Ο
Διαμαντής Μπασαράς, δικηγόρος του Κώστα Βαξεβάνη στην υπόθεση, δήλωσε
σχετικά: «Η απόφαση του Αρείου Πάγου επέλυσε με νομολογιακή στροφή ένα
δυσχερές και ιδιαιτέρως ενδιαφέρον νομικό ζήτημα. Επί της ουσίας της
υπόθεσης αναμένουμε τη νέα εισαγγελική πρόταση επί των λόγων αναίρεσης
του κ. Βαξεβάνη και την απόφαση του Αρείου Πάγου, που φρονώ ότι θα
δικαιώνει τον εντολέα μου. Πέραν αυτών, για την παραγραφή, στην οποία
προσομοιάζει ο θεσμός της υφ’όρον παύσης της ποινικής δίωξης, λέγεται
ότι είναι το καταφύγιο των ενόχων και ο τάφος των αθώων. Ο κ. Βαξεβάνης
άσκησε αναίρεση κατά μίας απόφασης που ουδεμία συνέπεια είχε, αφού με
αυτήν έπαυσε υφ’όρον η ποινική δίωξη σε βάρος του, γεγονός που σημαίνει,
αφενός ότι δεν κρύβεται όπισθεν των διατάξεων κανενός ευνοϊκού νόμου ,
και αφετέρου ότι έχει εδραία πεποίθηση της αθωότητάς του».
Αριθμός 1246/2019
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ (Σε Συμβούλιο)
Συγκροτήθηκε από τους
Δικαστές: Μαρία Χυτήρογλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Διονυσία Μπιτζούνη -
Εισηγήτρια, Βασιλική
Ηλιοπούλου, Μαρία Βασδέκη και Πηνελόπη Παρτσαλίδου - Κομνηνού, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του
Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Δημητρίου Δασούλα (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας
του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως, Γεράσιμου Βάλσαμου, συνήλθε σε συμβούλιο
στο Κατάστημά του την 1η Μαρτίου 2019, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση
του αναιρεσείοντος, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΒΑΞΕΒΑΝΗ, του Χριστόφορου, κατοίκου
Αθηνών ..., ο οποίος παραστάθηκε διά του
πληρεξουσίου δικηγόρου του Αδαμαντίου Μπασαρά, για αναίρεση της υπ'αριθμ. 5175/2018 αποφάσεως του Β' Μονομελούς
Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
Το
Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα
λεπτομερώς αναφέρονται σ'αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την
αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην από
20.12.2018 αίτηση αναιρέσεως, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό 75/2019.
Έπειτα ο
Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Δημήτριος Δασούλας, εισήγαγε για κρίση στο
Συμβούλιο την σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέως του Αρείου
Πάγου, Γρηγορίου Πεπόνη, με αριθμό πρωτ. 43/14.02.2019, στην οποία αναφέρονται τα
ακόλουθα:
«Εισάγω ενώπιον του
Δικαστηρίου Σας, κατ'άρθρον 513 παρ. 1 εδ. πρώτον του Κ.Π.Δ., την υπ'αρ.
812/2018, με αρ. πρωτ. 14299/21.12.2018, δήλωση ασκήσεως αναιρέσεως του άρθρου 473 παρ. 2 του
Κ.Π.Δ., του Κωνσταντίνου Βαξεβάνη του Χριστοφόρου, δημοσιογράφου, κατοίκου
Αθηνών και επί της οδού ... , εναντίον της υπ'αρ. 5175/2.7.2018 αποφάσεως του Β' Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και
εκθέτω τα κάτωθι:
Κατ'άρθρον 476 του Κ.Π.Δ., μεταξύ άλλων
μνημονευόμενων εν αυτώ περιπτώσεων, το ένδικον μέσο είναι απαράδεκτο και όταν
στρέφεται κατά βουλεύματος ή αποφάσεως μη υποκειμένων εις τούτο.
Κατά την διάταξη του άρθρου
504 ΚΠΔ ο κατηγορούμενος δύναται να ζητήσει την αναίρεση τελεσιδίκου αποφάσεως,
με την οποίαν «το δικαστήριο αποφάνθηκε τελειωτικά για την κατηγορία ή έπαυσε
οριστικά την ποινική δίωξη ή κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη (άρθρο 370)».
