Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2022

Καβουράκια

 

Καβουράκια
 
 

Κάποια καλοκαίρια
βάδιζα στην άμμο
και κοιτούσα τη θάλασσα
Φανταζόμουν ένα ναυάγιο
Με πλοηγό το φεγγάρι
Διερωτήθηκα, σε πόσους βαθμούς
ο ήλιος εξατμίζεται
και δίνει στο χρώμα το μαύρο
Γιατί τα φυσικά φαινόμενα
δεν είναι συνεπή
όσο ο σαδισμός σου
Ξεφλούδισα τόσες σκέψεις
και κατασπάραξα θύελλες
Αλλά σε αυτό το καβουράκι είχα αδυναμία
Σαν δίχτυα οι δαγκάνες του
Μου έδωσαν θάρρος και πανοπλία
Αυτό το καλοκαίρι κατάλαβα
Πως η αναπηρία θεραπεύεται με πόνο και βία
Κι ας μου έλεγαν να μαζεύω κοχύλια
Να επενδύω στους ήχους και στα χρώματα
Εγώ προτίμησα λίγα σακατεμένα καβουράκια
Δεν είναι όλες οι εποχές ίδιες για κτηνωδίες

Παρασκευή 9 Σεπτεμβρίου 2022

Κεριά

 

Κεριά 
 

 
Εντάξει, μπορείς τώρα να κλάψεις
Δεν ήταν κηροπήγια, αγάπη μου
Ούτε βρισκόμασταν σε αντικρυστές θέσεις
Δεν ήμασταν βασιλείς
στην αυτοκρατορία των αισθήσεων
Που και που
Σχιζοκοιτώντας το πορτρέτο σου
Κατηγορούσα τον φωτογράφο
Που σε έκανε απόρθητη
Μα να έχει τζάμια η ομορφιά
Να μην αντικατοπτρίζεται η αγάπη σου
Μούφα μου' παν στα παλαιοπωλεία
Φιμέ στα συνεργεία που ξενυχτούσα για πάρτη σου
Ψάχνοντας, εναγωνίως, ανταλλακτικά
Συμβατά με τα πάθη σου
Το' ξερα ότι αυτός ο έρωτας
ήταν καταδικασμένος να καεί στις στάχτες του
Ένα ατύχημα, από τύχη
Και ξύπνησα πενθώντας πάνω στα μανουάλια σου
Όπως και να το κάνεις, τα κεριά λιώνουν κάποτε
Αυτή τη φορά, με εγκαύματα

Πέμπτη 8 Σεπτεμβρίου 2022

Αστροφάγος

 

Αστροφάγος
 

 
 
 
Χθες μετρούσα τ' άστρα
Μα κατάλαβα πως δεν φτάνουν
για έναν ουρανό πλήρη ημερών
Και μια ζωή στερημένη από φώτα
Άνοιξα την ντουλάπα μου
Αυτό το μωβ το παλιό πουκάμισο
εκτέθηκε στη φθορά της συνήθειας
Κοίταξα βαθιά μέσα της
να διακρίνω τον σκόρο
Και είδα να περπατούν μυρμηγκάκια
Είναι ανθρώπινες οι τύψεις
πλασμένες με ίνες ντροπής
δείγμα μεγάλης υπευθυνότητας
Φορώντας ένα σακάκι με ημερομηνία λήξεως
Άφησα τα βλέμματα να σταθούν
στις σχισμές του πένθους
Είναι ρακένδυτη η αγάπη
Δεν το κατάλαβες όταν έψαχνες στα σκουπίδια;

Τρίτη 6 Σεπτεμβρίου 2022

Στ' ανοιχτά

 


Στ ' ανοιχτά
 
 
Θα σε κοιτούσα στα μάτια
Αλλά λοξοδρόμησε το βλέμμα μου
Χάθηκε σε θάλασσες, βουνά
έρημο, εγκαταλελειμμένο από την φουρτούνα σου
Σαν καραβάκι έφτασε στο λιμάνι
μια κουπιά, η αγάπη σου
Και σαν φτάσει στο τέλος
Πριν προλάβει να σαλπάρει
για άλλη πολιτεία
πόσο άδικο να βυθίζεται στο πένθος του
Εκεί στ' ανοιχτά,
σε παρακαλώ μια κουπιά ακόμη
για λίγες στάχτες αιωνιότητας

Τετάρτη 3 Αυγούστου 2022

Απουσιολόγιο

 

Απουσιολόγιο
 
 

Ενίοτε
πιθανόν
ενδεχομένως
Δεν υπήρχε απόκριση
Ούτε σκιρτήματα
στα πεταμένα
πασαλείμματα
Της προσθαφαίρεσης
Εάν ζω ή εάν πεθαίνω
Πλεονεκτικά στον χρόνο
Αναλώθηκα από τόσα γιατί
χωρίς ανταπόκριση
Ίσως, επειδή
Η μία εξήγηση λυπάται την άλλη
Μήπως όμως
τα συλλυπητήρια απευθύνονται
σε ανθρώπους δειλούς
να νικήσουν τον θάνατο
με ζωή αργή κατ ' εικόνα ;
Τότε γιατί για ξένα κόλλυβα
να πεθάνουμε σε δική μας κηδεία;
Μπορεί και ν' απαντήσει ο Θεός
αν του βάλουμε παρουσία

Τρίτη 26 Ιουλίου 2022

Δήγμα αγάπης και έρωτα

 


Δήγμα αγάπης και έρωτα
 
 
 
Χαράμισα δίφθογγα
σπαγγοραμμένος ο χρόνος
εφιαλτικός ο τροχονόμος
καθώς περνούσα ημιθανής
τα σοκάκια της ενάλιας περιπλάνησης
Αχανής η θάλασσα και η έλξη
και το κύμα
στο βαθύ γαλάζιο της εξαέρωσης
Σκούντηξα ένα σίγμα, με συρτό άνεμο
Και παραδόπιστος ο ήχος
μου επέστρεψε ένα σ' αγαπώ
πλημμυρισμένο από ένοχη εγκατάλειψη
Πως να σου φωνάξω σ' αγαπώ
όταν εξαντλήθηκε ο ήχος η ηχώ
Πως να πείσω για το ανθρώπινο
το ανθρωπίνως δυνατό
το επίγεια θεάρεστο
όταν το μόνο δείγμα
ότι πέρασε ψυχή
ότι ήσουν η αγάπη μου
ήταν ένα κοπάδι μπουρμπουλίθρες
πριν την απονενοημένη κατάδυση

Σάββατο 11 Ιουνίου 2022

Ατλαντίδες

 

Ατλαντίδες
 

 
 
Θα ήθελα να σου απαγγείλω
δύο κύματα
μεθυσμένα από έγχορδα βράχια
Θα ήθελα ν' απαγκιστρωθώ
από δυο χίμαιρες
μεταμφιεσμένες σε χειμερίες νάρκες
Θα ήθελα να πνίγομαι
σε ένα ναυάγιο
με μπουρμπουλήθρες
να σκάνε από σωσίβια αγάπη
αντικατοπτρίζοντας εσένα
σε ενάλια περιπλάνηση
Μόνο, σε αυτό το πλατάγισμα των γλάρων
άφησέ μου το δικό σου στίγμα
με δύο κουβέντες παρηγορητικές
εκείνα τα βράδια, τσακισμένος απ'τα πάθη
πλημμυρισμένος από λάθη
περιοδεύων διαβάτης
σε κοράλια όρη και ορειβάτης
Άφησέ με να απαγγείλω το τέλος
στο τέρμα του βυθού σου
Και όσο αντέξουμε, χωρίς αναπνοή
αντικρίζοντας το φως και τον θάνατο
Ξεβράζει η θάλασσα
εκτός από πτώματα
και ατλαντίδες

Σάββατο 28 Μαΐου 2022

Διεθνής Σύμβαση Χάγης «για τα αστικά θέματα της διεθνούς απαγωγής παιδιών» - Έννοια επιμέλειας, παράνομης παρακράτησης και μετακίνησης τέκνου αντίστοιχα κατά τον Κανονισμό (ΕΚ) 2201/2003


 

 

Πως μία μητέρα αποκλείεται κατ' ουσίαν από το δικαίωμα επικοινωνίας της με το ανήλικο τέκνο της

136/2022 ΑΠ

Αίτηση ασκούσας την επιμέλεια τέκνου για επιστροφή αυτού στον τόπο συνήθους διαμονής των γονέων λόγω απαγωγής του. Οι αποφάσεις επί υποθέσεων που εκδικάζονται κατά παραπομπή με τα ασφαλιστικά μέτρα υπόκεινται κατ' εξαίρεση σε ένδικα μέσα. Η άνω περίπτωση συντρέχει επί αίτησης επιστροφής τέκνου στον τόπο συνήθους διαμονής των γονέων του λόγω απαγωγής του. Για την βασιμότητα αυτής δεν αρκεί πιθανολόγηση. Από 25.10.1980 Διεθνής Σύμβαση Χάγης «για τα αστικά θέματα της διεθνούς απαγωγής παιδιών» που έχει υπενομοθετική ισχύ στην Ελλάδα. Σκοπός του άνω νομοθετήματος και υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής του. Αν διαγνωσθεί παράνομη μετακίνηση ή κατακράτησή παιδιού κατά παράβαση δικαιώματος επιμέλειας ή επικοινωνίας του με τον δικαιούχο γονέα, θεσπίζεται βάσει του άνω νομοθετήματος υποχρέωση επιστροφής του τέκνου στον τόπο διαμονής και στον άνω γονέα. Έννοια επιμέλειας τέκνου κατά την άνω διεθνή σύμβαση. Περιπτώσεις όπου οι άνω ενέργειες δεν είναι παράνομες. Φορέας του δικαιώματος να αξιώσει την επιστροφή του τέκνου είναι όποιος ασκεί την επιμέλεια ή δικαίωμα επικοινωνίας με αυτό βάσει του νόμου, δικαστικής απόφασης ή συμφωνίας των μερών. Πιθανά πρόσωπα που μπορούν να παραβιάσουν το δικαίωμα επιμέλειας γονέα όπως ο άλλος γονέας. Περιπτώσεις. Έννοια επιμέλειας, παράνομης παρακράτησης και μετακίνησης τέκνου αντίστοιχα κατά τον Καν. (ΕΚ) 2201/2003. Στην έννοια της επιμέλειας εντάσσεται και η επιλογή του τόπου διαμονής του. Πότε ασκείται από κοινού από τους γονείς του. Τηρούμενη διαδικασία αν η αίτηση επιστροφής κατατέθηκε εντός έτους από την απαγωγή ή μεταγενέστερα. Μέσα άμυνας καθού γονέα στην τελευταία περίπτωση. Εξαιρέσεις από την υποχρεωτική επιστροφή του τέκνου στην προτέρα κατάσταση που οφείλει να προβάλλει ο υπόχρεος γονέας επικαλούμενος το συμφέρον του τέκνου. Προς τούτο δύναται να συνεκτιμάται και η βούληση του ιδίου του τέκνου αν φέρει την πνευματική ωριμότητα να εκδηλώσει την βούλησή του στο δικαστήριο που οφείλει να του παράσχει αυτό το δικαίωμα. Κριτήρια κατάφασης της πνευματικής ωριμότητας τέκνου. Δικαιώματα τέκνων με πνευματική ωριμότητα κατά το εσωτερικό δίκαιο της χώρας όπου ζουν βάσει της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για άσκηση των δικαιωμάτων παιδιού. Ορισμένο και βάσιμο λόγων αναίρεσης κατ' άρθρο 559 αρ. 1, 11γ και 19 ΚΠολΔ. Έννομο συμφέρον για την προβολή λόγων αναίρεσης επί επάλληλων αιτιολογιών της προσβαλλομένης. Απορρίπτει αναίρεση κατά της 145/2020 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.

Αριθμός 136/2022 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Α2` Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου, Μυρσίνη Παπαχίου, Μαρία Ανδρικοπούλου και Μαρί Δεργαζαριάν - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 27 Σεπτεμβρίου 2021, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: ...κατοίκου Ηνωμένου Βασιλείου,  υπό την ιδιότητα της ασκούσας τη γονική μέριμνα της στερούμενης γνωστού πατρός ανηλίκου βιολογικής της κόρης ... Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Παπαδόπουλο - Τσαγιάννη με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 Κ.Πολ.Δ. Της αναιρεσίβλητης: ... κατοίκου Θεσσαλονίκης. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Καβαλιώτη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 16-07-2018 αίτηση της ήδη αναιρείουσας που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1711/2019 του ίδιου Δικαστηρίου και 145/2020 του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 1-09-2020 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. 

