν προκύπτουν ενδείξεις ότι είχε σκοπό να αποκομίσει αθέμιτη ωφέλεια, αφού ενήργησε σύννομα και τα επιβαρυντικά για τον τότε κατηγορούμενο - ψυχίατρο στοιχεία υπήρχαν στη δικογραφία, χωρίς να τα επινοήσει για να τον ενοχοποιήσει. Ως εκ τούτου, ελλείψει δόλου, δεν στοιχειοθετείται η τέλεση της αποσιώπησης λόγου εξαίρεσης. Καταστροφή από τη Δικαστή εγγράφου, που περιείχε τα μηνύματα που είχε στείλει η νυν κατηγορουμένη - Δικαστής στον ψυχίατρο μέσω της εφαρμογής viber, από τη δικογραφία διά του σκισίματός του. Ωστόσο, το σκίσιμο του αντιγράφου που υπήρχε στον υποφάκελο της αίτησης εξαίρεσης δεν μπορούσε να προκαλέσει βλάβη στην απόδειξη της κατηγορίας εις βάρος της, αφού είχε ήδη κριθεί η αίτηση εξαίρεσης και δεν γινόταν να επανακριθεί, καθ’ όσον η απόφαση που δέχεται την εξαίρεση δεν προσβάλλεται με ένδικα μέσα. Επιπλέον, η ίδια η Δικαστής ενήργησε πάνω στον εκνευρισμό της χωρίς να έχει σκοπό βλάβης. Τέλος, βάσει των ως άνω αναφερθέντων, δεν μπορεί να γίνει μεταβολή της κατηγορίας από υπεξαγωγή εγγράφου σε φθορά ξένης ιδιοκτησίας ευτελούς αξίας, καθ’ όσον το πταίσμα (ήτοι αυτό της φθοράς ευτελούς αξίας) δεν προβλέπεται ως μορφή εγκλήματος και, επομένως, τέτοιες πράξεις είναι ανέγκλητες. Ως εκ τούτου, αποφαίνεται να μη γίνει κατηγορία για τις ως άνω πράξεις.
 
 

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΩΙΣ

                                         Αριθμός Βουλεύματος 19/2020

                                      ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΦΕΤΩΝ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές, Ισιδώρα Πόγκα, Πρόεδρο Εφετών, Νικόλαο Κουτρούμπα, Εισηγητή και Ηλία Σταυρόπουλο, Εφέτες.

Συνήλθε στο γραφείο διασκέψεών του στις 20 Φεβρουάριου 2020, παρουσία και της Γραμματέα, Ευαγγελίας Κορώνη, για να διασκεφθεί και να αποφασίσει για την παρακάτω ποινική υπόθεση, επί της οποίας έχει υποβληθεί σ' αυτό η υπ' αριθ. 8/2020 έγγραφη πρόταση του Αντεισαγγελέα Εφετών Πειραιώς, Κωνσταντίνου Σοφουλάκη, η οποία έχει ως εξής:

Εισάγω στο Συμβούλιό Σας κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθ. 9α-` ,30 παρ. 1, 2και 4, 43 παρ.2 και 1,111 παρ.6,1 37εδ. α’ και δ`, 138,139, 316 παρ.2, 317 παρ.ι περ.β`, 318, 319 παρ.ι του νέου Κ.Π.Δ. (κυρωτικός νόμος 4620/2019, ΦΕΚ 96 Α` από 11.06.2019, που ισχύει από 01.07.2019), την ποινική δικογραφία με ηλεκτρονικό αριθμό πρωτοκόλλου ΤΕΠ ../2019 και ABM Μ- ..... με ΕΓ..., που σχηματίσθηκε μετά από προκαταρκτική εξέταση, κατά της: ......... του ..... και της ....., που γεννήθηκε την 25.09.1968 στην Αθήνα και κατοικεί στο .... Αττικής, ..........., δικαστικής λειτουργού (πρωτοδίκη) εν ενεργεία, κατόχου του με αριθμό ............/17.03.2010 δελτίου αστυνομικής ταυτότητας που εκδόθηκε από το παράρτημα Ασφαλείας Πειραιώς, κατά της οποίας ασκήθηκε ποινική δίωξη για τις πλημμεληματικές πράξεις: 1) της αποσιώπησης λόγου εξαίρεσης και 2) της υπεξαγωγής εγγράφου, οι οποίες προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων: που προβλέπονται και τιμωρούνται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων: 1,13 στοιχ. α ` και γ`, 14, 16, 17, 18, 26 παρ. 1 εδ. α `, 27 παρ.2 και 1, 51, 53, 79, 94, 222 και 254 του προϊσχύσαντος (παλαιού) ΠΚ όπως στις θέσεις αυτών υπεισήλθαν οι διατάξεις των άρθρων, 1, 13 στοιχ. α ` και γ`, 14, 16,17, 18,26α, 27 παρ. 2 και ι, 50 εδ.α’, 51, 53, 79, 94, 222 και 254 του νέου ΠΚ (Ν.461 9/2019, ΦΕΚ 95Α` από 11.06.2019, που ισχύει από 01.07.2019)], και που φέρονται τελεσθείσες στην Αθήνα (Πρωτοδικείο Αθηνών) στις 18.06.2018 και 25.06.2018, και, εκθέτω τα ακόλουθα:

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 43 παρ. 2, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 7 του Ν. 4637/2019 (Α` 18ο) του νέου Κ.Π.Δ. (κυρωτικός νόμος 4620/2019, ΦΕΚ 96 Α` από 11.06.2019, που ισχύει από 01.07.2019), αν διενεργήθηκε προκαταρκτική εξέταση ή αυτεπάγγελτη προανάκριση κατά το άρθρο 245 παρ. 2 ή ένορκη διοικητική εξέταση ή υπάρχει πόρισμα ή έκθεση αρμόδιας κατά τον νόμο για έλεγχο αρχής για πλημμέλημα των προσώπων του άρθρου 111 παρ. 6 (πρόσωπα ιδιαζούσης δωσιδικίας), ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών κινεί την ποινική δίωξη διαβιβάζοντας τη δικογραφία στον εισαγγελέα εφετών με σχέδιο κλητηρίου θεσπίσματος. Αν ο εισαγγελέας εφετών κρίνει ότι δεν συντρέχουν επαρκείς ενδείξεις για την εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο με απευθείας κλήση, υποβάλλει σχετική πρόταση στο συμβούλιο εφετών, διατηρώντας το δικαίωμα να διατάξει προηγουμένως προανάκριση για τη συμπλήρωση του αποδεικτικού υλικού.