Κατ' άρθρον 370 του Κ.Π.Δ., «Η
ποινική δίκη τελειώνει: α) Με την καταδίκη ή την αθώωση του κατηγορουμένου, β)
Με την οριστική παύση της ποινικής δίωξης, όταν έχει γίνει παραίτηση από το
δικαίωμα της έγκλησης ή όταν έχει γίνει ανάκλησή της ή όταν έχει αμνηστευθεί η
πράξη ή έχει παραγραφεί το αξιόποινό της ή όταν ο κατηγορούμενος έχει αποβιώσει,
γ) Με την κήρυξη της ποινικής δίωξης απαράδεκτης στις περιπτώσεις που υπάρχει
δεδικασμένο (άρ. 57) ή όταν δεν υπάρχει η έγκληση, αίτηση ή άδεια (άρθρα 41 και
55) που απαιτείται για δίωξη».
Κατά την διάταξη του άρθρου
463 εδ. πρώτον του Κ.Π.Δ., το ένδικο μέσο δύναται να ασκήσει μόνον εκείνος εις
τον οποίον ο νόμος ρητώς παρέχει το δικαίωμα τούτο, ενώ, τέλος, κατά τις
παραγράφους 1 και 2 του ογδόου άρθρου του νόμου 4411/02.8.2016, υπό τον τίτλον
παραγραφή και παύση ποινικής διώξεως «1. Εξαλείφεται το αξιόποινο και παύει η
δίωξη των ακόλουθων αξιόποινων πράξεων, που έχουν τελεσθεί μέχρι και τις
31.3.2016: α) των πταισμάτων και β) των πλημμελημάτων, κατά των οποίων ο νόμος απειλεί
ποινή φυλάκισης μέχρι δύο (2) έτη ή χρηματική ποινή ή και τις δύο ποινές. 2. Εάν, στην περίπτωση των πλημμελημάτων της
παραγράφου 1, ο υπαίτιος υποπέσει μέσα σε δύο (2) έτη από τη δημοσίευση του
νόμου σε νέα από δόλο αξιόποινη πράξη κακουργήματος ή πλημμελήματος και
καταδικαστεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη
των έξι (6) μηνών, συνεχίζεται η κατ'αυτού παυθείσα ποινική δίωξη και δεν
υπολογίζεται στο χρόνο παραγραφής του αξιόποινου της πρώτης πράξης ο διανυθείς
χρόνος από την παύση της δίωξης μέχρι την αμετάκλητη καταδίκη για τη νέα
πράξη».
Εν
προκειμένω, με την καθ'ης στρέφεται ο αναιρεσείων απόφαση, όπως από την
επισκόπησή της προκύπτει, το εκδόν αυτή δικαστήριο έπαυσεν υφ'όρον, κατ'άρθρον 8 παρ. 1 του ν.4411/2016, την κατά του αναιρεσείοντος ασκηθείσα ποινική
δίωξη, για την αξιόποινη πράξη της κατ'εξακολούθηση απλής δυσφημήσεως (άρ. 98
και 362 Π.Κ.), εις την οποίαν αξιόποινη πράξη τούτο (δικαστήριο) κατέληξεν,
κατ'επιτρεπτή μεταβολή κατηγορίας από την αξιόποινη πράξη της κατ'εξακολούθησιν συκοφαντικής δυσφημήσεως (άρ. 98, 363 Π.Κ.), για την οποίαν
αρχικώς εισήχθη εις δίκην ο κατηγορούμενος.
Κατ'άρθρον 362 του Ποινικού Κώδικα, η απλή δυσφήμηση τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι
δύο ετών ή με χρηματική ποινή ή με αμφότερες τις ποινές αυτές, στην απασχολούσα
δε ενταύθα περίπτωση ετελέσθη την 12.3.2013 και 15.3.2013, ήτοι προ της
31.3.2016.
