Σάββατο 26 Ιουλίου 2025

Αποσιώπηση λόγων εξαίρεσης: Ανακριτής Ναρκωτικών κατηγορεί Ανακρίτρια Ναρκωτικών / Όταν το δάσος καίγεται και το κλαράκι συνθλίβεται

 


Η ενίοτε τυπολατρική και επιλεκτική , άστοχη κατ' αποτέλεσμα, εφαρμογή του άρ. 39 ΚΠΔ 

 

19/2020 ΕΦ ΠΕΙΡΑΙΑ (ΠΟΙΝ)  

(Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)


Δικαστές. Αποσιώπηση λόγου εξαίρεσης από δικαστικό λειτουργό. Υπεξαγωγή εγγράφου. Στοιχεία του εγκλήματος. Επιεικέστερος ποινικός νόμος. Επιεικέστερη η διάταξη του ά. 254 του νεότερου ΠΚ περί αποσιώπησης λόγου εξαίρεσης, λόγω μικρότερης επαπειλούμενης ποινής. Φθορά ευτελούς αξίας από τον προγενέστερο ΠΚ. Φθορά ξένης ιδιοκτησίας κατά το νέο άρθρο 378 του νέου ΠΚ. Κατάργηση πταισμάτων υπό το καθεστώς του νέου ΠΚ. Φθορά ξένης ιδιοκτησίας ευτελούς αξίας κατά τον προγενέστερο ΠΚ που τιμωρείτο ως πταίσμα, τιμωρείται, πλέον, από το νέο ΠΚ ως πλημμέλημα όταν το πράγμα είναι μικρής αξίας. Το πταίσμα, δε, υπό το καθεστώς του νέου ΠΚ δεν υφίσταται ως μορφή εγκλήματος και πράξεις που έχουν τελεστεί στο παρελθόν υπό τη μορφή πταίσματος θεωρούνται πλέον ανέγκλητες. Πραγματικά περιστατικά. Διατήρηση κοινωνικής σχέσης, η οποία και δεν οδήγησε, εντέλει, σε ιδιαίτερη, συναισθηματική σχέση, μεταξύ Δικαστή - Ανακρίτριας που χειριζόταν υπόθεση ναρκωτικών και ψυχιάτρου που εμφανίστηκε εμπλεκόμενος και αυτός στην υπόθεση των ναρκωτικών με τη μορφή της απλής συνέργειας. Καίτοι είχε υποχρέωση η ως άνω Δικαστής να δηλώσει αυτοεξαίρεση, ωστόσο δεν προκύπτουν ενδείξεις ότι είχε σκοπό να αποκομίσει αθέμιτη ωφέλεια, αφού ενήργησε σύννομα και τα επιβαρυντικά για τον τότε κατηγορούμενο - ψυχίατρο στοιχεία υπήρχαν στη δικογραφία, χωρίς να τα επινοήσει για να τον ενοχοποιήσει. Ως εκ τούτου, ελλείψει δόλου, δεν στοιχειοθετείται η τέλεση της αποσιώπησης λόγου εξαίρεσης. Καταστροφή από τη Δικαστή εγγράφου, που περιείχε τα μηνύματα που είχε στείλει η νυν κατηγορουμένη - Δικαστής στον ψυχίατρο μέσω της εφαρμογής viber, από τη δικογραφία διά του σκισίματός του. Ωστόσο, το σκίσιμο του αντιγράφου που υπήρχε στον υποφάκελο της αίτησης εξαίρεσης δεν μπορούσε να προκαλέσει βλάβη στην απόδειξη της κατηγορίας εις βάρος της, αφού είχε ήδη κριθεί η αίτηση εξαίρεσης και δεν γινόταν να επανακριθεί, καθ’ όσον η απόφαση που δέχεται την εξαίρεση δεν προσβάλλεται με ένδικα μέσα. Επιπλέον, η ίδια η Δικαστής ενήργησε πάνω στον εκνευρισμό της χωρίς να έχει σκοπό βλάβης. Τέλος, βάσει των ως άνω αναφερθέντων, δεν μπορεί να γίνει μεταβολή της κατηγορίας από υπεξαγωγή εγγράφου σε φθορά ξένης ιδιοκτησίας ευτελούς αξίας, καθ’ όσον το πταίσμα (ήτοι αυτό της φθοράς ευτελούς αξίας) δεν προβλέπεται ως μορφή εγκλήματος και, επομένως, τέτοιες πράξεις είναι ανέγκλητες. Ως εκ τούτου, αποφαίνεται να μη γίνει κατηγορία για τις ως άνω πράξεις.
 
 

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΩΙΣ

                                         Αριθμός Βουλεύματος 19/2020

                                      ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΦΕΤΩΝ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές, Ισιδώρα Πόγκα, Πρόεδρο Εφετών, Νικόλαο Κουτρούμπα, Εισηγητή και Ηλία Σταυρόπουλο, Εφέτες.

Συνήλθε στο γραφείο διασκέψεών του στις 20 Φεβρουάριου 2020, παρουσία και της Γραμματέα, Ευαγγελίας Κορώνη, για να διασκεφθεί και να αποφασίσει για την παρακάτω ποινική υπόθεση, επί της οποίας έχει υποβληθεί σ' αυτό η υπ' αριθ. 8/2020 έγγραφη πρόταση του Αντεισαγγελέα Εφετών Πειραιώς, Κωνσταντίνου Σοφουλάκη, η οποία έχει ως εξής:

Εισάγω στο Συμβούλιό Σας κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθ. 9α-` ,30 παρ. 1, 2και 4, 43 παρ.2 και 1,111 παρ.6,1 37εδ. α’ και δ`, 138,139, 316 παρ.2, 317 παρ.ι περ.β`, 318, 319 παρ.ι του νέου Κ.Π.Δ. (κυρωτικός νόμος 4620/2019, ΦΕΚ 96 Α` από 11.06.2019, που ισχύει από 01.07.2019), την ποινική δικογραφία με ηλεκτρονικό αριθμό πρωτοκόλλου ΤΕΠ ../2019 και ABM Μ- ..... με ΕΓ..., που σχηματίσθηκε μετά από προκαταρκτική εξέταση, κατά της: ......... του ..... και της ....., που γεννήθηκε την 25.09.1968 στην Αθήνα και κατοικεί στο .... Αττικής, ..........., δικαστικής λειτουργού (πρωτοδίκη) εν ενεργεία, κατόχου του με αριθμό ............/17.03.2010 δελτίου αστυνομικής ταυτότητας που εκδόθηκε από το παράρτημα Ασφαλείας Πειραιώς, κατά της οποίας ασκήθηκε ποινική δίωξη για τις πλημμεληματικές πράξεις: 1) της αποσιώπησης λόγου εξαίρεσης και 2) της υπεξαγωγής εγγράφου, οι οποίες προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων: που προβλέπονται και τιμωρούνται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων: 1,13 στοιχ. α ` και γ`, 14, 16, 17, 18, 26 παρ. 1 εδ. α `, 27 παρ.2 και 1, 51, 53, 79, 94, 222 και 254 του προϊσχύσαντος (παλαιού) ΠΚ όπως στις θέσεις αυτών υπεισήλθαν οι διατάξεις των άρθρων, 1, 13 στοιχ. α ` και γ`, 14, 16,17, 18,26α, 27 παρ. 2 και ι, 50 εδ.α’, 51, 53, 79, 94, 222 και 254 του νέου ΠΚ (Ν.461 9/2019, ΦΕΚ 95Α` από 11.06.2019, που ισχύει από 01.07.2019)], και που φέρονται τελεσθείσες στην Αθήνα (Πρωτοδικείο Αθηνών) στις 18.06.2018 και 25.06.2018, και, εκθέτω τα ακόλουθα:

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 43 παρ. 2, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 7 του Ν. 4637/2019 (Α` 18ο) του νέου Κ.Π.Δ. (κυρωτικός νόμος 4620/2019, ΦΕΚ 96 Α` από 11.06.2019, που ισχύει από 01.07.2019), αν διενεργήθηκε προκαταρκτική εξέταση ή αυτεπάγγελτη προανάκριση κατά το άρθρο 245 παρ. 2 ή ένορκη διοικητική εξέταση ή υπάρχει πόρισμα ή έκθεση αρμόδιας κατά τον νόμο για έλεγχο αρχής για πλημμέλημα των προσώπων του άρθρου 111 παρ. 6 (πρόσωπα ιδιαζούσης δωσιδικίας), ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών κινεί την ποινική δίωξη διαβιβάζοντας τη δικογραφία στον εισαγγελέα εφετών με σχέδιο κλητηρίου θεσπίσματος. Αν ο εισαγγελέας εφετών κρίνει ότι δεν συντρέχουν επαρκείς ενδείξεις για την εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο με απευθείας κλήση, υποβάλλει σχετική πρόταση στο συμβούλιο εφετών, διατηρώντας το δικαίωμα να διατάξει προηγουμένως προανάκριση για τη συμπλήρωση του αποδεικτικού υλικού.

Αρμοδίως, κατά συνέπεια, εισάγεται ενώπιον του Συμβουλίου Σας η παρούσα υπόθεση, μετά τη διενεργηθείσα προκαταρκτική εξέταση, στο πλαίσιο της οποίας αρχικώς ελήφθησαν έγγραφες εξηγήσεις της νυν κατηγορουμένης και στη συνέχεια της ασκήθηκε ποινική δίωξη για τις προαναφερόμενες πλημμεληματικές πράξεις, όπου κλήθηκε σε απολογία και άσκησε έτσι πλήρως το δικαίωμα ακροάσεως που προβλέπεται από το άρθρο 20 του Συντάγματος αλλά και από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ με την οποία καθιερώνεται η αρχή της δίκαιης δίκης, συστατικό της οποίας είναι και το δικαίωμα ακροάσεως (AH 924/2009 ΤΝΠ Νόμος) και δέον να ερευνηθεί κατ’ ουσίαν.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 254 του προϊσχύσαντος ΠΚ, υπάλληλος για τον οποίο υπάρχει νόμιμος λόγος να εξαιρεθεί σε κάποια υπόθεση και που εν γνώσει του αποσιωπά το περιστατικό αυτό και ενεργεί σ' αυτήν την υπόθεση, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών, αν η αποσιώπηση έγινε με σκοπό την αθέμιτη ωφέλεια του ίδιου ή άλλου ή τη βλάβη άλλου. Από τη διάταξη αυτή, με την οποία διαμορφώνεται στο Νόμο ένα έγκλημα γνήσιο παραλείψεως, του οποίου η αντικειμενική υπόσταση συνίσταται απλώς και μόνο σε αποθετική συμπεριφορά, δηλαδή σε αποχή από ορισμένη ενέργεια, προκύπτει, αφενός μεν ότι ο δράστης του προβλεπομένου και τιμωρουμένου από τη διάταξη αυτή εγκλήματος της αποσιώπησης λόγου εξαίρεσης είναι υπάλληλος με την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. α` του ίδιου Κώδικα, δηλαδή εκείνος στον οποίο νόμιμα έχει ανατεθεί, έστω και προσωρινά, η άσκηση Υπηρεσίας Δημόσιας, Δημοτικής ή Κοινοτικής ή άλλου Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου, στον κύκλο των ενεργητικών υποκειμένων της οποίας (έννοιας του υπαλλήλου) εντάσσονται πλην άλλων προσώπων και οι δικαστές (ΑΠ 1611/2007 ΤΝΠ Νόμος), αφετέρου δε, ότι προς στοιχειοθέτηση του εγκλήματος αυτού απαιτούνται: α) διάταξη Νόμου που να ιδρύει για τον υπάλληλο λόγο εξαίρεσης στην υπόθεση που ενεργεί, β) η από τον υπάλληλο με γνώση αποσιώπηση του περιστατικού αυτού και γ) η αποσιώπηση να έγινε με σκοπό αθέμιτης ωφέλειας του δράστη ή κάποιου άλλου ή προς βλάβη άλλου (ΑΠ689/2014, ΑΠ1 044/2011, ΑΠ856/2011, ΑΠ 2430/2008, ΑΠ ι 340/2005, ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 14,15 και 23 του νυν ισχύοντος νΚΠΔ(ο οποίος -σημειωτέον- δεν μετεβλήθη ουσιωδώς ως προς την κύρια κατεύθυνση του προϊσχύσαντος ΚΠΔ) ορίζεται ότι κάθε δικαστικός λειτουργός που αναφέρεται στο άρθρο 14 οφείλει να δηλώσει αμέσως στον πρόεδρο του δικαστηρίου όπου υπηρετεί το γνωστό σ’ αυτόν λόγο για τον οποίο αποκλείεται ή εξαιρείται από τα καθήκοντά του σε ορισμένη υπόθεση, σύμφωνα με τα άρθρα 14 και 15, με σκοπό να του επιτραπεί η αποχή. Ως λόγοι εξαίρεσης νοούνται όταν συντρέχουν οι λόγοι αποκλεισμού του άρθρου αυτού ή αν προκάλεσαν ή προκαλούν υπόνοιες μεροληψίας, δηλαδή αν υπάρχουν γεγονότα που μπορούν να δικαιολογήσουν εμφανώς δυσπιστία για την αμεροληψία τους. Ο πρόεδρος πολυμελούς δικαστηρίου και ο εισαγγελέας, που είναι προϊστάμενος εισαγγελίας, υποβάλλουν τη δήλωση αυτή στους νόμιμους αναπληρωτές τους, ενώ οι αντεισαγγελείς στον εισαγγελέα. Κατά τα άλλα εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 19 παρ. 2. Τα δικαστικά πρόσωπα που αναφέρονται στις προηγούμενες παραγράφους οφείλουν να δηλώσουν με τον ίδιο τρόπο τυχόν σοβαρούς λόγους ευπρέπειας που επιβάλλουν την αποχή τους από την άσκηση των καθηκόντων τους, ακόμα και αν δεν υπάρχουν οι λόγοι της παρ. 1. Η δήλωση αποχής πρέπει να είναι αιτιολογημένη και να στηρίζεται σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο δικαστικός λειτουργός διαπράττει το από το άρθρο 254 του ΠΚ προβλεπόμενο έγκλημα της αποσιώπησης λόγου εξαίρεσης, όταν, πρόκειται να δικαιοδοτήσει ως μονομελές όργανο, στο πλαίσιο της λειτουργικής του αρμοδιότητας (ως εν προκειμένω ο ορισθείς υπό της ολομέλειας του δικαστηρίου στο οποίο υπηρετεί δικαστής να ασκήσει ανακριτικά καθήκοντα, προς διεξαγωγή κυρίας ανάκρισης σε εισαγόμενες από την Εισαγγελία υποθέσεις, ως ορίζει ο ΚΠΔ), και ενεργώντας από πρόθεση, αποσιωπήσει με την έννοια της μη υποβολής αναφοράς στον πρόεδρο του δικαστηρίου που υπηρετεί ότι συντρέχει στο πρόσωπό του λόγος αποκλεισμού ή εξαίρεσής του, ή και τυχόν σοβαρός λόγος ευπρέπειας που επιβάλλει την αποχή του από την άσκηση των καθηκόντων του, με την ταυτόχρονη ενέργειά του να χειριστεί την υπόθεση παρά το διαφαινόμενο κώλυμα που συντρέχει στο πρόσωπό του με ταυτόχρονη επιδίωξη είτε αθέμιτης ωφέλειας του ίδιου ή άλλου είτε βλάβης άλλου (ΑΠ 549/2009 ΤΝΠ Νόμος). Επομένως, προκειμένου για δικαστικό λειτουργό για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης της άνω διάταξης, απαιτείται να συντρέχουν σωρευτικά και οι δύο προϋποθέσεις, ήτοι τόσο της αποσιώπησης όσο και της ενέργειάς του ως δικαστή να χειριστεί την υπόθεση, διαφορετικά δεν πρόκειται για αξιόποινη αποσιώπηση λόγου εξαίρεσης (Χαραλαμπάκη Α., ΕρΠΚ τόμος II, σελ. 495)» όντως αδιάφορου αν ο σκοπός ωφέλειας του ίδιου του υπαλλήλου ή άλλου ή η βλάβη τρίτου προσώπου πραγματοποιήθηκε ή όχι, αφού δεν αποτελεί συστατικό όρο του εγκλήματος (ΑΠ 2430/2008 ΤΝΠ Νόμος), εκτός αν δεν υπάρχει εξ αρχής ο πρόσθετος αυτός σκοπός, οπότε δεν στοιχειοθετείται καν η προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 254 ΠΚ. Εξάλλου για την υποκειμενική υπόσταση απαιτείται τουλάχιστον αναγκαίος δόλος, εξαιρουμένου του ενδεχόμενου, ο οποίος καταλαμβάνει όλα τα στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως, ήτοι γνώση του νόμιμου λόγου εξαιρέσεως, εν γνώσει αποσιώπησή του και ενέργεια του υπαλλήλου στην υπόθεση (άρθρο 27 παρ. 2 εδ. α` ΠΚ), ενώ όσον αφορά το επιδιωκόμενο αθέμιτο όφελος του δράστη ή άλλου ή τη βλάβη τρίτου προσώπου, απαιτείται δόλος σκοπού (άρθρο 27 παρ. 2 εδ. β` ΠΚ), τυποποιουμένου εν προκειμένω εγκλήματος υπερχειλούς υποκειμενικής υποστάσεως. Περαιτέρω, με το Ν. 4619/11.06.2019, ΦεΚ 95Α` 11.06.2019 κυρώθηκε ο νέος Ποινικός Κώδικας(η ισχύς του οποίου άρχισε από 01.07.2019), η άνω διάταξη του άρθρου 254 ΠΚ περί αποσιώπησης λόγου εξαίρεσης, απλώς αναδιατυπώθηκε από τον νεώτερο νομοθέτη στο σύνολό της, χωρίς καμία απολύτως αλλαγή στην στοιχειοθέτησή της, σύμφωνα με όσα προβλέπονται ειδικότερα στην αιτιολογική έκθεση υπό το άρθρο 254ΠΚ, με μόνη διάκριση την αυστηροποίησή της κατά το σκέλος που εδώ ενδιαφέρει εν προκειμένω της αποσιώπησης λόγου εξαίρεσης από δικαστικό λειτουργό ή δικαστή αναβαθμίζοντάς τη ως διακεκριμένη περίπτωση, για την οποία επαπειλείται βαρύτερη ποινή (φυλάκιση ή χρηματική ποινή, αντί για φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή στους λοιπούς υπαλλήλους). Από την αντιπαραβολή των ανωτέρω διατάξεων του προϊσχύσαντος (παλαιού) ΠΚ και του νυν ισχύοντος (νέου)για να κριθεί ποιά στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου για να τύχει εφαρμογής για αυτόν κατ' άρθ.2 παρ. 1 ν ΠΚ, θα πρέπει κάθε μια εξ αυτών (διατάξεων) τόσο κατά το σκέλος της αντικειμενικής όσο και κατ' εκείνο της υποκειμενικής της υποστάσεως να συγκρισιολογηθεί-παραβληθεί ειδικότερα και όχι το σύνολό τους, ως συνέβαινε με τον προϊσχύσαντα (παλαιό) ΠΚ. Έτσι, όσον αφορά το δικαστικό λειτουργό, ευμενέστερη κατ'αρθ.2 παρ. 1 νΠΚ τυγχάνει η νεότερη διάταξη, λόγω μικρότερης επαπειλούμενης ποινής. Περαιτέρω, για την κατά το άρθρο του 222 του προϊσχύσαντος ΠΚ στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαγωγής εγγράφου, υπαλλακτικώς μικτού, με προστατευόμενο έννομο αγαθό - αντικείμενο το έγγραφο, ως αποδεικτικό μέσο, απαιτούνται α) έγγραφο, δημόσιο ή ιδιωτικό, κατά την έννοια του άρθρου 13 εδ. γ’ ΠΚ, προορισμένο ή πρόσφορο έστω και ως δικαστικό τεκμήριο να αποδείξει γεγονός που έχει έννομη σημασία, β) απόκρυψη, βλάβη ή καταστροφή του εγγράφου, γ) να μην είναι κύριος ή αποκλειστικός κύριος του εγγράφου ο δράστης ή να είναι μεν κύριος αυτού, αλλά να έχει υποχρέωση κατά τις διατάξεις του ΑΚ προς παράδοση ή επίδειξη σε άλλον και δ) να ενήργησε ο δράστης προς το σκοπό της βλάβης του τρίτου, δηλαδή του κυρίου ή συγκυρίου του εγγράφου ή αυτού που δικαιούται απλώς στην επίδειξη ή παράδοσή του, αδιαφόρως εάν επιτεύχθηκε ή όχι ο σκοπός αυτός, αφού το έγκλημα είναι διακινδύνευσης, που αποσκοπεί στην αχρήστευση του εγγράφου ως αποδεικτικού μέσου χωρίς να απαιτείται και η επίτευξη βλάβης, η οποία μπορεί να είναι είτε περιουσιακή είτε ηθική και να αφορά οποιοδήποτε πρόσωπο. Υποκειμενικά απαιτείται άμεσος δόλος εγκείμενος στο σκοπό του δράστη που γνωρίζει και θέλει την επέλευση της βλάβης τρίτου, ως άμεσης και απευθείας συνέπειας της πράξης της υπεξαγωγής και όχι άλλης ενέργειάς του, η δε βλάβη δεν απαιτείται να επήλθε, αρκεί και μόνο να απειλήθηκε (ΑΠ 82/2019, 867/2017, ΑΠ 834/2016 ΤΝΠ Νόμος). Τέλος, με το Ν. 4619/11-06.2019, ΦΕΚ 95Α` 11.06.2019 κυρώθηκε ο νέος Ποινικός Κώδικας (η ισχύς του οποίου άρχισε από 01.07.2019), η άνω διάταξη του άρθρου 222 ΠΚ περί υπεξαγωγής εγγράφων, απλώς αναδιατυπώθηκε από τον νεώτερο νομοθέτη στο σύνολό της, χωρίς καμία απολύτως αλλαγή στην στοιχειοθέτησή της, σύμφωνα με όσα.........