Αρμοδίως, κατά συνέπεια, εισάγεται ενώπιον του Συμβουλίου Σας η παρούσα υπόθεση, μετά τη διενεργηθείσα προκαταρκτική εξέταση, στο πλαίσιο της οποίας αρχικώς ελήφθησαν έγγραφες εξηγήσεις της νυν κατηγορουμένης και στη συνέχεια της ασκήθηκε ποινική δίωξη για τις προαναφερόμενες πλημμεληματικές πράξεις, όπου κλήθηκε σε απολογία και άσκησε έτσι πλήρως το δικαίωμα ακροάσεως που προβλέπεται από το άρθρο 20 του Συντάγματος αλλά και από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ με την οποία καθιερώνεται η αρχή της δίκαιης δίκης, συστατικό της οποίας είναι και το δικαίωμα ακροάσεως (AH 924/2009 ΤΝΠ Νόμος) και δέον να ερευνηθεί κατ’ ουσίαν.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 254 του προϊσχύσαντος ΠΚ, υπάλληλος για τον οποίο υπάρχει νόμιμος λόγος να εξαιρεθεί σε κάποια υπόθεση και που εν γνώσει του αποσιωπά το περιστατικό αυτό και ενεργεί σ' αυτήν την υπόθεση, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών, αν η αποσιώπηση έγινε με σκοπό την αθέμιτη ωφέλεια του ίδιου ή άλλου ή τη βλάβη άλλου. Από τη διάταξη αυτή, με την οποία διαμορφώνεται στο Νόμο ένα έγκλημα γνήσιο παραλείψεως, του οποίου η αντικειμενική υπόσταση συνίσταται απλώς και μόνο σε αποθετική συμπεριφορά, δηλαδή σε αποχή από ορισμένη ενέργεια, προκύπτει, αφενός μεν ότι ο δράστης του προβλεπομένου και τιμωρουμένου από τη διάταξη αυτή εγκλήματος της αποσιώπησης λόγου εξαίρεσης είναι υπάλληλος με την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. α` του ίδιου Κώδικα, δηλαδή εκείνος στον οποίο νόμιμα έχει ανατεθεί, έστω και προσωρινά, η άσκηση Υπηρεσίας Δημόσιας, Δημοτικής ή Κοινοτικής ή άλλου Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου, στον κύκλο των ενεργητικών υποκειμένων της οποίας (έννοιας του υπαλλήλου) εντάσσονται πλην άλλων προσώπων και οι δικαστές (ΑΠ 1611/2007 ΤΝΠ Νόμος), αφετέρου δε, ότι προς στοιχειοθέτηση του εγκλήματος αυτού απαιτούνται: α) διάταξη Νόμου που να ιδρύει για τον υπάλληλο λόγο εξαίρεσης στην υπόθεση που ενεργεί, β) η από τον υπάλληλο με γνώση αποσιώπηση του περιστατικού αυτού και γ) η αποσιώπηση να έγινε με σκοπό αθέμιτης ωφέλειας του δράστη ή κάποιου άλλου ή προς βλάβη άλλου (ΑΠ689/2014, ΑΠ1 044/2011, ΑΠ856/2011, ΑΠ 2430/2008, ΑΠ ι 340/2005, ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 14,15 και 23 του νυν ισχύοντος νΚΠΔ(ο οποίος -σημειωτέον- δεν μετεβλήθη ουσιωδώς ως προς την κύρια κατεύθυνση του προϊσχύσαντος ΚΠΔ) ορίζεται ότι κάθε δικαστικός λειτουργός που αναφέρεται στο άρθρο 14 οφείλει να δηλώσει αμέσως στον πρόεδρο του δικαστηρίου όπου υπηρετεί το γνωστό σ’ αυτόν λόγο για τον οποίο αποκλείεται ή εξαιρείται από τα καθήκοντά του σε ορισμένη υπόθεση, σύμφωνα με τα άρθρα 14 και 15, με σκοπό να του επιτραπεί η αποχή. Ως λόγοι εξαίρεσης νοούνται όταν συντρέχουν οι λόγοι αποκλεισμού του άρθρου αυτού ή αν προκάλεσαν ή προκαλούν υπόνοιες μεροληψίας, δηλαδή αν υπάρχουν γεγονότα που μπορούν να δικαιολογήσουν εμφανώς δυσπιστία για την αμεροληψία τους. Ο πρόεδρος πολυμελούς δικαστηρίου και ο εισαγγελέας, που είναι προϊστάμενος εισαγγελίας, υποβάλλουν τη δήλωση αυτή στους νόμιμους αναπληρωτές τους, ενώ οι αντεισαγγελείς στον εισαγγελέα. Κατά τα άλλα εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 19 παρ. 2. Τα δικαστικά πρόσωπα που αναφέρονται στις προηγούμενες παραγράφους οφείλουν να δηλώσουν με τον ίδιο τρόπο τυχόν σοβαρούς λόγους ευπρέπειας που επιβάλλουν την αποχή τους από την άσκηση των καθηκόντων τους, ακόμα και αν δεν υπάρχουν οι λόγοι της παρ. 1. Η δήλωση αποχής πρέπει να είναι αιτιολογημένη και να στηρίζεται σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο δικαστικός λειτουργός διαπράττει το από το άρθρο 254 του ΠΚ προβλεπόμενο έγκλημα της αποσιώπησης λόγου εξαίρεσης, όταν, πρόκειται να δικαιοδοτήσει ως μονομελές όργανο, στο πλαίσιο της λειτουργικής του αρμοδιότητας (ως εν προκειμένω ο ορισθείς υπό της ολομέλειας του δικαστηρίου στο οποίο υπηρετεί δικαστής να ασκήσει ανακριτικά καθήκοντα, προς διεξαγωγή κυρίας ανάκρισης σε εισαγόμενες από την Εισαγγελία υποθέσεις, ως ορίζει ο ΚΠΔ), και ενεργώντας από πρόθεση, αποσιωπήσει με την έννοια της μη υποβολής αναφοράς στον πρόεδρο του δικαστηρίου που υπηρετεί ότι συντρέχει στο πρόσωπό του λόγος αποκλεισμού ή εξαίρεσής του, ή και τυχόν σοβαρός λόγος ευπρέπειας που επιβάλλει την αποχή του από την άσκηση των καθηκόντων του, με την ταυτόχρονη ενέργειά του να χειριστεί την υπόθεση παρά το διαφαινόμενο κώλυμα που συντρέχει στο πρόσωπό του με ταυτόχρονη επιδίωξη είτε αθέμιτης ωφέλειας του ίδιου ή άλλου είτε βλάβης άλλου (ΑΠ 549/2009 ΤΝΠ Νόμος). Επομένως, προκειμένου για δικαστικό λειτουργό για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης της άνω διάταξης, απαιτείται να συντρέχουν σωρευτικά και οι δύο προϋποθέσεις, ήτοι τόσο της αποσιώπησης όσο και της ενέργειάς του ως δικαστή να χειριστεί την υπόθεση, διαφορετικά δεν πρόκειται για αξιόποινη αποσιώπηση λόγου εξαίρεσης (Χαραλαμπάκη Α., ΕρΠΚ τόμος II, σελ. 495)» όντως αδιάφορου αν ο σκοπός ωφέλειας του ίδιου του υπαλλήλου ή άλλου ή η βλάβη τρίτου προσώπου πραγματοποιήθηκε ή όχι, αφού δεν αποτελεί συστατικό όρο του εγκλήματος (ΑΠ 2430/2008 ΤΝΠ Νόμος), εκτός αν δεν υπάρχει εξ αρχής ο πρόσθετος αυτός σκοπός, οπότε δεν στοιχειοθετείται καν η προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 254 ΠΚ. Εξάλλου για την υποκειμενική υπόσταση απαιτείται τουλάχιστον αναγκαίος δόλος, εξαιρουμένου του ενδεχόμενου, ο οποίος καταλαμβάνει όλα τα στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως, ήτοι γνώση του νόμιμου λόγου εξαιρέσεως, εν γνώσει αποσιώπησή του και ενέργεια του υπαλλήλου στην υπόθεση (άρθρο 27 παρ. 2 εδ. α` ΠΚ), ενώ όσον αφορά το επιδιωκόμενο αθέμιτο όφελος του δράστη ή άλλου ή τη βλάβη τρίτου προσώπου, απαιτείται δόλος σκοπού (άρθρο 27 παρ. 2 εδ. β` ΠΚ), τυποποιουμένου εν προκειμένω εγκλήματος υπερχειλούς υποκειμενικής υποστάσεως. Περαιτέρω, με το Ν. 4619/11.06.2019, ΦεΚ 95Α` 11.06.2019 κυρώθηκε ο νέος Ποινικός Κώδικας(η ισχύς του οποίου άρχισε από 01.07.2019), η άνω διάταξη του άρθρου 254 ΠΚ περί αποσιώπησης λόγου εξαίρεσης, απλώς αναδιατυπώθηκε από τον νεώτερο νομοθέτη στο σύνολό της, χωρίς καμία απολύτως αλλαγή στην στοιχειοθέτησή της, σύμφωνα με όσα προβλέπονται ειδικότερα στην αιτιολογική έκθεση υπό το άρθρο 254ΠΚ, με μόνη διάκριση την αυστηροποίησή της κατά το σκέλος που εδώ ενδιαφέρει εν προκειμένω της αποσιώπησης λόγου εξαίρεσης από δικαστικό λειτουργό ή δικαστή αναβαθμίζοντάς τη ως διακεκριμένη περίπτωση, για την οποία επαπειλείται βαρύτερη ποινή (φυλάκιση ή χρηματική ποινή, αντί για φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή στους λοιπούς υπαλλήλους). Από την αντιπαραβολή των ανωτέρω διατάξεων του προϊσχύσαντος (παλαιού) ΠΚ και του νυν ισχύοντος (νέου)για να κριθεί ποιά στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου για να τύχει εφαρμογής για αυτόν κατ' άρθ.2 παρ. 1 ν ΠΚ, θα πρέπει κάθε μια εξ αυτών (διατάξεων) τόσο κατά το σκέλος της αντικειμενικής όσο και κατ' εκείνο της υποκειμενικής της υποστάσεως να συγκρισιολογηθεί-παραβληθεί ειδικότερα και όχι το σύνολό τους, ως συνέβαινε με τον προϊσχύσαντα (παλαιό) ΠΚ. Έτσι, όσον αφορά το δικαστικό λειτουργό, ευμενέστερη κατ'αρθ.2 παρ. 1 νΠΚ τυγχάνει η νεότερη διάταξη, λόγω μικρότερης επαπειλούμενης ποινής. Περαιτέρω, για την κατά το άρθρο του 222 του προϊσχύσαντος ΠΚ στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαγωγής εγγράφου, υπαλλακτικώς μικτού, με προστατευόμενο έννομο αγαθό - αντικείμενο το έγγραφο, ως αποδεικτικό μέσο, απαιτούνται α) έγγραφο, δημόσιο ή ιδιωτικό, κατά την έννοια του άρθρου 13 εδ. γ’ ΠΚ, προορισμένο ή πρόσφορο έστω και ως δικαστικό τεκμήριο να αποδείξει γεγονός που έχει έννομη σημασία, β) απόκρυψη, βλάβη ή καταστροφή του εγγράφου, γ) να μην είναι κύριος ή αποκλειστικός κύριος του εγγράφου ο δράστης ή να είναι μεν κύριος αυτού, αλλά να έχει υποχρέωση κατά τις διατάξεις του ΑΚ προς παράδοση ή επίδειξη σε άλλον και δ) να ενήργησε ο δράστης προς το σκοπό της βλάβης του τρίτου, δηλαδή του κυρίου ή συγκυρίου του εγγράφου ή αυτού που δικαιούται απλώς στην επίδειξη ή παράδοσή του, αδιαφόρως εάν επιτεύχθηκε ή όχι ο σκοπός αυτός, αφού το έγκλημα είναι διακινδύνευσης, που αποσκοπεί στην αχρήστευση του εγγράφου ως αποδεικτικού μέσου χωρίς να απαιτείται και η επίτευξη βλάβης, η οποία μπορεί να είναι είτε περιουσιακή είτε ηθική και να αφορά οποιοδήποτε πρόσωπο. Υποκειμενικά απαιτείται άμεσος δόλος εγκείμενος στο σκοπό του δράστη που γνωρίζει και θέλει την επέλευση της βλάβης τρίτου, ως άμεσης και απευθείας συνέπειας της πράξης της υπεξαγωγής και όχι άλλης ενέργειάς του, η δε βλάβη δεν απαιτείται να επήλθε, αρκεί και μόνο να απειλήθηκε (ΑΠ 82/2019, 867/2017, ΑΠ 834/2016 ΤΝΠ Νόμος). Τέλος, με το Ν. 4619/11-06.2019, ΦΕΚ 95Α` 11.06.2019 κυρώθηκε ο νέος Ποινικός Κώδικας (η ισχύς του οποίου άρχισε από 01.07.2019), η άνω διάταξη του άρθρου 222 ΠΚ περί υπεξαγωγής εγγράφων, απλώς αναδιατυπώθηκε από τον νεώτερο νομοθέτη στο σύνολό της, χωρίς καμία απολύτως αλλαγή στην στοιχειοθέτησή της, σύμφωνα με όσα.........