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 

Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων 145/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείόυ Θεσσαλονίκης, η οποία αφού δέχθηκε τυπικά και ουσιαστικά την έφεση, εξαφάνισε την υπ’ αριθ. 1711/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης και στη συνέχεια απέρριψε κατ' ουσίαν την αίτηση που είχε ασκήσει η αναιρεσείουσα και με την οποία ζητούσε να υποχρεωθεί η αναιρεσίβλητη να επιστρέψει άμεσα στον τόπο της κύριας και συνήθους διαμονής τους στο Ηνωμένο Βασίλειο (στο …. του Έσσεξ) το ανήλικο τέκνο αυτής, το οποίο η τελευταία είχε μεταφέρει και κρατούσε στην Ελλάδα. Η αίτηση αναίρεσης, ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 και 564 παρ. 3 ΚΠολΔ), είναι δε, παραδεκτή, αφού ναι μεν κατά τη διάταξη του άρθρου 699 ΚΠολΔ δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα οι αποφάσεις που δέχονται ή απορρίπτουν αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά, όμως η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται και επιτρέπονται ένδικα μέσα κατά των αποφάσεων σε υποθέσεις, που για λόγους ταχύτερης και μόνον απονομής της δικαιοσύνης παραπέμφθηκαν προς οριστική επίλυση στη διαδικασία των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ, χωρίς να πρόκειται κατά τα λοιπά για λήψη ασφαλιστικών μέτρων (ΟλΑΠ 754/1986, ΑΠ 434/2020), όπως είναι και η παρούσα υπόθεση, κατά την οποία τέμνεται οριστικά διαφορά από απαγωγή παιδιού κατά τους όρους της από 25.10.1980 Διεθνούς Σύμβασης της Χάγης «για τα αστικά θέματα της διεθνούς απαγωγής παιδιών που κυρώθηκε και από την Ελλάδα με το ν. 2102/1992 και όπως αυτή συμπληρώνεται με το άρθρο 11 του Κανονισμού (ΕΚ) 2201/2003 «για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας» (ΑΠ 317/2016, ΑΠ 598/2015). Η από 25-10-1980 Διεθνής Σύμβαση της Χάγης «για τα αστικά θέματα της διεθνούς απαγωγής παιδιών, η οποία κυρώθηκε και από την Ελλάδα με τον νόμο 2102/1992 και έχει υπερνομοθετική ισχύ (άρθρ. 28 παρ.1 του Συντάγματος), εφαρμόζεται δε, κατά το άρθρο 4 αυτής, για κάθε παιδί, νεότερο των δέκα έξι ετών, το οποίο είχε τη συνήθη διαμονή του σε συμβαλλόμενο κράτος αμέσως πριν από την προσβολή των δικαιωμάτων επιμέλειας ή επικοινωνίας, έχει σκοπό, σύμφωνα με το άρθρο 1, την εξασφάλιση του συμφέροντος του παιδιού, προληπτικά με την αποθάρρυνση των γονέων που σχεδιάζουν απαγωγές και κατασταλτικά με την άμεση επαναφορά του παιδιού που μετακινήθηκε ή κατακρατείται παράνομα σε ένα από τα συμβαλλόμενα κράτη, στην προηγούμενη κατάσταση. Προβλέπει, όμως, και εξαιρέσεις στην επαναφορά, όπου το συμφέρον του παιδιού επιβάλλει άλλη αντιμετώπιση, διασφαλίζοντας ότι τα δικαιώματα επιμέλειας και επικοινωνίας που υφίστανται κατά το δίκαιο ενός από τα συμβαλλόμενα κράτη θα είναι σεβαστά και στα άλλα συμβαλλόμενα κράτη. Στη διάταξη του άρθρου 3 της Σύμβασης ορίζονται τα ακόλουθα: «η μετακίνηση ή η κατακράτηση παιδιού θεωρούνται παράνομες, εφόσον: α) έγιναν κατά παραβίαση δικαιώματος επιμέλειας, αναγνωρισμένου σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή άλλη οργάνωση, είτε αποκλειστικά, είτε από κοινού με άλλους, από το δίκαιο του Κράτους στο οποίο το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν από την μετακίνηση ή την κατακράτησή του και β) το δικαίωμα αυτό ασκείτο πραγματικά, αποκλειστικά ή από κοινού με άλλους, κατά τον χρόνο της μετακίνησης ή της κατακράτησης, ή θα είχε ασκηθεί κατ` αυτόν τον τρόπο εάν δεν είχαν επισυμβεί τα γεγονότα αυτά. Το δικαίωμα επιμέλειας του παιδιού που αναφέρεται στην περίπτωση α` μπορεί να απορρέει ιδίως είτε απευθείας από τον νόμο, είτε από δικαστική ή διοικητική απόφαση, είτε από συμφωνία που ισχύει σύμφωνα με το δίκαιο αυτού του Κράτους». Η συγκεκριμένη διάταξη συνιστά τη θεμελιώδη αρχή της Σύμβασης, σύμφωνα με την οποία, όταν συντρέχουν σωρευτικά οι οριζόμενες προϋποθέσεις εφαρμογής της, δηλαδή μετακίνηση ανηλίκου παιδιού κατά παραβίαση υφιστάμενου δικαιώματος επιμέλειας, το οποίο και πράγματι να ασκούνταν από το πρόσωπο που επικαλείται την εφαρμογή της Σύμβασης κατά τον χρόνο της μετακίνησης και θίγεται από αυτή, θέτει σε λειτουργία τον μηχανισμό της Σύμβασης και οδηγεί στη λήψη του προβλεπόμενου απ' αυτή μέτρου προστασίας. Το μέτρο αυτό συνίσταται στην υποχρέωση επιστροφής του παιδιού στον τόπο της συνήθους διαμονής και στο πρόσωπο που ασκούσε την επιμέλειά του, από το οποίο το ανήλικο παιδί έχει παράνομα αφαιρεθεί. Η υποχρέωση επιστροφής υπάρχει μόνον αν η αφαίρεση ή κατακράτησή του είναι παράνομη. Το δικαίωμα επιμέλειας (που διακρίνεται και διαχωρίζεται από το ευρύτερο δικαίωμα της γονικής μέριμνας, χωρίς το τελευταίο να αποτελεί αντικείμενο προστασίας της Σύμβασης) μπορεί να απορρέει είτε απευθείας από τον νόμο, είτε από τη δικαστική απόφαση (ή απόφαση διοικητικής αρχής) που ρύθμισε το σχετικό θέμα και ανέθεσε την άσκηση της επιμέλειας σε κάποιο πρόσωπο είτε και με βάση ιδιωτικές συμφωνίες περί της επιμελείας που αναπτύσσουν έννομες συνέπειες στη χώρα της συνήθους διαμονής του παιδιού. Εξάλλου, η Διεθνής Σύμβαση, στο άρθρο 5 εδάφιο α` αυτής, καθορίζει την έννοια που η ίδια, για την εφαρμογή των διατάξεών της, προσδίδει στον όρο «δικαίωμα επιμέλειας» και ειδικότερα ορίζει ότι «Κατά την έννοια της παρούσας Σύμβασης: α) το «δικαίωμα επιμέλειας περιλαμβάνει το δικαίωμα που αφορά στη μέριμνα για το πρόσωπο του παιδιού και ιδίως το δικαίωμα καθορισμού του τόπου διαμονής του». Είναι πρόδηλο ότι μόνο το πρόσωπο που έχει την επιμέλεια του ανηλίκου μπορεί να προσδιορίζει και τον τόπο της συνήθους διαμονής του τέκνου. Αν την επιμέλεια έχουν, κατά τα ανωτέρω, οι δύο γονείς, από κοινού θα πρέπει να επιλέγουν τον τόπο (χώρα, πόλη, περιοχή, σπίτι) της συνήθους διαμονής του. Το δικαίωμα επιμέλειας του γονέα κατά τη Διεθνή Σύμβαση, επιδέχεται προσβολής, όχι μόνο από κάποιον τρίτο, αλλά, στην περίπτωση που το ασκούν και οι δύο γονείς, με βάση το δίκαιο του τόπου της συνήθους διαμονής του παιδιού, και από τον ένα γονέα σε βάρος του άλλου, όπως συνιστά η μονομερής ενέργεια του ενός γονέα, που θα πάρει μόνος του το παιδί και θα το μετακινήσει σε άλλη χώρα. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 2 του Κανονισμού (ΕΚ) 2201/2003 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2003, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε νομικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας, ο οποίος κατάργησε τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1347/2000, έχει δε δεσμευτική ισχύ σε όλα τα κράτη μέλη, σύμφωνα με τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (άρθρο 72 αυτού), και αποσκοπεί, κατά το προοίμιο αυτού, να διασφαλίσει την άμεση επιστροφή των παιδιών που μετακινήθηκαν ή κατακρατήθηκαν παράνομα σε ένα από τα κράτη-μέλη της Ε.Ε., ορίζονται, μεταξύ των άλλων, τα εξής: «Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί...9. Ο όρος «δικαίωμα επιμέλειας» περιλαμβάνει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που αφορούν τη φροντίδα για το πρόσωπο του παιδιού, και ειδικότερα το δικαίωμα απόφασης καθορισμού του τόπου διαμονής του... 11. Ο όρος «παράνομη μετακίνηση» ή «κατακράτηση» παιδιού σημαίνει τη μετακίνηση ή κατακράτηση παιδιού: α) εφόσον γίνονται κατά παραβίαση δικαιώματος επιμέλειας το οποίο προκύπτει από δικαστική απόφαση ή από τον νόμο ή από συμφωνία που ισχύει σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν από τη μετακίνηση ή την κατακράτησή του και β) με την επιφύλαξη ότι το δικαίωμα αυτό ασκείτο πραγματικά, αποκλειστικά ή από κοινού με άλλους, κατά τον χρόνο της μετακίνησης ή κατακράτησης ή θα είχε ασκηθεί κατ` αυτόν τον τρόπο εάν δεν είχαν επισυμβεί τα γεγονότα αυτά. Η επιμέλεια θεωρείται ότι ασκείται από κοινού όταν ο ένας από τους δικαιούχους της γονικής μέριμνας δεν μπορεί, σύμφωνα με απόφαση ή απευθείας από τον νόμο, να αποφασίζει για τον τόπο διαμονής του παιδιού χωρίς τη συγκατάθεση άλλου δικαιούχου της γονικής μέριμνας». Κατά δε το άρθρο 11 του ίδιου Κανονισμού: «Επιστροφή του παιδιού 1. Όταν ένα φυσικό πρόσωπο, ίδρυμα ή οργάνωση που έχει δικαίωμα επιμέλειας προσφεύγει στις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους προκειμένου να εκδοθεί, βάσει της σύμβασης της Χάγης της 25ης Οκτωβρίου 1980 για τα αστικά θέματα της διεθνούς απαγωγής παιδιών (εφεξής «σύμβαση της Χάγης του 1980»), απόφαση για την επιστροφή του παιδιού το οποίο μετακινήθηκε ή κατακρατείται παρανόμως σε κράτος μέλος διάφορο του κράτους μέλους όπου το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν από την παράνομη μετακίνηση ή κατακράτηση, ισχύουν οι παράγραφοι 2 έως 8». Έτσι, συμπληρωματικά εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 12 και 13 της ως άνω Διεθνούς Σύμβασης της Χάγης. Εφόσον συντρέχει, κατά τα ανωτέρω, το παράνομο της μετακίνησης ή αφαίρεσης του ανήλικου παιδιού, όταν δηλαδή με αυτές θίγεται το δικαίωμα επιμέλειας που έχει φυσικό ή νομικό πρόσωπο, σύμφωνα με το δίκαιο του Κράτους στο οποίο βρισκόταν η συνήθης διαμονή του παιδιού αμέσως πριν από την μετακίνηση ή την κατακράτησή του, το οποίο (δικαίωμα) ασκούνταν ουσιαστικά, πριν μεσολαβήσουν τα περιστατικά που συνιστούν την απαγωγή, τότε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 12 εδάφιο α` της Σύμβασης, αν από τη μετακίνησή του μέχρι τον χρόνο κατάθεσης της αίτησης εφαρμογής της Σύμβασης ενώπιον της δικαστικής ή διοικητικής αρχής του συμβαλλόμενου κράτους, όπου βρίσκεται το παιδί, διέρρευσε χρονικό διάστημα μικρότερο του ενός έτους, η επιληφθείσα αρχή διατάσσει την άμεση επιστροφή του. Εάν παρά την κατάθεση, της κατά το άρθρο 8 της Σύμβασης, αίτησης ενώπιον της δικαστικής ή διοικητικής αρχής του συμβαλλόμενου Κράτους εντός του έτους από την απαγωγή, η διοικητική αρχή επιλήφθηκε αφού είχε παρέλθει αυτό το χρονικό διάστημα, πάλι οφείλει, κατά το β` εδάφιο του άνω άρθρου, να διατάξει την επιστροφή του παιδιού. Στην τελευταία, όμως περίπτωση, προβλέπεται εξαίρεση από την υποχρέωση επιστροφής, αν αποδειχθεί, ύστερα από την προβολή σχετικού ισχυρισμού από τον καθ` ου στρέφεται η αίτηση, ότι το παιδί έχει ήδη προσαρμοστεί στο νέο του περιβάλλον. Η εξαίρεση αυτή δεν εφαρμόζεται εάν η δικαστική ή διοικητική αρχή του συμβαλλόμενου Κράτους επιλήφθηκε της αίτησης πριν παρέλθει έτος από την παράνομη μετακίνηση ή κατακράτηση (ΑΠ 1030/2017). Εξαιρέσεις στην υποχρέωση επιστροφής του παιδιού εισάγει και η διάταξη του άρθρου 13 της Σύμβασης, οι οποίες έχουν εφαρμογή σε κάθε περίπτωση παράνομης μετακίνησης του παιδιού, δηλαδή είτε η εξέταση της αίτησης που κατατέθηκε μέσα στην προαναφερόμενη προθεσμία γίνεται εντός έτους από την παράνομη μετακίνηση ή κατακράτηση, είτε μετά την πάροδο αυτού του χρονικού διαστήματος. Σύμφωνα δε με τη διάταξη αυτή, η δικαστική ή διοικητική αρχή του συμβαλλόμενου Κράτους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, δεν υποχρεώνεται να διατάξει την επιστροφή του παιδιού, παρά την παράνομη μετακίνηση, ή κατακράτησή του, εφόσον το φυσικό πρόσωπο που αντιτίθεται στην επιστροφή του αποδεικνύει, προβάλλοντας σχετική καταλυτική ένσταση: α) ότι το φυσικό πρόσωπο που είχε τη μέριμνα του προσώπου του παιδιού δεν ασκούσε ουσιαστικά το δικαίωμα επιμέλειας κατά τον χρόνο της μετακίνησης ή είχε συναινέσει στη μετακίνηση ή την είχε εγκρίνει εκ των υστέρων ή β) ότι υπάρχει σοβαρός κίνδυνος η επιστροφή του παιδιού να το εκθέσει σε φυσική ή ψυχική δοκιμασία ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο να το περιαγάγει σε μια αφόρητη κατάσταση (ΑΠ 434/2020). Η δικαστική ή διοικητική αρχή μπορεί επίσης, ομοίως, κατόπιν προβολής σχετικής ένστασης, να αρνηθεί την επιστροφή του παιδιού, εάν διαπιστώσει ότι το παιδί αντιτίθεται στην επιστροφή του και έχει ήδη την ηλικία και την ωριμότητα, που υπαγορεύουν να ληφθεί υπόψη η γνώμη του. Κατά την εκτίμηση των περιστάσεων, που αναφέρονται στο άρθρο αυτό, οι δικαστικές ή διοικητικές αρχές οφείλουν να λάβουν υπόψη τις πληροφορίες για την κοινωνική κατάσταση του παιδιού, που παρέχονται από την Κεντρική Αρχή ή άλλη δημόσια υπηρεσία του κράτους της συνήθους διαμονής του (ΑΠ 1767/2011). Οι εξαιρέσεις επιχειρούν να αποτρέψουν το ενδεχόμενο να προκύψουν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, από αυτό καθεαυτό το γεγονός της επιστροφής πλέον του παιδιού, και όχι από έκτακτες ή άλλες εξαιρετικές συμπτώσεις, καταστάσεις μη συμβατές για το συμφέρον του. Το παιδί πρέπει να αντιμετωπίζεται ως άτομο με τις δικές του ανάγκες και δικαιώματα, ώστε να διασφαλίζεται η πλήρης και ομαλή ψυχοσωματική του ανάπτυξη και να μην υπάρχει κίνδυνος αυτό καθ’ εαυτό το γεγονός της άμεσης επιστροφής του, να έχει την τάση, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, μετά σφοδρής πιθανότητας και κατά την κρίση λογικού και επιμελούς ανθρώπου, να εκθέσει το παιδί σε φυσική ή ψυχική δοκιμασία ή να το περιαγάγει σε μία αφόρητη κατάσταση, να επιφέρει, δηλαδή, τα αποδοκιμαζόμενα από τη Σύμβαση αποτελέσματα (ΑΠ 1030/2017, ΑΠ 916/2010). Πρέπει επομένως ο κίνδυνος να είναι ιδιαίτερα σοβαρός και όχι απλός, κρινόμενος με βάση συγκεκριμένες εξωτερικές καταστάσεις που θα αντιμετωπίσει το παιδί μετά από επιστροφή του στον τόπο της συνήθους διαμονής του (ΑΠ 598/2015). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. 2 του Κανονισμού 2201/2003 της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατά την εφαρμογή των άρθρων 12 και 13 της σύμβασης της Χάγης του 1980, εξασφαλίζεται ότι παρέχεται στο παιδί η δυνατότητα ακρόασης κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, εκτός αν αυτό αντενδείκνυται λόγω της ηλικίας του ή του βαθμού ωριμότητάς του. Επίσης, κατά το άρθρο 12 της Διεθνούς Σύμβασης της 26-1-1990 για τα δικαιώματα του παιδιού, που κυρώθηκε με το ν. 2101/1990 ορίζεται ότι «1. Τα συμβαλλόμενα κράτη εγγυώνται στο παιδί που έχει ικανότητα διάκρισης, το δικαίωμα ελεύθερης έκφρασης της γνώμης του σχετικά με οποιοδήποτε θέμα που το αφορά, λαμβάνοντας υπόψη τις απόψεις του παιδιού ανάλογα με την ηλικία του και με το βαθμό ωριμότητάς του. 2. Για τον σκοπό αυτόν θα πρέπει ιδίως να δίνεται στο παιδί η δυνατότητα να ακούγεται σε οποιαδήποτε διοικητική ή δικαστική διαδικασία που το αφορά, είτε άμεσα είτε μέσω ενός εκπροσώπου ή ενός αρμόδιου οργανισμού, κατά τρόπο συμβατό με τους διαδικαστικούς κανόνες της εθνικής νομοθεσίας». Και στο άρθρο 16 αυτής: «1. Κανένα παιδί δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αυθαίρετης ή παράνομης επέμβασης στην ιδιωτική του ζωή, στην οικογένειά του, στην κατοικία του ή στην αλληλογραφία του, ούτε παράνομων προσβολών της τιμής και της υπόληψής του. 2. Το παιδί δικαιούται να προστατεύεται από το νόμο έναντι τέτοιων επεμβάσεων ή προσβολών». Εξάλλου, στο άρθρο 3 Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την άσκηση των δικαιωμάτων παιδιού, η οποία κυρώθηκε με τον ν. 2502/1997, ορίζεται ότι ένα παιδί που θεωρείται από το εσωτερικό δίκαιο ότι έχει επαρκή κρίση, στις διαδικασίες που το αφορούν ενώπιον μιας δικαστικής αρχής, παρέχονται τα ακόλουθα δικαιώματα, την απόλαυση των οποίων μπορεί να ζητήσει και το ίδιο: α... β. να ερωτάται και να εκφράζει τη γνώμη του...» ενώ κατά το άρθρο 6 της ιδίας σύμβασης «Στις διαδικασίες που αφορούν ένα παιδί, η δικαστική αρχή, πριν να λάβει οποιαδήποτε απόφαση, οφείλει: α. να εξετάσει αν διαθέτει επαρκείς πληροφορίες για να λάβει μία απόφαση προς το ύψιστο συμφέρον του και, ενδεχομένως, να λάβει συμπληρωματικές πληροφορίες, ειδικότερα από την πλευρά των κατόχων γονικών ευθυνών, β. όταν το παιδί θεωρείται από το εσωτερικό δίκαιο ότι έχει μία επαρκή κρίση: -να εξασφαλίσει ότι το παιδί έχει λάβει οποιαδήποτε χρήσιμη πληροφορία,- να ρωτήσει στις κατάλληλες περιπτώσεις το παιδί προσωπικά, εν ανάγκη κατ` ιδίαν, η ίδια ή μέσω άλλων προσώπων ή οργάνων, με μία μορφή κατάλληλη προς την κρίση του, εκτός αν αυτή είναι εμφανώς αντίθετη προς τα ύψιστα συμφέροντα του παιδιού, - να επιτρέψει στο παιδί να εκφράσει τη γνώμη του, γ. να λάβει νόμιμα υπόψη τη γνώμη που εκφράστηκε». Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι ως κυρίαρχη αρχή για την προστασία των δικαιωμάτων του παιδιού καθιερώνεται «το ύψιστο συμφέρον αυτού», για την εξυπηρέτηση του οποίου τα εκάστοτε αρμόδια όργανα, και εν προκειμένω η δικαστική αρχή, είναι αναγκαίο να λαμβάνει υπόψη τη γνώμη του, υπό την προϋπόθεση ότι έχει διαπιστώσει νόμιμα προηγουμένως ότι αυτό έχει την προς τούτο επαρκή κρίση, κατά το εσωτερικό δίκαιο της χώρας που εφαρμόζεται. Συνεπώς και στην περίπτωση της εξέτασης αίτησης επιστροφής παιδιού κατά την προαναφερόμενη Διεθνή Σύμβαση της Χάγης, το δικαστήριο πρέπει να ζητεί και να συνεκτιμά τη γνώμη του τέκνου σχετικά με την αιτούμενη επιστροφή του στον τόπο συνήθους, πριν από την παράνομη μετακίνηση ή κατακράτηση, διαμονής του. Αυτή η υποχρέωση του δικαστηρίου υπάρχει μόνο εφόσον κρίνει ότι το παιδί έχει την απαιτούμενη ωριμότητα, ότι δηλαδή έχει την ικανότητα να αντιληφθεί το συμφέρον του, σχετικά με το ζήτημα του τόπου διαμονής του, ήτοι εάν το συμφέρον του επιβάλλει να επιστρέψει στον τόπο της συνήθους διαμονής του ή να παραμείνει στον τόπο στον οποίο μετακινήθηκε. Η σχετική κρίση του δικαστηρίου σχηματίζεται από την ελεύθερη εκτίμηση των αποδείξεων, με βάση την ηλικία του ανηλίκου, η οποία, όμως, μόνη δεν αποδεικνύει και την ωριμότητα ή ανωριμότητά του (ΑΠ 1316/2009), αλλά και τις λοιπές περιστάσεις, την πνευματική και ψυχική του κατάσταση. Για την κρίση περί της ύπαρξης ή μη της απαιτούμενης ωριμότητας που σχηματίζεται από την ελεύθερη εκτίμηση των αποδείξεων, δεν απαιτείται ειδική αιτιολογία (ΑΠ 283/1986), ώστε αρκεί προς βεβαίωση της συναγωγής της η μη εξέταση του τέκνου από το δικαστήριο, ούτε αυτή ελέγχεται αναιρετικά, αφού αποτελεί πόρισμα εκτιμήσεως πραγματικών γεγονότων κατ’ άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ (ΑΠ 952/2007). Εφόσον το δικαστήριο δέχεται την ύπαρξη τέτοιας ωριμότητας του παιδιού, δεν υπάρχει παραβίαση των σχετικών ως άνω διατάξεων και δεν ιδρύεται λόγος αναίρεσης από τη μη εξέταση τούτου (ΑΠ 434/2020, ΑΠ 1111/2002). Τέλος, στις υποθέσεις που αφορούν ασφαλιστικά μέτρα αρκεί, κατά τη διάταξη του άρθρου 690 παρ. 1 ΚΠολΔ, η πιθανολόγηση των ισχυρισμών των διαδίκων, δηλαδή μικρότερος βαθμός δικανικής πεποίθησης ως προς τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά και το ίδιο ισχύει και στις υποθέσεις οριστικής δικαστικής προστασίας που για λόγους ταχύτητας, μολονότι δεν αφορούν τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων, δικάζονται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, αφού με διαφορετική άποψη φαλκιδεύεται ο σκοπός της παραπομπής τους στη διαδικασία αυτή (ΑΠ 287/2016, ΑΠ 1284/2004). Ειδικά, όμως, στις υποθέσεις απαγωγής παιδιού απαιτείται πλήρης δικανική πεποίθηση για την παραδοχή ή την απόρριψη της αίτησης επιστροφής του, όπως αυτό σαφώς συνάγεται από περισσότερες της μιας διατάξεις της από 25-10-1980 Σύμβασης της Χάγης και συγκεκριμένα: α) από το άρθρο 12 αυτής που επιτρέπει στο δικαστήριο να μην διατάξει την επιστροφή του απαχθέντος παιδιού αν αποδειχθεί (και όχι απλώς πιθανολογηθεί) ότι το παιδί έχει ήδη προσαρμοστεί στο νέο του περιβάλλον, β) από το άρθρο 13 αυτής, κατά το οποίο η δικαστική ή διοικητική αρχή του κράτους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση δεν δεσμεύεται να διατάξει την επιστροφή του απαχθέντος παιδιού, εφόσον το φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή οργάνωση που αντιτίθεται στην επιστροφή του αποδεικνύει (και άρα όχι απλώς πιθανολογεί) κάποια από μνημονευόμενα στο ίδιο άρθρο γεγονότα και γ) από το άρθρο 14 της ίδιας Σύμβασης, στο οποίο γίνεται λόγος για διαπίστωση (και όχι απλώς για πιθανολόγηση) παράνομης μετακίνησης ή κατακράτησης παιδιού (ΑΠ 317/2016, ΑΠ 1857/2011). Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, δηλαδή κανόνας που ρυθμίζει τις βιοτικές σχέσεις, την κτήση δικαιωμάτων και τη γένεση υποχρεώσεων και επιβάλλει κυρώσεις (ΑΠ 1223/2015, ΑΠ 659/2015). Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα. Η παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, δηλαδή με απόδοση στον κανόνα δικαίου έννοιας μη αληθινής ή μη αρμόζουσας, ή έννοιας περιορισμένης ή στενής, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013). Με τον ως άνω λόγο αναίρεσης, ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κλπ, ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ` ουσίαν (ΟλΑΠ 27 και 28/1998). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ` ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στον νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παράβαση (ΑΠ 531/2014). Τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε τον νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε τον νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΟλΑΠ 7/2006, ΑΠ 114/2016). Εξάλλου, κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδρύεται ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι, να μην μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. (ΟλΑΠ 1/1999). Ως ζητήματα, των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή κατάργηση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό, είτε ως αμυντικό μέσο (ΟλΑΠ 24/1992, ΑΠ 34/2016). Η έλλειψη ή ανεπάρκεια ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας για τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση απλώς των αποδείξεων, δεν ιδρύουν τον ως άνω λόγο αναίρεσης (ΟλΑΠ 24/1992, ΑΠ 533/2016). Τα επιχειρήματα αυτά δεν συνιστούν παραδοχές με βάση τις οποίες διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα του δικαστηρίου και ως εκ τούτου δεν αποτελούν «αιτιολογία» της απόφασης ζώστε να επιδέχεται αυτή στο πλαίσιο της διάταξης του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια (ΑΠ 184/2017). Ούτε ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς τους (ΑΠ 360/2014, ΑΠ 1351/2011). Ειδικότερα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά τον νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε είτε αποκλείουν την εφαρμογή της. Ελλείψεις, δε, του νομικού συλλογισμού, αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ιδίως στην ανάλυση, στάθμιση, αιτιολόγηση του πορίσματος που εξάγεται από αυτές, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (ΟλΑΠ 15/2006, ΟλΑΠ 861/1984, ΑΠ 1376/2011). Δηλαδή δεν υπάρχει ανεπάρκεια αιτιολογίας, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτική, αλλά πλήρη αιτιολογία, αφού αναγκαίο να εκτίθεται σαφώς στην απόφαση είναι μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε και όχι ο λόγος για τον οποίο αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή στην κατάλυση του επίδικου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και τον νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης (ΟλΑΠ 15/2006, ΑΠ 793/2015, ΑΠ 360/2014). 

Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή, κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Εφετείο, δέχθηκε, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι, εκ των οποίων η εκκαλούσα-αιτούσα (αναιρεσείουσα) είναι Αμερικανίδα υπήκοος και η εφεσίβλητη - καθ’ ης η αίτηση (αναιρεσίβλητη) έχει την Ελληνική και Αμερικανική υπηκοότητα, συνήψαν στο Ηνωμένο Βασίλειο, στις 20.08.2013, σύμφωνο συμβίωσης, το οποίο στις 10.01.2015 τράπηκε σε νόμιμο γάμο, σύμφωνα με το δίκαιο του Ηνωμένου Βασιλείου. Στις 17.09.2013, γεννήθηκε στο … της Αγγλίας του Ηνωμένου Βασιλείου από την αιτούσα, η οποία το συνέλαβε και το κυοφόρησε με τη μέθοδο της τεχνητής σπερματέγχυσης και χρήσης σπέρματος δωρητή, ένα θήλυ τέκνο, η ... Το τέκνο αυτό καταγράφηκε στο Ληξιαρχείο του Έσσεξ της Μεγάλης Βρετανίας, στις 23.09.2013, με γονέα του την καθ’ ης η αίτηση και μητέρα την αιτούσα, αρχικά ως ... (χωρίς το επώνυμο της αιτούσας) και μεταγενέστερα, με την από 18.11.2016 σχετική δικαστική απόφαση του Αναπληρωτή Δικαστή Ο` Brien, μετά από αίτηση της εκκαλούσας, καθορίστηκε το επίθετο του τέκνου τους ως «...». Συνεπώς, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα από την εκκαλούσα έγγραφα, η απόκτηση της γονικής μέριμνας από δεύτερο γονέα που είναι γυναίκα (στην περίπτωση που το παιδί έχει γονέα δυνάμει του άρθρου 43 του Νόμου περί Ανθρώπινης Γονιμοποίησης και Εμβρυολογίας του 2008 του Ηνωμένου Βασιλείου, όπως εν προκειμένω) θα έπρεπε να επέλθει, σύμφωνα με το άρθρο 4 (ζ) (α) του νόμου περί τέκνων του 1989 του Ηνωμένου Βασιλείου, το έτος 2013, με την εγγραφή της καθ’ ης ως γονέα του παιδιού στο ως άνω ληξιαρχείο του Έσσεξ του Ηνωμένου Βασιλείου. Αυτό όμως (η απόκτηση δηλαδή, της γονικής μέριμνας μέσω της οδού που προβλέπεται στο άνω άρθρο του Αγγλικού Νόμου) δεν έγινε, όπως αναφέρει ο δικαστής Newton, στην παράγραφο 129 (σελ 36) της προσκομιζόμενης από την καθ’ ης σε ακριβή μετάφραση από την αγγλική γλώσσα απόφαση No. CM17P02246, για τεχνικούς λόγους και ως εκ τούτου εκδόθηκε η διάταξη της 29ης Μαρτίου 2016, όπως αναφέρει στην ως άνω απόφαση ο εν λόγω Δικαστής. Η διακοπή της συμβίωσης των διαδίκων επήλθε στις αρχές του έτους 2016 και λίγες μέρες μετά υποβλήθηκε, στις 16.02.2016, η πρώτη αίτηση μεταξύ των διαδίκων αναφορικά με το όλο θέμα της γονικής μέριμνας του ανηλίκου τέκνου τους, το οποίο τότε ήταν περίπου 2,5 ετών. Έκτοτε και έως σήμερα έχουν γίνει πάρα πολλά δικαστήρια μεταξύ των διαδίκων, κυρίως στο Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά και πρόσφατα στη χώρα μας, με πρωτοβουλία κυρίως της αιτούσας, η οποία, αναφορικά με τα δικαστήρια στο Ηνωμένο Βασίλειο είναι «υπεύθυνη για τις επανειλημμένες και ως επί το πλείστον αβάσιμες πολλαπλές αιτήσεις ενώπιον του δικαστηρίου, επιθετικές, εχθρικές και αχαλίνωτες επικοινωνίες μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και καταγγελίες σε κάθε φορέα, είτε πρόκειται για επανειλημμένη προσφυγή σε έφεση, καταγγελία σε επαγγελματικούς φορείς, δημοσιεύσεις στο διαδίκτυο ή συμμετοχή τρίτων φορέων...», όπως αναφέρει ο δικαστής Newton, στην παράγραφο 2 (σελ. 2) της ως άνω απόφασης. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι με την από 29.03.2016 απόφαση του Αναπληρωτή Δικαστή Martynski ορίστηκε να έχει (τη) γονική μέριμνα του τέκνου τους, η καθ’ ης η αίτηση - εφεσίβλητη. Και η μεν αιτούσα ισχυρίζεται ότι αυτό έγινε για να οριστεί ότι και η καθ’ ης είχε τη γονική μέριμνα του παιδιού τους, η δε καθ’ ης ισχυρίζεται ότι λόγω της εγκαταλείψεως του τέκνου τους, τότε, από την αιτούσα, ανατέθηκε στην ίδια η αποκλειστική άσκηση της γονικής του μέριμνας, έκτοτε δε το παιδί διαμένει μαζί της. Στη συνέχεια, με την από 14.7.2016 διαταγή της Δικαστή Shanks του Δικαστηρίου Οικογενειακών Υποθέσεων του Ειρηνοδικείου του Chelmsford (μετά από διήμερη ακρόαση) η επιμέλεια ανατέθηκε από κοινού και στις δύο μητέρες. Αυτό όμως δεν διήρκησε πολύ (ως αποτέλεσμα της συμπεριφοράς της αιτούσας, η οποία τον Ιανουάριο του 2017 είχε εγκαταλείψει το τέκνο τους) και στις 3.02.2017 η ίδια Δικαστής άλλαξε τις ρυθμίσεις, λόγω εγκατάλειψης της ανήλικης από τη βιολογική μητέρα της - αιτούσα και ανέθεσε την πλήρη επιμέλεια αυτής ("live with order”) στην καθ’ ης η αίτηση, ... , με την οποία όρισε να διαμένει η ανήλικη μέχρι την έκδοση της επόμενης απόφασης. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι έκτοτε (03.02.2017) η ανήλικη (που είχε ηλικία τότε 3,5 ετών) ζει συνεχώς μέχρι και σήμερα, δηλαδή για χρονικό διάστημα σχεδόν τριών ετών, με την καθ’ ης η αίτηση-εφεσίβλητη και η αιτούσα-εκκαλούσα έχει έρθει σε επαφή μαζί της λίγες φορές. Μετά την άσκηση πολλών αιτήσεων και εφέσεων εκ μέρους της αιτούσας, στις 12.04.2017, η ορισθείσα οικογενειακός δικαστής του Essex, Roberts, εξέδωσε σε βάρος της αιτούσας απόφαση περί επιβολής περιοριστικών μέτρων (αφαίρεση δικαιώματος προσφυγής σε δικαστήριο για την ίδια υπόθεση χωρίς άδεια δικαστή), διάρκειας δώδεκα μηνών, τα οποία κρίθηκαν απολύτως αναγκαία, συνεπεία της προγενέστερης συμπεριφοράς της αιτούσας, συνιστάμενης στην επιδειχθείσα εγωκεντρική και σκόπιμα δόλια προσπάθεια υπονόμευσης αποφάσεων, κατά το σκεπτικό των ανωτέρω δικαστηρίων, καθώς και τη στάση της, ενώπιόν τους, αλλά απέναντι και στην καθ’ ης. Ακολούθως, επί σχετικώς υποβληθείσας αίτησης της καθ’ ης, εκδόθηκε η απόφαση του Δικαστηρίου Οικογενειακών Υποθέσεων στο Ειρηνοδικείο του Chelmsford της Περιφερειακής Δικαστή Shanks, σύμφωνα με την οποία και ειδικότερα κατά το στοιχείο Β12 αυτής, η καθ’ ης η αίτηση θα έχει δικαίωμα να ασκεί γονική μέριμνα της ανήλικης, αποκλεισμένης της αιτούσας σε θέματα σχετικά με τη μόρφωση του παιδιού, συμπεριλαμβανομένου, μεταξύ άλλων, του τόπου στον οποίον θα λάβει χώρα η σχολική εκπαίδευση του παιδιού, ενώ στη διάταξη Β30 αυτής ορίζεται ότι η ανήλικη θα διαμένει με την καθ’ ης. Στο στοιχείο Β5 της ανωτέρω απόφασης αναφέρεται, ρητά, ότι «αποτελεί ποινικό αδίκημα η μετακίνηση ενός παιδιού εκτός του Ηνωμένου Βασιλείου, χωρίς την συγκατάθεση όλων των προσώπων που έχουν τη γονική μέριμνα, εκτός εάν έχει δώσει σχετική άδεια το δικαστήριο». Στην ίδια απόφαση με την διάταξη Β12 αυτής η Δικαστής απαγόρευσε στην αιτούσα, ..., να υποβάλλει οποιεσδήποτε αιτήσεις που αφορούν το παιδί,..., μέχρι την 07η Αυγούστου 2020. Επισημαίνεται ότι με την από 8.8.2017 απόφαση του Δικαστηρίου Οικογενειακών Υποθέσεων του Ειρηνοδικείου του Chelmsford, ως χώρα συνήθους διαμονής - κατοικίας του τέκνου θεωρείται το Ηνωμένο Βασίλειο και ειδικότερα η Αγγλία - Ουαλία. Στο στοιχείο Β31 της ως άνω απόφασης η Δικαστής καθόρισε την επικοινωνία της ανήλικης με την αιτούσα θα λαμβάνει χώρα για δύο ώρες ανά 15νθήμερο, πάντοτε με την παρουσία κοινωνικής λειτουργού και με έξοδα - αμοιβή της κοινωνικής λειτουργού που θα βάρυνε την αιτούσα και πάντοτε μετά από αλληλογραφία για τον καθορισμό των ωρών, ενώ στο στοιχείο Β34 της απόφασης ρυθμίστηκε η επικοινωνία, κατά την περίοδο των εορτών. Στο στοιχείο Β36 της απόφασης απαγορεύτηκε στην αιτούσα, ..., να μετακινήσει η ίδια ή οποιοσδήποτε τρίτος το παιδί από τη φροντίδα της καθ’ ης η αίτηση-εφεσίβλητης, ..., στην οποία είχε ανατεθεί η επιμέλεια της ανήλικης … και ορίστηκε να διαμένει μαζί της. Η αιτούσα - εκκαλούσα άσκησε προσφυγή (έφεση) κατά της ανωτέρω απόφασης, από την οποία, όμως, παραιτήθηκε, όπως προκύπτει από την από 26-1-2018 απόφαση του ανωτέρω δικαστηρίου, με την οποία τροποποιούνται, ελάχιστα, οι διατάξεις της προηγούμενης απόφασης, ως προς την υποχρέωση της αιτούσας να αποστέλλει έγγραφη ειδοποίηση προ ενός μηνός σχετικά με τις ημερομηνίες επικοινωνίας που έχουν εγκριθεί από την Κοινωνική Λειτουργό και αν το παιδί απομακρυνόταν από το Ηνωμένο Βασίλειο για διάστημα 28 ημερών οι επικοινωνίες θα ξεκινούσαν με την επιστροφή της. Κατόπιν η καθ’ ης, με βάση το γεγονός ότι της προσφέρθηκε εργασία στην Ελλάδα, υπέβαλε, στις 28.09.2017, στα αγγλικά δικαστήρια, αίτηση μόνιμης μετοίκησης της ίδιας μαζί με την ανήλικη στην Ελλάδα και έτσι άρχισε νέος κύκλος προστριβών μεταξύ των διαδίκων. Στη συνέχεια, (μετά από αρκετές ακροάσεις, μεταξύ των οποίων από 16.02.2018 έως 25.07.2018) εκδόθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο Οικογενειακό τμήμα - Οικογενειακό Δικαστήριο του Chelmsford η από 25.07.2018 απόφαση του Δικαστή Newton, στην οποία αφού αναφέρεται ότι αναγνωρίστηκε ότι η καθ’ ης έχει γονική μέριμνα στο ανήλικο σύμφωνα με τη δικαστική απόφαση που εκδόθηκε στις 29.03.2016, ότι με απόφαση της 03.02.2017 το ανήλικο τέκνο διατάχθηκε να ζει με την καθ’ ης, ότι η διαταγή αυτή επαναλήφθηκε με την από 08.08.2017 απόφαση, και ότι με την από 25.04.2018 διαταγή του δικαστή Newton διατάχθηκε η ανήλικη να κατοικεί με την καθ’ ης στην κατοικία της στην Ελλάδα, στη συνέχεια χορηγήθηκε η άδεια στην καθ’ ης να απομακρύνει, μόνιμα, την ανήλικη από τη δικαιοδοσία της Αγγλίας και της Ουαλίας, και συγκεκριμένα να μετεγκατασταθεί στην Ελλάδα απορρίπτοντας την αίτηση της αιτούσας για έκδοση