 αφετέρου δε, σε βάρος του 2ου εξ αυτών ...., την από 18.06.2018 κλήση σε απολογία για την 25.06.2018. Όμως, ο τελευταίος χολωθείς από την εξέλιξη αυτή, διότι πίστευε ότι θα έτυχε «καλύτερης μεταχείρισης» από την κατηγορουμένη, ενόψει της προηγηθείσης στο παρελθόν κοινωνικής τους σχέσης (: ο ίδιος την αποκαλεί «ιδιαίτερη προσωπική σχέση» κατά τα παρακάτω αναφερόμενα ειδικότερα), εγχείρισε στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών την από 18.06.2018 αίτηση εξαίρεσης της κατηγορουμένης από τα ανακριτικά της καθήκοντα, επικαλούμενος ότι έδει να απόσχει από αυτά ενόψει του ότι διατηρούσε μαζί του: «ιδιαίτερη προσωπική σχέση...και έληξε άδοξα» (βλ. την 18.06.2018 αίτηση εξαίρεσης, συνημμένη), πλην όμως επί της αιτήσεώς του αυτής εξεδόθη το συνημμένο υπ’αριθ. 2805 από 22.06.2018 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο υιοθετώντας την εισαγγελική πρόταση δέχθηκε ότι: «...Από την εξέταση των προσκομισθέντων από τον αιτούντα ..... του .......... αντιγράφων ανταλλαχθέντων μεταξύ του ίδιου και της καθού η αίτηση εξαίρεσης Ανακρίτριας του ... Ανακριτικού Τμήματος Ναρκωτικών Αθηνών, ..........., μηνυμάτων μέσω της εφαρμογής viber (τη γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβήτησε η ανωτέρω δικαστική λειτουργός στην από 19-6-2018 έγγραφη απάντηση σε αίτηση εξαίρεσης) συνάγεται το γεγονός της ύπαρξης κοινωνικής σχέσης, πέραν της απαιτούμενης υπηρεσιακής σχέσης, χωρίς να προκύπτει αδιαμφισβήτητα η επικαλούμενη από τον αιτούντα ιδιαίτερα προσωπική σχέση, πολλώ δε μάλλον δεν προκύπτουν από το αποδεικτικό υλικό της με Α.Β.Μ. Φ....... δικογραφίας μη σύννομες ενέργειες της ανωτέρω δικαστικής λειτουργού, πλην όμως από μόνη της η εμφανιζόμενη στα ανταλλαγέντα μηνύματα υφιστάμενη (έστω και στο πρόσφατο παρελθόν) κοινωνική σχέση, πέραν της υπηρεσιακής, δύναται να προκαλέσει υπόνοιες μεροληψίας στο πρόσωπο της ανωτέρω δικαστικού λειτουργού υπέρ ή και σε βάρος του αιτούντα ........... κατά τον περαιτέρω χειρισμό της υπόθεσης...». Η κρίση αυτή του άνω Συμβουλίου τυγχάνει ειδική και εμπεριστατωμένη και δεν αναιρείται από ουδένα στοιχείο της δικογραφίας, τουναντίον αποδομείται από τους εξετασθέντες μάρτυρες και από την κατηγορουμένη, η οποία, κατά την επακολουθήσασα σε βάρος της προκαταρκτική εξέταση και την εν συνεχεία αυτής -μετά την άσκηση της υπό κρίση ποινικής δίωξης-προανάκριση, μετά από παραγγελίες του επιληφθέντος εισαγγελέα του α’βαθμού δικαιοδοσίας της Εισαγγελίας Πλημμελειοδικών Πειραιά, η οποία κατέστη αρμόδια καθ'ύλη και κατά τόπο μετά τον κανονισμό αρμοδιότητος κατά παραπομπή, κατ`αρθ. 136ε ΚΠΔ που προκλήθηκε με την από 19.07.2018 αίτηση της Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αθηνών και την συνακόλουθη έκδοση του συνημμένου υπ’αριθ. 1768/2018 βουλεύματος του Ε` Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, με παρησσία υπερασπίσθηκε τον εαυτό της, μη διαψεύδοντας μεν το περιεχόμενο των ανταλλαχθέντων με τον ψυχίατρο μηνυμάτων, πλην δε, υποστηρίζοντας στερρώς ότι η όλη σχέση που αναπτύχθηκε στην πορεία του χρόνου με αυτόν ήταν σχέση κοινωνική και δεν αναβαθμίστηκε σε ιδιαίτερη προσωπική ως ο ίδιος αβασάνιστα ισχυρίζεται, γεγονός που αβίαστα τεκμαίρεται από το όλο περιεχόμενο των ανταλλαχθέντων με τον ψυχίατρο μηνυμάτων. Κατά συνέπεια εκ των άνω σαφώς τεκμαίρεται ότι όσον αφορά την ...των καταγγελλομένων πράξεων(παρασιώπησης λόγου εξαίρεσης), δεν στοιχειοθετείται υποκειμενικώς πως, για το λόγο ότι η κατηγορουμένη, αν και είχε υποχρέωση να δηλώσει κατ`εφαρμογή των άρθρων 14 και 15 του νΚΠΔ, την αυτοεξαίρεσή της από την σε βάρος του ψυχιάτρου ......... υπόθεση, ή έστω να απέχει κατ`εφαρμογή του άρθρου 23 παρ. 2 νΚΠΔ για λόγους ευπρέπειας από την άσκηση των ανακριτικών της καθηκόντων, λόγω της ιδιότητάς ως εν ενεργεία δικαστικής λειτουργού, ενόψει της κατά το παρελθόν προηγηθείσης κοινωνικής τους σχέσης, η οποία από μόνη της, ήταν δυνατόν να εγείρει στον τελευταίο έλλειψη αμεροληψίας στο πρόσωπό της, παρά ταύτα πίστευε - πεπλανημένα- ότι η όποια σχέση της που είχε δημιουργηθεί με τον αιτούντα την εξαίρεσή της ψυχίατρο ........ στο απώτερο προηγούμενο της ενέργειάς της έτος (2017), αν και ήταν εκτός των υπηρεσιακών της καθηκόντων, επειδή αφενός αναγόταν σε επίπεδο κοινωνικής και μόνο συναναστροφής και δεν εξελίχθηκε σε «ιδιαίτερη προσωπική σχέση... που έληξε άδοξα», ως ισχυρίστηκε αναπόδεικτα ο τελευταίος, και αφετέρου για τον πρόσθετο λόγο ότι αυτή (κοινωνική τους σχέση) είχε διακοπεί και δεν υφίστατο κατά το χρόνο της ενέργειάς της (18.06.2018), δεν θα εγείρει εκ μέρους του τελευταίου υπόνοιες αμεροληψίας στο πρόσωπό της. Αυτός ο λόγος για τον οποίο δεν συντρέχει στο πρόσωπό της εξ υπαρχής ο πρόσθετος αναγκαίος δόλος σκοπού (άρθρο 27 παρ. 2 εδ. β` ΠΚ), προκλήσεως βλάβης στα συμφέροντά του και ως εκ τούτου δεν στοιχειοθετείται υποκειμενικά η εν λόγω πράξη. Άλλωστε το γεγονός αυτό της έλλειψης δηλονότι πρόσθετου αναγκαίου δόλου σκοπού προκλήσεως βλάβης στα συμφέροντα του εν λόγω ψυχιάτρου, αποκλείεται και εκ του ότι μετά την ολική διακοπή της κοινωνικής τους σχέσης, η κατηγορουμένη εξακολουθούσε να τον διορίζει πραγματογνώμονα, οψέποτε παρίστατο ανάγκη κατά την άσκηση των δικαιοδοτικών της καθηκόντων, τηρώντας αμερόληπτη στάση απέναντι του, χωρίς οιοδήποτε κομπασμό ή δυσαρέσκεια στο πρόσωπό του.