 αφετέρου δε, σε βάρος του 2ου εξ αυτών ...., την από 18.06.2018 κλήση σε απολογία για την 25.06.2018. Όμως, ο τελευταίος χολωθείς από την εξέλιξη αυτή, διότι πίστευε ότι θα έτυχε «καλύτερης μεταχείρισης» από την κατηγορουμένη, ενόψει της προηγηθείσης στο παρελθόν κοινωνικής τους σχέσης (: ο ίδιος την αποκαλεί «ιδιαίτερη προσωπική σχέση» κατά τα παρακάτω αναφερόμενα ειδικότερα), εγχείρισε στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών την από 18.06.2018 αίτηση εξαίρεσης της κατηγορουμένης από τα ανακριτικά της καθήκοντα, επικαλούμενος ότι έδει να απόσχει από αυτά ενόψει του ότι διατηρούσε μαζί του: «ιδιαίτερη προσωπική σχέση...και έληξε άδοξα» (βλ. την 18.06.2018 αίτηση εξαίρεσης, συνημμένη), πλην όμως επί της αιτήσεώς του αυτής εξεδόθη το συνημμένο υπ’αριθ. 2805 από 22.06.2018 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο υιοθετώντας την εισαγγελική πρόταση δέχθηκε ότι: «...Από την εξέταση των προσκομισθέντων από τον αιτούντα ..... του .......... αντιγράφων ανταλλαχθέντων μεταξύ του ίδιου και της καθού η αίτηση εξαίρεσης Ανακρίτριας του ... Ανακριτικού Τμήματος Ναρκωτικών Αθηνών, ..........., μηνυμάτων μέσω της εφαρμογής viber (τη γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβήτησε η ανωτέρω δικαστική λειτουργός στην από 19-6-2018 έγγραφη απάντηση σε αίτηση εξαίρεσης) συνάγεται το γεγονός της ύπαρξης κοινωνικής σχέσης, πέραν της απαιτούμενης υπηρεσιακής σχέσης, χωρίς να προκύπτει αδιαμφισβήτητα η επικαλούμενη από τον αιτούντα ιδιαίτερα προσωπική σχέση, πολλώ δε μάλλον δεν προκύπτουν από το αποδεικτικό υλικό της με Α.Β.Μ. Φ....... δικογραφίας μη σύννομες ενέργειες της ανωτέρω δικαστικής λειτουργού, πλην όμως από μόνη της η εμφανιζόμενη στα ανταλλαγέντα μηνύματα υφιστάμενη (έστω και στο πρόσφατο παρελθόν) κοινωνική σχέση, πέραν της υπηρεσιακής, δύναται να προκαλέσει υπόνοιες μεροληψίας στο πρόσωπο της ανωτέρω δικαστικού λειτουργού υπέρ ή και σε βάρος του αιτούντα ........... κατά τον περαιτέρω χειρισμό της υπόθεσης...». Η κρίση αυτή του άνω Συμβουλίου τυγχάνει ειδική και εμπεριστατωμένη και δεν αναιρείται από ουδένα στοιχείο της δικογραφίας, τουναντίον αποδομείται από τους εξετασθέντες μάρτυρες και από την κατηγορουμένη, η οποία, κατά την επακολουθήσασα σε βάρος της προκαταρκτική εξέταση και την εν συνεχεία αυτής -μετά την άσκηση της υπό κρίση ποινικής δίωξης-προανάκριση, μετά από παραγγελίες του επιληφθέντος εισαγγελέα του α’βαθμού δικαιοδοσίας της Εισαγγελίας Πλημμελειοδικών Πειραιά, η οποία κατέστη αρμόδια καθ'ύλη και κατά τόπο μετά τον κανονισμό αρμοδιότητος κατά παραπομπή, κατ`αρθ. 136ε ΚΠΔ που προκλήθηκε με την από 19.07.2018 αίτηση της Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αθηνών και την συνακόλουθη έκδοση του συνημμένου υπ’αριθ. 1768/2018 βουλεύματος του Ε` Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, με παρησσία υπερασπίσθηκε τον εαυτό της, μη διαψεύδοντας μεν το περιεχόμενο των ανταλλαχθέντων με τον ψυχίατρο μηνυμάτων, πλην δε, υποστηρίζοντας στερρώς ότι η όλη σχέση που αναπτύχθηκε στην πορεία του χρόνου με αυτόν ήταν σχέση κοινωνική και δεν αναβαθμίστηκε σε ιδιαίτερη προσωπική ως ο ίδιος αβασάνιστα ισχυρίζεται, γεγονός που αβίαστα τεκμαίρεται από το όλο περιεχόμενο των ανταλλαχθέντων με τον ψυχίατρο μηνυμάτων. Κατά συνέπεια εκ των άνω σαφώς τεκμαίρεται ότι όσον αφορά την ...των καταγγελλομένων πράξεων(παρασιώπησης λόγου εξαίρεσης), δεν στοιχειοθετείται υποκειμενικώς πως, για το λόγο ότι η κατηγορουμένη, αν και είχε υποχρέωση να δηλώσει κατ`εφαρμογή των άρθρων 14 και 15 του νΚΠΔ, την αυτοεξαίρεσή της από την σε βάρος του ψυχιάτρου ......... υπόθεση, ή έστω να απέχει κατ`εφαρμογή του άρθρου 23 παρ. 2 νΚΠΔ για λόγους ευπρέπειας από την άσκηση των ανακριτικών της καθηκόντων, λόγω της ιδιότητάς ως εν ενεργεία δικαστικής λειτουργού, ενόψει της κατά το παρελθόν προηγηθείσης κοινωνικής τους σχέσης, η οποία από μόνη της, ήταν δυνατόν να εγείρει στον τελευταίο έλλειψη αμεροληψίας στο πρόσωπό της, παρά ταύτα πίστευε - πεπλανημένα- ότι η όποια σχέση της που είχε δημιουργηθεί με τον αιτούντα την εξαίρεσή της ψυχίατρο ........ στο απώτερο προηγούμενο της ενέργειάς της έτος (2017), αν και ήταν εκτός των υπηρεσιακών της καθηκόντων, επειδή αφενός αναγόταν σε επίπεδο κοινωνικής και μόνο συναναστροφής και δεν εξελίχθηκε σε «ιδιαίτερη προσωπική σχέση... που έληξε άδοξα», ως ισχυρίστηκε αναπόδεικτα ο τελευταίος, και αφετέρου για τον πρόσθετο λόγο ότι αυτή (κοινωνική τους σχέση) είχε διακοπεί και δεν υφίστατο κατά το χρόνο της ενέργειάς της (18.06.2018), δεν θα εγείρει εκ μέρους του τελευταίου υπόνοιες αμεροληψίας στο πρόσωπό της. Αυτός ο λόγος για τον οποίο δεν συντρέχει στο πρόσωπό της εξ υπαρχής ο πρόσθετος αναγκαίος δόλος σκοπού (άρθρο 27 παρ. 2 εδ. β` ΠΚ), προκλήσεως βλάβης στα συμφέροντά του και ως εκ τούτου δεν στοιχειοθετείται υποκειμενικά η εν λόγω πράξη. Άλλωστε το γεγονός αυτό της έλλειψης δηλονότι πρόσθετου αναγκαίου δόλου σκοπού προκλήσεως βλάβης στα συμφέροντα του εν λόγω ψυχιάτρου, αποκλείεται και εκ του ότι μετά την ολική διακοπή της κοινωνικής τους σχέσης, η κατηγορουμένη εξακολουθούσε να τον διορίζει πραγματογνώμονα, οψέποτε παρίστατο ανάγκη κατά την άσκηση των δικαιοδοτικών της καθηκόντων, τηρώντας αμερόληπτη στάση απέναντι του, χωρίς οιοδήποτε κομπασμό ή δυσαρέσκεια στο πρόσωπό του.

Περαιτέρω και όσον αφορά την 2η πράξη της υπεξαγωγής εγγράφου, λεκτέα τα εξής: η κατηγορουμένη την 25.06.2018 μετέβη στο γραφείο του συναδέλφου της Πρωτοδίκη ...... που ανέλαβε να διεκπεραιώσει την άνω δικογραφία με ΑΒΜ Φ ......., μετά την εξαίρεση της ιδίας κατά τα ανωτέρω και αν και αιτήθηκε: «να αναλάβει από τον αντίστοιχο υποφάκελο της εν λόγω δικογραφίας που περιείχε την αίτηση εξαίρεσης και τα σχετικά συνοδεύοντα αυτή αποδεικτικά στοιχεία, όλα τα εκτυπωθέντα μηνύματα που είχαν ανταλλαγεί μεταξύ της εν λόγω ανακρίτριας και του αιτούντος την εξαίρεσή της κατηγορουμένου .......» (βλ. την από 26.06.2018 αναφορά του Ανακριτή του ... Τμήματος, συνημμένη), εν τούτοις ο εν λόγω συνάδελφός της αρνήθηκε να της ικανοποιήσει το αίτημά της αυτό επικαλούμενος ότι: «τα έγγραφα αυτά αποτελούσαν στοιχεία της ανακριτικής δικογραφίας, μόνο δε αντίγραφα θα μπορούσε ενδεχομένως να λάβει με την προβλεπόμενη στο νόμο διαδικασία». Τότε η κατηγορουμένη: «Κατά τη διάρκεια της συζήτησής τους πάνω στο θέμα αυτό, ....πήρε στα χέρια της τα σχετικά έγγραφα που ήταν αποτυπωμένα τα εν λόγω μηνύματα για να τα δει και τότε, ενεργώντας καταφανώς υπό καθεστώς εκνευρισμού και αγανάκτησης, έσκισε ένα εξ αυτών και το έβαλε στην τσάντα της, χωρίς να προλάβω να δω ποιο ήταν». Από την ανωτέρω περιγραφή δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι η κατηγορουμένη αντέδρασε υπό το κράτος συγχύσεως, εκνευρισμού και αγανάκτησης, που της προκλήθηκε όχι από την άρνηση του συναδέλφου της να ικανοποιήσει αμέσως και εκ του προχείρου το αίτημά της, αλλά εκ του γεγονότος ότι βίωνε ενώπιόν του τον απόλυτο εξευτελισμό της από την μικροπρέπεια του καταγγέλλοντος αυτή ψυχιάτρου ...... που έλαβε τεράστιες διαστάσεις εντός του κύκλου των συναδέλφων της και ασφαλώς την έθιγε μέχρι κεραίας, ως γυναίκα, ως επιστήμονα και κυρίως ως εν ενεργεία δικαστικό λειτουργό, αποκλεισμένου σε κάθε περίπτωση του δόλου της, να ενήργησε δηλαδή, προς το σκοπό βλάβης ή απειλής αυτής των συμφερόντων του εν λόγω ψυχιάτρου, δοθέντος ότι η εφαρμογή «viber» στην οποία είχαν καταχωρηθεί τα εν λόγω ηλεκτρονικά μηνύματα λειτουργούσε μέσω διαδικτύου με αποθήκευση των δεδομένων της στη μνήμη της συσκευής είτε του κινητού τηλεφώνου (smartfhone) ή tablet ή laptop και δεν επρόκειτο να εξαφανισθούν αυτά παρά μόνον με την πρωτοβουλία του διαχειριστή της δηλαδή εν προκειμένω του ψυχιάτρου και στα οποία πρόσβαση άμεση και καθολική είχε μόνο αυτός ανά πάσα στιγμή. Έτσι η σπασμωδική της αυτή κίνηση δεν απέβλεπε να προκαλέσει βλάβη ούτε και απειλή αυτής στα συμφέροντα του εν λόγω ψυχιάτρου, τα οποία ούτως ή άλλως προστατεύτηκαν με την απομάκρυνσή της από την σε βάρος του υπόθεση, αλλά να αμυνθεί και να διαμαρτυρηθεί για τον εξευτελισμό της, ο οποίος ήταν άμεσος και ενεργός, ενώπιον του συναδέλφου της.

Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω δεν υφίστανται οι, εκ του άρθ. 313 δ. α` νΚΠΔ, προβλεπόμενες επαρκείς ενδείξεις ενοχής, ικανές να στηρίξουν δημόσια κατηγορία στο ακροατήριο εναντίον της κατηγορουμένης για τις προαναφερόμενες πράξεις, και δέον όπως το Συμβούλιό Σας, κατ`εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων βίο παρ. Ια και 311 παρ. 1 νΚΠΔ, να αποφανθεί να μη γίνει κατηγορία σε βάρος της για αυτές, ενώ θέμα δικαστικών εξόδων δεν γεννάται, καθότι η ποινική δίωξη ασκήθηκε αυτεπαγγέλτως (άρθ. 580 παρ. 1 νΚΠΔ),

                                     ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
                                               ΠΡΟΤΕΙΝΩ:

Να μη γίνει κατηγορία, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθ. 310 παρ. Ια και 311 παρ. 1 νΚΠΔ, κατά της κατηγορουμένης .......... και της ........, που γεννήθηκε την 25.09.1968 στην Αθήνα και κατοικεί στο ....... Αττικής, Λεωφόρος .... δικαστικής λειτουργού(πρωτοδίκη) εν ενεργεία, κατόχου του με αριθμό  .../17.03.2010 δελτίου αστυνομικής ταυτότητας που εκδόθηκε από το παράρτημα Ασφαλείας Πειραιώς, κατά της οποίας ασκήθηκε ποινική δίωξη για τις πλημμελήματικές πράξεις: 1) της αποσιώπησης λόγου εξαίρεσης και 2) της υπεξαγωγής εγγράφου, οι οποίες προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων: που προβλέπονται και τιμωρούνται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων: 1,13 στοιχ. α ’ και γ`, 14,16,17, ι 8, 26 παρ. ι εδ. α`, 27 παρ.2 και 1, 51, 53? 79? 94? 222 και 254 του προϊσχύσαντος (παλαιού) ΠΚ[όπως στις θέσεις αυτών υπεισήλθαν οι διατάξεις των άρθρων, 1,13 στοιχ. α ` και γ`, 14, 1 6,1 7,1 8,26α, 27 παρ. 2 και 1,50 εδ.α ’, 51, 53, 79, 94, 222 και 254 του νέου ΠΚ (Ν.461 9/201 9, ΦΕΚ 95 Α` από 11.06.2019, που ισχύει από 01.07.2019)], και που φέρονται τελεσθείσες στην Αθήνα (Πρωτοδικείο Αθηνών) στις 18.06.2018 και 25.06.2018

                                          Πειραιάς, 28.01.2020
                                              Ο Εισαγγελέας
                                                (υπογραφή)

                                    Κωνσταντίνος Σοφουλάκης
                                       Αντεισαγγελέας Εφετών

Αφού έλαβε υπόψη την ως άνω πρόταση του Αντεισαγγελέα Εφετών Πειραιώς, Κωνσταντίνου Σοφουλάκη, για την οποία η κατηγορουμένη ειδοποιήθηκε να λάβει αντίγραφο, άρθρο 28.1.2020 σημείωση της Γραμματέως της Εισαγγελίας Εφετών Πειραιά, Α. Παπούλια,

                                     ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
                                       ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΝΟΜΟ

Με την προπαρατεθείσα εισαγγελική πρόταση αρμοδίως και παραδεκτά σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 9 εδ.α’, 30 παρ.1, 2 και 4, 43 παρ.2 και 1, 111l παρ.6, 137 εδ.α’ και δ’, 138, 139, 316 παρ.2, 317 παρ.ι περ.β’, 318, 319 παρ.1 του νέου ΚΠοινΔ, εισάγεται ενώπιον αυτού του Συμβουλίου η με ηλεκτρονικό αριθμό πρωτοκόλλου ΤΕΠ .../2019 και ABM Μ-....... και ΕΓ..... ποινική δικογραφία, που σχηματίσθηκε μετά από προκαταρκτική εξέταση, κατά της ..............., γεννηθείσας στην Αθήνα στις 25.9.1968, κατοίκου ......... Αττικής, ......, εν ενεργεία δικαστικής λειτουργού και δη πρωτοδίκη, σε βάρος της οποίας ασκήθηκε ποινική δίωξη για τις πλημμεληματικές πράξεις: 1) της αποσιώπησης λόγου εξαίρεσης και 2) της υπεξαγωγής εγγράφου, οι οποίες προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 1, 13 στοιχ.α’ και γ’, 14, 16, 17, 18, 26 παρ.ι εδ.α’, 27 παρ.2 και 1, 51, 53, 79, 94, 222 και 254 του προϊσχύσαντος (παλαιού) ΠΚ [όπως στις θέσεις αυτών υπεισήλθαν οι διατάξεις των άρθρων 1, 13 στοιχ. α’ και γ’, 14, 16, 17, 18, 26% 27 παρ.2 και ι, 50 εδ.α’, 51, 53, 79, 94, 222 και 254 του νέου ΠΚ (ν. 4619/2019, ΦΕΚ 95 Α’ από 11.6.2019, που ισχύει από 1.7.2019)] και οι οποίες φέρονται τελεσθείσες στην Αθήνα (Πρωτοδικείο Αθηνών) στις 18.6.2018 και στις 25.6.2018. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 43 παρ.2 του νέου ΚΠοινΔ, όπως η διάταξη αυτή συμπληρώθηκε με το άρθρο 7 παρ.5 του ν. 4637/2019, αν διενεργήθηκε προκαταρκτική εξέταση ή αυτεπάγγελτη προανάκριση κατά το άρθρο 245 παρ.2 ή ένορκη διοικητική εξέταση ή υπάρχει πόρισμα ή έκθεση αρμόδιας κατά τον νόμο για έλεγχο αρχής για πλημμέλημα των προσώπων του άρθρου 111 παρ. 6 (πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας), ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών κινεί την ποινική δίωξη διαβιβάζοντας τη δικογραφία στον εισαγγελέα εφετών με σχέδιο κλητηρίου θεσπίσματος. Αν ο εισαγγελέας εφετών κρίνει ότι δεν συντρέχουν επαρκείς ενδείξεις για την εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο με απευθείας κλήση, υποβάλλει σχετική πρόταση στο συμβούλιο εφετών διατηρώντας το δικαίωμα να διατάξει προηγουμένως προανάκριση για τη συμπλήρωση του αποδεικτικού υλικού. Εν προκειμένω, διενεργήθηκε  προκαταρκτική εξέταση, στα πλαίσια της οποίας λήφθηκαν έγγραφες εξηγήσεις από την νυν κατηγορούμενη και ακολούθως, αφού ασκήθηκε ποινική δίωξη για τις προαναφερόμενες πλημμελήματικές πράξεις, εκείνη κλήθηκε σε απολογία, ασκώντας το προβλεπόμενο από το άρθρο 20 του Συντάγματος και 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ δικαίωμα ακροάσεως. Επομένως, νομίμως η εν λόγω υπόθεση φέρεται ενώπιον αυτού του Συμβουλίου για να ερευνηθεί στην ουσία της.