Η απόφαση με την οποία το δικαστήριο της ουσίας παύει
υφ'όρον την ποινική δίωξη κατά του κατηγορουμένου, σύμφωνα με τη διάταξη του
άρθρου 8 του ν. 4411\2016, δεν είναι καταδικαστική, αφού αποφαίνεται υφ'όρον
για την παύση της ποινικής διώξεως, και όχι οριστικώς, δεδομένου ότι, εάν ο
υπαίτιος πλημμελήματος υποπέσει εντός δύο ετών από της δημοσιεύσεως του νόμου
σε νέα από δόλο αξιόποινη πράξη κακουργήματος ή πλημμελήματος και καταδικασθεί
αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας άνω των έξι μηνών,
συνεχίζεται η κατ'αυτού παυθείσα ποινική δίωξη και δεν υπολογίζεται στον χρόνο
παραγραφής του αξιοποίνου της πρώτης πράξεως ο διανυθείς χρόνος από την υφ'όρον παύση της διώξεως μέχρι την αμετάκλητη καταδίκη για την νέα πράξη. Η
απόφαση με την οποία το δικαστήριο παύει υφ'όρον την ποινική δίωξη, κατά την
προρρηθείσα διάταξη του άρθρου 8 του ν. 4411/2016, δεν είναι οριστική, επίσης για
τον λόγο που προαναφέρθηκε και, κατά συνέπειαν, σύμφωνα με την προεκτεθείσα
ανωτέρω πρόβλεψη του άρθρου 504 του ΚΠΔ δεν υπόκειται σε αναίρεση (Βλ. ΑΠ
12/2017, υπό το καθεστώς του αναλόγου νόμου 4043/2012, προϊσχύσαντος του νόμου
4411/2016).
Πρόδηλον, συνεπώς, τυγχάνει, ότι η κρινομένη υπ'αρ.
812/2018, με αρ. πρωτ. 14299/21.2.2018, δήλωση ασκήσεως αναιρέσεως του άρθρου
473 παρ. 2 του Κ.Π.Δ., του Κωνσταντίνου Βαξεβάνη του Χριστοφόρου,
δημοσιογράφου, κατοίκου Αθηνών και επί της οδού ..., κατά την δήλωσή
του, εναντίον της υπ' αρ. 5175/02.7.2018 αποφάσεως του Β' Μονομελούς
Πλημμελειοδικείου Αθηνών, η οποία δεν είναι οριστική και δεν υπόκειται σε
αναίρεση (άρθρ.504 ΚΠΔ), πρέπει σύμφωνα με το άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠΔ, να
απορριφθεί ως απαράδεκτη και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα
(άρθρα 476 παρ. 1, 583 παρ, 1 Κ.Π.Δ).
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
ΠΡΟΤΕΙΝΩ
I) Να
απορριφθεί, ως απαράδεκτη, η υπ' αρ. 812/2018, με αρ. πρωτ.
14299/21.12.2018, δήλωση ασκήσεως αναιρέσεως του άρθρου 473 παρ. 2
του Κ.Π.Δ., του Κωνσταντίνου Βαξεβάνη του Χριστοφόρου, δημοσιογράφου,...,
εναντίον της υπ' αρ. 5175/02.7.2018 αποφάσεως του Β' Μονομελούς
Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και
II) Να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα νόμιμα δικαστικά έξοδα.
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γρηγόριος Ζ. Πεπόνης».
Αφού άκουσε τον πληρεξούσιο του αιτούντος, καθώς και
τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα
αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τις
διατάξεις του άρθρου 8 ν. 4411/2016, «1. Εξαλείφεται το αξιόποινο και παύει η δίωξη των
ακόλουθων αξιόποινων πράξεων, που έχουν τελεσθεί μέχρι και τις 31.3.2016: α)
των πταισμάτων και β) των πλημμελημάτων, κατά των οποίων ο νόμος απειλεί ποινή
φυλάκισης μέχρι δύο (2) έτη ή χρηματική ποινή ή και τις δύο ποινές. 2. Εάν,
στην περίπτωση των πλημμελημάτων της παραγράφου 1, ο υπαίτιος υποπέσει μέσα σε
δύο (2) έτη από τη δημοσίευση του νόμου σε νέα από δόλο αξιόποινη πράξη
κακουργήματος ή πλημμελήματος και καταδικαστεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή
στερητική της ελευθερίας ανώτερη των έξι (6) μηνών, συνεχίζεται η κατ' αυτού
παυθείσα ποινική δίωξη και δεν υπολογίζεται στο χρόνο παραγραφής του αξιόποινου
της πρώτης πράξης ο διανυθείς χρόνος από την παύση της δίωξης μέχρι την
αμετάκλητη καταδίκη για τη νέα πράξη. 3. Οι δικογραφίες που αφορούν τις
παραπάνω αξιόποινες πράξεις, τίθενται στο αρχείο με πράξη του αρμόδιο
εισαγγελέα ή δημόσιου κατηγόρου...». Το δικαστήριο
της ουσίας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 8 του ν. 4411/2016, μόλις διαπιστώσει ότι η
εισαχθείσα προς εκδίκαση υπόθεση αφορά σε ποινικά αδικήματα που επισύρουν ποινή
φυλάκισης έως δύο έτη ή χρηματική ποινή που τελέστηκαν μέχρι την 31.3.2016,
(εκτός των αναφερομένων στην παράγραφο 5 του ιδίου άρθρου), δεν υπεισέρχεται
στην ουσιαστική έρευνα της υπόθεσης, αλλά προβαίνει στην παύση υφ'όρον της
ποινικής δίωξης κατά του κατηγορουμένου. Η απόφαση με την οποία το δικαστήριο της ουσίας παύει
υφ'όρον την ποινική δίωξη κατά του κατηγορουμένου, σύμφωνα με τη διάταξη του
άρθρου 8 του ν. 4411/2016, δεν είναι οριστική, γιατί το δικαστήριο δεν
αποφαίνεται τελειωτικά για την οριστική παύση της ποινικής διώξεως, δεδομένου
ότι, εάν ο υπαίτιος πλημμελήματος υποπέσει μέσα σε δύο έτη από τη δημοσίευση του
νόμου σε νέα από δόλο αξιόποινη πράξη κακουργήματος ή πλημμελήματος και
καταδικασθεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας άνω των
έξι μηνών, συνεχίζεται η κατ'αυτού παυθείσα ποινική δίωξη, δεν υπολογίζεται
στον χρόνο παραγραφής του αξιόποινου της πρώτης πράξης ο
διανυθείς χρόνος από την παύση της δίωξης μέχρι την αμετάκλητη καταδίκη για τη
νέα πράξη. Κατά συνέπεια, η εν λόγω απόφαση δεν υπόκειται σε αναίρεση και αν
ασκηθεί αναίρεση, αυτή απορρίπτεται ως απαράδεκτη (άρθρα 476 παρ. 1, 513 παρ. 1
εδ. α' Κ.Ποιν.Δ.).
Στην προκείμενη περίπτωση,
όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη με αριθμό 5175/2018 απόφαση του Β'
Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ενώπιον του Δικαστηρίου εισήχθη προς εκδίκαση η
ποινική υπόθεση για το αποδιδόμενο στον κατηγορούμενο - νυν αναιρεσείοντα
αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης κατ'εξακολούθηση σε βάρος της Ευγενίας
Καραγιαννίδου (Μανωλίδου). Το
Δικαστήριο εισήλθε στην ουσιαστική έρευνα της υπόθεσης και, μετά την ολοκλήρωση
της αποδεικτικής διαδικασίας με την εξέταση της πολιτικώς ενάγουσας, την
ανάγνωση των εγγράφων και την απολογία του κατηγορουμένου, έκρινε ότι δεν
στοιχειοθετείται το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης κατ'εξακολούθηση,
δεχόμενο ότι «...ναι
μεν οι επίμαχοι ισχυρισμοί του κατηγορουμένου - νυν αναιρεσείοντος είναι
ψευδείς... πλην όμως ο κατηγορούμενος εύλογα πίστευε τα γεγονότα, που
ισχυρίστηκε και διέδωσε, ως αληθινά...», στη συνέχεια, δε, προέβη στην μετατροπή, κατ'επιτρεπτή
μεταβολή της πράξης που τελέστηκε, από συκοφαντική δυσφήμηση κατ'εξακολούθηση
σε απλή δυσφήμηση κατ'εξακολούθηση. Περαιτέρω, διαπιστώνοντας, ότι αληθή
υποτιθέμενα τα γεγονότα συνιστούν το αδίκημα της απλής δυσφήμησης, για το οποίο
προβλέπεται ποινή φυλακίσεως μέχρι δύο ετών ή χρηματική ποινή, το Δικαστήριο
ερεύνησε περαιτέρω την υπόθεση και αφενός απεφάνθη ότι οι επίμαχοι ισχυρισμοί
του κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος ήταν ικανοί να βλάψουν την τιμή και την
υπόληψη της εγκαλούσας και αφετέρου απέρριψε τον προβληθέντα εκ μέρους του
κατηγορουμένου στην αρχή της αποδεικτικής διαδικασίας αυτοτελή ισχυρισμό περί
της συνδρομής ως λόγου άρσης του άδικου χαρακτήρα της απλής δυσφημήσεως, κατ'άρθρο 367 παρ. 1 γ' του ΠΚ, το
δικαιολογημένο ενδιαφέρον αυτού (κατηγορουμένου) ως δημοσιογράφου.
Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο της ουσίας στο σκεπτικό της απόφασης εδέχθη κατά πιστή μεταφορά ότι «...η αναφορά περί της
συμπερίληψης κάποιου στη λίστα Λαγκάρντ ήταν ικανή να βλάψει την
τιμή και την υπόληψή του, δοθέντος ότι στην κοινή γνώμη είχε εδραιωθεί η άποψη ότι
οι συμμετέχοντες σε αυτή ερευνώνται για σοβαρές έκνομες ενέργειες
φοροδιαφυγής...», ότι «... τα ως άνω δημοσιεύματα βασίστηκαν σε ψευδή και
παραπλανητικά γεγονότα, των οποίων ο κατηγορούμενος όφειλε να διακριβώσει την
αλήθεια, επιπλέον δε ο τελευταίος δεν κινήθηκε με αποκλειστικό σκοπό την
εκτέλεση του καθήκοντος ενημέρωσης του κοινού, αλλά ενήργησε συνειδητά με σκοπό
εξύβρισης της εγκαλούσας, δηλαδή με ειδικό σκοπό κατευθυνόμενο στην προσβολή
της τιμής και της υπόληψής της, όπως προκύπτει από τον τρόπο εκδήλωσης της
δυσφημιστικής συμπεριφοράς του, καθώς και από το γεγονός ότι οι επίμαχες
δυσφημιστικές εκφράσεις δεν συνιστούν το επιβαλλόμενο και αντικειμενικά
αναγκαίο μέτρο για την εκτέλεση του ως άνω καθήκοντός του...», στη συνέχεια ότι «...όλες τις ανωτέρω εκφράσεις
χρησιμοποίησε ο κατηγορούμενος με σκοπό να βλάψει την τιμή και την υπόληψη της
εγκαλούσας, με την έννοια ότι δεν ήθελε να ερευνήσει βαθύτερα το αληθές ή
ψευδές των στοιχείων του ρεπορτάζ του, αλλά προέκρινε να πλήξει αυτήν,
εμφανίζοντάς την ως εμπλεκόμενη στην υπόθεση της λίστας Λαγκάρντ και όχι να
επιβεβαιώσει τα στοιχεία του, αποδεχόμενος έτσι να είναι και ψευδή, όπως
πράγματι ήταν στην προκείμενη περίπτωση...», και τέλος ότι «...Κατόπιν των ανωτέρω
παραδοχών πρέπει κατά τη διάταξη του άρθρου 367 παρ. 2 β' του ΠΚ, να απορριφθεί
ο αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί συνδρομής των όρων εφαρμογής της
παραγράφου 1 γ' του ιδίου άρθρου...». Στο δε διατακτικό της εν λόγω απόφασης ανέφερε ρητώς ότι «Απορρίπτει τον αυτοτελή
ισχυρισμό περί συνδρομής των προϋποθέσεων της διατάξεως του άρθρου 367 παρ. 1
περ. γ' του ΠΚ», ήτοι ανέφερε διάταξη που έχει
εφαρμογή μόνο επί της απλής δυσφημήσεως, και όχι επί συκοφαντικής τοιαύτης.
Τέλος, δε, κατέληξε να παύσει υφ'όρον την ποινική δίωξη εναντίον του
κατηγορουμένου για το κατ'επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας αδίκημα της απλής
δυσφήμησης κατ'εξακολούθηση, κατ'εφαρμογή του άρθρο 8 παρ. 1 του ν. 4411/2016.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τα ανωτέρω, το Δικαστήριο της ουσίας,
μετά τις ως άνω παραδοχές ότι ο αναιρεσείων δεν τελούσε εν γνώσει της
αναλήθειας των αναφερομένων δυσφημιστικών γεγονότων, προέβη στην
εξέταση της ουσίας της κατηγορίας της απλής δυσφήμησης κατ'εξακολούθηση σε
βάρος του κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος και βάσει του σκεπτικού της απόφασης
έκρινε, αφενός ότι ο αναιρεσείων τέλεσε την πράξη της απλής δυσφήμησης κατ'εξακολούθηση, αφετέρου δε απέρριψε τον προβληθέντα αυτοτελή ισχυρισμό περί
άρσεως του άδικου χαρακτήρα της πράξεως (άρθρ. 367 παρ. 1 περ. γ' ΠΚ) για την ύπαρξη δεδικαιολογημένου
δημοσιογραφικού ενδιαφέροντος, αφού, όπως έκρινε, υπήρξε ειδικός σκοπός
εξύβρισης της εγκαλούσας από τον αναιρεσείοντα. Και ναι μεν δεν περιέλαβε στο
διατακτικό της απόφασης διάταξη περί της ενοχής του αναιρεσείοντος, πλην, όμως,
με οριστική διάταξη στο διατακτικό της απόφασης, απέρριψε τον ως άνω αυτοτελή
ισχυρισμό.