απόφασης «να ζει με», μοιράζοντας το χρόνο μεταξύ των δύο γονέων και όρισε την επικοινωνία της τελευταίας με την ανήλικη στο Ηνωμένο Βασίλειο ως εξής: «(ι) τρεις συνεχόμενες ημέρες κατά τη διάρκεια των ελληνικών καλοκαιρινών σχολικών διακοπών που ξεκινούν το 2018 και με περίοδο 2 1/2 ώρες για κάθε ημέρα με εποπτεία από ανεξάρτητο οργανισμό στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η … θα πληρώσει για το κόστος της εποπτείας και το κόστος της επιστροφής για τη Λίνα για να έρθει σε επαφή (ii) «τρεις συνεχόμενες ημέρες κατά τη διάρκεια των ελληνικών σχολικών Χριστουγεννιάτικων διακοπών που αρχίζουν το 2018 και με εποπτεία από ανεξάρτητο οργανισμό στο Ηνωμένο Βασίλειο για περίοδο 2 1/2 ώρες για κάθε ημέρα. Η … θα πληρώσει το κόστος των ταξιδιών της … για να πραγματοποιηθεί αυτή η επαφή». (iii) «οι ημερομηνίες, ο χρόνος και ο τόπος των επισκέψεων και η ταυτότητα του εποπτικού φορέα θα καθοριστούν για τα επόμενα δύο χρόνια με τη βοήθεια του δικηγόρου του παιδιού σε άμεση επικοινωνία με τους ... και ... Προβλέπεται από το Δικαστήριο ότι τέτοιες ρυθμίσεις ως προς τις ημερομηνίες θα αποτελέσουν πρότυπο για τα επόμενα δύο έτη... Εν τω μεταξύ, η καθ’ ης η αίτηση, στις αρχές του έτους 2018 (χωρίς να αποδειχθεί η ακριβής ημερομηνία), πάντως πριν την έκδοση της ως άνω απόφασης (της από 25.07.2018, του Δικαστή Newton), πήρε την ανήλικη και ήρθε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη, στη διεύθυνση..., χωρίς τη συναίνεση της αιτούσας, η οποία, όπως προκύπτει από όλα τα προαναφερθέντα είχε την από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας της ανήλικης, εκτός από το δικαίωμα καθορισμού του τρόπου μόρφωσης και του τόπου, στον οποίο θα λάμβανε χώρα η εκπαίδευση του τέκνου της. Η μετακίνηση του τέκνου των διαδίκων από το Ηνωμένο Βασίλειο στην Ελλάδα εκ μέρους της καθ’ ης είναι παράνομη (άρθρο 3 της Σύμβασης της Χάγης), καθόσον: α) έγινε κατά παράβαση του δικαιώματος επιμέλειας της αιτούσας που αναγνωρίζεται από κοινού με την καθ’ ης - αποκτήσασα γονική μέριμνα γονέα του (που είναι γυναίκα) από το δίκαιο του Ηνωμένου Βασιλείου (προσκομιζόμενο σε μετάφραση από την αιτούσα), δηλαδή το δίκαιο του κράτους στο οποίο το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του και β) η αιτούσα ασκούσε πραγματικά το δικαίωμα της γονικής μέριμνας από κοινού με την καθ’ ης κατά τον ως άνω κρίσιμο χρόνο, καθόσον της είχε αφαιρεθεί μόνο η επιμέλεια αναφορικά με θέματα σχετικά με τη μόρφωση του παιδιού, συμπεριλαμβανομένου, μεταξύ άλλων, του τόπου στον οποίον θα λάβει χώρα η σχολική εκπαίδευση του παιδιού κατά τα προαναφερθέντα. Από το δίκαιο του νόμου περί τέκνων του τόπου συνήθους διαμονής του τέκνου πριν την μετακίνησή του, δηλαδή του Ηνωμένου Βασιλείου, ο καθορισμός της διαμονής του τέκνου ανήκει στη σφαίρα της γονεϊκής ευθύνης αμφοτέρων των γονέων και όχι αποκλειστικά στο γονέα που έχει το δικαίωμα επιμέλειας του τέκνου, γονεϊκή ευθύνη από την οποία δεν έχει εκπέσει ούτε παραιτηθεί, στην προκειμένη περίπτωση, η αιτούσα και στο πλαίσιο της οποίας αυτή ουδέποτε συγκατατέθηκε στην μετακίνηση και διαμονή της ανήλικης κόρης της στην Ελλάδα και δη στη Θεσσαλονίκη. Αν η καθ’ ης η αίτηση είχε το δικαίωμα να μετακινήσει μόνη της το παιδί από τη βιολογική του μητέρα, θα το είχε πράξει χωρίς να προβεί στις ανωτέρω ενέργειες και να ζητήσει, με την από 28.09.2017 αίτησή της, κατά τα προαναφερθέντα, άδεια από τα δικαστήρια του Ηνωμένου Βασιλείου. Ο χρόνος που διέρρευσε από την παράνομη αυτή μετακίνηση και εν συνεχεία παρακράτησή του από τη μητέρα του (αρχές του 2018) μέχρι το χρόνο κατάθεσης της αίτησης (16.07.2018) είναι μικρότερος του έτους. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η καθ’ ης διαμένει στη Θεσσαλονίκη, στην ..., όπου της έχει παραχωρηθεί στέγη και εργάζεται ως καθηγήτρια αγγλικών, ενώ το ανήλικο τέκνο των διαδίκων φοιτά εκεί αρχικά στο νηπιαγωγείο και ήδη στην πρώτη τάξη του δημοτικού. Το παρόν Δικαστήριο είχε προσωπική επαφή με το ανωτέρω ανήλικο, με το οποίο συνομίλησε για αρκετή ώρας προσπαθώντας να διερευνήσει τη γνώμη και την επιθυμία του, σχετικά με τη χώρα και το περιβάλλον που επιθυμεί να διαβιώνει, χωρίς να γνωρίζει εκ των προτέρων το βαθμό της ωριμότητάς του, που δεν αποδεικνύεται μόνο από την ηλικία του. Και τούτο έπραξε το Δικαστήριο όχι μόνο για να διαπιστώσει τη σχετική προτίμηση της ανήλικης, αλλά και για να διερευνήσει, παράλληλα, κατά τη διάρκεια της προσωπικής επικοινωνίας μαζί της, τη συναισθηματική και ψυχολογική κατάστασή της, σήμερα, μετά από δύο και πλέον έτη που διαβιώνει με την καθ’ ης - γονέα της, κοντά στην οικογένειά της, σε ένα νέο περιβάλλον, στην Ελλάδα (που, βέβαια, δεν της ήταν άγνωστο, γιατί επισκέπτονταν το συγγενικό περιβάλλον της, στην Ελλάδα, κατά τη διάρκεια των διακοπών της), χωρίς την παρουσία της βιολογικής μητέρας της, την τυχόν επιβάρυνσή της (και το μέγεθος της όποιας επιβάρυνσής της) από τις νέες συνθήκες της ζωής της και τον ενδεχόμενο συναισθηματικό κλονισμό και τη φόρτισή της από την προσπάθεια που πιθανώς κατέβαλε για να προσαρμοσθεί σ’ αυτές (στις νέες συνθήκες), καθώς και για να εξακριβώσει το επίπεδο και τις ακριβείς συνθήκες της ζωής της, ιδίως κατά τα τελευταία δύο χρόνια που διαβιώνει στην Ελλάδα με την καθ’ ης γονέα της. Η επιθυμία της ανήλικης, η οποία, σημειωτέον, είναι έξυπνο και εξωστρεφές παιδί και απάντησε ευθέως, αλλά και με χαρακτηριστική αφέλεια μερικές φορές, σε όλες τις (άμεσες και έμμεσες) ερωτήσεις του Δικαστηρίου, είναι ότι αφενός προτιμά να παραμείνει με την καθ’ ης, και το συγγενικό της περιβάλλον, στη Θεσσαλονίκη, να συνεχίσει το σχολείο της εδώ και να μην χάσει τους νέους φίλους της και αφετέρου ότι δεν επιθυμεί να βλέπει την αιτούσα βιολογική μητέρα της, ούτε εδώ στην Ελλάδα, ούτε στην Αγγλία, αλλά αν αυτό δεν γίνεται, να μην τη βλέπει καθόλου, θα προτιμούσε να την βλέπει εδώ στην Ελλάδα και όχι στην Αγγλία και περαιτέρω, να επικοινωνεί, τηλεφωνικά, με αυτήν. Η ανήλικη, παρά το ότι είναι μόλις 6,5 ετών, όπως φάνηκε, έχει τη δυνατότητα να συγκρίνει το περιβάλλον της μιας χώρας και της άλλης (τουλάχιστον από την πλευρά και ως προς εκείνα τα σημεία που αφορούν και αγγίζουν τη δική της ζωή), δείχνει ευχαριστημένη και συναισθηματικά ασφαλής με την καθημερινότητά της και το περιβάλλον που ζει σήμερα και εκτός από τα συναισθήματα αγάπης που τρέφει για την καθ’ ης -γονέα της, φαίνεται ότι έχει αναπτύξει ένα ιδιαίτερο συναισθηματικό και ψυχικό δεσμό μαζί της. Το παιδί εκδήλωσε με κατηγορηματικό τρόπο τη συγκεκριμένη προτίμησή του να εξακολουθήσει να ζει στη Θεσσαλονίκη, επιχειρηματολογώντας ξεκάθαρα σε βάρος της αιτούσας βιολογικής της μητέρας, η οποία μαλώνει συνέχεια με την καθ’ ης, την οποία αποκαλούσε μητέρα της, ότι δεν την θέλει γιατί την εγκατέλειψε, ενώ η καθ’ ης μητέρα της δεν την έχει εγκαταλείψει ποτέ. Επίσης ανέφερε ότι δεν θα ήθελε να επιστρέφει στην Αγγλία ούτε για να βρεθεί με τον αδερφό της, ..., τον οποίο απέκτησε η καθ’ ης και πάλι με εξωσωματική γονιμοποίηση, γιατί δεν τον γνωρίζει, αλλά ούτε και να βρεθεί στο δικό της δωμάτιο εκεί και τα παιχνίδια της, και ότι προτιμά τις νέες βιοτικές της συνθήκες και τον τρόπο της ζωής της στην Ελλάδα. Το ανήλικο τέκνο των διαδίκων φαίνεται απόλυτα προσαρμοσμένο στον ελληνικό τρόπο ζωής και στον κοινωνικό του περίγυρο και εξοικειωμένο με τις ελληνικές συνήθειες, γνωρίζει άριστα την ελληνική γλώσσα (σα να ζει από τη γέννησή της στην Ελλάδα), έχει άριστη σχέση με την καθ’ ης γονέα του και όλους τους συγγενείς της, και φαίνεται ότι έχει πλήρως εγκλιματισθεί στο καινούργιο οικογενειακό, φιλικό, κοινωνικό, πολιτιστικό και εκπαιδευτικό εν γένει περιβάλλον του. Η συγκεκριμένη στάση της ανωτέρω ανήλικης δεν μπορεί να θεωρηθεί αποτέλεσμα πρόσκαιρης συναισθηματικής φόρτισης ή προϊόν υποβολής από την καθ’ ης, αλλά αποτελεί έκφραση αληθινών συναισθημάτων και προϊόν (ανάλογης με την ηλικία της) λογικής εκτίμησης των πραγμάτων, αφού οι τοποθετήσεις, σκέψεις και προτιμήσεις της για το περιβάλλον και τις βιοτικές της συνθήκες, σε ένα μεγάλο βαθμό, ήταν αποτέλεσμα των προσωπικών διαπιστώσεων και παρατηρήσεών της, εκφράσθηκαν με ιδιαίτερο τρόπο, με ξεχωριστές εκφράσεις και ξεχωριστή επιχειρηματολογία και έφεραν οπωσδήποτε την προσωπική σφραγίδα της. Για το λόγο αυτό, ενδεχόμενη παραγνώριση της εκφρασθείσας κατά τα άνω θέλησης της ανήλικης να παραμείνει στο οικείο, πλέον γι’ αυτή, οικογενειακό περιβάλλον της με την καθ’ ης γονέα της, την οποία θεωρεί ως τη μόνη μητέρα της, η οποία, όπως προέκυψε, τη περιβάλλει με ιδιαίτερη αγάπη και στοργή, θα αποτελούσε (πλέον) βίαιη επέμβαση στη ζωή της, με σοβαρές δυσμενείς συνέπειες για τον ψυχικό και συναισθηματικό της κόσμο, χωρίς να αποκλείεται η εκδήλωση αρνητικών ή ακραίων αντιδράσεων εκ μέρους της στην επικοινωνία της με τη βιολογική της μητέρα, με μεγάλη πιθανότητα να μην καταστεί δυνατό να εκτελεσθεί (αναγκαστικά) η συναφής δικαστική απόφαση επικοινωνίας, ενώ η μόνιμη, εκ νέου, εγκατάστασή της στην Αγγλία θα επηρεάσει αρνητικά την ψυχοκοινωνική της υπόσταση και κατάσταση και η αποκοπή της από την Ελλάδα, την οποία ξεκάθαρα προτιμά έναντι της Αγγλίας, δεν ενδείκνυται. Με την κρινόμενη αίτησή της η αιτούσα, ζητούσε, κατά το επικουρικό αίτημα αυτής, που επαναφέρει στο παρόν Δικαστήριο με σχετικό λόγο της έφεσής της, τη μετακίνηση του τέκνου τους στο Ηνωμένο Βασίλειο και την τήρηση του καθορισθέντος με την από 8.8.2017 απόφαση τρόπου επικοινωνίας (αίτημα το οποίο απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας και εξέτασης αυτού). Η παραβίαση από την καθ’ ης η αίτηση, της κατ’ ουσία, άνευ ισχύος, από 08.08.2017 απόφασης της δικαστή Shanks, δεδομένου ότι επί του θέματος αυτού έχει εκδοθεί η μεταγενέστερη από 24.07.2018 απόφαση του δικαστή Newton, που ρυθμίζει την επικοινωνία της αιτούσας κατά τον προαναφερόμενο τρόπο, είναι άνευ δυσμενούς έννομης συνέπειας γι’ αυτήν σε ό,τι αφορά την αιτούμενη επιστροφή του τέκνου στο Ηνωμένο Βασίλειο, δεδομένης και της έλλειψης του ουσιώδους, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, συνδέσμου του τόπου της συνήθους διαμονής του ανηλίκου τέκνου της στο Ηνωμένο Βασίλειο... Επομένως, ενόψει των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν, στην προκειμένη περίπτωση δεν υφίσταται δέσμευση του παρόντος Δικαστηρίου από τις διατάξεις της προμνημονευόμενης Διεθνούς Σύμβασης της Χάγης να δεχθεί την ένδικη αίτηση της αιτούσας - εκκαλούσας, μολονότι η τελευταία ζήτησε με αυτήν την επιστροφή του ανηλίκου τέκνου της πριν από την παρέλευση έτους από την ως άνω μετακίνησή του, γιατί,.., αφενός αποδείχθηκε ότι υπάρχει σοβαρός κίνδυνος η επιστροφή του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων στην Αγγλία να το εκθέσει σε φυσική και ψυχική δοκιμασία και να το περιαγάγει σε μια αφόρητη κατάσταση (άρθρο 13 εδάφ. 1 περ. β της Σύμβασης) και αφετέρου διαπιστώθηκε ότι το ανήλικο, το οποίο, όπως εξακριβώθηκε, έχει ήδη την ηλικία και την ωριμότητα που υπαγορεύει να ληφθεί υπόψη η σχετική γνώμη του, αντιτίθεται σθεναρά στην επιστροφή του (άρθρο 13 εδάφ. 2της Σύμβασης), κατά παραδοχή του αντίστοιχου ισχυρισμού της καθής - εφεσίβλητης, που επαναφέρεται στην παρούσα δίκη... Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο, κρίνοντας βάσιμη την προβληθείσα από την αναιρεσίβλητη ένσταση από το άρθρο 13 στοιχ. β` περ. β` της ως άνω Διεθνούς Σύμβασης, απέρριψε, με επάλληλη αιτιολογία, την έφεση της αναιρεσείουσας, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση που είχε κρίνει ομοίως και είχε απορρίψει την αίτησή της. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεν στέρησε την προσβαλλομένη απόφαση από νόμιμη βάση, σε σχέση με το κρίσιμο ζήτημα της βασιμότητας της πιο πάνω, καταλυτικής της ασκηθείσας αίτησης επιστροφής του ανηλίκου, ένστασης της αναιρεσίβλητης, καθόσον διέλαβε σ’ αυτήν την απαιτούμενη αιτιολογία, που ανταποκρίνεται στο πραγματικό των προδιαληφθεισών ουσιαστικού δικαίου διατάξεων της από 25-10-1980 Σύμβασης της Χάγης και, ειδικότερα, του άρθρου 13 στοιχ. β περ. β` αυτής, καθώς και του άρθρου 11 του Κανονισμού (ΕΚ) 2201/2003 του Συμβουλίου της 27ηζ Νοεμβρίου 2003, και καθιστά εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο περί της ορθής ή μη εφαρμογής αυτών, τις οποίες έτσι δεν παραβίασε εκ πλαγίου. Τούτο δε, διότι αναφέρονται στην απόφαση, με σαφήνεια και επάρκεια τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν το σαφώς διατυπούμενο καταληκτικό αποδεικτικό της πόρισμα, ότι το ανήλικο, για το οποίο ανελέγκτως δέχθηκε ότι έχει ήδη την ηλικία (6,5 ετών) και την ωριμότητα που υπαγορεύει να ληφθεί υπόψη η σχετική γνώμη του, «αντιτίθεται σθεναρά στην επιστροφή του» στην Αγγλία, με τις υποστηρίζουσες την κρίση του αυτή, ως προς την εξειδίκευση της αόριστης νομικής έννοιας του συμφέροντος του παιδιού, παραδοχές ότι κατά την προσωπική επαφή που είχε μαζί του το Δικαστήριο διαπιστώθηκε α) ότι επιθυμία της ανήλικης είναι να παραμείνει με την αναιρεσίβλητη, και το συγγενικό της περιβάλλον, στη Θεσσαλονίκη, να συνεχίσει το σχολείο της εκεί και να μην χάσει τους νέους φίλους της, β) ότι δεν επιθυμεί να βλέπει την αναιρεσείουσα βιολογική μητέρα της, ούτε εδώ στην Ελλάδα ούτε στην Αγγλία, γ) ότι εκδήλωσε με κατηγορηματικό τρόπο τη συγκεκριμένη προτίμησή της να εξακολουθήσει να ζει στη Θεσσαλονίκη, επιχειρηματολογώντας ξεκάθαρα σε βάρος της αιτούσας βιολογικής της μητέρας, που μαλώνει συνέχεια με την αναιρεσίβλητη, την οποία αποκαλούσε μητέρα της και, επίσης, ότι δεν την θέλει γιατί την εγκατέλειψε, ενώ η αναιρεσίβλητη δεν την έχει εγκαταλείψει ποτέ, δ) ότι δεν θα ήθελε να επιστρέφει στην Αγγλία ούτε για να βρεθεί με τον αδερφό της, …, γιατί δεν τον γνωρίζει, αλλά ούτε και να βρεθεί στο δικό της δωμάτιο εκεί και τα παιχνίδια της, και ότι προτιμά τις νέες βιοτικές της συνθήκες και τον τρόπο της ζωής της στην Ελλάδα, ε) ότι η συγκεκριμένη στάση της ανήλικης δεν είναι αποτέλεσμα πρόσκαιρης συναισθηματικής φόρτισης ή προϊόν υποβολής από την αναιρεσίβλητη, αλλά αποτελεί έκφραση αληθινών συναισθημάτων και προϊόν (ανάλογης με την ηλικία της) λογικής εκτίμησης των πραγμάτων, αφού οι τοποθετήσεις, σκέψεις και προτιμήσεις της για το περιβάλλον και τις βιοτικές της συνθήκες, σε ένα μεγάλο βαθμό, ήταν αποτέλεσμα των προσωπικών διαπιστώσεων και παρατηρήσεών της, εκφράσθηκαν με ιδιαίτερο τρόπο, με ξεχωριστές εκφράσεις και ξεχωριστή επιχειρηματολογία και έφεραν οπωσδήποτε την προσωπική σφραγίδα της και στ) ότι ενδεχόμενη παραγνώριση της εκφρασθείσας κατά τα άνω θέλησης της ανήλικης να παραμείνει στο οικείο, πλέον γι΄αυτή, οικογενειακό περιβάλλον της με την αναιρεσίβλητη γονέα της, την οποία θεωρεί ως τη μόνη μητέρα της, θα αποτελούσε βίαιη επέμβαση στη ζωή της, με σοβαρές δυσμενείς συνέπειες για τον ψυχικό και συναισθηματικό της κόσμο, χωρίς να αποκλείεται η εκδήλωση αρνητικών ή ακραίων αντιδράσεων εκ μέρους της στην επικοινωνία της με τη βιολογική της μητέρα, με μεγάλη πιθανότητα να μην καταστεί δυνατό να εκτελεσθεί (αναγκαστικά) η συναφής δικαστική απόφαση επικοινωνίας. Επομένως, ο έκτος λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο προσάπτονται στην προσβαλλομένη απόφαση αιτιάσεις για ασαφείς και ανεπαρκείς αιτιολογίες επί του ουσιώδους για την έκβαση της δίκης ως άνω ζητήματος, σχετικά α) με το αν η επιθυμία του ανηλίκου να μην επιστρέψει στην Αγγλία είναι προϊόν ελεύθερης βούλησής του ή καταναγκασμού του από την αναιρεσίβλητη και β) και αν αυτό είχε την ηλικία και ωριμότητα για να ληφθεί υπόψη η γνώμη του, και εκ πλαγίου εντεύθεν παραβίαση των προδιαληφθεισών ουσιαστικού δικαίου διατάξεων, είναι αβάσιμος. Από τις διατάξεις των άρθρων 68 και 556 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι για το παραδεκτό των λόγων της αναίρεσης, πρέπει ο αναιρεσείων να έχει έννομο συμφέρον να ανατρέψει την προσβαλλομένη απόφαση, ένεκα σφάλματος που αναφέρεται στον αναιρετικό λόγο. Έτσι, στην περίπτωση που το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης στηρίζεται αυτοτελώς σε περισσότερες επάλληλες αιτιολογίες, πλην όμως η μία από αυτές δεν πλήττεται ή πλήττεται ανεπιτυχώς, ήτοι δεν τελεσφορεί, οι λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους προσβάλλεται η άλλη αιτιολογία, είναι αλυσιτελείς, γιατί οι προσβαλλόμενες πλημμέλειες δεν επιδρούν στο διατακτικό της αποφάσεως, το οποίο στηρίζεται αυτοτελώς από την ή τις μη πληττόμενες επιτυχώς αιτιολογίες (Ολ.ΑΠ 25/2003, ΑΠ723/2020, ΑΠ 383/2017, ΑΠ 823/2012). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πέμπτο λόγο της αίτησης αναίρεσης αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι από τους αρ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλειες και συγκεκριμένα ότι το Εφετείο, δεχόμενο ότι «υπάρχει σοβαρός κίνδυνος η επιστροφή του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων στην Αγγλία να το εκθέσει σε φυσική και ψυχική δοκιμασία και να το περιαγάγει σε μια αφόρητη κατάσταση», εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 13 στοιχ. β περ. α` της Σύμβασης της Χάγης, όσον αφορά την εφαρμογή της καθιερούμενης με αυτή εξαίρεσης και τη συγκεκριμενοποίηση της αόριστης έννοιας του συμφέροντος του τέκνου και της έκθεσης αυτού σε φυσική ή ψυχική δοκιμασία ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο περιαγωγή αυτού σε μια αφόρητη κατάσταση που εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για το ανήλικο τέκνο η επιστροφή του στο Ηνωμένο Βασίλειο, αφού κατά την αληθινή έννοια της διάταξης αυτής, που πρέπει να ερμηνεύεται στενά, «το περιεχόμενο του όρου κίνδυνος περιαγωγής σε αφόρητη κατάσταση» αφορά εντελώς εξαιρετικές καταστάσεις που δεν συντρέχουν στη συγκεκριμένη περίπτωση των διαδίκων. Επικουρικά δε, με τον ίδιο λόγο της αίτησης αναίρεσης, προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση έλλειψη νόμιμης βάσης, με την αιτίαση ότι με ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες κατέληξε στην παραπάνω κρίση της. Όμως, όπως