Κατά το άρθρο 254 του προϊσχύσαντος Π.Κ., υπάλληλος για τον οποίο υφίσταται νόμιμος λόγος να εξαιρεθεί σε κάποια υπόθεση και που εν γνώσει του αποσιωπά το περιστατικό αυτό και ενεργεί σ’ αυτήν την υπόθεση τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών, αν η αποσιώπηση έγινε με σκοπό την αθέμιτη ωφέλεια του ίδιου ή άλλου ή τη βλάβη άλλου. Το αδίκημα είναι σύνθετης ενέργειας και παράλειψης, διότι δεν αρκεί μόνο η αποσιώπηση, αλλά απαιτείται και αρχή ενέργειας στην υπόθεση όπου το κώλυμα (ΑΠ 1517/99, αδημ., 538/83, ΠΧ ΛΓ, σελ. 878, Μιχαήλ Μαργαρίτη, Ποινικός Κώδικας, έκδοση 2003, σελ. 668). Η πράξη τελείται από πρόσωπο που έχει την ιδιότητα του υπαλλήλου υπό την έννοια του άρθρου 13 στοιχ.α’ του ΠΚ, αλλά και από δικαστή, επιπλέον δε απαιτείται η ύπαρξη νόμιμου λόγου εξαίρεσης, δηλαδή να υπάρχει συγκεκριμένη διάταξη που να τον εξαιρεί στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπως λ.χ. οι διατάξεις των άρθρων 14 και 15 του ΚΠοινΔ, η αποσιώπηση του λόγου και η ενέργεια παρά ταύτα του υπαλλήλου ή του δικαστή και δόλος, ενέχων πλην της γνώσεως ότι υφίσταται κατά νόμο λόγος εξαιρέσεώς του και τη θέληση να αποσιωπήσει αυτόν και να ενεργήσει στην υπόθεση, προσέτι δε και σκοπός αθέμιτης ωφέλειας του δράστη ή κάποιου άλλου ή βλάβης άλλου, ο οποίος (σκοπός) πρέπει να επιδιώκεται από τον δράστη (ΑΠ 1394/1982, ΠοινΧρ ΛΓ’, σελ. 522). Ιδίως, όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 14,15 και 23 του νυν ισχύοντος ΚΠοινΔ, που δεν έχει μεταβληθεί ουσιωδώς ως προς την κύρια κατεύθυνση του προϊσχύσαντος ΚΠοινΔ, ο δικαστικός λειτουργός οφείλει να δηλώσει αμέσως στον πρόεδρο του δικαστηρίου όπου υπηρετεί, τον γνωστό σε αυτόν λόγο για τον οποίο αποκλείεται ή εξαιρείται από τα καθήκοντά του σε ορισμένη υπόθεση, σύμφωνα με τα παραπάνω άρθρα 14 και 15, με σκοπό να του επιτραπεί η αποχή. Ο πρόεδρος πολυμελούς δικαστηρίου και ο εισαγγελέας, που είναι προϊστάμενος εισαγγελίας υποβάλλουν τη δήλωση αυτή στους νόμιμους αναπληρωτές τους, ενώ οι αντιεισαγγελείς στον εισαγγελέα. Κατά τα λοιπά, ως προς την ακολουθούμενη διαδικασία εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 19 παρ.2 του ΚΠοινΔ. Επίσης, κατ’ άρθρο 23 παρ.2 του νέου ΚΠοινΔ (23 παρ.3 του παλαιού ΚΠοινΔ) τα παραπάνω δικαστικά πρόσωπα οφείλουν να δηλώσουν με τον ίδιο τρόπο τυχόν σοβαρούς λόγους ευπρέπειας που επιβάλλουν την αποχή τους από την άσκηση των καθηκόντων τους, ακόμη και αν δεν υπάρχουν οι λόγοι των άρθρων 14 και 15 του ΚΠοινΔ. Η δήλωση αποχής πρέπει να είναι αιτιολογημένη και να βασίζεται σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά. Σοβαρό λόγο ευπρέπειας συνιστά και η μεταξύ του δικαστικού προσώπου και κάποιου διαδίκου γνωριμία, στενότερη πάντως της απλής καθώς και η συχνή συνεστίαση (βλ. Χαράλαμπο Σεβαστίδη, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, Τόμος I, έκδοση 2011, σελ. 167). Επομένως, ο δικαστικός λειτουργός διαπράττει το προβλεπόμενο στο άρθρο 254 ΠΚ έγκλημα της αποσιώπησης λόγου εξαίρεσης και όταν πρόκειται να δικαιοδοτήσει ως μονομελές όργανο, στα πλαίσια της λειτουργικής του αρμοδιότητας, όπως όταν ασκεί καθήκοντα ανακριτή σε συγκεκριμένη υπόθεση που του έχει ανατεθεί κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας για διενέργεια κύριας ανάκρισης και ενεργώντας από πρόθεση, αποσιωπήσει με τη μη υποβολή αναφοράς στον πρόεδρο του δικαστηρίου όπου υπηρετεί ότι συντρέχει στο πρόσωπό του λόγος αποκλεισμού ή εξαίρεσης ή και τυχόν σοβαρός λόγος ευπρέπειας και ταυτόχρονα προχωρήσει στον χειρισμό της υπόθεσης παρά το διαφαινόμενο κώλυμα που συντρέχει στο πρόσωπό του, επιπλέον δε επιδιώκει είτε την αθέμιτη ωφέλεια του ίδιου ή άλλου, είτε τη βλάβη άλλου. Αν δεν υπάρχει εξαρχής ο πρόσθετος αυτός σκοπός δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα της αποσιώπησης λόγου εξαίρεσης κατά το παραπάνω άρθρο 254 ΠΚ, αλλά ενδεχομένως ο δικαστικός λειτουργός υπέχει πειθαρχική ευθύνη κατ’ άρθρο 26 ΚΠοινΔ. Εξάλλου, με το ν. 4619/11-6.2019 (ΦΕΚ 95α’ της 11.6.2019) κυρώθηκε ο νέος Ποινικός Κώδικας που άρχισε να ισχύει από 1.7.2019, σε ό,τι δε αφορά το άρθρο 254 ΠΚ έγινε αναδιατύπωση αυτού, χωρίς όμως να γίνει κάποια αλλαγή ως προς τα βασικά στοιχεία του εγκλήματος με μόνη διαφορά αφενός το πλαίσιο της ποινής για τον υπάλληλο, το οποίο μειώθηκε και ορίσθηκε ότι αυτός τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία έτη ή με χρηματική ποινή, αφετέρου τη διάκριση ως προς το πλαίσιο ποινής που προβλέπεται όταν ο δράστης είναι δικαστικός λειτουργός ή διαιτητής, καθώς για τις περιπτώσεις αυτές ορίσθηκε ότι επιβάλλεται φυλάκιση ή  χρηματική ποινή. Ωστόσο και το πλαίσιο αυτό ποινής για το δικαστικό λειτουργό είναι ευνοϊκότερο σε σύγκριση με εκείνο που προβλεπόταν στο προϊσχύσαν άρθρο 254 ΠΚ, βάσει του οποίου η πράξη τιμωρείτο με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Υπό την ισχύ του άρθρου 2 παρ.1 του νέου ΠΚ που ορίζει ότι «Αν από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου» προκύπτει ότι για αποδιδόμενη σε δικαστικό λειτουργό πράξη αποσιώπησης λόγου εξαίρεσης με φερόμενο χρόνο τέλεσης πριν την ισχύ του νέου Κώδικα, η φερόμενη ως τελεσθείσα πράξη κρίνεται με βάση το άρθρο 254 τθυ νέου Ποινικού Κώδικα που επιφυλάσσει ευμενέστερη μεταχείριση ως προς την ποινή. Παρακάτω, κατά τη διάταξη του άρθρου 222 του προϊοχύσαντος ΠΚ, "όποιος με σκοπό να βλάψει άλλον αποκρύπτει, βλάπτει ή καταστρέφει έγγραφο του οποίου δεν είναι κύριος ή δεν είναι αποκλειστικά κύριος ή που άλλος έχει δικαίωμα, κατά τις διατάξεις του αστικού δικαίου, να ζητήσει την παράδοση ή την επίδειξη του, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών". Για τη στοιχειοθέτηση του ανωτέρω εγκλήματος της υπεξαγωγής εγγράφου, υπαλλακτικώς μικτού, με προστατευόμενο έννομο αγαθό -αντικείμενο το έγγραφο, ως αποδεικτικό μέσο, απαιτούνται α) έγγραφο, δημόσιο ή ιδιωτικό, κατά την έννοια του άρθρου 13 εδ.γ` ΠΚ, προορισμένο ή πρόσφορο έστω και ως δικαστικό τεκμήριο να αποδείξει γεγονός που έχει έννομη σημασία, β) απόκρυψη, βλάβη ή καταστροφή του εγγράφου, γ) να μην είναι κύριος ή αποκλειστικός κύριος του εγγράφου ο δράστης ή να είναι μεν κύριος αυτού, αλλά να έχει υποχρέωση κατά τις διατάξεις του ΑΚ προς παράδοση ή επίδειξη σε άλλον και δ)να ενήργησε ο δράστης προς το σκοπό της βλάβης του τρίτου, δηλαδή του κυρίου ή συγκυρίου του εγγράφου ή αυτού που δικαιούται απλώς στην επίδειξη ή παράδοσή του, αδιαφόρως εάν επιτεύχθηκε ή όχι ο σκοπός αυτός, αφού το έγκλημα είναι διακινδύνευσης, που αποσκοπεί στην αχρήστευση του εγγράφου ως αποδεικτικού μέσου χωρίς να απαιτείται και η επίτευξη βλάβης, η οποία μπορεί να είναι είτε περιουσιακή είτε ηθική και να αφορά οποιοδήποτε πρόσωπο. Υποκειμενικά απαιτείται άμεσος δόλος που έγκειται στο σκοπό του δράστη που γνωρίζει και θέλει την επέλευση της βλάβης τρίτου, ως άμεσης και απευθείας συνέπειας της πράξης της υπεξαγωγής και όχι άλλης ενέργειάς του, η δε βλάβη δεν απαιτείται να επήλθε, αρκεί και μόνο να απειλήθηκε (ΑΠ 1138/2019, ΑΠ 443/2017, ΑΠ 834/2016, ΑΠ 158/2015 στην ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου και υπό την ισχύ του νέου ΠΚ προβλέπεται στο άρθρο 222 αυτού, το έγκλημα της υπεξαγωγής εγγράφων αναδιατυπωμένο ως εξής: «Όποιος με σκοπό να βλάψει άλλον αποκρύπτει, βλάπτει ή καταστρέφει έγγραφο του οποίου δεν είναι κύριος ή δεν είναι αποκλειστικά κύριος ή που άλλος έχει δικαίωμα, κατά τις διατάξεις του αστικού δικαίου, να ζητήσει την παράδοση ή την επίδειξή του τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή.» Τα στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος παραμένουν τα ίδια, πλην όμως ως προς το σκέλος της ποινής προβλέπεται διαζευκτικά αντί της ποινής φυλάκισης έως δύο έτη, χρηματική ποινή, ήτοι είδος ποινής ευνοϊκότερο για τον δράστη, καθώς η στερητική της ελευθερίας ποινή πλήττει το πρόσωπο του καταδικασθέντος, ενώ η χρηματική ποινή πλήττει την ιδιοκτησία του προσώπου, δηλαδή πράγματα ως αγαθά (Βλ. I. Μανωλεδάκη, Το έννομο αγαθό ως βασική έννοια του Ποινικού Δικαίου, Ι99θ, σ. 331), οπότε εφαρμοστέα τυγχάνει κατ’ άρθρο 2 παρ.ι του νέου ΠΚ η διάταξη του άρθρου 222 κατά τον νέο Ποινικό Κώδικα. Τέλος, κατ’ άρθρο 381 του προϊσχύσαντος ΠΚ, όπως η παράγραφος 2 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 24 παρ.3ε’ του ν. 4055/20ΐ2, «1. Όποιος με πρόθεση καταστρέφει ή βλάπτει ξένο (ολικά ή εν μέρει) πράγμα ή με άλλον τρόπο καθιστά ανέφικτη τη χρήση του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών. 2. Αν η φθορά έχει αντικείμενο πράγμα ευτελούς αξίας ή η ζημία που προξενήθηκε από τη φθορά είναι ελαφρά, ο υπαίτιος τιμωρείται με κράτηση έως έξι (6) μήνες ή με πρόστιμο έως τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ». Για τη στοιχειοθέτηση του υπαλλακτικώς μικτού πιο πάνω εγκλήματος της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας απαιτείται αντικειμενική μεν αλλοτριότητα του πράγματος, η οποία κρίνεται κατά τις περί κυριότητας διατάξεις του ΑΚ, ήτοι απαιτείται καταστροφή ή βλάβη του ξένου πράγματος ή να καταστεί ανέφικτη η χρήση αυτού, υποκειμενικώς δε γνώση ότι το πράγμα ήταν ξένο και θέληση (ή αποδοχή) της ολικής ή μερικής καταστροφής ή βλάβης κ.λ.π. του πράγματος αυτού, αρκεί δε και ενδεχόμενος δόλος (ΑΠ 1301/2016 στην ΤΝΠ Νόμος). Κατ’ άρθρο δε 383 του παλαιού ΠΚ «στις περιπτώσεις των άρθρων 381 και 382 παρ.2 στοιχ.β’ η ποινική δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση του παθόντος». Ήδη με το άρθρο 378 του νέου ΠΚ, όπου πλέον προβλέπεται και τιμωρείται η εγκληματική πράξη της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας και ειδικότερα στην παράγραφο 1, ορίζεται ότι «1. Όποιος καταστρέφει ή βλάπτει ξένο (ολικά ή εν μέρει) πράγμα ή με άλλον τρόπο καθιστά ανέφικτη τη χρήση του τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή και αν το πράγμα είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ή τοποθετημένο σε δημόσιο χώρο με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Αν το πράγμα είναι μικρής αξίας ή η ζημία που προκλήθηκε είναι ελαφρά, ο υπαίτιος τιμωρείται με χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας». Κατόπιν κατάργησης του πταίσματος ως μορφής αξιόποινης πράξης (στο άρθρο 18 εδ.ι του νέου ΠΚ προβλέπεται πλέον ότι «οι αξιόποινες πράξεις διακρίνονται σε κακουργήματα και πλημμελήματα»), η φθορά ευτελούς αξίας τιμωρείται πλέον, στο νέο Ποινικό Κώδικα, υπό την πανομοιότυπη μορφή της φθοράς πράγματος μικρής αξίας ως πλημμέλημα. Ωστόσο, δεδομένου ότι η τιμώρηση της πράξης ως πταίσμα συνιστά ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο μεταχείριση σε σχέση με την τιμώρησή της ως πλημμέλημα, όταν εισάγεται προς κρίση πράξη τελεσθείσα υπό την ισχύ του παλαιού ΠΚ που φέρει τη μορφή φθοράς ξένης ιδιοκτησίας ευτελούς αξίας δεν τιμωρείται ούτε ως πταίσμα, μετά την κατάργηση της συγκεκριμένης μορφής εγκλήματος, αλλά θεωρείται ανέγκλητη. Τέλος, μεταβολή κατηγορίας, που επιφέρει απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρο 171 παρ. 1 περ β` ΚΠΔ, γιατί παραβιάζονται οι διατάξεις οι οποίες καθορίζουν την κίνηση της ποινικής δίωξης από τον Εισαγγελέα, υπάρχει, όταν η πράξη για την οποία γίνεται η παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο είναι ουσιωδώς διάφορη από εκείνη, που έχει ασκηθεί η ποινική δίωξη κατά τόπο χρόνο και λοιπές ιστορικές περιστάσεις ή τελέστηκε κάτω από τις ίδιες περιστάσεις, αλλά αποτελείται από γεγονότα άσχετα με εκείνα για τα οποία απαγγέλθηκε η κατηγορία. Τέτοια όμως μεταβολή της κατηγορίας δεν υπάρχει όταν με το παραπεμπτικό βούλευμα καθορίζεται σαφέστερα ο τρόπος τέλεσης της πράξης και ορθότερα ο νομικός χαρακτηρισμός αυτής, ή ακόμη και η παραδοχή από το δικαστικό συμβούλιο το πρώτο επιβαρυντικών περιστάσεων σε βάρος του κατηγορουμένου χωρίς όμως να μεταβάλλεται η ταυτότητα της πράξης ( ΑΠ 1033/2010 νόμος, 33/2004 Ποιν.Λογ.2004 σελ. 51,ΑΠ 2264/03 Ποιν.Λογ. 2003 σελ. 2426, όπου παραπέμπει το ΣυμβΕφΠειρ 23/2014 στην ΤΝΠ Νόμος). Έτσι, επιτρεπτά μεταβάλλεται η κατηγορία για υπεξαγωγή εγγράφου κατ’ άρθρο 222 ΠΚ σε φθορά ξένης ιδιοκτησίας κατ’ άρθρο 378 του νέου ΠΚ, πράξεις που άλλωστε όταν συρρέουν, η συρροή τους είναι φαινομένη, αφού η υπεξαγωγή θεωρείται μορφή φθοράς (Μπουρόπουλος, άρθρο 222 αρ.8, Μιχαήλ Μαργαρίτη, Ποινικός Κώδικας, έκδοση 2003, σελ. 556 παρ.ιι).