Με την υπό κρίση αίτηση
αναιρέσεως, ως εκτιμάται, ο αναιρεσείων, επικαλούμενος έλλειψη ειδικής και
εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, καθώς και εκ πλαγίου εσφαλμένη εφαρμογή των
ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 363, 362 και 361 Π.Κ., σε συνδυασμό με
τις διατάξεις του άρθρου 367 παρ. 1 περ. γ΄ ΠΚ, και προβάλλοντας συγκεκριμένες
αιτιάσεις, στρέφεται
κατά των οριστικών διατάξεων της αποφάσεως και συγκεκριμένα, αφενός κατά
το μέρος που το δικαστήριο αποφαίνεται για την μετατροπή, κατ'επιτρεπτή
μεταβολή, της κατηγορίας από συκοφαντική σε απλή δυσφήμηση κατ'εξακολούθηση
και αφετέρου κατά της οριστικής διάταξης απορρίψεως του αυτοτελούς ισχυρισμού
περί συνδρομής των προϋποθέσεων της διάταξης της περίπτωσης γ' της παραγράφου 1 του άρθρου 367 ΠΚ για την ύπαρξη για
δεδικαιολογημένου δημοσιογραφικού ενδιαφέροντος, αφού, όπως έκρινε, υπήρξε
ειδικός σκοπός εξύβρισης της εγκαλούσας από τον αναιρεσείοντα, η οποία διάταξη
τυγχάνει εφαρμογής μόνο στην περίπτωση του 362 ΠΚ και όχι του 363 ΠΚ, ουδόλως
δε πλήττει την διάταξη της υπ'αρ. 5175/2018 απόφασης του Β' Μονομελούς
Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία έπαυσε υφ'όρον, σύμφωνα με το άρθρο 8
παρ. 1 του ν. 4411/2016, την ασκηθείσα κατά του κατηγορουμένου ποινική δίωξη.
Όμως, ο Εισαγγελέας του Δικαστηρίου τούτου, εκτιμώντας
ότι η αίτηση αναιρέσεως δεν έχει ασκηθεί νομοτύπως, καθόσον στρέφεται κατά αποφάσεως, με την οποία το
δικαστήριο της ουσίας παύει υφ'όρον την ποινική δίωξη κατά του κατηγορουμένου,
σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 8 του ν. 4411/2016, η οποία δεν είναι οριστική
γιατί, ως προελέχθη, το δικαστήριο δεν αποφαίνεται τελειωτικά για την οριστική
παύση της ποινικής διώξεως, δεν υπέβαλε πρόταση επί της ουσίας της αιτήσεως
αναιρέσεως, αλλά εισήγαγε την υπόθεση με πρόταση για απόρριψη της αιτήσεως ως
απαράδεκτης (άρθρ. 476 παρ. 1, 463, 504 παρ. 1α, 506 Κ.Ποιν.Δ.)
Κατόπιν
τούτου, και ενόψει των ορισμών των άρθρων 32 παρ. 1 και 138 παρ. 2 και 3 Κ.Ποιν.Δ., οι οποίες για το κύρος της
απόφασης που θα εκδοθεί επιτάσσουν την προηγούμενη υποβολή εισαγγελικής
πρότασης, το δικαστήριο πρέπει να απόσχει από την περαιτέρω ουσιαστική έρευνα
της από 20.12.2018 αιτήσεως αναιρέσεως του Κωνσταντίνου Βαξεβάνη μέχρι
την υποβολή, κατά τη νέα εκδίκαση της υποθέσεως,
που θα ορισθεί αρμοδίως, σχετικής εισαγγελικής προτάσεως για τους λόγους
αναιρέσεως του αναιρεσείοντος.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απέχει να
αποφανθεί επί της από 20.12.2018 αιτήσεως (αρ.πρωτ. 14299/21.12.2018) του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΒΑΞΕΒΑΝΗ του Χριστόφορου, κατοίκου
Αθηνών για αναίρεση της απόφασης 5175/2018 του Β' Μονομελούς Πλημμελειοδικείου
Αθηνών, μέχρι την υποβολή εισαγγελικής προτάσεως επί των λόγων αναιρέσεως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Μαΐου
2019.
Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 24
Ιουνίου 2019.