Σάββατο 31 Μαΐου 2025

Προς ανατροπή πρόσφατων αποφάσεων της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου: Ο κατασχεθείς τερματικός εξοπλισμός δεν υπάγεται στη διαδικασία άρσης του απορρήτου του Ν. 5002/2022

 

 

 

Μία εξαιρετικά σημαντική απόφαση του Αρείου Πάγου, με Εισηγητή τον κ. Λεωνίδα Χατζησταύρου, που μόνος εκείνος είχε μειοψηφήσει στις υπ' αριθμ. 4 και 5/2024 αποφάσεις του Αρείου Πάγου 

587/2025 ΑΠ (ΠΟΙΝ) 

(Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)
 

Άρση του απορρήτου εξωτερικών στοιχείων ηλεκτρονικών επικοινωνιών, που ανάγονται στο παρελθόν. Δεν διενεργείται με τη διαδοχική ανά δίμηνο άρση του, αλλά επιβάλλεται εξαρχής η άρση του απορρήτου για όλη την αναγκαία χρονική περίοδο, που μπορεί να εκτείνεται μέχρι τη μέγιστη χρονική διάρκεια, που υποχρεούνται να διατηρούν οι πάροχοι τηλεπικοινωνιών μεταδεδομένα, ήτοι αυτή των δώδεκα μηνών. Η άρση του απορρήτου μπορεί να διαταχθεί και στις περιπτώσεις των επιφυών επικοινωνιών και υλοποιείται στον βαθμό που υπάρχει η σχετική δυνατότητα. Τα αποθηκευμένα σε τερματικό εξοπλισμό ψηφιακά στοιχεία (περιεχόμενο και μεταδεδομένα), τα οποία αναφέρονται σε κάποιας μορφής ανταπόκριση ή επικοινωνία, που προηγήθηκε και περατώθηκε, δεν προστατεύονται από το απόρρητο των επικοινωνιών, ούτε κι εφαρμόζεται, για τη δικαστική διερεύνηση αυτών, η διαδικασία της άρσης του απορρήτου.
Παραπέμπει στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου.
 
 

                                                                                   Αριθμός 587/2025
                                                                       ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
                                                                                ΣΤ` ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ελένη Κατσούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεωργία Κατσιμαγκλή και Λεωνίδα Χατζησταύρου-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Μαΐου 2024, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Χρήστου Μπαρδάκη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος .............. του ........, κατοίκου ........, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ..., για αναίρεση της υπ’αριθ. .../2024 απόφασης του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.

Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και o αναιρεσείων ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που περιλαμβάνονται στην με αριθμό .../2024 από ...2024 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό .../2024.

Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, να αναπεμφθεί η υπόθεση για επανεκδίκαση επί της ουσίας στο ίδιο ανωτέρω Συμβούλιο με άλλη σύνθεση και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.

                                                                       ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 459 παρ. 4 ΚΠΔ, "Κάθε αμφιβολία ή αντίρρηση σχετικά με την εκτέλεση αίτησης δικαστικής συνδρομής επιλύεται από το συμβούλιο εφετών, το οποίο με τη διαδικασία του άρθρου 449 αποφασίζει εντός διαστήματος οκτώ ημερών. Κατά της απόφασης αυτής επιτρέπεται να ασκηθεί αναίρεση από τον εισαγγελέα και από αυτόν τον οποίο αφορά το αίτημα δικαστικής συνδρομής". Στην προκείμενη περίπτωση, η υπό κρίση με αριθμό .../2024 δήλωση του αναιρεσείοντος .......... του ......, κατοίκου ..., στη Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών, για αναίρεση της υπ` αριθμ. ...2024 απόφασης του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε η από ...2023 αίτησή του, για αποχωρισμό από τη σχηματισθείσα ποινική δικογραφία της αναφερόμενης έκθεσης εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης, που διενεργήθηκε, προς εκτέλεση της υπ` αριθμ. .../2020 Ευρωπαϊκής Εντολής Έρευνας (Ε.Ε.Ε.), των δικαστικών αρχών της Ιταλίας, δυνάμει του υπ` αριθμ. .../2021 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο διέταξε την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών του, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 459 παρ. 4, 464, 466 παρ. 1, 473 παρ. 2, 3, 474 παρ. 1, 4, 504 παρ. 1 και 505 ΚΠΔ). Είναι, συνεπώς, αυτή παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ` ουσίαν. Κατά το άρθρο 19 του Συντάγματος : "1. Το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απόλυτα απαραβίαστο. Νόμος ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων. 2 (όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε, μαζί με την παράγραφο 3, με το από 6-4-2001 Ψήφισμα της Ζ` Αναθεωρητικής Βουλής). Νόμος ορίζει τα σχετικά με την συγκρότηση, τη λειτουργία και τις αρμοδιότητες ανεξάρτητης αρχής που διασφαλίζει το απόρρητο της παραγράφου 1. 3. Απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του άρθρου αυτού και των άρθρων 9 και 9Α". Τα ελληνικά Συντάγματα του 19ου αιώνα προέβλεπαν το απαραβίαστο του απορρήτου των επιστολών. Το Σύνταγμα του 1927, στο άρθρο 12, επεξέτεινε την προστασία του απορρήτου, εκτός από τις επιστολές και στα τηλεφωνήματα και τηλεγραφήματα, ενώ το άρθρο 20 του Συντάγματος του 1952 όριζε ότι το απόρρητο των επιστολών και της ανταπόκρισης με οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απολύτως απαραβίαστο. Τέλος, στο ως άνω άρθρο 19 του Συντάγματος του 1975, σε σχέση με την προγενέστερη ρύθμιση, προστέθηκε το επίθετο "ελεύθερη" στο ουσιαστικό ανταπόκριση, καθώς επίσης και η λέξη "επικοινωνία". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι κατοχυρώνεται απολύτως η προστασία του απορρήτου των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης και επικοινωνίας με οποιοδήποτε τρόπο, όχι μόνον έναντι των δημόσιων οργάνων και επιχειρήσεων, αλλά και έναντι των ιδιωτών, εφόσον, με τις συνταγματικές αυτές διατάξεις θεσπίζεται υποχρέωση του κοινού νομοθέτη να λαμβάνει μέτρα διασφάλισης του απορρήτου της επικοινωνίας και έναντι των ιδιωτών. Αντικείμενο της συνταγματικής προστασίας δεν είναι το μήνυμα καθ` εαυτό (αυτό προστατεύεται από το άρθρο 14 του Συντάγματος, που κατοχυρώνει την ελευθερία εκφράσεως και διαδόσεως της γνώμης) αλλά το απόρρητο του μηνύματος. Η προστασία του απορρήτου αφορά όχι μόνον στα γραπτά μηνύματα (επιστολές), αλλά και σε οποιαδήποτε μορφή ιδιωτικής, δηλαδή μη δημόσιας, επικοινωνίας, όπως τηλεγραφήματα, τηλεφωνήματα, τηλεομοιοτυπικά μηνύματα, ηλεκτρονικά μηνύματα (e-mails), που είναι η σύγχρονη μορφή των επιστολών. Συγκεκριμένα, καθιερώνεται η προστασία της επικοινωνίας, με την έννοια της ανταλλαγής διανοημάτων, ειδήσεων, γνωμών και συναισθημάτων, εφόσον διεξάγεται εντός πλαισίων οικειότητας και εμπιστευτικότητας. Προστατεύεται, δηλαδή, το δικαίωμα του ατόμου να μοιράζεται με πρόσωπο της επιλογής του σκέψεις, ιδέες και συναισθήματα, χωρίς τον κίνδυνο της αποκάλυψης αυτών σε τρίτους και χωρίς να ζει με το καταθλιπτικό συναίσθημα ότι κάθε αστόχαστη ή υπερβολική έκφραση, στα πλαίσια μιας ιδιωτικής επικοινωνίας, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί εναντίον του [(Ολ. ΑΠ 1/2001 (Ποιν)]. Με βάση δε τη σχετική νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΔΑ), έκφανση του ανθρώπινου δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή, κατ` άρθρο 8 παρ.1 της ΕΣΔΑ, αποτελεί και το απόρρητο των επικοινωνιών, που καλύπτει την ασφάλεια και την προστασία της εμπιστευτικότητας των ταχυδρομικών επιστολών, των τηλεφωνικών κλήσεων (ΕΔΔΑ, .……... κατά Ηνωμένου Βασιλείου, απόφαση της 25-6-1997, ..........., απόφαση της 16-2-2000, ....... κατά ..........., απόφαση της 2-8-1984), του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου καθώς και κάθε μορφής επικοινωνίας μέσω του διαδικτύου (ΕΔΔΑ, ......... κατά Ηνωμένου Βασιλείου, απόφαση της 3-4-2007). Ειδικότερη μορφή ηλεκτρονικών επικοινωνιών αποτελούν οι λεγόμενες επιφυείς ["Over The Top" (ΟΤΤ)] υπηρεσίες επικοινωνιών, δηλαδή υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες μέσω του δημόσιου διαδικτύου [όπως είναι οι φωνητικές υπηρεσίες μέσω του Πρωτοκόλλου Διαδικτύου (ΙΡ), οι υπηρεσίες άμεσης ανταλλαγής μηνυμάτων και οι υπηρεσίες ηλεκτρονικού ταχυδρομείου] και καθιστούν δυνατή τη διαπροσωπική επικοινωνία μεταξύ των μερών χωρίς τη συμμετοχή "παραδοσιακού" παρόχου επικοινωνιών, ήτοι χωρίς να γίνεται άμεση χρήση των υποδομών των παραδοσιακών παρόχων. Τέτοιες επιφυείς υπηρεσίες προσφέρονται από τις δημοφιλείς εφαρμογές Viber, Skype, WhatsApp, Messanger κ.ά [Για την έννοια και τις διακρίσεις των υπηρεσιών ΟΤΤ βλ. Φορέα Ευρωπαϊκών Ρυθμιστικών Αρχών για τις Ηλεκτρονικές Επικοινωνίες (BEREC), Report on OTT services, January 2016 - BoR (16)35 σελ. 14 και Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, "Over the Top players (OTTs)", Study for the IMCO Committee, 2015, σελ. 21 επ.].

Στην επικοινωνία εξ αποστάσεως παραδοσιακά γίνεται διάκριση ανάμεσα στο περιεχόμενο της επικοινωνίας και στα εξωτερικά στοιχεία αυτής, που εξατομικεύουν τις περιστάσεις υπό τις οποίες λαμβάνει χώρα αυτή. Οι πληροφορίες που μπορούσαν να αντληθούν από τα εξωτερικά στοιχεία των υπαρχόντων επικοινωνιακών μέσων, κατά τη θέσπιση των ως άνω Συνταγμάτων, ήταν περιορισμένες και χωρίς ιδιαίτερη σημασία. Συγκεκριμένα, ως προς τα κυριότερα μέσα επικοινωνίας, ήτοι τις επιστολές και τα τηλεγραφήματα αφενός και τη σταθερή τηλεφωνία αφετέρου, από τους μοναδικούς δημόσιους παρόχους (αφού δεν υπήρχε τότε κινητή τηλεφωνία, ούτε παροχή τέτοιων υπηρεσιών από ιδιώτες), τα στοιχεία αυτά ήταν κυρίως, στην πρώτη περίπτωση τα ονόματα του αποστολέα και του παραλήπτη (τα οποία ήταν άλλωστε εμφανή στον αρμόδιο ταχυδρομικό υπάλληλο) και στη δεύτερη περίπτωση οι αριθμοί του καλούντος και καλούμενου αριθμού, τα πρόσωπα στα οποία αυτοί ανήκαν, ο χρόνος και η διάρκεια της κλήσης. Προσθέτως, επισημαίνεται ότι δεν υπήρχε η δυνατότητα, μεταξύ άλλων, ανώνυμης χρήσης των υπηρεσιών τηλεφωνίας, όπως συνέβη μεταγενέστερα με τη χρήση καρτοκινητών τηλεφώνων, ούτε ενδιαφέρον για τον εντοπισμό των θέσεων των συνομιλούντων (αφού ταυτιζόταν η διεύθυνση κατοικίας με τη θέση της τηλεφωνικής σύνδεσης), όπως συνέβη αργότερα με την κινητή τηλεφωνία και τον προσδιορισμό των θέσεων των μερών με την ενεργοποίηση των κεραιών κινητής τηλεφωνίας, ούτε αυτοματοποιημένης επεξεργασίας μεγάλου αριθμού σχετικών δεδομένων.