Στην προκειμένη περίπτωση, από τα συλλεγέντα στοιχεία της διενεργηθείσας προκαταρκτικής εξέτασης και στη συνέχεια της προανακρίσεως και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων, απ’ όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα του φακέλου, σε συνδυασμό με τις έγγραφες εξηγήσεις και την απολογία της κατηγορούμενης, καθώς και τα συνοδεύοντα αυτές υπομνήματά της αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η κατηγορούμενη διορίσθηκε δικαστική λειτουργός το έτος 2006, ως δικαστική πάρεδρος και μετά από δοκιμαστική περίοδο προήχθη σε πρωτοδίκη, στο δε Πρωτοδικείο Αθηνών υπηρετεί από τις 15·9·2008 (βλ. την υπ’ αριθμ. πρωτ. ...../11.7-2018 βεβαίωση του μέλους της Τριμελούς Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Αθηνών, Πρωτοδίκη ........). Με απόφαση της Ολομέλειας του Πρωτοδικείου Αθηνών, το έτος 2017, της ανατέθηκαν καθήκοντα ανακρίτριας στο .. ανακριτικό τμήμα του ν. 4139/2013 (ναρκωτικών). Κατά το παραπάνω έτος, η κατηγορούμενη, κατά την άσκηση των καθηκόντων της γνωρίστηκε με τους ιδιώτες ψυχίατρους .......... και ......., που αναλάμβαναν επ’ αμοιβή τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης σε περιπτώσεις κατηγορούμενων, οι οποίοι προέβαλαν κατά την απολογία τους ενώπιόν της, αυτοτελή ισχυρισμό περί τοξικομανίας και προκειμένου να διερευνηθεί ο ισχυρισμός αυτός, διορίζονταν οι παραπάνω ψυχίατροι, πραγματογνώμονες. Οι σχέσεις της κατηγορούμενης με τους παραπάνω ψυχίατρους ήταν, αρχικά, καθαρά υπηρεσιακές, πλην όμως, σταδιακά, εντός του έτους 2017, η σχέση με τον εκ των ανωτέρω ........... εξελίχθηκε σε κοινωνική, με εξόδους και συναντήσεις τους, όπως τούτο προκύπτει από σειρά ανταλλαχθέντων μηνυμάτων μέσω της ηλεκτρονικής εφαρμογής “viber”, τα οποία επισύναψε ο τελευταίος στην αίτηση εξαίρεσης που υπέβαλε στη συνέχεια κατά της πρώτης και για την οποία γίνεται λόγος εκτενέστερα παρακάτω. Από τα μηνύματα αυτά προκύπτει ότι μεταξύ της κατηγορούμενης ανακρίτριας και του εν λόγω ψυχίατρου αναπτύχθηκε κάποιο «φλερτ», το οποίο όμως δεν ολοκληρώθηκε, ούτε οδήγησε σε ιδιαίτερη προσωπική ή συναισθηματική μεταξύ τους σχέση, η δε επικοινωνία τους, μέσω μηνυμάτων, φαίνεται να διακόπτεται οριστικά περί το τέλος του έτους 2017. Χαρακτηριστικό για το είδος της σχέσης που πήγε να αναπτυχθεί μεταξύ της ανακρίτριας κατηγορούμενης και του ψυχίατρου ... είναι το μήνυμα που απέστειλε η πρώτη στον δεύτερο, στις 14.6.2017, μέσω της εφαρμογής «viber” για το οποίο γίνεται λόγος και παρακάτω και του οποίου το περιεχόμενο έχει ως εξής: «θέλω επίσης να ξερεις ότι δεν υπάρχει πρόβλημα που τελείωσε αυτό που πήγε να γίνει μεταξύ μας...έτσι επρεπε.,.όχι όμως χωρίς καμία επικοινωνια...δεν ταίριαζε ούτε στην ιδιότητα σου ούτε στην ανδρική σου υπόσταση ούτε στον τροπο που γνωριστηκαμε..δεν με γνώρισες σε...μπαρ». Σε κάθε, όμως, περίπτωση, η μεταξύ των ανωτέρω κοινωνική σχέση και η μη εξέλιξή της σε προσωπική δεν επηρέασε την επαγγελματική-υπηρεσιακή τους σχέση, δεδομένου ότι η κατηγορούμενη εξακολούθησε να αναθέτει στον ψυχίατρο .................... τη διενέργεια ψυχιατρικών πραγματογνωμοσυνών, όπως και πριν, όπως αυτό συνομολογείται. Περαιτέρω, στις 17-4-2018, εισήχθη στο ανακριτικό γραφείο της κατηγορούμενης η υπ’ αριθμ. Φ. ....../2018 ποινική ανακριτική δικογραφία, που αφορούσε σε πλήθος προσώπων εμπλεκομένων σε παράνομη διακίνηση ναρκωτικών ουσιών στα πλαίσια εγκληματικής οργάνωσης και η οποία σχηματίσθηκε με την υπ’ αριθμ. ...... από 17-4-2018 υποβλητική αναφορά της Υποδιεύθυνσης Ασφαλείας Αθηνών προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, ασκηθείσας της αντίστοιχης για τα παραπάνω αδικήματα ποινικής δίωξης. Μετά τις αρχικές απολογίες των προσαχθέντων ενώπιον της ανακρίτριας- με την αυτόφωρη διαδικασία- κατηγορούμενων, σε δεύτερο χρόνο, κατά τη διάρκεια της μελέτης της δικογραφίας εκ μέρους της και ενώ εισήλθαν στο ανακριτικό γραφείο της συμπληρωματικά στοιχεία από την ως άνω Υποδιεύθυνση Ασφαλείας, οι αστυνομικοί της οποίας εξακολουθούσαν να παρακολουθούν την εξέλιξη της υπόθεσης και να καταγράφουν νομίμως τις τηλεφωνικές επικοινωνίες των ήδη προσαχθέντων κατηγορούμενων, η νυν κατηγορούμενη διαπίστωσε ότι προέκυψαν στοιχεία περί συμμετοχής με τη μορφή της απλής συνέργειας στις παραπάνω πράξεις των ως άνω ψυχίατρων ........ και ..., οπότε εξέδωσε αφενός μεν σε βάρος του πρώτου, ένταλμα συλλήψεως, αιτιολογώντας επαρκώς την κρίση αυτή, αφετέρου δε σε βάρος του δεύτερου, ... την από 18.6.2018 κλήση σε απολογία για τις 25.6.2018. Ο τελευταίος, δυσαρεστημένος από την εξέλιξη αυτή, επειδή πίστευε ότι θα τύγχανε «καλύτερης μεταχείρισης» από την κατηγορούμενη, λόγω της αναγόμενης στο παρελθόν κοινωνικής τους σχέσης (ο ίδιος την χαρακτηρίζει «ιδιαίτερη προσωπική σχέση»), εγχείρισε στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών την από 18.6.2018 αίτηση εξαίρεσης της κατηγορούμενης από τα ανακριτικά της καθήκοντα, υποστηρίζοντας ότι εκείνη έπρεπε να απόσχει από τα εν λόγω καθήκοντα ενόψει του ότι διατηρούσε μαζί του «ιδιαίτερη προσωπική σχέση...και έληξε άδοξα». Επί της αιτήσεώς του αυτής εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. 2805/22.6.2018 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο δέχθηκε την αίτηση εξαίρεσης, υιοθετώντας καθ’ ολοκληρίαν την εισαγγελική πρόταση, επομένως και το σκεπτικό της, βάσει του οποίου: «...Από την εξέταση των προσκομισθέντων από τον αιτούντα .... αντιγράφων ανταλλαχθέντων μεταξύ του ίδιου και της καθού η αίτηση εξαίρεσης Ανακρίτριας του ... Ανακριτικού Τμήματος Ναρκωτικών Αθηνών, ................, μηνυμάτων μέσω της εφαρμογής viber (τη γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβήτησε η ανωτέρω δικαστική λειτουργός στην από 19-6-2018 έγγραφη απάντηση σε αίτηση εξαίρεσης) συνάγεται το γεγονός της ύπαρξης κοινωνικής σχέσης, πέραν της απαιτούμενης υπηρεσιακής σχέσης, χωρίς να προκύπτει αδιαμφισβήτητα η επικαλούμενη από τον αιτούντα ιδιαίτερη προσωπική σχέση, πολλώ δε μάλλον δεν προκύπτουν από το αποδεικτικό υλικό της με Α.Β.Μ. Φ........ δικογραφίας μη σύννομες ενέργειες της ανωτέρω δικαστικής λειτουργού, πλην όμως από μόνη της η εμφανιζόμενη στα ανταλλαγέντα μηνύματα υφισταμένη (έστω και στο πρόσφατο παρελθόν) κοινωνική σχέση, πέραν της υπηρεσιακής, δύναται να προκαλέσει υπόνοιες μεροληψίας στο πρόσωπο της ανωτέρω δικαστικού λειτουργού υπέρ ή και σε βάρος του αιτούντα .................. κατά τον περαιτέρω χειρισμό της υπόθεσης...». Η κρίση του παραπάνω Συμβουλίου είναι ειδική και αιτιολογημένη, λαμβανομένου υπόψη ότι στη διάθεση της νυν κατηγορούμενης ως ανακρίτριας είχαν περιέλθει στοιχεία κατά τον χειρισμό της παραπάνω ποινικής δικογραφίας που υπαγόρευαν την κλήση του ........... ως κατηγορούμενου. Συγκεκριμένα, στην παρούσα δικογραφία περιέχεται η Έκθεση Απομαγνητοφώνησης Ψηφιακών Δίσκων [DVD], No 203 [DVD 203], όπου σε τηλεφωνική συνομιλία των κατηγορούμενων για παράβαση του νόμου περί ναρκωτικών, ........, ο πρώτος υποστηρίζει
ότι στο παρελθόν είχε πληρώσει στον πραγματογνώμονα ψυχίατρο .... το ποσό των 1.500 ευρώ για να συντάξει ευνοϊκή γι’ αυτόν έκθεση περί τοξικομανίας. Επίσης, η μάρτυρας υπεράσπισης, δημοσιογράφος στον τηλεοπτικό σταθμό «....», ......, στην από 20.2.2019 ένορκη εξέτασή της ενώπιον της Πταισματοδίκη του 5ου Προανακριτικού Τμήματος Αθηνών κατέθεσε σχετικά ότι «...μετά το ρεπορτάζ μου, στον ..... έγινα δέκτης καταγγελιών από κρατούμενους και συγγενείς τους ότι συγκεκριμένοι ψυχίατροι μεταξύ των οποίων και ο μηνυτής τους είχαν ζητήσει αμοιβή για να γνωμοδοτήσουν ευνοϊκά». Ενόψει των ανωτέρω, σύμφωνα και με την προπαρατεθείσα εισαγγελική πρόταση δεν προκύπτουν ενδείξεις ότι η κατηγορούμενη είχε σκοπό, όπως τούτο απαιτείται κατ’ άρθρο 254 ΠΚ ως προς την υποκειμενική υπόσταση για τη στοιχειοθέτηση του εν λόγω αδικήματος, με την αποσιώπηση του λόγου εξαίρεσής της στην υπόθεση όπου κατέστη κατηγορούμενος ο ψυχίατρος ..... και με την κλήση του σε απολογία να αποκομίσει η ίδια ή άλλος αθέμιτη ωφέλεια, ούτε είχε σκοπό να βλάψει τον παραπάνω εγκαλούντα, αλλά ενήργησε σύννομα, αφού υπήρχαν στη δικογραφία σε βάρος του στοιχεία, τα οποία έλαβε υπόψη της για να τον καλέσει ως κατηγορούμενο και σε καμία περίπτωση δεν τα επινόησε για να τον ενοχοποιήσει. Ούτε άλλωστε από το τέλος του έτους 2017 που διακόπηκε η μεταξύ των ανωτέρω κοινωνική σχέση, η κατηγορούμενη είχε επιδείξει σε βάρος του ....... εκδικητική συμπεριφορά, αφού συνέχιζε να τον διορίζει πραγματογνώμονα, συνεργαζόμενη όπως και πριν, μαζί του, ώστε να μην μπορεί να συναχθεί ότι απέκρυψε τον λόγο εξαίρεσης στο πρόσωπό της, σκοπεύοντας να τον μεταχειρισθεί δυσμενέστερα ως κατηγορούμενο σε σχέση με τα στοιχεία που υπήρχαν εις βάρος του. Συνεπώς, κατά την κρίση αυτού του Συμβουλίου δεν πρέπει να γίνει κατηγορία κατά αυτής για την αξιόποινη πράξη της αποσιώπησης λόγου εξαίρεσης. Παρακάτω, σε ό,τι αφορά τη δεύτερη διωκόμενη πράξη της υπεξαγωγής εγγράφου, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψαν τα εξής: Στις 25.6.2018, η κατηγορούμενη επισκέφθηκε το γραφείο του συναδέλφου της, Πρωτοδίκη ......, ανακριτή τότε του 1ου Ανακριτικού Τμήματος Ναρκωτικών του Πρωτοδικείου Αθηνών, στον οποίο είχε χρεωθεί από τις 22.6.2018, η ως άνω Φ ....... ανακριτική δικογραφία, αφού με το προαναφερόμενο υπ’ αριθμ. 