ήδη εκτέθηκε, το Εφετείο αρνήθηκε να διατάξει την επιστροφή του ανήλικου στον τόπο όπου διέμενε πριν την μετακίνησή του από την αναιρεσίβλητη και έκρινε έτσι απορριπτέα την αίτηση της αναιρεσείουσας, διαλαμβάνοντας στην απόφασή του και τη δεύτερη επάλληλη αιτιολογία, ότι «το ανήλικο, το οποίο, όπως εξακριβώθηκε, έχει ήδη την ηλικία και την ωριμότητα που υπαγορεύει να ληφθεί υπόψη η σχετική γνώμη του, αντιτίθεται σθεναρά στην επιστροφή του» (άρθρο 13 στοιχ. β περ. β’ της Σύμβασης). Η αιτιολογία αυτή, που στηρίζει αυτοτελώς το απορριπτικό διατακτικό της εφετειακής απόφασης, επλήγη κατά τα ανωτέρω ανεπιτυχώς, κριθέντος ως αβασίμου του κατ’ αυτής ως άνω σχετικού έκτου λόγου, και συνεπώς οι αποδιδόμενες με τον παρόντα λόγο της αίτησης αναίρεσης πλημμέλειες στην προσβαλλόμενη απόφαση από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ προβάλλονται αλυσιτελώς και χωρίς έννομο συμφέρον, αφού δεν επιδρούν τελικώς στο διατακτικό της. Συνακόλουθα ο πέμπτος λόγος της αίτησης αναίρεσης είναι απαράδεκτος, αφού τυχόν αποδοχή του, δεν επηρεάζει το διατακτικό της αποφάσεως. Σε κάθε περίπτωση, όμως, με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, ότι δηλαδή δεν υπάρχει δέσμευση για την παραδοχή της αιτήσεως και την επιστροφή του παιδιού στον τόπο της συνήθους διαμονής του, διότι υφίσταται σοβαρός κίνδυνος η επιστροφή του παιδιού να το θέσει σε φυσική και ψυχική δοκιμασία, περιάγοντας αυτό σε αφόρητη κατάσταση, ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε τις προπαρατεθείσες ουσιαστικού διατάξεις του άρθρου 13 στοιχ. β περ. α` της Σύμβασης της Χάγης, ως προς την εξειδίκευση της αόριστης νομικής έννοιας του συμφέροντος του παιδιού. Και τούτο, διότι τα ανωτέρω, ανελέγκτως γενόμενα δεκτά ως αποδειχθέντα, πραγματικά περιστατικά, ήτοι α) ότι η αναιρεσίβλητη τον Ιανουάριο του 2017, δηλαδή λίγο πριν τη μετακίνηση του ανηλίκου στην Ελλάδα από την αναιρεσίβλητη, είχε εγκαταλείψει αυτό και γι’ αυτό, στις 3.02.2017, λόγω Εγκατάλειψης της ανήλικης από τη βιολογική μητέρα της αναιρεσείουσα, το Δικαστήριο ανέθεσε τότε την πλήρη επιμέλεια αυτής στην αναιρεσίβλητη, β) ότι έκτοτε η ανήλικη (που είχε ηλικία τότε 3,5 ετών) ζει συνεχώς μέχρι και σήμερα με την αναιρεσίβλητη, ενώ η αναιρεσείουσα έχει έρθει σε επαφή μαζί της λίγες φορές, γ) ότι με την από 8.8.2017 δικαστική απόφαση ορίστηκε ότι η αναιρεσίβλητη θα έχει δικαίωμα να ασκεί τη γονική μέριμνα της ανήλικης, αποκλεισμένης της αναιρεσείουσας σε θέματα σχετικά με τη μόρφωση του παιδιού, συμπεριλαμβανομένου, μεταξύ άλλων, του τόπου στον οποίον θα λάβει χώρα η σχολική εκπαίδευση του παιδιού, δ) ότι με την εκδοθείσα, μετά την μετακίνηση του ανηλίκου, από 25.07.2018 απόφαση χορηγήθηκε η άδεια στην αναιρεσίβλητη να απομακρύνει, μόνιμα, αυτό από τη δικαιοδοσία της Αγγλίας και της Ουαλίας, και συγκεκριμένα να μετεγκατασταθεί στην Ελλάδα, όπου φοιτά ήδη στην πρώτη τάξη του δημοτικού, ε) ότι το ανήλικο έχει αναπτύξει ιδιαίτερο συναισθηματικό και ψυχικό δεσμό με την αναιρεσίβλητη, την οποία αποκαλεί μητέρα, και είναι απόλυτα προσαρμοσμένο στον ελληνικό τρόπο ζωής και στον κοινωνικό του περίγυρο και εξοικειωμένο με τις ελληνικές συνήθειες, έχοντας πλήρως εγκλιματισθεί στο καινούργιο οικογενειακό, φιλικό, κοινωνικό, πολιτιστικό και εκπαιδευτικό εν γένει περιβάλλον του και στ) ότι η μόνιμη, εκ νέου, εγκατάστασή του στην Αγγλία θα επηρεάσει αρνητικά την ψυχοκοινωνική της υπόσταση, πληρούν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, την αόριστη νομική έννοια του συμφέροντος του ανηλίκου και στοιχειοθετούν το πραγματικό της προβληθείσας από την αναιρεσίβλητη σχετικής ένστασης, όσον αφορά την φυσική και ψυχική δοκιμασία αυτού, εφόσον τα περιστατικά αυτά, έχουν την γενική τάση, μετά σφοδρής, πιθανότητας και κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων κατά την κρίση λογικού και επιμελούς ανθρώπου να επιφέρουν στη συγκεκριμένη περίπτωση τα αποδοκιμαζόμενα από τη Διεθνή Σύμβαση αποτελέσματα. Εξάλλου, το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του σαφείς, πλήρεις και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, οι οποίες στηρίζουν το σαφώς επίσης διατυπούμενο ως άνω αποδεικτικό του πόρισμα και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη υπαγωγή των ως άνω πραγματικών περιστατικών, που δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, στον προσήκοντα κανόνα δικαίου των ειρημένων διατάξεων της από 25-10-1980 Σύμβασης της Χάγης, τις οποίες έτσι ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Επομένως, ο πέμπτος λόγος της αίτησης αναίρεσης είναι, σε κάθε περίπτωση, αβάσιμος. Με τον τρίτο λόγο αναίρεσης, η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια, από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, της παραβίασης των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων της από 25-10-1980 Σύμβασης της Χάγης και ειδικότερα του άρθρου 13 στοιχ. β, τις οποίες το Εφετείο εσφαλμένως εφάρμοσε, ενώ δεν ήσαν εφαρμοστέες, καθόσον η αναιρεσίβλητη δεν είναι γονέας του ανηλίκου ούτε και ασκεί νομίμως για την Ελλάδα την επιμέλεια αυτού. Ωστόσο, κατά τη μείζονα σκέψη, η ως άνω Διεθνής Σύμβαση εφαρμόζεται τόσο στην περίπτωση προσβολής του δικαιώματος επιμέλειας του γονέα από τρίτο όσο και στην περίπτωση προσβολής αυτού από τον άλλο γονέα, ενώ όσον αφορά στο δικαίωμα επιμέλειας του ανηλίκου, αυτό κρίνεται με δικαστική απόφαση ή από τον νόμο ή από συμφωνία που ισχύει σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν από τη μετακίνηση ή την κατακράτησή του, στην προκειμένη δε περίπτωση έχει κριθεί τούτο σύμφωνα με τον νόμο που ισχύει στο Ηνωμένο Βασίλειο και τις αναφερόμενες στην προσβαλλόμενη απόφαση δικαστικές αποφάσεις των Δικαστηρίων της χώρας αυτής (που αποτελούσε τον τόπο διαμονής της ανήλικης πριν τη μετακίνησή της). Ειδικότερα, κατά τις ανέλεγκτες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, η αναιρεσίβλητη έχει αναγνωρισθεί γονέας της ανήλικης από κοινού με την αναιρεσείουσα, έχοντας τελέσει μεταξύ τους νόμιμο γάμο κατά το δίκαιο του Ηνωμένου Βασιλείου, όπως δε ρητά αναφέρεται στην από 25.07.2018 απόφαση του Δικαστή Newton, η αναιρεσίβλητη αναγνωρίστηκε ότι έχει γονική μέριμνα στο ανήλικο σύμφωνα με τη δικαστική απόφαση που εκδόθηκε στις 29.03.2016, ότι με απόφαση της 03.02.2017 το ανήλικο τέκνο διατάχθηκε να ζει με την αναιρεσίβλητη, ότι η διαταγή αυτή επαναλήφθηκε με την από 08.2017 απόφαση, και ότι με την από 25.04.2018 διαταγή του δικαστή Newton διατάχθηκε η ανήλικη να κατοικεί με την αναιρεσίβλητη στην κατοικία της στην Ελλάδα. Συνεπώς, τα περιστατικά αυτά πληρούν τις προϋποθέσεις εφαρμογής της από 25-10-1980 Σύμβασης της Χάγης, καθόσον πρόκειται για παράνομη μετακίνηση παιδιού νεότερου των δέκα έξι ετών, το οποίο είχε τη συνήθη διαμονή του σε συμβαλλόμενο κράτος (Αγγλία) αμέσως πριν την προσβολή του δικαιώματος συνεπιμέλειας της αναιρεσείουσας, σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος (Ελλάδα), από τον, επίσης, έχοντα συνεπιμέλεια του ανηλίκου έτερο γονέα (αναιρεσίβλητη), αναγνωριζόμενο ως τέτοιο από το δίκαιο της χώρας συνήθους διαμονής του παιδιού, δηλαδή της Αγγλίας, έστω και αν αυτός στην ελληνική έννομη τάξη δεν αναγνωρίζεται ως γονέας, αφού από τις διατάξεις της Σύμβασης ουδόλως προκύπτει ότι για την εφαρμογή της τίθεται ως προϋπόθεση εκείνος που απήγαγε το παιδί να αναγνωρίζεται ως γονέας και κατά το δίκαιο του κράτους στο οποίο παρανόμως το παιδί μετακινήθηκε. Άλλωστε, τις διατάξεις της ανωτέρω Σύμβασης επικαλέστηκε και η ίδια η αναιρεσείουσα προς θεμελίωση της ένδικης αίτησής της. Επομένως, ο προαναφερόμενος τρίτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Περαιτέρω, οι πιο πάνω διατάξεις της από 25-10-1980 Σύμβασης της Χάγης, όπως και αυτές του Κανονισμού (ΕΚ) 2201/2003 για τις εξαιρέσεις από την υποχρέωση επιστροφής του παιδιού, τις οποίες εφάρμοσε το Εφετείο και από τις οποίες, κατά τη μείζονα σκέψη, προκύπτει ως κυρίαρχη αρχή για την προστασία των δικαιωμάτων του παιδιού «το ύψιστο συμφέρον αυτού», το οποίο πρέπει να αντιμετωπίζεται ως άτομο με τις δικές του ανάγκες και δικαιώματα, δεν έρχονται σε αντίθεση με το άρθρο 21 του Συντάγματος, το οποίο προστατεύει την οικογένεια και την παιδική ηλικία, το άρθρο 8 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., το οποίο ορίζει ότι παν πρόσωπο δικαιούται εις τον σεβασμό της οικογενειακής του ζωής, και το άρθρο 1518 ΑΚ το οποίο ορίζει ότι η επιμέλεια του τέκνου περιλαμβάνει ιδίως τον προσδιορισμό του τόπου διαμονής του, αφού και οι πιο πάνω διατάξεις, ερμηνευόμενες υπό το πρίσμα και πνεύμα της ανωτέρω Διεθνούς Σύμβασης, παρέχουν ξεχωριστή προστασία στο παιδί ως υποκείμενο δικαιωμάτων και ως αυτοτελή προσωπικότητα με γνώμονα, επίσης, το συμφέρον αυτού, το οποίο αναγνωρίζουν παράλληλα με τη συνύπαρξη των δικαιωμάτων γονέων και παιδιών στο πλαίσιο του θεσμού της οικογένειας, χωρίς δηλαδή να απορροφάται η προσωπικότητα του παιδιού από τον εν λόγω θεσμό, θεωρώντας