Περαιτέρω και όσον αφορά την 2η πράξη της υπεξαγωγής εγγράφου, λεκτέα τα εξής: η κατηγορουμένη την 25.06.2018 μετέβη στο γραφείο του συναδέλφου της Πρωτοδίκη ...... που ανέλαβε να διεκπεραιώσει την άνω δικογραφία με ΑΒΜ Φ ......., μετά την εξαίρεση της ιδίας κατά τα ανωτέρω και αν και αιτήθηκε: «να αναλάβει από τον αντίστοιχο υποφάκελο της εν λόγω δικογραφίας που περιείχε την αίτηση εξαίρεσης και τα σχετικά συνοδεύοντα αυτή αποδεικτικά στοιχεία, όλα τα εκτυπωθέντα μηνύματα που είχαν ανταλλαγεί μεταξύ της εν λόγω ανακρίτριας και του αιτούντος την εξαίρεσή της κατηγορουμένου .......» (βλ. την από 26.06.2018 αναφορά του Ανακριτή του ... Τμήματος, συνημμένη), εν τούτοις ο εν λόγω συνάδελφός της αρνήθηκε να της ικανοποιήσει το αίτημά της αυτό επικαλούμενος ότι: «τα έγγραφα αυτά αποτελούσαν στοιχεία της ανακριτικής δικογραφίας, μόνο δε αντίγραφα θα μπορούσε ενδεχομένως να λάβει με την προβλεπόμενη στο νόμο διαδικασία». Τότε η κατηγορουμένη: «Κατά τη διάρκεια της συζήτησής τους πάνω στο θέμα αυτό, ....πήρε στα χέρια της τα σχετικά έγγραφα που ήταν αποτυπωμένα τα εν λόγω μηνύματα για να τα δει και τότε, ενεργώντας καταφανώς υπό καθεστώς εκνευρισμού και αγανάκτησης, έσκισε ένα εξ αυτών και το έβαλε στην τσάντα της, χωρίς να προλάβω να δω ποιο ήταν». Από την ανωτέρω περιγραφή δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι η κατηγορουμένη αντέδρασε υπό το κράτος συγχύσεως, εκνευρισμού και αγανάκτησης, που της προκλήθηκε όχι από την άρνηση του συναδέλφου της να ικανοποιήσει αμέσως και εκ του προχείρου το αίτημά της, αλλά εκ του γεγονότος ότι βίωνε ενώπιόν του τον απόλυτο εξευτελισμό της από την μικροπρέπεια του καταγγέλλοντος αυτή ψυχιάτρου ...... που έλαβε τεράστιες διαστάσεις εντός του κύκλου των συναδέλφων της και ασφαλώς την έθιγε μέχρι κεραίας, ως γυναίκα, ως επιστήμονα και κυρίως ως εν ενεργεία δικαστικό λειτουργό, αποκλεισμένου σε κάθε περίπτωση του δόλου της, να ενήργησε δηλαδή, προς το σκοπό βλάβης ή απειλής αυτής των συμφερόντων του εν λόγω ψυχιάτρου, δοθέντος ότι η εφαρμογή «viber» στην οποία είχαν καταχωρηθεί τα εν λόγω ηλεκτρονικά μηνύματα λειτουργούσε μέσω διαδικτύου με αποθήκευση των δεδομένων της στη μνήμη της συσκευής είτε του κινητού τηλεφώνου (smartfhone) ή tablet ή laptop και δεν επρόκειτο να εξαφανισθούν αυτά παρά μόνον με την πρωτοβουλία του διαχειριστή της δηλαδή εν προκειμένω του ψυχιάτρου και στα οποία πρόσβαση άμεση και καθολική είχε μόνο αυτός ανά πάσα στιγμή. Έτσι η σπασμωδική της αυτή κίνηση δεν απέβλεπε να προκαλέσει βλάβη ούτε και απειλή αυτής στα συμφέροντα του εν λόγω ψυχιάτρου, τα οποία ούτως ή άλλως προστατεύτηκαν με την απομάκρυνσή της από την σε βάρος του υπόθεση, αλλά να αμυνθεί και να διαμαρτυρηθεί για τον εξευτελισμό της, ο οποίος ήταν άμεσος και ενεργός, ενώπιον του συναδέλφου της.

Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω δεν υφίστανται οι, εκ του άρθ. 313 δ. α` νΚΠΔ, προβλεπόμενες επαρκείς ενδείξεις ενοχής, ικανές να στηρίξουν δημόσια κατηγορία στο ακροατήριο εναντίον της κατηγορουμένης για τις προαναφερόμενες πράξεις, και δέον όπως το Συμβούλιό Σας, κατ`εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων βίο παρ. Ια και 311 παρ. 1 νΚΠΔ, να αποφανθεί να μη γίνει κατηγορία σε βάρος της για αυτές, ενώ θέμα δικαστικών εξόδων δεν γεννάται, καθότι η ποινική δίωξη ασκήθηκε αυτεπαγγέλτως (άρθ. 580 παρ. 1 νΚΠΔ),

                                     ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
                                               ΠΡΟΤΕΙΝΩ:

Να μη γίνει κατηγορία, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθ. 310 παρ. Ια και 311 παρ. 1 νΚΠΔ, κατά της κατηγορουμένης .......... και της ........, που γεννήθηκε την 25.09.1968 στην Αθήνα και κατοικεί στο ....... Αττικής, Λεωφόρος .... δικαστικής λειτουργού(πρωτοδίκη) εν ενεργεία, κατόχου του με αριθμό  .../17.03.2010 δελτίου αστυνομικής ταυτότητας που εκδόθηκε από το παράρτημα Ασφαλείας Πειραιώς, κατά της οποίας ασκήθηκε ποινική δίωξη για τις πλημμελήματικές πράξεις: 1) της αποσιώπησης λόγου εξαίρεσης και 2) της υπεξαγωγής εγγράφου, οι οποίες προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων: που προβλέπονται και τιμωρούνται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων: 1,13 στοιχ. α ’ και γ`, 14,16,17, ι 8, 26 παρ. ι εδ. α`, 27 παρ.2 και 1, 51, 53? 79? 94? 222 και 254 του προϊσχύσαντος (παλαιού) ΠΚ[όπως στις θέσεις αυτών υπεισήλθαν οι διατάξεις των άρθρων, 1,13 στοιχ. α ` και γ`, 14, 1 6,1 7,1 8,26α, 27 παρ. 2 και 1,50 εδ.α ’, 51, 53, 79, 94, 222 και 254 του νέου ΠΚ (Ν.461 9/201 9, ΦΕΚ 95 Α` από 11.06.2019, που ισχύει από 01.07.2019)], και που φέρονται τελεσθείσες στην Αθήνα (Πρωτοδικείο Αθηνών) στις 18.06.2018 και 25.06.2018

                                          Πειραιάς, 28.01.2020
                                              Ο Εισαγγελέας
                                                (υπογραφή)

                                    Κωνσταντίνος Σοφουλάκης
                                       Αντεισαγγελέας Εφετών

Αφού έλαβε υπόψη την ως άνω πρόταση του Αντεισαγγελέα Εφετών Πειραιώς, Κωνσταντίνου Σοφουλάκη, για την οποία η κατηγορουμένη ειδοποιήθηκε να λάβει αντίγραφο, άρθρο 28.1.2020 σημείωση της Γραμματέως της Εισαγγελίας Εφετών Πειραιά, Α. Παπούλια,

                                     ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
                                       ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΝΟΜΟ

Με την προπαρατεθείσα εισαγγελική πρόταση αρμοδίως και παραδεκτά σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 9 εδ.α’, 30 παρ.1, 2 και 4, 43 παρ.2 και 1, 111l παρ.6, 137 εδ.α’ και δ’, 138, 139, 316 παρ.2, 317 παρ.ι περ.β’, 318, 319 παρ.1 του νέου ΚΠοινΔ, εισάγεται ενώπιον αυτού του Συμβουλίου η με ηλεκτρονικό αριθμό πρωτοκόλλου ΤΕΠ .../2019 και ABM Μ-....... και ΕΓ..... ποινική δικογραφία, που σχηματίσθηκε μετά από προκαταρκτική εξέταση, κατά της ..............., γεννηθείσας στην Αθήνα στις 25.9.1968, κατοίκου ......... Αττικής, ......, εν ενεργεία δικαστικής λειτουργού και δη πρωτοδίκη, σε βάρος της οποίας ασκήθηκε ποινική δίωξη για τις πλημμεληματικές πράξεις: 1) της αποσιώπησης λόγου εξαίρεσης και 2) της υπεξαγωγής εγγράφου, οι οποίες προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 1, 13 στοιχ.α’ και γ’, 14, 16, 17, 18, 26 παρ.ι εδ.α’, 27 παρ.2 και 1, 51, 53, 79, 94, 222 και 254 του προϊσχύσαντος (παλαιού) ΠΚ [όπως στις θέσεις αυτών υπεισήλθαν οι διατάξεις των άρθρων 1, 13 στοιχ. α’ και γ’, 14, 16, 17, 18, 26% 27 παρ.2 και ι, 50 εδ.α’, 51, 53, 79, 94, 222 και 254 του νέου ΠΚ (ν. 4619/2019, ΦΕΚ 95 Α’ από 11.6.2019, που ισχύει από 1.7.2019)] και οι οποίες φέρονται τελεσθείσες στην Αθήνα (Πρωτοδικείο Αθηνών) στις 18.6.2018 και στις 25.6.2018. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 43 παρ.2 του νέου ΚΠοινΔ, όπως η διάταξη αυτή συμπληρώθηκε με το άρθρο 7 παρ.5 του ν. 4637/2019, αν διενεργήθηκε προκαταρκτική εξέταση ή αυτεπάγγελτη προανάκριση κατά το άρθρο 245 παρ.2 ή ένορκη διοικητική εξέταση ή υπάρχει πόρισμα ή έκθεση αρμόδιας κατά τον νόμο για έλεγχο αρχής για πλημμέλημα των προσώπων του άρθρου 111 παρ. 6 (πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας), ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών κινεί την ποινική δίωξη διαβιβάζοντας τη δικογραφία στον εισαγγελέα εφετών με σχέδιο κλητηρίου θεσπίσματος. Αν ο εισαγγελέας εφετών κρίνει ότι δεν συντρέχουν επαρκείς ενδείξεις για την εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο με απευθείας κλήση, υποβάλλει σχετική πρόταση στο συμβούλιο εφετών διατηρώντας το δικαίωμα να διατάξει προηγουμένως προανάκριση για τη συμπλήρωση του αποδεικτικού υλικού. Εν προκειμένω, διενεργήθηκε  προκαταρκτική εξέταση, στα πλαίσια της οποίας λήφθηκαν έγγραφες εξηγήσεις από την νυν κατηγορούμενη και ακολούθως, αφού ασκήθηκε ποινική δίωξη για τις προαναφερόμενες πλημμελήματικές πράξεις, εκείνη κλήθηκε σε απολογία, ασκώντας το προβλεπόμενο από το άρθρο 20 του Συντάγματος και 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ δικαίωμα ακροάσεως. Επομένως, νομίμως η εν λόγω υπόθεση φέρεται ενώπιον αυτού του Συμβουλίου για να ερευνηθεί στην ουσία της.

Κατά το άρθρο 254 του προϊσχύσαντος Π.Κ., υπάλληλος για τον οποίο υφίσταται νόμιμος λόγος να εξαιρεθεί σε κάποια υπόθεση και που εν γνώσει του αποσιωπά το περιστατικό αυτό και ενεργεί σ’ αυτήν την υπόθεση τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών, αν η αποσιώπηση έγινε με σκοπό την αθέμιτη ωφέλεια του ίδιου ή άλλου ή τη βλάβη άλλου. Το αδίκημα είναι σύνθετης ενέργειας και παράλειψης, διότι δεν αρκεί μόνο η αποσιώπηση, αλλά απαιτείται και αρχή ενέργειας στην υπόθεση όπου το κώλυμα (ΑΠ 1517/99, αδημ., 538/83, ΠΧ ΛΓ, σελ. 878, Μιχαήλ Μαργαρίτη, Ποινικός Κώδικας, έκδοση 2003, σελ. 668). Η πράξη τελείται από πρόσωπο που έχει την ιδιότητα του υπαλλήλου υπό την έννοια του άρθρου 13 στοιχ.α’ του ΠΚ, αλλά και από δικαστή, επιπλέον δε απαιτείται η ύπαρξη νόμιμου λόγου εξαίρεσης, δηλαδή να υπάρχει συγκεκριμένη διάταξη που να τον εξαιρεί στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπως λ.χ. οι διατάξεις των άρθρων 14 και 15 του ΚΠοινΔ, η αποσιώπηση του λόγου και η ενέργεια παρά ταύτα του υπαλλήλου ή του δικαστή και δόλος, ενέχων πλην της γνώσεως ότι υφίσταται κατά νόμο λόγος εξαιρέσεώς του και τη θέληση να αποσιωπήσει αυτόν και να ενεργήσει στην υπόθεση, προσέτι δε και σκοπός αθέμιτης ωφέλειας του δράστη ή κάποιου άλλου ή βλάβης άλλου, ο οποίος (σκοπός) πρέπει να επιδιώκεται από τον δράστη (ΑΠ 1394/1982, ΠοινΧρ ΛΓ’, σελ. 522). Ιδίως, όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 14,15 και 23 του νυν ισχύοντος ΚΠοινΔ, που δεν έχει μεταβληθεί ουσιωδώς ως προς την κύρια κατεύθυνση του προϊσχύσαντος ΚΠοινΔ, ο δικαστικός λειτουργός οφείλει να δηλώσει αμέσως στον πρόεδρο του δικαστηρίου όπου υπηρετεί, τον γνωστό σε αυτόν λόγο για τον οποίο αποκλείεται ή εξαιρείται από τα καθήκοντά του σε ορισμένη υπόθεση, σύμφωνα με τα παραπάνω άρθρα 14 και 15, με σκοπό να του επιτραπεί η αποχή. Ο πρόεδρος πολυμελούς δικαστηρίου και ο εισαγγελέας, που είναι προϊστάμενος εισαγγελίας υποβάλλουν τη δήλωση αυτή στους νόμιμους αναπληρωτές τους, ενώ οι αντιεισαγγελείς στον εισαγγελέα. Κατά τα λοιπά, ως προς την ακολουθούμενη διαδικασία εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 19 παρ.2 του ΚΠοινΔ. Επίσης, κατ’ άρθρο 23 παρ.2 του νέου ΚΠοινΔ (23 παρ.3 του παλαιού ΚΠοινΔ) τα παραπάνω δικαστικά πρόσωπα οφείλουν να δηλώσουν με τον ίδιο τρόπο τυχόν σοβαρούς λόγους ευπρέπειας που επιβάλλουν την αποχή τους από την άσκηση των καθηκόντων τους, ακόμη και αν δεν υπάρχουν οι λόγοι των άρθρων 14 και 15 του ΚΠοινΔ. Η δήλωση αποχής πρέπει να είναι αιτιολογημένη και να βασίζεται σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά. Σοβαρό λόγο ευπρέπειας συνιστά και η μεταξύ του δικαστικού προσώπου και κάποιου διαδίκου γνωριμία, στενότερη πάντως της απλής καθώς και η συχνή συνεστίαση (βλ. Χαράλαμπο Σεβαστίδη, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, Τόμος I, έκδοση 2011, σελ. 167). Επομένως, ο δικαστικός λειτουργός διαπράττει το προβλεπόμενο στο άρθρο 254 ΠΚ έγκλημα της αποσιώπησης λόγου εξαίρεσης και όταν πρόκειται να δικαιοδοτήσει ως μονομελές όργανο, στα πλαίσια της λειτουργικής του αρμοδιότητας, όπως όταν ασκεί καθήκοντα ανακριτή σε συγκεκριμένη υπόθεση που του έχει ανατεθεί κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας για διενέργεια κύριας ανάκρισης και ενεργώντας από πρόθεση, αποσιωπήσει με τη μη υποβολή αναφοράς στον πρόεδρο του δικαστηρίου όπου υπηρετεί ότι συντρέχει στο πρόσωπό του λόγος αποκλεισμού ή εξαίρεσης ή και τυχόν σοβαρός λόγος ευπρέπειας και ταυτόχρονα προχωρήσει στον χειρισμό της υπόθεσης παρά το διαφαινόμενο κώλυμα που συντρέχει στο πρόσωπό του, επιπλέον δε επιδιώκει είτε την αθέμιτη ωφέλεια του ίδιου ή άλλου, είτε τη βλάβη άλλου. Αν δεν υπάρχει εξαρχής ο πρόσθετος αυτός σκοπός δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα της αποσιώπησης λόγου εξαίρεσης κατά το παραπάνω άρθρο 254 ΠΚ, αλλά ενδεχομένως ο δικαστικός λειτουργός υπέχει πειθαρχική ευθύνη κατ’ άρθρο 26 ΚΠοινΔ. Εξάλλου, με το ν. 4619/11-6.2019 (ΦΕΚ 95α’ της 11.6.2019) κυρώθηκε ο νέος Ποινικός Κώδικας που άρχισε να ισχύει από 1.7.2019, σε ό,τι δε αφορά το άρθρο 254 ΠΚ έγινε αναδιατύπωση αυτού, χωρίς όμως να γίνει κάποια αλλαγή ως προς τα βασικά στοιχεία του εγκλήματος με μόνη διαφορά αφενός το πλαίσιο της ποινής για τον υπάλληλο, το οποίο μειώθηκε και ορίσθηκε ότι αυτός τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία έτη ή με χρηματική ποινή, αφετέρου τη διάκριση ως προς το πλαίσιο ποινής που προβλέπεται όταν ο δράστης είναι δικαστικός λειτουργός ή διαιτητής, καθώς για τις περιπτώσεις αυτές ορίσθηκε ότι επιβάλλεται φυλάκιση ή  χρηματική ποινή. Ωστόσο και το πλαίσιο αυτό ποινής για το δικαστικό λειτουργό είναι ευνοϊκότερο σε σύγκριση με εκείνο που προβλεπόταν στο προϊσχύσαν άρθρο 254 ΠΚ, βάσει του οποίου η πράξη τιμωρείτο με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Υπό την ισχύ του άρθρου 2 παρ.1 του νέου ΠΚ που ορίζει ότι «Αν από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου» προκύπτει ότι για αποδιδόμενη σε δικαστικό λειτουργό πράξη αποσιώπησης λόγου εξαίρεσης με φερόμενο χρόνο τέλεσης πριν την ισχύ του νέου Κώδικα, η φερόμενη ως τελεσθείσα πράξη κρίνεται με βάση το άρθρο 254 τθυ νέου Ποινικού Κώδικα που επιφυλάσσει ευμενέστερη μεταχείριση ως προς την ποινή. Παρακάτω, κατά τη διάταξη του άρθρου 222 του προϊοχύσαντος ΠΚ, "όποιος με σκοπό να βλάψει άλλον αποκρύπτει, βλάπτει ή καταστρέφει έγγραφο του οποίου δεν είναι κύριος ή δεν είναι αποκλειστικά κύριος ή που άλλος έχει δικαίωμα, κατά τις διατάξεις του αστικού δικαίου, να ζητήσει την παράδοση ή την επίδειξη του, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών". Για τη στοιχειοθέτηση του ανωτέρω εγκλήματος της υπεξαγωγής εγγράφου, υπαλλακτικώς μικτού, με προστατευόμενο έννομο αγαθό -αντικείμενο το έγγραφο, ως αποδεικτικό μέσο, απαιτούνται α) έγγραφο, δημόσιο ή ιδιωτικό, κατά την έννοια του άρθρου 13 εδ.γ` ΠΚ, προορισμένο ή πρόσφορο έστω και ως δικαστικό τεκμήριο να αποδείξει γεγονός που έχει έννομη σημασία, β) απόκρυψη, βλάβη ή καταστροφή του εγγράφου, γ) να μην είναι κύριος ή αποκλειστικός κύριος του εγγράφου ο δράστης ή να είναι μεν κύριος αυτού, αλλά να έχει υποχρέωση κατά τις διατάξεις του ΑΚ προς παράδοση ή επίδειξη σε άλλον και δ)να ενήργησε ο δράστης προς το σκοπό της βλάβης του τρίτου, δηλαδή του κυρίου ή συγκυρίου του εγγράφου ή αυτού που δικαιούται απλώς στην επίδειξη ή παράδοσή του, αδιαφόρως εάν επιτεύχθηκε ή όχι ο σκοπός αυτός, αφού το έγκλημα είναι διακινδύνευσης, που αποσκοπεί στην αχρήστευση του εγγράφου ως αποδεικτικού μέσου χωρίς να απαιτείται και η επίτευξη βλάβης, η οποία μπορεί να είναι είτε περιουσιακή είτε ηθική και να αφορά οποιοδήποτε πρόσωπο. Υποκειμενικά απαιτείται άμεσος δόλος που έγκειται στο σκοπό του δράστη που γνωρίζει και θέλει την επέλευση της βλάβης τρίτου, ως άμεσης και απευθείας συνέπειας της πράξης της υπεξαγωγής και όχι άλλης ενέργειάς του, η δε βλάβη δεν απαιτείται να επήλθε, αρκεί και μόνο να απειλήθηκε (ΑΠ 1138/2019, ΑΠ 443/2017, ΑΠ 834/2016, ΑΠ 158/2015 στην ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου και υπό την ισχύ του νέου ΠΚ προβλέπεται στο άρθρο 222 αυτού, το έγκλημα της υπεξαγωγής εγγράφων αναδιατυπωμένο ως εξής: «Όποιος με σκοπό να βλάψει άλλον αποκρύπτει, βλάπτει ή καταστρέφει έγγραφο του οποίου δεν είναι κύριος ή δεν είναι αποκλειστικά κύριος ή που άλλος έχει δικαίωμα, κατά τις διατάξεις του αστικού δικαίου, να ζητήσει την παράδοση ή την επίδειξή του τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή.» Τα στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος παραμένουν τα ίδια, πλην όμως ως προς το σκέλος της ποινής προβλέπεται διαζευκτικά αντί της ποινής φυλάκισης έως δύο έτη, χρηματική ποινή, ήτοι είδος ποινής ευνοϊκότερο για τον δράστη, καθώς η στερητική της ελευθερίας ποινή πλήττει το πρόσωπο του καταδικασθέντος, ενώ η χρηματική ποινή πλήττει την ιδιοκτησία του προσώπου, δηλαδή πράγματα ως αγαθά (Βλ. I. Μανωλεδάκη, Το έννομο αγαθό ως βασική έννοια του Ποινικού Δικαίου, Ι99θ, σ. 331), οπότε εφαρμοστέα τυγχάνει κατ’ άρθρο 2 παρ.ι του νέου ΠΚ η διάταξη του άρθρου 222 κατά τον νέο Ποινικό Κώδικα. Τέλος, κατ’ άρθρο 381 του προϊσχύσαντος ΠΚ, όπως η παράγραφος 2 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 24 παρ.3ε’ του ν. 4055/20ΐ2, «1. Όποιος με πρόθεση καταστρέφει ή βλάπτει ξένο (ολικά ή εν μέρει) πράγμα ή με άλλον τρόπο καθιστά ανέφικτη τη χρήση του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών. 2. Αν η φθορά έχει αντικείμενο πράγμα ευτελούς αξίας ή η ζημία που προξενήθηκε από τη φθορά είναι ελαφρά, ο υπαίτιος τιμωρείται με κράτηση έως έξι (6) μήνες ή με πρόστιμο έως τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ». Για τη στοιχειοθέτηση του υπαλλακτικώς μικτού πιο πάνω εγκλήματος της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας απαιτείται αντικειμενική μεν αλλοτριότητα του πράγματος, η οποία κρίνεται κατά τις περί κυριότητας διατάξεις του ΑΚ, ήτοι απαιτείται καταστροφή ή βλάβη του ξένου πράγματος ή να καταστεί ανέφικτη η χρήση αυτού, υποκειμενικώς δε γνώση ότι το πράγμα ήταν ξένο και θέληση (ή αποδοχή) της ολικής ή μερικής καταστροφής ή βλάβης κ.λ.π. του πράγματος αυτού, αρκεί δε και ενδεχόμενος δόλος (ΑΠ 1301/2016 στην ΤΝΠ Νόμος). Κατ’ άρθρο δε 383 του παλαιού ΠΚ «στις περιπτώσεις των άρθρων 381 και 382 παρ.2 στοιχ.β’ η ποινική δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση του παθόντος». Ήδη με το άρθρο 378 του νέου ΠΚ, όπου πλέον προβλέπεται και τιμωρείται η εγκληματική πράξη της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας και ειδικότερα στην παράγραφο 1, ορίζεται ότι «1. Όποιος καταστρέφει ή βλάπτει ξένο (ολικά ή εν μέρει) πράγμα ή με άλλον τρόπο καθιστά ανέφικτη τη χρήση του τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή και αν το πράγμα είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ή τοποθετημένο σε δημόσιο χώρο με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Αν το πράγμα είναι μικρής αξίας ή η ζημία που προκλήθηκε είναι ελαφρά, ο υπαίτιος τιμωρείται με χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας». Κατόπιν κατάργησης του πταίσματος ως μορφής αξιόποινης πράξης (στο άρθρο 18 εδ.ι του νέου ΠΚ προβλέπεται πλέον ότι «οι αξιόποινες πράξεις διακρίνονται σε κακουργήματα και πλημμελήματα»), η φθορά ευτελούς αξίας τιμωρείται πλέον, στο νέο Ποινικό Κώδικα, υπό την πανομοιότυπη μορφή της φθοράς πράγματος μικρής αξίας ως πλημμέλημα. Ωστόσο, δεδομένου ότι η τιμώρηση της πράξης ως πταίσμα συνιστά ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο μεταχείριση σε σχέση με την τιμώρησή της ως πλημμέλημα, όταν εισάγεται προς κρίση πράξη τελεσθείσα υπό την ισχύ του παλαιού ΠΚ που φέρει τη μορφή φθοράς ξένης ιδιοκτησίας ευτελούς αξίας δεν τιμωρείται ούτε ως πταίσμα, μετά την κατάργηση της συγκεκριμένης μορφής εγκλήματος, αλλά θεωρείται ανέγκλητη. Τέλος, μεταβολή κατηγορίας, που επιφέρει απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρο 171 παρ. 1 περ β` ΚΠΔ, γιατί παραβιάζονται οι διατάξεις οι οποίες καθορίζουν την κίνηση της ποινικής δίωξης από τον Εισαγγελέα, υπάρχει, όταν η πράξη για την οποία γίνεται η παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο είναι ουσιωδώς διάφορη από εκείνη, που έχει ασκηθεί η ποινική δίωξη κατά τόπο χρόνο και λοιπές ιστορικές περιστάσεις ή τελέστηκε κάτω από τις ίδιες περιστάσεις, αλλά αποτελείται από γεγονότα άσχετα με εκείνα για τα οποία απαγγέλθηκε η κατηγορία. Τέτοια όμως μεταβολή της κατηγορίας δεν υπάρχει όταν με το παραπεμπτικό βούλευμα καθορίζεται σαφέστερα ο τρόπος τέλεσης της πράξης και ορθότερα ο νομικός χαρακτηρισμός αυτής, ή ακόμη και η παραδοχή από το δικαστικό συμβούλιο το πρώτο επιβαρυντικών περιστάσεων σε βάρος του κατηγορουμένου χωρίς όμως να μεταβάλλεται η ταυτότητα της πράξης ( ΑΠ 1033/2010 νόμος, 33/2004 Ποιν.Λογ.2004 σελ. 51,ΑΠ 2264/03 Ποιν.Λογ. 2003 σελ. 2426, όπου παραπέμπει το ΣυμβΕφΠειρ 23/2014 στην ΤΝΠ Νόμος). Έτσι, επιτρεπτά μεταβάλλεται η κατηγορία για υπεξαγωγή εγγράφου κατ’ άρθρο 222 ΠΚ σε φθορά ξένης ιδιοκτησίας κατ’ άρθρο 378 του νέου ΠΚ, πράξεις που άλλωστε όταν συρρέουν, η συρροή τους είναι φαινομένη, αφού η υπεξαγωγή θεωρείται μορφή φθοράς (Μπουρόπουλος, άρθρο 222 αρ.8, Μιχαήλ Μαργαρίτη, Ποινικός Κώδικας, έκδοση 2003, σελ. 556 παρ.ιι).