Συνεπώς, δεν θεωρήθηκε από τον συνταγματικό νομοθέτη ότι έχρηζαν αυξημένης συνταγματικής προστασίας τα εξωτερικά στοιχεία των επικοινωνιών και, συνεπώς, στην έννοια του απορρήτου εμπίπτει κατ` αρχήν μόνο το περιεχόμενο της επικοινωνίας, με όποιο τρόπο και αν αυτή διεξάγεται. Αυτό γινόταν δεκτό από την κυρίαρχη συνταγματική θεωρία, που ακολουθήθηκε και από την πάγια πλέον νομολογία του Αρείου Πάγου [Ολ. ΑΠ 1/2017 (Πολ), ΑΠ 78/2021, ΑΠ 2120/2018, ΑΠ 1801/2016, ΑΠ 689/2014, ΑΠ 203/2014, ΑΠ 711/2011, ΑΠ 1564/2010, ΑΠ 570/2006 και από τη θεωρία, αντί άλλων, Αρ. Μάνεση, Α` Ατομικές Ελευθερίες, δ` έκδοση, 1982 σελ. 238, Π. Παραρά, Σύνταγμα 1975, έκδ. 1982, σελ. 293, Ν. Αλιβιζάτο, γνωμοδότηση, σε ΔΙΜΕΕ 2017/8 επ., αντίθ. ΑΠ 1421/2010, ΑΠ 924/2009, ΣτΕ 1593/2016]. Όμως, με τη ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογίας, την ψηφιοποίηση της επικοινωνίας, την καθολική χρήση των κοινωνικών δικτύων, την παγκόσμια επικράτηση των φορητών μέσων επικοινωνίας και την ευχέρεια επεξεργασίας τεράστιου όγκου δεδομένων, κατά τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, το τοπίο άλλαξε άρδην στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες και, ειδικότερα, στη σημασία των εξωτερικών στοιχείων της επικοινωνίας, που πλέον χαρακτηρίζονται και ως μεταδεδομένα της επικοινωνίας, τα οποία αποτελούν δεδομένα, που παράγονται ως συνέπεια της διενέργειας μιας επικοινωνίας και αποκαλύπτουν πληθώρα στοιχείων για το γεγονός της επικοινωνίας, ήτοι (ενδεικτικώς, τα δεδομένα κίνησης και θέσης, τα ονοματεπώνυμα, τη διεύθυνση, τους τηλεφωνικούς αριθμούς καλούντος και καλουμένου, τη διεύθυνση IP για τις υπηρεσίες του διαδικτύου, την ημερομηνία, την ώρα έναρξης, λήξης καθώς και τη διάρκεια της επικοινωνίας, την αναπάντητη κλήση, το κενό μήνυμα κ.ο.κ.). Ως εκ τούτου, τα μεταδεδομένα επικοινωνίας αποτελούν μια πλούσια πηγή προσωπικών πληροφοριών για τους χρήστες - υποκείμενα, βάσει των οποίων, μέσω εξελιγμένων υπολογιστικών προγραμμάτων και της δυνατότητας ευχερούς συλλογής, αποθήκευσης και επεξεργασίας τεράστιου όγκου δεδομένων προσωπικών επικοινωνιών, μπορούν να αποκαλύψουν ζωτικές πληροφορίες για την ιδιωτική ζωή των υποκειμένων, όπως τις πολιτικές, κοινωνικές και θρησκευτικές πεποιθήσεις τους, τις φιλικές, ερωτικές ή επαγγελματικές σχέσεις τους, την καταναλωτική τους συμπεριφορά, τις προσωπικές προτιμήσεις τους, την οικονομική τους κατάσταση, τη γεωγραφική θέση του χρήστη - συνδρομητή σε καθημερινή βάση, πληροφορίες τις οποίες τα άτομα δεν είχαν καμία πρόθεση να μοιραστούν δημοσίως. Ενόψει αυτών, έχει σχετικοποιηθεί, σε μεγάλο βαθμό, η διάκριση μεταξύ περιεχομένου και εξωτερικών στοιχείων - μεταδεδομένων των ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Ωστόσο, αυτό δεν μπορεί να οδηγήσει στην ένταξη και των στοιχείων αυτών στην προστατευτική εμβέλεια του άρθρου 19 παρ. 1 του Συντάγματος, αφού, όπως προεκτέθηκε, δεν υπήρξε τέτοια βούληση του συνταγματικού νομοθέτη, η οποία μάλιστα δεν εκδηλώθηκε ούτε κατά τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001, όταν υπήρξε μείζων παρέμβαση στο κεφάλαιο των ατομικών δικαιωμάτων (μεταξύ των οποίων και στο άρθρο 19, στο οποίο έγιναν σημαντικές προσθήκες), μολονότι είχαν ανακύψει έντονα τα σχετικά ζητήματα και υπήρχε εκτεταμένη προβληματική, ιδίως στην Ευρωπαϊκή Ένωση γι` αυτά, ούτε όμως και κατά τις επακολουθήσασες συνταγματικές αναθεωρήσεις του 2008 και του 2019. Ενόψει των ανωτέρω, κρίνεται ότι, στην προκείμενη περίπτωση, δεν μπορεί να οδηγήσει σε υπαγωγή στη ρύθμιση του άρθρου 19 παρ. 1 του Συντάγματος και των εξωτερικών στοιχείων της επικοινωνίας ούτε η λεγόμενη "δυναμική ερμηνεία" του Συντάγματος, που συνίσταται στην αλλαγή του νοήματος των συνταγματικών διατάξεων στο πέρασμα του χρόνου, παρότι δεν έχει συντελεσθεί συνταγματική αναθεώρηση και στην επιτρεπτή μεταβολή του νοήματος των συνταγματικών διατάξεων, χωρίς μεταβολή της γραμματικής τους διατύπωσης λόγω μεταβολής των συνθηκών. Όμως, η μη συμπερίληψη των εξωτερικών στοιχείων - μεταδεδομένων των επικοινωνιών στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 19 παρ. 1 του Συντάγματος δεν σημαίνει βέβαια ότι δεν μπορεί να θεσμοθετηθεί η προστασία του απορρήτου αυτών από τον κοινό νομοθέτη, οπότε η άρση του μπορεί να προβλέπεται να γίνεται είτε με τις ίδιες προϋποθέσεις, είτε με μεγαλύτερη ευελιξία (εφόσον επιτρέπεται από το ενωσιακό δίκαιο), χωρίς δηλαδή τα αυστηρά συνταγματικά προαπαιτούμενα (για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων). Αντιθέτως, αυτό επιβάλλεται όταν απαιτείται η εισαγωγή εθνικής νομοθεσίας για τη συμμόρφωση με ενωσιακή νομοθεσία (οδηγίες), που ρυθμίζει τα σχετικά ζητήματα. Πράγματι, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αρχικά, εκδόθηκε η Οδηγία 97/66/ΕΚ, περί επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και προστασίας της ιδιωτικής ζωής στον τηλεπικοινωνιακό τομέα, στην οποία τα εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας διακρίθηκαν σε δεδομένα κίνησης και χρέωσης. Στη συνέχεια, τα ευρωπαϊκά νομοθετικά όργανα προχώρησαν στην προσαρμογή τόσο της ως άνω Οδηγίας 97/66/ΕΚ, όσο και της Οδηγίας 95/46/ΕΚ, στις νεότερες εξελίξεις των αγορών και των τεχνολογιών των υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών και, για τον λόγο αυτό, εξέδωσαν την Οδηγία 2002/58/ΕΚ (E-Privacy Directive), σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, ώστε να διασφαλιστεί ο πλήρης σεβασμός των δικαιωμάτων των πολιτών, που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με την οδηγία αυτή καθιερώθηκε το απόρρητο των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, διευρύνθηκε το πεδίο προστασίας των μεταδεδομένων επικοινωνίας, καθώς προστέθηκε, στις ήδη υπάρχουσες επιμέρους έννοιες των δεδομένων κίνησης και χρέωσης, η έννοια των δεδομένων θέσης, που υπάγονται στην προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας, απαγορεύθηκε κάθε ενέργεια ακρόασης, υποκλοπής, αποθήκευσης ή άλλο είδος παρακολούθησης ή επιτήρησής τους, εκτός αν υπάρχει σχετική νόμιμη άδεια, ενώ ρυθμίστηκε το ζήτημα της διατήρησης και επεξεργασίας των μεταδεδομένων επικοινωνίας των συνδρομητών, για περιορισμένο χρόνο, για λόγους που αφορούν στη μετάδοση της επικοινωνίας, υπό ορισμένες επιφυλάξεις, αναφερόμενες αφενός μεν στη χρέωση της επικοινωνίας, την εμπορική προώθηση των υπηρεσιών και την παροχή υπηρεσιών προστιθέμενης αξίας (δεδομένα κίνησης), αφετέρου δε υπό την προϋπόθεση της ανωνυμοποίησής τους ή της συγκατάθεσης των χρηστών (δεδομένα θέσης). Ωστόσο, σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ. 1 της ίδιας Οδηγίας, δόθηκε η δυνατότητα στα κράτη μέλη να λαμβάνουν νομοθετικά μέτρα, ώστε να εισάγουν εξαιρέσεις από την υποχρέωση της τήρησης του απορρήτου των δεδομένων επικοινωνίας, εφόσον ο περιορισμός αυτός αποτελεί αναγκαίο, κατάλληλο και ανάλογο μέτρο σε μια δημοκρατική κοινωνία, για τη διαφύλαξη της εθνικής ασφάλειας, της εθνικής άμυνας, της δημόσιας ασφάλειας και για την πρόληψη, διερεύνηση, διαπίστωση και δίωξη ποινικών αδικημάτων. Για τον σκοπό αυτό, ορίσθηκε ότι τα κράτη μέλη μπορούν, μεταξύ άλλων, να λαμβάνουν νομοθετικά μέτρα, που επιβάλλουν στους παρόχους ηλεκτρονικών επικοινωνιών την υποχρέωση να διατηρούν δεδομένα επικοινωνίας για ορισμένο χρονικό διάστημα, όταν αυτό δικαιολογείται από έναν εκ των ανωτέρω σκοπών. Ακολούθησε η έκδοση της Οδηγίας 2006/24/ΕΚ, με την οποία τροποποιήθηκε η Οδηγία 2002/58/ΕΚ, καθώς προβλέφθηκε η υποχρεωτική προληπτική διατήρηση και επεξεργασία των μεταδεδομένων επικοινωνίας όλων ανεξαιρέτως των χρηστών και η μη διαγραφή τους από τους παρόχους για χρονικό διάστημα από έξι μήνες έως δύο χρόνια, ώστε να μπορούν οι αρμόδιες εθνικές αρχές να έχουν πρόσβαση στα δεδομένα αυτά, με σκοπό τη διερεύνηση, διαπίστωση και δίωξη σοβαρών ποινικών αδικημάτων. Όμως, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δυνάμει της απόφασης Digital Rights Ireland της 8-4-2014, στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-293/12 και C-594-12, κήρυξε ανίσχυρη την εν λόγω Οδηγία, δεχόμενο ότι οι ρυθμίσεις της δεν ήταν συμβατές με τα άρθρα 7, 8 και 52 παρ. 1 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επαναφέροντας με αυτόν τον τρόπο σε ισχύ το προηγούμενο νομοθετικό πλαίσιο, σχετικά με τη διατήρηση των μεταδεδομένων επικοινωνίας, ήτοι του άρθρου 15 παρ. 1 της Οδηγίας 2002/58/ΕΚ. Επισημαίνεται δε ότι ένας από τους κύριους λόγους, που επικαλέσθηκε το ΔΕΕ, για την ως άνω κρίση του, ήταν, όπως αναφέρεται στην απόφαση, ότι, κατά τις προβλέψεις της νέας οδηγίας: "....η πρόσβαση στα διατηρούμενα δεδομένα από τις αρμόδιες εθνικές αρχές δεν εξαρτάται από προηγούμενο έλεγχο πραγματοποιούμενο είτε από δικαστήριο είτε από ανεξάρτητη διοικητική αρχή, με απόφαση σκοπούσα να περιορίσει την πρόσβαση στα δεδομένα και την εν συνεχεία χρήση τους στον απολύτως αναγκαίο βαθμό....". Συναφώς, στην εσωτερική νομοθεσία, θεσμοθετήθηκαν τα ακόλουθα: Στο π.δ. 47/2005 (Διαδικασίες καθώς και τεχνικές και οργανωτικές εγγυήσεις για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών και για τη διασφάλισή του), που εκδόθηκε κατόπιν νομοθετικής εξουσιοδότησης του ν. 3115/2003, ακολουθήθηκαν τα οριζόμενα στην Οδηγία 2002/58/ΕΚ, με αποτέλεσμα να προβλεφθεί σαφώς η υπαγωγή των δεδομένων κίνησης και θέσης κάθε είδους επικοινωνίας, η οποία διεξάγεται μέσω δικτύου επικοινωνίας ή παρόχου υπηρεσιών επικοινωνιών, στο πεδίο προστασίας του επικοινωνιακού απορρήτου. Με το ανωτέρω π.δ. περιγράφηκαν αναλυτικά τα είδη και οι μορφές, καθώς και τα στοιχεία της επικοινωνίας, που υπάγονται στην προστασία του απορρήτου. Μεταξύ των πρώτων περιλαμβάνονται και οι επικοινωνίες μέσω διαδικτύου (Internet), ενώ, μεταξύ των δεύτερων περιλαμβάνονται και τα εξωτερικά στοιχεία - μεταδεδομένα, για τα οποία προβλέπεται ότι εφαρμόζεται η διαδικασία άρσης του απορρήτου, σύμφωνα με το ν. 2225/1994. Κατ` αυτόν τον τρόπο, στο ως άνω π.δ. ορίζεται ότι αντικείμενο μιας διάταξης άρσης του απορρήτου της επικοινωνίας αποτελούν και τα μεταδεδομένα επικοινωνίας, τα οποία αναλύει εξαντλητικά (άρθρα 4, 7).

Περαιτέρω, δυνάμει του ν. 3471/2006, με τον οποίο ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη η Οδηγία 2002/58/ΕΚ, κατά τα οριζόμενα σ` αυτήν, στο πλαίσιο της παροχής διαθεσίμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών σε δημόσια δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών, τα εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας διακρίθηκαν σε δεδομένα κίνησης και θέσης και εντάχθηκαν στην προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών, επιπλέον δε ορίσθηκε ότι η άρση του απορρήτου αυτών γίνεται υπό τις προϋποθέσεις και κατά τις διαδικασίες, που προβλέπονται στο άρθρο 19 του Συντάγματος (άρθρο 4 παρ. 1), ήτοι σύμφωνα με τον ν. 2225/1994. Επιπροσθέτως, με τον ν. 3783/2009 προβλέφθηκε η υποχρέωση των παρόχων δικτύων ηλεκτρονικών υπηρεσιών ή υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών ταυτοποίησης των χρηστών υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας, με την καταγραφή των προσωπικών στοιχείων των συνδρομητών, αλλά και των στοιχείων ταυτοποίησης των κινητών συσκευών και καρτών SIM. Ορίσθηκε δε ότι η πρόσβαση των διωκτικών αρχών στα τηρούμενα από τον πάροχο στοιχεία ταυτότητας συνδρομητή και ταυτοποίησης κινητού τερματικού (που αποτελούν εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας) επιτρέπεται υπό τους όρους του άρθρου 4 του ν. 2225/1994 (άρθρο 5), δηλαδή αυτά υπάγονται στην προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών. Εξάλλου, δυνάμει του ν. 3917/2011, με τον οποίο ενσωματώθηκε στην εθνική έννομη τάξη η ως άνω (ακυρωθείσα εκ των υστέρων από το ΔΕΕ) Οδηγία 2006/24/ΕΚ, προβλέφθηκε η υποχρέωση των παρόχων διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή δημόσιου δικτύου επικοινωνιών να διατηρούν τα μεταδεδομένα επικοινωνίας όλων ανεξαιρέτως των συνδρομητών, ήτοι τα δεδομένα κίνησης και θέσης, ακόμα και των ανεπιτυχών κλήσεων, επί δώδεκα μήνες από την ημερομηνία της επικοινωνίας, προκειμένου τα δεδομένα αυτά να καθίστανται διαθέσιμα στις αρμόδιες Αρχές για τη διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων, ενώ προβλέπεται ότι, μετά την πάροδο του δωδεκαμήνου, τα ως άνω αποθηκευμένα δεδομένα καταστρέφονται με αυτοματοποιημένο τρόπο. Ρητά δε αναφέρεται στο άρθρο 1 παρ. 2 του νόμου ότι η εν λόγω υποχρέωση των παρόχων δεν περιλαμβάνει τη διατήρηση του περιεχομένου των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, ενώ, στο άρθρου 4 του νόμου ορίζεται ότι τα ως άνω διατηρούμενα δεδομένα "....παρέχονται μόνο στις αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με τη διαδικασία, τις προϋποθέσεις και τους όρους πρόσβασης που ορίζονται στο ν. 2225/1994", δηλαδή υπάγονται στο απόρρητο των επικοινωνιών και η άρση του απορρήτου αυτών γίνεται υπό τις προϋποθέσεις και κατά τη διαδικασία του σχετικού ν. 2225/1994.

Τέλος, με το άρθρο 254 του νέου ΚΠΔ (ν. 4620/2019), ορίσθηκε ότι για τα αναφερόμενα σ` αυτό σοβαρά εγκλήματα, η έρευνα μπορεί να περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων και την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών ή των δεδομένων θέσης και κίνησης αυτών, με την τήρηση των εγγυήσεων και τις διαδικασίες των άρθρων 4 και 5 του ν. 2225/1994.

Από τα ανωτέρω συνάγεται σαφέστατα ότι τα διατηρούμενα από τους παρόχους, σύμφωνα με τον νόμο, εξωτερικά στοιχεία - μεταδεδομένα των χρηστών των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, που, όπως προεκτέθηκε δεν υπάγονται στην προστατευτική εμβέλεια του άρθρου 19 παρ. 1 του Συντάγματος, βάσει της κοινής νομοθεσίας, που εισήχθη σε συμμόρφωση προς το ενωσιακό δίκαιο, υπάγονται στο απόρρητο των επικοινωνιών, όπως ακριβώς το περιεχόμενο της επικοινωνίας, η δε άρση του απορρήτου αυτών, για όσο χρονικό διάστημα διατηρούνται (ήτοι για δώδεκα μήνες), γίνεται υπό τις ίδιες προϋποθέσεις και κατά την ίδια, καταρχήν, διαδικασία, που ορίζεται στον σχετικό εφαρμοστικό νόμο του Συντάγματος, ήτοι προηγουμένως του ν. 2225/1994 και ήδη του ν. 5002/2022. Η συνταγματική προστασία του απορρήτου εντοπίζεται κατά το στάδιο της επικοινωνίας, δηλαδή κατά τον χρόνο που αυτή πραγματοποιείται και λήγει με το πέρας της. Συγκεκριμένα, η προστασία του απορρήτου τελειώνει από την στιγμή που ο παραλήπτης λάβει γνώση του περιεχομένου του μηνύματος. Αντιθέτως, το προϊόν τηλεφωνικής υποκλοπής, που έχει αποτυπωθεί σε υλικό φορέα, εμπίπτει στην απαγόρευση του άρθρου 19 παρ.1 του Συντάγματος, διότι δεν μπορούσε να συλλεγεί παρά μόνο κατά τη διάρκεια της επικοινωνίας και, για τον λόγο αυτόν προβλέπεται αυστηρή ποινική μεταχείριση της χρήσης και ειδικότερα της αναμετάδοσης του προϊόντος υποκλοπής, όχι μόνο τη στιγμή που αυτή πραγματοποιείται, αλλά και πολύ μεταγενέστερα. Ειδικότερα, η δικαιολογητική βάση της καθιέρωσης του απορρήτου των επικοινωνιών έγκειται στο γεγονός ότι τα πρόσωπα που επικοινωνούν βρίσκονται σε απόσταση μεταξύ τους και πρέπει να εμπιστεύονται τρίτους, δηλαδή τα πρόσωπα ή τους φορείς, που διαμεσολαβούν είτε οι ίδιοι είτε και με τη χρήση της τεχνολογικής υποδομής που διαθέτουν, για τη μεταφορά του μηνύματος, καθόσον, σ` αυτό το χρονικό στάδιο είναι αυξημένοι οι κίνδυνοι να περιέλθει το μήνυμα στη γνώση τρίτων χωρίς τη βούληση των επικοινωνούντων. Δηλαδή, ο κρίσιμος παράγοντας για την καθιέρωση του απορρήτου των επικοινωνιών είναι η έλλειψη ελέγχου των μερών κατά τη μεταβίβαση του μηνύματος. Αφότου, όμως, ο παραλήπτης λάβει γνώση του περιεχομένου του μηνύματος, αυτό περιέρχεται στη σφαίρα επιρροής του και, έκτοτε, η ληφθείσα επιστολή και, ειδικότερα, τα αποθηκευμένα [είτε στον τερματικό εξοπλισμό του, όπως τηλέφωνο, υπολογιστή κλπ, είτε και στο υπολογιστικό νέφος ή σύστημα νεφοϋπολογιστικής (cloud computing), που αποτελεί έναν επιπλέον ψηφιακό χώρο αποθήκευσης δεδομένων (άρθρ. 2 αρ. 61 ν. 4727/2020) ], περιεχόμενο επικοινωνίας και εξωτερικά στοιχεία - μεταδεδομένα αυτής δεν διαφέρουν (από άποψη ανεπιθύμητης διαρροής τους σε τρίτους), από άλλα αρχεία δεδομένων, που δημιουργήθηκαν εξαρχής από τους ίδιους τους χρήστες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, καθόσον πλέον δεν υφίστανται οι ανωτέρω κίνδυνοι (της έλλειψης ελέγχου αυτών), ενώ ο ίδιος ο παραλήπτης, που ελέγχει πλέον το μήνυμα, μπορεί να πράξει ό,τι νομίζει σε σχέση μ` αυτό. Έτσι, για παράδειγμα, μπορεί να κρατήσει την επιστολή που έλαβε, να την δώσει σε τρίτον, να την καταστρέψει κλπ, ενώ τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, που έλαβε, μπορεί επίσης να τα διατηρήσει, να τα αλλοιώσει, να τα ανωνυμοποιήσει, να τα διαγράψει κλπ, όπως επίσης μπορεί να χρησιμοποιήσει κωδικούς πρόσβασης, να κάνει χρήση προγραμμάτων κρυπτογράφησης ή ακόμη και να καταστρέψει τη συσκευή, που χρησιμοποίησε για την ηλεκτρονική επικοινωνία. Κατ` αντιδιαστολή, επισημαίνεται ότι η έλλειψη ελέγχου των επικοινωνούντων στα τηρούμενα από τους παρόχους των ηλεκτρονικών επικοινωνιών μεταδεδομένα, σε συνδυασμό με όσα προεκτέθηκαν για την δυνατότητα άντλησης πλήθους στοιχείων από αυτά, αποτελεί τη δικαιολογητική βάση, που οδήγησε τον ενωσιακό και τον εσωτερικό νομοθέτη στην υπαγωγή των μεταδεδομένων αυτών, για επικοινωνίες, στις οποίες έχει ήδη γίνει η μεταβίβαση των μηνυμάτων, στις περί απορρήτου διατάξεις, κατά τα προαναφερθέντα. Πέραν αυτών, δεν θα ήταν ρεαλιστικό να θεωρηθεί ότι το αρχείο επιστολών, που διατηρεί κάποιος στην οικία του ή τα ηλεκτρονικά μηνύματα, που διατηρεί κάποιος στον ηλεκτρονικό του υπολογιστή ή και στο υπολογιστικό νέφος, επί σειρά ετών ή και δεκαετιών, υπάγονται στις διατάξεις περί απορρήτου.