αυτό αυθύπαρκτο μέλος της, που χρήζει αυτοτελούς προστασίας. Κατά συνέπεια, το Εφετείο δεν παραβίασε, με την εφαρμογή της Διεθνούς Σύμβασης, τις προαναφερόμενες διατάξεις, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα και, ως εκ τούτου, ο σχετικός δεύτερος, από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αναιρετικός λόγος είναι αβάσιμος. Ομοίως, και ο τέταρτος λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αρ. 1 του άρθρου 559ΚΠολΔ πλημμέλεια ότι, με την απόρριψη της αίτησης της αναιρεσείουσας, το Εφετείο αναγνώρισε ουσιαστικά στην αναιρεσίβλητη δικαίωμα επιμέλειας του ανηλίκου, αναγνωρίζοντας έτσι την ισχύ στην Ελλάδα απόφασης αγγλικού δικαστηρίου, το οποίο εφάρμοσε δίκαιο του Ηνωμένου Βασιλείου, που όμως, εφόσον πρόκειται για γάμο ομοφύλων, προσκρούει στην ελληνική δημόσια τάξη, είναι αβάσιμος, ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού το Εφετείο εφάρμοσε αποκλειστικά διατάξεις της Σύμβασης και τις συμπληρωματικές ρυθμίσεις του Κανονισμού, ερευνώντας τη συνδρομή ή μη, στην προκειμένη περίπτωση, των προϋποθέσεων επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση με κριτήριο το συμφέρον του παιδιού, που είναι κοινή επιδίωξη των εν λόγω διατάξεων, χωρίς να διαλάβει παραδοχές σχετικά με την επιμέλεια του ανηλίκου, αφού μάλιστα με τις διατάξεις αυτές ουδόλως ρυθμίζονται δικαιώματα επιμέλειας του παιδιού, αλλά αυτά κρίνονται με βάση το δίκαιο του κράτους της συνήθους διαμονής πριν τη μετακίνηση ή κατακράτηση αυτού, ενώ ο σχετικός δικαστικός έλεγχος κατά το άρθρο 3 της Συμβάσεως, πραγματοποιείται αποκλειστικά προκειμένου να διαπιστωθεί ο παράνομος χαρακτήρας της μετακίνησης ή της κατακράτησης, με γνώμονα ακριβώς το δικαίωμα επιμέλειας, το οποίο ασκείτο πραγματικά κατά το χρόνο της απαγωγής. Εξάλλου, με τον πρώτο λόγο της αίτησης αναίρεσης η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλομένη απόφαση, επίσης, την από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ πλημμέλεια, με την αιτίαση ότι παραβίασε τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1β του ν. 4251/2014, ήτοι ότι με την απόρριψη κατ’ ουσία της αίτησής της εμμέσως επέτρεψε την παράνομη διαμονή της ανήλικης θυγατέρας της ... στην Ελλάδα, καθόσον αυτή είναι υπήκοος των ΗΠΑ, η οποία είναι τρίτη χώρα και, ως εκ τούτου, έχει ανάγκη άδειας παραμονής. Και ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, δεδομένου ότι η αχθείσα ενώπιον των Ελληνικών Δικαστηρίων υπόθεση, με βάση την ασκηθείσα αίτηση επί της οποίας και έκρινε το Εφετείο, αφορά την παράνομη ή μη μετακίνηση του ανηλίκου από το Ηνωμένο Βασίλειο στην Ελλάδα με βάση τη Σύμβαση της Χάγης και τη συνδρομή ή όχι των προϋποθέσεων επιστροφής αυτού στον τόπο της συνήθους, κατά τον κρίσιμο χρόνο, διαμονής του και ως εκ τούτου δεν παραβιάστηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση οι πιο πάνω διατάξεις, οι οποίες δεν ήσαν εφαρμοστέες στη συγκεκριμένη περίπτωση. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 11 περ. γ του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Ο λόγος αυτός αναίρεσης ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη του υποστατά και αναλόγως έγκυρα αποδεικτικά μέσα, που παραδεκτά επικαλέσθηκε ο αναιρεσείων και νόμιμα προσκόμισε ο ίδιος ή οποιοσδήποτε από τους λοιπούς διαδίκους (ΑΠ70/2008, ΑΠ 222/2008), προς άμεση ή έμμεση απόδειξη ή ανταπόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή λυσιτελών ισχυρισμών, δηλαδή νόμιμων ισχυρισμών, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, διαμορφώνοντας το διατακτικό της απόφασης (Ολ. ΑΠ 42/2002, ΑΠ 953/2005), το οποίο θα ήταν διαφορετικό χωρίς τη σχετική παράλειψη (ΑΠ 1874/2008), εφόσον βέβαια προτάθηκαν παραδεκτά στο δικαστήριο της ουσίας. Για την ίδρυση πάντως του παραπάνω λόγου αναίρεσης αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για τη λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, τα οποία όφειλε αυτό να λάβει υπόψη του. Ωστόσο, στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι ανάγκη να γίνεται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση κάθε αποδεικτικού μέσου, αρκεί να προκύπτει με βεβαιότητα από το όλο περιεχόμενο της απόφασης, ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα, που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, έστω και αν στην απόφαση έχει γίνει ιδιαίτερη αναφορά σε ορισμένα μόνο από τα αποδεικτικά μέσα, επειδή θεωρήθηκαν μεγαλύτερης σημασίας κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου (ΑΠ 22/2005, ΑΠ 1072-3/2005, ΑΠ 798/2010). Έτσι, ο ανωτέρω λόγος απορρίπτεται ως κατ`ουσίαν αβάσιμος, αν αποδεικνύεται από την απόφαση, ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα τα οποία προσκομίσθηκαν και των οποίων έγινε επίκληση, αρκεί δε προς τούτο η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικής αξιολογήσεως καθενός και χωρίς διάκριση από ποια αποδεικτικά μέσα προκύπτει άμεση και από ποια έμμεση απόδειξη. Μη λήψη υπόψη πάντως δε συνάγεται από μόνο το γεγονός ότι μνημονεύονται στην απόφαση ορισμένα μόνο από τα προσκομισθέντα με επίκληση αποδεικτικά μέσα, όχι όμως και τα επίδικα (ΑΠ 1119/1999, ΑΠ 1357/2018, ΑΠ 455/2014). Εξάλλου, για να είναι ορισμένος ο λόγος αυτός αναίρεσης για μη λήψη υπόψη αποδεικτικών μέσων, που προσκομίστηκαν με επίκληση, πρέπει να εξειδικεύονται στο αναιρετήριο αυτά, να προσδιορίζεται το περιεχόμενό τους και το παραδεκτό της προσαγωγής τους, να αναφέρεται ότι έγινε επίκληση και προσκομιδή τους και να καθορίζεται ο συγκεκριμένος ουσιώδης ισχυρισμός, το βάσιμο ή αβάσιμο του οποίου θα αποδεικνύονταν με τα εν λόγω αποδεικτικά μέσα και οι λόγοι για τους οποίους ο ισχυρισμός αυτός ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 393/2018, ΑΠ 58/2008). Με τον έβδομο λόγο της αναίρεσης αποδίδει η αναιρεσείουσα στην προσβαλλόμενη την εκ του άρθρου 559 αρ. 11 γ ΚΠολΔ πλημμέλεια, ότι δεν έλαβε υπ'όψη αποδεικτικό μέσο που προσκόμισε και επικαλέσθηκε νομίμως και συγκεκριμένα το από 20-4-2018 και με αριθμό πρωτοκόλλου ... έγγραφο της Κεντρικής Αρχής του Ηνωμένου Βασιλείου, δηλαδή της ΜΟΝΑΔΑΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΑΠΑΓΩΓΗΣ ΤΕΚΝΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ (ICACU), με το οποίο παρασχέθηκαν από αυτήν (Αρχή) πληροφορίες για την κοινωνική κατάσταση του ανηλίκου τέκνου. Ο λόγος αυτός είναι, προεχόντως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, καθόσον η αναιρεσείουσα δεν προσδιορίζει ποιος είναι ο ουσιώδης ισχυρισμός, το βάσιμο ή αβάσιμο του οποίου θα αποδεικνύονταν με το εν λόγω έγγραφο (το οποίο αποτελεί απλώς ένα πληροφοριακό έγγραφο) και συνακόλουθα θα επηρέαζε τη δικανική κρίση του Εφετείου, σε κάθε δε περίπτωση είναι αβάσιμος, αφού από τη σχετική βεβαίωση του Εφετείου στην προσβαλλομένη απόφασή του, ότι στην περί πραγμάτων κρίση του κατέληξε, αφού έλαβε υπόψη, μεταξύ άλλων, και όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα επικαλέστηκαν και προσκόμισαν, σε συνδυασμό και με τις αιτιολογίες της απόφασης, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι το Εφετείο, κατά τη διαμόρφωση του αποδεικτικού του πορίσματος, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε μετά των λοιπών αποδείξεων και το παραπάνω φερόμενο ως αγνοηθέν αποδεικτικό μέσο. Κατ` ακολουθίαν τούτων, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως και να διαταχθεί, κατά την παρ. 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παράβολου που κατατέθηκε από την αναιρεσείουσα. Εξάλλου, η αναιρεσείουσα που νικήθηκε πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, κατά το σχετικό νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτής (άρθρα 176, 183, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 1-9-2020 αίτηση της ... για αναίρεση της υπ’ αριθ. 145/2020 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παράβολου που κατατέθηκε κατά την άσκηση της αναίρεσης. ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσείουσα στην πληρωμή δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 23 Νοεμβρίου 2021. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 1η Φεβρουάριου 2022. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δευτέρα 14 Φεβρουαρίου 2022

Αιωνία σου η μνήμη

 

 

 
Ατενίζω το μέλλον
φοράω άνεμο
και λίγο ήλιο με δόντια
Διακτινίζομαι πέρα
στ' αγριολούλουδα
με πανοπλία
την μνήμη
Εσύ μητέρα, μήτηρ τύψεων
σε πόσα όνειρα
θ'αφήνεις τα παράπονα
να τρομάζουν τα μέσα βρέχει
Καθώς ανατινάχθηκα
-από έκρηξη το τελευταίο αντίο-
τα μάτια μου προσκολλήθηκαν
στους υδρατμούς της όξινης τύχης
υαλοκαθαριστήρες τα κλάμματα
για ένα φθινόπωρο ακολασίας
Τα φύλλα πολτοποιήθηκαν
δίπλα στο πτώμα σου, την λήθη
Αιωνία σου η μνήμη, μητέρα αθανασία

Must red-read

Ακαταδίωκτο δημοσίων υπαλλήλων και μελών Δικηγορικών Συλλόγων

  27/2023 ΑΠ (Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Αστικώς ανεύθυνο δημοσίων υπαλλήλων. Περιλαμβάνει και την ευθύνη αυτών από προσβολές της προσωπικότ...