Στην προκειμένη περίπτωση, από τα συλλεγέντα στοιχεία της διενεργηθείσας προκαταρκτικής εξέτασης και στη συνέχεια της προανακρίσεως και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων, απ’ όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα του φακέλου, σε συνδυασμό με τις έγγραφες εξηγήσεις και την απολογία της κατηγορούμενης, καθώς και τα συνοδεύοντα αυτές υπομνήματά της αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η κατηγορούμενη διορίσθηκε δικαστική λειτουργός το έτος 2006, ως δικαστική πάρεδρος και μετά από δοκιμαστική περίοδο προήχθη σε πρωτοδίκη, στο δε Πρωτοδικείο Αθηνών υπηρετεί από τις 15·9·2008 (βλ. την υπ’ αριθμ. πρωτ. ...../11.7-2018 βεβαίωση του μέλους της Τριμελούς Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Αθηνών, Πρωτοδίκη ........). Με απόφαση της Ολομέλειας του Πρωτοδικείου Αθηνών, το έτος 2017, της ανατέθηκαν καθήκοντα ανακρίτριας στο .. ανακριτικό τμήμα του ν. 4139/2013 (ναρκωτικών). Κατά το παραπάνω έτος, η κατηγορούμενη, κατά την άσκηση των καθηκόντων της γνωρίστηκε με τους ιδιώτες ψυχίατρους .......... και ......., που αναλάμβαναν επ’ αμοιβή τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης σε περιπτώσεις κατηγορούμενων, οι οποίοι προέβαλαν κατά την απολογία τους ενώπιόν της, αυτοτελή ισχυρισμό περί τοξικομανίας και προκειμένου να διερευνηθεί ο ισχυρισμός αυτός, διορίζονταν οι παραπάνω ψυχίατροι, πραγματογνώμονες. Οι σχέσεις της κατηγορούμενης με τους παραπάνω ψυχίατρους ήταν, αρχικά, καθαρά υπηρεσιακές, πλην όμως, σταδιακά, εντός του έτους 2017, η σχέση με τον εκ των ανωτέρω ........... εξελίχθηκε σε κοινωνική, με εξόδους και συναντήσεις τους, όπως τούτο προκύπτει από σειρά ανταλλαχθέντων μηνυμάτων μέσω της ηλεκτρονικής εφαρμογής “viber”, τα οποία επισύναψε ο τελευταίος στην αίτηση εξαίρεσης που υπέβαλε στη συνέχεια κατά της πρώτης και για την οποία γίνεται λόγος εκτενέστερα παρακάτω. Από τα μηνύματα αυτά προκύπτει ότι μεταξύ της κατηγορούμενης ανακρίτριας και του εν λόγω ψυχίατρου αναπτύχθηκε κάποιο «φλερτ», το οποίο όμως δεν ολοκληρώθηκε, ούτε οδήγησε σε ιδιαίτερη προσωπική ή συναισθηματική μεταξύ τους σχέση, η δε επικοινωνία τους, μέσω μηνυμάτων, φαίνεται να διακόπτεται οριστικά περί το τέλος του έτους 2017. Χαρακτηριστικό για το είδος της σχέσης που πήγε να αναπτυχθεί μεταξύ της ανακρίτριας κατηγορούμενης και του ψυχίατρου ... είναι το μήνυμα που απέστειλε η πρώτη στον δεύτερο, στις 14.6.2017, μέσω της εφαρμογής «viber” για το οποίο γίνεται λόγος και παρακάτω και του οποίου το περιεχόμενο έχει ως εξής: «θέλω επίσης να ξερεις ότι δεν υπάρχει πρόβλημα που τελείωσε αυτό που πήγε να γίνει μεταξύ μας...έτσι επρεπε.,.όχι όμως χωρίς καμία επικοινωνια...δεν ταίριαζε ούτε στην ιδιότητα σου ούτε στην ανδρική σου υπόσταση ούτε στον τροπο που γνωριστηκαμε..δεν με γνώρισες σε...μπαρ». Σε κάθε, όμως, περίπτωση, η μεταξύ των ανωτέρω κοινωνική σχέση και η μη εξέλιξή της σε προσωπική δεν επηρέασε την επαγγελματική-υπηρεσιακή τους σχέση, δεδομένου ότι η κατηγορούμενη εξακολούθησε να αναθέτει στον ψυχίατρο .................... τη διενέργεια ψυχιατρικών πραγματογνωμοσυνών, όπως και πριν, όπως αυτό συνομολογείται. Περαιτέρω, στις 17-4-2018, εισήχθη στο ανακριτικό γραφείο της κατηγορούμενης η υπ’ αριθμ. Φ. ....../2018 ποινική ανακριτική δικογραφία, που αφορούσε σε πλήθος προσώπων εμπλεκομένων σε παράνομη διακίνηση ναρκωτικών ουσιών στα πλαίσια εγκληματικής οργάνωσης και η οποία σχηματίσθηκε με την υπ’ αριθμ. ...... από 17-4-2018 υποβλητική αναφορά της Υποδιεύθυνσης Ασφαλείας Αθηνών προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, ασκηθείσας της αντίστοιχης για τα παραπάνω αδικήματα ποινικής δίωξης. Μετά τις αρχικές απολογίες των προσαχθέντων ενώπιον της ανακρίτριας- με την αυτόφωρη διαδικασία- κατηγορούμενων, σε δεύτερο χρόνο, κατά τη διάρκεια της μελέτης της δικογραφίας εκ μέρους της και ενώ εισήλθαν στο ανακριτικό γραφείο της συμπληρωματικά στοιχεία από την ως άνω Υποδιεύθυνση Ασφαλείας, οι αστυνομικοί της οποίας εξακολουθούσαν να παρακολουθούν την εξέλιξη της υπόθεσης και να καταγράφουν νομίμως τις τηλεφωνικές επικοινωνίες των ήδη προσαχθέντων κατηγορούμενων, η νυν κατηγορούμενη διαπίστωσε ότι προέκυψαν στοιχεία περί συμμετοχής με τη μορφή της απλής συνέργειας στις παραπάνω πράξεις των ως άνω ψυχίατρων ........ και ..., οπότε εξέδωσε αφενός μεν σε βάρος του πρώτου, ένταλμα συλλήψεως, αιτιολογώντας επαρκώς την κρίση αυτή, αφετέρου δε σε βάρος του δεύτερου, ... την από 18.6.2018 κλήση σε απολογία για τις 25.6.2018. Ο τελευταίος, δυσαρεστημένος από την εξέλιξη αυτή, επειδή πίστευε ότι θα τύγχανε «καλύτερης μεταχείρισης» από την κατηγορούμενη, λόγω της αναγόμενης στο παρελθόν κοινωνικής τους σχέσης (ο ίδιος την χαρακτηρίζει «ιδιαίτερη προσωπική σχέση»), εγχείρισε στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών την από 18.6.2018 αίτηση εξαίρεσης της κατηγορούμενης από τα ανακριτικά της καθήκοντα, υποστηρίζοντας ότι εκείνη έπρεπε να απόσχει από τα εν λόγω καθήκοντα ενόψει του ότι διατηρούσε μαζί του «ιδιαίτερη προσωπική σχέση...και έληξε άδοξα». Επί της αιτήσεώς του αυτής εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. 2805/22.6.2018 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο δέχθηκε την αίτηση εξαίρεσης, υιοθετώντας καθ’ ολοκληρίαν την εισαγγελική πρόταση, επομένως και το σκεπτικό της, βάσει του οποίου: «...Από την εξέταση των προσκομισθέντων από τον αιτούντα .... αντιγράφων ανταλλαχθέντων μεταξύ του ίδιου και της καθού η αίτηση εξαίρεσης Ανακρίτριας του ... Ανακριτικού Τμήματος Ναρκωτικών Αθηνών, ................, μηνυμάτων μέσω της εφαρμογής viber (τη γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβήτησε η ανωτέρω δικαστική λειτουργός στην από 19-6-2018 έγγραφη απάντηση σε αίτηση εξαίρεσης) συνάγεται το γεγονός της ύπαρξης κοινωνικής σχέσης, πέραν της απαιτούμενης υπηρεσιακής σχέσης, χωρίς να προκύπτει αδιαμφισβήτητα η επικαλούμενη από τον αιτούντα ιδιαίτερη προσωπική σχέση, πολλώ δε μάλλον δεν προκύπτουν από το αποδεικτικό υλικό της με Α.Β.Μ. Φ........ δικογραφίας μη σύννομες ενέργειες της ανωτέρω δικαστικής λειτουργού, πλην όμως από μόνη της η εμφανιζόμενη στα ανταλλαγέντα μηνύματα υφισταμένη (έστω και στο πρόσφατο παρελθόν) κοινωνική σχέση, πέραν της υπηρεσιακής, δύναται να προκαλέσει υπόνοιες μεροληψίας στο πρόσωπο της ανωτέρω δικαστικού λειτουργού υπέρ ή και σε βάρος του αιτούντα .................. κατά τον περαιτέρω χειρισμό της υπόθεσης...». Η κρίση του παραπάνω Συμβουλίου είναι ειδική και αιτιολογημένη, λαμβανομένου υπόψη ότι στη διάθεση της νυν κατηγορούμενης ως ανακρίτριας είχαν περιέλθει στοιχεία κατά τον χειρισμό της παραπάνω ποινικής δικογραφίας που υπαγόρευαν την κλήση του ........... ως κατηγορούμενου. Συγκεκριμένα, στην παρούσα δικογραφία περιέχεται η Έκθεση Απομαγνητοφώνησης Ψηφιακών Δίσκων [DVD], No 203 [DVD 203], όπου σε τηλεφωνική συνομιλία των κατηγορούμενων για παράβαση του νόμου περί ναρκωτικών, ........, ο πρώτος υποστηρίζει
ότι στο παρελθόν είχε πληρώσει στον πραγματογνώμονα ψυχίατρο .... το ποσό των 1.500 ευρώ για να συντάξει ευνοϊκή γι’ αυτόν έκθεση περί τοξικομανίας. Επίσης, η μάρτυρας υπεράσπισης, δημοσιογράφος στον τηλεοπτικό σταθμό «....», ......, στην από 20.2.2019 ένορκη εξέτασή της ενώπιον της Πταισματοδίκη του 5ου Προανακριτικού Τμήματος Αθηνών κατέθεσε σχετικά ότι «...μετά το ρεπορτάζ μου, στον ..... έγινα δέκτης καταγγελιών από κρατούμενους και συγγενείς τους ότι συγκεκριμένοι ψυχίατροι μεταξύ των οποίων και ο μηνυτής τους είχαν ζητήσει αμοιβή για να γνωμοδοτήσουν ευνοϊκά». Ενόψει των ανωτέρω, σύμφωνα και με την προπαρατεθείσα εισαγγελική πρόταση δεν προκύπτουν ενδείξεις ότι η κατηγορούμενη είχε σκοπό, όπως τούτο απαιτείται κατ’ άρθρο 254 ΠΚ ως προς την υποκειμενική υπόσταση για τη στοιχειοθέτηση του εν λόγω αδικήματος, με την αποσιώπηση του λόγου εξαίρεσής της στην υπόθεση όπου κατέστη κατηγορούμενος ο ψυχίατρος ..... και με την κλήση του σε απολογία να αποκομίσει η ίδια ή άλλος αθέμιτη ωφέλεια, ούτε είχε σκοπό να βλάψει τον παραπάνω εγκαλούντα, αλλά ενήργησε σύννομα, αφού υπήρχαν στη δικογραφία σε βάρος του στοιχεία, τα οποία έλαβε υπόψη της για να τον καλέσει ως κατηγορούμενο και σε καμία περίπτωση δεν τα επινόησε για να τον ενοχοποιήσει. Ούτε άλλωστε από το τέλος του έτους 2017 που διακόπηκε η μεταξύ των ανωτέρω κοινωνική σχέση, η κατηγορούμενη είχε επιδείξει σε βάρος του ....... εκδικητική συμπεριφορά, αφού συνέχιζε να τον διορίζει πραγματογνώμονα, συνεργαζόμενη όπως και πριν, μαζί του, ώστε να μην μπορεί να συναχθεί ότι απέκρυψε τον λόγο εξαίρεσης στο πρόσωπό της, σκοπεύοντας να τον μεταχειρισθεί δυσμενέστερα ως κατηγορούμενο σε σχέση με τα στοιχεία που υπήρχαν εις βάρος του. Συνεπώς, κατά την κρίση αυτού του Συμβουλίου δεν πρέπει να γίνει κατηγορία κατά αυτής για την αξιόποινη πράξη της αποσιώπησης λόγου εξαίρεσης. Παρακάτω, σε ό,τι αφορά τη δεύτερη διωκόμενη πράξη της υπεξαγωγής εγγράφου, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψαν τα εξής: Στις 25.6.2018, η κατηγορούμενη επισκέφθηκε το γραφείο του συναδέλφου της, Πρωτοδίκη ......, ανακριτή τότε του 1ου Ανακριτικού Τμήματος Ναρκωτικών του Πρωτοδικείου Αθηνών, στον οποίο είχε χρεωθεί από τις 22.6.2018, η ως άνω Φ ....... ανακριτική δικογραφία, αφού με το προαναφερόμενο υπ’ αριθμ. 2805/2018 βούλευμα έγινε δεκτή η αίτηση εξαίρεσης του ....... και διατάχθηκε η κατηγορούμενη να απέχει από τα καθήκοντά της στην παραπάνω υπόθεση. Η τελευταία ζήτησε από τον παραπάνω ανακριτή να αναλάβει από τον υποφάκελο της εν λόγω δικογραφίας, που περιείχε την αίτηση εξαίρεσης και τα σχετικά συνοδεύοντα αυτή αποδεικτικά στοιχεία, όλα τα εκτυπωθέντα μηνύματα που είχαν ανταλλαγεί μεταξύ εκείνης και του αιτούντος την εξαίρεσή της, εκεί κατηγορούμενου ..... Ο ανακριτής αμέσως αρνήθηκε και της εξήγησε ότι το αίτημά της αυτό, δηλαδή να αναλάβει, άτυπα, έγγραφα από το σχετικό φάκελο της δικογραφίας δεν είναι νομικά βάσιμο και δεν μπορούσε να γίνει δεκτό, καθόσον τα έγγραφα αυτά αποτελούσαν στοιχεία της ανακριτικής δικογραφίας και ότι μόνο αντίγραφα θα μπορούσε ενδεχομένως να λάβει με την προβλεπόμενη στο νόμο διαδικασία. Κατά τη διάρκεια της συζήτησής τους πάνω στο θέμα αυτό, η κατηγορούμενη πήρε στα χέρια της τα σχετικά έγγραφα, στα οποία ήταν αποτυπωμένα τα εν λόγω μηνύματα για να τα δει και τότε, «ενεργώντας καταφανώς υπό καθεστώς εκνευρισμού και αγανάκτησης», έσκισε ένα εξ αυτών και το έβαλε στην τσάντα της, χωρίς να προλάβει ο ανακριτής να δει ποιο ήταν. Μετά την αποχώρηση της κατηγορούμενης από το γραφείο, ο παραπάνω ανακριτής έλεγξε τα σχετικά έγγραφα, για να εντοπίσει ποιο ήταν αυτό που αφαιρέθηκε από το σώμα της δικογραφίας. Το έγγραφο αυτό κατάφερε εντέλει να εντοπίσει, καθώς πρόκειται για μήνυμα που εμπεριέχεται αυτολεξεί στην ως άνω αίτηση εξαίρεσης και, όπως διαπίστωσε, δεν υπήρχε στα σχετικά έγγραφα του υποφακέλου. Πρόκειται για τα μηνύματα που απέστειλε στον ..... η κατηγορούμενη στις 14.6.2017, όπου κατά τα ανωτέρω του επισημαίνει ότι δεν υπάρχει πρόβλημα που τελείωσε αυτό που πήγε να γίνει μεταξύ τους, αλλά ότι δεν έπρεπε να σταματήσει την επικοινωνία μαζί της. Τα παραπάνω διαλαμβάνονται στην υπ’ αριθμ. πρωτ. ..../2018 αναφορά που συνέταξε ο ως άνω ανακριτής και απηύθυνε στον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών σχετικά με το παραπάνω συμβάν. Το περιεχόμενο της εν λόγω αναφοράς κρίνεται πειστικό, σε αντίθεση με τα όσα υποστηρίζει η κατηγορούμενη στο από 19.7.2019 απολογητικό της υπόμνημα ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά ότι επισκέφθηκε κατά τον παραπάνω χρόνο τον παραπάνω ανακριτή ναρκωτικών για να συζητήσουν την άδικη τροπή που πήρε η όλη υπόθεση για την ίδια και για να του λύσει απορίες και ότι πήρε στα χέρια της κάποια έγγραφα από το φάκελο της αίτησης εξαίρεσης για να τα ξαναδιαβάσει και ότι έφταιγε ο ανακριτής που τράβηξε από τα χέρια της απότομα τα έγγραφα, με αποτέλεσμα να σκισθεί ένα εξ αυτών. Σημειώνεται ότι από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι ο εν λόγω ανακριτής είχε κάποια διαφορά με την κατηγορούμενη στο παρελθόν, ώστε να έχει λόγο να παραποιήσει τα γεγονότα που έλαβαν χώρα ενώπιον του, στο γραφείο του στις 25.6.2018, με αποτέλεσμα να της αποδοθεί κατηγορία για υπεξαγωγή εγγράφου. Αντίθετα, προκύπτει ότι η κατηγορούμενη όντας ενοχλημένη με την τροπή που πήρε η υπόθεση, με την έκδοση του υπ’ αριθμ. 2805/2018 βουλεύματος που τη διέτασσε να απέχει από τα ανακριτικά της καθήκοντα και όντας δυσαρεστημένη που περιέχονταν στον υποφάκελο της αίτησης εξαίρεσης της ανακριτικής δικογραφίας των ναρκωτικών τα μηνύματα που είχε ανταλλάξει με τον ψυχίατρο ....., θέλησε να καταστρέψει το έγγραφο που αφορούσε τα περισσότερο προσωπικά μηνύματα για τη μη ευόδωση της μεταξύ τους σχέσης. Ωστόσο, η υπεξαγωγή εγγράφου αποτελεί πράξη υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης και για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος του άρθρου 222 ΠΚ απαιτείται ο δράστης με την καταστροφή, βλάβη ή απόκρυψη του εγγράφου του οποίου δεν είναι κύριος ή του οποίου άλλος έχει δικαίωμα να ζητήσει την παράδοση ή επίδειξη, να επιδιώκει να βλάψει άλλον. Εν προκειμένω, η αίτηση εξαιρέσεως που υπέβαλε ο εγκαλών .......... στο πρόσωπο της κατηγορούμενης ανακρίτριας ως προς τον χειρισμό της Φ ........ δικογραφίας είχε κριθεί και είχε γίνει δεκτή από τις 22.6.2018 με την έκδοση του υπ’ αριθμ. 2805/2018 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, ο δε υποφάκελος που σχηματίσθηκε αναφορικά με την αίτηση εξαίρεσης και αποτέλεσε μέρος της κύριας ανακριτικής δικογραφίας που αφαιρέθηκε από την κατηγορούμενη και ανατέθηκε στον ανακριτή του 1ου Ανακριτικού Τμήματος Ναρκωτικών του Πρωτοδικείου Αθηνών είχε μόνη αποστολή να φανεί η διαδικαστική διαδρομή της υπόθεσης μέχρι την ανάθεσή της στον τελευταίο ανακριτή, χωρίς να επηρεάζει την περαιτέρω ποινική μεταχείριση του νυν εγκαλούντος και τότε κατηγορούμενου ....... Ομοίως τα μηνύματα προσωπικού περιεχομένου που είχε ανταλλάξει η ανακρίτρια με τον .......... δεν αποτελούσαν μέρος του αποδεικτικού υλικού για τη σε βάρος του κατηγορία από την Φ ....... δικογραφία. Επομένως, στις 25.6.2018 σκίζοντας η νυν κατηγορούμενη το παραπάνω έγγραφο με τα μηνύματα που είχε αποστείλει αυτή στον ως άνω ψυχίατρο μέσω της εφαρμογής viber στις 14.6.2017, δεν είχε σκοπό να του προκαλέσει κάποια βλάβη, ούτε υπήρχε η δυνατότητα να επανακριθεί η αίτηση εξαίρεσής της με την άσκηση εκ μέρους της κάποιου ενδίκου μέσου, ώστε η απώλεια του παραπάνω εγγράφου να μπορούσε να οδηγήσει σε διαφορετική κρίση από αυτή του υπ’ αριθμ. 2805/2018 βουλεύματος, αφού κατ’ άρθρο 22 εδ. 1 του προϊσχύσαντος ΚΠοινΔ «η απόφαση που δέχεται την εξαίρεση δεν προσβάλλεται με ένδικα μέσα», οπότε και το παραπάνω βούλευμα είχε καταστεί αμετάκλητο. Εξάλλου, από το διαλαμβανόμενο στην αναφορά του ανακριτή ..... ότι «το έγγραφο με το επίμαχο μήνυμα ανακτήθηκε από άλλον φάκελο που υπήρχε στην Εισαγγελία από τον οποίο ελήφθη φωτοαντίγραφο και το επισύναψα στη δικογραφία» προκύπτει ότι το σχετικό έγγραφο με το επίμαχο μήνυμα υπήρχε στο φάκελο της εγκλήσεως που είχε υποβάλει ο ψυχίατρος ..................... για την αποσιώπηση λόγου εξαίρεσης εκ μέρους της νυν κατηγορούμενης στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών, οπότε με το σκίσιμο του αντιγράφου που υπήρχε στον υποφάκελο της αίτησης εξαιρέσεως στο γραφείο του Α’ Ανακριτή των Ναρκωτικών, που χειριζόταν την υπόθεση της διακίνησης των ναρκωτικών στα πλαίσια εγκληματικής οργάνωσης δεν μπορούσε να προκληθεί βλάβη στην απόδειξη της κατηγορίας σε βάρος της παραπάνω ανακρίτριας. Επομένως, για τη διωκόμενη πράξη της υπεξαγωγής εγγράφου δεν μπορεί να γίνει κατηγορία. Επίσης δεν μπορεί να γίνει επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας από υπεξαγωγή εγγράφου σε φθορά ξένης ιδιοκτησίας ευτελούς αξίας κατ’ άρθρο 381 παρ.2 του προϊσχύσαντος ΠΚ, το οποίο τιμωρούσε την εν λόγω πράξη ως πταίσμα, ηπιότερα σε σύγκριση με το άρθρο 378 παρι εδ.2 του νέου ΠΚ που τιμωρεί τη φθορά ξένης ιδιοκτησίας όταν το πράγμα είναι μικρής αξίας ως πλημμέλημα, οπότε ως δυσμενέστερη διάταξη δεν εφαρμόζεται στην υπό κρίση περίπτωση κατ’ άρθρο 2 παρ.ι του νέου ΠΚ, καθώς το πταίσμα δεν προβλέπεται πλέον ως μορφή εγκλήματος στο νέο Ποινικό Κώδικα, οπότε τυχόν πράξεις που έχουν τελεσθεί στο παρελθόν υπό τη μορφή πταίσματος θεωρούνται πλέον ανέγκλητες. Ενόψει των ανωτέρω, σύμφωνα με την προπαρατεθείσα εισαγγελική πρόταση δεν υφίστανται οι από το άρθρο 313 εδ.α’ νέου ΚΠοινΔ προβλεπόμενες επαρκείς ενδείξεις ενοχής, ικανές να στηρίξουν δημόσια κατηγορία στο ακροατήριο κατά της κατηγορούμενης για τις διωκόμενες πράξεις και πρέπει κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 310 παρ.ια και 311 παρ.ι νέου ΚΠοινΔ, να μη γίνει κατηγορία σε βάρος της γι’ αυτές και χωρίς να τίθεται ζήτημα επιβολής δικαστικών εξόδων, αφού η ποινική δίωξη ασκήθηκε αυτεπαγγέλτως (άρθρο 580 παρ.ι ν. ΚΠοινΔ).