Συνεπώς, από το χρονικό σημείο της, κατά τα άνω, λήξης της επικοινωνίας και έπειτα, κάθε στοιχείο (μήνυμα και εξωτερικά στοιχεία) μπορεί να εμπίπτει στο ρυθμιστικό πεδίο της συνταγματικής προστασίας της ιδιωτικής ζωής και των προσωπικών δεδομένων ή του πληροφοριακού αυτοκαθορισμού (άρθρα 9 και 9Α του Συντάγματος αντιστοίχως) και της προστασίας της ιδιωτικής ζωής του ατόμου, κατά το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ (ΕΔΔΑ, .…….. κατά Γαλλίας, απόφαση της 22-2-2018, .……. κατά Ηνωμένου Βασιλείου, απόφαση της 3-4-2007), αλλά το μεν μήνυμα δεν καλύπτεται πλέον από τη συνταγματική προστασία του απορρήτου, τα δε εξωτερικά στοιχεία, όπως προεκτέθηκε, δεν υπάγονται στη συνταγματική αυτή προστασία [Ολ. ΑΠ 1/2017 (Πολ.), ΑΠ 954/2020 και από την παλαιά νομολογία ήδη του 19ου αιώνα (για το απόρρητο των επιστολών) τις αναφερόμενες από τον Ν. Αλιβιζάτο στη γνωμοδότησή του, σε ΔΙΜΕΕ 2017/8 επ., ΑΠ 248/1871, 169/1893, 76/1894, 245/1899, από δε τη θεωρία, αντί άλλων, Ν. Σαρίπολο, Σύστημα Συνταγματικού Δικαίου της Ελλάδος, 1923 σελ. 146-147, Αρ. Μάνεση, Συνταγματικά δικαιώματα, Α` Ατομικές ελευθερίες, δ` έκδοση, 1982, σελ. 232 επ., Π. Δαγτόγλου, Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά δικαιώματα, δ` έκδοση, 2012, σελ. 353 επ., Ν. Αλιβιζάτο, γνωμοδότηση, σε ΔΙΜΕΕ 2017/8 επ.].

Όσον αφορά στη σχέση της ως άνω Οδηγίας 2002/58 με εθνικές νομοθετικές ρυθμίσεις συλλογής, διατήρησης και διαβίβασης σε αρμόδιες κρατικές αρχές δεδομένων επικοινωνίας, για σκοπούς δημόσιας και εθνικής ασφάλειας και αντιμετώπισης της εγκληματικότητας, το ΔΕΕ έκρινε ότι στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας εμπίπτουν νομοθετικά μέτρα, τα οποία επιβάλλουν στους παρόχους υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών την υποχρέωση διατήρησης των δεδομένων κίνησης και θέσης, αλλά και νομοθετικά μέτρα, που τους επιβάλλουν την υποχρέωση παροχής στις εθνικές αρχές των δεδομένων αυτών. Αντιθέτως, όταν τα κράτη μέλη θέτουν απευθείας σε εφαρμογή μέτρα παρεκκλίνοντα από το απόρρητο των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, χωρίς να επιβάλλουν υποχρεώσεις επεξεργασίας στους παρόχους τέτοιων υπηρεσιών, η προστασία των προσώπων, στα οποία αφορούν τα μέτρα, δεν διέπεται από την ως άνω Οδηγία 2002/58, αλλά μόνο από το εθνικό δίκαιο (ΔΕΕ, υποθέσεις ....., ...., ....., ...., ...., C-349/21 σκ. 36, Privacy International, C-623/17 σκ. 39, 46-49, .........., (συνεκδ. υποθέσεις C-511/18, 512/18, 520/18) σκ. 96, 103).

Συνεπώς, οι εθνικές αρχές, για τις δραστηριότητές τους, που αναφέρονται στην πρόσβασή τους στο περιεχόμενο και στα δεδομένα επικοινωνίας (όπως παρακολούθηση, υποκλοπή, έρευνα, συλλογή, αποθήκευση, διαβίβαση σε τρίτους), εφόσον διενεργούν αυτοτελώς τις επιχειρησιακές τους επεμβάσεις, για τους ανωτέρω σκοπούς, υπόκεινται μόνο στις διατάξεις του Συντάγματος και της εσωτερικής νομοθεσίας, αλλά και της ΕΣΔΑ, υπό την επιφύλαξη της εφαρμογής της οδηγίας (ΕΕ) 2016/680 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Αντιθέτως, εφόσον η πρόσβαση γίνεται μέσω των εταιρειών παροχής ηλεκτρονικών επικοινωνιών, επιβάλλοντας υποχρεώσεις επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σ` αυτές, οι δραστηριότητες αυτές πρέπει να συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις της ως άνω οδηγίας, συνακόλουθα δε και του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όπως δε κρίθηκε στην πρόσφατη, από 4-10-2024 απόφαση του ΔΕΕ CG, C-548/21, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 2002/58 η απόπειρα των αστυνομικών αρχών να αποκτήσουν απευθείας πρόσβαση σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα (ψηφιακά δεδομένα), που περιέχονταν σε κινητό τηλέφωνο υπόπτου, χωρίς να έχει ζητηθεί παρέμβαση παρόχου υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Σημειώνεται επίσης ότι, με την ως άνω Οδηγία (ΕΕ) 2016/680 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, η οποία ενσωματώθηκε στην εθνική έννομη τάξη με τον ν. 4624/2019 (Δ` Κεφάλαιο), θεσπίζονται κανόνες που αφορούν στην προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων από αρμόδιες αρχές, όπως οι εισαγγελικές και δικαστικές αρχές, για τους σκοπούς της πρόληψης, της διερεύνησης, της ανίχνευσης ή της δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων, περιλαμβανομένων της προστασίας από απειλές κατά της δημόσιας ασφάλειας και της αποτροπής τους. Στο πεδίο εφαρμογής των σχετικών διατάξεων εμπίπτει και η διενέργεια ανακριτικών πράξεων, που αποσκοπούν στην συγκέντρωση αποδεικτικού υλικού στην ποινική διαδικασία, εφόσον προϋποθέτουν ή συνεπάγονται την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, όπως η άρση του απορρήτου επικοινωνιών κατηγορουμένου ή η κατάσχεση ψηφιακών δεδομένων και η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης επ` αυτών. Πάντως, σε σχέση με τα ανωτέρω ζητήματα, επισημαίνεται ότι, με την από 10-2-2021 πρόταση Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου "για τον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής και την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στης ηλεκτρονικές επικοινωνίες και την κατάργηση της οδηγίας 2002/58/ΕΚ (κανονισμός για την ιδιωτική ζωή και τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες" (Κανονισμός e-Privacy"), προβλέπεται η κατάργηση της παραδοσιακής διάκρισης μεταξύ του περιεχομένου και των εξωτερικών στοιχείων της επικοινωνίας, που πλέον υπάγονται στην έννοια των δεδομένων ηλεκτρονικών επικοινωνιών και προστατεύονται εξίσου από το απόρρητο της επικοινωνίας. Εξάλλου, προβλέπεται ότι η προστατευόμενη από το απόρρητο ηλεκτρονική επικοινωνία δεν θα καλύπτει πλέον τη μετάδοση της επικοινωνίας μέχρι το χρονικό σημείο της παραλαβής του περιεχομένου της από τον παραλήπτη, αλλά επιπλέον και τις αποθηκευμένες πληροφορίες, μετά την ολοκλήρωση της μετάδοσης, στον τερματικό εξοπλισμό (ηλεκτρονικούς υπολογιστές, τηλέφωνα κλπ) των τελικών χρηστών (βλ. το υπ` αριθμ. 6087/10-2-2021 έγγραφο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της ΕΕ).

Αν και χαρακτηρίζεται ως "απόλυτο", το απόρρητο της επικοινωνίας αίρεται κατά τους όρους που θέτει η ίδια συνταγματική διάταξη. Μέχρι την ισχύ του ν. 5002/2022, τα σχετικά θέματα ρύθμιζε ο εφαρμοστικός του Συντάγματος νόμος 2225/1994. Δεδομένου, όμως, του γεγονότος ότι, κατά τη ρύθμιση της διαδικασίας άρσης του απορρήτου δεν αναφερόταν ρητά στον νόμο ότι αυτή αφορούσε και στα εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας, η νομολογία του Αρείου Πάγου, παρά την εισαγωγή της ως άνω νομοθεσίας από το 2005 και εντεύθεν, παρέμεινε στην άποψη ότι τα στοιχεία αυτά δεν εντάσσονται στις προστατευτικές διατάξεις του νόμου περί απορρήτου και, συνεπώς, δεν εφαρμόζονται επ` αυτών οι διατάξεις για την άρση του απορρήτου (βλ. τις αναφερόμενες ανωτέρω αποφάσεις του ΑΠ για τη μη υπαγωγή των εξωτερικών στοιχείων της επικοινωνίας στο προστατευτικό πεδίο του άρθρου 19 παρ. 1 του Συντάγματος). Ειδικότερα, σύμφωνα με τον προϊσχύσαντα ν. 2225/1994, η άρση του απορρήτου για τη διακρίβωση των οριζόμενων στον νόμο σοβαρών εγκλημάτων, επιβαλλόταν, κατά βάση, με διάταξη του αρμόδιου Συμβουλίου Εφετών ή Πλημμελειοδικών, μετά από αίτημα του Εισαγγελέα κατά την προανάκριση ή την προκαταρκτική εξέταση και του Ανακριτή κατά τη διάρκεια της ανάκρισης (άρθρ. 4). Όπως οριζόταν δε στο άρθρο 5 παρ. 2, 6, 7 και 8 του ως άνω νόμου: "2. Η διάταξη που επιβάλλει την άρση του απορρήτου για διακρίβωση εγκλημάτων, σύμφωνα με το άρθρο 4 του παρόντος νόμου, περιλαμβάνει, εκτός των στοιχείων της προηγούμενης παραγράφου, και τα εξής: α) το όνομα του προσώπου ή των προσώπων κατά των οποίων λαμβάνεται το μέτρο της άρσης και τη διεύθυνση διαμονής τους, εφόσον είναι γνωστή, β) την αιτιολογία επιβολής της άρσης...... 6. Η χρονική διάρκεια της άρσης του απορρήτου δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δύο (2) μήνες. Παρατάσεις της διάρκειας αυτής, οι οποίες δεν υπερβαίνουν κάθε φορά τους δύο (2) μήνες, μπορούν να διαταχθούν με τη διαδικασία, που προβλέπεται κατά περίσταση, για την επιβολή του μέτρου και υπό τον όρο ότι εξακολουθούν να υφίστανται οι λόγοι της άρσης. Σε κάθε περίπτωση οι παρατάσεις δεν μπορούν να υπερβαίνουν συνολικά τη διάρκεια των δέκα (10) μηνών. Το ανώτατο αυτό χρονικό όριο δεν ισχύει στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η άρση διατάσσεται για λόγους εθνικής ασφάλειας. 7. Μετά τη λήξη της διάρκειας της άρσης, ή μετά τη λήξη του επιτρεπόμενου ανώτατου χρονικού ορίου της παύει αυτοδικαίως η άρση του απορρήτου. 8. Με διάταξη του οργάνου που επέβαλε την άρση μπορεί να διαταχθεί η παύση της και πριν από την πάροδο της ορισμένης διάρκειάς της, αν εκπληρώθηκε ο σκοπός ή έλειψαν οι λόγοι επιβολής του μέτρου". Εξάλλου, στον ν. 5002/2022, με τον οποίο ρυθμίσθηκαν εκ νέου τα ζητήματα του απορρήτου των επικοινωνιών, οι σχετικές διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 4 και 8 παρ. 4 έχουν ως ακολούθως: Άρθρο 6 ".....4. Το βούλευμα ή η διάταξη που επιβάλλει την άρση του απορρήτου για διακρίβωση εγκλημάτων, περιλαμβάνει: α) την αστυνομική αρχή ή τον εισαγγελέα ή τον ανακριτή που ζητεί την άρση, β) την αξιόποινη πράξη, γ) τις σοβαρές ενδείξεις ενοχής σε βάρος του προσώπου κατά του οποίου διενεργείται η άρση, δ) την αιτιολογία επιβολής της άρσης, ιδίως την αδυναμία ή ιδιαίτερη δυσχέρεια διακρίβωσης του εγκλήματος με άλλο τρόπο, ε) τον σκοπό της άρσης, στ) τα μέσα ανταπόκρισης ή επικοινωνίας στα οποία επιβάλλεται η άρση, ζ) το αντικείμενο της άρσης, δηλαδή τα εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας ή και το περιεχόμενο αυτής, η) την εδαφική έκταση εφαρμογής, εφόσον απαιτείται για τις ανάγκες της άρσης, και την απολύτως αναγκαία χρονική διάρκεια της άρσης, θ) την ημερομηνία έκδοσης της διάταξης, και ι) τα στοιχεία του προσώπου ή των προσώπων κατά των οποίων επιβάλλεται η άρση". Άρθρο 8 "....4. Η χρονική διάρκεια της άρσης του απορρήτου δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δύο (2) μήνες. Παρατάσεις, οι οποίες δεν υπερβαίνουν κάθε φορά τους δύο (2) μήνες, μπορούν να διαταχθούν με τη διαδικασία, που προβλέπεται κατά περίπτωση, για την επιβολή του μέτρου και υπό τον όρο ότι εξακολουθούν να υφίστανται οι λόγοι της άρσης. Σε κάθε περίπτωση, η χρονική διάρκεια δεν μπορεί να υπερβαίνει συνολικά τους δέκα (10) μήνες. Υπέρβαση του ορίου του δευτέρου εδαφίου επιτρέπεται μόνο σε περιπτώσεις άρσης για λόγους εθνικής ασφάλειας, εφόσον στηρίζεται σε συγκεκριμένα στοιχεία που καθιστούν άμεση και εξαιρετικά πιθανή τη διακινδύνευση της εθνικής ασφάλειας και η εξακολούθηση της συνδρομής των στοιχείων αυτών επιβεβαιώνεται σε κάθε παράταση της ισχύος της άρσης. Μετά τη λήξη της διάρκειας της άρσης ή μετά τη λήξη του επιτρεπόμενου ανώτατου χρονικού ορίου της παύει αυτοδικαίως η άρση του απορρήτου. Σε κάθε περίπτωση, με διάταξη του οργάνου που επέβαλε την άρση διατάσσεται η παύση της και πριν από την πάροδο της ορισμένης διάρκειάς της, αν εκπληρώθηκε ο σκοπός ή εξέλειπαν οι λόγοι επιβολής του μέτρου". Με τις ως άνω διατάξεις του νέου νόμου, εντάχθηκαν ρητώς και τα εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας στο πεδίο επιβολής της άρσης του απορρήτου (άρθρ. 6 παρ. 4 περ. ζ) και, συνεπώς, κατέστη πλέον αδιαμφισβήτητο ότι και αυτά υπάγονται στην προστασία του απορρήτου, όπως συνέβαινε και υπό την ισχύ του ν. 2225/1994, ερμηνευόμενου σύμφωνα με τις συναφείς διατάξεις των νόμων από το 2005 και εφεξής, που προεκτέθηκαν.

Η άρση του απορρήτου των εξωτερικών στοιχείων μπορεί να αναφέρεται στο μέλλον, όταν επιβάλλεται η άρση του απορρήτου των ηλεκτρονικών επικοινωνιών ενός προσώπου για τον εφεξής χρόνο, οπότε, συνήθως γίνεται συγχρόνως και άρση του απορρήτου του περιεχομένου των επικοινωνιών του. Μπορεί, όμως, να αναφέρεται στο παρελθόν, οπότε οι πάροχοι των ηλεκτρονικών επικοινωνιών υποχρεούνται να χορηγήσουν στην αρμόδια αρχή, που ζητεί την άρση του απορρήτου, στοιχεία επικοινωνιών (μεταδεδομένα), που διατηρούν αποθηκευμένα, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3917/2011. Όπως προαναφέρθηκε, στο άρθρο 8 παρ. 4 του ν. 5002/2022 η διαδικασία άρσης του απορρήτου ρυθμίζεται με όμοιο τρόπο με αυτόν του προϊσχύσαντος ν. 2225/1994 (άρθρ. 5 παρ. 6), προσήκουσα δηλαδή σε μελλοντική άρση, επιβαλλόμενη για χρονικό διάστημα μέχρι δύο μήνες κάθε φορά, που μπορεί να παραταθεί, εφόσον εξακολουθούν να υφίστανται οι λόγοι της άρσης, με μέγιστη συνολική χρονική διάρκεια, κατά τον ν. 5002/2022, τους δέκα (10) μήνες, ενώ με τον προγενέστερο νόμο ήταν δώδεκα (12) μήνες. Η άποψη ότι, εφόσον δεν γίνεται διάκριση στον νόμο, η ίδια διαδικασία πρέπει να ακολουθηθεί και στην περίπτωση άρσης του απορρήτου των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, όταν ζητούνται παρελθοντικά στοιχεία, οπότε, σε κάθε περίπτωση, πρέπει, με απόφαση του αρμόδιου δικαστικού συμβουλίου, να ζητηθούν αρχικά στοιχεία για ένα δίμηνο, στη συνέχεια, εφόσον είναι αναγκαίο, στοιχεία για ένα ακόμη δίμηνο κ.ο.κ, μέχρι τη συμπλήρωση χρονικού διαστήματος, υπό τον προϊσχύσαντα νόμο δώδεκα (12) μηνών και ήδη δέκα (10) μηνών, κρίνεται εσφαλμένη. Πράγματι, η δόμηση της διαδικασίας άρσης του απορρήτου, στο άρθρο 5 παρ. 6 του προϊσχύσαντος ν. 2225/1994 και στο άρθρο 8 παρ. 4 του ισχύοντος ν. 5002/2022, για χρονικό διάστημα μέχρι δύο μήνες αρχικά και στη συνέχεια με παρατάσεις της, διάρκειας επίσης μέχρι δύο μηνών κάθε φορά, με την ίδια διαδικασία και με τους ίδιους όρους, μέχρι τη συμπλήρωση του ανώτατου νόμιμου χρονικού διαστήματος, έγινε με βάση την αρχή της αναλογικότητας, έτσι ώστε τα αρμόδια όργανα, που επιλαμβάνονται για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών προς διακρίβωση εγκλημάτων (ήτοι συνήθως ο ανακριτής, που ζητεί την άρση του απορρήτου, ο εισαγγελέας, που προτείνει και το δικαστικό συμβούλιο, που αποφασίζει), να αποφαίνονται κάθε φορά για την ανάγκη παράτασης ή όχι της άρσης του απορρήτου με βάση τα μέχρι τότε προκύψαντα (κυρίως από την παρακολούθηση) στοιχεία, έτσι ώστε η διάρκεια του ως άνω επαχθούς μέτρου να μην ξεπερνά το αναγκαίο όριο. Ειδικότερα, η ουσιώδης διαφοροποίηση της άρσης του απορρήτου για το μέλλον, σε σχέση με την άρση αυτού για το παρελθόν, έγκειται στο γεγονός ότι, στην πρώτη περίπτωση, (κατά την οποία υφίσταται μια δυναμική διαδικασία), η διάρκεια της άρσης εξαρτάται μεν από το υλικό της δικογραφίας (για την πρώτη χρονική περίοδο της άρσης), ενώ για τις επόμενες (δίμηνες συνήθως) παρατάσεις εξαρτάται κυρίως από τα προκύπτοντα ευρήματα κατά τη διάρκεια της μέχρι τότε παρακολούθησης του υπόπτου ή κατηγορουμένου, έτσι ώστε να αποφασίζεται κάθε φορά αν είναι αναγκαίο ή όχι να συνεχίζεται η άρση του απορρήτου και η παρακολούθηση. Αντιθέτως, στη δεύτερη περίπτωση, (που αφορά σε μια στατική κατάσταση), τα ως άνω αρμόδια όργανα αποφαίνονται για τη διάρκεια της άρσης του απορρήτου των παρελθοντικών στοιχείων αποκλειστικά με βάση τα δεδομένα της δικογραφίας, έχοντας εποπτεία και γνώση από αυτήν του αναγκαίου συνολικού χρονικού διαστήματος της άρσης του απορρήτου. Εξάλλου, η ανωτέρω άποψη παραβλέπει το γεγονός ότι, είτε ανευρίσκονται είτε δεν ανευρίσκονται κάποια ενδιαφέροντα στοιχεία από την άρση του απορρήτου του πρώτου διμήνου, αναγκαία είναι και η έρευνα του υπόλοιπου χρονικού διαστήματος, για το οποίο είχε κριθεί εξαρχής ότι ήταν επιβεβλημένη η άρση του απορρήτου, γι` αυτό το ίδιο ισχύει και μετά την έρευνα του δεύτερου διμήνου κ.ο.κ. Όμως, η υιοθέτηση της ως άνω εκδοχής, πέραν της απουσίας οποιασδήποτε εύλογης αιτίας, της καθυστέρησης, που θα συνεπαγόταν για την ανακριτική διαδικασία και της ανώφελης απασχόλησης των εμπλεκόμενων εισαγγελικών και δικαστικών παραγόντων, θα είχε και μια ακόμη δυσμενέστατη συνέπεια. Συγκεκριμένα, όπως προεκτέθηκε, βάσει του ν. 3917/2011, μετά την πάροδο του δωδεκαμήνου, τα αποθηκευμένα από τους παρόχους των τηλεπικοινωνιών μεταδεδομένα καταστρέφονται με αυτοματοποιημένο τρόπο. Επομένως, στην περίπτωση που ο ανακριτής κάποιας υπόθεσης κρίνει εξαρχής αναγκαία για τη διερεύνησή της την άρση του απορρήτου για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του εξαμήνου, με την εφαρμογή της ως άνω διαδικασίας των διαδοχικών δίμηνων παρατάσεων, τελικά θα μπορεί να έχει πρόσβαση μόνο στα δεδομένα του τελευταίου εξαμήνου, διότι τα προηγούμενα θα έχουν καταστραφεί.

Συνεπώς, κατ` αναλογική απλώς εφαρμογή της ως άνω δικονομικής φύσης διάταξης, στην οποία, από νομοθετική αβλεψία, δεν γίνεται διάκριση για τις άρσεις του απορρήτου που ανάγονται στο μέλλον ή στο παρελθόν, επί αιτήματος άρσης του απορρήτου εξωτερικών στοιχείων ηλεκτρονικών επικοινωνιών, που ανάγονται στο παρελθόν, αυτή δεν διενεργείται με την διαδοχική ανά δίμηνο άρση του, αλλά επιβάλλεται εξαρχής η άρση του απορρήτου για όλη την αναγκαία χρονική περίοδο, που μπορεί να εκτείνεται μέχρι τη μέγιστη χρονική διάρκεια, που υποχρεούνται να διατηρούν οι πάροχοι τηλεπικοινωνιών μεταδεδομένα, ήτοι αυτή των δώδεκα (12) μηνών και όχι μόνο των δέκα (10) μηνών, που προβλέπεται στον ισχύοντα νόμο για τις αναγόμενες στο μέλλον άρσεις του απορρήτου, καθόσον πρόκειται για διαφορετικές καταστάσεις, αφού, στην τελευταία περίπτωση, επιδιώκεται να έχει την ελάχιστη δυνατή διάρκεια το επαχθές μέτρο της διενεργούμενης άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών (παρακολούθησης), ενώ, στην πρώτη περίπτωση, οι επικοινωνίες έχουν ήδη λάβει χώρα και, απλώς, για την άρση του απορρήτου πρέπει να ληφθεί υπόψη η αρχή της αναλογικότητας, έτσι ώστε να ζητηθούν εξαρχής εξωτερικά στοιχεία των επικοινωνιών μόνο για όσο χρονικό διάστημα είναι αναγκαίο για τη διενεργούμενη έρευνα. Ειδικότερα, σε σχέση με τις προαναφερόμενες επιφυείς "Over The Top" (ΟΤΤ)] υπηρεσίες επικοινωνιών, επισημαίνεται ότι αυτές δεν παρέχονται, μέσω του δημόσιου δικτύου ηλεκτρονικών επικοινωνιών από παρόχους υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών εγκατεστημένους στην Ελλάδα, αλλά από επιχειρήσεις που εδρεύουν στην αλλοδαπή.

Συνεπώς, δεν υπόκεινται στον έλεγχο της Ανεξάρτητης Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ), ενώ, εξαιτίας του γεγονότος ότι η επικοινωνία σ` αυτές διενεργείται με κρυπτογράφηση από άκρο σε άκρο (end-to-end encryption), η άρση του απορρήτου στις περιπτώσεις αυτές, είναι δυσχερέστατη. Ωστόσο, λόγω της γενικότητας των ρυθμίσεων του προϊσχύσαντος ν. 2225/1994 και ήδη του ν. 5002/2022 για την άρση του απορρήτου, αυτή μπορεί να διαταχθεί και στις περιπτώσεις των επιφυών επικοινωνιών και υλοποιείται στον βαθμό που υπάρχει η σχετική δυνατότητα, είτε σε συνεργασία με τις παραπάνω εταιρείες, μέσω διαδικασίας δικαστικής συνδρομής ή με άλλο πρόσφορο τρόπο (πρβλ. άρθρ. 5 άρ. 4 και 7 περ. β` π.δ. 47/2005). Προσθέτως, σημειώνεται ότι, σύμφωνα με τις προβλέψεις της προαναφερόμενης από 10-2-2021 πρότασης Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (Κανονισμός e-Privacy"), στο πεδίο εφαρμογής του εμπίπτουν όλες οι κατηγορίες των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών του διαδικτύου, που επιτρέπουν τη διαπροσωπική επικοινωνία μεταξύ χρηστών και, ειδικότερα, υπάγονται στις ρυθμίσεις του οι εταιρείες παροχής επιφυών υπηρεσιών, προς διασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών και στις υπηρεσίες αυτές, συνακόλουθα δε και για τη ρύθμιση της διαδικασίας άρσης του (βλ. έκθεση πεπραγμένων της ΑΔΑΕ 2021, σελ. 84). Περαιτέρω, όπως προεκτέθηκε, τα αποθηκευμένα σε τερματικό εξοπλισμό (ηλεκτρονικούς υπολογιστές, κινητά τηλέφωνα κλπ.) ψηφιακά στοιχεία (περιεχόμενο και μεταδεδομένα), τα οποία αναφέρονται σε κάποιας μορφής ανταπόκριση ή επικοινωνία, που προηγήθηκε και περατώθηκε, δεν προστατεύονται από το απόρρητο των επικοινωνιών.

Συνεπώς, δεν εφαρμόζεται, για τη δικαστική διερεύνηση αυτών, η διαδικασία της άρσης του απορρήτου, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες διατάξεις του ν. 2225/1994 και ήδη του ν. 5002/2022. Η άποψη ότι και για τη διερεύνηση του ψηφιακού αυτού εξοπλισμού απαιτείται η τήρηση της οριζόμενης στους ως άνω νόμους διαδικασίας άρσης του απορρήτου και μάλιστα με τη διαδοχική ανά δίμηνο άρση αυτού, πέραν των όσων προεκτέθηκαν, οδηγεί και σε περαιτέρω άτοπα. Συγκεκριμένα, υπό την εκδοχή αυτή, το μέγιστο χρονικό διάστημα διερεύνησης του ψηφιακού εξοπλισμού θα καθοριζόταν αναγκαίως από τις σχετικές διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 6 του προϊσχύσαντος ν. 2225/1994 και 8 παρ. 4 του ισχύοντος ν. 5002/2022, δηλαδή δεν θα μπορούσε να υπερβεί τους δώδεκα (12) και δέκα (10) μήνες αντιστοίχως. Όμως, κατ` αυτόν τον τρόπο, για παράδειγμα, οι αρμόδιες αρχές δεν θα μπορούσαν να αντλήσουν στοιχεία από τον ως άνω τερματικό εξοπλισμό για μια διερευνώμενη ανθρωποκτονία, που έλαβε χώρα προ δύο ετών ή για μια εγκληματική οργάνωση, που έδρασε, μέχρι πριν ένα έτος, για μια πενταετία.

Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με την προαναφερόμενη υπ` αριθμ. ...2024 απόφασή του, αφού εκτίμησε και αξιολόγησε όλα τα αναγνωσθέντα έγγραφα της δικογραφίας, δέχτηκε τα ακόλουθα: "..... Με την υπ` αριθμ. .../2020 Ε.Ε.Ε. της Εισαγγελίας Νάπολης Ιταλίας (υπόθεση με αριθμό φακέλου ΡΡ ... από …2020), ζητήθηκε από τις ελληνικές δικαστικές αρχές, ως ερευνητικό μέτρο, η εκτέλεση επιτόπιας έρευνας στην κατοικία του αιτούντος - υπόπτου, ως εκπροσώπου της εταιρείας ... Ltd προς αναζήτηση: α) οποιουδήποτε τύπου εξοπλισμού πληροφορικής (ΡC smartphone, αποκωδικοποιητή, smart card και επιπλέον κάθε εντοπισμένου ψηφιακού εξοπλισμού που χρησιμοποιείται για τη μετάδοση του σήματος ΙΡΤV, κατά παράβαση των πνευματικών δικαιωμάτων και β) μέσων πληρωμής (καρτών πληρωμών, τρεχούμενου λογαριασμού, πιστωτικών καρτών), καθώς επίσης οποιασδήποτε άλλης μορφής κινητού ή ακίνητου περιουσιακού στοιχείου, που είναι στη διάθεση του υπόπτου και η κατάσχεση αυτών, ως προσωρινού μέτρου, για να εμποδιστεί η καταστροφή, μετατροπή, μετατόπιση, μεταφορά ή διάθεση αντικειμένου που μπορεί να χρησιμεύσει ως αποδεικτικό στοιχείο. Στην ενότητα Δ` αναφέρεται ότι η εν λόγω Ε.Ε.Ε. σχετίζεται με προηγούμενες Ε.Ε.Ε., όπως αυτές προσδιορίζονται συγκεκριμένα. Στην ενότητα Ζ` του Παραρτήματος της ίδιας Ε.Ε.Ε. περιγράφονται συνοπτικά τα επίδικα περιστατικά που αφορούν τη συγκεκριμένη προς έρευνα υπόθεση. Με την υπ` αριθμ. πρωτ. Ε.Κ.Δ. ... Ε.Ε.Ε. .../20 από ...2020 παραγγελία του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών διαβιβάστηκε στην αρμόδια Ανακρίτρια του Ειδικού Ανακριτικού Τμήματος Διεθνών Δικαστικών Συνδρομών του Πρωτοδικείου Αθηνών η εκτέλεση, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4489/2017, της ένδικης Ευρωπαϊκής Εντολής Έρευνας (Ε.Ε.Ε.) των Ιταλικών Δικαστικών Αρχών - Εισαγγελίας Νάπολης. Η ως άνω Ανακρίτρια εξέδωσε άμεσα τη με αριθ. πρωτ. ...2020 διάταξή της προς τη Διεύθυνση Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος του 3ου Τμήματος Ασφαλείας Ηλεκτρονικών και Τηλεφωνικών Επικοινωνιών και Προστασίας Λογισμικού και Πνευματικών Δικαιωμάτων της Γ.Α.Δ.Α., προκειμένου να προβούν στη διενέργεια έρευνας και κατάσχεσης διά των αρμοδίων προανακριτικών υπαλλήλων της Υπηρεσίας τους με την παρουσία δικαστικού ή εισαγγελικού λειτουργού, τηρουμένων των όρων των άρθρων 255, 256, 257, 258, σε συνδυασμό με 149 επ. του Κ.Π.Δ., αφού μεταβούν στην κατοικία του αιτούντος-υπόπτου επί της οδού ..., στην … ή όπου αλλού διαπιστωθεί ότι βρίσκεται η κατοικία του, ειδικότερα δε, να προβούν: 1) σε νόμιμη έρευνα και σε σύνταξη καταλόγων με το περιεχόμενο του ευρεθέντος αποδεικτικού υλικού σχετικού με την έρευνα των αρχών της Ιταλίας, σε κατάσχεση του τελευταίου, συντασσόμενων των σχετικών εκθέσεων έρευνας περί ανευρέσεως ή μη σχετικών εγγράφων και κατασχέσεων αυτών, και 2) σε σωματική έρευνα στον ύποπτο καθώς και σε οποιοδήποτε άλλο άτομο κατοικεί στην ανωτέρω οικία και βρεθεί εκεί κατά τον χρόνο της έρευνας. Ζητήθηκε, ειδικότερα, να πραγματοποιηθεί έρευνα και να κατασχεθούν οποιουδήποτε τύπου εξοπλισμός πληροφορικής (ΡC, smartphone, αποκωδικοποιητής, smart card και επιπλέον κάθε εντοπισμένο ψηφιακό εξοπλισμό), που χρησιμοποιείται για τη μετάδοση ΙΡΤV, κατά παράβαση πνευματικών δικαιωμάτων και τα μέσα πληρωμής (κάρτες πληρωμών, τρεχούμενοι λογαριασμοί, πιστωτικές κάρτες κ.λπ.). Επισημάνθηκε τέλος, στην εν λόγω ανακριτική διάταξη ότι η ως άνω έρευνα θα λάβει χώρα τη ...2020 και ώρα 8.00 π.μ., καθώς θα βρίσκεται σε ταυτόχρονη εξέλιξη με παράλληλες έρευνες στη Γαλλία, την Ολλανδία, τη Βουλγαρία, τη Μάλτα και τη Γερμανία. Για την εκτέλεση της ένδικης Ε.Ε.Ε. περιλήφθηκαν στην ως άνω ανακριτική διάταξη τα κατωτέρω περιστατικά που αφορούν την υπόθεση που ερευνούν οι αλλοδαπές δικαστικές αρχές: Η διαδικασία για την οποία ζητείται δικαστική συνεργασία αφορά μια εγκληματική κερδοσκοπική οργάνωση, με διεθνή χαρακτήρα, η οποία, ελλείψει άδειας, ασκεί την άσκηση παράνομης δραστηριότητας ΙΡΤV, μια νέα μορφή οπτικοακουστικής πειρατείας, που πραγματοποιείται μέσω της μη εξουσιοδοτημένης μετάδοσης περιεχομένου συνδρομητικής τηλεόρασης (που διαχειρίζεται η ........, ....., ....., ....., .…. κ.λπ.), καθώς επίσης κινηματογραφικά έργα που προστατεύονται από πνευματικά δικαιώματα, όπως και εκείνων που τα περιεχόμενα είναι του τύπου on demand (κατ` απαίτηση) δια μέσου της πλατφόρμας CD "ΙΡΤV" (Ιnternet Protocol, Television), που είναι εξέλιξη της cardsharing (κοινής χρήσης καρτών), με την εισαγωγή τους σε ένα σύστημα τηλεματικών δικτύων, με τη χρήση εξοπλισμού πληροφορικής. Η ερευνητική δραστηριότητα κατέστησε δυνατή την περισυλλογή αποδεικτικού υλικού που πιστοποιεί την ύπαρξη μιας οργάνωσης (με την επωνυμία ...) εξαιρετικά δομημένης, η οποία χαρακτηρίζεται από πολύ συγκεκριμένους κανόνες, οι οποίοι αποσκοπούν στην εφαρμογή, την αναμετάδοση και την επακόλουθη μεταπώληση μιας υπηρεσίας pay per view παράλληλα με εκείνη τη νόμιμη, που προσφέρεται από τους κύριους τηλεοπτικούς σταθμούς, όπως η ......., η .......... και το ........, το οποίο πρόσφατα είδε τα περιεχόμενά του να αναμεταδίδονται από παράνομα προγράμματα. Η δομή φαίνεται να λειτουργεί όχι μόνο στην Ιταλία αλλά και στην Ελβετία, τη Μάλτα, την Ελλάδα, την Ολλανδία, τη Γερμανία, τη Γαλλία και τη Βουλγαρία από το 2015. Η συνεχής και εκτεταμένη δράση του ΟSInt, που ενεργοποιήθηκε από τη Δικαστική Αστυνομία επέτρεψε τον εντοπισμό χιλιάδων διακομιστών (server), που αντιστοιχούν σε αντίστοιχα και μοναδικά ΙΡ, που χρησιμοποιούνται για την αναμετάδοση πειρατικών σημάτων ΙΡΤV και τα οποία εξακολουθούν να λειτουργούν μέχρι σήμερα. Ταυτόχρονα, καταγράφηκαν εκατοντάδες λογαριασμοί ΡayPal, που χρησιμοποιήθηκαν για τη συλλογή πληρωμών που σχετίζονται με τις εν λόγω παροχές υπηρεσιών. Μετά την έρευνα, διαπιστώθηκε ότι η εγκληματική οργάνωση, για τη διάδοση του παράνομου σήματος ΙΡΤV, θα συνέχιζε να δραστηριοποιείται, όχι μόνον μέσω σελίδων συνομιλίας Skype, και Facebook, αλλά και μέσω επίσης των καναλιών Τelegram, που χρησιμοποιούνται ως εφαλτήριο διαφήμισης για την περισυλλογή νέων πελατών, εκτός από εκείνη που αφορά την ταχεία επίλυση προβλημάτων στη μετάδοση σήματος. Τα έσοδα της παράνομης δραστηριότητας θα περισυλλέγονται μέσω της χρήσης των λεγόμενων πλατφορμών, πύλες πληρωμής, cd gateway, για την είσπραξη μέσω καρτών πληρωμής ή μέσω προπληρωμένων καρτών ή λογαριασμών paypal, η δε τηλεματική διάδοση του σήματος πραγματοποιείται μέσω web resources, που είναι τοποθετημένοι σε αντίστοιχες, πολλές χώρες ανά τον κόσμο. Τη ...2019 κατασχέθηκαν οι διακομιστές (server), που καταλογίστηκαν στην πλατφόρμα λογισμικού που προσέφερε η ... Ltd, οι οποίοι αποδίδονται στους νόμιμους εκπροσώπους ...... (αιτούντα) και ......, που κατοικούν στην Ελλάδα. Ωστόσο, αυτή η υποδομή έχει αποκατασταθεί ξανά με το όνομα ..., που οδηγεί στα ίδια πρόσωπα. Από υλικοτεχνική άποψη, προέκυψε ότι το σύστημα ΙΡΤV διανέμεται από τη σύζευξη σε διάφορες τοποθεσίες στην Ευρώπη (στην Ιταλία, την Ελβετία, τη Μάλτα, την Ελλάδα, την Ολλανδία, τη Γερμανία, τη Γαλλία, τη Βουλγαρία και αλλού), σε συνεργασία με άλλα πρόσωπα, όπου υφίστανται ολοκληρωμένα κέντρα αναμετάδοσης των ροών, που εντέχνως αποκωδικοποιούνται και στη συνέχεια κωδικοποιούνται εκ νέου και στη συνέχεια αποστέλλονται στους διακομιστές (server) για την αναμετάδοσή τους στους τελικούς αποδέκτες. Εξάλλου, από την τεκμηριωμένη ανάλυση των δεδομένων και των συσκευών, που είχαν κατασχεθεί τη ...2019, δόθηκε η δυνατότητα ποσοστοποίησης του κέρδους, ως προϊόν συνεργασίας, που ανέρχεται στο ποσό των 10.619.122,22 ευρώ. Ως αποτέλεσμα αυτών των ερευνών ο Δικαστικός Ανακριτής των προκαταρκτικών ερευνών στην Ιταλία (GΙΡ) διέταξε προληπτικά μέτρα, μέσω δήμευσης ενός ποσού ισοδύναμου με αυτό που αναφέρθηκε ανωτέρω, καθώς και την προληπτική προφυλάκιση στο πρόσωπο του αρχηγού της εγκληματικής οργάνωσης που έχει διεθνή χαρακτήρα. Για την ως άνω ανακριτική πράξη που ζητήθηκε και διενεργήθηκε τη ...2020, συντάχθηκε έκθεση με την ίδια ημερομηνία και τίτλο "έκθεση κατ` οίκον έρευνας και κατάσχεσης". Από την έκθεση αυτή προκύπτει ότι η ανακριτική πράξη της έρευνας σε κατοικία έλαβε χώρα στο πλαίσιο της ένδικης δικαστικής συνδρομής και σύμφωνα με τις προϋποθέσεις και τους όρους της ελληνικής νομοθεσίας και δη κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 256 Κ.Π.Δ. Ακολούθως, κατόπιν υποβολής του υπ` αρ. πρωτ. ...2021 αιτήματος άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών από την Ανακρίτρια του Ειδικού Ανακριτικού Τμήματος Διεθνών Δικαστικών Συνδρομών του Πρωτοδικείου Αθηνών, εκδόθηκε το .../2021 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο αφενός έγινε δεκτό το σχετικό αίτημα της ως άνω Ανακρίτριας, δεχόμενο ότι η διερεύνηση της υπόθεσης για τις ανωτέρω αξιόποινες πράξεις είναι αδύνατη, άλλως ουσιωδώς δυσχερής, χωρίς την αιτούμενη άρση του απορρήτου των επικοινωνιών, και αφετέρου διατάχθηκε η άρση απορρήτου των επικοινωνιών και ειδικότερα το άνοιγμα του περιεχομένου των κατασχεθέντων στην οικία του υπόπτου κατωτέρω αναφερόμενων αντικειμένων, ήτοι: 1) ενός εσωτερικού σκληρού δίσκου της Διεύθυνσης Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, μάρκας .…... με SN ..., όπου δημιουργήθηκε αντίγραφο μνήμης RΑΜ του σταθερού Η/Υ του υπόπτου, 2) ενός εσωτερικού σκληρού δίσκου κεντρικής μονάδας, μάρκας ...……. με S/Ν ..., 3) ενός εσωτερικού σκληρού δίσκου τύπου ......, μάρκας ……. με S/Ν ..., 4) ενός εσωτερικού σκληρού δίσκου τύπου ....., μάρκας .….. με S/Ν ..., 5) ενός δίσκου τύπου ....., μάρκας ………. με αριθμό ..., 6) ενός εξωτερικού μέσου αποθήκευσης μάρκας ......., με αριθμό ..., 7) ενός φορητού υπολογιστικού συστήματος μάρκας ......., 8) ενός εξωτερικού μέσου αποθήκευσης μάρκας ........, με αριθμό ..., 9) δυο εξωτερικών μέσων αποθήκευσης και 10) ενός εξωτερικού μέσου αποθήκευσης μάρκας .......... Στη συνέχεια, συντάχθηκε η υπ` αρ. πρωτ. ...2023 έκθεση εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών (Δ.Ε.Ε.) - Τμήμα 7ο Εξέτασης Ψηφιακών Πειστηρίων, σύμφωνα με την οποία, κατά την εργαστηριακή εξέταση των προαναφερόμενων πειστηρίων με αριθμούς: 1, 4, 5, 7 έως 10, δεν εντοπίστηκαν ευρήματα που να σχετίζονται με την υπό εξέταση υπόθεση, παρά μόνο εντοπίστηκαν ευρήματα για τα πειστήρια με αριθμούς 2 και 3, ενώ για το με αριθμό 6 πειστήριο δεν κατέστη δυνατή η αποκρυπτογράφηση και, άρα, άντληση δεδομένων από αυτό. Το ιστορικό συνομιλιών των εφαρμογών κοινωνικής δικτύωσης viber, signal και skype, που παρουσιάζεται στα παραρτήματα της εν λόγω έκθεσης εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης περιορίζεται μόνο στο περιεχόμενο που κρίνεται ότι εισφέρει αποδεικτικά στη διακρίβωση των εγκλημάτων, για τα οποία διατάχθηκε η άρση απορρήτου. Σχετικά με τον πρώτο ισχυρισμό περί ακυρότητας της διαδικασίας άρσης του απορρήτου, ακολουθήθηκε η οριζόμενη στον Ν. 2225/1994, που ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, διαδικασία άρσης απορρήτου επικοινωνιών για τη διακρίβωση εγκλημάτων και συγκεκριμένα διατάχθηκε το άνοιγμα του περιεχομένου των κατασχεθέντων αντικειμένων, ώστε να ελεγχθούν οι σχετικές εγγραφές που συσχετίζονται με την υπό εξέταση υπόθεση, χωρίς να έχει τεθεί ο χρονικός περιορισμός της διάρκειας των δυο μηνών που είναι το ανώτατο κάθε φορά χρονικό όριο άρσης του απορρήτου, καθόσον το άνοιγμα αναφέρεται σε ήδη καταγραφείσες εγγραφές και διενεργείται άπαξ και στιγμιαία, χωρίς να χρήζει ανάγκης ορισμού χρονικής διάρκειας της άρσης του απορρήτου, όπως ορθά δεν όρισε το .../2021 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών.

Συνεπώς, ο ισχυρισμός ότι η Δ.Ε.Ε. προχώρησε σε διενέργεια πράξεων άρσης απορρήτου μετά την παρέλευση της δίμηνης διάρκειας ισχύος της άρσης απορρήτου, κρίνεται απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος, διότι ουδεμία άρση απορρήτου αφορά καταγραφή που έλαβε χώρα μετά την έκδοση του επίμαχου βουλεύματος, αλλά αντίθετα όλες οι καταγραφές επί των οποίων ήρθη το απόρρητο ανάγονταν στο παρελθόν. Το πότε συντάχθηκε η υπ` αρ. πρωτ. ...2023 έκθεση εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών (Δ.Ε.Ε.) - Τμήμα 7ο Εξέτασης Ψηφιακών Πειστηρίων δεν επιδρά στη νομιμότητα της διαδικασίας άρσης απορρήτου, αρκεί αυτή (η εργαστηριακή εξέταση) να έλαβε χώρα με την έκδοση του σχετικού βουλεύματος και να αφορά τα πειστήρια, των οποίων διατάχθηκε το άνοιγμά τους, προϋποθέσεις που συντρέχουν στην προκειμένη περίπτωση. Ακολούθως, σχετικά με τον δεύτερο ισχυρισμό περί παράνομης άρσης απορρήτου επικοινωνιών εκτός δημόσιων δικτύων, λεκτέα τα εξής. Στην παρ. 1 του άρθρου 19 του Συντάγματος προβλέπεται η προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών, το απόρρητο όμως αίρεται κατά τους όρους που θέτει η ίδια η συνταγματική διάταξη και συγκεκριμένα με τον εκτελεστικό του Συντάγματος προϊσχύσαντα Ν. 2225/1994 και ήδη Ν. 5002/2022 τίθενται γενικά οι προϋποθέσεις και οι όροι για την άρση του απορρήτου της επικοινωνίας για διακρίβωση εγκλημάτων, καθώς και η διαδικασία της άρσης αυτής, χωρίς να γίνεται διαχωρισμός δημόσιων και ιδιωτικών δικτύων, όπως αβασίμως ισχυρίζεται ο προσφεύγων. Επίσης, και με το άρ. 4 του Ν. 3471/2006, ο οποίος ενσωμάτωσε την Οδηγία 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Ιουλίου 2002 σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών (ΕΕ L 201/37 της 31ης Ιουλίου 2002), ορίζεται ότι "1. Οποιαδήποτε χρήση των υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών που παρέχονται μέσω δημοσίου δικτύου επικοινωνιών και των διαθεσίμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, καθώς και των συναφών δεδομένων κίνησης και θέσης, όπως ορίζονται στις διατάξεις του άρθρου 2 του παρόντος νόμου, προστατεύεται από το Απόρρητο των επικοινωνιών. Η άρση του απορρήτου είναι επιτρεπτή μόνο υπό τις προϋποθέσεις και τις διαδικασίες που προβλέπονται από το άρθρο 19 του Συντάγματος.". Επομένως, ούτε από τον τελευταίο ως άνω νόμο προκύπτει απαγόρευση άρσης απορρήτου επικοινωνιών εκτός δημόσιων δικτύων. Τέλος, σχετική απαγόρευση δεν προβλέπεται ούτε και στο Π.Δ. 47/10.3.2005 με τον τίτλο "Διαδικασίες καθώς και τεχνικές και οργανωτικές εγγυήσεις για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών και για τη διασφάλισή του", όπου στο άρ. 3 του Π.Δ. με τον τίτλο "Είδη επικοινωνίας" ορίζεται ότι "I. Η άρση του απορρήτου δεν αφορά την διά ζώσης επικοινωνία, αλλά κάθε είδους επικοινωνία, η οποία διεξάγεται μέσω δικτύου επικοινωνίας ή παρόχου υπηρεσιών επικοινωνιών και την οποία χρησιμοποιεί ο συνδρομητής ή χρήστης κατά του οποίου λαμβάνεται το μέτρο της άρσης. 2. Τα είδη και οι μορφές επικοινωνίας, που υπόκεινται στην άρση του απορρήτου, είναι ιδίως τα ακόλουθα: α. Επιστολογραφία, ήτοι επιστολές, δέματα, ταχυμεταφορές στοιχείων, τηλεγραφήματα, επιταγές κ.λπ. β. Τηλετυπική επικοινωνία (συνδρομητική). γ. Τηλεφωνική επικοινωνία, ήτοι σταθερή και κινητή τηλεφωνία. δ. Επικοινωνία δεδομένων μέσω δικτύων δεδομένων, μισθωμένων κυκλωμάτων κ.α. ε. Επικοινωνίες μέσω διαδικτύου (Internet). στ. Ασυρματική επικοινωνία, ήτοι σταθερή ασύρματη πρόσβαση, επικοινωνία κλειστών ομάδων χρηστών κ.ά. ζ. Δορυφορική επικοινωνία, ήτοι επικοινωνία μέσω δορυφορικής σύνδεσης τελικού χρήστη (π.χ. VSAT). η. Επικοινωνία κάθε μορφής μέσω μισθωμένων κυκλωμάτων, θ. Υπηρεσίες προστιθέμενης αξίας, που υπερτίθενται επί των προηγούμενων μορφών επικοινωνίας, αποτελούν ιδίως: 1.0 Αυτόματος τηλεφωνητής

ΙΙ. Τα Τηλεομοιοτυπήματα (FΑΧ) ΙΙΙ. Τα Γραπτά μηνύματα (SMS/MMS) IV.Οι Υπηρεσίες πληροφοριών V. Το Ηλεκτρονικό Ταχυδρομείο VI. Η πρόσβαση σε ιστοσελίδες VII. Η πρόσβαση σε βάσεις δεδομένων VIII. Οι Ηλεκτρονικές συναλλαγές ΙΧ. Οι Τηλεδιασκέψεις Χ. Οι Πληροφορίες καταλόγου XI. Οι Υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης ι. Οι συνδυασμένες μορφές επικοινωνίας που περιλαμβάνουν περισσότερες της μιας από τις παραπάνω επικοινωνίες, όπως είναι π.χ. η πρόσβαση σε δίκτυα δεδομένων ή σε δίκτυα Internet από το Επιλεγόμενο Δημόσιο Τηλεφωνικό Δίκτυο (PSTN). Ειδικότερα στις υπηρεσίες προστιθέμενης αξίας είναι δυνατόν να διαφοροποιείται ο πάροχος υπηρεσιών διαδικτύου (πρόσβαση στο διαδίκτυο) από τον πάροχο της συγκεκριμένης υπηρεσίας.". Επιπλέον, όπως προκύπτει από την ίδια την επίμαχη έκθεση εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης καταγράφηκαν μόνο εγγραφές που συσχετίζονται με την υπό εξέταση υπόθεση, σύμφωνα με τις επιταγές της παραγράφου 1 του άρ. 7 του Ν. 5002/2022 και της παραγράφου 9 του άρ. 5 του προϊσχύσαντος Ν. 2225/1994, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στη μείζονα σκέψη. Σημειώνεται ότι ο αιτών προς υποστήριξη του εσφαλμένου ισχυρισμού του ότι η άρση απορρήτου επικοινωνιών είναι παράνομη επί επιφυών υπηρεσιών επικοινωνιών που διενεργούνται στο διαδίκτυο, ήτοι εκτός δημόσιων δικτύων, επικαλέστηκε και δυο δικαστικές αποφάσεις του Δ.Ε.Ε., όμως οι αποφάσεις αυτές, C-193/2018 και C-142/2018, ασχολούνται με εντελώς διαφορετικό θέμα και ειδικότερα ασχολούνται με την ερμηνεία της οδηγίας 2002/21/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, σχετικά με κοινό κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία πλαίσιο) (ΕΕ 2002, L 108, σ. 33), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/140/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009 (ΕΕ 2009, L 337, σ. 37), ενώ κρίθηκε από το Δ.Ε.Ε. στην μεν πρώτη ως άνω απόφασή του. C-193/2018 ότι η υπηρεσία ηλεκτρονικού ταχυδρομείου Gmail της .….. δεν αποτελεί υπηρεσία ηλεκτρονικών επικοινωνιών, στη δε δεύτερη απόφασή του, C-142/2018, ότι η υπηρεσία που παρέχεται μέσω SkypeOut είναι υπηρεσία "παρεχόμενη επιπροσθέτως από πάροχο υπηρεσιών διαδικτύου" (γνωστή ως "επιφυής υπηρεσία"), δηλαδή υπηρεσία διαθέσιμη μέσω διαδικτύου χωρίς τη συμμετοχή παραδοσιακού φορέα εκμετάλλευσης επικοινωνιών και αποτελεί "υπηρεσία ηλεκτρονικών επικοινωνιών"".

Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα επισκοπούμενα έγγραφα της δικογραφίας, σε εκτέλεση αιτήματος δικαστικής συνδρομής των αρχών της Ιταλίας, δυνάμει της υπ` αριθμ. ΕΚΔ ... ΕΕΕ .../2020 Ευρωπαϊκής Εντολής Έρευνας (ν. 4489/2017), με την υπ` αριθμ. πρωτ. ...2020 διάταξη της Ανακρίτριας του Ειδικού Ανακριτικού Τμήματος Διεθνών Δικαστικών Συνδρομών του Πρωτοδικείου Αθηνών προς τη Διεύθυνση Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, έγινε κατάσχεση του ψηφιακού εξοπλισμού (εσωτερικών σκληρών δίσκων, εξωτερικών μέσων αποθήκευσης, φορητού ηλεκτρονικού υπολογιστή), που βρέθηκε στην οικία του αιτούντος, κατά την έρευνα της ...2020. Ακολούθως, κατόπιν υποβολής του υπ` αρ. πρωτ. ...2021 αιτήματος άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών από την ως άνω Ανακρίτρια, εκδόθηκε το υπ` αριθμ. .../2021 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2225/1994, διατάχθηκε η άρση απορρήτου των επικοινωνιών και, ειδικότερα, το άνοιγμα του περιεχομένου των κατασχεθέντων αντικειμένων, στη συνέχεια δε, συντάχθηκε η υπ` αρ. πρωτ. ...2023 έκθεση εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών (Δ.Ε.Ε.). Όμως, η όλη διαδικασία της έρευνας των ως άνω κατασχεθέντων ψηφιακών αντικειμένων, για τα οποία ζητήθηκε η εξαγωγή του συνόλου των αποθηκευμένων σ` αυτά δεδομένων επικοινωνίας, που αναφέρονταν σε επιφυείς ["Over The Top" (ΟΤΤ)] υπηρεσίες επικοινωνιών, κατά τα προεκτεθέντα, δεν υπάγεται στη διαδικασία άρσης του απορρήτου. Πράγματι, εφόσον πρόκειται για έρευνα στον τερματικό εξοπλισμό του υπόπτου, τα υπάρχοντα στον εξοπλισμό αυτόν παρελθοντικά στοιχεία επικοινωνίας, ήτοι περιεχόμενο και εξωτερικά στοιχεία - μεταδεδομένα των επικοινωνιών, δεν προστατεύονται από το απόρρητο και, συνεπώς, ο ανωτέρω εξοπλισμός θα μπορούσε να κατασχεθεί και ερευνηθεί, κατά την ανακριτική διαδικασία, για όλα τα ως άνω ψηφιακά δεδομένα, με βάση τις διατάξεις του ΚΠΔ και με παράλληλη τήρηση των οριζόμενων στην Οδηγία (ΕΕ) 2016/680, όπως ενσωματώθηκαν στην ελληνική έννομη τάξη με τον ν. 4624/2019 (Δ` Κεφάλαιο), δίχως να απαιτείται η τήρηση των διατάξεων για άρση του απορρήτου των επικοινωνιών και χωρίς οποιονδήποτε χρονικό περιορισμό, με σεβασμό της αρχής της αναλογικότητας, έτσι ώστε η έρευνα να περιορίζεται μόνο στα ενδιαφέροντα την υπόθεση στοιχεία. Επομένως, ο μοναδικός λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο ο αιτών ισχυρίζεται ότι μη σύννομα διενεργήθηκαν πράξεις άρσης του απορρήτου μετά την παρέλευση της δίμηνης διάρκειας ισχύος της, που διατάχθηκε με το υπ` αριθμ. .../2021 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, (κατ` ορθή εκτίμηση) από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. στ` ΚΠΔ, για υπέρβαση εξουσίας, είναι αβάσιμος, προεχόντως εξ αυτού του λόγου. Σε κάθε περίπτωση όμως, ακόμη και αν γινόταν δεκτή η άποψη ότι, για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών στον ως άνω κατασχεθέντα ψηφιακό εξοπλισμό, απαιτείται σχετική απόφαση του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, ο λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος και απορριπτέος, καθόσον, όπως προεκτέθηκε, αυτή διατάσσεται εξαρχής για όλη την αναγκαία χρονική περίοδο και η σχετική διαδικασία δεν διενεργείται με την διαδοχική ανά δίμηνο άρση του απορρήτου.

Για τα ζητήματα αυτά εκδόθηκαν προσφάτως οι υπ` αριθμ. 4/2024 και 5/2024 αποφάσεις της Πλήρους Ποινικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου (σε Συμβούλιο), από τις οποίες συνάγεται ότι έγιναν δεκτά τα ακόλουθα: α) στο απόρρητο των επικοινωνιών υπάγονται και τα στοιχεία επικοινωνίας (περιεχόμενο και μεταδεδομένα), τα οποία εμπεριέχονται στον ψηφιακό εξοπλισμό των χρηστών αυτού, που διερευνώνται από τις δικαστικές και εισαγγελικές αρχές, με συνέπεια να απαιτείται για την άρση του η τήρηση των σχετικών διατάξεων του άρθρου 5 του προϊσχύσαντος ν. 2225/1994 και ήδη του άρθρου 8 του ν. 5002/2022. β) Η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών, στις περιπτώσεις αυτές, γίνεται διαδοχικά ανά δίμηνο, για συνολικό χρονικό διάστημα δώδεκα (12) μηνών κατά τον ν. 2225/1994 και δέκα (10) μηνών κατά τον ν. 5002/2022.

Συνεπώς, εφόσον το παρόν Τμήμα πρόκειται να εκδώσει απόφαση αντίθετη με προηγούμενη θέση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου για τα ίδια θέματα, πρέπει, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 27 παρ. 2 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022) και 10 παρ. 2 περ. ε` του ΚΠΔ, να παραπεμφθεί στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου ο μοναδικός λόγος της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης.


                                                                                ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Παραπέμπει στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου τον μοναδικό λόγο της υπό κρίση με αριθμό .../2024 δήλωσης του αναιρεσείοντος ........... του ....., κατοίκου ......, για αναίρεση της υπ` αριθμ. ...2024 απόφασης του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση (κατ` ορθή εκτίμηση) για υπέρβαση εξουσίας (άρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. στ` ΚΠΔ), προς επίλυση των νομικών ζητημάτων, που αναφέρονται στο σκεπτικό της παρούσας.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Μαρτίου 2025.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 8 Απριλίου 2025.


                                                                  Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ                Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Μία άδικη και τυπολατρική απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών που προκαλεί ή προκλήθηκε

 


 

 

1148/2019 ΔΠΡ ΑΘΗΝΩΝ 

(Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)


Ακύρωση διοικητικής πράξεως. Η Διοίκηση έχει υποχρέωση να προβεί σε θετικές ενέργειες για την αναμόρφωση της νομικής κατάστασης που προέκυψε από την πράξη αυτή. Το περιεχόμενο και η έκταση των υποχρεώσεων συμμόρφωσης της Διοικήσεως προσδιορίζονται από το αντικείμενο της απαγγελθείσης ακυρώσεως. Ακυρωτικές αποφάσεις που έκριναν επί της τοποθέτησης συνυποψηφίου της ενάγουσας σε προκηρυχθείσα θέση και ανέπεμπαν την υπόθεση στη Διοίκηση για νέα νόμιμη κρίση. Δεν γεννήθηκε υποχρέωση της τελευταίας να τοποθετήσει αποκλειστικά την ενάγουσα στην επίμαχη θέση και οι ακυρωθείσες πράξεις δεν συνδέονται αιτιωδώς με την ζημία που αυτή επικαλείται. Απόρριψη αίτησης ακυρώσεως. Δεν δύναται να θεμελιωθεί αξίωση αποζημίωσης κατά του Δημοσίου, ακόμα και εάν η απόρριψη αφορά σε τυπικό λόγο.
 
 

 Αριθμός Απόφασης 1148/2019

 Αρ.Εισ.:    ………/2014

 ΤΟ

 ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

 ΤΜΗΜΑ 19ο ΤΡΙΜΕΛΕΣ

 Σ υ ν ε δ ρ ί α σ ε δημόσια στο ακροατήριό του στις 27 Σεπτεμβρίου 2018 με δικαστές τους: Νικόλαο Πανταζή, Πρόεδρο Πρωτοδικών Δ.Δ., Ιωάννη Δροσόπουλο και Μαρία Παυλάκου (εισηγήτρια), Πρωτοδίκες Δ.Δ., και γραμματέα την Αναστασία Κάππη, δικαστική υπάλληλο,

 γ ι α να δικάσει τη με ημερομηνία κατάθεσης 31-12-2014 αγωγή

 της …………, κατοίκου ……… Ραφήνας (οδός …… αρ. ……), η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου της ...,

 κ α τ ά του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών και παραστάθηκε με δήλωση, κατ’ άρθρο 133 παρ. 2 εδ. β΄ του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, της Δικαστικής Πληρεξούσιας του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Επιστήμης - Μαρίας Μουστακάτου.

 Κατά τη συζήτηση, η διάδικος που εμφανίστηκε και παραστάθηκε ανέπτυξε τους ισχυρισμούς της και ζήτησε όσα αναφέρονται στα πρακτικά.

 Μετά τη συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.

 Αφού μελέτησε τη δικογραφία

 Σκέφθηκε κατά το νόμο

 1. Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή, το αίτημα της οποίας νομίμως μετατράπηκε από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της ενάγουσας κατά την επ’ ακροατηρίω συζήτηση (σχ. τα πρακτικά της από 27-9-2018 δημόσιας συνεδρίασης), επιδιώκεται καθ’ ερμηνεία του δικογράφου, παραδεκτώς, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγόμενου να καταβάλει στην ενάγουσα νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση: α) το συνολικό ποσό των 275.998,36 ευρώ, ως αποζημίωση, κατ’ άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη από παράνομες, κατά τους ισχυρισμούς της, πράξεις και παραλείψεις των οργάνων του εναγομένου που είχαν ως συνέπεια τον μη διορισμό της στη θέση μόνιμου παρέδρου, με ειδικότητα μουσικής, στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων καθώς και β) το ποσό των 250.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση, κατ’ άρθρο 932 του Αστικού Κώδικα, για την ηθική βλάβη που υπέστη από την ίδια αιτία.

 2. Επειδή, με το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (π.δ. 456/1984, Α΄ 164, Εισ.Ν.Α.Κ.) θεσπίζεται η ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση για τις παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί. Όπως γίνεται παγίως δεκτό, στην εν λόγω αποζημίωση περιλαμβάνεται η αποκατάσταση τόσο της θετικής ζημίας που υπέστη η περιουσία του ζημιωθέντος όσο και της ζημίας αυτού από τη στέρηση παροχών τις οποίες με πιθανότητα, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις, θα αποκόμιζε, αν δεν είχε μεσολαβήσει η παράνομη πράξη ή παράλειψη (βλ. ΣτΕ 850/2015, 3607/2013, 3520/2011, 100/2011 κ.ά.). Όπως έχει επίσης κριθεί, κατά την έννοια των διατάξεων του ως άνω άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου και του άρθρου 932 του Αστικού Κώδικα, σε περίπτωση παράνομης πράξης ή παράλειψης δημοσίων οργάνων, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει στο ζημιωθέντα, κατόπιν αιτήσεώς του, και εύλογη, κατά την κρίση του, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (ΣτΕ 3032/2014, 1072/2011, 1229, 1225/2010, 2559/2007 επτ. κ.ά.). Σε κάθε περίπτωση, πάντως, κατά τα παγίως γινόμενα δεκτά, για να στοιχειοθετηθεί, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από πράξη ή παράλειψη των οργάνων του κατά την άσκηση της ανατεθειμένης σ' αυτά δημόσιας εξουσίας, απαιτείται, μεταξύ άλλων, η πράξη ή παράλειψη να είναι παράνομη (ΣτΕ 983/2016, 2898/2014, 2622, 898/2014, 750/2011, 1512/2009, 1178/2008 κ.ά.).

 3. Επειδή, όπως έχει κριθεί, από τις διατάξεις των άρθρων 95 παρ. 5 του Συντάγματος και 50 παρ. 4 του π.δ. 18/1989 συνάγεται ότι η Διοίκηση, συμμορφούμενη προς ακυρωτική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ή διοικητικού δικαστηρίου, υποχρεούται όχι μόνο να θεωρήσει ανίσχυρη και μη υφιστάμενη στο νομικό κόσμο τη διοικητική πράξη που ακυρώθηκε, αλλά και να προβεί σε θετικές ενέργειες για την αναμόρφωση της νομικής κατάστασης που προέκυψε άμεσα ή έμμεσα από την πράξη αυτή, ανακαλώντας ή τροποποιώντας τις εκδοθείσες στο μεταξύ σχετικές πράξεις ή εκδίδοντας άλλες με αναδρομική ισχύ, προκειμένου να αποκαταστήσει τα πράγματα στη θέση στην οποία θα βρίσκονταν, αν από την αρχή δεν είχε εκδοθεί η ακυρωθείσα πράξη ή δεν είχε λάβει χώρα η ακυρωθείσα παράλειψη (ΣτΕ 983/2016, 850/2015, 3704/2014, 2898, 2622/2014, 100/2011, 2854/1985 Ολομ. κ.ά.). Το ειδικότερο δε περιεχόμενο και η έκταση των υποχρεώσεων συμμόρφωσης της Διοικήσεως προσδιορίζονται από το αντικείμενο της απαγγελθείσης ακυρώσεως, δηλαδή από τη φύση και το είδος της ακυρωθείσης πράξεως ή τα νόμιμα στοιχεία που συγκροτούν την παράλειψη, καθώς και από την κρίση ή τις κρίσεις επί των ζητημάτων που εξέτασε και για τα οποία αποφάνθηκε το δικαστήριο στο αιτιολογικό της αποφάσεώς του, δημιουργώντας ως προς αυτά δεδικασμένο για τη συγκεκριμένη περίπτωση (ΣτΕ 983/2016, 3704/2014, 2898, 2622/2014, 3761/2013, 2854/1985 Ολομ. κ.ά.). Εξάλλου, η ακύρωση διοικητικής πράξης (και δη για τυπικούς λόγους, ΣτΕ 2309/2009, 1540/2007, 1552/1959 κ.ά.) επαναφέρει την υπόθεση στο χρόνο εκδόσεως της πράξης που έχει ακυρωθεί, η νέα δε πράξη που τυχόν εκδίδει η Διοίκηση ανατρέχει αναγκαίως στο χρόνο εκείνο και διέπεται, καταρχήν, από το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε τότε, και όχι από το ισχύον κατά το χρόνο κατά τον οποίο λαμβάνουν χώρα οι ενέργειες συμμόρφωσης προς την ακυρωτική απόφαση (ΣτΕ 2558/2009 επτ., 1871/2003, 2987/2002, 4932/1995 επτ. κ.ά.). Συναφώς δε, η Διοίκηση, επιλαμβανόμενη εκ νέου της υποθέσεως, πρέπει να κρίνει από του σημείου στο οποίο αναφέρεται η ακύρωση και εντεύθεν και να λάβει υπόψη μόνον εκείνα τα στοιχεία που είχε εκτιμήσει κατά την αρχική της κρίση (ΣτΕ 1871/2003, 4932/1995 επτ.).