2805/2018 βούλευμα έγινε δεκτή η αίτηση εξαίρεσης του ....... και διατάχθηκε η κατηγορούμενη να απέχει από τα καθήκοντά της στην παραπάνω υπόθεση. Η τελευταία ζήτησε από τον παραπάνω ανακριτή να αναλάβει από τον υποφάκελο της εν λόγω δικογραφίας, που περιείχε την αίτηση εξαίρεσης και τα σχετικά συνοδεύοντα αυτή αποδεικτικά στοιχεία, όλα τα εκτυπωθέντα μηνύματα που είχαν ανταλλαγεί μεταξύ εκείνης και του αιτούντος την εξαίρεσή της, εκεί κατηγορούμενου ..... Ο ανακριτής αμέσως αρνήθηκε και της εξήγησε ότι το αίτημά της αυτό, δηλαδή να αναλάβει, άτυπα, έγγραφα από το σχετικό φάκελο της δικογραφίας δεν είναι νομικά βάσιμο και δεν μπορούσε να γίνει δεκτό, καθόσον τα έγγραφα αυτά αποτελούσαν στοιχεία της ανακριτικής δικογραφίας και ότι μόνο αντίγραφα θα μπορούσε ενδεχομένως να λάβει με την προβλεπόμενη στο νόμο διαδικασία. Κατά τη διάρκεια της συζήτησής τους πάνω στο θέμα αυτό, η κατηγορούμενη πήρε στα χέρια της τα σχετικά έγγραφα, στα οποία ήταν αποτυπωμένα τα εν λόγω μηνύματα για να τα δει και τότε, «ενεργώντας καταφανώς υπό καθεστώς εκνευρισμού και αγανάκτησης», έσκισε ένα εξ αυτών και το έβαλε στην τσάντα της, χωρίς να προλάβει ο ανακριτής να δει ποιο ήταν. Μετά την αποχώρηση της κατηγορούμενης από το γραφείο, ο παραπάνω ανακριτής έλεγξε τα σχετικά έγγραφα, για να εντοπίσει ποιο ήταν αυτό που αφαιρέθηκε από το σώμα της δικογραφίας. Το έγγραφο αυτό κατάφερε εντέλει να εντοπίσει, καθώς πρόκειται για μήνυμα που εμπεριέχεται αυτολεξεί στην ως άνω αίτηση εξαίρεσης και, όπως διαπίστωσε, δεν υπήρχε στα σχετικά έγγραφα του υποφακέλου. Πρόκειται για τα μηνύματα που απέστειλε στον ..... η κατηγορούμενη στις 14.6.2017, όπου κατά τα ανωτέρω του επισημαίνει ότι δεν υπάρχει πρόβλημα που τελείωσε αυτό που πήγε να γίνει μεταξύ τους, αλλά ότι δεν έπρεπε να σταματήσει την επικοινωνία μαζί της. Τα παραπάνω διαλαμβάνονται στην υπ’ αριθμ. πρωτ. ..../2018 αναφορά που συνέταξε ο ως άνω ανακριτής και απηύθυνε στον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών σχετικά με το παραπάνω συμβάν. Το περιεχόμενο της εν λόγω αναφοράς κρίνεται πειστικό, σε αντίθεση με τα όσα υποστηρίζει η κατηγορούμενη στο από 19.7.2019 απολογητικό της υπόμνημα ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά ότι επισκέφθηκε κατά τον παραπάνω χρόνο τον παραπάνω ανακριτή ναρκωτικών για να συζητήσουν την άδικη τροπή που πήρε η όλη υπόθεση για την ίδια και για να του λύσει απορίες και ότι πήρε στα χέρια της κάποια έγγραφα από το φάκελο της αίτησης εξαίρεσης για να τα ξαναδιαβάσει και ότι έφταιγε ο ανακριτής που τράβηξε από τα χέρια της απότομα τα έγγραφα, με αποτέλεσμα να σκισθεί ένα εξ αυτών. Σημειώνεται ότι από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι ο εν λόγω ανακριτής είχε κάποια διαφορά με την κατηγορούμενη στο παρελθόν, ώστε να έχει λόγο να παραποιήσει τα γεγονότα που έλαβαν χώρα ενώπιον του, στο γραφείο του στις 25.6.2018, με αποτέλεσμα να της αποδοθεί κατηγορία για υπεξαγωγή εγγράφου. Αντίθετα, προκύπτει ότι η κατηγορούμενη όντας ενοχλημένη με την τροπή που πήρε η υπόθεση, με την έκδοση του υπ’ αριθμ. 2805/2018 βουλεύματος που τη διέτασσε να απέχει από τα ανακριτικά της καθήκοντα και όντας δυσαρεστημένη που περιέχονταν στον υποφάκελο της αίτησης εξαίρεσης της ανακριτικής δικογραφίας των ναρκωτικών τα μηνύματα που είχε ανταλλάξει με τον ψυχίατρο ....., θέλησε να καταστρέψει το έγγραφο που αφορούσε τα περισσότερο προσωπικά μηνύματα για τη μη ευόδωση της μεταξύ τους σχέσης. Ωστόσο, η υπεξαγωγή εγγράφου αποτελεί πράξη υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης και για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος του άρθρου 222 ΠΚ απαιτείται ο δράστης με την καταστροφή, βλάβη ή απόκρυψη του εγγράφου του οποίου δεν είναι κύριος ή του οποίου άλλος έχει δικαίωμα να ζητήσει την παράδοση ή επίδειξη, να επιδιώκει να βλάψει άλλον. Εν προκειμένω, η αίτηση εξαιρέσεως που υπέβαλε ο εγκαλών .......... στο πρόσωπο της κατηγορούμενης ανακρίτριας ως προς τον χειρισμό της Φ ........ δικογραφίας είχε κριθεί και είχε γίνει δεκτή από τις 22.6.2018 με την έκδοση του υπ’ αριθμ. 2805/2018 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, ο δε υποφάκελος που σχηματίσθηκε αναφορικά με την αίτηση εξαίρεσης και αποτέλεσε μέρος της κύριας ανακριτικής δικογραφίας που αφαιρέθηκε από την κατηγορούμενη και ανατέθηκε στον ανακριτή του 1ου Ανακριτικού Τμήματος Ναρκωτικών του Πρωτοδικείου Αθηνών είχε μόνη αποστολή να φανεί η διαδικαστική διαδρομή της υπόθεσης μέχρι την ανάθεσή της στον τελευταίο ανακριτή, χωρίς να επηρεάζει την περαιτέρω ποινική μεταχείριση του νυν εγκαλούντος και τότε κατηγορούμενου ....... Ομοίως τα μηνύματα προσωπικού περιεχομένου που είχε ανταλλάξει η ανακρίτρια με τον .......... δεν αποτελούσαν μέρος του αποδεικτικού υλικού για τη σε βάρος του κατηγορία από την Φ ....... δικογραφία. Επομένως, στις 25.6.2018 σκίζοντας η νυν κατηγορούμενη το παραπάνω έγγραφο με τα μηνύματα που είχε αποστείλει αυτή στον ως άνω ψυχίατρο μέσω της εφαρμογής viber στις 14.6.2017, δεν είχε σκοπό να του προκαλέσει κάποια βλάβη, ούτε υπήρχε η δυνατότητα να επανακριθεί η αίτηση εξαίρεσής της με την άσκηση εκ μέρους της κάποιου ενδίκου μέσου, ώστε η απώλεια του παραπάνω εγγράφου να μπορούσε να οδηγήσει σε διαφορετική κρίση από αυτή του υπ’ αριθμ. 2805/2018 βουλεύματος, αφού κατ’ άρθρο 22 εδ. 1 του προϊσχύσαντος ΚΠοινΔ «η απόφαση που δέχεται την εξαίρεση δεν προσβάλλεται με ένδικα μέσα», οπότε και το παραπάνω βούλευμα είχε καταστεί αμετάκλητο. Εξάλλου, από το διαλαμβανόμενο στην αναφορά του ανακριτή ..... ότι «το έγγραφο με το επίμαχο μήνυμα ανακτήθηκε από άλλον φάκελο που υπήρχε στην Εισαγγελία από τον οποίο ελήφθη φωτοαντίγραφο και το επισύναψα στη δικογραφία» προκύπτει ότι το σχετικό έγγραφο με το επίμαχο μήνυμα υπήρχε στο φάκελο της εγκλήσεως που είχε υποβάλει ο ψυχίατρος ..................... για την αποσιώπηση λόγου εξαίρεσης εκ μέρους της νυν κατηγορούμενης στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών, οπότε με το σκίσιμο του αντιγράφου που υπήρχε στον υποφάκελο της αίτησης εξαιρέσεως στο γραφείο του Α’ Ανακριτή των Ναρκωτικών, που χειριζόταν την υπόθεση της διακίνησης των ναρκωτικών στα πλαίσια εγκληματικής οργάνωσης δεν μπορούσε να προκληθεί βλάβη στην απόδειξη της κατηγορίας σε βάρος της παραπάνω ανακρίτριας. Επομένως, για τη διωκόμενη πράξη της υπεξαγωγής εγγράφου δεν μπορεί να γίνει κατηγορία. Επίσης δεν μπορεί να γίνει επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας από υπεξαγωγή εγγράφου σε φθορά ξένης ιδιοκτησίας ευτελούς αξίας κατ’ άρθρο 381 παρ.2 του προϊσχύσαντος ΠΚ, το οποίο τιμωρούσε την εν λόγω πράξη ως πταίσμα, ηπιότερα σε σύγκριση με το άρθρο 378 παρι εδ.2 του νέου ΠΚ που τιμωρεί τη φθορά ξένης ιδιοκτησίας όταν το πράγμα είναι μικρής αξίας ως πλημμέλημα, οπότε ως δυσμενέστερη διάταξη δεν εφαρμόζεται στην υπό κρίση περίπτωση κατ’ άρθρο 2 παρ.ι του νέου ΠΚ, καθώς το πταίσμα δεν προβλέπεται πλέον ως μορφή εγκλήματος στο νέο Ποινικό Κώδικα, οπότε τυχόν πράξεις που έχουν τελεσθεί στο παρελθόν υπό τη μορφή πταίσματος θεωρούνται πλέον ανέγκλητες. Ενόψει των ανωτέρω, σύμφωνα με την προπαρατεθείσα εισαγγελική πρόταση δεν υφίστανται οι από το άρθρο 313 εδ.α’ νέου ΚΠοινΔ προβλεπόμενες επαρκείς ενδείξεις ενοχής, ικανές να στηρίξουν δημόσια κατηγορία στο ακροατήριο κατά της κατηγορούμενης για τις διωκόμενες πράξεις και πρέπει κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 310 παρ.ια και 311 παρ.ι νέου ΚΠοινΔ, να μη γίνει κατηγορία σε βάρος της γι’ αυτές και χωρίς να τίθεται ζήτημα επιβολής δικαστικών εξόδων, αφού η ποινική δίωξη ασκήθηκε αυτεπαγγέλτως (άρθρο 580 παρ.ι ν. ΚΠοινΔ).