                                          ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αποφαίνεται να μη γίνει κατηγορία κατά της κατηγορούμενης .......... του ....................
και της ............, που γεννήθηκε στις 25-9-1968 στην Αθήνα και κατοικεί στο ........ Αττικής, ..................., δικαστικής λειτουργού (πρωτοδίκη) εν ενεργεία, κατόχου του με αριθμό ............/17-3-2010 δελτίου αστυνομικής ταυτότητας που εκδόθηκε από το παράρτημα Ασφαλείας Πειραιώς, για τις πλημμεληματικές πράξεις: 1) της αποσιώπησης λόγου εξαίρεσης και 2) της υπεξαγωγής εγγράφου, οι οποίες προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 1,13 στοιχ.α’ και γ’, 14, 16,17,18, 26 παρ.ι εδ.α’, 27 παρ.2 και 1, 51, 53, 79, 94, 222 και 254 του προϊσχύσαντος (παλαιού) ΠΚ [όπως στις θέσεις αυτών υπεισήλθαν οι διατάξεις των άρθρων 1,13 στοιχ.α’ και γ’, 14, 16, 17, 18, 2όα, 27 παρ.2 και ι, 50 εδ.α’, 51, 53, 79, 94, 222 και 254 του νέου ΠΚ (ν. 4619/2019, ΦΕΚ 95Α’ από 11.6.2019, που ισχύει από 1.7.2019] και που φέρονται τελεσθείσες στην Αθήνα (Πρωτοδικείο Αθηνών) στις 18.6.2018 και στις 25.6.2018.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 20 Φεβρουάριου 2020 και εκδόθηκε επίσης στον Πειραιά στις Φεβρουάριου 2020.

       Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΕΦΕΤΩΝ                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


Πέμπτη 17 Ιουλίου 2025

Αποκλεισμός ή μείωση ικανότητας προς καταλογισμό

 


 

1404/2024 ΑΠ (ΠΟΙΝ) ( 885984)
  
 
(A` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)
Αποκλεισμός ή μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό. Έννοιες νοσηρής διατάραξης των πνευματικών λειτουργιών και διατάραξης της συνείδησης. Κρίση δικαστηρίου της ουσίας ότι ναι μεν ο κατηγορούμενος έπασχε από σχιζοφρένεια, πλην όμως αποδείχθηκε ότι κατά το χρόνο τέλεσης των αποδιδομένων σε αυτόν αξιόποινων πράξεων, δεν είχε εκλείψει η ικανότητά του να αντιληφθεί τον άδικο χαρακτήρα των πράξεών του ή να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψή του για το άδικο αυτό έχοντας πλήρη ικανότητα να αντιληφθεί το άδικο των πράξεών του. Πλήρεις αιτιολογίες προσβαλλόμενης. Απορρίπτει αναίρεση.

 
 

  

Αριθμός 1404/2024

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ` ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

 Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ελένη Φραγκάκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ελένη Κατσούλη, Δημήτριο Τράγκα, Ελένη Μπερτσιά-Εισηγήτρια και Διονύσιο Παλλαδινό, Αρεοπαγίτες.

 Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Μαρτίου 2023, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Μαριάννας Ψαρουδάκη (γιατί κωλύεται o Εισαγγελέας) και του Γραμματέα .............., για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορούμενου ............. του ....., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ..., για αναίρεση της υπ` αριθμ. .../2022 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.

 Με υποστηρίζουσα την κατηγορία ............ του ......, κάτοικο ..., που παραστάθηκε με τον δικηγόρο ..., ο οποίος ορίστηκε δικηγόρος της με την υπ` αριθμ. .../2022 απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ` αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 18/7/2022 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ...

 Αφού άκουσε Την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των ως άνω διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.

 ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Η υπό κρίση από 18-7-2022 αίτηση του ......... του ....., κατοίκου ... για αναίρεση της υπ` αριθμ. .../2022 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία κηρύχθηκε ένοχος των αδικημάτων της επικίνδυνης σωματικής βλάβης και της κλοπής κατ` εξακολούθηση και του επιβλήθηκε συνολική ποινή φυλάκισης είκοσι μηνών ανασταλείσα για τρία έτη, έχει ασκηθεί: α] νομότυπα, με δήλωση του αναιρεσείοντος που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου [άρθρο 474 παρ.2 Α` ΚΠΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 141 Ν. 4855/2021], β] εμπρόθεσμα, αφού η απόφαση καταχωρήθηκε στο ειδικό βιβλίο την 1η-7-2022 και η δήλωση αναίρεσης έγινε στις 20-7-2022, εντός δηλαδή της νόμιμης προθεσμίας των είκοσι [20] ημερών [άρθρο 473 παρ. 1, 2, 3 ΚΠΔ,] και γ] παραδεκτά, αφού έγινε από δικαιούμενο και έχοντα προς τούτο έννομο συμφέρον, στρέφεται κατά υποκείμενης στο ένδικο αυτό μέσο απόφασης και περιέχει ως λόγους αναίρεσης α) την έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και β) της απόλυτης ακυρότητας λόγω έλλειψης ακροάσεως [άρθρα 464, 504, 505 παρ.1 εδ. α` και 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` και Α` ΚΠΔ]. Επομένως, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ` ουσίαν. Η απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 Συντάγματος και 139 ΚΠΔ αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ` αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω και κατά το είδος τους, χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα. Εξάλλου, δεν αποτελούν λόγους αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου ξεχωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχέτισης, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας [ΟλΑΠ 1/2018]. Η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να εκτείνεται, εκτός από την κύρια επί της ενοχής απόφαση, στις οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αυτές που η έκδοσή τους έχει αφεθεί στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου, και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, δηλαδή αυτούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορο του, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 171 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠΔ και κατατείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή στον αποκλεισμό ή στη μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής. Εξάλλου, κατά το άρθρο 34 ΠΚ, η πράξη δεν καταλογίζεται στον δράστη, αν, λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής ή διατάραξης της συνείδησης κατά το χρόνο τέλεσής της, δεν είχε την ικανότητα να αντιληφθεί το άδικο της πράξης του ή να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψή του για το άδικο αυτό. Ενώ, κατά το άρθρο 36 ΠΚ, αν, εξαιτίας κάποιας από τις καταστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 34, δεν έχει εκλείψει εντελώς, μειώθηκε όμως σημαντικά η ικανότητα για καταλογισμό, επιβάλλεται ποινή μειωμένη (άρθρο 83 ΠΚ). Κατά τις διατάξεις αυτές, ως νοσηρή διατάραξη των πνευματικών λειτουργιών νοείται κάθε μορφής παραφροσύνη ή φρενοπάθεια ή ολιγοφρενία, που προέρχεται από παθολογική κατάσταση του εγκεφάλου, ενώ ως διατάραξη της συνείδησης νοείται κάθε μορφής ψυχική διατάραξη, η οποία δεν συνδέεται με παθολογική κατάσταση του εγκεφάλου, εμφανίζεται σε ψυχικώς υγιή άτομα και είναι από τη φύση της παροδική... Έτσι, αν, λόγω μιας από τις προαναφερόμενες ψυχικές καταστάσεις, ο δράστης δεν είχε την ικανότητα ή είχε μειωθεί σημαντικά η ικανότητά του να αντιληφθεί το άδικο της πράξης του, δηλαδή να συνειδητοποιήσει τον άδικο χαρακτήρα της, ή να συμμορφωθεί με την αντίληψή του αυτή, η πράξη στην πρώτη περίπτωση δεν καταλογίζεται στον δράστη, ενώ στη δεύτερη περίπτωση επιβάλλεται μειωμένη ποινή κατά το άρθρο 83 ΠΚ (ΑΠ 1518/2022, ΑΠ360/2020). Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης υπ` αριθμ. .../2022 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών προκύπτει ότι το Δικαστήριο αυτό, δέχθηκε, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων αποδεικτικών μέσων, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Η παθούσα ....... και ο κατηγορούμενος ..... διατηρούσαν προσωπικές σχέσεις από εξαμήνου και συγκατοικούσαν στο ............... Αττικής. Ο κατηγορούμενος συχνά κατανάλωνε μεγάλες ποσότητες οινοπνεύματος. Κατά τη διάρκεια των καταχρήσεων αυτών γινόταν βίαιος και ξεσπούσε κατά της παθούσας. Στις 8/7/2014 ο κατηγορούμενος έχοντας καταναλώσει μεγάλη ποσότητα οινοπνεύματος λογομάχησε με την παθούσα, την οποία έπληξε με γροθιές στο πρόσωπο, με αποτέλεσμα αυτή να υποστεί μικρή εκδορά στο άνω βλέφαρο αριστερού οφθαλμού περιοφθαλμικό οίδημα δεξιού οφθαλμού, εκχύμωση επιπεφυκότα αριστερού οφθαλμού, υπόσφαγμα δεξιού οφθαλμού ενώ ο κερατοειδής του αριστερού οφθαλμού παρουσίαζε στικτή εικόνα λόγω μη πλήρους σύγκλισης των βλεφάρων (βλ. την από 10/7/2014 οφθαλμολογική εξέταση του Γενικού Νοσοκομείου ..........). Οι ως άνω σωματικές βλάβες, οι οποίες λόγω του τρόπου που τελέσθηκαν (γροθιές στο πρόσωπο) και των σημείων πλήξεως του σώματος της (περιοχή των οφθαλμών) μπορούσαν να προκαλέσουν βαρεία σωματική βλάβη ή κίνδυνο της ζωής της παθούσης, δεν είναι δυνατό να χαρακτηρισθούν ως όλως ελαφρές, καθώς η ένταση των πληγμάτων που ο κατηγορούμενος επέφερε, αλλά και το σημείο του προσώπου, προς το οποίο τα κατηύθυνε, αλλά και το είδος των προκληθεισών σωματικών βλαβών, μπορούσαν να προκαλέσουν βαριά σωματική βλάβη, απορριπτομένου του σχετικού αυτοτελούς ισχυρισμού του κατηγορουμένου ως ουσία αβασίμου. Περαιτέρω, προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος έπασχε από σχιζοφρένεια και μάλιστα είχε νοσηλευθεί από 12/12/2013 έως 23/12/2013 στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο ........ "....................." (βλ. σχετική βεβαίωση νοσηλείας). Ωστόσο, δεν αποδεικνύεται ότι κατά τον χρόνο τέλεσης των αποδιδόμενων αξιόποινων πράξεων είχε εκλείψει η ικανότητα του δράστη να αντιληφθεί τον άδικο χαρακτήρα των πράξεων του ή να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψή του για το άδικο αυτό, καθώς μόνη η ύπαρξη της εν λόγω ψυχικής νόσου δεν συνεπάγεται την κατ` άρθρο 33 του ΠΚ απαλλαγή του, απορριπτομένου του σχετικού αυτοτελούς ισχυρισμού του κατηγορουμένου ως νόμω αλλά και ουσία αβάσιμου. Επιπλέον, αποδεικνύεται ότι κατηγορούμενος αφαίρεσε από την κατοχή της παθούσας στις 23/6/2014 ένα φορητό ηλεκτρονικό υπολογιστή και στις 8/7/2014 ένα μπουφάν, εντός του οποίου υπήρχε το χρηματικό ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ με σκοπό παράνομης ιδιοποίησης. Επομένως, ενόψει των ανωτέρω αναφερθέντων, θα πρέπει να κηρυχθεί ο κατηγορούμενος ένοχος των αποδιδόμενων σ΄ αυτόν πράξεων". Ακολούθως το ανωτέρω Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του ,αφού απέρριψε τον ανωτέρω αυτοτελή ισχυρισμό, κήρυξε τον κατηγορούμενο ............... του ........, κάτοικο ... ένοχο των αξιοποίνων πράξεων της επικίνδυνης σωματικής βλάβης και της κλοπής κατ` εξακολούθηση και του επέβαλε συνολική ποινή φυλάκισης είκοσι (20)μηνών ανασταλείσα επί τριετία με το ακόλουθο διατακτικό: "Στο ............ Αττικής, στους παρακάτω χρόνους, τέλεσε πολλές πράξεις, πολλά αδικήματα, τα οποία προβλέπονται από το νόμο και τιμωρούνται με στερητικές της ελευθερίας ποινές και συγκεκριμένα, στον ανωτέρω τόπο: 1. Στις 8/7/2014 με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον απλή σωματική κάκωση, με τρόπο που θα μπορούσε να προκαλέσει στον παθόντα κίνδυνο για τη ζωή του ή βαριά σωματική του βλάβη. Ειδικότερα, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, έπληξε με γροθιές την εγκαλούσα, ..............του .............. κάτοικο ..., στο πρόσωπο , με αποτέλεσμα αυτή να υποστεί μικρή εκδορά του άνω βλεφάρου του αριστερού οφθαλμού και υπόσφαγμα του δεξιού οφθαλμού ,η δε σωματική βλάβη ήταν επικίνδυνη, δεδομένου ότι, ως εκ του τρόπου που τελέστηκε, καθώς και των σημείων πλήξεως του σώματος της εγκαλούσης από τον κατηγορούμενο, μπορούσε να επέλθει βαριά σωματική βλάβη της παθούσης. 2. Στις 23-6-2014 και 8-7-2014 με περισσότερες πράξεις που αποτελούν εξακολούθηση του αυτού αδικήματος, αφαίρεσε ξένο ολικά κινητό πράγμα από κατοχή άλλου με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα. Ειδικότερα στον ως άνω τόπο: α) στις 23-6-2014 αφαίρεσε από την κατοχή της εγκαλούσης ένα (1) φορητό ηλεκτρονικό υπολογιστή, μάρκας ........... με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα. β) στις 8/7/2014 αφαίρεσε από την κατοχή της εγκαλούσης ένα (1) μπουφάν και το χρηματικό ποσό των διακοσίων πενήντα ευρώ (250) ευρώ με σκοπό να τα ιδιοποιηθεί παράνομα". Με τον πρώτο λόγο της αναίρεσης ο αναιρεσείων αιτιάται ότι το Δικαστήριο της ουσίας ότι με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε με ελλιπή αόριστη και αντιφατική αιτιολογία τον αυτοτελή ισχυρισμό του, για την κατ` εφαρμογή του άρθρου 34 ΠΚ, έλλειψη ικανότητας προς καταλογισμό, αφού, ενώ δέχθηκε ότι αυτός την επίμαχη περίοδο έπασχε από την ψυχική νόσο της σχιζοφρένειας, στη συνέχεια, όλως αντιφατικά, αρνείται τη συνδρομή των λόγων που οδηγούσαν στην αδυναμία αυτού να αντιληφθεί το άδικο των πράξεών του, ή να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψή του για το άδικο αυτό. Από την παραδεκτή για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει ότι ο συνήγορος του κατηγορουμένου, αφού έλαβε το λόγο από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου ανέπτυξε προφορικά και κατέθεσε εγγράφως αυτοτελή ισχυρισμό με το εξής περιεχόμενο: "φέρομαι ως δράστης των προπεριγραφομένων αδικημάτων τα οποία φέρεται ότι τέλεσα κατά τους μήνες Ιούνιο και Ιούλιο του έτους 2014. Κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα όμως, όπως άλλωστε και τα έτη που ακολούθησαν, έπασχα από σχιζοφρενική διαταραχή. Πιο συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από σχετική βεβαίωση του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής "................." το μήνα Δεκέμβριο του έτους 2013 είχα νοσηλευτεί στο εν λόγω νοσοκομείο, έχοντας ήδη διαγνωσθεί και πάσχοντας από σχιζοφρένεια. Στην εν λόγω βεβαίωση, μάλιστα, η διάγνωση της σχιζοφρενικής διαταραχής αναγράφεται και με τα στοιχεία ICD-10 F20, τα οποία αποτελούν την επίσημη μέθοδο διεθνούς ταξινόμησης των νόσων υγείας. Περαιτέρω, το έτος κατά το οποίο μου αποδίδονται οι υπό κρίση αξιόποινες πράξεις, ήτοι το 2014, και ιδιαίτερα κατά τους καλοκαιρινούς του μήνες, η ψυχική μου υγεία βρισκόταν σε ιδιαίτερα νοσηρή κατάσταση, έχοντας υποστεί εκ νέου σοβαρή επιδείνωση, λόγω του πρόσφατου θανάτου του πατέρα μου, γεγονός το οποίο με επηρέασε καθοριστικά γενικώς αλλά και ειδικώς στα επίδικα συμβάντα. Δυστυχώς μάλιστα και κατά τα έτη που επακολούθησαν, η ψυχική μου υγεία συνέχισε να υποτροπιάζει λόγω της ως άνω περιγραφόμενης ψυχωσικής συνδρομής, γεγονός που οδήγησε σε εκ νέου νοσηλεία μου σε ψυχιατρικό νοσοκομείο κατά το έτος 2020. Πλέον, όμως, από το έτος αυτό και εντεύθεν, λαμβάνω κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή, η οποία σε συνδυασμό με τακτική ψυχιατρική παρακολούθηση έχει οδηγήσει σε σημαντική βελτίωση της ψυχικής μου υγείας. Ως εκ των ανωτέρω λοιπόν, καθίσταται σαφές ότι συντρέχει εν προκειμένω ο κατ` άρθρο 34 ΠΚ ειδικός λόγος άρσης του καταλογισμού των αποδιδόμενων σε βάρος μου αξιόποινων πράξεων, λόγω συνδρομής ψυχικής και δη σχιζοφρενικής διαταραχής. Σε κάθε δε, περίπτωση αν το Δικαστήριο Σας ήθελε απορρίψει τον ανωτέρω ισχυρισμό μου, αιτούμαι, όπως επικουρικά, κάνει δεκτό τον ισχυρισμό μου περί μειωμένης ικανότητας καταλογισμού κατ' άρθρο 36 ΠΚ, καθώς από τα προλεχθέντα προκύπτει αναμφίβολα η μερική αδυναμία μου να αντιληφθώ το άδικο των πράξεών μου, κατάσταση η οποία ασφαλώς ενισχύθηκε από την κατανάλωση μεγάλης ποσότητας αλκοόλ, όπως τούτο βεβαιώνεται και από τη μάρτυρα κατηγορίας", προσκόμισε δε και σχετικά αποδεικτικά των ισχυρισμών του έγγραφα (σελ 17 της απόφασης). Το Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, μετά από συνεκτίμηση και αξιολόγηση όλων των ειδικώς μνημονευομένων αποδεικτικών μέσων, (ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, των εγγράφων και των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης που αναγνώστηκαν στο ακροατήριο) έκρινε ένοχο τον κατηγορούμενο κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα και απέρριψε τον αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου περί εφαρμογής του άρθρου 34ΠΚ., διαλαμβάνοντας στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης για την απόρριψή του την απαιτούμενη αιτιολογία καθώς στις, περί ενοχής του αναιρεσείοντος παραδοχές, παραθέτει με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, τα οποία αποκλείουν, την εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 34 ΠΚ. Ειδικότερα με αιτιολογική επάρκεια δέχτηκε ότι ναι μεν ο κατηγορούμενος πάσχει από σχιζοφρένεια, νοσηλευθείς από 12-12-2013 έως 23-12-2013 στο ψυχιατρικό νοσοκομείο "...................", πλην όμως αποδείχθηκε ότι κατά το χρόνο τέλεσης των αποδιδομένων σε αυτόν αξιόποινων πράξεων, (23-6-2014 και 8-7-2014), με βάση τα πραγματικά περιστατικά που κατά την ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας αποδείχθηκαν, όπως αυτά εκτίθενται αναλυτικά στην απόφαση , δεν είχε εκλείψει η ικανότητά του να αντιληφθεί τον άδικο χαρακτήρα των πράξεών του, ή, να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψή του για το άδικο αυτό έχοντας πλήρη ικανότητα να αντιληφθεί το άδικο των πράξεών του, καθώς η ύπαρξη και μόνον της εν λόγω ψυχικής νόσου δεν συνεπάγεται αυτοδικαίως την, κατ` άρθρο 34 ΠΚ., (και όχι 33 ΠΚ όπως, κατά προφανή παραδρομή, αναφέρεται στο σκεπτικό της απόφασης), διαρκή ανικανότητά του για καταλογισμό. Επομένως ο πρώτος από το άρθρο 520 παρ. 1 στοιχ. Δ` ΚΠΔ λόγος αναίρεσης για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που αφορά την απόρριψη του ως άνω αυτοτελούς ισχυρισμού είναι αβάσιμος. Ομοίως αβάσιμος και ο δεύτερος και ο ανωτέρω, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α` ΚΠΔ αναιρετικός λόγος με τον οποίο ο αναιρεσείων πλήττει την προβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα που συνέβη στο ακροατήριο λόγω έλλειψης ακρόασης, διότι απέρριψε σιωπηρά τον προβληθέντα διά του συνηγόρου του αυτοτελή ισχυρισμό περί μειωμένης, λόγω της σχιζοφρένειας από την οποία έπασχε, ικανότητάς του για καταλογισμό κατ`άρθρο 36 Π.Κ., κατάσταση η οποία ενισχύθηκε από την κατανάλωση μεγάλης ποσότητας αλκοόλ. Τούτο δε διότι ενόψει των ως άνω παραδοχών της προσβαλλόμενης απόφασης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, ότι κατά το χρόνο τέλεσης των ανωτέρω αξιόποινων πράξεων για τις οποίες ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων καταδικάστηκε, είχε πλήρη ικανότητα προς καταλογισμό, κατά λογική συνεπαγωγή αποκλείεται και η εφαρμογή του άρθρου 36 Π.Κ., χωρίς να είναι αναγκαίο να αναφέρεται ειδικώς και η απόρριψη του επικουρικού σκέλους του προβληθέντος ισχυρισμού του περί εφαρμογής του άρθρου 36 ΠΚ, αφού η παραδοχή των αυτών ως άνω πραγματικών περιστατικών αυτοθρόως αποκλείει την εφαρμογή του άρθρου 36 ΠΚ, χωρίς να απαιτείται στην ένδικη περίπτωση να ασχοληθεί ειδικώς το Δικαστήριο της ουσίας με άσκοπες επαναλήψεις. .. Κατόπιν των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναίρεσης, πρέπει η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί στο σύνολό της και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρα 578 παρ. 1 ΚΠΔ)., κατά τα στο διατακτικό εκτιθέμενα.

 ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 Απορρίπτει την από 18-7-2022 αίτηση του ............ του..... κατοίκου ..., για αναίρεση της υπ` αριθμ .../2022 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.

 Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.

 Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Μαΐου 2023.

 Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                                             Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 21 Νοεμβρίου 2024.

 Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                                              Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ



 Ν.Σ.-Ρ.Κ.
 
 

  

Τρίτη 15 Ιουλίου 2025

Διατάραξη "διαταραγμένων" vs Περιύβρισης Αρχής (καταργημένου χουντικού εγκλήματος)

 

 


 1161/1986 ΠΛΗΜΜ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 


     ΑΡΜ/1987 (326)
      Έγκλημα διαταράξεως συνεδριάσεως του δικαστηρίου. Έγκλημα
      περιύβρισης αρχής. Στοιχεία που συγκροτούν αντικειμενικές υποστάσεις
      των δύο εγκλημάτων.

 
    ΒουλΣυμβΠλημΘεσ 1161/1986
 
    Πρόεδρος: Αλεξάνδρα Γαλάταλη.
    Δικαστές: Ν. Γραμματικούδης (εισηγητής), Γ. Μπατζαλέξης
    Εισαγγελέας: Γεώργιος Βραχάς.
 
      Το βούλευμα που δέχτηκε μερικά την αντίστοιχη εισαγγελική πρόταση
    έχει ως εξής:
 
      Από τη διάταξη του άρθρου 197 ΠΚ προκύπτει ότι προς στοιχειοθέτηση
    του εγκλήματος της διαταράξεως συνεδριάσεως δικαστηρίου, που
    προβλέπεται από αυτή και το οποίο συρρέει αληθινά με το αδίκημα της
    περιυβρίσεως της αρχής (ΑΠ 234/1957, ΠοινΧρον Ζύ 449), απαιτείται όπως
    ο δράστης, χωρίς να διαταράξει την κοινή ειρήνη, είτε εμποδίζει
    αυθαίρετα, δηλαδή χωρίς δικαίωμα που να του παρέχεται από τον νόμο,
    είτε διαταράσσει με διέγερση θορύβου ή αταξίας ή καθ' οιονδήποτε άλλο
    τρόπο την συνεδρίαση του δικαστηρίου, ήτοι νόμιμα συγκροτημένου οργάνου
    προς επίλυση διαφορών και παροχής έννομης προστασίας (σχετ. ΕφΑιγ
    4/1968
, ΠοινΧρον 18.623) καθώς και ο δόλος, ο οποίος συνίσταται στη
    γνώση ότι με την ενέργειά του παρεμποδίζεται η συνεδρίαση του
    δικαστηρίου. Εξάλλου, κατά τη σαφή έννοια της διατάξεως του άρθρου 181
    παρ. 1 ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 του ν.δ. 2493/1953, το
    έγκλημα που με αυτή προβλέπεται, στρέφεται κατά του κύρους της αρχής,
    ήτοι αμέσου ή εμμέσου οργάνου το οποίο ασκεί με κυριαρχική βούληση
    εξουσία ταγμένη από τους οργανικούς νόμους για κρατικούς σκοπούς, όπως
    είναι και κάθε νόμιμα συνεστημένο δικαστήριο (ΑΠ 452/1967, ΠοινΧρον
    18.15). Τελείται δε με σαφείς εκδηλώσεις καταφρονήσεως, ονειδισμού ή
    διασυρμού αυτού τούτου του θεσμού, που γίνονται δημόσια, δηλαδή κατά
    τρόπο ώστε να είναι δυνατόν να υποπέσουν στην αντίληψη ενός αόριστου
    αριθμού προσώπων, είναι μειωτικές του κύρους του θεσμού, κείνται έξω
    από τον έλεγχο και την έντονη ή δριμεία έστω κριτική η οποία
    διασφαλίζεται από το άρθρο 14 του Συντάγματος και πλήττουν ευθέως, κατά
    αντικείμενο και την πρόθεση του δράστη, την αρχή και όχι το πρόσωπο του
    φορέα αυτής ως άτομο
(βλ. αντί άλλων Ολ. ΑΠ 691/1985 ΝοΒ 33.1072).