 4. Επειδή, περαιτέρω, o Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ.), ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Α΄ 97), ορίζει στο άρθρο 80 παρ. 2 ότι: «Με την επιφύλαξη των οριζομένων στην παρ. 4 του άρθρου 71 ή σε τυχόν άλλες ειδικές διατάξεις, αν η αξίωση θεμελιώνεται στο παράνομο εκτελεστής διοικητικής πράξης ή παράλειψης, το δικαστήριο, εφόσον δεν υπάρχει δεδικασμένο, κρίνει παρεμπιπτόντως τη νομιμότητα της πράξης ή της παράλειψης αυτής», ενώ, στο δε άρθρο 197 παρ. 1 ότι: «Δεδικασμένο δημιουργείται από τις τελεσίδικες και τις ανέκκλητες αποφάσεις εφόσον οι τελευταίες δεν υπόκεινται σε ανακοπή ερημοδικίας, ως προς το, ουσιαστικό ή δικονομικό, διοικητικής φύσης ζήτημα που με αυτές κρίθηκε, εφόσον τούτο τελεί σε άμεση και αναγκαία συνάρτηση προς το συμπέρασμα που με τις ίδιες έγινε δεκτό […]». Από τις ανωτέρω διατάξεις, ερμηνευόμενες σε συνδυασμό με τις προαναφερόμενες διατάξεις του άρθρου 105 του Εισ.Ν.Α.Κ., συνάγεται ότι επί αγωγής αποζημίωσης προϋπόθεση του παρεμπίπτοντος ελέγχου, από τα διοικητικά δικαστήρια, της εκτελεστής διοικητικής πράξης ή παράλειψης, επί της οποίας θεμελιώνεται η αξίωση προς αποζημίωση, είναι η απουσία δεδικασμένου ως προς τη νομιμότητα αυτής (πρβλ. ΣτΕ 1716/2013). Όταν, όμως, υφίσταται τέτοιο δεδικασμένο, όπως σε περίπτωση απόρριψης από το Συμβούλιο της Επικρατείας, αίτησης ακυρώσεως κατά της φερόμενης ως παράνομης πράξης ή παράλειψης, δεν δύναται να θεμελιωθεί αξίωση αποζημίωσης, ακόμα και αν, το απορρέον, από την απορριπτική αυτή δικαστική απόφαση, δεδικασμένο αφορά σε τυπικό λόγο (πρβλ. ΣτΕ 1716/2013, 2176/2012, 604/2005).

 5. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Με την 6140/08.10.1999 απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων προκηρύχθηκε, μεταξύ άλλων, η πλήρωση, για πρώτη φορά, μιας θέσης μονίμου παρέδρου του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου (Π.Ι.), ειδικότητας μουσικής. Υποψηφιότητα για την πλήρωση της θέσης αυτής, υπέβαλαν μεταξύ άλλων, η ενάγουσα και ο κ. ……… . Για τον έλεγχο των τυπικών και ουσιαστικών προσόντων των υποψηφίων συγκροτήθηκε από τον Υπουργό Παιδείας ομάδα εργασίας, η οποία του υπέβαλε την πρότασή της με το 12/07.01.2000 πρακτικό και ακολούθως, κατόπιν της πρότασης αυτής, ο Υπουργός Παιδείας εισηγήθηκε το διορισμό σε θέση μονίμου παρέδρου μουσικής του Π.Ι. του ………., ο οποίος διορίστηκε τελικά στη θέση αυτή, με την 06/04.02.2000 πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου. Κατά της πράξης αυτής, η ενάγουσα άσκησε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, το οποίο με την 56/2001 απόφασή του την ακύρωσε, κατά το μέρος της με το οποίο διορίστηκε στην ανωτέρω θέση ο ……… . Ειδικότερα, με την απόφαση αυτή κρίθηκε ότι ο διορισμός του δεν ήταν νόμιμος, αφού αυτός δεν είχε διδακτορικό δίπλωμα ούτε μεταπτυχιακές σπουδές στην αντίστοιχη ειδικότητα, κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 25 παράγραφοι 5 και 8 του ν. 1566/85, αφού ο τίτλος Master’s που κατέχει αφορά στον κλάδο της φιλοσοφίας και όχι στον κλάδο της μουσικής και δεν είναι αναγνωρισμένος από το ΔΙΚΑΤΣΑ. Εξάλλου, στη δίκη αυτή, άσκησε παρέμβαση υπέρ του κύρους της 06/04.02.2000 πράξης του Υπουργικού Συμβουλίου ο ………, ο οποίος προέβαλε ότι η ενάγουσα δεν είχε έννομο συμφέρον να ζητήσει την ακύρωση της πράξης αυτής, επειδή αυτή δεν διέθετε το τυπικό προσόν της επταετούς υπηρεσίας στην εκπαίδευση. Το Διοικητικό Εφετείο όμως απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό, με την αιτιολογία ότι, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην 12/07.01.2000 πράξη της Ομάδας Εργασίας, η ενάγουσα είχε 24 χρόνια πραγματικής υπηρεσίας και ότι από τις διατάξεις του άρθρου 25 παρ. 5 του ν. 1566/85 δεν προκύπτει ότι το τυπικό προσόν διορισμού της επταετούς πραγματικής υπηρεσίας πρέπει να είναι μόνο στη δημόσια και όχι στην ιδιωτική εκπαίδευση, αφού δεν γίνεται σε αυτές σχετική διάκριση. Έφεση που άσκησε ο ……… κατά της ανωτέρω απόφασης, έγινε δεκτή με την 2916/2002 απόφαση του Σ.τ.Ε., με την οποία κρίθηκε ότι θέση μόνιμου παρέδρου του Π.Ι. μπορούν να καταλάβουν και όσοι έχουν τριετή τουλάχιστον υπηρεσία ως σχολικοί σύμβουλοι, όπως ο ………, ανεξάρτητα αν είναι κάτοχοι διδακτορικού διπλώματος. Στη συνέχεια το Σ.τ.Ε. εξαφάνισε την 56/2001 απόφαση του Δ.Ε.Α. και προχώρησε το ίδιο στην εκδίκαση της αίτησης ακυρώσεως της ενάγουσας, την οποία έκανε τελικά δεκτή, για το λόγο ότι, ούτε από το πιο πάνω πρακτικό της ομάδας εργασίας, ούτε από την εισήγηση του Υπουργού Παιδείας προς το Υπουργικό Συμβούλιο, προέκυπτε ότι έγινε ειδική κρίση περί του μεταπτυχιακού χαρακτήρα του τίτλου σπουδών του ……… και συνεπώς, περί της πραγματοποίησης από αυτόν μεταπτυχιακών σπουδών, ούτε και περί του αν πράγματι ο εν λόγω τίτλος και οι σχετικές σπουδές του αφορούσαν τη μουσική και ότι, επομένως, είχε τα νόμιμα προσόντα διορισμού στην επίμαχη θέση κατά τις διατάξεις του άρθρου 25 παρ. 5 εδ. β΄ περ. β΄ και παρ. 8 του ν. 1566/1985. Ακολούθως, με την απόφαση αυτή αναπέμφθηκε η υπόθεση στη Διοίκηση, προκειμένου αυτή να κρίνει αιτιολογημένα περί του χαρακτήρα (ως μεταπτυχιακών) και του αντικειμένου των σπουδών του ……… στην αλλοδαπή, καλώντας τον τελευταίο να προσκομίσει ενδεχομένως συμπληρωματικά προς τούτο στοιχεία σύμφωνα με τις αρχές της χρηστής διοίκησης (π.χ. σχετικά πιστοποιητικά ή βεβαιώσεις σπουδών, αντίγραφο του πιο πάνω τίτλου του σε επίσημη μετάφραση κ.λπ.). Εξάλλου, με την ως άνω 2916/2002 απόφαση του Σ.τ.Ε., έγινε δεκτό και ότι κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 25 του ν. 1566/1985, ως επταετής πραγματική υπηρεσία στην εκπαίδευση, προβλεπόμενη ως τυπικό προσόν για το διορισμό σε θέση μόνιμου παρέδρου του Π.Ι., νοείται, εφόσον στη διάταξη αυτή δεν γίνεται σχετική διάκριση, η προϋπηρεσία όχι μόνο στη δημόσια, αλλά και στην ιδιωτική εκπαίδευση και ακολούθως, κρίθηκε ότι ορθά απορρίφθηκε από το Διοικητικό Εφετείο ο ισχυρισμός του ……… περί ελλείψεως εννόμου συμφέροντος της ενάγουσας για την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως, εκ του λόγου ότι δεν διέθετε το τυπικό προσόν της επταετούς πραγματικής υπηρεσίας στη δημόσια εκπαίδευση για το διορισμό της στην επίδικη θέση. Στο μεταξύ, εκκρεμούσης της έκδοσης της ως άνω 2916/2002 απόφασης του Σ.τ.Ε. και σε εκτέλεση της 56/2001 απόφασης του Δ.Ε.Α., ο ΥΠ.Ε.Π.Θ. με την 10472/12.07.2001 απόφασή του προέβη σε συγκρότηση ομάδας εργασίας, προκειμένου να αξιολογηθούν και πάλι τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα μόνο της ενάγουσας, η δε ομάδα εργασίας με το 02/07.11.2001 πρακτικό της, εισηγήθηκε το μη διορισμό της στην ένδικη θέση, με την αιτιολογία ότι, η υποψηφιότητά της παρουσιάζει συνολικά σημαντικές ελλείψεις και ειδικότερα δεν διαθέτει αξιόλογο δημοσιευμένο έργο, αξιόλογη επιστημονική, ερευνητική δράση και την απαραίτητη από άποψη ουσιαστική, διδακτική και εκπαιδευτική εμπειρία στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Ένσταση που άσκησε η ενάγουσα κατά του ως άνω 02/07.11.2001 πρακτικού της ομάδας εργασίας απορρίφθηκε με την 14455/11.12.2001 απόφαση του ΥΠ.Ε.Π.Θ. και κατά των πράξεων αυτών, η ενάγουσα άσκησε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου της Αθήνας, η οποία έγινε δεκτή με την 3459/2003 απόφασή του, ακυρώθηκαν οι πράξεις αυτές και αναπέμφθηκε η υπόθεση στη Διοίκηση για να ενεργήσει τα νόμιμα, δηλ. να τεθούν σε νέα κρίση για επιλογή τόσο η ενάγουσα, όσο και ο συνυποψήφιός της ……… . Σε εκτέλεση δε της προαναφερόμενης 2916/2002 απόφασης του Σ.τ.Ε. και πριν από την έκδοση της 3459/2003 απόφασης του Δ.Ε.Α., συγκροτήθηκε το Συλλογικό Όργανο του Π.Ι. το οποίο με την 04/17.04.2003 πράξη του, αφού έκρινε συνολικά τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα του ……… (και όχι μόνο σχετικά με τις μεταπτυχιακές σπουδές του), εισηγήθηκε κατά πλειοψηφία το μη διορισμό του τελευταίου και τη μη πλήρωση της θέσης μόνιμου παρέδρου ειδικότητας μουσικής στο Π.Ι.. Ακολούθως, εκδόθηκε η 8694/25.07.2003 πράξη του ΥΠ.Ε.Π.Θ., με την οποία, κατ’ αποδοχή του ανωτέρω πρακτικού, διαπιστώθηκε ότι δεν μπορεί να πληρωθεί η επίμαχη θέση. Στη συνέχεια, ο ……… υπέβαλε το από 26.04.2004 υπόμνημα ενώπιον του ΥΠ.Ε.Π.Θ., με το οποίο ανέφερε ότι το Συλλογικό Όργανο του Π.Ι. με την προαναφερόμενη 04/17.04.2003 πράξη του προέβη σε νέα αξιολόγηση, ενώ η 2916/2002 απόφαση του Σ.τ.Ε. απαιτούσε μόνο αιτιολογημένη κρίση περί του χαρακτήρα (ως μεταπτυχιακών) και του αντικειμένου των σπουδών του. Για το λόγο δε αυτό, ζήτησε την αναπομπή της υπόθεσης στο αρμόδιο Συλλογικό Όργανο. Κατόπιν των ανωτέρω, με την 5683/19.07.2004 απόφαση του ΥΠ.Ε.Π.Θ., ανακλήθηκε η προαναφερόμενη 8694/25.07.2003 διαπιστωτική πράξη και αναπέμφθηκε η υπόθεση στο αρμόδιο Συλλογικό Όργανο, για νέα νόμιμη κρίση. Έπειτα, το συλλογικό όργανο του Π.Ι., με την 01/16.09.2004 πράξη του, εισηγήθηκε στον ΥΠ.Ε.Π.Θ. κατά πλειοψηφία, την πλήρωση της θέσης μόνιμου παρέδρου ειδικότητας μουσικής στο Π.Ι., από τον ………, με την αιτιολογία ότι έχει τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα που προβλέπονται από τις διατάξεις του α. 25 του ν. 1566/1985 και υπερτερεί συγκριτικά της συνυποψηφίας του και στη συνέχεια, με την 9267/26.11.2004 (Γ’ 113/06.05.2005) απόφαση του ΥΠ.Ε.Π.Θ. διορίστηκε ο ……… στην επίμαχη θέση. Κατά της απόφασης αυτής η ενάγουσα άσκησε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Δ.Ε.Α., η οποία έγινε δεκτή με την 2730/2006 απόφαση και αναπέμφθηκε η υπόθεση στη Διοίκηση για να ενεργήσει τα νόμιμα, αφού κρίθηκε ότι η πλήρωση της επίμαχης θέσης είναι η πρώτη μετά τη θέσπιση αυτής με τις διατάξεις του άρθρου 25 του ν. 1566/1985 και επομένως, έπρεπε να γίνει με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου και όχι με απόφαση της ΥΠ.Ε.Π.Θ., σύμφωνα με όσα ορίζονται στη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 90 του ν. 1566/1985. Σε συμμόρφωση προς την 2730/2006 απόφαση του Δ.Ε.Α., συγκροτήθηκε εκ νέου ομάδα εργασίας (1595/28.02.2007 απόφαση ΥΠ.Ε.Π.Θ.), προκειμένου να επαναξιολογήσει τα προσόντα των υποψηφίων για διορισμό στην επίμαχη θέση, η οποία με την 01/04.04.2007 πράξη της, αφού απέκλεισε από τη διαδικασία επιλογής την ενάγουσα με την αιτιολογία ότι δεν πληροί όλα τα τυπικά προσόντα, όπως αυτά ορίζονται στην παρ. 5 του άρ. 25 του ν. 1566/1985, διότι δεν συμπληρώνει επταετή πραγματική υπηρεσία στη δημόσια εκπαίδευση, εισηγήθηκε τελικά, μετά από εξέταση επιπρόσθετων – εκτός των τυπικών – κριτηρίων, την κατάληψη της εν λόγω θέσης από τον ………. Ακολούθως, ο ΥΠ.Ε.Π.Θ. εισηγήθηκε ομοίως (……/03.08.2007 εισήγηση) προς το Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο με την 12/17.08.2007 απόφασή του, διόρισε τον ……… σε θέση μόνιμου παρέδρου ειδικότητας μουσικής στο Π.Ι., αναδρομικά από τις 17.02.2000 (Γ’ 648/17.08.2007). Κατά της ανωτέρω απόφασης, η ενάγουσα άσκησε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, το οποίο με την 1441/2009 απόφασή του έκανε δεκτή την αίτηση και ακύρωσε την ανωτέρω πράξη, αναπέμποντας την υπόθεση στη Διοίκηση προκειμένου να ενεργήσει τα νόμιμα, με την αιτιολογία ότι παρανόμως αποκλείσθηκε η ενάγουσα από τη διαδικασία επιλογής στην επίμαχη θέση, εξαιτίας του γεγονότος ότι δεν πληροί όλα τα τυπικά προσόντα που ορίζονται στην παρ. 5 του άρθρου 25 του ν. 1566/1985, ήτοι δεν συγκεντρώνει πραγματική επταετή υπηρεσία στην εκπαίδευση (πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια), καθόσον αυτό έχει κριθεί με δύναμη δεδικασμένου με την 2916/2002 απόφαση του Σ.τ.Ε.. Σε συμμόρφωση με την ως άνω απόφαση, συγκροτήθηκε εκ νέου Ομάδα Εργασίας, προκειμένου να επαναξιολογήσει τα προσόντα των δύο υποψηφίων και να εισηγηθεί σχετικά στην Υπουργό Παιδείας Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων. Το Υπουργικό Συμβούλιο με την 15/19-5-2010 πράξη του (Γ’ 459/9-6-2010) και ύστερα από την ……/28-4-2010 εισήγηση της Υπουργού Παιδείας Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων, διόρισε τον κ. ……… στη θέση του μονίμου παρέδρου, ειδικότητας μουσικής, αναδρομικά από 17-02-2000 έως 18-09-2009, ημερομηνία λύσης της υπαλληλικής σχέσης του κ. ……… . Η ενάγουσα άσκησε ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών αίτηση ακυρώσεως κατά της 15/19-5-2010 πράξης του Υπουργικού Συμβουλίου και της ……/28-4-2010 εισήγησης της Υπουργού Παιδείας Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων και το Δ.Ε.Α με την 1735/2013 απόφασή του την απέρριψε, αφού μετά τη δημοσίευση του ν.3966/2011 καταργήθηκε το οργανωτικό σχήμα του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, όπως είχε διαμορφωθεί με τον ν. 1566/1985. Εξάλλου, κατόπιν των οργανωτικών μεταβολών που επήλθαν με το νόμο αυτό, και ειδικότερα κατόπιν της μεταφοράς του κύριου προσωπικού του καταργηθέντος φορέα στο Υπουργείο και της τοποθετήσεώς του σε προσωποπαγείς θέσεις, δεν ισχύει πλέον ο τρόπος επιλογής και διορισμού σε θέση Συμβούλων, Μονίμων Παρέδρων ή επί θητεία υπό το καθεστώς του προϊσχύσαντος νόμου. Με τα δεδομένα αυτά και ενόψει του γεγονότος ότι δεν συστήθηκε υπό το νέο καθεστώς προσωποπαγής θέση για τον παρεμβαίνοντα στη δίκη κ. ………, του οποίου η πράξη διορισμού έπαυσε να ισχύει από 18-09-
2009 με την αποχώρησή του από το Δημόσιο λόγω συνταξιοδοτήσεως, έκρινε ότι η ενάγουσα δεν έχει έννομο συμφέρον για την άσκηση της επίμαχης αίτησης ακυρώσεως – τούτο δε, διότι ακόμη και σε περίπτωση ακυρώσεως της προσβαλλόμενης πράξεως, η ενάγουσα δεν θα μπορούσε να καταλάβει την επίμαχη θέση, δεδομένου ότι αυτή, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, δεν υφίστατο πλέον. Παράλληλα, το Τριμελές Συμβούλιο του Σ.τ.Ε., στο οποίο προσέφυγε η ενάγουσα με αίτησή της για άρνηση της Διοίκησης να συμμορφωθεί προς την 1441/2009 απόφαση του Δ.Ε.Α, διαπίστωσε τη συμμόρφωση της Διοικήσεως με την 90/2012 απόφασή του