                                          ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αποφαίνεται να μη γίνει κατηγορία κατά της κατηγορούμενης .......... του ....................
και της ............, που γεννήθηκε στις 25-9-1968 στην Αθήνα και κατοικεί στο ........ Αττικής, ..................., δικαστικής λειτουργού (πρωτοδίκη) εν ενεργεία, κατόχου του με αριθμό ............/17-3-2010 δελτίου αστυνομικής ταυτότητας που εκδόθηκε από το παράρτημα Ασφαλείας Πειραιώς, για τις πλημμεληματικές πράξεις: 1) της αποσιώπησης λόγου εξαίρεσης και 2) της υπεξαγωγής εγγράφου, οι οποίες προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 1,13 στοιχ.α’ και γ’, 14, 16,17,18, 26 παρ.ι εδ.α’, 27 παρ.2 και 1, 51, 53, 79, 94, 222 και 254 του προϊσχύσαντος (παλαιού) ΠΚ [όπως στις θέσεις αυτών υπεισήλθαν οι διατάξεις των άρθρων 1,13 στοιχ.α’ και γ’, 14, 16, 17, 18, 2όα, 27 παρ.2 και ι, 50 εδ.α’, 51, 53, 79, 94, 222 και 254 του νέου ΠΚ (ν. 4619/2019, ΦΕΚ 95Α’ από 11.6.2019, που ισχύει από 1.7.2019] και που φέρονται τελεσθείσες στην Αθήνα (Πρωτοδικείο Αθηνών) στις 18.6.2018 και στις 25.6.2018.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 20 Φεβρουάριου 2020 και εκδόθηκε επίσης στον Πειραιά στις Φεβρουάριου 2020.

       Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΕΦΕΤΩΝ                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


Must red-read

Άτιτλο κι αγγελικό

    Άτιτλο κι Αγγελικό     Μου ' χαν πει πως η αναισθησία ανήκει στα συναισθήματα που εκδικούνται την έπαρση Μου ' χαν δώσει κι ευχή...