    Στην προκειμένη περίπτωση, από το αποδεικτικό υλικό που υπάρχει στην
    δικογραφία, ήτοι τις καταθέσεις των μαρτύρων, τα έγγραφα και τις
    απολογίες των κατηγορουμένων, προέκυψε ότι κατά την συνεδρίαση της 30
    Απριλίου 1984 του νόμιμα συγκροτημένου, χωρίς την σύμπραξη γραμματέα,
    για εκδίκαση υποθέσεων ασφαλιστικών μέτρων Μονομελούς Πρωτοδικείου
    Θεσσαλονίκης  (ΚΠολΔ 683 παρ. 1, 690 παρ. 2),  καταρχάς ο πρώτος
    κατηγορούμενος, ύστερα δε ο δεύτερος, αμφότεροι δικηγόροι Θεσσαλονίκης
    (βλ. τα 4813, 4814/4.6.1984 έγγραφα του Δικηγορικού Συλλόγου
    Θεσσαλονίκης), αφορμή  λαβόντες από το γεγονός ότι απορρίφθηκε, από τον
    συγκροτούντα το παραπάνω δικαστήριο Πρόεδρο Πρωτοδικών, αίτημά τους για
    προσωρινή διακράτηση υποθέσεως που ήδη εκφωνήθηκε και αφορούσε
    συγγενικό τους πρόσωπο, απηύθυναν προς τον Δικαστή τις φράσεις που
    αναφέρονται στην εισαγγελική πρόταση και των οποίων επανάληψη κρίνεται
    περιττή, σε ύφος και κατά τρόπο που εκεί αναφέρεται
, χωρίς να έχουν
    τέτοιο δικαίωμα από καμία νομική διάταξη. Αποτέλεσμα των ενεργειών των
    αυτών ήταν να παρεμποδισθεί και να διακοπεί, προσωρινά, η συζήτηση της
    υποθέσεως που θα εκδικαζόταν, ώστε να προσληφθεί γραμματέας για να
    τηρήσει πρακτικά,  κάτι που δεν θα συνέβαινε χωρίς το περιστατικό αυτό.
    Γνώριζαν δε οι κατηγορούμενοι ότι με την ενέργειά τους παρεμποδίζεται ή
    διαταράσσεται η συνεδρίαση του Δικαστηρίου. Η ιδιότητά τους ως
    δικηγόρων και , ως εκ τούτου, γνώση τους ότι η προσωπική αντιπαράθεσή
    τους με τον δικάζοντα δικαστή οπωσδήποτε δεν συντελεί στην ομαλή
    διεξαγωγή της δίκης, όπως και η φράση του πρώτου εξ αυτών "επιμένω να
    κρατηθεί η υπόθεση και θα μιλήσω μέχρι να έρθει ο πατέρας μου" δεν
    καταλείπουν καμία αμφιβολία γι' αυτό. Από όλα τα περιστατικά αυτά
    προκύπτουν πράγματι αποχρώσες ενδείξεις ότι οι κατηγορούμενοι τέλεσαν
    το αδίκημα του άρθρου 197 ΠΚ, ανεξάρτητα του αν η διατάραξη έγινε επ'
    ευκαιρία της παραστάσεώς τους ως δικηγόρων στην υπόθεση που
    προαναφέρθηκε (σχετ. ΑΠ 234/1957, ΠοινΧρον Ζύ 449). Απομένει, επομένως,
    η αξιολόγηση και εκτίμηση της συμπεριφοράς του δεύτερου κατηγορουμένου
    για να διαπιστωθεί αν πληρώνει την υπόσταση του άλλου εγκλήματος του
    άρθρου 181 ΠΚ. Όπως και πιο πάνω αναφέρθηκε, ως περιύβριση αρχής δεν
    θεωρείται μόνο η υπό στενή έννοια εξύβριση ή δυσφήμηση, αλλά και η καθ' 

οιονδήποτε τρόπο έκφραση καταφρονήσεως, ονειδισμού ή διασυρμού ικανή να
    μειώσει τον σεβασμό και την εκτίμηση των πολιτών προς την αρχή
(ΑΠ
    96/1968, 87/1968
ΠοινΧρον ΙΗύ 278, 274). Οι φράσεις που ο εν λόγω
    κατηγορούμενος απηύθηνε προς τον δικάζοντα δικαστή, δημόσια ενώπιον του
    ακροατηρίου κατά τρόπο ώστε να μπορούν να υποπέσουν στην αντίληψη των
    παρευρισκομένων εκεί δικηγόρων (βλ. καταθέσεις μαρτύρων Β.Δ., Γ.Μ.,
    Α.Κ.)  και των διαδίκων, αντικειμενικά κρινόμενες, τόσο στο σύνολό
    τους, όσο και κατά τα επί μέρους σημεία τους "..,Ζητώ την εξαίρεσή σας
    διότι διαπίστωσα προκατάληψη υμών εναντίον εμού προσωπικώς ως
    δικηγόρου, των υποθέσεων της οικογενείας μου και όλων των πελατών όσων
    υποθέσεων χειρισθήκατε εσείς. Αναφέρομαι σε 10 υποθέσεις που δικάσατε
    εσείς και στις οποίες με κατατροπώσατε. Έχω υποβάλλει καταγγελία
    ενώπιον του Αρείου Πάγου και του κ. Εισαγγελέα εναντίον ωρισμένων
    δικαστών και εναντίον υμών..." σαφώς καταδηλώνουν καταφρόνιση και
    ονειδισμό. Δεν αποτελούν δε δριμεία, έστω, κριτική του δικαιοδοτικού
    έργου των φορέων της δικαστικής λειτουργίας κατά των οποίων, ειδικά
    αλλά και γενικά και αόριστα, καταφέρθηκε ο κατηγορούμενος, αφού αυτή θα
    μπορούσε να εκφρασθεί με άλλη φραστική διατύπωση και όχι, εκτός των
    άλλων με διατύπωση λέξεων όπως "... με κατατροπώσατε..." που μαρτυρούν
    μια προσωπική αντιπαράθεση και τάση αδικήσεως από μέρους των οργάνων
    αυτών, ούτε όμως και πλήττουν αυτά ως άτομα. Αντίθετα, η χρησιμοποίηση
    φράσεων όπως "...διαπίστωσα προκατάληψη εναντίον εμού... σε 10
    υποθέσεις που δικάσατε εσείς με κατατροπώσατε... έχω υποβάλλει
    καταγγελία... εναντίον ωρισμένων δικαστών και εναντίον υμών..." είναι
    κατάδηλο ότι πλήττουν κατ' αντικείμενο και την πρόθεση του
    κατηγορουμένου τα Δικαστήρια που οργανικά και λειτουργικά συγκροτούν
    την έννοια της πολιτειακής λειτουργίας της Δικαιοσύνης
(Δ. Τσάτσου,
    Εισηγ. Συντ. Δικ. 1980, σελ. 232, Α. Κανελλόπουλου, Γ.-Β. Μαγκάκη,
    Πρακτικά Εύ Αναθ. Βουλής Συντ. 10.5.75, σ. 613, 622) και είναι ικανές
    να μειώσουν τον σεβασμό και την εκτίμηση των πολιτών προς αυτά. Τούτο
    δε γιατί, χωρίς να στηρίζονται σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά,
    που να τις δικαιολογούν αντικειμενικά
, αφενός εμφανίζουν τα άμεσα,
    κατά την άσκηση του δικαιοδοτικού λειτουργήματος, όργανα που τα
    συγκροτούν ότι γίνονται επιλήσμονες της αποστολής τους που είναι η
    σύμφωνα με τη δική τους δικαστική συνείδηση, το Σύνταγμα και τους
    νόμους ιερουργία τους  στο ναό της Θέμιδας (Συντ. 88 παρ. 2) και ότι
    ενσυνείδητα παραβιάζουν την αρχή της ισότητας των διαδίκων και την κατ'
    ελεύθερη και δίκαιη, σύμφωνα με το νόμο, υποχρέωσή τους προς επίλυση
    των διαφορών, αφ' ετέρου εν αμφιβόλω το απροκατάληπτο και το αμερόληπτο
    αυτών, δημιουργώντας έτσι στους πολίτες δυσπιστία ως προς την ορθή
    απονομή της Δικαιοσύνης από εκείνα. Γίνεται, συνεπώς, φανερό από όλα
    αυτά ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις περί τελέσεως, από τον εν λόγω
    κατηγορούμενο, και του αδικήματος της περιυβρίσεως αρχής. Πρέπει, κατά
    συνέπεια, τόσο ο ίδιος, όσο και ο συγκατηγορούμενός του να παραπεμφθούν
    και δικασθούν για τις πράξεις αυτές, που προβλέπονται και τιμωρούνται
    από τις διατάξεις των άρθρων 1, 14, 16, 17, 18 περ. βύ, 26, 27, παρ. 1,
    51, 94 παρ. 2, 181 παρ. 1 και 197 παρ. 1, 2  του ΠΚ, ενώπιον του υλικά
    και τοπικά αρμόδιου Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης (ΚΠοινΔ 1, 9 παρ. 1
    εδ. βύ, 111 παρ. 7, 122).

 
 

Διατάραξη Συνεδρίασης Δικαστηρίου για "διαταραγμένους": Ο Άρειος Πάγος αναιρεί

 


 

389/1991 ΑΠ 

(ΝΟΒ 1991/1130, ΠΟΙΝΧΡ 1991/983)


Διατάραξη συνεδριάσεων δικαστηρίων. Στοιχεία. Άρθρο 197 ΠΚ. Πρόβλεψη δύο σωρευτικώς τελουμένων εγκλημάτων: αυθαίρετη παρεμπόδιση και διατάραξη συνεδριάσεως. Περίπτωση δικηγόρου που υπέβαλε ένσταση εξαιρέσεως διαμαρτυρόμενος ταυτόχρονα για προκατάληψη του δικαστή σε βάρος του. Δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα. Αναίρεση για εσφαλμένη ερμηνεία.  
 
 

    ΑΠ Αριθμ. 389/1991

     Προεδρεύων ο αντιπρόεδρος Χ. Χριστοφορίδης
    Εισηγητής ο αρεοπαγίτης Γ. Παπαγεωργίου

    Επειδή κατά τη διάταξη του  άρθρου  197  του  ΠΚ  "όποιος  χωρίς  να
 διαταράξει   την   κοινή  ειρήνη  εμποδίζει  αυθαίρετα  τη  συνεδρίαση
 δικαστηρίου ή τη διαταράσσει σοβαρά με διέγερση θορύβου ή αταξίας ή με
 οποιονδήποτε άλλο τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι  μηνών".
 Η  διάταξη  αυτή  προβλέπει δύο σωρευτικώς τελούμενα εγκλήματα, αφενός
 την αυθαίρετη παρεμπόδιση της συνεδρίασης του δικαστηρίου και αφετέρου
 τη διατάραξη αυτής, κάθε ένα δε από αυτά μπορεί  να τελεστεί με τη
 διέγερση  θορύβου, αταξίας ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο. Η παρεμπόδιση
 τελείται όταν δε κατέστη από την ενέργεια του υπαιτίου εφικτή η έναρξη
 ή η εξακολούθηση της  συνεδριάσεως
,  με  αποτέλεσμα  να  ματαιωθεί,  η
 διατάραξη δε όταν δυσχεραίνεται η κανονική διεξαγωγή της αρξαμένης ήδη
 συνεδρίασης ή διακόπτεται αυτή
. Για τη συγκρότηση της αντικειμενικής
 υπόστασης του εγκλήματος της  διατάραξης  των  συνεδριάσεων  πρέπει  η
 παρεμπόδιση  ή διατάραξη  να γίνεται αυθαίρετα, δηλαδή χωρίς δικαίωμα
 του ενεργούντος
. Υποκειμενικώς απαιτείται  δόλος  που  συνίσταται  στη
 θέληση  παραγωγής των πραγματικών περιστατικών τα οποία απαρτίζουν την
 έννοια της πιο πάνω πράξης και ενδεχόμενος δόλος αρκεί. ...

 Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση  του
 Πενταμελούς    Εφετείου    Θεσσαλονίκης,   ο   αναιρεσείων   δικηγόρος
 Θεσσαλονίκης  καταδικάστηκε  για  διατάραξη   της   συνεδριάσεως   του
 Μονομελούς  Πρωτοδικείου  Θεσσαλονίκης  που δίκαζε, κατά τη διαδικασία
 των ασφαλιστικών μέτρων, της πράξης του αυτής συνιστάμενης  ειδικότερα
 στο   ότι: "Στη  Θεσσαλονίκη  την  30.4.1984  κατά  τη  συνεδρίαση  του
 Μονομελούς  Πρωτοδικείου  που   δίκαζε   κατά   την   διαδικασία   των
 ασφαλιστικών  μέτρων,  κατά  την  οποία δικαζόταν η υπόθεση μεταξύ της
 αιτούσης Ε.  συζύγου  P.M.  (θυγατρός  και  πελάτιδός  του)  κατά  της
 ομορρύθμου   εταιρείας   "Δ.Μ.Κ.Β.   και  Δ.Μ.Ο.Ε."  που  εδρεύει  στη
 Θεσσαλονίκη, όταν εκφωνήθηκε από το Δικαστή η υπόθεση εμφανίστηκε  και
 απευθυνόμενος  στον  Πρόεδρο  του  Δικαστηρίου (Δικαστή) αναφέρθηκε σε
 άσχετα με την υπόθεση θέματα και σε  παρατήρηση  να  περιοριστεί  στην
 υπόθεση,  συνέχισε  διαμαρτυρόμενος  λέγοντας: "δεν μπορείτε εσείς να
 μου στερήσετε το δικαίωμα του  αναφέρεσθαι  εις  τας  άρχας  το  οποίο
 προβλέπεται  από  το άρθρο 3 του Συντάγματος σε προσωπική μου υπόθεση"

 και σε ερώτηση του Προέδρου,  γιατί  τα  αναφέρει  αυτά  απάντησε  ότι
 προβάλλει   την  ένσταση  εξαιρέσεως  του  Δικαστή,  διότι: "διαπίστωσα
 προκατάληψή σας ενώπιον εμού προσωπικά ως δικηγόρου, των υποθέσεων της
 οικογενείας μου και όλων των πελατών μου, όσων υποθέσεων  χειριστήκατε
 εσείς.  Αναφέρομαι  σε 10 υποθέσεις που δικάσατε εσείς και στις οποίες
 με κατατροπώσατε
. Έχω υποβάλλει καταγγελία ενώπιον  του  Αρείου  Πάγου
 και  του  κ. Εισαγγελέα εναντίον ορισμένων δικαστών και εναντίον σας".
 Με αυτά τα πραγματικά περιστατικά που περιλαμβάνονται  στο  διατακτικό
 της  απόφασης  και  αναφέρονται  στις  παραδοχές του αιτιολογικού της,
 έκρινε το Εφετείο ότι στοιχειοθετείται αντικειμενικά και υποκειμενικά
 η  υπόσταση  του  εγκλήματος  της  διατάραξης  της   συνεδρίασης   του
 Δικαστηρίου. Έτσι όμως όπως έκρινε το Εφετείο εσφαλμένα ερμήνευσε και
 εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 197  του  ΠΚ,  καθόσον  τα  πραγματικά
 περιστατικά,   για   τα  οποία  κηρύχθηκε  ένοχος  ο  αναιρεσείων  δεν
 συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση  του  πιο  πάνω
 εγκλήματος αφού: α) Η διαμαρτυρία του αναιρεσείοντος για τη μη στέρηση
 του  δικαιώματος του αναφέρεσθαι και η υποβολή της ένστασης εξαιρέσεως
 δεν  αποτελούν  διέγερση  θορύβου  ή  αταξίας  ώστε  να  εμποδισθεί  ή
 διαταραχθεί  η  συνεδρίαση  του  δικαστηρίου, β) δεν επήλθε εμπόδιση ή
 διατάραξη της συνεδριάσεως με την έννοια που  αναφέρθηκε  στη  μείζονα
 σκέψη,  γ)  η  διαμαρτυρία  του  αναιρεσείοντος,  συνοδευόμενη από την
 υποβολή ενστάσεως εξαιρέσεως του Δικαστή, δεν  έγινε  χωρίς  δικαίωμα,
 δηλαδή  δεν  ήταν  αυθαίρετη,  ενόψει  του  ότι  η  υποβολή  ενστάσεως
 εξαιρέσεως αποτελεί δικαίωμα του διαδίκου και προβλέπεται από τα άρθρα
 52 επόμ. του ΚΠολΔ, ο αναιρεσείων παρίστατο ως  δικηγόρος  σε  υπόθεση
 στην  οποία  διάδικος  ήταν  η  θυγατέρα του Ε.Μ. και δ) από τα ως άνω
 πραγματικά  περιστατικά  δεν   προκύπτει   η   δολία   προαίρεση   του
 αναιρεσείοντος  με  τη  μορφή,  είτε  του αμέσου, είτε του ενδεχόμενου
 δόλου, ώστε να  στοιχειοθετείται  και  το  υποκειμενικό  στοιχείο  του
 εγκλήματος.  Συνεπώς  πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο από το άρθρο
 510 παρ. 1 εδ. Ε του ΚΠΔ τέταρτος  λόγος  αναίρεσης,  να  αναιρεθεί  η
 προσβαλλόμενη απόφαση και, εν όψει του ότι δεν υπάρχει αξιόποινη πράξη
 και  ως εκ τούτου δεν συντρέχει περίπτωση παραπομπής της υπόθεσης προς
 νέα συζήτηση σύμφωνα με τα άρθρο 519  του  ΚΠΔ,  να  κηρυχθεί  από  το
 Δικαστήριο τούτο αθώος ο αναιρεσείων κατά το άρθρο 518 παρ. 1 του ΚΠΔ.
 
 

Must red-read

Sea

  Sea       To gaze— is to wait for hope, to lose myself among the masts. Yet the sea— returns the color of memory, casting it back in waves...