Η ενάγουσα κατέθεσε, επίσης, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου την με γενικό αριθμό κατάθεσης ………/6-8-2008 αγωγή αποζημίωσης κατά του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου, αιτούμενη χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από την προαναφερθείσα 12/17-8-2007 απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, η οποία, κατά τους ισχυρισμούς της, παραβίασε το δεδικασμένο που πηγάζει από την 56/2001 απόφαση του Δ.Ε.Α., την 2916/2002 απόφαση του Σ.τ.Ε., καθώς και από τις 2459/2003 και 2730/2006 αποφάσεις του Δ.Ε.Α., ενώ περαιτέρω ισχυριζόταν ότι η ως άνω υπαίτια και παράνομη συμπεριφορά των οργάνων του εναγομένου και ειδικότερα η εμμονή αυτών να τοποθετήσουν σε μια θέση έναν υποψήφιο, ακόμα και με παραβίαση δεδικασμένου δικαστικών αποφάσεων, την οδήγησε σε μακροχρόνιο δικαστικό αγώνα, κλόνισε την εμπιστοσύνη της στη Διοίκηση και της προκάλεσε ψυχική ταλαιπωρία. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε η 14187/2017 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, η οποία επιδίκασε στην ενάγουσα το ποσό των 10.000 ευρώ, κατά μερική αποδοχή του αιτήματός της για ηθική βλάβη, διότι, όπως έκρινε, μη νομίμως με την 12/17.08.2007 πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου αποκλείστηκε η ενάγουσα από τη διαδικασία επιλογής μονίμου παρέδρου του Π.Ι. ειδικότητας μουσικής, με την αιτιολογία ότι δεν πληροί όλα τα τυπικά προσόντα που ορίζονται στην ανωτέρω διάταξη, ήτοι ότι δεν συγκεντρώνει πραγματική επταετή υπηρεσία στην εκπαίδευση, και, συνεπώς, η παράνομη αυτή συμπεριφορά των οργάνων του εναγομένου, προκάλεσε πράγματι στην ενάγουσα ηθική βλάβη, συνεκτιμωμένου του αισθήματος αβεβαιότητας που υπέστη κατά τη διάρκεια της όλης διαδικασίας καθώς και του γεγονότος ότι για τη δικαίωσή της αναγκάστηκε να προσφύγει στη δικαιοσύνη. Επισημαίνεται ότι η ενάγουσα κατέθεσε την ………/14-3-2014 αίτηση στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, με την οποία ζητούσε την καταβολή των αποδοχών που θα ελάμβανε, εάν είχε διοριστεί στη θέση του μονίμου παρέδρου μουσικής του Π.Ι. από 4-2-2000 μέχρι και την κατάθεση της εν λόγω αίτησης.

 6. Επειδή, ήδη, με την κρινόμενη αγωγή, όπως αυτή αναπτύσσεται με το νομίμως κατατεθέν από 2-10-2018 υπόμνημα, η ενάγουσα προβάλλει ότι όλες οι πράξεις της Διοίκησης ήταν καθόλα παράνομες, γεγονός που διαπιστωνόταν κάθε φορά με αποφάσεις δικαστηρίων, και μολαταύτα η Διοίκηση ενέμενε να εκλέγει τον συνυποψήφιό της, παραβιάζοντας ακόμα και το δεδικασμένο, όπως έκρινε το Σ.τ.Ε. και το Δ.Ε.Α.. Ειδικότερα, μάλιστα, με την τελευταία κρίση του συλλογικού οργάνου (εννοώντας προφανώς την 15/19-5-2010 πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου) εξελέγη εκ νέου ως επικρατέστερος υποψήφιος ο κ. …………, γεγονός που προκάλεσε και πάλι την από μέρους της άσκηση αίτησης ακυρώσεως, η οποία όμως απορρίφθηκε για λόγους τυπικούς. Τελικώς, όπως υποστηρίζει, με την πάροδο των ετών και παντελώς μεθοδευμένα απώλεσε τη δυνατότητα να διεκδικήσει την θέση που προκηρύχθηκε, αφού καταργήθηκε ο φορέας της προκήρυξης. Από τις παράνομες δε πράξεις και παραλείψεις των οργάνων του εναγομένου, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι προκειμένου να προασπίσει τα συμφέροντά της αναγκάστηκε να προβεί σε συνεχείς δαπανηρούς δικαστικούς αγώνες με αποτέλεσμα να υποστεί ζημία, για την αποκατάσταση της οποίας ενέχεται το εναγόμενο, η οποία ανέρχεται στο ποσό των 25.000 ευρώ που ξόδεψε για δικαστικά έξοδα και αμοιβές δικηγόρων σε χρονικό διάστημα 15 ετών. Περαιτέρω, η ενάγουσα διατείνεται ότι εάν τα όργανα του εναγομένου δεν προέβαιναν παρανόμως και αυθαιρέτως σε θετική υπέρ του συνυποψηφίου της κρίση παρά τις δικαστικές αποφάσεις, τότε αυτή θα είχε λάβει μετά βεβαιότητας την επίμαχη θέση για το χρονικό διάστημα από 1-1-2000 έως και 31-12-2012, με αποτέλεσμα και εκ του λόγου αυτού να υποστεί ζημία συνιστάμενη στην απώλεια των αντίστοιχων αποδοχών, συνολικού ύψους 250.998,36 ευρώ, όπως αυτές ειδικότερα αναλύονται στο δικόγραφο της αγωγής. Τέλος, η ενάγουσα εκθέτει ότι υπέστη ηθική βλάβη, για την χρηματική ικανοποίηση της οποίας αξιώνει το ποσό των 250.000 ευρώ από το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο. Ειδικότερα, υποστηρίζει ότι οι ως άνω περιγραφόμενες παράνομες πράξεις και παραλείψεις των οργάνων του εναγομένου κλόνισαν την εμπιστοσύνη της στη Δημόσια Διοίκηση και προσέβαλαν την προσωπικότητά της, δεδομένου μάλιστα ότι απώλεσε το δικαίωμα της κατάληψης της επίμαχης θέσης, σε βάρος και των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων της, και παραλλήλως υπέστη ψυχική ταλαιπωρία εν όψει του δεκαπενταετούς δικαστικού της αγώνα. Κατόπιν τούτων, η ενάγουσα ζητεί να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγόμενου να της καταβάλει νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση: α) το συνολικό ποσό των 275.998,36 ευρώ, ως αποζημίωση, κατ’ άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη, κατά τα ανωτέρω, και β) το ποσό των 250.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση, κατ’ άρθρο 932 του Αστικού Κώδικα, για την ηθική βλάβη που υπέστη από την ίδια αιτία.

 7. Επειδή, το εναγόμενο, με την ………/1-8-2018 έκθεση των απόψεών του και το από 2-10-2018 υπόμνημά του, προβάλλει ένσταση αοριστίας της αγωγής, καθώς, όπως υποστηρίζει, δεν εκτίθενται στο δικόγραφο της κρινόμενης αγωγής τα πραγματικά περιστατικά που αποτελούν την ιστορική βάση της αγωγής και ειδικότερα σε τι συνίσταται η παρανομία των οργάνων του Δημοσίου, ούτε όμως και προσδιορίζεται με συγκεκριμένα στοιχεία το ύψος της θετικής ζημίας που υπέστη, αφού η ενάγουσα ούτε επικαλείται ούτε προσκομίζει παραστατικά για το κόστος των διαδικαστικών πράξεων εκάστης υπόθεσης και των αντίστοιχων δικηγορικών αμοιβών. Επίσης, το εναγόμενο αποκρούει τον ισχυρισμό της ενάγουσας περί αποθετικής ζημίας, διατεινόμενο ότι η ακύρωση του διορισμού ενός υποψηφίου δεν σήμαινε άνευ άλλου τινός ότι η αρμόδια Επιτροπή επρόκειτο να διορίσει τον έτερο υποψήφιο, αν αυτός δεν κρινόταν κατάλληλος και πληρών τις απαιτούμενες προϋποθέσεις από την εν λόγω Επιτροπή. Περαιτέρω, το εναγόμενο διατείνεται ότι η αξίωση της ηθικής βλάβης της ενάγουσας έχει ικανοποιηθεί από την 14187/2017 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείο Αθηνών. Τέλος, το εναγόμενο υποστηρίζει ότι άπασες οι αξιώσεις της ενάγουσας για το χρονικό διάστημα από 1-1-2000 έως και 31-12-2012 είχαν υποκύψει σε παραγραφή ήδη κατά το χρόνο κατάθεσης της κρινόμενης αγωγής (31-12-2014) και συνεπώς η κρινόμενη αγωγή είναι απορριπτέα.

 8. Επειδή, η ένσταση του εναγομένου περί αοριστίας του δικογράφου είναι αβάσιμη, διότι σε αυτό περιγράφονται τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, εκτίθενται επαρκώς οι αποδιδόμενες ως παράνομες πράξεις και παραλείψεις των οργάνων του εναγομένου, στις οποίες θεμελιώνονται κατά την αγωγή οι ένδικες αξιώσεις και περιέχεται σαφώς καθορισμένο αίτημα.

 9. Επειδή, άπασες οι αναφερθείσες στο ιστορικό μέρος της παρούσας ακυρωτικές αποφάσεις του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, εκτός της τελευταίας 1735/2013 απόφασής του, έκριναν επί της τοποθέτησης του ……… και όχι επί της μη τοποθέτησης της ενάγουσας στη θέση του μόνιμου παρέδρου στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, κι εν συνεχεία ανέπεμπαν την υπόθεση στη Διοίκηση για νέα νόμιμη κρίση. Ήτοι, τα αρμόδια όργανα του εναγομένου, σε συμμόρφωση προς τις ανωτέρω ακυρωτικές αποφάσεις - μεταξύ των οποίων και η 1441/2009 απόφαση του Δ.Ε.Α., που έκρινε παράνομο τον «αποκλεισμό της ενάγουσας από τη διαδικασία επιλογής με την αιτιολογία ότι δεν πληροί όλα τα τυπικά προσόντα που ορίζονται στην παρ. 5 του άρθρου 25 του ν. 1566/1985» - υποχρεούνταν, απλώς, κάθε φορά, να εκδώσουν νεώτερη, νομίμως αιτιολογημένη πράξη, προβαίνοντας σε επανάκριση των υποψηφίων, έχοντας ακόμα και τη δυνατότητα να αποκλείουν εκ νέου την ενάγουσα (σχ. και η 90/2012 απόφαση του Τριμελούς Συμβουλίου του Σ.τ.Ε. περί διαπίστωσης της συμμόρφωσης της Διοίκησης με την 1441/2009 απόφαση του Δ.Ε.Α.), απορριπτομένου του ισχυρισμού της ενάγουσας περί παράνομης εμμονής της Διοίκησης να επιλέγει τον συνυποψήφιό της έναντι αυτής (πρβλ. 1763/2006, 2423/2017 κ.α.). Ανεξαρτήτως λοιπόν, τυχόν παραγραφής των επιμέρους αξιώσεων της ενάγουσας, εφόσον από το περιεχόμενο των ανωτέρω ακυρωτικών αποφάσεων δεν προκύπτει ότι γεννήθηκε υποχρέωση της Διοικήσεως να τοποθετήσει αποκλειστικά την ενάγουσα στην επίμαχη θέση, δεν τίθεται εν προκειμένω ζήτημα μη συμμόρφωσης της υπηρεσίας προς τις αποφάσεις αυτές, ενώ οι διοικητικές πράξεις που κρίθηκαν από τις ακυρωτικές αποφάσεις ως παράνομες δεν συνδέονται αιτιωδώς με την αποθετική ζημία που επικαλείται η ενάγουσα ότι υπέστη (πρβλ. ΣτΕ 2898/2014), και συνεπώς, εξ αυτού του λόγου, δεν στοιχειοθετείται αστική ευθύνη του Δημοσίου. Εξάλλου, οι ισχυρισμοί της ενάγουσας περί θετικής ζημίας της, εξαιτίας της εμπλοκής της σε μακροχρόνιο δαπανηρό δικαστικό αγώνα με στόχο την προάσπιση των συμφερόντων της, είναι απορριπτέοι προεχόντως ως αναπόδεικτοι.

 10. Επειδή, περαιτέρω, προϋπόθεση του παρεμπίπτοντος ελέγχου από το παρόν Δικαστήριο της νομιμότητας της 15/19-5-2010 πράξης του Υπουργικού Συμβουλίου, με την οποία ολοκληρώθηκε η σύνθετη διοικητική ενέργεια της διαδικασίας επιλογής και διορισμού του κ. ……… στο Π.Ι. σε θέση μονίμου παρέδρου, ειδικότητας μουσικής, κατά παράλειψη της ενάγουσας, σύμφωνα και με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στη σκέψη 4, είναι η απουσία δεδικασμένου ως προς την νομιμότητα αυτής. Εν προκειμένω, όμως, από την 1735/2013 απορριπτική λόγω έλλειψης έννομου συμφέροντος απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών πηγάζει δεδικασμένο ως προς τη νομιμότητα της ως άνω πράξης και επομένως δεν δύναται να θεμελιωθεί από την πράξη αυτή αξίωση αποζημιώσεως, ακόμα και αν η απορριπτική απόφαση στηρίζεται σε τυπικό λόγο (ΣτΕ 1716/2013). Συνεπώς, οι ισχυρισμοί της ενάγουσας σχετικά με τις προβαλλόμενες παρανομίες της τελευταίας αυτής πράξης διορισμού του συνυποψηφίου της έναντι αυτής, πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους ως αβάσιμοι, διότι καλύπτονται από το δεδικασμένο που απορρέει από την προμνησθείσα 1735/2013 απόφαση του Δ.Ε.Α.. Κατόπιν τούτων, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν υφίσταται, εν προκειμένω, παράνομη πράξη ή παράλειψη του Δημοσίου, από την οποία να θεμελιώνεται αξίωση της ενάγουσας προς αποζημίωση, κατ’ άρθρο 105 Εισ.Ν.Α.Κ., και, συνεπώς, δεν στοιχειοθετείται αδικοπρακτική ευθύνη του εναγόμενου Δημοσίου, απορριπτομένων ως αβασίμων όλων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της ενάγουσας. Τέλος, η αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που διατείνεται ότι υπέστη η ενάγουσα από τις ως άνω αιτίες, ανεξαρτήτως του κατά πόσο η κρινόμενη αγωγή αποτελεί, κατά το μέρος τούτο, δεύτερη αγωγή, κατά την έννοια του άρθρου 76 παρ.1 του Κ.Δ.Δ., μετά την κατάθεση και εκδίκαση της από 6-8-2008 αγωγής της ενάγουσας ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, είναι απορριπτέα για τους λόγους που εκτέθηκαν στην προηγούμενη και την παρούσα σκέψη και, ως εκ τούτου, η ένδικη αγωγή είναι απορριπτέα στο σύνολό της.

 11. Επειδή, κατ’ ακολουθίαν, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί, ενώ, τέλος, πρέπει να απαλλαγεί η ενάγουσα από τα δικαστικά έξοδα του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων (άρθρο 275 παρ.1 τελευταίο εδάφιο του Κ.Δ.Δ.).

 Δ Ι Α  Τ Α Υ Τ Α

 Απορρίπτει την αγωγή.

 Απαλλάσσει την ενάγουσα από τα δικαστικά έξοδα του εναγομένου.

 Η διάσκεψη του Δικαστηρίου έγινε στην Αθήνα στις 28 Ιανουαρίου 2019.

       Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                                         Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ

  Νικόλαος Πανταζής                                                                    Μαρία Παυλάκου

 Η απόφαση δημοσιεύθηκε στον ίδιο τόπο στις 31 Ιανουαρίου 2019, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, με πρόεδρο τον Κωνσταντίνο Ζουρνατζή, Πρόεδρο Πρωτοδικών Δ.Δ., λόγω εκλογής του Προέδρου που μετείχε στη σύνθεση στη θέση του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών.

       Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

  Κωνσταντίνος Ζουρνατζής 
                                                      Αναστασία Κάππη
 
 

Must red-read

Επικοινωνία γονέα-τέκνου, υπό τα "μάτια" του Υφυπουργού Προστασίας του Πολίτη

    3442/2021 ΕΦ ΑΘΗΝΩΝ (ΜΟΝ) (Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Μεταρρύθμιση απόφασης με αίτημα τον περιορισμό του χρόνου της επικοινωνίας του πατέρα με...