Κάποτε έπαιζες με τα τουβλάκια
χωρίς γυαλάκια, χωρίς παραμόρφωση
χωρίς φακούς επαφής, χωρίς επανόρθωση
στην αθώα ληστεία των παιδικών σου χρόνων
μια σοκολάτα έφτανε να τιμωρηθείς
ένα ναι στη θέση του μάλιστα
για πόσα χρόνια το γιατί δεν ανάλυσα
τώρα, ανήλικος στην ηλικία των μεγάλων
σε θέση ενήλικου, πότε και υπερβάλλων
κουράστηκες νωρίς να ζεις χωρίς παιχνίδια
περίμενες έστω κι αργά να χτίσεις τον τοίχο
στίχο με στίχο, δικός σου κι αυτός
τα τουβλάκια όμως δεν παίζουν,
δεν μετακινούνται, δεν προσγειώνονται
παρά αφομοιούνται
συμπαγής ο τοίχος, συμπαγής και η συνήθεια
πόσο θα αντέχει η περιχαρής ευήθεια
να πέφτω στον τοίχο της απόρριψής σου
ή του εγωισμού σου
στα δίκα σου μπάζα
έχτιζα τα όνειρά μου χωρίς έξοδο κινδύνου
σε αυτό το κατασκεύασμα, αν φωνάξω σ'αγάπησα
το σ΄αγαπώ μεταμορφώνεται σε αντίλαλο;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου